Τήν ΣΤ´ Κυριακή τοῦ Ματθαίου διαβάζεται ἡ εὐαγγελική περικοπή, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ (Μθ 9,1-8). ῾Ο Χριστός θεράπευσε πολλούς παραλυτικούς, ὅπως ἀναφέρεται καί στά τέσσερα Εὐαγγέλια. ῾Η θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ τοποθετεῖται καί ἀπό τούς τρεῖς πρώτους εὐαγγελιστές (βλ. Μρ 2,3-12· Λκ 5,17-26) μετά ἀπό τήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν στή λίμνη τῆς Τιβεριάδος καί λίγο πρίν ἀπό τήν κλήση τοῦ Ματθαίου. ᾿Ιδιαίτερα στό κατά Ματθαῖον σημειώνεται μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια ὅ,τι συνέβη στήν Καπερναούμ μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. ῾Η διήγηση τοῦ Ματθαίου εἶναι πιό σύντομη καί λιτή ἀπό αὐτή τῶν ἄλλων εὐαγγελιστῶν.
9,1. Καί ἐμβάς εἰς πλοῖον διεπέρασε καί ἦλθεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν.
Τόν στίχο αὐτό τόν συναντοῦμε καί προηγουμένως, ὡς κατακλείδα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς πού διαβάζεται τήν Ε´ Κυριακή τοῦ Ματθαίου.
῾Ο Κύριος ὑπακούοντας στήν παράκληση τῶν Γεργεσηνῶν μπῆκε στό πλοῖο, διέπλευσε τή λίμνη καί ἦρθε εἰς τήν ἰδίαν πόλιν, τήν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦταν τό κέντρο καί τό ὁρμητήριο τῆς δράσεώς του στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας.
«Δική του πόλη ἐδῶ ὀνομάζει τήν Καπερναούμ, διότι στή Βηθλεέμ γεννήθηκε, στή Ναζαρέτ μεγάλωσε καί στήν Καπερναούμ διέμενε συνεχῶς», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
9,2. Καί ἰδού προσέφερον αὐτῷ παραλυτικόν ἐπί κλίνης βεβλημένον· καί ἰδών ὁ ᾿Ιησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἄλλοι δύο εὐαγγελιστές ὁ ᾿Ιησοῦς κήρυττε σ᾿ ἕνα σπίτι ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ τόσο μεγάλο πλῆθος κόσμου, ὥστε νά δημιουργηθεῖ ἀδιαχώρητο.
Καί ἰδού προσέφερον αὐτῷ παραλυτικόν: ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος συνηθίζει στό εὐαγγέλιό του νά εἰσάγει τά γεγονότα μέ τήν ἔκφραση καί ἰδού, μέ σκοπό νά διεγείρει τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν του γιά αὐτά πού πρόκειται νά ἐξιστορήσει.
Αὐτοί πού προσέφερον, ὁδήγησαν τόν παραλυτικόν μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ, εἶναι οἱ ἀναφερόμενοι ἀπό τούς ἄλλους εὐαγγελιστές τέσσερις συνοδοί πού σήκωσαν τόν παραλυτικόν, τόν μετέφεραν στή στέγη καί ἀπό ἐκεῖ τόν κατέβασαν μέσα στό σπίτι, στό σημεῖο πού στεκόταν ὁ ᾿Ιησοῦς. Εἶναι φανερό ὅτι μέ τήν ἐνέργειά τους αὐτή ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο νά τόν θεραπεύσει.
Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος χρησιμοποιοῦν πάντοτε τή λέξη παραλυτικός (βλ. Μθ 4,24· 8,6· Μρ 2,3. 4. 9), ἐνῶ ὁ Λουκᾶς ὡς γιατρός, καί στό Εὐαγγέλιο καί στίς Πράξεις, προτιμᾶ τή λέξη «παραλελυμένος» (5,18. 24· Πρξ 8,7· 9,33), διότι ἔτσι συναντᾶται στήν ἰατρική ὁρολογία τῆς ἐποχῆς. Τό ὅτι μεταφέρουν τόν ἀσθενῆ ἐπί κλίνης βεβλημένον, πάνω σέ κρεβάτι, εἶναι ἐνδεικτικό τῆς σοβαρῆς καί ἀθεράπευτης παράλυσής του.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἰδών, εἶδε εἴτε ὡς καρδιογνώστης εἴτε ἀπό τίς ἐνέργειες τίς ὁποῖες ἔκαναν οἱ συνοδοί γιά νά φθάσουν ὥς τόν διδάσκαλο, τήν πίστιν αὐτῶν καί τήν βραβεύει. Διακρίνει ὅμως καί τήν πίστη τοῦ ἴδιου τοῦ παραλυτικοῦ, τόν ὁποῖον ὀνομάζει τέκνον. «᾿Εάν ὁ παράλυτος δέν πίστευε, ὁ ᾿Ιησοῦς δέν θά τόν ὀνόμαζε τέκνον. ῾Η πίστη στόν Χριστό δίνει τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καί κάνει τόν ἄνθρωπο τέκνο τοῦ Θεοῦ (βλ.᾿Ιω 1,12)», ἐπισημαίνει ὁ Θεοτόκης.
῏Ηταν ἐξίσου τολμηρό καί γιά τούς συνοδούς νά ἐπιχειρήσουν ὅ,τι ἐπιχείρησαν, καί γιά τόν παραλυτικό νά ὑποστεῖ αὐτή τήν ταλαιπωρία. Σίγουρα ἡ ἀπόπειρα νά φτάσουν μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ, δέν ἦταν οὔτε ἄνετη οὔτε ἀνώδυνη οὔτε ἀκίνδυνη. ῾Η πίστη τους ὅμως τούς ἔσπρωξε νά πραγματοποιήσουν αὐτό πού σκέφτηκαν, παραμερίζοντας κάθε ἐμπόδιο πού ὀρθωνόταν μπροστά τους.
Θάρσει (πρβλ. Μθ 9,22· 14,27· Μρ 10,49· Πρξ 23,11): ῾Ο ᾿Ιησοῦς πού στέκει δίπλα του ὄχι μόνο τοῦ δίνει θάρρος καί δέν τόν ἀφήνει νά ἀπελπιστεῖ, ἀλλά τόν ἐλευθερώνει καί τόν λυτρώνει ἀπό ὅ,τι τόν βασανίζει καί τόν ταλαιπωρεῖ. Τό θάρσει πού ἀπευθύνει ὁ ᾿Ιησοῦς πρός τόν παράλυτο, ἀποτελεῖ ἕνα ἐνθαρρυντικό καί παρήγορο μήνυμα πρός τόν κάθε ἄνθρωπο πού δοκιμάζεται στή ζωή του ἀπό τά πολύπλευρα καί πολυποίκιλα κακά πού ὑπάρχουν μέσα στόν κόσμο. Κανείς ἐπίσης δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνεται ὅταν ἔχει δίπλα του ἀδελφούς πού πιστεύουν στόν Χριστό καί ἐκφράζουν τήν πίστη τους μέ ἔργα ἀγάπης καί θυσίας.
῾Ο ᾿Ιησοῦς μέ τή φράση ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου δέν καθορίζει τό αἴτιο τῆς ἀσθενείας οὔτε ἀναφέρεται στίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου ὡς αἰτία τῆς ἀσθενείας του. ῾Απλῶς συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες πού ἔχει ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος.
᾿Αποτελεῖ ἀναντίρρητη ἀλήθεια ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς ἀρρώστιας. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τόσο στήν περικοπή μας ὅσο καί ὅταν θεράπευσε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (᾿Ιω 5,14) συνέδεσε τήν ἀσθένεια μέ τήν ἁμαρτία. Τό φυσικό κακό εἶναι συνέπεια τοῦ πρώτου ἠθικοῦ κακοῦ στόν ἄνθρωπο, δηλαδή τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας (βλ. Γέ 3,17ἑ). Γιά τή διόρθωση καί τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός μεταχειρίζεται ὡς ὄργανο τῆς παιδαγωγικῆς του σοφίας τήν ἀσθένεια, σέ ὅποια περίπτωση τήν θεωρεῖ ἀναγκαία καί χρήσιμη. ῾Ωστόσο ὁ ᾿Ιησοῦς μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ἀρρώστια δέν προέρχεται πάντα ἀπό προσωπικές ἁμαρτίες, ὅπως ὑποστήριζαν πολλοί ραββίνοι. Γιά τόν ἐκ γενετῆς τυφλό ὁ Κύριος εἶπε· «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (᾿Ιω 9,3).
