Ὁ γέροντας γονάτισε μέ δέος δίπλα στό σκῆνος. Κι ἔτσι ὅπως τό παρατηροῦσε μέ σεβασμό καί ἱερή στοργή, ἔφερε αὐτόματα στό νοῦ του τήν πρώτη φορά πού τήν εἶδε. Εἶχαν περάσει ἀκριβῶς δυό χρόνια ἀπό τότε. Τή συνάντησε ξαφνικά μέσα στήν ἔρημο. Θυμόταν καλά ὅτι τή βρῆκε ὁλομόναχη μέ μόνη συντροφιά τ᾿ ἀγρίμια. Καί ἡ ἴδια, ἄλλωστε, μέ ἀγρίμι ἔμοιαζε πιό πολύ παρά μέ ἄνθρωπο. Κι ἀκόμη λιγότερο μέ γυναίκα. Τή λυπήθηκε, ἔκλαψε γι᾿ αὐτήν. Ἦταν, λές, στηλωμένο κουφάρι, ἕνα πραγματικό σκέλεθρο ἀπό τήν ταλαιπωρία...
Τώρα εἶχε μπροστά του ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό ἐκείνη τή σκιά τῆς παρουσίας της· τά λίγα κόκκαλά της κι ἕνα σημείωμα γραμμένο ἀπό τά χέρια της: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τή μέρα πού κοινώνησα. Νά προσεύχεσαι γιά μένα».
Ἦταν δωδεκάχρονο κορίτσι, ὅταν ἐγκατέλειψε τούς δικούς της γιά τή «μεγάλη ζωή» στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γρήγορα κατάντησε διαβόητη πόρνη. Πουλημένη ἐξολοκλήρου στό πάθος της ἀτιμαζόταν καί ἀτίμαζε. Πήγαινε ὁπουδήποτε θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τίς διαστροφές της, πολλές φορές χωρίς νά ζητᾶ χρήματα, μέ μόνο ἀντίτιμο τήν ἡδονή.
Κάποια φορά μέσα στή ζάλη της σκέφθηκε νά ἐκμεταλλευτεῖ τά καραβάνια τῶν προσκυνητῶν, πού ταξίδευαν γιά τήν ἁγία γῆ. Πῆγε, λοιπόν, καί στά Ἰεροσόλυμα. Κι ἔκανε κι ἐκεῖ τά ἴδια. Ὥσπου μιά μέρα πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θέλησε νά μπεῖ μέσα ἀπό περιέργεια. Μέ τό ξυπασμένο της θράσος ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια σπρώχνοντας τό πλῆθος κι ἔκανε νά διαβεῖ τό μαρμάρινο κατώφλι. Μά ξαφνικά στάθηκε. Μαρμάρωσε ἡ ἴδια. Δέν μπόρεσε νά κάνει βῆμα παραπέρα. Μιά ἀκατανίκητη δύναμη τήν ἔσπρωχνε ἔξω. Τήν πίεζε ἀσφυκτικά. Κι ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος περνοῦσε στό ναό, αὐτή ἦταν ἀδύνατο νά προχωρήσει.
Κι ἔμεινε ἐκεῖ δίπλα στή μεγάλη πύλη νά κλαίει μέ λυγμούς, αὐτή πού ποτέ της δέν λογάριασε φραγμούς καί ὅρια· πού ποτέ της δέν ἔνιωσε τήν ἀπόρριψη, τήν ἀποστροφή, τήν ἔσχατη ἐξουθένωση.
Τότε, ἀνάμεσα στά κλάματα, «πληγεῖσα τήν καρδίαν», κατάλαβε. Ὁ Θεός τήν ἤθελε καθαρή, στήν πρώτη της παιδιάστικη ἁγνότητα· ὅταν στό πρόσωπό της μποροῦσε νά διακρίνει κανείς κάτι ἀπό τό κρυστάλλινο τοῦ οὐρανοῦ κι ὄχι ὅπως ἦταν τώρα, μέ τά πορνικά βαψίματα καί τούς μαύρους κύκλους τοῦ ξενυχτιοῦ γύρω ἀπό τά μάτια, μ᾿ ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή κατασπιλωμένα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔνιωσε τότε ξαφνικά ὅτι εἶχε ξεπέσει μπροστά Του· ὅτι Τόν εἶχε προδώσει.
Δέν ἀπελπίστηκε. Μάζεψε ὅσο κουράγιο εἶχε κι ἔφυγε τήν ἴδια μέρα στήν ἔρημο, πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη. Κανένας δέν τήν ξαναεῖδε. Ἀλλά καί κανένας δέν ἀναρωτήθηκε ποτέ μέ συμπόνια γι᾿ αὐτήν ἄν ζῆ ἤ ἄν πέθανε.
Γιά σαρανταεπτά ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε κατάμονη «μόνῳ Θεῷ προσευχομένη». Πάλεψε ἀσυμβίβαστα μέ ὅ,τι βρώμικο κουβαλοῦσε μέσα της. Οἱ προσευχές της δέν μετριοῦνταν μέ ὧρες ἀλλά μέ ἡμέρες καί νύχτες. Πόσες φορές τά φαράγγια θ᾿ ἀντήχησαν τίς κραυγές τῆς ὀδύνης της! Πόσες φορές τό ξερό χῶμα θά νοτίστηκε ἀπό τά καυτά της δάκρυα! Δέν ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό μερίδιο στό ἔλεός του. Ἔνιωθε ἀνάξια γι᾿ αὐτό. Μόνο τά ψίχουλα γύρευε σάν τό «σκυλί», ὅπως ἄλλοτε ἐκείνη ἡ Χαναναία· «καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν...». Ἔλειωνε μέσα στήν ἀγωνία καί στή λαχτάρα της. Κι ἔτσι σιγά-σιγά ἐξαφανίστηκε ἡ φημισμένη ὀμορφιά της, σκέβρωσε τό κορμί της, σκελετώθηκε. Ἀπέμεινε φάντασμα.
Ὥσπου ὁ Κύριος ἀποφάσισε ὅτι ἔληξε ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας της καί τῆς χάρισε αὐτό πού ζητοῦσε. Ἔστειλε τόν δοῦλο του Ζωσιμᾶ νά τή βρεῖ. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησή της, τήν καταξίωσε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἕνα χρόνο μετά.
Ἦταν Μ. Πέμπτη, ὅταν δέχτηκε μέσα της τόν οὐράνιο Ἄρτο. Ὁ μαθητής πρόδιδε τόν Διδάσκαλο στούς παρανόμους. Ἅπλωνε τά χέρια στά ἀργύρια καί μαζί μ᾿ αὐτόν τά ἁπλώναμε κι ὅλοι ἐμεῖς, τά τέκνα τοῦ Ἀδάμ, ἐκείνου τοῦ πρώτου προδότη. Διότι τί ἄλλο θά πεῖ ἁμαρτία παρά προδοσία, ξεπούλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού πάσχει γιά χάρη μας;
Ἰδού ὅμως ὅτι ἡ Μαρία ἡ πόρνη, μία ἀπό ἐμᾶς, ξεπλήρωσε τοῦτο τό χρέος της. Κι ἐνῶ ὁ Ἰούδας ἄνοιγε τήν πόρτα στή νύχτα, αὐτή μετανοώντας ἐγκατέλειπε τό σκοτάδι κι ἔμπαινε στή χαρά τῆς βασιλείας Του «ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Ἡ Μαρία πού τήν εἴπανε Αἰγυπτία...
