Αὔξηση καί δόξα (Β´ Θε 3,1)
Τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἀποτελεῖ μιά νικηφόρα ἐκστρατεία (βλ. Α´ Θε 1,8· Β´ Κο 10, 3-6). ῾Η ἐπιτυχία της ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξασφαλισθεῖ δίχως τή θεία βοήθεια (πρβλ. Ρω 9,16). Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος θεωρεῖ ἐντελῶς ἀναγκαία τήν προσευχή. Ζητᾶ ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς νά προσεύχονται συγκεκριμένα «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς» (3,1). Παρουσιάζει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σάν ἕναν δρομέα, ὁ ὁποῖος τρέχει καί νικᾶ καί λαμβάνει τό στεφάνι τῆς δόξας. Μέ τήν εἰκόνα ἐπισημαίνεται ὁ κόπος καί ἡ προσπάθεια πού ἀπαιτεῖται γιά τό ἔργο τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά καί ἡ ταχύτητα μέ τήν ὁποία τό εὐαγγέλιο ἁπλωνόταν ἤδη στά ἔθνη.
᾿Αξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν δέν περιορίζεται στό αἴτημα «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ». Παρακινεῖ, βέβαια, τούς πιστούς νά προσεύχονται γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ θείου λόγου· νά διαδίδεται τό εὐαγγέλιο συνεχῶς μέ γοργό ρυθμό, νά φθάσει ὥς τά πέρατα τῆς γῆς. Δέν ἀρκεῖται ὅμως σ᾿ αὐτό. Μέ τό «ἵνα δοξάζηται» τούς προτρέπει νά προσεύχονται ἐπιπλέον γιά νά βρίσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπήχηση, νά μεταμορφώνει τίς ψυχές, νά ἀλλάζει τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ (βλ. Μθ 5,16). Τό πρῶτο αἴτημα συνδέεται μέ τήν ἐπεκτατική δύναμη τοῦ θείου λόγου, τό δεύτερο μέ τήν ἀφομοιωτική του δύναμη. Τά αἰτήματα αὐτά ἐπίσης θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ταυτίζονται μέ τά δύο πρῶτα αἰτήματα τῆς κυριακῆς προσευχῆς: Τό «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ» ἀντιστοιχεῖ στό «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Μθ 6,10), καί τό «ἵνα δοξάζηται» στό «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου» (Μθ 6,9).
῾Ο ἀπόστολος ἐνδιαφέρεται ὄχι μόνο γιά τήν ποσοτική αὔξηση τῶν πιστῶν, τήν αὔξηση κατά πλάτος, ἀλλά καί γιά τήν ποιοτική τους προκοπή, τήν αὔξηση κατά βάθος. Τίς δύο αὐτές ἰδιότητες μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος μέ δύο παραβολές στό 13ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου ὅπου παρομοιάζει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τόν κόκκο τοῦ σινάπεως καί μέ τή ζύμη. Καθεμία ἀπό τίς παραβολές αὐτές ἀποδίδει καί μία ἰδιότητα τοῦ θείου κηρύγματος. ῾Η πρώτη παραβολή δείχνει πῶς πρέπει τό κήρυγμα νά ἁπλώνει καί νά ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τόν κόσμο. ῞Οπως τό σινάπι ἁπλώνει τά κλαδιά του καί καταλαμβάνει τή γύρω περιοχή, ἔτσι καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά φθάσει μέχρι τά πέρατα τῆς γῆς, νά ἀγκαλιάσει ὅλους τούς ἀνθρώπους. ᾿Εκτός ἀπό τήν ποσοτική αὔξηση, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ φέρνει καί ποιοτική ἀλλαγή στόν κόσμο. ῞Οπως τό προζύμι ἐπιδρᾶ πάνω σέ ὅλη τή ζύμη, ἔτσι καί ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου μεταβάλλει τούς ἀνθρώπους καί τούς μετατρέπει σέ πολίτες τῆς οὐράνιας πολιτείας.
Στήν πρώτη ᾿Εκκλησία ἦταν ἐμφανής καί ἔκδηλη ἡ αὔξηση καί πρός τίς δύο κατευθύνσεις. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σάν ἐπωδό συχνά σημειώνει ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν» (6,7). «Ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν», πού συνεχῶς μεγάλωνε μέ τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, εἶχε καί τήν ἀνάλογη ποιοτική αὔξηση, τήν ἀλλοίωση πού δημιουργοῦσε μέσα τους «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ».
Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ζητᾶ ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης νά προσεύχεται «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τρέχῃ καὶ δοξάζηται». Δέν φθάνει μόνο νά μεταφέρεται ὅλο καί πιό μακριά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀλλοιώνει καί νά ἀφομοιώνει τούς ἀνθρώπους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στή Ρωσία τόν 10ο αἰώνα. Σέ ἐλάχιστο χρόνο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἄφησαν τήν εἰδωλολατρία καί ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό. ῎Ετρεξε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δοξάσθηκε. Οἱ περισσότεροι ἔμειναν ἀνεπηρέαστοι στήν ψυχή, γι᾿ αὐτό καί γρήγορα διαλύθηκαν. Παρέμεινε μόνο τό μικρό καί ἐκλεκτό ποίμνιο.
Καί σήμερα ἀκοῦμε ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ἁπλώνει μέ τό ἔργο τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς σέ διάφορες ὑποανάπτυκτες χῶρες καί χαιρόμαστε γι᾿ αὐτό. ῾Ωστόσο, ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε πολύ, ὥστε οἱ νεοφώτιστοι χριστιανοί τῶν χωρῶν αὐτῶν νά μή βαπτίζονται ἁπλῶς, ἀλλά καί νά ἀπαρνοῦνται τίς εἰδωλολατρικές συνήθειες τοῦ παρελθόντος. Ἄν παίρνουν μόνο τό ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά ζοῦν εἰδωλολατρικά, διατηρώντας π.χ. τήν πολυγαμία ἤ τά μάγια, αὐτό σημαίνει ὅτι τό εὐαγγέλιο δέν ἀλλοίωσε τήν ὕπαρξή τους βαθιά. Κι ἔτσι δέν δοξάζεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ!
῾Ο Χριστιανισμός δέν εἶναι ὑπόθεση ἐπιφάνειας ἀλλά βάθους. Αὐτό ἰσχύει καί γιά μᾶς, πού μπορεῖ νά λεγόμαστε χριστιανοί ἀπό βρέφη, νά ἐκκλησιαζόμαστε, νά μελετοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι πάντα σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνη μέ τό εὐαγγέλιο. Δέν φθάνει μόνο σέ μιά στιγμή τῆς ζωῆς μας νά μετανοήσουμε καί νά πιστέψουμε στόν Θεό. Χρειάζεται συνεχῶς νά αὐξάνουμε στή γνώση τοῦ θείου λόγου, γιά νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀνανεώνουμε συνεχῶς τή μετάνοιά μας, τήν πίστη μας καί τήν ἀγάπη μας στόν Θεό.
Στέργιος Ν. Σάκκος
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ἀπριλίου, 2025