῾Ο πρῶτος ἄνθρωπος βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ ὑγιής καί τέλειος σωματικά. ᾿Αλλά ἀπό τότε πού καταπάτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁμαρτία τάραξε τήν ὕπαρξή του καί διαπότισε κάθε κύτταρο τοῦ σώματός του μέ τό μικρόβιο τῆς φθορᾶς. ῾Η ἁμαρτία, ἐνῶ ξεκινᾶ ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπηρεάζει καί τό σῶμα, διότι ὑπάρχει στενή σχέση καί ἀλληλεπίδραση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Αὐτό τό διαπιστώνουμε καί μόνοι μας στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ῾Ο θυμός, ἡ ὀργή, ὁ φθόνος εἶναι καθαρά πνευματικές ἁμαρτίες, ὅμως ἐπηρεάζουν πολύ καί τήν ὑλική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. ῎Αν σκεφθοῦμε καί τίς τόσες ἄλλες ἁμαρτίες πού φθείρουν ἄμεσα τό σῶμα, π.χ. τόν ἀλκοολισμό, τό κάπνισμα, τά παρά φύσιν πάθη, τά ναρκωτικά, θά καταλήξουμε στό συμπέρασμα στό ὁποῖο ἔφθασε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Τά πλείονα τῶν ἀρρωστημάτων ἐξ ἁμαρτημάτων εἰσί τῶν ἡμετέρων». Στόν μικρό καί στόν μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα πρός τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο ψάλλουμε· «᾿Από τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τό σῶμα, ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή...». Γι᾿ αὐτό ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς προειδοποιεῖ· «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23) καί «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ (τό σῶμά του) φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17).
῾Η ὑγεία μας εἶναι τό πολυτιμότερο ἐπίγειο ἀγαθό καί πρέπει νά φροντίζουμε ὥστε νά μήν τή φθείρουμε. ᾿Αλλά πάνω κι ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματός μας εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἡ θεραπεία της ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Αὐτή ἡ θεραπεία ἐπιτελεῖται μέ τήν καθημερινή μας μετάνοια καί τή χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Θεός, τόν ὁποῖο προσβάλλουμε καί πληγώνουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας, δέχεται νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς ξεπλύνει καί νά μᾶς θεραπεύσει ἀπό τή φοβερή ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας, ἄν ἐμεῖς μέ τή μετάνοια τοῦ τό ζητήσουμε.
῾Ο Χριστός ἐξαλείφει τίς ἁμαρτίες μας μέ τή δύναμη τῆς σταυρικῆς θυσίας του. ῞Οσους ἁμαρτωλούς συγχωροῦσε προτοῦ σταυρωθεῖ, ὅπως τόν παραλυτικό, τούς συγχωροῦσε προκαταβολικά, μέ τή δύναμη τῆς θυσίας του πού ἔγινε κατόπιν.
9,3. Καί ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ.
Καί ἰδού τινες τῶν γραμματέων: ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι κοντά στόν ᾿Ιησοῦ κάθονταν Φαρισαῖοι καί δάσκαλοι τοῦ νόμου· «Καί ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καί αὐτός ἦν διδάσκων, καί ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί ᾿Ιουδαίας καί ᾿Ιερουσαλήμ» (5,17). Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος δέν τό γράφουν αὐτό ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά στή συνέχεια κάνουν λόγο γιά τήν παρουσία τῶν γραμματέων.
Γραμματεῖς, νομικοί ἤ νομοδιδάσκαλοι στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ λέγονταν αὐτοί πού μελετοῦσαν καί ἑρμήνευαν τόν μωσαϊκό νόμο καί τόν δίδασκαν καί στούς ἄλλους, δηλαδή οἱ σημερινοί θεολόγοι. ῾Ο μωσαϊκός νόμος εἶχε θέση καί θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς νομοθεσίας, διότι ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶχε θεοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. ῎Ετσι ὁ νομικός ἦταν ἕνα εἶδος θεολόγου καί νομικοῦ συγχρόνως. Οἱ γραμματεῖς ἀνῆκαν κυρίως στήν τάξη τῶν φαρισαίων. Οἱ μορφωμένοι, δηλαδή, φαρισαῖοι ὀνομάζονταν νομικοί ἤ γραμματεῖς.
Μετά ἀπό τήν πρώτη δράση τοῦ ᾿Ιησοῦ στή Γαλιλαία, καθώς ἡ φήμη του ἐξαπλωνόταν συνεχῶς, ἀναστατώθηκαν οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι ὅλης τῆς περιοχῆς, καί, ὅπως συμπληρώνει ὁ Λουκᾶς, ἦρθε ἀκόμη καί ἀντιπροσωπεία ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα. Σκοπός τους ἦταν νά ἀκούσουν τί λέει αὐτός ὁ νέος διδάσκαλος, πού δέν πέρασε ἀπό τίς σχολές τους, γιά νά τόν παγιδεύσουν, νά χαλκεύσουν κατηγορίες εἰς βάρος του. ῏Ηρθαν νά κρίνουν, νά δοκιμάσουν τόν νέο ἱεροκήρυκα τῆς Γαλιλαίας
῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἐνῶ ξέρει ὅτι μέσα στά πλήθη πού τόν ἀγαποῦν εἶχαν στήσει τήν ἐνέδρα τους καί οἱ ἄνθρωποι πού τόν μισοῦν, ὅμως δέν ταράζεται ἀλλά τούς προκαλεῖ ἀκόμη περισσότερο μέ τό λόγο καί τά σημεῖα του. Συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ παραλύτου.
῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικά στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ὁ ἀρχιερέας δέν τολμοῦσε νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, γι᾿ αὐτό εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. Τό ρῆμα βλασφημῶ σημαίνει βλάπτω τή φήμη κάποιου, τόν λοιδορῶ, τόν ὑβρίζω. Οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι μένουν κατάπληκτοι καί ἀναρωτιοῦνται· Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βλάσφημος πού τολμάει νά συγχωρήσει ἁμαρτίες; Εἶχαν ἔλθει μέ σκοπό νά θηρεύσουν ἄστοχες ἐκφράσεις τοῦ νέου δασκάλου, γιά νά τόν ταπεινώσουν μπροστά στό πλῆθος τῶν ἀκροατῶν του, καί ξαφνικά ἀκοῦν μία φοβερή -κατά τή γνώμη τους- βλασφημία, πού τούς διευκολύνει στά μοχθηρά τους σχέδια. Δέν τολμοῦν ὡστόσο νά κάνουν παρατήρηση στόν ᾿Ιησοῦ ἤ νά τόν ἀναθεματίσουν, ἀλλά διαλογίζονται, κάνουν διάφορους λογισμούς ἐναντίον του. ᾿Εκλαμβάνουν τά λόγια τοῦ ᾿Ιησοῦ ὡς βλασφημία, διότι αὐτοί δέν δέχονται τή μεσσιανική ἰδιότητα καί ἐξουσία του καί νομίζουν ὅτι οἰκειοποιεῖται κατά βλάσφημο τρόπο ἰδιώματα καί ἐξουσίες τοῦ Θεοῦ.
Τό ὅτι μόνος ὁ Θεός ἔχει τήν ἐξουσία νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες εἶναι μιά ἀπό τίς βασικές διδασκαλίες τῆς ἁγίας Γραφῆς (βλ. ᾿Ησ 43,25 κ.ἀ.). Πρός ὁποιαδήποτε κατεύθυνση καί ἄν ἐκδηλώνεται ἡ ἀνθρώπινη κακία, προσβάλλει ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τόν Θεό. ῾Ο Δαβίδ π.χ. μετά τόν φόνο καί τή μοιχεία πού διέπραξε ὁμολογεῖ στήν ἐξομολόγησή του· «Σοί (τῷ Θεῷ) μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψα 50,6). Γι᾿ αὐτό, μόνο ὁ Θεός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Εάν ὁ Χριστός ἦταν μόνο ἄνθρωπος ἤ ἔστω κάποιος μεγάλος προφήτης, ὁ σφετερισμός αὐτοῦ τοῦ θείου δικαιώματος θά ἀποτελοῦσε πραγματικά μεγάλη βλασφημία.
