Ὁ ἱεροφάντης τοῦ νεοελληνισμοῦ Σπυρίδων Ζαμπέλιος

  zampelios cΣτή συνείδηση τῶν περισσότερων Ἑλλήνων ἔχει θεμελιωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ πρῶτος πού ἀναφέρθηκε στήν ἱστορική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος. Σαφῶς, ὁ Παπαρρηγόπουλος μέ τή μνημειώδη «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τήν ὁποία συνέγραψε, θεμελίωσε καί τεκμηρίωσε αὐτή τήν ἄποψη. Πρίν ἀπό αὐτόν ὅμως ὑπῆρξαν καί κάποιοι ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι άναφέρονταν σ᾽ αὐτό τό θέμα. Κορυφαῖος ὅλων ὁ λευκαδίτης λόγιος Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815 -1881). 
  Γιός τοῦ Ἰωάννη Ζαμπέλιου καί τῆς Μαρίνας Πετριτσοπούλου, ὑπῆρξε γέννημα παλιῶν ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῆς Λευκάδας, πού εἶχαν διακριθεῖ στήν πολιτική καί πνευματική ζωή τῆς Ἑπτανήσου. Ὁ πατέρας του, ἀπόγονος οἰκογένειας πού εἶχε ἀναδείξει στό παρελθόν σπουδαίους λόγιους καί ἱερωμένους, διατέλεσε δικαστικός, μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί δραματικός ποιητής. 
  Ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στή γενέτειρά του, ὅπου παρακολούθησε μαθήματα ἀπό τόν Ἀθανάσιο Ψαλίδα καί τόν ἰταλό λόγιο Νανούντσι. Στή συνέχεια σπούδασε στήν Ἰόνιο Ἀκαδημία· ἐκεῖ γνωρίστηκε μέ τόν Διονύσιο Σολωμό, τόν πρωτοπόρο μεσαιωνολόγο καί ἐκδότη τοῦ περιοδικοῦ «Ἑλληνομνήμων» Ἀνδρέα Μουστοξύδη καί, πιθανότατα, μέ τόν Ἀνδρέα Κάλβο. Συνέχισε τίς νομικές του σπουδές στήν Μπολόνια καί τήν Πίζα, ὅπου ἀνακηρύχθηκε διδάκτορας. Ταξίδεψε στή Γαλλία, στή Γερμανία, στή Μεγάλη Βρετανία καί στήν Τουρκία καί συγκέντρωσε ἱστορικό ὑλικό τό ὁποῖο ἀξιοποίησε ἀργότερα. Τό 1850 ἐκλέχθηκε βουλευτής τοῦ Μεταρρυθμιστικοῦ Κόμματος στά Ἑπτάνησα. Βασική του ὅμως ἐνασχόληση ἦταν ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας καί τῆς λογοτεχνίας. Συνεργάστηκε μέ τόν Μουστοξύδη στή σύνταξη τῶν πολιτικῶν ἐφημερίδων «Τό Μέλλον» καί «Πατρίς».
  Ἀσχολήθηκε ἐνεργά καί δυναμικά μέ τήν ἀνασκευή τῶν ἀπόψεων τοῦ Φαλμεράιερ. Τό 1852 δημοσίευσε στήν Κέρκυρα τά «Ἄσματα δημοτικά τῆς Ἑλλάδας. Ἐκδοθέντα μετά μελέτης ἱστορικῆς περί μεσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ». Τό ἔργο αὐτό, μέ ἐντυπωσιακό πρόλογο ἑξακοσίων σελίδων, ἀποτέλεσε τόν πρόδρομο τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα καί τό μανιφέστο τῆς ἑλληνορθόδοξης ἰδεολογίας τοῦ 19ου αἰώνα, θεμελιώνοντας ἔτσι τήν ἑνότητα καί τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Τό 1857, μετά τήν ἐγκατάστασή του στήν Ἀθήνα, δημοσίευσε ἕνα ἀκόμα σημαντικό καί ὀγκῶδες ἔργο του μέ τίτλο «Βυζαντιναί Μελέται». Μέ βάση τίς ἱστοριοδιφικές του μελέτες καί ἐπιθυμώντας νά τονώσει τό ἐθνικό φρόνημα, ἔγραψε δύο ἱστορικά μυθιστορήματα: «Ἱστορικά σκηνογραφήματα» καί «Οἱ κρητικοί γάμοι, ἀνέκδοτον ἐπεισόδιον τῆς κρητικῆς ἱστορίας ἐπί Βενετῶν». 
  Διέθετε ὀξύ κριτικό νοῦ καί πρωτοτυπία σκέψεων. Εἶναι ὁ πρῶτος πού χρησιμοποίησε τόν ὅρο «ἑλληνοχριστιανικός»· διαχώρισε τή λαϊκή ἀπό τή λόγια παράδοση καί συνέβαλε ἀποφασιστικά στήν ἀποκατάσταση τοῦ Βυζαντίου σέ μιά ἐποχή πού χαρακτηριζόταν ἀπό τήν ἰδεολογική χρήση τῆς ἀρχαιολατρίας, τόν γλωσσικό ἀρχαϊσμό καί τόν κλασικισμό.
