Σεμνό καί δυναμικό τό μήνυμα τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου, ἀναδύεται ἀπό τή φωτεινή μορφή μιᾶς γυναίκας, τῆς ἁγίας διακόνισσας Φοίβης (+3 /9). Στόν μυθικό θεό τοῦ φωτός, τόν ᾿Απόλλωνα Φοῖβο, παραπέμπει τό ὄνομά της. ῾Η ἔνταξή της ὅμως στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἁγία ζωή της συνέδεσαν τή Φοίβη μέ τόν ζωντανό Θεό, τόν ἄδυτο ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τήν ἀνέδειξαν στιλπνό κάτοπτρο τοῦ δικοῦ του ἀνεσπέρου φωτός.
Τό βιογραφικό της σημείωμα τό διασώζει ἐγκωμιαστικά ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλός της, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα σέ δύο μόλις στίχους (Ρω 16,1-2)· «᾿Αδελφήν ἡμῶν», δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅλων τῶν χριστιανῶν, τήν ὀνομάζει. Τή μνημονεύει μέ τό εἰδικό ἀξίωμα πού τῆς εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς «διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». ῾Η πληροφορία ὅτι προστάτευσε καί βοήθησε πολλούς -καί αὐτόν τόν Παῦλο- ἀποκαλύπτει πόσο ἄριστα ἀξιοποίησε τό ἀξίωμά της ἡ σεμνή διακόνισσα, ἀναπτύσσοντας ἕνα πλούσιο κοινωνικό καί πνευματικό ἔργο. ᾿Αδιαμφισβήτητη καταξίωση τοῦ προσώπου καί τῆς διακονίας τῆς Φοίβης συνιστᾶ τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος τῆς ἀνέθεσε νά μεταφέρει τήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή ἀπό τήν Κόρινθο στή Ρώμη.
῾Η᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πνευματική μας οἰκογένεια. ῎Αν σέ μία ἁρμονική οἰκογένεια τό κάθε μέλος προσπαθεῖ νά προσφέρει ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ -ὁ πατέρας τόν κόπο, ἡ μάνα τή στοργή, τά παιδιά τήν ὑπακοή κτλ.-, καί κανείς δέν μένει ἀδιάφορος, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή στάση μας ἔναντι τῆς πνευματικῆς μας οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. Ποικίλο καί πολύπλευρο τό ἔργο της, ὅπως πολυποίκιλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ὅμως τά δικά μας χέρια, τά δικά μας πόδια, τή δική μας σκέψη καί καρδιά γιά νά πραγματωθεῖ. ᾿Ανεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, κοινωνικοῦ καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, καλούμαστε ὅλοι νά συμμετέχουμε στή ζωή καί στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἐργοδότης Κύριος λογαριάζει ἀκόμη κι ἕνα ποτήρι νερό πού τό δίνουμε στό ὄνομά του, καταγράφει τήν κάθε προσφορά στό βιβλίο τῆς ζωῆς!
Σήμερα, στίς περισσότερες ἐνορίες ἀλλά καί στίς χριστιανικές ἀδελφότητες, πού ἐργάζονται παράλληλα, ἐπιτελεῖται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιόλογο ἔργο, πνευματικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό· Λειτουργοῦν συσσίτια, περιθάλπονται ἀναξιοπαθοῦντες, τροφοδοτεῖται ἡ ἱεραποστολή (ἐσωτερική καί ἐξωτερική), ὀργανώνονται κατασκηνώσεις, ἐκδίδονται πνευματικά βιβλία καί περιοδικά. Τά ἔργα αὐτά καί πολλά παρόμοια προγραμματίζονται, βέβαια, ἀπό τούς λίγους ὑπευθύνους. ᾿Απαιτοῦν ὅμως συνεργάτες, πολλούς καί ἀφοσιωμένους, πού μέ τό ζῆλο καί τήν ταπείνωση τῆς Φοίβης θά ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ Κυρίου, θά ἐγκολπωθοῦν τό σταυρό του καί μέ πρότυπο τήν Παναγία μητέρα του θά γίνουν συνεργοί Θεοῦ.
Καταρτίζοντας τό πρόγραμμά σου στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, σκέφθηκες, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, τί μπορεῖς νά προσφέρεις ἐσύ στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας; Εἶναι χρέος καί τιμή σου!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἡ Ἐκκλησία μας τόν εἰκονίζει πάνω σ᾿ ἕνα λιοντάρι, σύμβολο δυνάμεως κραταιᾶς. Οἱ πιστοί μές στούς αἰῶνες ὑψώνουν μέ εὐλάβεια ναούς στό ὄνομά του. Οἱ μελετητές ἀναφέρουν πώς στήν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχαν πολλές ἐκκλησίες καί μονές πρός τιμή τοῦ δημοφιλοῦς ἁγίου. Καί σήμερα, μονάχα στήν Κύπρο, φέρουν τό ὄνομά του ἑξηνταέξι μικροί καί μεγάλοι ναοί. Ὁ πιό περικαλλής, πού βρίσκεται στή γραφική Μόρφου, φυλάγει τά ἅγια λείψανά του. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται πανηγυρικά ἀπό τούς Ὀρθόδοξους στίς 2 Σεπτεμβρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφωνοῦν ἐγκωμιαστικούς λόγους στή μνήμη του, τοῦ ἀποδίδουν τόν τιμητικό τίτλο τοῦ μεγαλομάρτυρα καί ἀναφέρονται στή θαυματουργική του δύναμη.
Εἶναι συγκλονιστικό τό ὅτι τόση δόξα καί τιμή, τέτοια χάρη ἀποδίδονται σ᾿ ἕναν ἅγιο μόλις δεκαπέντε χρόνων. Ναί, ὁ Μάμας εἶναι μόλις στά δεκαπέντε του, ὅταν γύρω στά 270 μ.Χ. στέκει μπροστά στόν ἀδίστακτο αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, πού εἶχε τήν ἐπωνυμία «manu ad ferrum» (τό χέρι πάνω στό ξίφος). Ὅμως αὐτό τό τρυφερό παλληκαράκι ἀνήκει στά «μωρά τοῦ κόσμου» πού καταισχύνουν τούς ἰσχυρούς. Ἀνεξήγητο γιά τούς ἀπίστους τό πῶς κρύβει στά παιδικά του χαρακτηριστικά τόση τόλμη καί ἀποφασιστικότητα. Τό μυστικό του τό ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος, ὅταν ὁμολογεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί προσθέτει: «Μέσα στίς φλέβες μου, βασιλιά, κυλάει αἷμα μαρτύρων».