Ἰωάννης
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 87-88
Δέν εἶναι ψέμα πρωταπριλιάτικο. Εἶναι ἀλήθεια ἐπικυρωμένη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δωρεά χορηγημένη ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, αὐτό πού μᾶς προσφέρει ἐποπτικά καί βιωματικά ἡ Ἐκκλησία μας τήν 1η Ἀπριλίου: Τήν ἡμέρα αὐτή τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τή μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δίπλα στό «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», τήν Παναγία μας, στήν ἁγιότερη μορφή τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἰδιαίτερα τιμοῦμε αὐτήν τήν περίοδο, ἀπονέμει τιμή καί στήν πιό ἄθλια ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού κυλίσθηκε στόν χειρότερο ἠθικό βόρβορο καί πάτησε τά ἀπύθμενα βάθη τῆς διαφθορᾶς.
Ἔκθαμβη ἡ ἀνθρωπότητα θαυμάζει τήν ἄσπιλη ἁγνότητα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας καί τή μεγαλύνει ὡς «καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εὐλαβικά κλίνει τό γόνυ μπρός στήν ὑπέρλογη ὑπακοή καί στήν ὁλόψυχη ἀφοσίωση τῆς Κεχαριτωμένης, γιά τά ὁποῖα ἡ σεμνή Μαρία ἀναδείχθηκε ἡ κορυφαία τῶν συνεργατῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου.
Μέ δέος ἡ ἱστορία καταγράφει τήν πορεία τῆς ἄλλης Μαρίας, τῆς Αἰγυπτίας: Χωρίς ἀναστολές καί αἰδώ ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας τά σπάνια σωματικά καί ψυχικά χαρίσματά της. Παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στή δούλεψη τοῦ σκότους, ἔγινε μία διαβόητη πόρνη. Κι ὅταν ἔφθασε στό ναδίρ τῆς ἀθλιότητος, ἐκεῖ πού τό κακό «δέν ἔπαιρνε ἄλλο», πῆρε τήν ἡρωική ἀπόφαση: νά παραδοθεῖ στόν Θεό. Συγκλονιστική ἡ πολυετής μετάνοια καί ἄσκησή της στέκει παράδειγμα στούς αἰῶνες.
Στόν παράδεισο ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀγάλλεται μαζί μέ τήν ἀειπάρθενο Μαρία. Ἀλλά καί στήν ἐπί γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία, αὐτή πού κυλίσθηκε στή βρωμιά καί στήν ἀθλιότητα καί μ’ ὅλο τό εἶναι της ἐναντιώθηκε στό νόμο τοῦ Θεοῦ συνεορτάζεται μέ τήν ἄσπιλη, τήν πάναγνη καί κεχαριτωμένη δούλη τοῦ Κυρίου. Τί μήνυμα κατανυκτικό καί χαρμόσυνο! Τί δροσιά γιά τίς ψυχές πού πυρώνει ὁ πειρασμός καί σείει ἡ ἁμαρτία! Τί εὐφροσύνη γιά τούς πικραμένους ἀπό τό φαρμάκι τῶν παραβάσεων! Τί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἀπελπισμένους ἀπό τίς ἀπανωτές πτώσεις στόν πνευματικό ἀγώνα!
Τό σκέφθηκες, ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ; Μέ τή γέφυρα τῆς μετανοίας μποροῦμε ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί καί βρώμικοι νά περάσουμε στή δόξα τῆς καθαρότητος, στή μακαριότητα τῆς ἀναμαρτησίας. Ὁ παράδεισος εἶναι γιά ὅλους, γιά τούς ἁγίους ἀλλά καί γιά τούς ἁμαρτωλούς. Τό βεβαιώνει ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δίπλα στόν ἐγκωμιασμό τῆς Παναγίας. Τό ἐγγυᾶται τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω 1,7). Καθώς πορευόμαστε, λοιπόν, πρός τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, νά ἑτοιμασθοῦμε! Μέ μετάνοια, ἐξομολόγηση καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τή δυνατότητα, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι, νά συναντήσουμε τόν ἄσπιλο Νυμφίο καί νά ἀποδεχθοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς χαρίζει.
Στέργιος Ν. Σἀκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 99
Φοροῦσε τό μαῦρο ράσο κι ἔνιωθε πώς ἦταν ντυμένος τήν ἅγια παράδοση τῶν αἰώνων. Μέ τή συναίσθηση τῆς ἱερῆς κληρονομιᾶς του, ζοῦσε καί διακονοῦσε μέ ἀγάπη καί αὐταπάρνηση τό ποίμνιό του στήν πολιτεία τοῦ Κορινθιακοῦ, τή στολισμένη μέ πλέρια ὀμορφιά.
Στό ναό καί στό δρόμο, στόν ἄμβωνα καί στό ἐξομολογητήρι, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας ὁ ποιμένας ὁ καλός. Στοῦ τριμμένου ράσου του τή σκιά βρίσκαν καταφύγιο καί στήριγμα οἱ ψυχές. Καί στήν ἅγια Τράπεζα οἱ ἄγγελοι ἔπαιρναν τίς καυτές προσευχές του γιά τούς ραγιάδες καί τίς ὕψωναν στό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ντυμένος τό ράσο καί τήν ἀτίμητη κληρονομιά του, στάθηκε ὁ Ἱεράρχης τῆς Κορίνθου κι ὅταν τό 1684 τόν ὁδήγησαν μπρός στόν κατή, κι ὅταν τόν ἔρριξαν μέ μίσος στή φυλακή κι ὅταν τόν βασάνισαν ἀπάνθρωπα. Στά εὐλαβικά του στήθη κόχλαζε ἡ πίστη στόν Θεό, ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα. Τό μαχαίρι τοῦ Τούρκου ἔδωσε τέλος μακάριο στόν ἅγιο Ἐπίσκοπο. Ἦταν ἄνοιξη, 30 Μαρτίου. Ἡ γῆ ἑτοίμαζε μυστικά τήν καρποφορία. Ἦταν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ ἔκρυβε τό θρίαμβο τῆς Ἀνάστασης.
Κι ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ ἡρωικοῦ Ἐπισκόπου μήνυσε στούς ραγιάδες τήν καρποφορία τῆς θυσίας, τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους.
