Super User

Super User

Παρασκευή, 11 Νοέμβριος 2022 03:00

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος διδάσκει καί σήμερα


Ὁ Χριστός τό πᾶν γιά μένα

joannis chrys Δίκαια, λοιπόν, δέν μᾶς ἀποστρέφεται (ὁ Θεός) καί δέν μᾶς τιμωρεῖ, ὅταν μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτό σέ ὅλα κι ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε; Εἶναι βέβαια φανερό στόν καθένα. Γιατί λέει· εἴτε θέλεις νά στολισθεῖς, τόν δικό μου στολισμό· εἴτε νά ὁπλισθεῖς, τά δικά μου ὅπλα· εἴτε νά ντυθεῖς, τό δικό μου ροῦχο· εἴτε νά τραφεῖς, στό δικό μου τραπέζι· εἴτε νά περπατήσεις, τόν δικό μου δρόμο· εἴτε νά κληρονομήσεις, τή δική μου κληρονομιά· εἴτε νά μπεῖς σέ πατρίδα, στήν πόλη τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶμαι ἐγώ· εἴτε νά κτίσεις σπίτι, στίς δικές μου σκηνές, γιατί ἐγώ γιά ὅσα σοῦ δίνω δέν ἀπαιτῶ μισθό, ἀλλά ἐπιπλέον σοῦ χρωστῶ μισθό καί γι’ αὐτό, ἄν θελήσεις, νά χρησιμοποιήσεις ὅλα τά δικά μου. Τί θά μποροῦσε νά εἶναι ἴσο μέ μία τέτοια φιλοτιμία; Ἐγώ πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ σπίτι, ἐγώ διατροφεύς, ἐγώ ροῦχο, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιο. Κάθε τι πού θέλεις, ἐγώ· νά μή σοῦ λείψει τίποτε. Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω, γιατί ἦρθα νά διακονήσω καί ὄχι νά διακονηθῶ. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα, τά πάντα ἐγώ. Μόνο νά αἰσθάνεσαι οἰκειότητα μέ ἐμένα.
 Ἐγώ ἔγινα φτωχός γιά σένα καί περιπλανώμενος ὁδοιπόρος γιά σένα, στό σταυρό γιά σένα, στόν τάφο γιά σένα. Πάνω γιά σένα παρακαλῶ τόν Πατέρα, κάτω γιά χάρη σου ἦρθα πρεσβευτής ἀπό τόν Πατέρα. Τά πάντα μοῦ εἶσαι ἐσύ, καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί περισσότερο θέλεις; Τί ἀποστρέφεσαι αὐτόν πού τόσο σ’ ἀγαπᾶ; Γιατί κουράζεσαι γιά τόν κόσμο; Γιατί ἀντλεῖς σέ τρύπιο πιθάρι; Γιατί αὐτό σημαίνει τό νά ταλαιπωρεῖσαι γιά τόν παρόντα βίο. Τί ματαιοπονεῖς; Τί γρονθοκοπᾶς τόν ἀέρα; Τί τρέχεις στά χαμένα;

Ὅλα τά γήινα εἶναι μάταια

Κάθε τέχνη δέν ἔχει τό σκοπό της; Εἶναι φανερό στόν καθένα. Δεῖξε μου καί σύ τό σκοπό τῆς βιοτικῆς σπουδῆς. Δέν ἔχεις· γιατί εἶναι ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης. Ἄς πᾶμε στούς τάφους. Δεῖξε μου τόν πατέρα, δεῖξε μου τή γυναίκα. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, πού ἦταν ντυμένος μέ χρυσά ροῦχα; Ἐκεῖνος πού καθόταν σέ ὄχημα; Ἐκεῖνος πού εἶχε στρατόπεδα, πού φοροῦσε ζώνη, πού εἶχε τήν ἐμπροσθοφυλακή γιά νά τοῦ ἀναγγέλλει; Ἐκεῖνος πού ἄλλους σκότωνε κι ἄλλους τούς ἔκλεινε στή φυλακή; Ἐκεῖνος πού σκότωνε ὅποιους ἤθελε κι ἀπελευθέρωνε ὅποιους ἤθελε; Δέν βλέπω τίποτε ἐκτός ἀπό κόκκαλα καί σκόρο καί ἀράχνη. Ὅλα ἐκεῖνα ἦταν γῆ, ὅλα μῦθος, ὅλα ὄνειρα καί σκιά κι ἕνα φθηνό παραμύθι.

 

Ἡ μέλλουσα κρίση ἀναγκαία


 Σίγουρα θά σταθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ καί θά γίνει ἀκριβής ἐξέταση τῶν πάντων. Κι ἄν κάποιος ἀπιστεῖ στή μέλλουσα κρίση, ἄς δεῖ τά ἐδῶ· αὐτούς πού εἶναι σέ φυλακές, στά μεταλλεῖα, αὐτούς πού εἶναι σέ κοπριές, τούς δαιμονισμένους, τούς παραπαίοντας, αὐτούς πού παλεύουν μέ ἀνίατες ἀσθένειες, πού γρονθοκοποῦνται μέ τή συνεχῆ φτώχεια, πού ζοῦν μέ συντροφιά τήν πεῖνα, πού εἶναι φορτωμένοι μέ ἀσήκωτα πένθη, πού ζοῦν σέ αἰχμαλωσίες. Δέν θά τά πάθαιναν αὐτοί τώρα αὐτά, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά περιμένει τιμωρία καί κόλαση ὅλους τούς ἄλλους, πού ἔκαναν παρόμοιες ἁμαρτίες. Κι ἄν δέν ὑπέμειναν τίποτε ἐδῶ οἱ ἄλλοι, αὐτό πρέπει νά τό θεωρήσεις σημάδι ὅτι ὁπωσδήποτε ὑπάρχει κάτι μετά τήν ἀποδημία ἀπό ἐδῶ. Γιατί, ἀφοῦ εἶναι Θεός ὅλων, δέν θά τιμωροῦσε ἄλλους καί θά ἄφηνε ἄλλους ἀτιμώρητους, ἐνῶ ἔκαναν τά ἴδια ἤ καί χειρότερα ἁμαρτήματα, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά τούς ἐπιβάλει ἐκεῖ κάποια τιμωρία.

P.G. 58, 700-702

Μακριά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια!

Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας. Σπάει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης κι ἀποχωρίζει τόν πλησίον καί κάνει τόν καθένα πού τήν ἔχει νά εἶναι ἀπομονωμένος. Κι ὅπως ἕνας τοῖχος πού φούσκωσε διαλύει τήν οἰκοδομή, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού φούσκωσε δέν ἀνέχεται τή σχέση μέ τόν ἄλλο.

P.G. 51, 151

 Ὅπως τό νά θυμόμαστε τά ἁμαρτήματά μας εἶναι καλό, ἔτσι εἶναι καλό καί τό νά λησμονοῦμε τά κατορθώματα. Γιατί; Γιατί ἡ μέν μνήμη τῶν κατορθωμάτων μᾶς ὑψώνει πρός τήν ἀλαζονεία, ἐνῶ ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων συμμαζεύει τό μυαλό καί τό ταπεινώνει. Κι ἐκείνη μέν (ἡ ὑπερηφάνεια) μᾶς κάνει πιό ράθυμους, αὐτή δέ (ἡ ταπείνωση) πιό ξύπνιους.

P.G. 51, 366

Ἄν θέλεις νά κάνεις μεγάλα τά κατορθώματά σου, μή τά θεωρεῖς ὅτι εἶναι μεγάλα καί τότε θά εἶναι μεγάλα.

P.G. 57, 38

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε δοῦλος, γι’ αὐτό εἶναι δεσπότης τῶν πάντων καί τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἄλλων. Ὥστε κι ἐμεῖς νά μή νομίζουμε ὅτι κατεβαίνουμε ἀπό τό ἀξίωμα ὅταν ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί τότε θά εἶναι φυσικό νά ὑψωθοῦμε· τότε θά κερδίσουμε πάρα πολύ τόν θαυμασμό.

P.G. 62, 234

Δῶρο καί προνόμιο ἡ προσευχή

 Μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, μεγάλο στολίδι ἡ προσευχή καί ἀσφάλεια καί λιμάνι καί θησαυροφυλάκιο ἀγαθῶν καί ἀσφαλισμένος πλοῦτος.

P.G. 55, 526


 Αὐτός πού προσεύχεται, πρίν ἀκόμη πάρει αὐτά πού ζητᾶ, δρέπει μεγάλα ἀγαθά ἀπό τήν προσευχή. Κατασιγάζει ὅλα τά πάθη, μαλακώνει τό θυμό, βγάζει ἔξω τό φθόνο, λειώνει τήν ἐπιθυμία, μαραίνει τόν πόθο τῶν βιοτικῶν, γαληνεύει βαθειά τήν ψυχή του κι ἀνεβαίνει πλέον σ’ αὐτόν τόν οὐρανό. Ὅπως, ὅταν πέφτει ἡ βροχή στή σκληρή γῆ, ἤ μπαίνει τό σίδερο στή φωτιά, μαλακώνει, ἔτσι τή σκληρότητα τῆς σκέψεως, πού τήν προκαλοῦν τά πάθη, τήν μαλακώνει καί τήν διαποτίζει μιά τέτοια προσευχή, περισσότερο ἀπό τή φωτιά καί τή βροχή.
 Ὅποιος δέν προσεύχεται στόν Θεό οὔτε ἐπιθυμεῖ συνεχῶς νά ἀπολαμβάνει τή θεία συνομιλία, εἶναι νεκρός καί ἄψυχος καί δέν ἔχει φρόνηση. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο σημάδι τῆς ἀφροσύνης, τό νά μή γνωρίζεις τό μέγεθος τῆς τιμῆς καί νά μήν ἀγαπᾶς τήν προσευχή καί νά μή θεωρεῖς θάνατο τῆς ψυχῆς τό νά μή προσκυνᾶ τόν Θεό.