Τοῦτο τό μικρό ἀγόρι εἶναι κληρονόμος μιᾶς ἀτίμητης περιουσίας. Γνωρίζει πότε καί ποῦ γεννήθηκε. Ὁ ἐρχομός του στή ζωή ἐκτυλίσσεται σέ μιά ἀπό τίς συγκλονιστικότερες σκηνές πού ἄφησε στόν κόσμο ἡ μαρτυρική Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων. Δίπλα στόν σύζυγό της Θεόδοτο, ἡ νεαρή Ρουφίνα εἶχε ὁμολογήσει πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι ἔπειτα στό ὑγρό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς τῆς Καισάρειας ἀφουγκραζόταν τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς πού ἦταν διπλοί, ἀφοῦ μέσα της κυοφοροῦσε μιά νέα ὕπαρξη. Κάτω ἀπό τίς σκληρές ἐκεῖνες συνθῆκες ἡ νεαρή χριστιανή ἔφερε στόν κόσμο τό μικρό της παιδί, ἕνα τρισχαριτωμένο ἀγοράκι πού ἔμεινε ἀμέσως ὀρφανό, ἀφοῦ οἱ γονεῖς του παρέδωσαν τό πνεῦμα τους στόν Θεό. Τό μαρτυρικό τους αἷμα τό νιώθει ὁ Μάμας νά κυκλοφορεῖ ζεστό μέσα του.
Ὁ αὐτοκράτορας ἐπιστρατεύει τά πιό φοβερά βασανιστήρια, γιά νά τόν τρομοκρατήσει. Ὁ ζωντανός Θεός τῶν χριστιανῶν ὅμως κρατᾶ στή χούφτα του τό μικρό του μάρτυρα καί, δείχνοντας τή θαυμαστή του παντοδυναμία, βγάζει τόν Μάμαντα ἀλώβητο κι ἀπ᾿ τή φωτιά κι ἀπ᾿ τά θηρία κι ἀπό τό βυθό τῆς θάλασσας.
Ὁ δεκαπεντάχρονος ἥρωας τῆς πίστης δέχεται τέλος τή μανία ἑνός δημίου ὁ ὁποῖος μέ τρίλογχη περόνη διαπερνᾶ τό ἐφηβικό του κορμί χύνοντας ἔξω τά σπλάχνα του. Σέ λίγο ἡ ψυχή του πετᾶ στήν ἄληκτη εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου.
Τοῦτο τό δροσερό ἀνθεκτικό λουλούδι, πού ἄνθισε μέσα στή χειμωνιά τῆς εἰδωλολατρίας, μᾶς ἑρμηνεύει γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν φοβᾶται τίς θύελλες τῶν διωγμῶν, τούς παγετῶνες τῶν θλίψεων. Μέσα σ᾿ αὐτούς τούς χειμῶνες, πού πέρασαν ἀπό πάνω της δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, φύτρωσαν τά πιό ζηλευτά ἄνθη, πού μεταφυτεύτηκαν στίς αὐλές τοῦ Παραδείσου νά ἀνθοβολοῦν γιά μιά αἰωνιότητα.
Ἰχνηλάτης
Ἡ ἀνάπαυλα τοῦ καλοκαιριοῦ εἶναι πλέον μία παρένθεση πού ἔκλεισε. Μπήκαμε ἤδη στό Σεπτέμβριο. Ἀρχίζει τό φθινόπωρο κι ὁ καθένας ξαναπαίρνει τή θέση του στόν πάγκο τῆς καθημερινότητας· ἀγώνας, μόχθος, ἄγχος.
Αὐτή τήν ἐποχή διάλεξε σοφά ἡ Ἐκκλησία γιά νά τήν προβάλει σ᾿ ὅλους ἐμᾶς τά παιδιά της σάν μία εὐλογημένη νέα ἀρχή. Τήν 1η Σεπτεμβρίου, πού στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα λέγεται ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, κλείνει οὐσιαστικά ὁ κύκλος τοῦ ἔτους, γιά νά ἀρχίσει ὁ νέος, μιά πού ὁ χρόνος ἀέναα κυλᾶ κι ἀδιάκοπα σημαδεύει τό μεγάλο ταξίδι μας πού λέγεται ζωή.
Συνοδοιπόρος σ᾿ αὐτό τό ταξίδι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁδηγός ἔμπειρος καί ἔμπιστος, ἀναλαμβάνει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά στενά αὐτῆς τῆς ζωῆς -πού ὁριοθετεῖται ἀπό τή γέννηση καί τό θάνατο καί φέρεται ἀπό τήν ἀκμή στήν παρακμή- στήν ἄνεση τῆς ἀτέρμονης αἰωνιότητας. Τό μυστικό της, συγκλονιστικό στήν ἁπλότητά του, τό μαθαίνουν καί τό ἐκμεταλλεύονται ὅσοι μέ ἁπλότητα δέχονται τά μηνύματά της. Ἀπό τότε πού ἰσοζυγιάστηκε ἐπάνω στό Σταυρό ὁ ἄχρονος Θεός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἑνώνοντας τή γῆ μέ τόν οὐρανό, παίρνει ἄλλη διάσταση ὁ χρόνος. Ἀποκτᾶ μία ἱερότητα. Κι ἔχει χρέος ὁ κάθε ἄνθρωπος μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα νά ἀξιοποιήσει τόν περιωρισμένο χρόνο τῆς ζωῆς του γιά τόν προσωπικό του ἁγιασμό καί τή σωτηρία.