Ἔτσι ζοῦνε κι ἔτσι πεθαίνουν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί χθές, τότε καί σήμερα. Ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Ζαχαρία προστέθηκε στό συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας, πλάι στούς βίους τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων· μά καί στήν ἱερή φάλαγγα τῶν νεομαρτύρων καί ἱερομαρτύρων, πού μέ τό ἅγιο παράδειγμα καί τήν ἡρωική θυσία τους ἔσπειραν τό φύτρο τῆς ἐλευθερίας. Προστέθηκε σέ κείνους πού μοιάζει νά τούς ἔχει ξεχάσει ἡ σημερινή Ἑλλάδα. Κι αὐτή ἡ λησμοσύνη βάζει μπουρλότο στά θέμελά μας. Ξεδιπλώνοντας μέ δέος τίς ματωμένες πτυχές τοῦ θαύματος τῆς 25ης Μαρτίου, θά ἀντικρύσουμε τίς ἀδούλωτες καρδιές ἑκατοντάδων ἱερομαρτύρων. Ἡ εὐγνωμοσύνη στό ματωμένο τους ράσο θά χαρίσει σέ μᾶς τή δύναμη νά διαφυλάξουμε ὅ,τι μᾶς παραδίδουν: τή λευτεριά τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ καί τῆς τίμιας ζωῆς.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 59
Ἀναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ἀποκαλοῦμε τήν Παρθένο Μαρία Παναγία, ἐνῶ τόν ἴδιο τόν Κύριο τόν ὀνομάζουμε ἁπλῶς ἅγιο; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἐπιχειροῦν νά μᾶς αἰφνιδιάσουν ὁρισμένοι αἱρετικοί, καταλήγοντας στό ἄτοπο συμπέρασμα ὅτι ἔτσι ἀποδίδουμε στό πλάσμα μεγαλύτερη τιμή ἀπ' ὅ,τι στόν Πλάστη. Τί συμβαίνει, λοιπόν; Θεωροῦμε τήν Παναγία ἀνώτερη ἀπό τόν ἅγιο Θεό; Κι ἄν ὄχι, τότε πῶς δικαιολογεῖται τό ὄνομά της;
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μαθαίνουμε ὅτι μία σειρά αἱρετικῶν, ἀπό τούς ἀρχαίους ἀντιδικομαριανῖτες μέχρι τίς σύγχρονες προτεσταντικές ἀποφύσεις καί μάλιστα τούς χιλιαστές, ἀποσκοπώντας κυρίως στό νά προσβάλουν τό δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολέμησαν μέ λύσσα τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατεβάζουν τή Θεοτόκο στό ἐπίπεδο μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας, πού δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς ψυχές πού εὐαρέστησαν τόν Κύριο. Ἐξάλλου οἱ παπικοί ὑπερτίμησαν τόσο πολύ τήν Παρθένο, ὥστε σχεδόν τή θεοποίησαν καί τήν ἐξίσωσαν μέ τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, δημιουργώντας ἔτσι μία βλάσφημη τετράδα. Ἀνάμεσα στήν ὑποτίμηση τῶν προτεσταντῶν καί τήν ὑπερτίμηση τῶν παπικῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κρατᾶ τή Θεοτόκο στή θέση πού τῆς πρέπει, ἀποδίδοντάς της τήν τιμή πού ὁ Κύριος τῆς ἀναγνώρισε. Τιμᾶ τήν Κεχαριτωμένη ὡς τή μία μετά τόν Ἕνα, τό «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», τό καθαρόν τοῦ Λόγου σκήνωμα, τόν πανάμωμο ναό τοῦ Ὑψίστου. Γιατί ὅμως τήν ὀνομάζει Παναγία; Καί, προσβάλλει ἄραγε τόν Κύριο ἡ ὀνομασία αὐτή;
Στήν πίστη μας ἕνας εἶναι «ὁ ἅγιος», ὁ τριαδικός Θεός. Αὐτόν ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ τόν τρισάγιο ὕμνο, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στόν Ἠσαΐα· «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ 6,3). Σ' αὐτόν ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτόν ὁμολογοῦν οἱ πιστοί. Στή θ. λειτουργία διακηρύττουμε ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἅγιος, γι' αὐτό καί δέν χρησιμοποιοῦμε ὑπερθετικά, οὔτε σύνθετα, πού ἐπιτείνουν τήν ἔννοια τῆς λέξεως ἅγιος, ὅταν αὐτή ἀναφέρεται στόν Θεό. Ἐντούτοις, ὁ ἅγιος Θεός ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς του νά τόν μιμηθοῦν, νά γίνουν κι αὐτοί ἅγιοι, γιά νά εἶναι γνήσια παιδιά του. «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7· Α΄Πέ 1,16).
Τό φαινόμενο αὐτό εἶναι συνηθισμένο στήν ἁγία Γραφή. Λέει π.χ. ὁ Κύριος στόν πλούσιο νεανίσκο· «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός» (Μθ 19,17). Κι ὅμως, ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «ἀγαθός» γιά ἕνα δοῦλο· «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!» (Μθ 25,23). Ἀκόμη, ἐνῶ ρητῶς ἀπαγορεύει στούς μαθητές του νά ὀνομάζονται διδάσκαλοι καί πατέρες (Μθ 23,8-11), ὑπῆρχαν πάντοτε καί ὑπάρχουν οἱ διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, λοιπόν, καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στή συνέχεια, οἱ ἐκλεκτοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί του ἄνθρωποι ὀνομάζονται ἅγιοι. Ἅγιοι εἶναι οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ παρθένοι, οἱ ἐγκρατευτές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί χριστιανοί. Ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁγίους, πού ἐν συγκρίσει μέ τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι σχετικά ἅγιοι, διακρίνεται γιά τήν προσφορά της στήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἡ κεχαριτωμένη μητέρα τοῦ Κυρίου. Σέ σχέση μ' αὐτούς εἶναι ὑπεραγία, εἶναι ἡ Παναγία. Ἔτσι, ἀποδεικνύεται πόσο περιφρονοῦν τό Εὐαγγέλιο οἱ λεγόμενοι εὐαγγελικοί καί πόσο διαστρεβλώνουν τή Γραφή οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «σπουδαστές τῆς Γραφῆς», πού δέν ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ μοναδική, αὐτή τήν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «τήν ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιά νά ἐκπληρώσει τή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του καί τή θέωση τῶν ἀνθρώπων». Τόσο πολύ ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες ἡ Παρθένος, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα, γράφει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας. Εἶναι τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρωπίνης πλάσεως, τό σεπτόν κειμήλιον πάσης τῆς οἰκουμένης, ἡ λαμπροτέρα καί καθαραρωτέρα ἡλίου, τό ἐξαίρετον θαῦμα τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
Θά χρειαζόταν χῶρος καί χρόνος πολύς γιά νά ἀπαριθμήσουμε τά ἐπίθετα καί τούς ἐπαίνους μέ τούς ὁποίους τήν στολίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν προφητεία τῆς ἴδιας ὅτι «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Ἀρκεῖ ὅμως νά θυμηθοῦμε τόν ἔπαινο καί τή διάκριση πού τῆς κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὀνομάζοντάς την «Κεχαριτωμένη, εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λκ 1,28). Τήν διαλέγει ὡς «ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων», γιά νά τοῦ δανείσει τά ἁγνά αἵματά της καί νά γίνει μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἔτσι τήν συνιστᾶ στήν ἱστορία ὡς τήν ὡραιότερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς ὁμολογώντας ἀπόλυτα ἅγιο μόνο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μεγαλύνουμε ὡς πρώτη μεταξύ τῶν ἁγίων τήν Παναγία μητέρα του.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 39 (1984) 45-46
Ἁρμονικά συμπλέκονται αὐτόν τόν μήνα οἱ χαρούμενοι ἐαρινοί ἦχοι τῆς φύσεως πού ξυπνᾶ, μέ τά χαρμόσυνα θεῖα μηνύματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Καθώς γεμίζουν οἱ πλαγιές μέ χρώματα κι ὁ ἀέρας μέ μύρα, καθώς ἀναρριγᾶ τό κορμί ἀπό τό θάλπος τοῦ ἥλιου κι ἀναγαλλιάζει ἡ καρδιά ἀπό τήν περιρρέουσα τερπνότητα, γεμίζει ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ μέ χαρά καί εὐφροσύνη ἀκούγοντας τό «Χαῖρε!» τοῦ ἀγγέλου καί ἀγάλλεται ἡ ὕπαρξή του γιορτάζοντας τό πρῶτο φανέρωμα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται… Εὐφραινέσθω ἡ κτίσις, χορευέτω ἡ φύσις!».