P.G. 50, 776

Ὁ Θεός δέν ἀναβάλλει νά μᾶς δώσει αὐτά πού τοῦ ζητοῦμε, ἐπειδή μᾶς μισεῖ, οὔτε ἐπειδή μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά μᾶς κρατᾶ πάντα κοντά του μέ τήν ἔγνοια τῆς δόσεως, ὅπως κάνουν καί οἱ φιλόστοργοι πατέρες. Κι ἐκεῖνοι σοφίζονται νά 'ναι συνεχῶς κοντά τους τά πιό ράθυμα παιδιά τους, ἀναβάλλοντας νά τούς δώσουν. Σέ ἄκουσε; Εὐχαρίστησε γι’ αὐτό, ἐπειδή σέ ἄκουσε. Δέν σέ ἄκουσε; Ἐπίμενε γιά νά σέ ἀκούσει. Δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό μεσίτες οὔτε ἀπό πολλά περιτρεχάματα κι ἀπ’ τό νά κολακεύεις τούς ἄλλους, ἀλλά κι ἄν εἶσαι ἔρημος κι ἄν ἀπροστάτευτος, ὁ ἴδιος διά τοῦ ἑαυτοῦ σου θά παρακαλέσεις τόν Θεό καί θά ἐπιτύχεις ὁπωσδήποτε.

P.G. 63, 580

Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Τό τίμημα τῆς ἀγάπης

Ἔσερνε τά κουρασμένα βήματά του στούς καρρόδρομους τῆς Κουκουσοῦ. Ἡ ἐξορία στόν Πόντο μοιάζει ἀτέλειωτο βασανιστήριο· λιγοστό τό νερό, ἴσαμε νά βρέξει τά χείλη του. Καί τό φαγητό ἐλάχιστο. Ξερός ὁ τόπος. Μά πιό πολύ τόν μαστιγώνει ἡ ξέρα τῶν ἀνθρώπων, πού τήν κουβαλάει μέσα του χρόνια τώρα.
 Πάει καιρός πού κατάλαβε τί σήμαινε ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» πού πολλοί «ἀδελφοί» του ἐπίσκοποι πρόσθεταν στούς λόγους τους ἄλλοτε γι᾿ αὐτόν. Γεύθηκε ὅλη τήν πίκρα πού αὐτό τό «ἐν Χριστῷ» τοῦ πρόσφερε. Καταδιωγμένος τώρα συλλογίζεται ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά γεγονότα. Μέσα στή σιωπή ἀντηχοῦν πιό καθαρά, σχεδόν αὐθεντικά, οἱ φωνές τῶν ἐχθρῶν του: «Κλέφτης», «καταχραστής», «καταλύει τήν παράδοση τῆς νηστείας»! Αἰσχρές συκοφαντίες. Λόγια μικρόνοων, παθιασμένων κληρικῶν, ἀνθρώπων πού τόσες φορές εὐεργέτησε!
 Αὐτός ὅμως τούς ἀγαποῦσε ὅλους, ἕναν πρός ἕναν. Τούς μνημόνευε στίς προσευχές του μέ δάκρυα. Κι ἄς μήν ἤθελαν ἐκεῖνοι οὔτε τά ἴχνη ἀπό τά ὑποδήματά του νά βλέπουν. Μόνο τήν ἁμαρτία τους μισοῦσε. Αὐτήν τή μισοῦσε πάντα καί ποτέ δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Τή σιχαινόταν, σάν τήν ἔβλεπε νά περπατάει ἀγέρωχα στά ἀνάκτορα, στίς πλατεῖες, στά θέατρα, στόν ἱππόδρομο. Σάν τοῦ ἔγνεφε εἰρωνικά ἀπό τά χρυσοκλωσμένα ἐνδύματα ξιππασμένων ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἀπό τίς τορνευτές τους ἅμαξες, πού τίς μετέφεραν ταλαίπωροι δοῦλοι. Ἔνιωθε τότε τό χρέος του νά σφίγγει τήν καρδιά του. Ὅρμησε καί ράπισε τήν ἁμαρτία μέ δύναμη ὅπου τή βρῆκε. Καί κείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τόν μόνο τρόπο πού ἤξερε: ἕνα πλοῖο, μερικοί στρατιῶτες, μιά καταδικαστική ἀπόφαση.
 Ἔγειρε τό τίμιο κεφάλι του λίγο νά ξαποστάσει ἀπό τό δρόμο. Πόσο γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος! Μπροστά του, ἀνάμεσα στό σκοτάδι, τοῦ ἀποκάλυψε τή ζωή του. Ἦταν ταλαίπωρη, μέ τά στίγματα τοῦ διωγμοῦ νά τῆς χαρακώνουν τό σεμνό ἔνδυμα. Μιά ὀδύνη ἀλλά καί μιά καύχηση ἱερή ζωγραφιζόταν στό βλέμμα της. Ξαφνικά εἶδε νά τήν περικυκλώνουν πρόσωπα ὕποπτα μέ τό σταυρό στά χέρια. Βούιζαν στ᾿ αὐτιά του οἱ κατάρες τῆς βασίλισσας, οἱ ἀφορισμοί τῶν ἐπισκόπων τῆς ἄνομης Συνόδου, τά ποδοβολητά τῶν μισθοφόρων. Κι ἀνάμεσά τους οἱ θρῆνοι τῶν γυναικῶν. Τό κλάμα τῆς θυγατέρας του Ὀλυμπιάδας καί τῆς ἀφοσιωμένης συνοδίας της. Τόση ἀδικία, Θεέ μου, καί τόσος πόνος γιά τήν τιμή τῆς ἀλήθειας!
 Πῆρε νά ξημερώνει. Τό νεφύδριο παρῆλθε. Τό φῶς νίκησε τή μαυρίλα τῆς νύχτας. Στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς του μόνο μιά μορφή δέσποζε πιά. Τή γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν «ὁ ἀστήρ ὁ λαμπρός ὁ πρωινός». Ἦταν ὁ «Δεσπότης» του. Γι᾿ αὐτόν πάθαινε ὅλα τοῦτα. Ἀπό τότε πού τά ἁγνά χέρια τῆς μητέρας του Ἀνθούσας χάραξαν τήν εἰκόνα του στήν παιδική του ψυχή, μέ μιά ἀνάσα ζοῦσε. Νά εἶναι δικός του. Κι αὐτό του τό ὄνειρο οὔτε κι ἕνας Λιβάνιος μπόρεσε νά σβήσει. Ἔπειτα πέρασαν οἱ φίλοι, ἦρθαν οἱ ἐνάντιοι, μά δέν τόν ἔνοιαζε. Ὅλα γίνονταν γιά Ἐκεῖνον.
 Τώρα, τό καταλάβαινε, ἔφτασε ἡ «δωδεκάτη» ὥρα του. Πόσο ποθοῦσε νά τόν πάρει ὁ «Δεσπότης» του στά χέρια του, ὅπως τό ζοῦσε κάποτε μικρό ὀρφανό στήν Ἀντιόχεια! Νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν ψευτοχριστιανισμό τῶν μαζῶν, ἀπό τούς γλυκανάλατους συμβιβασμένους. Ἀπό τούς κενούς του ἐκπροσώπους καί ὅλους ὅσους εἶχαν βάλει τόν Ἰησοῦ του θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς προσωπικῆς τους μωροφιλοδοξίας.
 Ἄς τόν ἔπαιρνε μαζί του κι ἄς πήγαιναν ὅπου Ἐκεῖνος ἤθελε! Σ᾿ ὅποια γωνιά τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ. Δικά του ἦταν. Μόνο μαζί του!

Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας

 treis ierarxes Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ καιρός ἦταν ἄσχημος ἀπό τό πρωί: ἀέρας καί καταρρακτώδης βροχή. Κατευθυνόμασταν μέ τή συνάδελφό μου γιά τό σχολεῖο ὅπου ὑπηρετούσαμε· μιά ὥρα ἀπόσταση ἀπό τήν πόλη. Ὁ δρόμος εἶχε γίνει ἐπικίνδυνος καί τό ταξίδι ἀναπόφευκτα εἶχε καθυστέρηση. Ἦταν καί τά ἀπρόσμενα ἐμπόδια. Βρήκαμε τόν ἐπαρχιακό δρόμο κοντά στό χωριό κλειστό· εἶχε ξεχειλίσει τό ποτάμι. Ἀναγκαστήκαμε νά κάνουμε ἕναν μεγάλο κύκλο. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Μέ ἀγωνία σκεφτόμασταν τί θά γινόταν μέσα στίς τάξεις μας: τά παιδιά ἀνήσυχα θά ἔτρεχαν γύρω-γύρω ἀπό τά θρανία καί θά χαλοῦσαν τόν κόσμο μέ τίς φωνές τους.
  Ὅταν -ἐπιτέλους- φτάσαμε στήν πόρτα τοῦ σχολείου, ἔνιωθα ἐξαντλημένη ἀπ᾿ τήν ὁδήγηση καί τήν ἀγωνία. Ἀνέβηκα τρέχοντας τά σκαλιά γιά τόν πρῶτο ὄροφο. Καθώς πλησίαζα στήν ἄκρη τοῦ διαδρόμου, ὅπου βρισκόταν ἡ Γ΄τάξη, εἶδα τήν πόρτα κλειστή. Πῆρα μιά ἀνάσα καί προετοιμάστηκα ψυχολογικά γιά τό τί θά ἀντίκρυζα μέσα. Μέ ἔκπληξη ὅμως ἄκουσα τά παιδιά νά τραγουδοῦν... «Κάποιος θά ᾿ναι μαζί τους», σκέφτηκα. Ποιός ὅμως; Ὁ διευθυντής ἦταν κάτω στό γραφεῖο ἀπασχολημένος· οἱ ἄλλοι συνάδελφοι βρίσκονταν ἀπό ὥρα στίς τάξεις τους. Ἔστησα γιά λίγο αὐτί...
  - Παιδιά, ἄκουσα τή φωνή ἑνός ἀπό τούς μαθητές μου, νά ποῦμε ξανά τόν ὕμνο.
  Τό τραγούδι τό διαδέχτηκε ἡ ...ψαλμωδία. Ἔψαλλαν ὅλα μαζί σάν χορωδία τό ἀπολυτίκιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Στάθηκα καί ἄκουγα τά παιδιά. Ἡ ψυχή μου εἰρήνευσε. Μόνο ὅταν τελείωσε ἡ ψαλμωδία τους, ἄνοιξα τήν πόρτα. Δέν ἤθελα νά τά διακόψω. Τά βρῆκα καθισμένα στά θρανία τους μέ τό φυλλάδιο τῶν τραγουδιῶν στό χέρι.
 - Κυρία! φώναξαν μ᾿ ἕνα στόμα, μόλις μέ εἶδαν.
 - Καλημέρα, παιδιά! Τί κάνετε τόση ὥρα μόνοι σας;
 - Κυρία, μοῦ ἀπάντησε ἡ Ἑλένη, ἐμεῖς, ὅση ὥρα σᾶς περιμέναμε, βγάλαμε τά φυλλάδια καί τραγουδούσαμε τά τραγούδια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
 - Ναί, κυρία, συνέχισε ὁ Βασίλης. Βλέπαμε τόν ἄσχημο καιρό καί ἀνησυχούσαμε γιά σᾶς. Κι επαμε νά τραγουδήσουμε καί νά ψάλουμε, γιά νά σᾶς προστατεύει ὁ Θεός καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες.
 - Εὐχαριστῶ, παιδιά, εἶπα συγκινημένη. Πράγματι, ἦταν πολύ ἐπικίνδυνος ὁ δρόμος σήμερα. Εἶχα ἀγωνία καί γιά σᾶς. Μά τώρα πού σᾶς βρίσκω ἥσυχους νά τραγουδᾶτε ὄμορφα, νιώθω πολύ χαρούμενη. Μέ ξεκουράσατε μέ τόν καλύτερο τρόπο. Εὔχομαι πάντα ν᾿ ἀγαπᾶτε τούς τρεῖς ἁγίους πού εἶναι οἱ προστάτες μας.
 Τά μάτια τῶν παιδιῶν ἔλαμψαν ἀπό χαρά καί ἱκανοποίηση.
 - Κυρία, πετάχτηκε ἡ Φωτεινή. Νά τά ξαναποῦμε καί μαζί σας τά τραγούδια;
  Δέν μποροῦσα νά μή συμφωνήσω... Εἴπαμε ὅλα τά τραγούδια μέ τή σειρά! Τά παιδιά δέν ἤθελαν νά παραλείψουμε τίποτε ἀπό τό φυλλάδιο. Πρίν λίγες μέρες, παραμονή τῆς γιορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἴχαμε παρουσιάσει μέ τήν Γ΄ τάξη σ᾿ ὅλο τό σχολεῖο μιά σχετική γιορτή. Δέν φανταζόμουν ποτέ, ὅταν μάθαινα στά παιδιά τό ἀπολυτίκιο καί τά ἀνάλογα τραγούδια, ὅτι θά γίνονταν τά πιό ἀγαπημένα τους ὅλη τή χρονιά.
  Κάθε φορά ἀπό τότε, σάν πηγαίναμε ἐκδρομή στίς ὄμορφες πλαγιές τοῦ χωριοῦ, τό πρῶτο «τραγούδι», πού μοῦ ζητοῦσαν νά ποῦμε στή διαδρομή, ἦταν τό ἀπολυτίκιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τό ἔψελναν δυνατά σάν νά ἦταν ὁ θούριός τους. Κι ὅταν τό ἄκουγα ἀπό τά παιδικά τους χείλη, ἔνιωθα τούς τρεῖς ἁγίους νά σκύβουν ἐπάνω μας, νά μᾶς εὐλογοῦν καί νά μᾶς προστατεύουν.
  Κάθε χρόνο σάν πλησιάζει ἡ γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν -ἰδιαίτερα τότε- μέ συγκίνηση θυμᾶμαι τά παιδιά ἐκείνης τῆς Γ΄τάξης. Καί εὔχομαι πάντοτε νά τά προστατεύει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοί του!

Ἐκπαιδευτικός

Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 17-18

 Ἦταν με­­γάλη πό­­λη, τά Πον­τικά Κό­­μανα, συνηθισμένος σταθμός τῶν ταξι­διω­­τῶν, ὅπου ἔβρισκαν κάθε ε­ἴδους προ­­μήθειες καί ἀνά­παυση. Ἀλ­λά ὁ ἄ­σπλαχνος ἀξιωματικός ἔδωσε σῆμα νά προχωρήσουν πα­ραπέρα καί διέσχισαν τήν πόλη ὅπως περνᾶ κα­νείς μιά γέφυρα.
 Σέ ἀπόσταση δέκα ἤ ἕντεκα χιλιομέτρων ἀπό κεῖ βρισκόταν μικρός ἔ­­ρημος ναός, ὅπου οἱ ἀξιωματικοί διέταξαν νά σταθμεύσει ἡ φρουρά. Ὁ Χρυ­­σό­στομος ἐξαντλημένος τοποθετήθηκε σ᾿ ἕνα ἀπό τά παραρτήματα τοῦ ναϋδρίου. Τό ἐξωκκλήσι αὐτό ἦ­ταν ἀ­φιερωμένο στόν ἅγιο μάρ­τυρα Βα­­­σι­λί­σκο. Ἐκεῖ μέσα βρισκόταν κι ὁ τά­φος του. Ὁ Βασιλίσκος ἦταν ἐπίσκοπος Κο­­μά­νων τόν 3ο αἰ­ώνα. Διώχθηκε γιά τήν πίστη στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό κατά τό διωγμό τοῦ Μαξι­μί­νου Δάια. Κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Χρυ­σό­στο­μος εἶδε ἕνα ὅ­ραμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Βα­σι­λί­σκος στε­κόταν ὄρ­θιος μπροστά του καί τοῦ ἀπηύθυνε τά ἑξῆς λόγια: «Ἔχε θάρρος, Ἰω­άν­νη, ἀδελφέ μου· αὔ­­­ριο θά εμαστε μα­ζί». Τήν ἴδια νύ­χτα ἤ τήν προηγούμενη ὁ ἱερέας, ὁ κα­θ­ο­ρι­σμέ­νος γιά τή συντήρηση τοῦ να­οῦ καί τή φύλαξη τοῦ τάφου, εἶδε πα­ρόμοιο ὅρα­μα. Ὁ μάρτυρας τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἑτοίμασε θέ­ση γιά τόν ἀ­δελφό μας Ἰωάννη. Πρόκειται νά ἔλθει». Αὐτός ὁ ἱερέας βε­βαί­ωσε ἀρ­γό­­τερα τήν ἀλή­θεια τοῦ ὁ­ρά­ματος. Ὁ Χρυσόστομος, μέ τή σι­γου­ριά ὅτι πῆρε ἐν­τολή ἀπό τόν Θεό, προσπάθησε τήν ἑπομένη τό πρωί νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή τους. «Μείνετε, σᾶς ἱκετεύω», παρακα­λοῦ­­σε τούς ἀξι­ωματικούς, «μείνετε του­­­λά­χι­στον ὥς τήν πέμπτη ὥρα». Ἀ­ναμ­φί­βο­λα πίστευε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ὑπο­δεί­χθηκε μέ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἀλ­­­­λά οἱ πραιτωριανοί, ἀντί νά ὑπο­χωρή­σουν, ἐ­πιτάχυναν τήν ἀναχώρηση.
 Εἶχαν βαδίσει περίπου πέντε χι­λιό­­μετρα, ὅταν ὁ ἐξόριστος κυ­ριεύ­θηκε ἀπό ἕνα παραλήρημα πυρετοῦ, πού ἔ­θεσε σέ κίνδυνο τή ζωή του. Τρο­­μαγμένοι μήπως τόν δοῦν νά πε­θαίνει στά χέρια τους, πάνω στό δρό­μο, οἱ στρατιῶτες γύρισαν πίσω καί ξα­ναμπῆκαν στό ἐξω­κκλή­σι, πού εἶ­χαν ἀ­φήσει λίγες ὧρες πρίν. Ὁ Χρυ­σό­­­στο­μος, δίχως νά μπορεῖ πιά νά στηριχθεῖ, ὁδηγήθηκε κον­τά στήν ἁγία τρά­πε­ζα. Ἀπό τόν φύ­­λακα ἱε­ρέα τοῦ ναοῦ ζήτησε νά φο­ρέσει ὁ­λό­λευ­κα ἄμ­φια. Ἔ­νιωθε ὅτι πλη­σιάζει τό τέ­λος του. Ὁ ἱε­ρέ­ας τοῦ τά ἔφερε κα­τά τήν ἐπιθυμία του. Κι ὁ Χρυσόστομος ντύθηκε, ἀ­φοῦ πρῶτα μοί­­ρασε ὅλα ὅ­σα εἶχε, ἀκόμη καί τά παπούτσια του, στούς παρ­ευ­ρι­σκο­­μέ­νους. Στή συνέχεια, θέλησε νά κοι­νωνή­σει τά ἄ­χραν­­τα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα. Μετά τή θεία Κοινωνία προσ­ευχήθηκε μέ θέρμη. Ἀποτέλειωσε τήν τε­λευ­ταία του προσευχή μ᾿ ἐ­κεί­νη τή φρά­ση πού συχνά ἀνέβαινε στά χεί­λη του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν!». Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ κι ἔγειρε πάνω στό πλακό­στρω­το, γιά νά μήν ξανα­ση­κω­θεῖ πιά.
 «Ἡ ψυχή του», λέει ὁ ἱστορικός Παλ­­­­λάδιος γιά τή συγκινητι­κή αὐτή σκη­νή, «τί­ναξε τή σκόνη ἀπ᾿ αὐτή τή θνη­τή ζω­ή. Ἑνώθηκε μέ τούς πατέρες του». Κον­τά στό ναό κατά τύχη πρόσφατα εἶχε ἀνοιχθεῖ ἕνας τάφος. Τόν μετέφε­ραν ἐκεῖ. Κι ὁ δεύτερος αὐτός μάρτυρας τάφηκε δίπλα στόν πρῶτο. Αὐτό συνέβη στίς 18 τῶν καλενδῶν τοῦ Ὀ­κτωβρίου, κα­τά τήν ἕβδομη ὑπατεία τοῦ Ὁνωρίου καί τή δεύτερη τοῦ νέου Θεοδοσίου. Συμ­πίπτει μέ τίς 14 Σε­πτεμ­βρίου τοῦ 407 μ.Χ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔ­ζη­σε ἑξήντα χρόνια. Διετέ­λεσε ἐπί­σκο­­πος ἐν­νιά χρόνια κι ἑπτά μῆνες πε­ρί­που. Ἀπό τό διάστημα αὐτό τρία χρό­νια καί τρεῖς μῆνες ἦταν ἐξόριστος.

