Ἡ κυρα-Δέσποινα

«Ἀφιερωμένο σ᾽ ὅλους τούς πρόσφυγες πού δέν μπόρεσαν νά ἀντιπαλέψουν τήν ἀπρόσμενη συμφορά καί καταπλακώθηκαν ἀπ᾽ τό βάρος τοῦ ἀσύλληπτου πόνου».

  woman ofsmyrne cΜέσα ἀπ᾽ τή φωτιά καί τό αἷμα βγήκανε σάν φαντάσματα, μέ μάτια τρομαγμένα καί ψυχές πληγωμένες, οἱ πρόσφυγες καί σιγά-σιγά προσπαθοῦσαν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τίς ἀπανωτές συμφορές πού τούς βρῆκαν στά ἑλληνικά χώματα. 
  Ἦταν ὅμως καί κάποιοι πού δέν κατάφεραν νά συνέλθουν, δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν, καταπλακώθηκαν ἀπ᾽ τόν πόνο, συντρίφτηκαν ἀπ᾽ τήν ἀπώλεια τῶν ἀγαπημένων τους καί κατακερματίστηκε ἡ προσωπικότητά τους, ἀποσυντονίστηκε ὁ νοῦς τους καί σκοτείνιασε ἡ διάνοια καί ἡ ἀντίληψή τους.
  Δέν ἤξεραν ποῦ βρίσκονται, δέν κατανοοῦσαν τά δεδομένα τῆς τωρινῆς πραγματικότητας καί ζοῦσαν σ᾽ ἕναν δικό τους κόσμο, ἀπαραβίαστο, ἀπλησίαστο, ἀλλόκοτο, πού κανένας δέν μποροῦσε νά προσεγγίσει καί κανένας δέν μποροῦσε νά βεβηλώσει.
  Μιά τέτοια ὕπαρξη ἦταν ἡ κυρα-Δέσποινα. Ζοῦσε στήν προσφυγική συνοικία τοῦ Ξυλοκάστρου Κορινθίας, περίπου μέχρι τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70. Κανείς δέν ἤξερε ἀπό ποῦ ἦταν, ποιό ἦταν τό ἐπώνυμό της, ποιά ἡ οἰκογένειά της. Ἦρθε μαζί μέ τό μαρτυρικό καραβάνι τῶν προσφύγων καί μέ τό λογικό χαμένο, χωρίς συναίσθηση τοῦ χρόνου, τοῦ τόπου, τοῦ σκοποῦ, κλειδωμένη πολύ καλά σ’ ἕνα δικό της καταφύγιο, χωμένο στά πιό ἀπόκρυφα βάθη τοῦ εἶναι της.
  Περπατοῦσε ἀγέρωχα, τή θυμᾶμαι πολύ καλά, στήν παραλία τοῦ Ξυλοκάστρου. Φορώντας ροῦχα παράταιρα καί στραβοπατημένα παπούτσια, σεργιάνιζε ὧρες ἀτελείωτες ἀπ’ τό πρωί ἕως τό βράδυ.
  Εἶχε σκοῦρα καστανά μαλλιά, μέτριο ἀνάστημα καί μιά δυνατή, ἀποκρουστική φωνή, πού ἔβριζε καί καταριόταν τά «παλιόπαιδα», πού τήν κορόιδευαν, ἐνῶ συχνά τούς πετοῦσε πέτρες.
  Πολλές φορές ἦταν ἤρεμη. Τότε οἱ γυναῖκες τήν καλοῦσαν στά σπίτια τους καί τῆς πρόσφεραν ἕνα πιάτο φαΐ καί ὅποια βοήθεια μποροῦσαν. Τότε τά σκοῦρα μάτια της γέμιζαν εὐγνωμοσύνη. Ἔτρωγε, εὐχαριστοῦσε κι ἔφευγε νά συνεχίσει τόν ἀτελείωτο περίπατό της, γυρίζοντας τίς γειτονιές συνέχεια· χωρίς σταματημό, χωρίς ἀνάπαυση, ἕνα ἀτελείωτο δρομολόγιο χωρίς ἀφετηρία καί χωρίς τέρμα.
  Τά χρόνια πέρασαν. Ἡ κυρα-Δέσποινα ἀναπαύτηκε. Τό Ξυλόκαστρο ἄλλαξε. Πᾶνε τά σπίτια τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Γέμισε πολυκατοικίες καί ἀπό τήν προσφυγική συνοικία δέν ὑπάρχει τίποτα σχεδόν πού νά θυμίζει ἐκείνη τήν ἐποχή. 
  Ὅλα διαφοροποιήθηκαν μέσα στήν πάροδο τῶν χρόνων. Πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε καί ὁ χρόνος ξεθώριασε τίς ἀναμνήσεις, σάν τά κύματα πού τόν σκληρό βράχο τόν μετασχηματίζουν καί τόν μεταμορφώνουν.
  Τήν εἶχα ξεχάσει τήν κυρα-Δέσποινα. Οὔτε πού τήν ἔφερνα στό μυαλό μου τά καλοκαίρια πού κατεβαίναμε στό Ξυλόκαστρο ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα, γιά νά χαροῦμε τίς διακοπές μας. 
  Ἕνα ἀπόγευμα βρισκόμουν στό σπίτι τῆς θείας μου, τῆς ἀδερφῆς τοῦ πατέρα μου. Εἶχε ἑτοιμάσει πρόσφορο γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων καί ἔγραφε τά ὀνόματα. 
Γεωργία, τῆς λέει ὁ θεῖος μου, μήν ξεχάσεις νά γράψεις καί τήν κυρα-Δέσποινα. Αὐτή δέν ἔχει κανέναν νά τή μνημονεύει.
  Καλά τά λές, Ἀλέκο. Μπράβο πού τό θυμήθηκες! ἦταν ἡ ἀπάντησή της. 
  Καί τότε ξεπήδησε, ἀπ᾽ τά σκοτάδια τῆς μνήμης, ἀγέρωχη νά περπατᾶ καί νά φωνάζει θυμωμένη σ’ ὅποιον τήν πείραζε! 
  Ἀλήθεια, σκέφτηκα, τώρα πιά θά εἶναι ἀσφαλής, μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ σάν τόν φτωχό Λάζαρο καί θά χαίρεται τή μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, τριγυρισμένη ἀπ’ ὅλα ὅσα στερήθηκε ἐδῶ στή γῆ, χαρά, ἠρεμία, γαλήνη καί ἀγάπη!

Μαρία Μπονάτσου

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Ἰουνίου - Ἰουλίου, 2025