Εἶναι, πράγματι, τό πιό καλό ἄγγελμα πού μποροῦσε νά δεχθεῖ ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Μετά τόν διωγμό ἀπό τόν παράδεισο εἶναι ἡ ἀνάκληση γιά ἐπιστροφή, μετά ἀπό τήν περιπλάνηση στούς δύσκολους δρόμους τῆς ἐξορίας εἶναι ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀγαπημένο. Μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνατολή, μέσα στή σκλαβιά τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύτρωση. Ἡ ἀρχαία κατάρα πρός τόν Ἀδάμ λύνεται καί ἡ πρώτη λύπη τῆς Εὔας διαλύεται, διότι σαρκώνεται Ἐκεῖνος πού θά ἐξαλείψει τά δεινά. Ὁ ἄνθρωπος καινουργιώνεται καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό, καθώς ὁ Θεός συνάπτεται μέ τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν παρθενική μήτρα παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ξαναπλάθει καί τήν θεώνει.
Ἀλλά τό πιό σημαντικό καί πιό εὐλογημένο εἶναι ὅτι ὁ Εὐαγγελισμός δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, πού ἐμεῖς ἁπλῶς γιορτάζουμε τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα συνεχές ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἕνα ἀκατάπαυστο βίωμα τοῦ πιστοῦ στή ζωή του. Ἐκεῖνο τό μέγα μυστήριο, πού συνέβη μία φορά στήν Παρθένο Μαρία, ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἐπισκίασε τότε τήν Παναγία, τό ἴδιο ἐπισκιάζει πάντοτε τήν Ἐκκλησία σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Μυστικά καί μυστηριακά «σήμερον» ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ καί ὁ Υἱός συλλαμβάνεται καί ἄγγελος ὑπηρετεῖ τό θαῦμα μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφικός στοχασμός οὔτε ψυχολογική φαντασίωση, ἀλλά μία ὑπέρλογη πραγματικότητα καί μία πνευματική ἐμπειρία τῆς χάριτος.
Πρῶτα–πρῶτα ὁ Εὐαγγελισμός ἐπαναλήφθηκε στήν ἱστορία τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἦλθε καί κάθισε πάνω σέ κάθε ἕναν ἀπό τούς μαθητές καί ἵδρυσε καί γέννησε τήν Ἐκκλησία. Εἶναι, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ὁ Χριστός πού γεννήθηκε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τότε αὐξάνει καί κραταιοῦται συνεχίζοντας τή ζωή καί τό ἔργο του. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο εἶναι παρουσία Χριστοῦ, ἡ ὁποία σέ κάθε στιγμή πραγματώνει ἕναν εὐαγγελισμό. Μέσα στό ἀνταριασμένο πέλαγος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς πνίξει, παρουσιάζεται σάν ἡ ἀσφαλής κιβωτός, πού ποντοπορεῖ σταθερά πρός τή σωτηρία. Μᾶς καλεῖ νά ἐπιβιβασθοῦμε σ’ αὐτήν καί μᾶς ὑπόσχεται ἀδιάψευστα ὅτι θά μᾶς σώσει γιά πάντα ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀλλά αὐτό τό ἀναντίρρητο ἱστορικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελεῖ συνέχεια καί ἔκφραση τοῦ πρώτου γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπαναλαμβάνεται ἐπίσης μέσα στήν ἱστορία κάθε πιστῆς ψυχῆς καί ὄχι μόνο μία φορά.Κάθε μέρα καί κάθε στιγμή χρειάζεται νά ἀναβιώνουμε στή μυστική ζωή τῆς ψυχῆς μας τόν εὐαγγελισμό τῆς σωτηρίας μας, πού σημαίνει ὅτι χρειάζεται νά ἀνανεώνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὥστε νά παραμένουμε ζωντανά μέλη στό σῶμα της καί νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Κάποιος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ –ἕνας δοῦλος κι ἀπόστολός του– μᾶς εὐαγγελίσθηκε κάποτε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινισθήκαμε. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων ζωντάνεψε μέσα μας ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, τά μάτια μας ἄνοιξαν σέ νέους ὁρίζοντες καί ἡ καρδιά μας συντονίσθηκε μέ τούς παλμούς μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνιότητος. Δέν πάψαμε ὅμως νά ζοῦμε ἀκόμη μέσα στή φθορά. Τά πλοκάμια της μᾶς ἀγκαλιάζουν καί ρουφοῦν τή ζωτικότητά μας, ἀπομυζοῦν τήν πνευματικότητά μας. Γι’ αὐτό, καλούμαστε σ’ ἕναν ἀκατάπαυστο ἐπανευαγγελισμό τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Τά μέσα καί τούς τρόπους γι’ αὐτή τήν ἀναβίωση μᾶς τά ἐξασφαλίζει βέβαια ἡ θεία χάρη. Μέ τήν καθημερινή μελέτη τῆς Γραφῆς μπορῶ νά ἀκούω κάθε μέρα τό χαιρετισμό τοῦ Κυρίου μου. Μέ τή συχνή κοινωνία στά μυστήρια μπορῶ νά παίρνω συνεχῶς Πνεῦμα ἅγιο. Μέ τή συνειδητή συμμετοχή στό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ μου καί μέ τόν ὁλοπρόθυμο ἀγώνα μου μπορῶ νά συλλαμβάνω καί νά γεννῶ ἕναν Χριστό στή ζωή μου. Ἔτσι, γιορτάζω διαρκῶς Εὐαγγελισμό, πανηγυρίζω καί δοξολογῶ τόν Θεό πού εὐδοκεῖ νά ἐπισκέπτεται τήν καρδιά μου, καί μακαρίζω καί εὐχαριστῶ τήν ἁγία Μητέρα του καί Μητέρα μου γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀβίαστα κι αὐθόρμητα, καθώς εὐαγγελίζομαι συνεχῶς τόν ἑαυτό μου, νά γίνομαι ὁ ἴδιος ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο γιά τούς ἄλλους καί νά καταγγέλλω γύρω μου τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἀδιάκοπου εὐαγγελισμοῦ πού ζῆ ἡ Ἐκκλησία. «Λαοί, εὐαγγελίζεσθε τήν ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου!», προτρέπει ὁ ὑμνωδός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί, ἀναλαμβάνουν τό ἔργο νά κηρύξουν στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος βρεφουργεῖται ἀναπλάττων βρότειον ἅπαν γένος». Καί τό κήρυγμά τους εἶναι πολύ δυνατό καί πολύ πειστικό, διότι ἔχουν νά δείξουν γιά παράδειγμα τόν ἀναγεννημένο καί μεταμορφωμένο ἑαυτό τους. Μέ τόν τρόπο αὑτό ἡ Ἐκκλησία γίνεται τό μεγάφωνο, πού μεταφέρει στή γῆ τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, γίνεται ὁ ἀγωγός πού διοχετεύει στόν κόσμο τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δείχνει τό δρόμο στούς ξεστρατισμένους, χαρίζει εἰρήνη στούς ταραγμένους, προσφέρει χαρά κι ἐλπίδα, ἀλήθεια καί ζωή. Στήν ἐποχή μας καί στήν κοινωνία μας, στήν ἀθλιότητά μας καί στήν τραγικότητά μας ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀκούγεται, πράγματι, ὅπως τό «Χαῖρε!» τοῦ Γαβριήλ. Μακάριοι ὅσοι μέ πίστη τήν ἐνωτίζονται καί κάνουν τόν Εὐαγγελισμό γεγονός τῆς ζωῆς τους!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 33-35
Μέσα στή νύχτα, τήν ὥρα πού διαπράττονται οἱ μεγάλες ἁμαρτίες ἀλλά καί κατεργάζονται οἱ ὑψηλές πνευματικές ἀρετές, τήν ὥρα τῆς βαθειᾶς νύχτας διαλέγει ἡ βασιλοπούλα Δροσίδα γιά νά ἐγκαταλείψει τά ἀνάκτορα. Ἀφήνει τό πιό λαμπρό οἴκημα τῆς Ρώμης γιατί ἔχει ἐπιλέξει ἕναν ἄλλο λαμπρότερο πλοῦτο, ἕναν ἄλλο θησαυρό, τόν Πολύτιμο Μαργαρίτη. Διαφεύγει ἀπό τήν αὐστηρή ἐπιτήρηση τῆς ἔνοπλης φρουρᾶς καί φεύγει πρός ἄγνωστη κατεύθυνση. Ἡ ἀγάπη της θέλει νά ἀποτρέψει τόν πατέρα της ἀπό τό φοβερό ἔγκλημα τῆς παιδοκτονίας.