Αὐτό τό χρέος μᾶς ὑπενθυμίζει στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἡ Ἐκκλησία. Κρατώντας μας στή στοργική ἀγκαλιά της, μαζί μέ ὅλα ὅσα μᾶς ἐνδιαφέρουν καί μᾶς ἀπασχολοῦν σ᾿ αὐτή τή ζωή, μᾶς προσάγει στόν Ἀρχηγό της, τόν Κύριο καί ἐξουσιαστή τῶν καιρῶν καί χρόνων ἱκετεύοντας· «Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε». Συγχρόνως ὅμως ἐπισημαίνει καί τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός βάζοντας στά χείλη μας τήν προσευχή· «Καταξίωσον ἡμᾶς λυσιτελῶς περαιῶσαι τήν τοῦ χρόνου περίοδον». Στίς μύριες ἔγνοιες τῆς καθημερινότητας μήν ξεχάσουμε πώς μία περιορισμένη περίοδος χρόνου μᾶς ἀνήκει. Νά τήν περάσουμε «λυσιτελῶς», ὠφέλιμα γιά μᾶς καί γιά τούς γύρω.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 155
Πάντοτε, βέβαια, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἀρχή τοῦ Σεπτεμβρίου, τοῦ πρώτου μήνα κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, ταιριάζει νά λέγεται καί νά ἐννοεῖται τό ἀρχαῖο λόγιο «ἀπό Θεοῦ ἄρξασθαι». Νά ᾿ναι ὁ Θεός ἡ ἀρχή κάθε ἔργου, ὁ μπροστάρης καί ὁδηγός μας, τό θεμέλιο καί τό πλήρωμα καί ὁ σκεπαστής τῆς ζωῆς μας, ἡ προστασία μας ἀπό τούς τόσους ἐπίβουλους μνηστῆρες τῆς ἐλευθερίας μας. Νά κατέχει τήν προτεραιότητα στούς ὁραματισμούς καί στά σχέδιά μας. νά μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀκολουθοῦμε, ὡς πιστοί ὀπαδοί του, νά προστάζει καί νά ὑπακοῦμε, ὡς γνήσια παιδιά του. Σ᾿ αὐτούς τούς χαλεπούς καιρούς μας, ποιά τάχα ἄλλη πιό εὐοίωνη προοπτική γιά τό μέλλον μας ὡς ἀνθρώπων, λαῶν, ἀνθρωπότητας ἀπό τό νά ἐμπιστευθοῦμε τά πάντα στόν Κύριο τοῦ παντός, στόν παντοδύναμο καί πανάγαθο Θεό μας; Σκεφθήκαμε ὅμως ποιό νόημα καί -προπαντός- ποιά πρακτική ἔκφραση ἔχει αὐτή ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ παράδοσή μας στήν ἀγάπη καί στήν προστασία του; Ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στόν κόσμο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι σήμερα ζωντανός πάνω στή γῆ, μέσα στήν Ἐκκλησία του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος συνιστᾶ ὡς τό ἀγαπημένο σῶμα του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ παρών Θεός.
Συνεπῶς, παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τόν Χριστό σημαίνει παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία του. Ἡ προτεραιότητα, πού θέλω νά δώσω στόν Χριστό, ἐκδηλώνεται ὡς προτεραιότητα στήν Ἐκκλησία. «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψα 136,5), ὁρκίζονταν οἱ θεοκρατικοί Ἰσραηλίτες, οἱ πνευματικοί μας πρόγονοι, ἀφοῦ -κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου- ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη μας ἀγάπη, ἡ «ἀρχή τῆς εὐφροσύνης» μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος Ἰσραηλίτης γιά τήν Ἰερουσαλήμ, τό πνευματικό ἀντίστοιχο τῆς Ἐκκλησίας στήν Παλαιά Διαθήκη;
Πρακτικά αὐτό σημαίνει νά ἀγαπῶ ἀληθινά τήν Ἐκκλησία· νά μετέχω στίς λατρευτικές συνάξεις της· νά συμμετέχω μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ φρόνημα θυσίας στούς ἀγῶνες της· νά συντρέχω πρόθυμα στίς ἀνάγκες της· νά δίνω τό «παρών» σέ κάθε πρόσκλησή της. Σημαίνει νά νιώθω δική μου, σπίτι καί οἰκογένειά μου, τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος κληρικός, πού ἐπιβάλλεται στό λαό μέ τήν πνοή τοῦ πνεύματος καί τήν ἱλαρότητα τῆς ἁγιότητας, ὁ ἐμπνευσμένος ἱεροκήρυκας, πού μέ παρρησία ἐξαγγέλλει τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, ὁ φλογερός ἐκκλησιαστικός ἡγέτης, πού «ὡς λέων πῦρ πνέων» δίνει τή μάχη τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ἀφορμή χαρᾶς καί δοξολογίας στόν Κύριο γιά κεῖνον πού ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία.
Καί κάτι ἀκόμη πιό σημαντικό: Ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία σημαίνει ποθῶ νά δώσω σ᾿ αὐτήν ὅ,τι πολυτιμότερο διαθέτω, νά τήν ὑπηρετήσω μέ τό αἷμα μου. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπό τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς, τά εὐεργετημένα παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, λαχταροῦμε καί θέλουμε νά δοῦμε τά παιδιά μας στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 171
Στόν Ἑσπερινό τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας πρωτοχρονιᾶς, ἀκούγεται μία ἁγιογραφική περικοπή πολύ διαφωτιστική γιά τή σημασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου γενικά. Εἶναι μία περικοπή ἀπό τό 26ο κεφάλαιο τοῦ Λευϊτικοῦ (στ. 3-23), πού ἀξίζει νά τή μελετήσει ὁ καθένας, νά τή μελετᾶ καί νά τή συμβουλεύεται καθημερινά.
Μέ τόν χαρακτηριστικό παλαιοδιαθηκικό τρόπο, μέσα ἀπό μία σειρά ἀπειλῶν καί ὑποσχέσεων, ὁ ἱερός συγγραφέας ἐκθέτει τήν καθοριστική συμφωνία τοῦ Θεοῦ μέ τό λαό του. Τό ἴδιο νόημα διατυπώνει ἐπιγραμματικά ὡς βασική ρήτρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ προφήτης Ἠσαΐας (1,19-20)· «Ἄν θέλετε νά μέ ὑπακοῦτε», μεταφέρει τή φωνή τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης, «θά φᾶτε τά ἀγαθά τῆς γῆς μου. Ἄν δέν θέλετε καί δέν μέ ὑπακοῦτε, θά σᾶς φάει τό μαχαίρι».
Παρατρέχοντας τήν τραχύτητα τῆς ἐκφράσεως, συνηθισμένη ἄλλωστε καί δικαιολογημένη στή γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά ὑπογραμμίσω τό μήνυμα τοῦ ἁγιογραφικοῦ λόγου, ἕνα μήνυμα ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο ὄχι μόνο γιά τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἀλλά γιά τήν κάθε μέρα καί γιά ὅλη τή ζωή μας. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακό γιά μᾶς καί τά δικά μας, προπάντων δέ γιά τήν ψυχή καί γιά τή σωτηρία μας, ἀπό τό νά παραβαίνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐλογία, πιό ἀδιάψευστη εὐτυχία ἀπό τή συμμόρφωσή μας πρός αὐτό. Εἴτε τό ἀναγνωρίζουμε εἴτε ὄχι, εἴτε τό ἀποδεχόμαστε εἴτε τό ἀπορρίπτουμε, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σίγουρη ἀσφάλεια καί ἡ ἀληθινή χαρά μας, ἡ ἄσειστη βάση μιᾶς πεπληρωμένης ζωῆς.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἄνθρωπος τοῦ πόνου καί τοῦ σταυροῦ, πού μάλιστα παρέδωσε τό πνεῦμα του τήν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ, 14η Σεπτεμβρίου, καταθέτει τήν ἐμπειρία του· «Μία συμφορά χριστιανῷ μόνη, τό προσκροῦσαι (=ἡ σύγκρουση) Θεῷ». Ὁτιδήποτε ἄλλο, οἰκονομική καταστροφή, ξενιτειά καί ἐξορία, πειρασμοί καί θλίψεις δέν ἀξίζει νά θεωρεῖται δεινό. Γι᾿ αὐτό ἐπίμονα διακηρύττει· «μία ἐστίν ἀνάγκη ἀπαραίτητος, τό μή προσκροῦσαι Θεῷ». Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέγει, «εἶναι γιά μένα πύργος, αὐτό βράχος ἀσάλευτος, αὐτό βακτηρία σταθερή... Γι᾿ αὐτό πάντοτε λέω· Κύριε, τό δικό σου θέλημα νά γίνεται».
