Τό εἰδικό κέντρο ἐλέγχου DNA τῶν Η.Π.Α., ὅπου εἶχαν σταλεῖ ὀστά πού ἐντοπίστηκαν σέ ὁμαδικό τάφο στά Κατεχόμενα τῆς Κύπρου, ἐνημερώνει τίς κυπριακές Ἀρχές γιά τήν ταυτότητα 6 ἀγνοουμένων. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί ὁ διοικητής τῆς 33ης Μοίρας Καταδρομῶν ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης.
Γεννήθηκε τό 1934 στό ἀκριτικό Σιδηρόκαστρο Σερρῶν. Μεγαλώνοντας, ἔχει πρότυπό του τόν συνταγματάρχη πεζικοῦ Κωνσταντῖνο Δαβάκη, πού πολέμησε ἡρωικά στά βουνά τῆς Πίνδου. Μέ τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τή σχολή Εὐελπίδων ὁρκίζεται ἀνθυπολοχαγός πεζικοῦ καί κατατάσσεται στό σῶμα τῶν Καταδρομέων.
Μετατίθεται στήν Κύπρο τό 1973 ὡς ταγματάρχης καί ἀναλαμβάνει τή διοίκηση τῆς 33ης Μοίρας Καταδρομῶν. Ἕδρα ἔχει τό χωριό Πέλλα Πάις τῆς ἐπαρχίας Κερύνειας. Πάνω στίς δύσβατες βουνοκορφές τοῦ Πενταδάκτυλου ὁ διοικητής διακρίνεται στίς ἡμερήσιες καί νυχτερινές ἀσκήσεις.
Ὁ ὑποδιοικητής του Εὐάγγελος Μαντζουράτος μαρτυρεῖ: «Ὁ Γιῶργος Κατσάνης ἦταν ἕνας εὐτυχισμένος ἄνθρωπος σέ μία χαρούμενη καί πάντα γελαστή οἰκογένεια... Ἦταν ἕνας καλός χριστιανός τῶν πράξεων καί λιγότερο τῶν λόγων...».
Τά ξημερώματα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 -51 χρόνια πρίν-, ὅταν τά τουρκικά στρατεύματα εἰσβάλλουν στήν Κύπρο, ἡ Μοίρα Καταδρομῶν βρίσκεται στό ἀεροδρόμιο Λευκωσίας. Ἀμέσως ἐπιστρέφει στόν χῶρο διασπορᾶς τῆς μονάδας της, στό Πέλλα Πάις.
Ὁ ταγματάρχης συγκεντρώνει τούς δύο λόχους κρούσεως τῆς 33ης Μοίρας Καταδρομῶν καί ἀνακοινώνει τήν ἀποστολή τους. Ἀρχικά διατάσσονται νά καταλάβουν τήν περιοχή τοῦ ὑψώματος Πετρομούθια. Ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Ἔχει ὅμως τό χάρισμα ὁ ἀρχηγός νά ἐμψυχώνει: «Κομάντος μου, μήν ξεχνᾶτε, ὅταν τελειώνουν οἱ σφαῖρες καί οἱ φυσικές δυνάμεις, πολεμάει ἡ ψυχή!».
Στίς 11 τή νύχτα, διατάσσει νά ξεκινήσουν τή γενική ἔφοδο. Μές στό σκοτάδι περισφίγγουν τούς Τούρκους ἀπό τρεῖς πλευρές. Μέ τόν Κατσάνη ἐπικεφαλῆς οἱ ἕλληνες καταδρομεῖς καταφέρνουν νά καταλάβουν τό ὕψωμα καί νά διώξουν τούς εἰσβολεῖς. Ὁ διοικητής ρίχνει πράσινη φωτοβολίδα, πού σηματοδοτεῖ τήν αἴσια ἔκβαση τῆς ἐπιχείρησης.
«...Καταλάβαμε τόν ἀντικειμενικό στόχο πού ἦταν στίς παρυφές τοῦ "Ἁγίου Ἱλαρίωνα" στά Πετρομούθια», ἐξιστορεῖ ὁ κ. Μαντζουράτος. Τελική ἀπόπειρα τῶν καταδρομέων εἶναι ἡ ἐκπόρθηση τοῦ κάστρου τοῦ «Ἁγίου Ἱλαρίωνα», μιά κατάληψη σπουδαίας στρατηγικῆς σημασίας.
Ἀλλά οἱ μάχες εἶναι ἄνισες. Ἐνῶ οἱ τουρκικές δυνάμεις ἐνισχύονται ἀπό ἀλεξιπτωτιστές καί καταδρομεῖς, τά πυρομαχικά τῆς 33ης Μοίρας ἀρχίζουν νά ἐξαντλοῦνται. Ὁ Κατσάνης ἀναμένει νά καταφθάσουν ἐνισχύσεις ἀπό πεζικό καί πυροβολικό.