  Ἀναντίλεκτα, ὁ Ζαμπέλιος ἐμφανίζεται στή νεοελληνική ἱστοριογραφία ὡς ὁ εἰσηγητής τῆς θεωρίας τῆς συνεχοῦς ροῆς τῆς Ἱστορίας. Εἶναι ὁ πρῶτος νεοέλληνας ἱστορικός πού συλλαμβάνει καί ἐκφράζει μέ δύναμη τήν ἔννοια τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὥς τά σήμερα, ἀξιοποιώντας καί μελετώντας ὅλες τίς περιόδους τῆς ἱστορίας. Στό ἔργο του διαφαίνεται πῶς ἡ κλασική ἀρχαιότητα παραδίδει τή σκυτάλη της στή βυζαντινή περίοδο. Ἀποκαθιστᾶ μάλιστα τό Βυζάντιο στά μάτια τῶν συγχρόνων του, πού τό περιφρονοῦσαν. Μέσα σ᾽ αὐτή τήν περίοδο ὁ Ζαμπέλιος βλέπει τή διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, τοῦ ὁποίου προσπαθεῖ πρῶτος αὐτός νά καθορίσει τά χαρακτηριστικά. Ἀφορμή γιά τό ἔργο αὐτό εἶναι τά ἴδια τά προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ἡ ἐπίμονη προπαγάνδα ὄχι μόνο κατά τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής του. Γιά τόν Ζαμπέλιο δέν ὑπάρχουν περίοδοι ἀκμῆς, παρακμῆς καί πτώσης. Ὅλα αὐτά εἶναι σημεῖα μετάβασης ἀπό μιά κατάσταση σέ ἄλλη, ἀναγκαίας ἴσως ἀπό κάποιον ἱστορικό νόμο πού διέπει τά φαινόμενα, ὅταν τό χέρι τοῦ Θεοῦ δέν ἐπεμβαίνει γιά νά ἀλλάξει πρός στιγμήν τήν ἱστορία τῶν γεγονότων.
  Πιστεύει ὅτι ὁ διαχρονικός ἑλληνισμός εἶναι ἤ ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό «τό πεπρωμένο» καταδικασμένος νά πορεύεται ἐν θριάμβῳ. Τό διαχρονικό Ἔθνος «θεοκελεύστως» παραμένει ἀδιάβρωτο καί ὑπερχρονικό ὡς ἀξία δίχως ἀρχή καί κυρίως δίχως τέλος. Φορέας συνέχειας καί ἑνότητας τοῦ τρισχιλιετοῦς ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἶναι ὁ λαός. Αὐτός ἐγκρατεῖ τό μυστήριο τῆς ἱστορίας, ἀλλά χρήζει διδαχῆς καί παιδείας ἀπό τούς λογίους. Ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικά γιά τήν ἡμέρα τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης: «Ἀπό τῆς ἡμέρας ταύτης, τό γένος τῶν Ἑλλήνων... ὁρμᾷ πρός τό στάδιον τοῦ καθαρισμοῦ καί τῆς ἐξαγοράσεως καί διά σειρᾶς τινος ἀδιακόπου παθημάτων τε καί ἀνδραγαθημάτων ἐπί μᾶλλον καί μᾶλλον προσεγγίζει τό τέρμα τῆς ἀναστάσεως. Τό Γένος αἰχμαλωτίζεται, τό Ἔθνος μένει ὄρθιον».
  Ἀγαπημένο του θέμα, σύμφωνα μέ τήν ἐργογραφία του, στάθηκε ἡ γλώσσα. Μέ πόνο σημειώνει: «Ἡ λογιωτάτη καί ἐπιστημονική γλῶσσα τῆς Ἑλλάδος ἔπεσεν εἰς χεῖρας βαναύσων, χυδαίων, ἀμαθῶν, οἵτινες, ἀμύητοι εἰς τά μυστήριά της καί ἀγνοοῦντες τά κάλλη της, βαθμηδόν ἐκολόβωσαν καί περιώρισαν αὐτήν ἐντός τοῦ στενοῦ κύκλου τῶν χρειωδῶν τῆς οἰκίας, τοῦ ἀγροῦ, τῆς χειροτεχνίας». Τί θά ἔλεγε, ἄν ζοῦσε σήμερα!
  Εὐελπιστεῖ ὅμως ὅτι θά ἀποκατασταθεῖ καί θά θεραπευθεῖ ἡ κατάσταση: «Καθ’ ὅν τρόπον ἡ γλῶσσα ταχέως πρός τό χεῖρον ἐξέκλινε, τοιουτοτρόπως ἐπίσης δύναται νά ἀνορθωθῇ... Ἐάν ἡ γλῶσσα σέ διάστημα διακοσίων ἐτῶν παρεφθάρη, δυνατόν, ἐλπίζομεν, εἰς πεντήκοντα μόνον μετά καλῆς μεθόδου ν’ ἀποκατασταθῇ. Ἀπό ποίους; Ἀείποτε οἱ πεπαιδευμένοι ἐχειραγώγησαν καί ἔσωσαν τῆς Ἑλλάδος τόν λαόν· οἱ πεπαιδευμένοι ὅμως τῆς πράξεως, οἱ τῆς ἐνεργείας, οἱ τοῦ βήματος, οἱ τῆς πρακτικῆς ἱστορίας, οἱ συγκοινωνοῦντες μετά τοῦ λαοῦ καί γράφοντες διά τόν λαόν καί λαλοῦντες δι’ αὐτόν, ὄχι δέ οἱ ἄγονον, ξηράν καί ἐγωϊστικήν ἀλλογενῆ τινα θεωρίαν ξηρῶς καί ἐγωϊστικῶς μηρυκιζόμενοι».
  Ἀλήθεια, σήμερα ποῦ εἶναι αὐτοί οἱ «πεπαιδευμένοι»; Γιατί κωφεύουν; 

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

"'Απολύτρωσις",

Τεῡχος Ἰουνίου - Ἰουλίου, 2025