Σίγουρα θά δοκίμασες καί σύ, ἀδελφέ μου, πόσο εἶναι σκληρό καί δύσκολο πολλές φορές τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαιτεῖ μία ὑπέρβαση, τήν ὑπέρβαση τῆς πίστεως. Ἀλλά -τό ἔνιωσες, ἀλήθεια;- ἀκριβῶς μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν ὑπέρβαση ἐπιτυγχάνεται ἡ πρόσβαση στόν Θεό, ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης του γιά μᾶς. Κι εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού κάνει ἐλαφρύ τό φορτίο καί χρηστό τό ζυγό τοῦ Κυρίου, διότι, ὅπως ὁ λόγος του τό βεβαιώνει, «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν» (Α' Ἰω 5,3).
Σέ τελική ἀνάλυση ἡ ζωή τῆς πίστεως εἶναι ζωή σταυροῦ, καθώς διασταυρώνεται τό ἀνθρώπινο θέλημα μέ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ. Νά μή μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι μόνο μέσα ἀπό τό σταυρό ξεπηδᾶ ἡ χαρά καί ἡ Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτό δέν ὑπάρχει πιό εὐτυχισμένος καί πεπληρωμένος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον πού σηκώνει καρτερικά τόν καθημερινό σταυρό του, ἐπαναλαμβάνοντας μ᾿ ἐμπιστοσύνη τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς· «γενηθήτω τό θέλημά σου, Κύριε»!
Στἐργιος Ν. Σάκκος
Ἕνα ἀπό τά αἰσχρά ἐγκλήματα πού στιγματίζουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου μας εἶναι ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (29 Αὐγούστου). Τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ὡς «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Μθ 11,11 πρβλ. Λκ 7,28) τόν ἀποκεφάλισε τό καπρίτσιο μιᾶς διεφθαρμένης γυναίκας, πού κατόρθωσε νά ξεμυαλίσει ἕναν ἀσύνετο βασιλιά. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ λιτότητα μέ τήν ὁποία ἀποδίδουν τό γεγονός τά ἱερά Εὐαγγέλια (Μθ 14,3-12· Μρ 6,16-29· Λκ 3,19-20· 9,7-9), σέ ἀντίθεση πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό προσεγγίζει ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νά παραθέσουμε ἕνα δεῖγμα: Πῶς ἀποδίδει ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση τά ἱστορούμενα στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (14,3-4).
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἡρώδη νά συζευχθεῖ τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκεῖνος ζοῦσε, ἦταν παράνομη (πρβλ. Λε 18,16· 20,21). Μέ ἐκφραστικά ἐπίθετα καί ἀρνητικά φορτισμένες λέξεις οἱ ὑμνογράφοι διατυπώνουν πληθωρικά τόν ἀποτροπιασμό τους γι᾿ αὐτή τήν παρανομία. Τήν ὀνομάζουν γενικά «ἄνομον πρᾶξιν» ἤ «παρανομίαν» καί εἰδικότερα «συζυγίαν τήν ἄσεμνον» ἤ «παράνομον μῖξιν», τονίζοντας τήν ἠθική ἀπαξία καί τήν πνευματική ἐκτροπή μέ τίς ἐκφράσεις «παρανόμου μοιχείας τήν πρᾶξιν» καί «θεοστυγῆ μῖξιν».
Ἀλλά δέν ἀρκεῖται ἡ ὑμνογραφία μόνο στό χαρακτηρισμό τῆς πράξεως. Χαρακτηρίζει ἐπίσης -καί μάλιστα μέ σκληρούς χαρακτηρισμούς- τά πρόσωπα, πράγμα πού ἀποφεύγει ἡ εὐαγγελική διήγηση. Ὁ Ἡρώδης, «ὁ τοῦ νόμου ταῖς ποιναῖς ὑπεύθυνος», συλλαμβάνεται «παρανομῶν» καί «πράττων ἀσέμνως τά ἀσελγῆ». Χαρακτηρίζεται ὡς «δεινός», «δείλαιος», «ἄνομος», «δυσσεβής», «ἀσελγής», «ἄφρων» ἀλλά καί «παράφρων», ὅπως σημειώνει τό Συναξάρι. «Ἔχθιστος», «ἄδικος», «ψεύδους ἔκγονος», «ἔκφρων οστρῳ» ἤ «μαινόμενος οστρῳ» πάσχει ἀπό «ψυχοβλαβῆ μέθην καί οἶστρον ἀκόλαστον». «Θελγόμενος ἀκολασίᾳ γυναικείᾳ» καί «κεντούμενος ἀσεβεῖ θηλυμανίᾳ ἀπέτεμε κεφαλήν προδρομικήν».
Ἡ Ἡρωδιάς χαρακτηρίζεται ἐπίσης μέ ἀντίστοιχα πρός τήν πράξη της ἐπίθετα: «μοιχαλίς», «ἀνοσιουργότροπος», «κακοδαίμων», «ὠμή λέαινα», πού γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σατανικοῦ της σχεδίου χρησιμοποίησε καί τή θυγατέρα της «φονοτρόπῳ συμβουλῇ».
Μέ ἔντονη συναισθηματική φόρτιση οἱ ὑμνογράφοι, καθώς ἐκφράζουν τήν ὀργή καί τόν ἀποτροπιασμό τους γιά τά πρόσωπα τῶν ἐνόχων (Ἡρώδη καί Ἡρωδιάδας), ἀφήνουν νά φανεῖ μέσα στίς συνθέσεις τους ὅλη ἡ ἐπιδοκιμασία καί ὁ θαυμασμός τους γιά τόν Ἰωάννη. Στήν περίπτωση τῆς ἀντίθεσής του πρός τόν Ἡρώδη ὁ Ἰωάννης εἶναι ὄχι μόνο γνώστης τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖο ἔχει ἐκτραφεῖ, ἀλλά καί «νόμου σφραγίς». Γι᾿ αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ μοναχός Ἰωάννης «προκινδυνεύει τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου». Αὐτό τό φρόνημα, τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά ἐλέγχει «παρρησίᾳ ἀμέμπτῳ».
Μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους οἱ ὑμνογράφοι ἐξυμνοῦν τήν παρρησία καί τό θάρρος τοῦ Ἰωάννη, νά στηλιτεύσει μέ δύναμη τήν παρανομία τοῦ Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστι λέγων μοιχεύειν τοῦ ἀδελφοῦ σου Φιλίππου τήν γυναῖκα». Μάλιστα, κατά τό δεύτερο τροπάριο τῆς στ΄ ὠδῆς τοῦ πρώτου κανόνα στή μνήμη τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρανόμου βασιλιᾶ συνεχίζεται καί «μετά τό τέλος», μετά τό θάνατο, τοῦ προφήτη. Ὁ «τῆς παρανομίας κατήγορος» ἐξακολουθεῖ νά διασύρει, καί θά διαπομπεύει τούς ὑπευθύνους στούς αἰῶνες. Καί πρό τῆς ἐκτομῆς καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν ἐλέγχει καί καταισχύνει «τῆς ἁμαρτίας τήν φάλαγγα». Καί μέ τόν ἔλεγχο αὐτό «τρανώνει τόν νόμον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κάνει μία πιστή μετάφραση, ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους.
Σ. Καρακασίδου
Διδάκτωρ Θεολογίας
Μέσα στόν καύσωνα τῆς ἐγκληματικῆς ἐποχῆς μας, μέσα στήν πύρωση τῶν παθῶν καί τήν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπιᾶς σέ μικρούς καί μεγάλους, πυρπολεῖ κι ὁ Θεός μέ τό πῦρ τοῦ ἐλέους του. Λαχταρᾶ νά κάψει τά ἄχρηστα ἀγριόχορτα ἀκόμη καί τῆς πιό ἄγονης καί ἄκαρπης ψυχῆς. Νά εὐφορήσει ἡ γῆ· νά τήν ὀργώσει βαθιά· νά καρποφορήσει ἡ χαρά. Νά γίνει τό θαῦμα! Σάν τό θαῦμα τό ἐκπληκτικό κι ἀπρόσμενο πού ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης ὁ ὑμνογράφος τήν 28η Αὐγούστου: «Ἀλλάζοντας πλέον σκεπτικό καί στρεφόμενος πρός αὐτά πού εἶναι πάνω ἀπό τή λογική, ἔζησες τόν καύσωνα τῆς ἀσκήσεως σάν θεία δροσιά».
Μά γιά ποιόν μιλᾶ; Ποιός εἶναι ὁ μακάριος αὐτός πού ἀπήλαυσε τήν θεϊκή δροσιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱερή μορφή πού ἔζησε αὐτό πού θά θέλαμε τόσο νά ζήσουμε κι ἐμεῖς; Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοπας. Ὄνομα, πού στό ἄκουσμά του ὅλοι ἀνατρίχιαζαν. Ὄνομα, πού ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν κακία καί τήν ἐγκληματικότητα. Φόβος καί τρόμος τῆς περιοχῆς του, ὁ σωματώδης καί δυνατός Μωυσῆς. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ συναξαριστής: Θέλησε κάποτε νά σκοτώσει ἕναν βοσκό, ἐπειδή τόν ἐμπόδισε σ᾿ ἕνα κακό του σχέδιο. Μαθαίνοντας, λοιπόν, ὅτι ὁ βοσκός βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ πλημμυρισμένου τότε Νείλου, δέν διστάζει νά τόν περάσει, κρατώντας στά δόντια τό μαχαίρι του. Ὁ βοσκός ἀντιλαμβανόμενος τόν ἐρχομό του τρέχει νά σωθεῖ. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς βρίσκει μόνο τό κοπάδι του. Διαλέγει τέσσερα κριάρια, τά σφάζει, τά περνᾶ σ᾿ ἕνα σχοινί, τά φορτώνεται καί περνᾶ τόν ποταμό. Τρώει τό κρέας, πουλᾶ τό δέρμα τους καί πηγαίνει χωρίς καμιά τύψη στούς φίλους του.
Μά ἡ φωτιά τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά λειώσει καί τίς πιό σκληρές, σιδερένιες καρδιές. Νά μαλακώσει, νά ἁπαλύνει, νά δροσίσει. Ν᾿ ἀλλάξει! Νά πετύχει τό ἀνέλπιστο!
Καί βρίσκουμε, μετά ἀπό χρόνια, τόν ἀρχιλήσταρχο Μωυσῆ καί τούς συντρόφους του σ᾿ ἕνα μοναστήρι, νά κάνει τί; Αὐτό πού μέ πολύ ὄμορφες εἰκόνες περιγράφει ὁ ὑμνωδός: «Σάν ἐργατική μέλισσα δούλεψες μέσα στήν κυψέλη τῆς καρδιᾶς σου καί συλλέγοντας τά ἄνθη τῶν ἀρετῶν, ἀνέβλυσας ἀπ᾿ αὐτά ἀθάνατο γλυκασμό, διώχνοντας τήν πικρία τοῦ διαβόλου». «Τούς δέ σπόρους τοῦ θεϊκοῦ λόγου ἔκρυψες, Μωυσῆ, στά αὐλάκια τῆς διάνοιάς σου, γιά νά γεωργήσεις τό πνευματικό σιτάρι. Καί τοῦτο τό φύλαξες ὡς θησαυρό πού δέν τελειώνει ποτέ». Ὁ μαῦρος στό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Θεοφάνης, κατάφερε νά κάνει τήν ψυχή του λαμπρότερη ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί νά μαυρίσει τά πρόσωπα τῶν δαιμόνων. Κι ὅλα αὐτά μέ τή δυνατή του μετάνοια, τήν ταπείνωσή του καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Καί συνετέλεσε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος πλέον Μωυσῆς νά ᾿ρθοῦν κι ἄλλοι κακοποιοί κοντά στή δροσερή πηγή τοῦ θείου ἐλέους. Καί συνεχίζει νά καλεῖ μέ τό παράδειγμά του κι ὅλους ἐμᾶς, τούς σύγχρονους κακοποιούς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Τήν κατάμαυρη ἀπό τά δαγκώματα τῆς ἁμαρτίας καρδιά μου, καταλεύκανε, ὅσιε Πάτερ, μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας μου καί τίς δικές σου πρεσβεῖες. Ἀμήν».