Amedee Thierry
   

 Κατά κοινή ὁμολογία ἀρχαίων καί νεοτέρων ἑρ­μη­νευτῶν τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἅγιος Ἰω­άννης ὁ Χρυ­σόστομος ὑπῆρ­ξε ὁ κράτιστος ἑρ­μηνευτής τῶν ἱερῶν κει­μέ­νων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν ἦ­­­ταν ἑρμηνευτής τοῦ σπουδα­στη­ρίου οὔ­­τε καθηγητής τῆς ἕ­δρας. Ἦ­ταν κυ­­ρί­­ως κα­θηγητής ψυ­χῶν, ποι­μένας καί δι­δάσκαλος τῆς Ἐκ­κλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀ­­γω­νία τοῦ ποιμένα γιά τήν πο­­δη­­γέ­τη­ση τοῦ ποιμνίου του τόν ἔ­­κα­νε νά σκύψει μέ πολ­λή προσ­ο­χή καί προσευχή πάνω στά ἱ­ερά κεί­μενα καί νά ἐπιδοθεῖ στήν ἑρ­μη­νεία τους μέ εὔ­λογη ἐ­πιτυχία, ὥσ­τε νά τοῦ ἀποδίδον­ται παγ­κο­σμί­­ως τά ἀ­ριστεῖα τῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἀπ᾿ ὅ­λους πα­ραδεκτό ὅ­τι εἰδικά τά ἑρμηνευτικά ὑ­πο­μνή­­μα­τα τοῦ ἁγίου πατέρα στήν Και­­νή Δι­α­θή­κη, πού καλύπτουν σχε­­δόν ὅλα τά βι­βλία της, εἶ­ναι ἀ­­πό ἑρ­μη­νευ­τι­κή καί λογοτεχνική ἄ­πο­ψη τά κα­­λύ­τερα καί πιό χρήσιμα πού μᾶς ἔ­χει δώσει ἡ ἑλληνική πατερική ἐποχή.
  Ἡ ὑπεροχή τοῦ ἁγίου διδα­σκά­λου ὡς ἑρ­μη­­νευτοῦ ἀπεικονίζεται χαρακτηριστικά καί πο­­­λύ παραστατικά σέ μία μινιατούρα χειρογράφου τοῦ 11ου αἰ. Ἡ εἰκόνα δείχνει τόν μικρόσωμο στήν πραγματικότητα Χρυσόστομο νά κά­θεται ἐπιβλητικός πάνω σέ ψηλό θρό­νο, ἐνῶ δίπλα του, ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, σέ δύο μικρούς θρόνους, κοντά στό ὑπο­πό­διό του, κάθον­ται σάν μικροί μαθητές κον­τά στόν δά­σκαλο δύο ἄνδρες, μικρόσωμοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν ἀκοῦν καί σημειώνουν· ὁ ἕνας τόν κοιτᾶ μέ τά μάτια, ὁ ἄλλος μέ τή σκέψη του. Ὁ πρῶτος εἶ­ναι ὁ Θεο­δώρητος καί ὁ δεύτερος ὁ Οἰκουμένιος.
 Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δέν ἔ­γραφε, ἀλλά ἐκφω­νοῦσε τίς ἑρμη­νεῖ­ες του ὡς προφορικά κη­ρύ­γματα ἀπό τόν ἄμ­βω­να, μπροστά στό ἐκ­κλησίασμα καί χω­ρίς χειρόγραφο κείμενο. Στε­­­νογράφοι, οἱ λεγόμενοι «σημειογράφοι», κα­τέ­γραφαν τίς ὁμιλίες, τίς ὁ­ποῖες ἐκ τῶν ὑστέ­ρων διόρθωνε τίς περισσότερες φορές ὁ διος. Τά θέ­ματά του ἦταν πάν­­­τοτε ἁγιογραφικά. Πίστευε καί δί­δασκε ὅτι ἡ μελέτη τῶν ἁ­γί­ων Γραφῶν ἀποτελεῖ ἀνάγκη καί καθῆκον τῶν πι­στῶν.
 Ἀλλά γνώση τῆς Γραφῆς, τονίζει ὁ ἅγιος διδάσκαλος, δέν σημαίνει τή δι­ανοητική προσέγγιση τοῦ περιεχομένου της οὔτε, πολύ περισσότερο, τήν ἁπλή κατοχή τῶν ἱερῶν βιβλίων της. Ση­μαίνει τήν οἰκείωση τῶν ἱερῶν νοημάτων, τή βίωση τοῦ πνεύματος τῆς ἁ­γίας Γραφῆς καί τή συμμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ μέ αὐτό. «Διά τοῦ­­το Γραφάς ἑρμηνεύομεν, οὐχ ἵνα Γρα­φάς μάθητε μό­νον, ἀλλ᾿ ἵνα καί τά ἤθη διορθώσητε», ἐξηγεῖ.
 Ἀκολουθώντας τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο ἑρμηνείας ἐπιδιώκει νά συλλάβει μέ ἀκρίβεια αὐτό πού σκέ­πτον­ται καί θέλουν νά ἐκφράσουν οἱ ἱ­εροί συγγραφεῖς, τόν «νοῦν τῆς Γρα­φῆς». Δέν διστάζει ὡστόσο, ὅπου αὐτό ἀπαιτεῖται, νά κάνει χρήση τῆς τυπολογικῆς ἤ τῆς ἀναγωγικῆς ἑρμηνείας. Πάν­τοτε ὅμως μέ ὁδηγό καί βά­ση τίς ἄμεσες ἤ ἔμμεσες μαρτυρίες τῆς Και­νῆς Διαθήκης.
 Ἰδεώδης εἶναι ὁ ἅγιος Χρυσόστο­μος στό νά ἀποσαφηνίζει τά δύσκολα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς παραλληλί­ζον­τας τά ἁγιογραφικά περιστατικά μέ τή σύγχρονή του πραγματικότητα. Μᾶς ἐκπλήσσει τό πόσο καλά γνωρίζει τίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Εἶ­ναι ὄχι μόνο ὁ ἅγιος χριστιανός καί ὁ πνευματικός ποιμένας τῆς Ἐκκλησί­ας, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀγροτικῆς καί τῆς ἀ­στι­κῆς καί τῆς ναυτικῆς. Δέν τοῦ διαφεύγει τίποτε.
 Πρωτότυπες καί πηγαῖες οἱ ἑρμη­νεῖες του ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ὀρ­θότητα καί ἀκρίβειά τους καί συγχρόνως συναρπάζουν μέ τήν ἰδιάζουσα ἀ­ριστοτεχνία, τή δύναμη καί τή γλαφυρότητα τῆς διατυπώσεως. Ἐπιπλέον, δέν περιορίζονται μόνο στή διασάφηση τῶν συγκεκριμένων χωρίων, ἀλλά παγιώνουν θεμελιώδεις ἑρμηνευτικές ἀρχές, οἱ ὁποῖες χειραγωγοῦν τούς ἑρ­­μηνευτές ἀνά τούς αἰῶ­νες, γιά νά προσ­εγγίζουν μέ ἀσφάλεια καί νά κα­τα­­νοοῦν ὀρθά κάθε κείμενο τῆς ἁγίας Γρα­φῆς.
 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔμεινε στήν ἱστορία μέ τό ἐπίθετο Χρυ­­σόστομος ὡς ἐν­δει­κτικό τῆς εὐ­φρά­δει­ας καί τῆς εὐ­γλωτ­­τίας του. Δέν εἶ­ναι ὅμως λάθος νά ἀποδώσουμε σ᾿ αὐ­­τό καί ἕναν ἄλλο ὑ­παινιγμό, πού δέν ἐ­πιση­μαί­νεται συνήθως, ἀσφαλῶς ὅ­μως ὑ­πάρ­χει: εἶναι ἡ ἀναφορά στήν ἑρ­μη­νευ­τική καί ἐξηγητική του δύναμη. Αὐ­τή καθιστοῦσε ὄν­τως χρυσό τό στόμα του. Εὔφραινε τούς ἀκροατές του, καθώς τούς παρουσίαζε σωστά καί προσιτά τά ἱερά νοήματα, τούς φανέ­ρωνε ἁπλές τίς θεολογικές ἀλή­θειες καί τούς βοη­θοῦ­σε νά καταλάβουν καί νά νιώσουν ἀληθινά τή χαρά τῆς σω­τηρίας. Χρυσόστομος, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀξίζει νά μένει στή συν­είδησή μας, ὅπως μένει καί στή συν­είδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁ­ποία τόν ἐγκωμιάζει ὡς τό «ἐνδιαί­τημα Γρα­φῶν μυ­σταρχι­κῶν» καί τήν «σαφήνειαν τῶν Γραφῶν τῶν τοῦ Πνεύ­ματος». Εἶ­ναι ὁ χρυσός ρήτορας ἀλλά καί ὁ χρυ­σός ἑρμηνευτής τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐκ­κλησίας τοῦ Χρι­στοῦ.