Τίς πρωινές ὧρες τῆς Κυριακῆς τῆς 21ης Ἰουλίου, ἡ Μοίρα βάλλεται συνεχῶς ἀπό πυρά κι ἀπό τήν ἀεροπορία. Οἱ ἀντίπαλοι μάχονται νά διασπάσουν τήν ἑλληνική γραμμή ἄμυνας στήν περιοχή τοῦ «Ἁγίου Ἱλαρίωνα». Κι ὅταν πλέον ὁ διοικητής συνειδητοποιεῖ ὅτι βοήθεια δέν ἔρχεται, δέν ὀπισθοχωρεῖ. Ὁ ἀετός τοῦ «Ἁγίου Ἱλαρίωνα» παραμένει ἐκεῖ, στόν τόπο τοῦ χρέους καί τιμᾶ τή στολή του. Πολύωρη καί σφοδρή ἐξελίσσεται ἡ σύγκρουσή τους.
«Κι ἐνῶ ὅλοι στοχεύαμε μπροστά πρός τό μέρος τῆς τουρκικῆς ἀντίστασης, σφαίρα ἐλεύθερου σκοπευτῆ, προερχόμενη ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ βράχου, κτυπάει τόν διοικητή ἀπό ἀριστερά... Τή στιγμή πού ὁ διοικητής μας ἔπεφτε στό ἔδαφος, συνεχεῖς ριπές αὐτομάτων ὅπλων γάζωναν κυριολεκτικά τό σημεῖο ἐκεῖνο», καταθέτει τή μαρτυρία του ἕνας καταδρομέας καί τήν καταγράφει στό βιβλίο του «Αὐτοί πού τίμησαν τήν στολή τους, Κύπρος 1974» ὁ ἱστορικός ἐρευνητής Κωνσταντῖνος Δημητριάδης.
Εἶναι γύρω στίς 9:30 π.μ. Τό ἄλικο αἷμα τοῦ διοικητῆ ἀπό τή μοιραία σφαίρα πού τόν ἔπληξε θανάσιμα πορφυρώνει τίς ἄγριες παρυφές τοῦ «Ἁγίου Ἱλαρίωνα». Καί τότε ἐκτυλίσσεται κεῖ πάνω μιά δραματική σκηνή. Τά «παιδιά» τοῦ Κατσάνη, οἱ ἀγαπημένοι του συμπολεμιστές, ἀπεγνωσμένα παλεύουν ἐπί δύο ὧρες νά προσεγγίσουν τό ἄψυχο σῶμα του καί νά τό μεταφέρουν σέ ἀσφαλές μέρος. Ἡ συγκλονιστική τους προσπάθεια παραπέμπει στήν τρομερή μάχη πού ἔγινε γύρω ἀπό τό νεκρό σῶμα τοῦ Πάτροκλου. Τρεῖς φορές τολμοῦν νά τό πλησιάσουν, μά ἀνακόπτονται ἀπό τίς σφαῖρες, πού πέφτουν σάν βροχή καταπάνω τους. Τελικά τό ἀφήνουν ὡς σύμβολο στόν τόπο τῆς θυσίας του, ἐκεῖ ψηλά στά κακοτράχαλα βουνά τοῦ Πενταδάκτυλου.
Μετά θάνατον ὁ Κατσάνης προάγεται στόν βαθμό τοῦ ἀντιστράτηγου. Γιά μισό αἰώνα περίπου εἶναι καί νεκρός καί ἀγνοούμενος. Τά ὀστά του, μαζί μέ ἄλλων 5 συναγωνιστῶν του, ἐντοπίζονται τό 2017 σ᾽ ἕναν ὁμαδικό τάφο στήν περιοχή τοῦ «Ἁγίου Ἱλαρίωνα», στό κατεχόμενο κομμάτι τῆς μεγαλονήσου, μετά ἀπό ὑπόδειξη τουρκοκύπριου μάρτυρα πρός τίς Ἀρχές.
Τά ἡρωικά ὀστά ταυτοποιοῦνται καί ἐπαναπατρίζονται τόν Φεβρουάριο τοῦ 2020 -μετά ἀπό 46 χρόνια στό Σιδηρόκαστρο. Εἶναι μιά δικαίωση ἡ ἐπιστροφή τους στήν πατρώα γῆ. Ποιός δέν δακρύζει, καθώς βλέπει καί ἀκούει τά 12 «λιοντάρια», τούς ἑλληνοκύπριους κομάντος -πού ταξίδεψαν ἀπό τήν Κύπρο γιά νά συνοδεύσουν τόν «πατέρα» τους στό ὕστατο ταξίδι-, νά ἐκφράζονται;
«Σοῦ χρωστᾶμε τήν Κερύνεια ἐλεύθερη. Τό σπουδαιότερο, ὀφείλουμε τήν ταφή σου. Συγχώρησέ μας γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἄψυχου κορμιοῦ σου. Σ᾽ ἀφήσαμε ψηλά στόν Πενταδάκτυλο, ἀνάμεσα στίς ἄγριες κορφές τοῦ "Ἁγίου Ἱλαρίωνα", στά χέρια τῶν Τούρκων. Πίστεψέ μας, πραγματικά προσπαθήσαμε, μά δέν τά καταφέραμε. Φάνηκες κατά πολύ ἀνώτερός μας. Ἐλπίζουμε ἡ ψυχή σου νά μᾶς συγχωρέσει».
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ἰουνίου - Ἰουλίου, 2025