Μαρία Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 201-202
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς βγῆκε στόν ἀγώνα τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ Γένους μας ὁπλισμένος μέ πέντε εὐλογημένα καί ἀκαταμάχητα ὅπλα, πού τοῦ χάρισαν καί τή νίκη· τήν ἁγία ζωή του, τή θεοφώτιστη διδασκαλία του, τίς θαυμαστές προφητεῖες του, τά θαύματα καί τό μαρτύριό του. Θά μελετήσουμε στή συνέχεια τό ἔκτακτο χάρισμα τῆς προφητείας μέ τό ὁποῖο ὁ Θεός εἶχε προικίσει τόν δοῦλο του.
Πράγματι, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν ἦταν μόνο ἕνας συναρπαστικός διδάσκαλος, πού ἐκλαΐκευε τίς μεγάλες θεολογικές ἔννοιες καί μέ ἁπλά λόγια καί ζωντανά παραδείγματα τίς ἔκανε προσιτές στό ἁπλοϊκό ἀκροατήριό του. Ἦταν συγχρόνως καί προφήτης. Ἀρκετές προφητεῖες ἐπιβεβαίωσαν τή διδασκαλία του, τόν ἀπέδειξαν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καί τόν καθιέρωσαν στή συνείδηση τοῦ λαοῦ καί στήν ἱστορία ὡς προφήτη. Ὁ ἴδιος εἶχε συναίσθηση τῆς δυνάμεως μέ τήν ὁποία τόν μεγάλυνε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πολύ ταπεινά, μόλις πού ἀναφέρει τό γεγονός στήν ἐπιστολή του πρός τόν ἀδελφό του Χρύσανθο, στόν ὁποῖο γράφει· «Τά κατ' ἐμέ δέ καί περί ἐμέ φαίνονται πολλά καί ἀπίστευτα εἰς τούς πολλούς καί μήτε ἐγώ δύναμαι νά τά καταλάβω. Τόσον δέ μόνον λέγω σοι, διά νά δοξάσης τόν Κύριον καί νά χαρῆς, ὅτι γίνεται ἀρκετή μετάνοια εἰς τούς ἀδελφούς. Ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον... τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον του βεβαιοῦντος διά τινων ἐπακολουθησάντων σημείων» (Αὐγ. Καντιώτου, Κοσμ, σελ. 317-318).
Γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί τή μετάνοια ψυχῶν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καί σημεῖα ἔκανε καί προφητεῖες εἶπε. Ὑποστηρίζεται ὅτι στίς προφητεῖες του ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν «Ὀπτασία τοῦ Ἀγαθαγγέλου», πού κυκλοφοροῦσε εὐρύτατα στίς μέρες του ἀνάμεσα στούς σκλαβωμένους Ἕλληνες καί καλλιεργοῦσε ψεύτικες ἐλπίδες κούφιας παρηγοριᾶς γιά τό «ξανθό γένος», πού θά βοηθοῦσε στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Τούρκους. Ἀλλά πουθενά μέσα στίς «Διδαχές» του, ὅπου διαφυλάσσεται ἡ αὐθεντική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, δέν ὑπάρχει δεῖγμα αὐτῆς τῆς νοοοτροπίας. Ἔχω τή γνώμη ὅτι ἡ ἐντύπωση αὐτή δημιουργήθηκε ἐξαιτίας ὁρισμένων πλαστῶν προφητειῶν καί διαφόρων λαϊκοθρησκευτικῶν χρησμῶν, πού ἀποδόθηκαν στόν Πατροκοσμᾶ καί διεκδικοῦν σήμερα τήν πατρότητά του. Αὐτά προκαλοῦν βέβαια κάποια ἐντύπωση στούς ἀδαεῖς, στήν πραγματικότητα ὅμως ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦν, ἀλλά καί πολύ ἐπιζήμια εἶναι, διότι ὅταν ἀποδεικνύεται τό νόθο τους, τίθεται σέ ἀμφισβήτηση καί ἡ γνησιότητα τῶν ἀληθινῶν προφητειῶν.
Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νά γίνει ἕνας διαχωρισμός, ἕνα ξεκαθάρισμα ἀνάμεσα στίς πραγματικές προφητεῖες τοῦ ἁγίου καί στούς ἀνεύθυνους χρησμούς καί ἀφορισμούς, πού τόσο ἄφθονοι κυκλοφοροῦν. Τό ὑγιές καί δοκιμασμένο κριτήριο γιά τόν διαχωρισμό αὐτό θά μᾶς τό δώσει ἡ ἁγία μας Γραφή, πού εἶναι ἡ πηγή καί τό ταμεῖο τῆς ἀληθινῆς προφητείας. Καμία ἀπό τίς χιλιάδες προφητεῖες πού περιέχονται στήν ἁγία Γραφή δέν ἔχει σχέση μέ χρησμούς κάι ἐλλιπογράμματες προτάσεις, ὅπου, ἄν προσθέσεις τά ἀνάλογα φωνήεντα ἤ σύμφωνα, σχηματίζεται ἡ προφητική ρήση. Ὅλα αὐτά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τά ἀπορρίπτει καί ἡ Ἐκκλησία δέν τά υἱοθέτησε ποτέ.
Ἡ προφητεία στήν ἁγία Γραφή ἔχει τό χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅτι συμπλέκεται μέ ἱστορικά γεγονότα, συνδέεται μέ πρόσωπα καί πράγματα τῆς ἱστορίας καί ἐκπληρώνεται σταδιακά μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Κατά τήν παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «ὁ Θεός προφητείαν προφητείαις συνάπτει, μακροτέραις ἐγγυτέραν, τήν ἐπί τῆς γενεᾶς αὐτῶν γειναμένην τῶν μακρόν ὕστερον ἐσομένων μεγίστην ἀπόδειξιν παρεχόμενος» (Εἰς τόν Ἠσαΐαν 7· PG 56,77). Ἔχουμε, δηλαδή, μία ἁλυσίδα προφητειῶν, πού ἡ μία ἔχει σχέση μέ τήν ἄλλη καί ἡ τελευταία ἀναφέρεται στό μεγάλο σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ οἱ προηγούμενες ἀφοροῦν σέ διάφορα περιστατικά τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, καθώς ἐκπληρώνονται μία-μία μέ τή σειρά οἱ προφητεῖες σ' αὐτήν τήν ἁλυσίδα, χαλκεύεται ἡ ἐγγύηση καί ἡ βεβαιότητα ὅτι καί ἡ τελευταία, ἡ ἐσχάτη μεγάλη προφητεία, εἶναι γνήσια καί θά ἐκπληρωθεῖ ὁπωσδήποτε. Ἐξάλλου, καθώς κάθε προφητεία τῆς σειρᾶς ἐκπληρώνεται σέ συνεχόμενες γενιές καί ἐποχές, ἡ δύναμη τῆς προφητείας διατηρεῖται ἀκέραιη ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἐκστομίσθηκε, μέχρι τήν τελευταία ὥρα πού θά ὁλοκληρωθεῖ.