Ὁ θιγμένος ἐγωισμός τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ ξέσπασε μέ μία ἔκρηξη ὀργῆς καί θυμοῦ ὅταν πληροφορήθηκε τή δραστηριότητα τῆς θυγατέρας του ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Πληροφοριοδότης ἦταν ὁ Ἀδριανός, ὁ σύμβουλός του καί μνηστήρας τῆς Δροσίδας. Οἱ χριστιανές γυναῖκες -ἀνάμεσά τους καί ἡ Δροσίδα- εἶχαν συλληφθεῖ τήν ὥρα πού περισυνέλεγαν τά σώματα τῶν μαρτύρων μετά ἀπό τή γενναία ὁμολογία καί τή μαρτυρική τους κοίμηση.
Εἶχε περάσει περίπου μισός αἰώνας ἀπό τότε πού τό μαρτυρικό χέρι τοῦ ἁλυσοδεμένου ἀποστόλου ἀπό τίς φυλακές τῆς Ρώμης ἔγραφε στούς πιστούς τῆς Μακεδονίας «ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας» (Φι 4,22). Ἡ ἱερή σκυταλοδρομία τῆς πίστεως συνεχιζόταν μέσα στά παλάτια τῆς Ρώμης, στήν καρδιά τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορίας. Τί κι ἄν ὁ Τραϊανός ὕψωνε ἀγέρωχα τά τείχη τῆς εἰδωλολατρίας; Τί κι ἄν ἐξέδιδε διατάγματα, ἐξαπέλυε ἀπειλές, ὅριζε σκληρές ποινές; Ὁ πόλεμος τοῦ μίσους μαινόταν ἀνελέητα, μά σέ κάποιες ψυχές ἔλαμπε τό οὐράνιο τόξο τῆς εἰρήνης.
Μέσα στό παγερό σκοτάδι ἄνθιζαν κρίνα ὁλόλευκα. Ἄνθος τρυφερό ἡ νεαρή Δροσίδα, ἡ κόρη τοῦ Τραϊανοῦ, xάριζε τήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς της στή θαυμαστή καί κραταιή ἀγάπη τοῦ νυμφίου Χριστοῦ. Αὐτός ἦταν ὁ ἄγνωστος γιά τούς ἄλλους Ἀγαπημένος τῆς καρδιᾶς της.
Φίλες καί ἀδελφές της, πιστές στήν ἴδια κλήση, ἀφιερωμένες στήν ἴδια ἀποστολή πέντε ἀδελφές. Συνδέθηκαν μέ ἅγια φιλία καί δεσμό ἱερό μέσα στήν ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν.
Στό κύλισμα τοῦ καιροῦ, τό δρεπάνι τοῦ θερισμοῦ φανερώνει τά ὥριμα στάχυα. Καθημερινά κι ἄλλοι ἀδελφοί ἀνάμεσα ἀπό τούς πιστούς προστίθενται στήν ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων στόν οὐρανό. Οἱ εὐσεβεῖς παρθένες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἀνέλαβαν ὑψηλή ἀποστολή νά περισυλλέγουν τά σώματα τῶν μαρτύρων καί νά τά ἑτοιμάζουν γιά τήν ταφή. Κι ἄλλες φορές, μετά τά φρικτά μαρτύρια, νά ἀποθησαυρίζουν τά ματοβαμμένα λείψανα, θησαυρό πολύτιμο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί φυλακτήριο πνευματικό. Ὑπέροχη σκηνή! Τό ἀνεξόφλητο χρέος τῆς ἀγάπης, ἡ τιμή στά ἱερά σφάγια τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου. Πρωτοστατεῖ στήν ἅγια διακονία ἡ κόρη τοῦ διώκτη, ταπεινή καί ἁπλή σάν ὅλες τίς ἄλλες ἀδελφές, δοσμένη στό μεγάλο ἔργο μέ αὐταπάρνηση καί ἀγάπη θυσιαστική.
Μετά τή σύλληψη καί τή θαρρετή ὁμολογία, μέ σκληρότητα εἶχε διατάξει ὁ αὐτοκράτορας τόν μαρτυρικό θάνατο τῶν πέντε ἀδελφῶν μέσα σέ χωνευτήρι μέ λειωμένο χαλκό. Τίς καρδιές τους τίς ἔλειωσε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τους τό διέλυσε τό μίσος τῶν ἐχθρῶν καί ἡ ψυχή τους κατέκτησε τό στεφάνι τῆς αἰωνιότητας. «Εἰ καὶ ἐχωνεύθητε λαμπραὶ Παρθένοι, ἀλλ’ Οὐρανοὺς οἰκεῖτε νῦν σὺν Ἀγγέλοις».
Γιά τήν κόρη του ὁ αὐτοκράτορας ἀποφασίζει ἀπόλυτο ἀποκλεισμό μέ ἰσχυρή φρουρά. Ἐλπίζει πώς οἱ ἀπειλές του καί τά δελεάσματά του θά τή μεταπείσουν. Μάταια ὅμως. Ὁ εἰδωλολάτρης ξεχνᾶ πώς εἶναι πατέρας ἀλλά καί ἡ χριστιανή κόρη βάζει τόν πατέρα τοῦ οὐρανοῦ πάνω ἀπό τῆς γῆς τόν πατέρα. Εἶναι ἡ ὥρα πού ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τῆς Ἀποκαλύψεως «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι... καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (22,11).