Στέργιος Ν. Σάκκος
    
     

Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Ἄξιος μιμητής τοῦ Χριστοῦ

 ῞Ηλιος ἄδυτος καί φῶς ἀνέσπερο ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός, καθιστᾶ καί ὅλους τούς δικούς του «φῶς τοῦ κόσμου», φωστῆρες καί ἥλιους μικρούς, πού μεταλαμπαδεύουν τό δικό του ζωηφόρο φῶς. Τό εἶχε ἐπισημάνει ἤδη στούς δώδεκα· «῾Υμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,14). Κι ὁ λόγος του ἔγινε καί ξανάγινε πράξη στό διάβα τῆς ἱστορίας μυριάδες φορές, ὅσες ἦταν οἱ ἁγνές καί μεγάλες ψυχές πού παραδόθηκαν στόν Χριστό εἰλικρινά καί ὁλοκληρωτικά. Μιμήθηκαν τόν θεάνθρωπο Κύριο μέ ἀποτέλεσμα νά μετέχουν στήν αἰώνια δόξα του καί νά καταστοῦν πρότυπα ζωῆς γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές. ῞Οπως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός παραμένει «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (῾Εβ 13,8), ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του ζοῦν καί συγκινοῦν τούς πιστούς αἰώνια, καθώς ἡ ἴδια ἡ ἁγία Γραφή τό καθιερώνει παραγγέλλοντας· «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (῾Εβ 13,7).

Μιά φωτεινή, χριστομίμητη ὕπαρξη ἦταν ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού ἔλαμψε καί λάμπει, φώτισε καί φωτίζει τόν κόσμο ὡς γνήσιος μαθητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄξιος μιμητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν ὁποῖο ἄμετρα θαύμαζε καί ἀπεριόριστα ἀγαποῦσε.  Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του στίς 13  Νοεμβρίου μᾶς παρακινεῖ νά μελετήσουμε «τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς», νά σημειώσουμε ἐλάχιστα ἀπό τά πολλά καί λαμπρά στοιχεῖα τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου διδασκάλου, πού τόν ἀναδεικνύουν ἥλιο ἀπαστράπτοντα μές στά πνευματικά σκοτάδια τοῦ κόσμου· τόν καθιερώνουν στήν ἱστορία ὡς ἀληθινό χριστιανό, γνήσιο μιμητή τοῦ Χριστοῦ, ἕναν ἄλλο μικρό Χριστό.

* Πυρπολούμενος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἔνιωθε «καί πατέρα καί νυμφίο καί τροφέα καί φίλο καί ἀδελφό καί τά πάντα», ἄφηνε νά ξεχύνεται αὐτή ἡ ἀγάπη στήν ποιμαντική του διακονία. Συγκλονίζει ἡ στοργή καί ἡ τρυφερότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλει τά πνευματικά του παιδιά. «Τίποτε δέν μοῦ εἶναι πιό ποθητό ἀπό σᾶς, οὔτε τοῦτο τό φῶς!», ἐξομολογεῖται. «Μύριες φορές θά εὐχόμουν ὁ ἴδιος νά τυφλωθῶ, ἄν μποροῦσα μέ αὐτό νά σώσω τίς ψυχές σας. Ναί! ῎Ετσι, εἰλικρινά, ἀπό τό ἴδιο τό φῶς πιό γλυκειά μοῦ εἶναι ἡ σωτηρία σας!»

* Σάν τόν Κύριο, πού «πλούσιος ὤν ἐπτώχευσε» γιά νά πλουτίσει ἐμᾶς μέ τά δικά του πλούτη, ὁ ἅγιος «ἐσκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησι, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Ψα 111,9). Μετά τό θάνατο τῆς ἁγίας μητέρας του μοίρασε στούς φτωχούς τήν ὄχι εὐκαταφρόνητη πατρική περιουσία του καί ἀσκήτεψε· ἔζησε ὡς ἀκτήμων καί ἀσκητής στήν ἔρημο γιά ἕξι χρόνια, καί ὅπου βρέθηκε στή συνέχεια μέχρι τή θανή του. ῾Η ἄσκηση καί ἡ ἔγνοια γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἀναγκεμένων δέν τόν ἐγκατέλειψαν οὔτε στήν ᾿Αντιόχεια οὔτε στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε καί στήν τραχειά καί στερημένη περίοδο τῆς ἐξορίας, ἡ ὁποία σφράγισε τή βιοτή του.

* Μιμητής τοῦ Κυρίου, πού ὡς θεῖος σποριάς «ἐξῆλθε τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ», ὁ ἅγιος σάν τούς πρώτους ἀποστόλους ἔχει τήν ἁγία Γραφή βάση καί περιεχόμενο, πηγή ἐμπνεύσεως καί ὁδηγό τῆς διδασκαλίας του. «Βάση τοῦ κηρύγματός μας δέν εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι συλλογισμοί. ῎Οχι! ῾Η προσπάθειά μας εἶναι νά πείσουμε μέ βάση τήν ἁγία Γραφή. Νά στηρίξουμε αὐτά πού κηρύττουμε στά θαύματα πού ἔγιναν τότε», ἀποκαλύπτει.

* Κατοχυρώνει τό κήρυγμα μέ τήν πράξη τῆς ζωῆς του, διότι πιστεύει ὅτι «ἡ καλύτερη διδασκαλία εἶναι νά διδάσκεις μέ τή ζωή σου. ῎Αν δέν τό μπορεῖς αὐτό, καλύτερα μή μιλᾶς!».

* Μέ πρότυπο τόν Κύριο συνδυάζει τήν ἐπιείκεια μέ τήν αὐστηρότητα. ῾Υπέροχα σκιαγραφεῖ τό πνευματικό πορτρέτο του ὁ Amédée Thierry ὡς ἑξῆς· «᾿Από τή μιά μεριά ἐπιβλητικός πάντα στό λόγο ἀλλά καί ἀρχηγός ἄκαμπτος, μέ ζῆλο ἀπτόητο γιά τούς ἀγῶνες ἔλειωνε μέσα στή μάχη. ᾿Από τήν ἄλλη γλυκύς καί φιλόστοργος, μέ ἀπέραντη τρυφερότητα στούς φίλους του κι ἐπιείκεια στούς ἐχθρούς του, ἀκόμη κι ὅταν τούς ἔβλεπε σάν τό μαστίγιο, πού σήκωνε τό χέρι τοῦ Θεοῦ στήν ᾿Εκκλησία καί πάνω του». Καί ἡ ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ· «῾Η συγχώνευση αὐτῶν τῶν δύο προσωπικοτήτων ἀναδεικνύει ἀσφαλῶς τόν ἐξόριστο τῆς Κουκουσοῦ ὡς ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί ἁγιότερα πρόσωπα πού πέρασαν ἀπό τή σκηνή τοῦ κόσμου».