Κάποιοι ἀπό τούς προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης ἔδωσαν συγχώρηση ἁμαρτιῶν, ὅπως ὁ Νάθαν στόν Δαυΐδ (βλ. Β´ Βα 12,13), τήν ἔδωσαν ὅμως ὄχι ἀπό μόνοι τους ἀλλά ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Δύο εἴδη ἁμαρτωλῶν παρουσιάζονται στήν περικοπή μας. ῾Ο παραλυτικός καί οἱ γραμματεῖς. ῾Ο δυστυχής, ὅπως φαίνεται, ἁμαρτωλός καί οἱ εὐσεβεῖς, ὅπως ἐπίσης παρουσιάζονται, γραμματεῖς. ῞Οποιος χωρίς νά τό θέλει εἶναι ἁμαρτωλός, πέφτοντας στήν ἁμαρτία ἀπό ἀδυναμία καί συναρπαγή, αὐτός πάσχει, θλίβεται, πονεῖ, βασανίζεται, μετανοεῖ καί προσφεύγει στόν Χριστό γιά νά σωθεῖ. ῾Υπάρχουν ὅμως καί οἱ ἁμαρτωλοί πού ἐπιμένουν στήν ἁμαρτία, παραμένοντας ἀμετανόητοι καί ἀσυγκίνητοι. ᾿Ενῶ εἶναι ἔνοχοι, παρουσιάζονται ὡς δίκαιοι. ᾿Αντί μάλιστα νά ντρέπονται, νά φοβοῦνται καί νά κρύβονται, εἶναι θρασεῖς καί ἀναίσθητοι· φθάνουν μάλιστα στό σημεῖο νά ἐλέγχουν τούς δικαίους, νά βρίζουν καί νά κατηγοροῦν ἀκόμη καί αὐτόν τόν Θεό. Τέτοιοι εἶναι οἱ γραμματεῖς πού λέγουν στόν ᾿Ιησοῦ ὅτι βλασφημεῖ.
9,4. Καί ἰδών ὁ ᾿Ιησοῦς τάς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
Τήν ἴδια στιγμή ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε στά βάθη τῶν καρδιῶν τους, τάς ἐνθυμήσεις αὐτῶν. ᾿Ενθύμησις εἶναι ὁ διαλογισμός· αὐτή τή λέξη χρησιμοποιεῖ ἄλλωστε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό παράλληλο χωρίο (βλ. 5,22). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός γνωρίζοντας τούς κακούς διαλογισμούς τῶν γραμματέων, τούς ξεσκεπάζει μέ τήν ἐπίπληξη ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Στή βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ καρδία εἶναι ἡ ἕδρα τῆς νόησης, τῆς σκέψης, ἀλλά συχνά δηλώνει καί ὅλο τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, τήν ἐσωτερική κίνησή του, τή διανοητική, τή συναισθηματική καί τή βουλητική δραστηριότητά του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς μέ τό ἐρώτημα ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἀποκαλύπτει τούς διαλογισμούς τῶν γραμματέων καί ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι καρδιογνώστης. ᾿Αφοῦ καρδιογνώστης εἶναι μόνο ὁ Θεός, οἱ γραμματεῖς ἔπρεπε νά καταλάβουν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Θεός.
Οἱ πονηροί λογισμοί γιά τούς ὁποίους ἐλέγχει ἐδῶ ὁ ᾿Ιησοῦς τούς γραμματεῖς δέν εἶναι φευγαλέες σκέψεις ἀμφιβολίας καί ἀπιστίας πού μπορεῖ νά ἐνοχλήσουν κάθε ἄνθρωπο. Οἱ γραμματεῖς ἀποδέχτηκαν αὐτές τίς σκέψεις, τίς ἔκαναν πεποίθησή τους καί βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τόν ᾿Ιησοῦ. Εἶναι γεγονός ὅτι πολύ δύσκολα μπορεῖ κανείς νά ἀποφύγει τούς κακούς καί πονηρούς λογισμούς, διότι εὔκολα προσβάλλουν τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν πατερική διδασκαλία ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στούς κακούς λογισμούς πού ἁπλῶς περνοῦν ἀπό τή σκέψη καί παραμένουν ἀνενέργητοι, καί στούς λογισμούς τούς ὁποίους ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος καί τούς θέτει σέ ἐνέργεια προσβάλλοντας ἔτσι τόν Θεό καί βλάπτοντας τούς συνανθρώπους του. Οἱ κακοί λογισμοί ἀποκρούονται μέ τή συνεχῆ ἐπαγρύπνηση, τόν ἐπίμονο καί σταθερό ἀγώνα τοῦ πιστοῦ καί μέ τήν ἀποφυγή τῶν ἀφορμῶν πού τούς προκαλοῦν.
9,5. Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειρε καί περιπάτει;
Τό ἐρώτημα αὐτό καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ πού ἀκολουθεῖ ἀποκαλύπτουν ἀκόμη καθαρώτερα τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Γιά τούς γραμματεῖς εἶναι πολύ εὔκολο νά πεῖ ἕνας· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, διότι ἡ ἄφεση εἶναι ἕνα γεγονός πού δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἐλέγξει καί νά τό διαπιστώσει. Δέν μπορεῖ ὅμως νά πεῖ ἔγειρε καί περιπάτει χωρίς νά φανεῖ τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐντολῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος τούς βάζει τό δίλημμα· Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειρε καί καί περιπάτει;
Τό νόημα εἶναι τό ἑξῆς· «᾿Εγώ, λέει ὁ ᾿Ιησοῦς, θεωρῶ ὅτι ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πρᾶγμα δυσκολώτερο ἀπό τή θεραπεία, διότι τό δεύτερο μπορεῖ νά τό κάνει κι ἕνας προφήτης μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Σεῖς, βέβαια, δέν πιστεύετε ὅτι ἔχω πράγματι τήν ἐξουσία νά συγχωρῶ, ἀλλά ὅτι βλασφημῶ καί σάν βλάσφημος δέν μπορῶ νά κάνω τή θεραπεία πού μοῦ ζητοῦν. Δεῖτε, λοιπόν, καί τή θεραπεία, γιά νά μήν ἔχετε καμιά δικαιολογία γιά τήν ἀπιστία σας».
Βέβαια στήν πραγματικότητα καί τά δύο αὐτά ἔργα εἶναι δύσκολα. Εἶναι σάν νά λέει ἕνας· Τί εἶναι εὐκολώτερο: νά κρατῶ τόν ῎Ολυμπο στό χέρι μου καί νά τόν παίζω σάν μπάλα ἤ νά κρατῶ τήν ὑδρόγειο σφαῖρα; Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο εἶναι ἀδύνατα καί ἔτσι δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀδυνάτων σύγκριση. «῏Ησαν δέ ἄμφω τά περί ὧν ἠρώτησε Θεῷ μέν δυνατά, ἀνθρώπῳ δέ ἀδύνατα», βεβαιώνει ὁ Ζιγαβηνός.
9,6-7. ῞Ινα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας -τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθείς ἆρόν σου τήν κλίνην καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου. Καί ἐγερθείς ἀπῆλθεν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ.
῾Ο υἱός τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό ἄρθρο, ἀποτελεῖ χριστολογικό τίτλο, δηλαδή ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομα αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καί μόνο αὐτός, τό χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἑαυτό του δεκάδες φορές, ὅπως βλέπουμε καί στά τέσσερα Εὐαγγέλια (Μθ 8,20· Μρ 8,38· Λκ 7,34 κ.ἀ.). Πρίν ἀπό τόν Χριστό ὁ προφήτης Δανιήλ (Δα 7,13) χρησιμοποιεῖ τόν τίτλο ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου δηλώνοντας τόν Μεσσία. Μετά τόν Χριστό ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος «πλήρης Πνεύματος ἁγίου» βλέπει στά δεξιά τοῦ Πατρός «τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου» (Πρξ 7,56), δηλαδή τόν ἀναστημένο ἄνθρωπο ᾿Ιησοῦ περιβεβλημένο τή δόξα τῆς θεότητός του. ᾿Επίσης ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν ᾿Αποκάλυψη βλέπει τόν Κύριο ὡς «ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου» (1,13). Αὐτά τά ὁράματα μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε γιατί ὁ Κύριος αὐτοαποκαλύφθηκε ὡς «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου». ῎Αν ἔλεγε στούς συγχρόνους του «εἶμαι Θεός» ἤ «εἶμαι ἄνθρωπος», δέν θά ἀκριβολογοῦσε, διότι δέν ἦταν μόνο Θεός οὔτε μόνο ἄνθρωπος. ῎Αν ἔλεγε «εἶμαι Θεάνθρωπος», δέν θά τόν καταλάβαιναν. Γι᾿ αὐτό, θυμίζοντάς τους τή μεσσιανική προφητεία τοῦ Δανιήλ, αὐτοσυστήθηκε ὡς «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου», πού σημαίνει κατά τή θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας «ἄνθρωπος τό φαινόμενον καί Θεός τό κρυπτόμενον» (βλ. Β´ Κο 5,19· Κλ 2,9 κ.ἀ.).