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ βιβλική προφητεία προσφέρεται μέ τήν ἴδια τήν ἰστορία καί μάλιστα, ἡ προφητεία παρακολουθεῖ τήν πορεία τῆς ἱστορίας καί ἡ ἱστορία προωθεῖ τήν προφητεία. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικά τῆς ἱστορίας μεταφέρουν τήν προφητεία καί διαφυλάσσουν τό μήνυμά της ἀπό γενιά σέ γενιά. Τό προφητικό βλέμμα ἔχει βέβαια κύριο στόχο του καί σκοπό του τόν Μεσσία καί τή μεσσιακή ἐποχή. Γιά νά φθάσει ὅμως ἐκεῖ, περνᾶ μέσα ἀπό τούς ἐνδιάμεσους αἰῶνες καί διασχίζοντάς τους σταματᾶ σέ καίρια ἱστορικά συμβάντα, τά ἐπισημαίνει, τά προβάλλει καί τά καθιστᾶ μάρτυρες ἀξιόπιστους γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς μεσσιακῆς προφητείας. Οἱ προφῆτες ἐπίσης τῆς ἁγίας Γραφῆς συχνά χρησιμοποιοῦν διάφορα σύμβολα, τά ὁποῖα γίνονται ἄφωνοι ἀλλά παραστατικοί μάρτυρες τῆς προφητείας.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο διατυπώνονται καί οἱ προφητεῖες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Κύριος π.χ. προφητεύοντας τήν συντέλεια τοῦ κόσμου περιπλέκει τήν περιγραφή μέ τήν προφητεία γιά τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἡ καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ συνέβη ὅταν ζοῦσαν ἀκόμη πολλοί ἀπό ἐκείνους πού εἶχαν ἀκούσει τήν προφητεία ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἐγγυᾶται ὅτι καί ἡ ἄλλη, τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε συγχρόνως, σχετικά μέ τή συντέλεια τοῦ κόσμου, θά ἐκπληρωθεῖ στόν κατάλληλο καιρό.
Σέ ἄλλες περιπτώσεις οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου συνδέονται μέ διάφορα σημεῖα. Ὅταν π.χ. θεράπευσε τόν δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου, προφήτευσε καί τή συμμετοχή τῶν ἐθνικῶν στήν Ἐκκλησία· «Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μθ 8,11). Ἔτσι, οἱ μέν σύγχρονοι πού εἶδαν τό σημεῖο, τό ἔχουν ὡς ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας. Ἐπίσης, ἐμεῖς πού ζοῦμε τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας, βεβαιωνόμαστε ἀπό αὐτήν γιά τήν ἀλήθεια τοῦ σημείου καί ὅτι αὐτός πού τό ἔκανε εἶναι ὁ Θεός.
Τά γνωρίσματα αὐτά τῆς βιβλικῆς προφητείας παρουσιάζουν ὑπό κλίμακα καί οἱ προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Συμπλέκονται, δηλαδή, μέ ἱστορικά γεγονότα καί λαμβάνουν ὡς μάρτυρες διάφορα σημάδια, κυρίως σταυρούς, πού ἔστηνε ὁ ἴδιος.
Στέργιος Ν. Σάκκος
(Ἀπό τό βιβλίο του «Ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου Γένους»)
Γονεῖς!
Δίδετε χριστιανικά ὀνόματα εἰς τά παιδιά σας.
Καθώς ὁ ᾿Ιωακείμ καί ἡ ῎Αννα δέν ἐπροτίμησαν τό ἀρσενικόν ἀπό τό θηλυκόν, ἔτσι καί ἡ εὐγενία σας νά μήν προτιμᾶτε τά ἀρσενικά παιδιά σας ἀπό τά θηλυκά, διατί ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Καθώς ὁ ᾿Ιωακείμ καί ἡ ῎Αννα ἔβγαλαν τήν Θεοτόκον τό ὄνομα μέ νόημα Μαρία, ὁμοίως καί ἡ εὐγενία σας, ὅταν βαπτίζετε τά παιδιά σας, νά τά ἐβγάνετε εἰς τό ὄνομα τῶν ῾Αγίων, ὁπού ἔχουμε νόημα. Μαρία θέλει νά εἰπῇ, κυρία, ὡσάν ὁπού ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νά γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί πάσης νοητῆς καί αἰσθητῆς κτίσεως, νά παρακαλῇ διά τάς ἁμαρτίας μας. Νικόλαος τό ὄνομα λέγεται ἐκεῖνος ὁπού ἐνίκησε τούς λαούς, τούς δαίμονας, τά πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένον φυτόν, στολισμένον μέ καρπούς, μέ ἀρετάς χριστιανικάς. Παρασκευή λέγεται ἐκείνη πού ἑτοιμάσθη διά τόν Χριστόν.
Χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν
Νά κάμῃς μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νά ἔχῃς καί τόν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καί ὅταν τό παιδίον σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνον καί σοῦ γυρεύῃ ψωμί, μήν τοῦ δίδῃς, μόνον νά πάρῃς τό ψωμί, νά τό βάλῃς ἐμπρός εἰς τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί νά τοῦ εἰπῆς· ᾿Εγώ, παιδί μου, δέν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστός ἔχει. Σήκω νά κάμῃς τόν σταυρόν σου, νά παρακαλέσωμε τόν ἅγιόν σου νά παρακαλέσῃ τόν Χριστόν νά σοῦ τό δώσῃ. Καί ἔτσι τό παιδίον παρακινεῖται διά τήν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθύς ὁπού ξυπνᾷ, τόν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τό παιδίον πώς ἔχει τήν ἐλπίδα του εἰς τόν Χριστόν καί εἰς τόν ἅγιόν του κατακαίεται καί φεύγει. Καί ἔτσι νά συνηθίζετε τά παιδιά σας, νά τά παιδεύετε ἀπό μικρά, διά νά συνηθίζουν εἰς τόν καλόν δρόμον.
Καί ἄν θέλῃς νά ζήσῃ τό παιδίον, ἐγώ νά σέ εἴπω πῶς νά κάμῃς· νά κάμῃς τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα καί ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ· καί διά τό χατίρι ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ χαρίζει ὁ Θεός τήν ζωήν τοῦ παιδιοῦ σου. Καί νά ἀγαπᾷς τά πτωχά τά παιδιά καλύτερα ἀπό τά ἐδικά σου· εἰ δέ καί νά ζητᾷς πῶς νά δίνῃς τοῦ παιδιοῦ σου νά τρώγῃ καί νά πίνῃ καλά, νά ἔχῃ εὔμορφα φορέματα, καί δι’ ἐκεῖνο τό πτωχό νά μή σέ μέλῃ, αὔριο βλέπεις τό παιδί σου ἀποθαμένο καί καίγεται ἡ καρδιά σου. Καί ἐνῷ τό πτωχό, τό ξυπόλητο, τό γυμνό, τό πεινασμένο, τό καταφρονεμένο τό βλέπεις θρεμμένο καί εἶνε ὡσάν τό γουρουνόπουλο, καί τό ἐδικό σου γίνεται ὡσάν χτικιασμένο.