* ᾿Αναπάντητο ἔμεινε στήν ἱστορία τό προκλητικό ἐρώτημα «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (᾿Ιω 8,46), πού ἀπηύθυνε στούς συγχρόνους του ὁ Κύριος. ᾿Αντίστοιχα γιά τόν Χρυσόστομο ἡ ἁγνότητα καί ἡ ἠθική καθαρότητα ὑπῆρξαν τά διάσημα τοῦ βίου του. ῞Ηλιο καί φῶς Χριστοῦ τόν ἀναγνώριζε ὁ πιστός λαός. Γι᾿ αὐτό, ὅταν τόν εἶδαν νά σέρνεται στό δρόμο τῆς ἐξορίας, μέ πόνο ἔλεγαν· «Καλύτερα θά ἦταν νά μάζευε ὁ ἥλιος τίς ἀκτίνες του παρά νά σωπάσει τό στόμα τοῦ ᾿Ιωάννη». ᾿Ακόμη κι ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν τή δύναμη νά θαυμάσουν τό ἠθικό μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου διδασκάλου, δέν μπόρεσαν νά τό ἀμφισβητήσουν.

* Σέ νηνεμίες καί σέ μπόρες, κυρίως τότε, προχωρᾶ ἀπτόητος κι ἀσυμβίβαστος πρός τούς ἀντιτιθεμένους. ᾿Ατρόμητος! Μόνο ἕναν ἐχθρό ὑπολογίζει, τήν ἁμαρτία. «Οὔτε σταμάτησα οὔτε θά σταματήσω νά λέω ὅτι ἕνα   καί μοναδικό εἶναι τό λυπηρό, ἡ ἁμαρτία· ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός».

* Συκοφαντίες καί πλαστές κατηγορίες ἐπινόησαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνοι πού ἐνοχλοῦνταν ἀπό τήν παρουσία του. Μέ σκευωρίες καί πονηρές διαδικασίες πολέμησαν καί τόν Χρυσόστομο. ῞Ενας μαθητής πρόδωσε τόν Κύριο στούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τόν παρέδωσαν στόν ρωμαῖο ἄρχοντα. ῞Ομοια καί τόν Χρυσόστομο τόν συκοφάντησαν στό παλάτι ἀρχιερεῖς -ἀνάμεσά τους μαθητές του καί εὐεργετημένοι ἀπ᾿ αὐτόν-, τό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο, πού ἤξερε νά κολακεύει τήν αὐτοκράτειρα καί νά ἐκμεταλλεύεται γιά λογαριασμό του τά πάθη τῆς αὐλῆς. Φρίκη προξενεῖ μία φράση πού τοῦ ξεφεύγει σέ κάποια ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τήν ᾿Ολυμπιάδα· «Μή φοβᾶσαι τούς ᾿Ισαύρους, πού ὁ χειμώνας τούς κλείνει στά βουνά τους. ῞Οσο γιά μένα, τίποτε δέν φοβᾶμαι παρά μόνο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους».

* ῾Ο Κύριος διακρίνει τά πρόσωπα ἀπό τούς θεσμούς καί παραγγέλλει «πάντα οὖν ὅσα ἐάν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε» (Μθ 23,3). Καί ὁ ἅγιος διδάσκαλος διασφαλίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στήν ᾿Εκκλησία ἀποφαινόμενος ὅτι· «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐ πάντας χειροτονεῖ, ἀλλά διά πάντων ἐνεργεῖ».

* ῾Ο σταυρός καί ἡ ἀνάσταση ἐπισφραγίζουν τήν ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου καί σηματοδοτοῦν τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ μέλους της. Καί τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἡ ζωή, σημαδεμένη ἀπό τό σταυρό, ζυμώνεται μέ θλίψεις, κατατρεγμούς, ταλαιπωρίες, διωγμούς, μαρτύρια, ὥστε δίκαια νά χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς». ῞Ολα τά ὑπομένει ὄχι μόνο μέ καρτερία ἀλλά καί μέ χαρά ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως γράφει, «αὐτές εἶναι οἱ ἀφορμές τοῦ κέρδους μου, αὐτό ὁ πλοῦτος μου, αὐτή ἡ πληρωμή γιά τά ἁμαρτήματά μου, τό νά βαδίζω συνεχῶς μέσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί νά μοῦ ἔρχονται ἀπό ἐκεῖ πού οὔτε κἄν τούς περιμένω».

῎Ετσι ἀντιμετωπίζει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς ὁ γνήσιος μιμητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι χύνει γύρω του τό ἱλαρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐγγυημένη ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος διακυβερνᾶ τή ζωή μας καί -ἄς μήν τό ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς- κατευθύνει τά πάντα πρός τό συμφέρον μας. ῎Ετσι μπορεῖ σέ καθετί, εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, νά ἀναφωνεῖ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
 

Στέργιος Ν. Σάκκος     

Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

῾Ο ἀετός τῆς ᾿Αντιόχειας

 

Ποῦ δολιχοδρομεῖς, ἀετέ;

῾Η ᾿Αντιόχεια ποθεῖ στά ὕψη νά σέ βάλει.

Οἱ δάφνες της πολλές καί θαλερές.

Δικά σου τά στεφάνια πού ἑτοιμάζει,
ὦ ᾿Ιωάννη!

῾Ο λόγος σου ὀρθρινή βροχή

καί αὐγινό τραγούδι.
Σώπασε μπρός σου

τοῦ ᾿Απόλλωνα ἡ χρυσαφένια λύρα.
Κι ὁ πέτρινος ἀετός,

τῆς πόλης τῆς δαφνόσκεπης ὁ καλός ὁ οἰωνός,

σωριάστηκε σάν τρόχαλο στό μεσουράνημά σου,

στή γῆ τῶν ὀρχηστρίδων.


Μά ἐσύ τίς τόσες δάφνες περιφρόνησες

κι ἀγάπησες τοῦ Γολγοθᾶ τό ταπεινό τό ξύλο.

Κι ἀπ᾿ τήν ἀρχοντική περιβολή

προτίμησες τοῦ λέντιου τή δουλική στολή.


Ριγᾶ ἡ ῾Αγιά Σοφιά ἀπ᾿ τή φωνή σου.

῎Αλλοι γίνονται φίλοι κι ἄλλοι ἐχθροί σου,
ὦ χρυσορρόα!

Τέτοιον ἐζήταε ποταμό τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.


Στιλπνός, γοργός, ἐκύλαε ὁ λόγος τῆς Γραφῆς

σ᾿ ὅλα τά μονοπάτια

κι ἔφτανε ὥς τήν καλύβα τοῦ φτωχοῦ

κι ὥς τά λαμπρά παλάτια.


Χρυσόστομε! ῾Ο λόγος σου ἀθάνατος

στῆς Κυριακῆς τή θεία Λειτουργία!

᾿Αμάραντος σάν τό στεφάνι τῆς ζωῆς πού ἔδρεψες·

γιά νά στολίζεις τόν πολύφωτο οὐρανό

στήν ἅγια τοῦ Χριστοῦ μας ᾿Εκκλησία.
 
                        

Δέσποινα Δαμιανίδου

 