῞Οπως κατά τή δημιουργία τοῦ κόσμου, ὁ Θεός εἶπε· «Γενηθήτω φῶς» καί μέ τήν προσταγή του «ἐγένετο φῶς» (Γέ 1,3), ἔτσι καί τώρα ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού εἶναι Θεός, ἔδωσε τή διαταγή ἆρόν σου τήν κλίνην καί ἀμέσως ὁ παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος.
«῾Ως ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων ὁ ᾿Ιησοῦς χρησιμοποιεῖ τή θεραπεία τοῦ σώματος. ῾Ως ἀπόδειξη ὅμως τῆς θεραπείας χρησιμοποιεῖ τό ὅτι (ὁ πρώην παράλυτος) βάσταξε στά χέρια του τό κρεβάτι, ὥστε νά μή θεωρηθεῖ ὅτι αὐτό πού συνέβη ἦταν δημιούργημα τῆς φαντασίας», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Μερικοί, προκειμένου νά μειώσουν τό ὑπερφυσικό γεγονός, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Κύριος εἶπε ἆρόν σου τήν κλίνην, ἐπειδή ἡ κλίνη ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐλαφρύ στρῶμα ἤ ἴσως ἕνα ὕφασμα μόνο. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ πρώην κατάκοιτος παραλυτικός, ὁ ὁποῖος πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ μεταφερόμενος ἀπό ἄλλους, πηγαίνει τώρα στό σπίτι του περπατώντας καί μεταφέροντας αὐτό πού τόν μετέφερε.
Τρεῖς ἐνέργειες τοῦ ᾿Ιησοῦ στή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ ἀποδεικνύουν τή θεότητά του:
α) ῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, πού κανείς δέν τήν ἀντιλαμβάνεται.
β) ῾Η καρδιογνωσία, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνονται οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι διαπιστώνουν ὅτι ὁ Κύριος διαβάζει τούς διαλογισμούς τους.
γ) ῾Η ἀνόρθωση τοῦ παραλυτικοῦ, πού τήν βλέπουν ὅλοι.
Μέ τίς ἐνέργειες αὐτές ἐκπληρώνεται ἡ ρήτρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15).
῾Ο πρώην παράλυτος θεραπευμένος παίρνει τό κρεβάτι του καί πάει εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ. ῾Ο Χριστός δέν τοῦ ζήτησε νά μείνει κοντά του. ῎Ηθελε νά τόν δοῦν ὅλοι, αὐτόν πού πρίν λίγο τόν ἔφεραν οἱ δικοί του πάνω στό κρεβάτι, νά φεύγει τώρα μεταφέροντάς το, καί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο νά λιτανεύσει τό σημεῖο, ὥστε νά γίνει γνωστό σέ ὅλους.
῾Ο Κύριος καί μέ τό σημεῖο αὐτό, ὅπως καί μέ ἄλλα παρόμοια, ἔδειξε τό ἐνδιαφέρον καί τόν σεβασμό ὄχι μόνο γιά τήν ψυχή ἀλλά καί γιά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
9,8. ᾿Ιδόντες δέ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καί ἐδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
᾿Εδόξασαν τόν Θεόν: Οἱ ἄνθρωποι ἐδόξασαν τόν Θεό, ὄχι τόν ᾿Ιησοῦ ὡς Θεό, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοτόκης. Δέν ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἐπιτέλεσε τό σημεῖο μέ δική του δύναμη, γι᾿ αὐτό ἐθαύμασαν τήν ἐξουσίαν πού ἔδωσε ὁ Θεός τοῖς ἀνθρώποις, ὥστε νά ἐπιτελοῦνται τέτοια θαύματα. «᾿Αντιλαμβάνονται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μπροστά τους βλέπουν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό ἀποδίδουν τό θαῦμα στή δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στή δική του δύναμη», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐμποδίζονταν ἀπό τή σάρκα τοῦ ᾿Ιησοῦ νά ἀντιληφθοῦν ὅτι εἶναι Θεός. Αὐτός ὅμως δέν τούς κατηγοροῦσε, ἀλλά συνέχιζε μέ τά ἔργα του νά τούς ἀφυπνίζει καί νά ἐξυψώνει τό φρόνημά τους. ῾Οπωσδήποτε δέν ἦταν μικρό πρᾶγμα τό ὅτι τόν θεωροῦσε ὁ λαός ἀνώτερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ.
῾Η θεότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί ἡ πέτρα σκανδάλου γιά τούς αἱρετικούς. ῾Η ἁγία Γραφή δίνει ἀναρίθμητες ἀποδείξεις γι᾿ αὐτό τό θέμα καί μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος πού διαθέτει τόν κοινό νοῦ, νά μελετήσει, νά ἐρευνήσει καί νά πεισθεῖ γιά τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια. Στό συγκεκριμένο περιστατικό ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται μέ μιά ὁμοβροντία τριῶν ἀλλεπαλλήλων σημείων· τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τή γνώση τῶν καρδιῶν καί τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ. ῾Ο μόνος πού μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει καί τήν πνευματική καί τή σωματική φθορά καί ὁ μόνος πού μπορεῖ νά ἐλέγχει τή λειτουργία τοῦ δημιουργήματός του, δηλαδή νά ἐτάζει καρδιές, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός (βλ. Β´ Πα 6,30· Ψα 7,10· ᾿Απ 2,23). ῾Ο Χριστός πραγματοποιεῖ καί τά τρία συγχρόνως, διότι αὐτός εἶναι «ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο» (᾿Ιω 1,3). Τό πρῶτο, βέβαια, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, οἱ φαρισαῖοι τό ἀμφισβήτησαν, τό δεύτερο καί τό τρίτο ὅμως δέν μπόρεσαν νά τό ἀρνηθοῦν.
Συνοψίζοντας ἐπισημαίνουμε ἰδιαίτερα τίς τρεῖς σύντομες φράσεις πού εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς στό σημεῖο τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ. α) «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». β) «᾿Εγερθείς». γ) «Ἆρόν σου τήν κλίνην καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου». Οἱ τρεῖς αὐτές προσταγές τοῦ Κυρίου μετέβαλαν τό ἀκίνητο καί παράλυτο ἐκεῖνο σῶμα σέ ὑγιῆ καί ρωμαλέο ἄνθρωπο. Τρεῖς ἀνάλογες ἐνέργειες μεταβάλλουν τόν ἁμαρτωλό, καί πνευματικά παράλυτο, σέ ζωντανό καί ἁγιασμένο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον ἀληθινά μετανοήσει καί ἐξομολογηθεῖ. ῾Η πρώτη τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό κατάδικο τόν κάνει παιδί τοῦ Θεοῦ. ῾Η δεύτερη τόν ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν πού τόν κρατοῦσαν παράλυτο καί ὑπόδουλο, γιά νά τόν καταστήσει δυνατό καί δραστήριο χριστιανό. ῾Η τρίτη τόν ἐπαναφέρει στό σπίτι του, δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ πατέρα πού θά τόν ὁδηγήσει στήν αἰώνια κατοικία τῆς βασιλείας τῶν ούρανῶν. Αὐτό τό θαῦμα πού δέν ἔπαψε ποτέ νά συμβαίνει μέσα στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό κάθε εἴδους θεραπεία.