Ἡ Δροσίδα ἐγκαταλείποντας τό παλάτι βρῆκε καταφύγιο στό σπίτι κάποιων χριστιανῶν πού ἄνοιξε πρόθυμα νά φιλοξενήσει τήν ἡρωική ἀδελφή. Ἐκεῖ, ἔπειτα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες καί ἐνῶ προσευχόταν, ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Τήν παρέλαβε ὁ Κύριος γιά νά ἀνταμωθεῖ μέσα στό ἄπλετο φῶς του μέ τίς μαρτυρικές ἀδελφές της.
Στίς 22 Μαρτίου τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας οἱ πέντε «κανονικές» λεγόμενες παρθένες. Μαζί τους καί ἡ ἁγία Δροσίδα, κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ· ἡ νεαρή χριστιανή πού ἔζησε μέ ἁγνότητα καί φρόνημα μαρτυρικό ἐκεῖ ὅπου ἔπεφτε βαρειά ἡ σκιά τῆς καισαρολατρίας καί μόλυναν τήν ἀτμόσφαιρα οἱ ἀναθυμιάσεις τῆς διαφθορᾶς. «Δροσὶς λιποῦσα πατρικὴν πᾶσαν σχέσιν, ἐφεῦρε Χριστὸν τὸν ποθεινὸν Νυμφίον». Δίπλα στό ἅγιο ὄνομά της τό ὄνομα τοῦ πατέρα της, ἑνός μεγάλου διώκτη τῆς πίστης μας, ἀποτελεῖ μία ἰσχυρή ἀντίθεση πού διατρανώνει ὅτι οἱ ἀποφάσεις πού καθορί- ζουν τήν αἰώνια ζωή εἶναι προσωπικές ὅπως καί τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Οἱ κλήσεις τοῦ οὐρανοῦ ἀπευθύνονται σέ παλάτια καί καλύβια, σέ μεγαλουπόλεις καί χωριά, ἀγκαλιάζουν κάθε κοινωνική τάξη καί ἀναμένουν τή δική μας ἀνεπιφύλακτη ἀνταπόκριση.
Ἰχνηλάτης
"Ἀπολύτρωσις", Μάρτιος 2014
Ἡ ἄνοιξη ἔβαφε τή γῆ μέ τά φωτεινά της χρώματα κι ἡ θάλασσα παιχνίδιζε ἀνέμελα. Σέ τοῦτο τό γιορτάσι τῆς φύσης γινόταν πιό φοβερή ἡ σκλαβιά, πιό βαρύς ὁ ζυγός πού χρόνια τώρα πολλά πίεζε τόν τράχηλο τῶν φτωχῶν ραγιάδων.
Ἦταν τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ Κρητικοί ζοῦσαν πικρή τήν ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀποτυχία τοῦ ὀρλωφικοῦ κινήματος, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν μέ ὅλο τόν ἐνθουσιασμό τῆς ἀνυπότακτης καρδιᾶς τους. Μά τοῦτο τό νεαρό βλαστάρι τῆς λεβεντογέννας κρητικῆς γῆς κράταγε μέσα του μιά σπίθα ἀπ᾿ τή φωτιά τῆς Πεντηκοστῆς, μιά ἀχτίδα ἀπό τό φῶς τῆς φυλῆς. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Μύρων καί ὁ Θεός τοῦ χάρισε -μύρο ξεχωριστό- μία χάρη καί γλυκύτητα, μιά σύνεση ἀσυνήθιστη πού τόν ἔκαναν σέ ὅλους ἀγαπητό.
Στεκόταν στό λιμάνι τοῦ Χάνδακα (Ἡρακλείου), ἀγνάντευε πέρα μακριά κι ἀγκάλιαζε θαρρεῖς ὁλάκερη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα σκοτεινά γύρω του κι αὐτός ἔκανε ὄνειρα. Τόν ἀγαποῦσε βαθιά τοῦτο τόν τόπο. «Ποιός θά φέρει τήν ποθητή λευτεριά;», συζητοῦσαν ἐναγώνια οἱ συμπατριῶτες του. Ὁ Μύρων πίστευε πώς μονάχα Ἐκεῖνος πού καί φέτος μές στήν ἀφάνεια καί τή σιωπή τοῦ χειμώνα προετοίμασε τό θαῦμα τῆς ἀνθοφορίας, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού πλημμύριζε καί τούτη τήν ἄνοιξη μέ πλέρια ὀμορφιά. Ὁ Μύρων ζοῦσε τήν ἄνοιξη τῶν εἴκοσι χρόνων του καί νά, πλησίαζε καί φέτος ἡ τρανή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Προσευχόταν θερμά, ζητοῦσε τό θαῦμα ἀπό Κεῖνον πού, σάν θέλει, μπορεῖ τά ἀκατόρθωτα. Κι ἔκανε τάμα ἱερό, μυστικό, ἀνομολόγητο: Ἄς δεχόταν ὁ Κύριος θυσία ζωντανή καί τή ζωή του ἀκόμη κι ἄς χάριζε στήν πατρίδα τήν ποθητή λευτεριά!
Ἡ ἄδικη συκοφαντία κάποιων Τούρκων, πού φθονοῦσαν τή σταθερή σοβαρότητα καί τή φωτεινή ἁγνότητα τοῦ Μύρωνα, τόν ὁδήγησε στό δικαστήριο. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας γιά τήν ψυχή πού τήν εἶχε λαβώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶχε φτάσει. Στό φοβερό δίλημμα νά σώσει τή ζωή του ἀρνούμενος τήν πίστη, ὁ Μύρων στέκεται ἀκλόνητος, ὁμολογώντας τόν Ἰησοῦ Χριστό μ᾿ ὅλη τή φλόγα τῆς νιότης του.
Εἶναι 20 Μαρτίου τοῦ 1793. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἔχει στηθεῖ ἡ ἀγχόνη, ἐκτυλίσσονται συγκλονιστικές σκηνές πού ζωντανεύουν τή γενναιότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ κρητικός λεβέντης ζητᾶ ταπεινά συγγνώμη ἀπό τούς συγχωριανούς του πού τοῦ συμπαραστέκονται. Πλησιάζει μέ δάκρυα καί τόν πατέρα του, ἀσπάζεται τό χέρι του καί παίρνει τήν πατρική εὐχή. Πόσο ἀτρόμητη ἀλλά καί τρυφερή συνάμα εἶναι ἡ καρδιά τῶν μαρτύρων!
Ὁ ἀθλοθέτης Κύριος στεφανώνει τόν χαριτωμένο ἀγωνιστή τῆς πίστης μέ τό αἰώνιο φῶς πού ἀγάπησε. Τή λάμψη πού περιβάλλει τό ἄψυχο κορμί του τήν ἀντικρύζουν ὅλοι. Τήν ἀντικρύζουν οἱ Τοῦρκοι καί τρομάζουν· οἱ χριστιανοί καί δοξάζουν. Ἡ συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ κρατάει τή μνήμη τοῦ νεαροῦ μάρτυρα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στό νέο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐνετίας τοῦ 1799, ἕξι μόλις χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο: «Μύρον νοητόν, δόξα Κρήτης καί κλέος». Μυροβόλο λουλούδι μές στήν παγωνιά καί τήν ξηρασία ὁ νεομάρτυρας Μύρων, σεμνός κι ἀφανής ἥρωας τῆς λευτεριᾶς, μυρώνει τίς ψυχές μας μέ εὐωδία Χριστοῦ, μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐμπνέει!