Πέμπτη, 09 Νοέμβριος 2023 02:00

Ἡ διαθήκη τοῦ πατριάρχη

AgiosIoannisEleimon04 «Πῶς νά παραδοθεῖ αὐτό στή σιωπή!», ἀναφωνεῖ ὁ ἱστορικός*. Μόλις ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἀρχιεροσύνη, ἔσπευσε νά καλέσει τούς οἰκονόμους ἐνώπιον τοῦ σεκρέτου (=γραμματέα), γιά νά τούς πεῖ: «Δέν εἶναι δίκαιο, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί μου, ν᾿ ἀσχοληθοῦμε μέ τίποτε ἄλλο, ἄν δέν φροντίσουμε πρῶτα γιά τόν ἴδιο τόν Χριστό. Λοιπόν, περπατῆστε, σᾶς παρακαλῶ, ὅλους τούς δρόμους τῆς πόλεως, γιά νά ἀπογράψετε ἕναν-ἕναν “τούς δεσπότες μου”». Μέ ἀπορία κοιτοῦν τόν πατριάρχη οἱ παρευρισκόμενοι. Ποιοί νά ᾿ναι οἱ δικοί του «δεσπότες»; «Αὐτούς πού ἐσεῖς συνηθίζετε νά ὀνομάζετε φτωχούς καί ἐπαῖτες, αὐτούς ἐγώ τούς ὀνομάζω δεσπότες καί βοηθούς μου. Διότι μόνον αὐτοί μποροῦν νά μέ βοηθήσουν νά μή χάσω τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
 Ἔκπληκτοι, μέ θαυμασμό καί συγκίνηση τόν ἀκοῦν ὅλοι. Εἶχαν μάθει, βέβαια, ὅτι ὁ Ἰωάννης στήν πατρίδα του, στό νησί τῆς Κύπρου, εἶχε γίνει ὁ μοχλός τῆς ἀγάπης. Μέ τή διανομή τῆς προσωπικῆς του περιουσίας καί μέ τίς συνεισφορές ὅσων ἐμπνέονταν ἀπό τό παράδειγμά του, πέτυχε ν᾿ ἀναβλύζουν ἀσταμάτητα οἱ κρουνοί τῆς ἐλεημοσύνης καί νά ἀρδεύουν ἀθόρυβα κι ἀποτελεσματικά ὅλο τό νησί. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὀρφάνεψε τό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας, οἱ πιστοί ζήτησαν ἀπό τόν αὐτοκράτορα γιά πατριάρχη τους τόν Ἰωάννη.
 Τώρα, λοιπόν, ἔβλεπαν τήν πόλη τους μέρα τή μέρα νά μεταμορφώνεται. Ἑπτά χιλιάδες ἄποροι σιτίζονταν καθημερινά μέ δαπάνες τῆς Ἐκκλησίας. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, λοχοτροφεῖα (=ἱδρύματα γιά τόν τοκετό)... ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη ἔβρισκαν καταφύγιο στήν πατρική του μέριμνα. Εἶχε δώσει ἐντολή νά μήν ἐμποδίσουν ποτέ κανέναν πτωχό ἤ ἀδικημένο νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ ἐκθέσει μόνος του τά προβλήματά του. Κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή καθόταν ὁ διος στά προπύλαια τοῦ ναοῦ, γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν συναντήσει.
 Κάποια μέρα ὅμως ἐπέστρεψε στενοχωρημένος. Ὅταν ρωτήθηκε ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς λύπης του, ἀπάντησε ταπεινά μέ τή γαλήνια φωνή του: «Σήμερα ὁ ταπεινός Ἰωάννης δέν ἔλαβε ἀπό κανέναν οὔτε τόν ἐλάχιστο μισθό. Δέν ἔχει τίποτε νά δείξει στόν Χριστό ὡς ἐξίλασμα γιά τά μεγάλα καί πολλά του σφάλματα. Σήμερα δέν εὐεργετήσαμε κανέναν». Εὐχαρίστησε ὅμως τόν Θεό στή συνέχεια, ὅταν συμπέρανε πώς στήν ποίμνη του πράγματι βασίλευε τόση δικαιοσύνη καί εἰρήνη, ὥστε ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν σημειώθηκε καμία διαμάχη μεταξύ τῶν Ἀλεξανδρινῶν.
  Ἡ ἁγιότητα καί ἡ αὐτοθυσία λάμπρυναν ὅλη τή ζωή αὐτοῦ τοῦ ποιμενάρχη. Ἡ διαθήκη πού ἄφησε, λίγο πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν αἰωνιότητα, φανερώνει πώς ἔμεινε ἀλώβητη μέχρι τό τέλος ἡ καρδιά του, ἡ παραδομένη στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀνθρώπων.
 «Ἰωάννης, εὐτελής δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ... Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε καί Θεέ μου, διότι μέ ἀξίωσες νά προσφέρω τά δικά σου σ᾿ Ἐσένα... Ὅταν μέ τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ χειροτονήθηκα ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρέων, βρῆκα στό ἐπισκοπεῖο μου 8.000 λίτρες χρυσοῦ. Μέ τίς συνεισφορές τῶν φιλόθεων ψυχῶν τά χρήματα μυριοπλασιάστηκαν. Αὐτά, λοιπόν, γνωρίζοντας ὅτι ἀνήκουν στόν Χριστό, φρόντισα νά τοῦ τά παραδώσω, ὅπως ἀκριβῶς τώρα τοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου».
 Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε, σέ παρακαλοῦμε, νά χαρίζει πάντοτε ὁ Κύριος στήν Ἐκκλησία του ποιμένες σάν κι ἐσένα, ἀχθοφόρους τῆς ἀγάπης του!
 

Β. Ἀντωνίου

* Βλ. Συμεών Λογοθέτου τοῦ καί Μεταφραστοῦ, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος, ΡG 114,896Α-965Α.

agios Nektarios2 Ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή ὁρισμένοι ἄνθρωποι, πού θαρρεῖς κι ἔχουν ἐπάνω τους τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Πιάνουν τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί τολμοῦν γι’ αὐτόν καί τήν ὑπόθεσή του ἅλματα στό ἄπειρο. Δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό μιά ἥσυχη ζωή, ἀλλά τρέχουν καί κοπιάζουν γιά νά ὁδηγήσουν ψυχές στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
  Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου.
 Δέν πρόφθασε νά πληροφορήσει τή διακονία του στό ποίμνιο τῆς Πενταπόλεως, πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε, γιατί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε στήν Ἀθήνα πικραμένος καί τόσο φτωχός, ὥστε ἔγινε παροιμιώδης ἡ ἔκφραση «Πενταπόλεως καί χρήματα, δέν συμβιβάζονται». Μά δέν ἀπελπίσθηκε οὔτε ἀπογοητεύθηκε ἀπό τίς θλίψεις. Ζήτησε τή θέση τοῦ ἱεροκήρυκα στίς Μητροπόλεις Φθιώτιδος, Φωκίδος καί Εὐβοίας.
 Σέ μία ἀπό τίς περιοδεῖες του ἀναφέρεται τό ἑξῆς περιστατικό.
 Ἔφθασε σ’ ἕνα χωριό μέ σκοπό νά κηρύξει. Ἀμέσως κατευθύνθηκε στό σπίτι τοῦ ἱερέα. Ἐκείνη ὅμως τή στιγμή ὁ ἱερέας ἔλειπε καί στό σπίτι βρισκόταν ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά της. Ἦταν κουρασμένη καί ἀγανακτισμένη ἀπό τίς δουλειές τῆς ἡμέρας: ἔπρεπε νά ἀνάψει τό φοῦρνο, γιά νά ψήσει τό ψωμί πού εἶχε παραγίνει, ἀλλά συγχρόνως νά καθησυχάσει καί τό μικρό παιδί της, πού ἄρρωστο ἔκλαιγε στήν κούνια του. Μόλις, λοιπόν, βλέπει τόν γέροντα ρασοφόρο στήν πόρτα της, χωρίς νά ξέρει ποιός εἶναι, ξεσπᾶ πάνω του ὅλη τήν κούραση καί τό θυμό της, γκρινιάζοντας ὅτι δέν εἶχε καιρό γιά φιλοξενία.
 Ὁ ἅγιος δίχως νά φανερώσει τήν ταυτότητά του, δέχεται πρόθυμα νά τήν βοηθήσει στίς δουλειές. Ἔτσι, ἄρχισε νά κόβει ξύλα γιά τό φοῦρνο, ἐνῶ πότε-πότε κουνοῦσε τήν κούνια τοῦ μικροῦ. Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή θέση τόν βρῆκε ὁ ἱερέας, ὅταν ἐπέστρεψε στό σπίτι του γιά νά προειδοποιήσει τή σύζυγό του ὅτι θά ἔρθει ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ ἱερέας τρόμαξε.
  Ἀμέσως δόθηκαν οἱ ἐξηγήσεις καί ἡ πρεσβυτέρα μετανιωμένη ζήτησε γονατιστή συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Νεκτάριο.
  Ἡ βαθιά του ταπείνωση καί ἡ καλωσύνη του τή συγκλόνισαν καί τήν ὁδήγησαν στή μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς.
 Τέτοια περιστατικά ἀπό τή ζωή ἁγίων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας δηλώνουν τήν ἁγιότητά τους καί τήν ταπεινοφροσύνη. Πέρα ἀπό κάθε θαῦμα, αὐτό πού προκαλεῖ πραγματικό θαυμασμό καί σεβασμό στόν κάθε πιστό εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀρετή καί κυρίως τήν ταπεινοφροσύνη. Εἶναι αὐτή πού σέ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή θεία δόξα. Ὁ ταπεινός φέρει τά γνήσια χαρακτηριστικά τοῦ Κυρίου, γιατί παιδαγωγός, καί μέ λόγους ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή ζωή του, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πάνω στή γῆ. Δύσκολος ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης· μεγάλη ὅμως ἡ δόξα καί βεβαία ἡ σωτηρία πού ἐξασφαλίζεις μ’ αὐτήν. Ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ταπεινοφροσύνη ἑλκύει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι τούς προσφέρει εὐκαιρίες γιά νά γνωρίσουν τόν Θεό.
 «Καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν (Μρκ 10,45).
 