῾Η θεραπεία δύο δαιμονισμένων στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν
Στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (8,34-9,1) βλέπουμε τόν ᾿Ιησοῦ σέ μιά ἐντυπωσιακή σύγκρουση μέ τά ὄργανα τοῦ σατανᾶ, τά δαιμόνια. ῾Ο Κύριος ἦρθε στόν κόσμο μέ σκοπό νά συντρίψει τό κράτος τοῦ διαβόλου καί νά καταλύσει τά ἔργα του (Α´ ᾿Ιω 3,8). ῾Ο σατανᾶς αἰσθάνθηκε τήν ἀπειλή καί, ἔπειτα ἀπό τήν ἀποτυχία του νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ στήν ἔρημο (βλ. Μθ 4,1-11· Λκ 4,1-13), συγκέντρωσε τίς δυνάμεις του καί προσπάθησε νά τόν ἐμποδίσει. ῎Ετσι ἐξηγεῖται ἡ παρουσία πολλῶν δαιμονισμένων στήν Παλαιστίνη στά χρόνια τῆς δημόσιας δράσης τοῦ ᾿Ιησοῦ (βλ. Μρ 1,26.34· 3,11.15 κ.ἀ.). Μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τή διδασκαλία καί τά σημεῖα του, τή σταύρωση καί τήν ἀνάστασή του καί στή συνέχεια μέ τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας του καταργεῖται ἡ δυναστεία τῶν δαιμόνων. ᾿Ελευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κυριαρχία τους καί οἱ πιστοί ζοῦν σέ μιά νέα κτίση, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
῾Η περικοπή ἐξιστορεῖ μία πολύ ἐνδιαφέρουσα ἐπίσκεψη πού ἔκανε ὁ ᾿Ιησοῦς διαπλέοντας τή λίμνη τῆς Γεννησαρέτ καί φθάνοντας ἀπό τήν Καπερναούμ στήν ἀντίπερα ὄχθη. ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐξιστορεῖ τή θεραπεία δύο δαιμονισμένων, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος (βλ. 5,1-20) καί ὁ Λουκᾶς (βλ. 8,26-39), ἑνός δαιμονισμένου, διότι πιθανόν αὐτός εἶχε τά περισσότερα δαιμόνια καί ἴσως μόνο αὐτός μετά τή θεραπεία του ζήτησε νά μείνει κοντά στόν Κύριο. ῾Υπακούοντας ὅμως στήν παραγγελία τοῦ εὐεργέτη του ἔγινε ἱεραπόστολος καί μᾶλλον ἦταν ἕνα πρόσωπο γνωστό στήν ᾿Εκκλησία.
῾Η διαφορά δέν σημαίνει διαφωνία τῶν εὐαγγελιστῶν ἀλλά διαπιστώνει κανείς μέ τήν προσεκτική μελέτη ὅτι ἡ διήγηση τοῦ ἑνός συμπληρώνει τόν ἄλλο. ᾿Εκεῖνο πού ἔχει σημασία γιά τούς εὐαγγελιστές δέν εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν ἀσθενῶν πού θεράπευσε ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀλλά ἡ φανέρωση τῆς ἐξουσίας του, ἡ ἐκδίωξη τοῦ σατανᾶ, ἡ κατάλυση τοῦ φθοροποιοῦ ἔργου του μέσα στόν κόσμο καί ἡ ἀπελευθέρωση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή δουλεία του.
α) ῾Η συνάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τούς δαιμονισμένους (8,28-31)
8,28. Καί ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τό πέραν εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ὥστε μή ἰσχύειν τινά παρελθεῖν διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.
῾Ο Κύριος κατοικοῦσε στήν Καπερναούμ ἡ ὁποία βρισκόταν στή δυτική πλευρά τῆς λίμνης Γεννησαρέτ καί τώρα ἔρχεται εἰς τό πέραν, στήν ἀπέναντι περιοχή, ὀκτώ περίπου χιλιόμετρα ἀνατολικά τοῦ ᾿Ιορδάνη καί δέκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ἦταν ἀραιοκατοικημένη καί ἥσυχη. Σ᾿ αὐτό τόν ἐρημικό τόπο ὁ ᾿Ιησοῦς πήγαινε συχνά γιά νά προσευχηθεῖ, ἐκεῖ ἔγινε καί τό σημεῖο τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Μθ 15, 32-38· Μρ 6,35-44· Λκ 9, 10-17). Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος ὀνομάζουν τήν περιοχή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, διότι ἀκριβῶς στά παράλια τῆς λίμνης ὑπῆρχε μία μικρή πόλη, τά Γέρσα ἤ Γέργεσα, ὅπου καί ἐπιτελέσθηκε τό σημεῖο μέ τούς δαιμονισμένους. ῾Ο Λουκᾶς τήν ἴδια περιοχή τήν ὀνομάζει «χώρα τῶν Γαδαρηνῶν», διότι σέ σημαντική ἀπόσταση ἀπό τή λίμνη Γεννησαρέτ ἦταν ἡ πόλη Γάδαρα ἡ ὁποία γνώριζε μεγάλη ἀκμή ἐκείνη τήν ἐποχή καί τά περίχωρά της ἁπλώνονταν μέχρι τή νοτιοανατολική ὄχθη τῆς λίμνης. ῎Ετσι ἡ περιοχή ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ἦταν γνωστή καί ὡς «χώρα τῶν Γαδαρηνῶν».
Δαιμονιζόμενοι λέγονται ὅσοι βρίσκονται ὑπό τήν κυριαρχία ἑνός ἤ περισσοτέρων δαιμόνων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χάνουν τήν προσωπικότητά τους καί τή θέλησή τους, διότι τούς κυβερνοῦν οἱ δαίμονες. Αὐτοί μιλοῦν μέ τό στόμα τῶν δαιμονισμένων, ἐνεργοῦν καί ἐκδηλώνουν ὑπερφυσικές δυνάμεις, ὅπως θεραπεῖες, μαντεῖες, κτλ. Οἱ δαιμονιζόμενοι τήν ὥρα τῆς κρίσεως, εἶναι ἄγριοι καί ἐπικίνδυνοι, συμπεριφέρονται σάν τρελοί. Οἱ εὐαγγελιστές, καί μάλιστα ὁ Λουκᾶς πού ἦταν γιατρός, ξεχωρίζουν τούς δαιμονισμένους ἀπό τούς τρελούς ἤ τούς ψυχικά ἀρρώστους. ῾Ο Κύριος μόνο μέ τό λόγο του θεράπευε τούς δαιμονιζομένους ὁσαδήποτε δαιμόνια κι ἄν εἶχαν μπεῖ μέσα τους. Μόλις ἐλευθερωνόταν ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἄγνωστη προσωπικότητά του παρουσιαζόταν ὑγιής, καθαρισμένη καί αὐτεξούσια.
Στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὑπῆρχαν πολλοί δαιμονιζόμενοι. Μετά τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ᾿Ανάληψή του ἔχουν περιορισθεῖ πολύ. Θά ἐξαφανίζονταν τελείως, ἄν ἐμεῖς συμμορφωνόμασταν ἀπόλυτα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι τότε ὁ σατανᾶς δέν θά εἶχε ἐπάνω μας καμία ἐξουσία. Σήμερα τά δαιμόνια ἐνεργοῦν στούς ἀνθρώπους ὄχι πάντοτε μέ παράλογες ἐνέργειες, ἀλλά μέ τά διάφορα πάθη πού ξευτελίζουν τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνουν νά φέρεται διεφθαρμένα καί ἀπάνθρωπα.
᾿Εκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι: ῾Η κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν οἰκτρή καί φοβερή. Ζοῦσαν ἔξω ἀπό τήν πόλη, στά μνήματα. Μέ ἀνασκαφές πού ἔγιναν στήν περιοχή ἐκείνη βρέθηκαν πράγματι μνημεῖα κοντά στή λίμνη, σαφής ἔνδειξη ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε νεκροταφεῖο. Τήν ἐποχή ἐκείνη τά μνήματα δέν ἦταν σάν τά σημερινά. ῏Ηταν σκαμμένα μέσα σέ βράχους, λαξευτά ὅπως οἱ φοῦρνοι, καί ἡ πόρτα τους ἔκλεινε μέ μιά μεγάλη πέτρα. Οἱ δαιμονισμένοι χρησιμοποιοῦσαν ὡς κατοικία τους τέτοια μνήματα. Μποροῦσαν νά προφυλάγονται ἀπό τίς διάφορες καιρικές συνθῆκες, ἀπό τό κρύο, τή βροχή καί τόν ἥλιο. Τό ὅτι οἱ δαιμονισμένοι σύχναζαν στά νεκροταφεῖα δέν δικαιολογεῖ τίς νοσηρές ἀντιλήψεις καί δεισιδαιμονίες ὅτι στά μνήματα ὑπάρχουν πονηρά πνεύματα ἤ οἱ ψυχές αὐτῶν πού πεθαίνουν γίνονται δαίμονες, βρυκόλακες κ.τ.ὅ. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς συστήνει· «Αὐτή ἡ σκέψη οὔτε κἄν νά περάσει ἀπό τό νοῦ σας».