Ἰχνηλάτης
Καθώς ἀδυσώπητος ὁ χρόνος ἔρριχνε χιόνια στό κεφάλι τοῦ ὅσιου ἀσκητῆ, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό ἔσπερνε στήν καρδιά του σπόρους αἰωνιότητας καί ἄνθιζαν μέσα του τά ἄνθη τῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν πλάνη καί τή ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἡ ἁγνότητα τῆς νεότητάς του καί ἡ σταθερή του ἀφοσίωση στόν Ἰησοῦ Χριστό θά καρποφορήσουν τή δύναμη τοῦ μαρτυρίου. Γεννημένος στήν εὔανδρο Κρήτη ὁ ὅσιος Παῦλος «κατηκολούθησε Χριστῷ δι’ ἐναρέτου ἀγωγῆς καί ἀρετῶν ἀσκητικῶν». Μέ κόπο καί ἄσκηση, ἀγρυπνίες καί προσευχές, μέ ἐγκράτεια καί ἀγάπη ἀφιέρωσε στόν Θεό τήν ὕπαρξή του ὁλόκληρη. Τό ἀσκητήριό του ἔγινε πόλος ἕλξεως γιά ψυχές διψασμένες γιά τό αἰώνιο.
Ἦρθαν τότε μέρες χαλεπές γιά τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκονομαχία μαινόταν, σκορποῦσε ἀπειλές καί φόβο, δίχαζε τούς χριστιανούς. Ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ὁ Κοπρώνυμος (741-775 μ.Χ.) μέ μανία πολεμοῦσε καί δίωκε ὅσους μέ τόλμη παρέμεναν σταθεροί στήν πίστη τῶν Πατέρων. Τώρα τό ἐρημητήριο τοῦ ὁσίου Παύλου γίνεται πηγή δυνάμεως καί κέντρο συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα στήν Κρήτη, στρατηγός Θεόφιλος ὁ Λαρδατύρης, ἐπιχειρεῖ νά πτοήσει τόν δυναμικό ὑπέρμαχο τῆς ἀλήθειας. Μπροστά σέ πλῆθος λαοῦ ἡ Ὀρθοδοξία θά συναντήσει γιά ἄλλη μιά φορά τήν κακοδοξία καί θά τήν συντρίψει μέ τήν κραταιά ἰσχύ τῆς ὁμολογίας πού φθάνει μέχρι τό θάνατο. Ὁ στρατηγός ζητᾶ ἀπό τόν ἀσκητή νά καταπατήσει καί νά βεβηλώσει μία εἰκόνα τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Ἡ ἀπάντησή του εἶναι σάλπισμα ὁμολογίας: «Μή γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ, πατῆσαι τήν σήν εἰκόνα». Ἡ ζείδωρη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας ἄρδευε τήν ὕπαρξή του, καταύγαζε τή διάνοιά του, νοηματοδοτοῦσε τούς ἀγῶνες του. Πῶς νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη πού διαφυλάττει τήν ὡραιότητα καί τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας;
Ὁ ἀγωνιστής καί ὁμολογητής, πού ἐκτελοῦσε ἀφοσιωμένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη του τή ζωή, γονατίζει, σκύβει καί ἀσπάζεται τήν ἅγια εἰκόνα. Τό γνωρίζει πώς «ἡ τιμή ἀποβαίνει πρός τό πρωτότυπο», πρός τόν Κύριό του τόν θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ἀληθινά ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος πού σκύβει μπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύει στήν ἐνανθρώπησή Του, ἐλπίζει στόν καθαγιασμό τῆς ὕλης, πορεύεται στό καθ’ ὁμοίωσιν.
Τά βασανιστήρια πού ἀκολουθοῦν εἶναι φρικτά. Στόν καταπέλτη τό σῶμα του στρεβλώνεται καί κατακαίεται στή φωτιά. «Ζῆλος διεξέκαυσε Παῦλον εἰκόνων, ᾧ φλόξ δι’ αὐτάς ἐξεκαύθη καμίνου». Στίς 17 Μαρτίου στρέφουμε τό βλέμμα μας στήν ὁσιακή καί μαρτυρική μορφή τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρα Παύλου καί ζητοῦμε ἡ πρεσβεία του νά συνοδεύει ὅσους στούς καιρούς τῆς σύγχρονης εἰκονομαχίας τιμοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί λατρεύουν τό θεανδρικό του πρόσωπο.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 72-73
Πολλά καί ποικίλα τά πνευματικά μηνύματα πού μᾶς φέρνει ὁ Μάρτιος. Ἑλκυστικά κι εὐφρόσυνα, ὅπως οἱ ὀμορφιές καί τά μύρα τῆς φυσικῆς ἀνοίξεως, στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει. Φῶτα σωστικά κι ἀνέσπερα, πού αὐγάζουν τό πνευματικό στερέωμα καί μᾶς φέγγουν στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι ἀνάμεσά τους ἥλιος ἄδυτος τό ἄγγελμα πού τ᾿ ἀγγελικά χείλη τοῦ Γαβριήλ μήνυσαν στήν Παρθένο· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ!».
Αὐτό τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρός τή γῆ μετασχηματίζει καί προβάλλει ὡς δική της ἐμπειρία ἡ γῆ. Εἶναι ἡ μαρτυρία πού καταθέτει τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Σαράντα μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τό Συναξάρι τῆς ἐνάτης Μαρτίου. Ὄχι ἕνας καί δύο οὔτε δέκα ἀλλά σαράντα νέοι ἄνθρωποι, γενναῖοι στρατιῶτες, περιφρονοῦν τή δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, περιγελοῦν τή δύναμή του καί καθιστοῦν ἀτελέσφορη τήν ἀμείλικτη πολεμική του. Στόν ὑπέρτατο πόνο βιώνουν τή χαρά πού ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ χαρίζει. Προγεύονται τήν πληρότητα τῆς οὐρανίου πραγματικότητος. Καί μ᾿ αὐτή τήν πρόγευση πολιτεύονται ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι. Τά νεανικά τους κορμιά κρουσταλλιάζουν ἐκτεθειμένα στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας. Τό αἷμα τους πετρώνει στίς φλέβες κι οἱ σάρκες ἀνοίγονται προκαλώντας ἀφόρητο πόνο. Μά αὐτοί μένουν σταθεροί. Ποῦ βρίσκουν αὐτή τήν ὑπεράνθρωπη δύναμη; Ἔχουν μαζί τους τόν Κύριο κι ἡ δική του παρουσία τούς κάνει νά βλέπουν τήν πραγματικότητα κάτω ἀπό τό φῶς τῆς αἰωνιότητος. «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ἀλγεινή ἡ πῆξις, ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις... Μιᾶς νυκτός ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα». Μ᾿ αὐτά τά λόγια ἐνθαρρύνει ὁ καθένας τους τόν ἑαυτό του καί τούς συναθλητάς του. Τί ἀξία ἔχει μιά νύχτα μπροστά στήν ἀβασίλευτη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητος, καί πῶς μπορεῖ νά συγκριθεῖ ἡ ὀδυνηρή ἀλλά παροδική ἐμπειρία τῆς παγωνιᾶς, πού περονιάζει καί παραλύει τά μέλη τοῦ σώματος, μέ τή γλυκειά καί μόνιμη ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου;
Δέν ζοῦμε σήμερα σέ περίοδο διωγμῶν. Ἀλλά πόσες φορές νιώθουμε νά μᾶς παγώνει τήν ὕπαρξη ὁ παγερός ἄνεμος τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς ταράσσει ὁ σάλος τῆς ὀλιγοπιστίας, ὅταν ξεσχίζει τήν καρδιά ὁ ποικιλόμορφος πόνος, συνθλίβεται τό εἶναι κάτω ἀπό τό βάρος τῆς θλίψεως! Καί πόσες φορές ἡ πνευματοκτόνα ἄνεση τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ἡ ὑποχώρηση στά δελεάσματα τοῦ κόσμου, ὁ συμβιβασμός μέ τά ἁμαρτωλά θελήματά του, μᾶς προκαλοῦν πνευματική ἀσφυξία καί βυθίζουν τήν ψυχή μας στό πνευματικό κενό! Σ᾿ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, ἀδελφέ μου χριστιανέ, μήν τό ξεχνᾶς· ἔχεις μαζί σου τόν Κύριο! Ἡ δική Του παρουσία εἶναι τῆς χαρᾶς ἡ πηγή, τῆς πληρότητος ἡ αἰτία καί ἡ ἀσφάλεια. Μέ τόν Χριστό τό σκοτάδι φωτίζεται, θερμαίνεται ἡ παγωνιά μέσα σου καί γύρω σου, γλυκαίνει ἡ πίκρα κι ἀλαφρώνει τό βάσανο. Μέ τόν Χριστό γίνονται ἀτέρμονα τά πεπερασμένα, ὑπέρχρονα καί αἰώνια τά πρόσκαιρα. Ἀναδεικνύεται ἥρωας καί μάρτυρας ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, διότι δίνει ἄλλο νόημα στήν καθημερινότητα ὁ Χριστός.