Δ.Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 154

Δευτέρα, 31 Δεκέμβριος 2018 02:00

Μ. Βασίλειος καί Ἰουλιανός

megas vasilios Στήν ἱστορία πολλές φορές ἐξετάζονται παραλλήλως οἱ βίοι διασήμων ἀνδρῶν, ὥστε νά συναχθοῦν ἐπωφελῆ συμπεράσματα ἀπό τή σύγκριση τῶν χαρακτήρων καί τῶν ἐνεργειῶν τους. Μία τέτοια σύγκριση θά ἐπιχειρήσουμε μεταξύ ἑνός ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποκλήθηκε μέγας, καί ἑνός ἄτυχου μεταρρυθμιστοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἔντονο ἐκδηλώνεται στίς ἡμέρες μας τό ἐνδιαφέρον.
 Ὁ Βασίλειος γεννήθηκε σέ περιβάλλον μέ θερμή τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀνατράφηκε μέ ἀγάπη καί αὐστηρότητα. Ὁ Ἰουλιανός βρέφος ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί σέ ἡλικία 6 ἐτῶν ὀρφάνεψε καί ἀπό πατέρα, πού ὑπῆρξε θύμα ἐκκαθαρίσεων στήν αὐτοκρατορική αὐλή μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ κηδεμόνες του φρόντισαν νά τοῦ προσφέρουν ἐθνική παιδεία ἀλλά καί τό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν.
  Ὁ Βασίλειος ἔκανε λαμπρές σπουδές στήν Καισάρεια, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα καί ἔγινε πανεπιστήμων γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἰουλιανός σπούδασε ἐπίσης στήν Καισάρεια ἀλλά καί στή Νικομήδεια καί στήν Ἀθήνα. Ἄν καί χριστιανός (ἀρειανός), ἔδειξε νωρίς τήν προτίμησή του πρός τήν εἰδωλολατρία καί μάλιστα πρός τή θεουργία, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ ἀποκρυφισμός στήν ἐποχή του.
 Ὁ Βασίλειος ἔλαβε νωρίς τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ἀποσύρθηκε στήν ἐρημία τοῦ Πόντου νά ἀσκητεύσει, ἀφοῦ μοίρασε τή σεβαστή περιουσία του. Ὁ Ἰουλιανός, ἐνῶ ζοῦσε μέ τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου, ξαφνικά βρέθηκε καίσαρας καί διοικητής τῆς Γαλατίας. Ὁ πρῶτος ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καί στήν ἄσκηση προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν καθαρισμό ψυχῆς καί σώματος. Ὁ δεύτερος ἐπιδόθηκε σέ θαυμαστή αὐτοπειθαρχία καί μελέτη τῶν κειμένων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἰδίως τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου.
 Ὁ Βασίλειος εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, γιά νά προσφέρει πνευματικά καί ὑλικά. Ὁ Ἰουλιανός καλλιεργοῦσε μέχρι ἐμμονῆς τήν ἰδέα τῆς ἐπανόδου στήν εἰδωλολατρία καί αὔξανε τή δίψα τῆς ἐκδίκησης πρός τούς δολοφόνους τῶν συγγενικῶν του προσώπων. Ἐκδήλωσε ἄμετρη τήν ἀπέχθεια πρός τή χριστιανική πίστη, συνδέοντάς την ἄρρηκτα μέ τούς φονεῖς τοῦ πατέρα του. Βυθίστηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή δαιμονική εἰδωλολατρία, μέ συνέπεια ἀρκετοί νά τόν χαρακτηρίσουν στά τελευταῖα τῆς ζωῆς του τρελό καί μανιακό. Δέν ἦταν ὅμως παρά δαιμονισμένος. Ἡ ἐνασχόλησή του μέ τόν ἀποκρυφισμό εἶχε παραμερίσει καθετί τό ἀξιόλογο τῆς θύραθεν παιδείας καί τόν ὁδήγησε τελικά στήν παράκρουση καί στό θάνατο.
 Δυό ἐπιστολές πού ἀντήλλαξαν τά ἱστορικά πρόσωπα στά ὁποῖα ἀναφερόμαστε ἀποδίδουν ἀρκετά τό χαρακτήρα ἑκάστου. Ἡ πρώτη εἶναι ἀπόσπασμα δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πληγωμένου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, καθώς σέ προηγούμενη ὁ Βασίλειος δέν εἶχε ἀπαντήσει ἤ εἶχε ἀπαντήσει κατά τρόπο πού θεώρησε ἐκεῖνος προσβλητικό.
 «Ἡ εἰρηνική καί φιλάνθρωπη διάθεση, πού μέσα μου νιώθω ἀπό παιδί ὥς σήμερα νά μέ κινεῖ, μοῦ ἀπέφερε ὡς ὑπηκόους ὅλους τους λαούς τῆς ὑφηλίου. Καί νά! κάθε ἔθνος βαρβαρικό ὥς τήν ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ ἔρχεται, καταθέτει τά δῶρα του καί δηλώνει ὑποταγή στήν ἐξουσία μου... Μόνο ἐσύ βρέθηκες νά φρονεῖς πώς εἶσαι πέρα ἀπό κάθε ἐξουσία, διότι ντύθηκες τήν ἱεροσύνη καί μπορεῖς νά διαδίδεις ἀναιδῶς παντοῦ ὅτι εἶμαι ἀνάξιος βασιλιάς τῶν Ρωμαίων; Ἀγνοεῖς ἀλήθεια πώς εἶμαι ἀπόγονος τοῦ κράτιστου Κώνστα; Ὡστόσο, παρ᾿ ὅτι τά ἔμαθα αὐτά, πρός τό παρόν σοῦ κάνω τή χάρη καί διατηρῶ τά αἰσθήματα πού εἶχα γιά σένα, τότε πού νέοι ἐγώ κι ἐσύ κάναμε τίς ἄριστες ἐκεῖνες ἀρχαιοελληνικές σπουδές στήν Ἀθήνα.
 Ἤρεμα λοιπόν, νηφάλια ἐντελῶς, σέ προστάζω νά μοῦ στείλεις χίλια λίτρα χρυσάφι... Μήπως, ἔστω καί ἀργά, σέ ἀντιμετωπίσω μέ νηφαλιότητα, μέ ἀγάπη. Ἤμουνα, βλέπεις, ἕτοιμος νά ξεθεμελιώσω τήν πόλη τῆς Καισάρειας, νά καταστρέψω τά πνευματικά της οἰκοδομήματα καί στή θέση τους νά ὑψώσω βωμούς εἰδωλολατρικούς, γιά νά καταλάβουν οἱ κάτοικοί της ὅτι ὀφείλουν νά ὑπακούουν στόν βασιλιά τῶν Ρωμαίων καί νά μή σηκώνουν κεφάλι.»
 Καί τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Βασιλείου: «Τιποτένια τά τωρινά σου κατορθώματα καί φαῦλες οἱ ἐπιδόσεις στίς ὁποῖες πρωτεύεις. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐμένα μέ πιάνει τρόμος, σάν φέρνω στό νοῦ ὅτι φόρεσες βασιλική πορφύρα καί κόσμησες μέ στέμμα τήν ἄτιμη κεφαλή σου (τέτοια εἶναι ὅποιου δέν σέβεται τόν Θεό καί κάνει ἄτιμη τή βασιλική ἐξουσία).
 Καθώς ἐπανῆλθες στό προσκήνιο, ἀπ’ ὅπου σέ ἀνέσυραν φαῦλοι δαίμονες καί μισόκαλοι, ἔγινες μεγάλος πολύ μόνο γιά τοῦτο: νά κομπάζεις πώς εἶσαι ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τόν διο, καί νά τολμᾶς νά προσβάλλεις τήν Ἐκκλησία, τή μητέρα καί τροφό ὅλων, παραγγέλλοντας σ᾿ ἐμένα τόν πάμφτωχο νά σοῦ στείλω δέκα ἑκατοντάδες λίτρα χρυσάφι. Καί δέν μοῦ θάμπωσε τό νοῦ ἡ ποσότητα τοῦ χρυσοῦ πού μοῦ ζητᾶς, ἄν καί εἶναι ὑπερβολικά μεγάλη, ἀλλά μέ ἔκανε νά κλάψω πικρά αὐτή ἡ ταχύτατη ἀπώλειά σου.
 Ἀσφαλῶς καί θυμοῦμαι τίς λαμπρές ἀρχαιοελληνικές σπουδές μας στήν Ἀθήνα. Θυμοῦμαι ὅμως καί ὅτι μαζί διαβάζαμε τίς θεόπνευστες Γραφές καί τίποτε δέν σοῦ ξέφευγε τότε. Τώρα ὅμως σέ βλέπω χωρίς στολισμό Θεοῦ, στρατευμένο σέ φρόνημα ἄλλο. Μέ ἤξερες ἀπό τότε καλά, ἤξερες πώς δέν παθαίνομαι νά κάνω χρήματα. Κι ἔρχεσαι τώρα καί ζητᾶς νά σοῦ στείλω χίλια λίτρα χρυσάφι. Κάνε τόν κόπο, Μεγαλειότατε, ἐρεύνησε καί θά μάθεις ὅτι ἔχω τόσα, ὅσα οὔτε γιά φαγητό δέν φτάνουν.»
 Ὁ Βασίλειος ἐπάξια κλήθηκε μέγας, διότι κατάφερε, μέ τήν ὀρθή ἄσκηση, νά ὑπερβεῖ τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ Ἰουλιανός ἀνακύκλωσε τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Τουλάχιστον ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπό συνέπεια. Ὅσοι τόν θυμήθηκαν καί προσβλέπουν σ᾿ αὐτόν στίς μέρες μας, τί τάχα νά ἐπιδιώκουν; Ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι ἱστορική, ἔχει καί σήμερα σημασία ἡ φράση πού τοῦ ἀποδίδεται: «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε».
 Εἴθε ὁ πανάγαθος Θεός, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά κρίνει μέ ἐπιείκεια τόν τραγικό ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας του.

Ἀπ. Παπαδημητρίου