Οἱ δαιμονισμένοι ἦταν κοινωνικά ἀπομονωμένοι, ἐφόσον ἔμεναν στά μνήματα καί ἦταν χαλεποί λίαν, δηλαδή τρομεροί, ἀγριεμένοι καί ἐπιθετικοί. ᾿Αποτελοῦσαν ἀπειλή γιά τούς περαστικούς, ὥστε μή ἰσχύειν τινά παρελθεῖν διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό ἐκεῖνο τό δρόμο.
8,29. Καί ἰδού ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καί σοί, ᾿Ιησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ῏Ηλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
῎Εκραξαν λέγοντες: Οἱ δαίμονες μιλοῦν μέ τό στόμα τῶν δαιμονισμένων. ῎Ισως νά μιλοῦν ὅλα μαζί τά δαιμόνια σάν ἕνα ἤ μιλᾶ ἕνα γιά λογαριασμό ὅλων. ῞Ολος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει περιέλθει στήν κυριαρχία τῶν δαιμόνων λειτουργεῖ καί κινεῖται ὡς δικό τους ὄργανο, χωρίς δική του κρίση καί βούληση.
Τί ἡμῖν καί σοί, ᾿Ιησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; Οἱ δαίμονες ἀναγνωρίζουν ὅτι τίποτε τό κοινό δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ αὐτούς καί στόν ᾿Ιησοῦ, κι ἔχουν δίκιο, ἀφοῦ αὐτοί θέλουν τήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἐκεῖνος τή σωτηρία του.
Γιά τήν προσφώνηση υἱέ τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία ἀποδίδουν στόν ᾿Ιησοῦ τά δαιμόνια ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «᾿Επειδή βέβαια τό πλῆθος τόν ἀποκαλοῦσε ἄνθρωπο, ἦρθαν οἱ δαίμονες νά διακηρύξουν τή θεότητά του. ῎Ετσι οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἄκουγαν τήν φουρτουνιασμένη θάλασσα ἡ ὁποία μέ τήν προσταγή του γαλήνευσε καί πάλι, ἄκουγαν τώρα τούς δαίμονες νά κραυγάζουν αὐτά τά ὁποῖα διαλαλοῦσε ἐκείνη μέ τή γαλήνη της».
᾿Επειδή ὁ Κύριος συνέλαβε τούς δαίμονες νά κατέχουν καί νά βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, στήν ἀρχή μέ θράσος τοῦ λένε· «τί δουλειά ἔχεις μαζί μας;», ἀλλά στή συνέχεια γεμάτοι δειλία καί τρόμο ρωτοῦν· ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς, προσθέτουν ὅτι τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν καί ἐξόρκιζαν τόν Κύριο νά μή τούς ρίξει στήν ἄβυσσο. Οἱ δαίμονες γνωρίζουν ὅτι τούς περιμένει ἡ ἄβυσσος, ἡ κόλαση, ἡ αἰώνια τιμωρία στήν ὁποία θά βασανίζονται ἀτέλειωτα. Αἰφνιδιάζονται ὅμως νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε ἀπό τώρα, νά τούς τιμωρήσει καί νά τούς καταδικάσει. Χωρίς νά μποροῦν νά ἀρνηθοῦν τήν ἁμαρτία τους προβάλλοντας κάποια δικαιολογία, διαμαρτύρονται ὅτι δέν ὀφείλουν νά πληρώσουν τώρα, ἀλλά στόν καιρό τῆς παγκόσμιας κρίσεως. Μετά τήν τελική κρίση, ὅπως λέγει ἡ ᾿Αποκάλυψη, οἱ δαίμονες καί ὅλοι οἱ ὀπαδοί τους θά ὑποστοῦν αἰώνιο θάνατο καί ὄχι ἐξαφανισμό.
῾Ο φωτισμένος διδάσκαλος τοῦ Γένους Νικηφόρος Θεοτόκης στό περίφημο Κυριακοδρόμιό του διευκρινίζει ὅτι ἀπό τή διαμαρτυρία τῶν δαιμόνων διαπιστώνουμε δύο πράγματα· α) ῞Οτι ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί πού ἔχουν πεθάνει, ἀλλά οὔτε οἱ δαίμονες ἔλαβαν μέχρι σήμερα τήν τέλεια κόλαση, περιμένοντας τή φοβερή ἡμέρα τῆς κρίσεως. Αὐτό μᾶς δίδαξαν σαφέστατα καί οἱ δύο ἀπόστολοι, Πέτρος (Β´ Πέ 2,4) καί ᾿Ιούδας (στ.6). β) ῞Οτι τόσο φοβερή εἶναι ἡ κόλαση, ὥστε καί οἱ δαίμονες τήν τρέμουν, προτιμώντας μάλιστα τή συγκατοίκηση μέ τούς ἀκάθαρτους χοίρους παρά τή δική της καταδίκη.
Στό πρό καιροῦ (βλ. Α´ Κο 4,5), βλέπουμε τήν κατάλυση τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου πρίν ἀπό τήν τελική κρίση. Μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾿Εκκλησίας μας οἱ δαιμονικές δυνάμεις συντρίβονται, οἱ πιστοί ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν καταδυναστεία τους καί προγεύονται τά μελλοντικά ἀγαθά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
«Βάσανον ἡγοῦνται τό μή συγχωρεῖσθαι ἀδικεῖν τούς ἀνθρώπους», τονίζει ὁ Θεοφύλακτος. Γιά τήν κακούργα ὕπαρξη τῶν δαιμόνων ἀφόρητη τυραννία εἶναι τό νά μή μποροῦν νά βλάπτουν καί νά βασανίζουν τούς ἀνθρώπους.
Εἶναι ἄξιο προσοχῆς, ὅτι τά πονηρά πνεύματα φοβοῦνται τόν ἅδη καί τήν κόλαση, ὡστόσο ὅμως δέν ἐπιθυμοῦν τόν οὐρανό καί τήν ἁγιότητα. Θέλουν μόνο νά μένουν ἐλεύθερα γιά νά κακουργοῦν, χωρίς νά βασανιστοῦν, ὄχι ὅμως νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν. Αὐτό μᾶς ἐξηγεῖ τήν ἀμετάβλητη κατάσταση ἐκείνων, πού θά καταδικαστοῦν στήν κόλαση. Εἶναι ἀδύνατο νά ἀλλάξουν θέση, διότι εἶναι ἀδύνατο νά μετανοήσουν. ῎Εγιναν ἀμετακίνητα κακοί, γι᾿ αὐτό δέν ἐπιθυμοῦν τήν ἁγιότητα καί δέν ἔχουν καμιά θέση στόν οὐρανό.
8,30. ῏Ην δέ μακράν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη.
῾Η ἀγέλη τῶν χοίρων ἔβοσκε πρός τό βουνό, μακριά ἀπό τούς δαιμονισμένους. Μέχρι καί σήμερα φαίνεται στήν τοποθεσία ὁ κρημνός πού καταλήγει στή λίμνη. Οἱ χοιροβοσκοί δέν τολμοῦσαν νά ἔλθουν πρός τήν περιοχή πού ἦταν οἱ δαιμονισμένοι, διότι τούς προκαλοῦσαν τρόμο. ῾Ο Μᾶρκος δέν λέει ὅτι ἡ ἀγέλη ἦταν μακράν, ἀλλά «πρός τῷ ὄρει» (Μρ 5,11) καί ὁ Λουκᾶς «ἐν τῷ ὄρει» (8,32). ῾Υπῆρχε δηλαδή ἀρκετή ἀπόσταση ἀπό τά μνήματα πού ἦταν ἡ κατοικία τῶν δαιμονισμένων.
῾Η ἀγέλη τῶν χοίρων ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό περιστατικό συμβαίνει ἔξω ἀπό ἰουδαϊκό ἔδαφος, στή Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν. Στήν ᾿Ιουδαία δέν ἔτρεφαν γουρούνια οὔτε ζῶα πού θεωροῦνταν ἀκάθαρτα ἀπό τίς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (Λε 11,7· Δε 14,8).