᾿Επ. Αὐγουστίνου Καντιώτη,
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Μέ γλαφυρότητα καί σαφήνεια ἀποδίδει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τά κυριώτερα σημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ προφήτου Σαμουήλ, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 20 Αὐγούστου. Κατορθώνει μέσα ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς ἐκφράσεως νά ζωγραφίσει τό μεγαλεῖο τῆς προφητικῆς προσωπικότητας καί νά ἐπισημάνει τήν πηγή αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου, πού εἶναι ἡ ἁρμονική συνεργασία τοῦ ἀνθρώπινου παράγοντα μέ τόν θεϊκό.
Ἀσφαλῶς ὅλοι οἱ προφῆτες, καί γενικά οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνοιχτοί στή συνεργασία μέ τόν Θεό. Ὁ Σαμουήλ ὅμως ἀποτελεῖ μία ἰδιάζουσα περίπτωση· ἀρχίζει τή συνεργασία του μέ τόν Θεό πρίν ἀκόμη λάβει τήν ἀνθρώπινη ὀντότητα. Τήν ἀρχίζει μέσῳ τῆς πιστῆς μητέρας του, ἡ ὁποία ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τῆς χαρίσει ἕνα παιδί γιά νά τό ἀφιερώσει στήν ὑπηρεσία Ἐκείνου. Πόσων εὐλογιῶν αἰτία θά γίνει στή συνέχεια αὐτή ἡ μυστική συμφωνία πού κλείνει ἡ Ἄννα μέ τόν Θεό!
Τήν πρώτη καί μεγάλη εὐλογία ἀναφέρει ὁ ποιητής στό πρῶτο Στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ·
Δῶρον εὐαπόδεκτον ἐκ μητρικῶν σέ ἀνέθετο
ἀγκαλῶν ἡ κυήσασα εὐχῆς γονιμώτατον,
Σαμουήλ καρπόν σε, προσκληρωσαμένη
καί ἀποδοῦσα τῷ Θεῷ
τῷ εὐεργέτῃ καθάπερ ηὔξατο·
διό σοι ἀνεπαύσατο χάρις τοῦ Πνεύματος,
ἔνδοξε, ἀκακίᾳ συναυξάνοντι
καί φρονήσει ἐμπρέποντι.
Εἶναι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού πληρώνει τόν Σαμουήλ ἀπό τήν ὥρα πού συλλαμβάνεται ὡς ἔμβρυο στά σπλάγχνα τῆς εὐσεβοῦς μητέρας του, ἡ ὁποία τόσα χρόνια εἶχε σηκώσει τόν ὀνειδισμό τῆς ἀτεκνίας. Καί ἀναπαύεται τό Πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ Σαμουήλ, καθώς ἡ πιστή Ἄννα, ἐκπληρώνοντας τό τάμα της άποδίδει στόν εὐεργέτη Θεό τόν καρπό τῶν σπλάγχνων της. Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλώνεται στή ζωή τοῦ θεοσδότου παιδιοῦ μέ τόν θαυμαστό συνδυασμό ἀκακίας καί φρονήσεως. Ἀσφαλῶς ἐδῶ ὁ ποιητής ὑπονοεῖ τή διαφορά τοῦ Σαμουήλ ἀπό τόν Ὀφνί καί Φινεές, τά δύο κακομαθημένα καί ἀσύνετα παιδιά τοῦ ἱερέα Ἠλί, μαζί μέ τά ὁποῖα μεγάλωνε.
Καί ἔφθασε ἡ ὥρα, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἐμπιστευθεῖ στό συνεργάτη του τή μεγάλη ἀποστολή, θά τόν καταστήσει ἱερέα του. Αὐτή τήν ἀποστολή ψάλλει τό δεύτερο Στιχηρό·
Χρῖσμα ἱερώτατον, ὡς ἱερεύς περικείμενος
προβλέπεις τά ἔμπροσθεν καί προστάξει θείᾳ
χρίεις βασιλέας καί τά ἐσόμενα δηλοῖς,
κρίνων δικαίως Ἰσραηλίτην λαόν ἀπαύστως
παραβαίνοντα καί τοῦ Θεοῦ μακρυνόμενον,
Σαμουήλ ἀξιάγαστε, θεοφόρε πανόλβιε.
Στήν πιό κρίσιμη ἐποχή, ὅταν ὁ «Ἰσραηλίτης λαός» ἀκατάπαυστα παραβαίνει τίς ἐντολές καί ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ὁ Σαμουήλ δέχεται τό «ἱερώτατον χρῖσμα». Διαδέχεται τόν Ἠλί καί ὡς «χριστός Κυρίου» ἐπιδίδεται στό τριπλό ἔργο πού ἐκεῖνος τοῦ ἔχει ἀναθέσει· «προβλέπει τά μέλλοντα», «χρίει βασιλεῖς» καί «κρίνει», δηλαδή κυβερνᾶ, τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ οὐσιαστικός κυβερνήτης τοῦ Ἰσραήλ, ἀφοῦ σ’ αὐτόν ἀπευθύνεται ὁ λαός γιά νά ζητήσει βασιλιά. Αὐτός ἀναδεικνύει τόν Σαούλ διαλέγοντας καί χρίοντάς τον βασιλιά, ἀλλά καί αὐτός τόν ἐξουδετερώνει, ὅταν μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ χρίει νέο βασιλιά, τόν Δαβίδ. Εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Γιαχβέ, ἀλλά καί μία προτύπωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τά τρία ἀξιώματα· ἱερέας, προφήτης, βασιλιάς.
Προβάλλει λαμπρός ὁ Σαμουήλ πάνω στό αἰώνιο βάθρο, ὅπου ἡ συνεργασία του μέ τόν Θεό τόν τοποθέτησε, σεβαστός καί θαυμαστός ὄχι μόνο στόν «Ἰσραηλίτην λαόν», ἀλλά καί στόν νέον Ἰσραήλ, στήν Ἐκκλησία. Καί εἶναι «ἀξιάγαστος», ἀξιοθαύμαστος καί «πανόλβιος», πανευτυχής, διότι εἶναι «θεοφόρος», θεοκίνητος, ἕνας πιστός καί ἀφοσιωμένος συνεργάτης τοῦ Θεοῦ.
«Ὀλυμπιάδα»