Αὐτό μηνύουν καί προσυπογράφουν οἱ ἅγιοι Σαράντα μάρτυρες, πού ἀκατάπαυστα πρεσβεύουν στόν Χριστό γιά ὅλους τούς ἀγωνιστάς τοῦ καλοῦ ἀγώνα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ξεκίνησαν 40, σάν στρατιῶτες τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί μπῆκαν πάλι 40, ὅπως τό ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο, στή στρατιά τῶν ἁγίων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Κάποιος, πού λιποψύχησε καί δραπέτευσε, ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἕνα δήμιο πού, ἐμπνευσμένος ἀπό τήν πίστη καί τήν καρτερία τους, ἔτρεξε νά ἑνωθεῖ μέ τή συντροφιά τους.
Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου εἰς τούς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μία κρύα νύχτα τοῦ 320 μ.Χ., στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας.
Ὅταν ἄκουσαν τό πρόσταγμα –πρόσεξε ἐδῶ τό ἀήττητο φρόνημα τῶν ἀνδρῶν–, μέ χαρά πέταξε ὁ καθένας ἀπό πάνω του καί τόν τελευταῖο χιτώνα καί βάδιζαν στό θάνατο τῆς παγωνιᾶς ἐνθαρρύνοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως ὅταν ἁρπάζουν λάφυρα. Ἄς μή ξεντυθοῦμε, ἔλεγαν, τό ροῦχο ἀλλά τόν παλαιό ἄνθρωπο «τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (Ἐφ 4,22). Σ’ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιατί μαζί μέ τό ροῦχο αὐτό ἀποβάλλουμε καί τήν ἁμαρτία. Ἀφοῦ τό ντυθήκαμε ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ, ἄς τό ξεντυθοῦμε γιά τόν Χριστό…
Βαρειά ἡ κακοκαιρία, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ὀδυνηρό τό πάγωμα, ἀλλά εὐχάριστη ἡ ἀνάπαυση… Μέ μιά νύχτα θ’ ἀνταλλάξουμε ὅλη τήν αἰωνιότητα. Ἄς καεῖ τό πόδι, γιά νά χορεύει συνεχῶς μέ τούς ἀγγέλους. Ἄς ἀποκοπεῖ τό χέρι, γιά νά ἔχει παρρησία νά ὑψώνεται στόν Δεσπότη. Πόσοι ἀπό τούς συναδέλφους μας στρατιῶτες ἔπεσαν στό μέτωπο, μένοντας πιστοί σ’ ἕνα φθαρτό βασιλιά; Κι ἐμεῖς δέν θά χαρίσουμε αὐτή τή ζωή γιά χάρη τῆς πίστεως στόν ἀληθινό βασιλιά; Πόσοι κακοῦργοι, πού συνελήφθησαν γιά ἀδικήματα, δέν δέχτηκαν τό θάνατο; Κι ἐμεῖς δέν θά ὑποφέρουμε τό θάνατο γιά τή δικαιοσύνη; Νά μή ξεστρατίσουμε, συστρατιῶτες, νά μή στρέψουμε τήν πλάτη στό διάβολο. Σάρκες εἶναι, μή τίς λυπόμαστε. Ἀφοῦ ὁπωσδήποτε πρέπει νά πεθάνουμε, ἄς πεθάνουμε γιά νά ζήσουμε. Ἄς φθάσει ἡ θυσία μας ἐνώπιον σου, Κύριε! Δέξου μας σάν «θυσία ζῶσα» εὐάρεστη σέ σένα. Νά γίνουμε ὁλοκαύτωμα μέσα στόν πάγο, ὡραία προσφορά, ἕνα καινούργιο ὁλοκαύτωμα, πού προσφέρεται ὄχι στή φωτιά ἀλλά πάνω στόν πάγο. …
Ἐλεεινό θέαμα γιά τούς δικαίους: ὁ στρατιώτης, φυγάς· ὁ ὑποψήφιος γιά βραβεῖο, αἰχμάλωτος· τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, λεία τῶν θηρίων… Ἐνῶ ὁ δήμιος, μόλις τόν εἶδε νά ξεφεύγει καί νά τρέχει στό λουτρό, ἔβαλε τόν ἑαυτό του ἀντικαταστάτη στή θέση τοῦ λιποτάχτη καί πετώντας τά ροῦχα ἀνακατεύθηκε μέ τούς γυμνούς, κράζοντας ὅπως οἱ ἅγιοι· εἶμαι χριστιανός. Καί μέ τήν ἀπότομη ἀλλαγή κατέπληξε τούς παρόντες κι ἀναπλήρωσε τόν ἀριθμό καί προσθέτοντας τόν ἑαυτό του παρηγόρησε τή λύπη τους γιά κεῖνον πού δείλιασε. Ἔτσι μιμήθηκε τούς στρατιῶτες πού, ὅταν πέσει αὐτός πού εἶναι στήν πρώτη γραμμή, ἀμέσως συμπληρώνουν τήν παράταξη, ὥστε νά μή διακοπεῖ ἡ ἑνότητά τους ἀπ’ αὐτόν πού ἔλειψε. Κάτι τέτοιο ἔκανε κι αὐτός. Εἶδε τά οὐράνια θαύματα, κατάλαβε τήν ἀλήθεια, κατέφυγε στόν Δεσπότη, συναριθμήθηκε μέ τούς μάρτυρες…
«Ἐλπίδα»