8,31. Οἱ δέ δαίμονες παρεκάλουν αὐτόν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τήν ἀγέλην τῶν χοίρων.
Οἱ δαίμονες χάνουν τήν κυριαρχία τους πάνω στούς ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτό ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο τήν ἄδεια νά πᾶνε νά κατοικήσουν στούς χοίρους. Τά ἄλογα ζῶα δέν ἔχουν καμιά ἠθική ἐλευθερία καί εὐθύνη γιά νά συνεχίσουν οἱ δαίμονες σ᾿ αὐτά τό ὀλέθριο ἔργο τους. ῾Ωστόσο ὅμως τό ζητοῦν ἀποκλειστικά καί μόνο γιά νά ζημιώσουν καί πάλι τούς ἀνθρώπους.
᾿Απ᾿ αὐτό τό περιστατικό φαίνεται ὅτι ὁ διάβολος εἶναι βέβαια τρομερός καί ἐπικίνδυνος, ἀλλά δέν ἔχει τή δυνατότητα νά προξενήσει καμιά ζημιά στόν ἄνθρωπο χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά προσβάλει τό σῶμά του, νά ἐρεθίσει τίς αἰσθήσεις καί τή φαντασία του, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει στή διάνοια καί στή θέλησή του, χωρίς τή συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η δύναμη τοῦ διαβόλου εἶναι περιορισμένη καί βρίσκεται κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ. Κανένας δαίμονας δέν μπορεῖ νά μπεῖ μέσα μας καί νά μᾶς ἐξουσιάσει, ἄν παραμένουμε στό περιβάλλον τῆς θείας χάριτος καί δέν ἔχουμε καμία συνεργασία μαζί τους.
β) ῾Η ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων (8,32-33)
8,32. Καί εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. Οἱ δέ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τήν ἀγέλην τῶν χοίρων· καί ἰδού ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν θάλασσαν καί ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν.
Καί εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε: ᾿Εκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνταποκρίνεται στό αἴτημα τῶν δαιμόνων καί τούς τό ἱκανοποιεῖ, ἔχει ὅμως τό σχέδιο του. Πρός τό παρόν κατατροπώνει, ἀλλά δέν ἐξαφανίζει τελείως τούς δαίμονες, διότι, ὅπως τονίζουν οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, οἱ πειρασμοί ἀναδεικνύουν τούς πιστούς πού ἀγωνίζονται καί τούς ἑτοιμάζουν τά στεφάνια τῆς δόξας τους.
Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τελικά ἐξυπηρετεῖται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί γίνεται τό θέλημά του, ἀκόμα καί τότε πού φαίνεται ὅτι ὑπερισχύει ὁ σατανᾶς. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν τό ἐκτελοῦν μόνο οἱ δίκαιοι καί οἱ ἅγιοι ἀλλά καί οἱ δαίμονες καί οἱ προδότες καί οἱ πολέμιοι τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως ὁ ᾿Ιούδας, ὁ Πιλᾶτος, ὁ Διοκλητιανός. ῾Η διαφορά εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι τό κάνουν μέ τή θέλησή τους, ὅπως οἱ ἄγγελοι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀκούσια.
Μέ τήν ἄδεια τοῦ ᾿Ιησοῦ τά δαιμόνια πού βγῆκαν ἀπό τόν δαιμονισμένο ἀπῆλθον εἰς τήν ἀγέλην τῶν χοίρων, πῆγαν καί μπῆκαν μέσα στά γουρούνια. Τρομαγμένα τότε τά ζῶα ὅρμησαν κατά τοῦ κρημνοῦ καί ἀπό κεῖ ἔπεσαν στή λίμνη καί ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν, πνίγηκαν στά νερά της.
῾Ο Χρυσόστομος παρατηρεῖ· ῞Οπου ἦταν πολύ γνωστό τό ὄνομά του ὁ Κύριος δέν ἔδειχνε σέ μεγάλο βαθμό τή δύναμή του, ὅπου ὅμως δέν τόν γνώριζε κανείς, ἔκανε νά ἀκτινοβολοῦν τά θαύματά του, ὥστε νά τούς προσελκύσει καί νά γνωρίσουν ὅτι ἦταν Θεός. ῾Ο ᾿Ιησοῦς δηλαδή δέχεται τό αἴτημα τῶν δαιμόνων, «οὐκ ἐκείνοις πειθόμενος, ἀλλά πολλά ἐντεῦθεν οἰκονομῶν». Τί ὅμως «οἰκονομεῖ» ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιτρέποντας τή μετοίκηση τῶν δαιμόνων στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, «δισχιλίων» τόν ἀριθμό, κατά τή διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁρμήσουν αὐτοί στό γκεμό καί νά πνιγοῦν στά νερά τῆς λίμνης; ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἱκανοποιώντας τό αἴτημα τῶν δαιμόνων, θέλει ἀπό τή μιά νά δείξει τήν ὀλέθρια ἐπίδρασή τους, ἀφοῦ ὅπου βρίσκονται σκορποῦν τήν καταστροφή, καί ἀπό τήν ἄλλη τήν ἀσύγκριτη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή σωτηρία τοῦ ὁποίου ἀξίζει τόν κόπο ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀπώλεια καί θυσία.
Συμπερασματικά μποροῦμε νά σημειώσουμε τέσσερις λόγους γιά τούς ὁποίους ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπέτρεψε νά πνιγοῦν τά γουρούνια·
α) Γιά νά πατάξει τήν παρανομία. ῾Ο μωσαϊκός νόμος χαρακτήριζε τά γουρούνια ὡς ἀκάθαρτα ζῶα καί δέν ἐπέτρεπε στούς ἰουδαίους νά τά τρῶνε (Λε 11,7· Δε 14,8· ᾿Ησ 65,4). Στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὅμως ὑπῆρχαν στήν Παλαιστίνη πολλοί Ρωμαῖοι οἱ ὁποῖοι ἔτρωγαν τό χοιρινό κρέας καί μάλιστα, ἐπειδή ἦταν δυσεύρετο, τό ἀκριβοπλήρωναν. ῎Ετσι ἡ ἐκτροφή γουρουνιῶν ἦταν μιά πλούσια καί ἀποδοτική ἐπιχείρηση πού δέν γινόταν λαθραῖα, ἀφοῦ οἱ Ρωμαῖοι πού ἦταν στήν ἐξουσία τό ἤθελαν. Γινόταν ὅμως παράνομα, διότι δέν τό ἐπέτρεπε ὁ μωσαϊκός νόμος. ῾Η ἐκτροφή χοίρων ἦταν ἀπαγορευμένη, ὅπως σήμερα ἡ καλλιέργεια τοῦ χασίς. Οἱ Γεργεσηνοί παρασυρμένοι ἀπό τό κέρδος ἀδιαφοροῦσαν γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί ἀσχολοῦνταν μ᾿ αὐτή τή δουλειά. ῾Ο δίκαιος καί πανάγαθος Θεός, γιά νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στή μετάνοια καί τή διόρθωση, νά τοῦ ἐμπνεύσει τή συναίσθηση ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν μένει ἀτιμώρητη, στέλνει δίκαιες, παιδαγωγικές καί σωφρονιστικές τιμωρίες. «᾿Αλλά πῶς ὁ δικαιότατος Θεός ὑπέφερε τή ζημιά πού ἔπαθαν οἱ κύριοι τῶν χοίρων; Γιά τιμωρία αὐτῶν πού ἁμάρταναν καί γιά στήριγμα τῶν δικαίων ὁ Θεός ἐπέφερε παγκόσμιο κατακλυσμό, πόλεις κατέκαυσε μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, γένη ὁλόκληρα ἐξάλειψε, ὕστερα ἀποροῦμε γιά τό πῶς ἀνέχτηκε ἡ δικαιοσύνη του τή ζημιά πού ἔπαθαν τά ἀφεντικά τῶν χοίρων;», διερωτᾶται ὁ Θεοτόκης.
β) Γιά νά φανεῖ καλύτερα ἡ δύναμη του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιτελοῦσε τά σημεῖα γιά νά ἀποκαλύψει τή θεϊκή του δύναμη. Στήν περίπτωση τῶν δαιμονισμένων μποροῦσε νά θεραπεύσει ἁπλῶς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά διατάσσει τά δαιμόνια νά μποῦν στά γουρούνια, γιά νά πνιγοῦν στή συνέχεια καί νά φανεῖ ἔτσι τό πλῆθος τῶν δαιμονίων καί ἡ καταστροφική τους τάση· κυρίως ὅμως γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ ᾿Ιησοῦ πού τά συνέτριψε.
γ) Γιά νά φανεῖ ἡ ἀχαριστία τῶν Γεργεσηνῶν, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο σημεῖο ἀντί νά εὐχαριστήσουν τόν Χριστό γεμάτοι εὐγνωμοσύνη, τόν διώ-χνουν ἀπό τή χώρα τους, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Καί δ) ῞Οπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας «῾Ο Κύριος ἐπέτρεψε τούς δαίμονες νά εἰσέλθουν στούς χοίρους διά νά ἔχουν ἕνα σαφές δεῖγμα τῆς ὑπάρξεως πονηρῶν πνευμάτων οἱ Σαδδουκαῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί οἱ πάσης ἐποχῆς ἀπόγονοί των, πού ἰσχυρίζονται ὅτι δαιμόνια δέν ὑπάρχουν ἀλλά μόνον τό κακό».
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ κατακρημνισμός τῶν χοίρων ἔδειξε σ᾿ αὐτούς πού ἀπαλλάχτηκαν ἀπό τούς πονηρούς ἐκείνους τυράννους τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς πού προκαλοῦν οἱ δαίμονες καί ὅτι θά μποροῦσαν νά τούς προξενήσουν φοβερότερα κακά ἀπό ὅ,τι στούς χοίρους, ἐάν καί μέσα στή συμφορά τους, δέν εἶχαν μεγάλη προστασία ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι φανερό, ὅτι οἱ δαίμονες μισοῦν τούς ἀνθρώπους περισσότερο παρά τά ἄλογα ζῶα. Αὐτοί πού δέν λυπήθηκαν τούς χοίρους, ἀλλά σέ μιά στιγμή τούς κατέρριψαν στόν κρημνό, πολύ περισσότερο θά προξενοῦσαν αὐτά τά ἴδια στούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ὑπό τήν ἐξουσία τους, ἐάν δέν φαινόταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ νά θέσει χαλινό καί νά συγκρατήσει τήν ὁρμή τους. ῎Ετσι γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἀπολαμβάνει τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
8,33. Οἱ δέ βόσκοντες ἔφυγον, καί ἀπελθόντες εἰς τήν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καί τά τῶν δαιμονιζομένων.
Οἱ βοσκοί, μετά τόν πνιγμό τῶν χοίρων στή λίμνη, ἔσπευσαν νά ἐνημερώσουν τούς κυρίους τους στήν πόλη γιά ὅσα εἶδαν, ἐπειδή αὐτοί ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τή διαφύλαξη τῆς ἀγέλης. ῾Ως αὐτόπτες μάρτυρες τούς εἶπαν ὅλα ὅσα συνέβησαν ὄχι μόνο στήν ἀγέλη τους, ἀλλά καί τά τῶν δαιμονιζομένων. ῞Ολα αὐτά κέντρισαν τήν περιέργεια καί ἐνέπνευσαν φόβο σέ ὅσους ἄκουσαν τήν ἐξιστόρησή τους.
γ) Οἱ Γεργεσηνοί διώχνουν τόν ᾿Ιησοῦ ἀπό τήν πόλη τους (8,34-9,1)
8,34. Καί ἰδού πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καί ἰδόντες αὐτόν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν.
Πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν, ὅλοι οἱ κάτοικοι βγῆκαν γιά νά συναντήσουν τόν ᾿Ιησοῦ.
Παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν, ὅταν τόν εἶδαν, τοῦ ζήτησαν νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους. Οἱ Γεργεσηνοί θά ἔπρεπε νά εὐγνωμονοῦν τόν Χριστό πού τούς γλύτωσε ἀπό τή μάστιγα δυό δαιμονισμένων καί νά πιστέψουν σ᾿ αὐτόν πού ἔκανε τέτοια φοβερά σημεῖα. ῾Ωστόσο ὅμως τόν προέτρεψαν νά φύγει ἀμέσως ἀπό τή χώρα τους, διότι ζημιώθηκαν τά συμφέροντά τους. Θεωροῦν τήν καταστροφή τῶν χοίρων σπουδαιότερη ἀπό τή θεραπεία τῶν δαιμονισμένων καί φοβοῦνται ὅτι ἡ παραμονή τοῦ ᾿Ιησοῦ στή χώρα τους θά ἔφερνε καί ἄλλα δεινά. Καταλαμβάνονται ἀπό ἕναν ὀλέθριο φόβο πού δέν τούς ὁδηγεῖ στήν ἀναγνώριση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί στήν προσκύνησή του, ἀλλά τούς τοποθετεῖ ἀρνητικά ἀπέναντί του.
Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς ἔδειξαν ὅτι δέν ἦταν μόνο ἁμαρτωλοί ἀλλά καί πωρωμένοι ἀπό τήν κακία τους. ῾Ο ἀνεξίκακος ὅμως ᾿Ιησοῦς, ἄκουσε τή δέησή τους μέ πραότητα καί ἀνεξικακία. ῞Οταν οἱ ἄνθρωποι δέν τόν θέλουν, δέν μένει διά τῆς βίας, γι᾿ αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἑπόμενος στίχος, μπῆκε στό πλοῖο καί ἔφυγε. Μέ τή στάση του αὐτή ἐφαρμόζει ὅ,τι δίδαξε στούς μαθητές του· ὅταν δέν τούς δέχονται σέ μιά περιοχή νά φεύγουν τινάζοντας τή σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους (βλ. Μθ 10,14) καί νά πηγαίνουν σέ ἄλλο τόπο.
῾Η ἱστορία τῶν Γεργεσηνῶν ἐπαναλαμβάνεται ἀναρίθμητες φορές στή ζωή μας. Εἶναι μιά στάση πού υἱοθέτησαν καί συνεχίζουν νά υἱοθετοῦν πολλοί ἄνθρωποι. ῎Εχουν τήν ἀπαίτηση νά φύγει ὁ Θεός ἀπό τή ζωή τους. Μερικοί μάλιστα μέ ἀσυγκράτητη ὁρμή ἐπιδιώκουν νά κόψουν κάθε γέφυρα ἐπικοινωνίας μαζί του.
Πολλές φορές καί οἱ πιστοί μοιάζουμε μέ τούς Γεργεσηνούς, ὅταν κωφεύουμε στή φωνή τῆς συνειδήσεώς μας καί δέν δεχόμαστε νά ξερριζώσουμε ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες, νά διακόψουμε ἁμαρτωλούς δεσμούς καί ἐπιζήμιες σχέσεις γιά νά φιλοξενήσουμε στήν ψυχή μας τόν Κύριο.
9,1. Καί ἐμβάς εἰς πλοῖον διεπέρασε καί ἦλθεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν.
῾Η διήγηση τοῦ Ματθαίου σταματάει στήν ἀποχώρηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Δέν γίνεται λόγος γιά τή νέα κατάσταση τῶν ἀνθρώπων πού θεραπεύτηκαν ἤ γιά τήν ἀποστολή τους νά κηρύξουν στήν περιοχή τους, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς. Τό περιστατικό τελειώνει μέ τήν πληροφορία ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιβιβάστηκε εἰς πλοῖον, σ᾿ ἕνα πλοιάριο καί διέπλευσε τή λίμνη καί ἦρθε εἰς τήν ἰδίαν πόλιν, τήν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦταν τό κέντρο καί τό ὁρμητήριο τῆς δράσης του στή Γαλιλαία.
῾Η μελέτη τῆς περικοπῆς δίνει ἀπάντηση στό σοβαρό ἐρώτημα «γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν». Καί οἱ ἄπιστοι ἀκοῦν τή φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν θέλουν νά ὑπακούσουν σ᾿ αὐτή γι᾿ αὐτό δέν πιστεύουν. ῾Υπάρχουν ἄπειρες μαρτυρίες γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τό νά πιστέψεις ὅμως ἀπαιτεῖ θυσία, νά πᾶς κόντρα στά ὑλικά συμφέροντά σου καί στίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες. Οἱ ἄνθρωποι δέν βλέπουν τόν Θεό καί δέν τόν πιστεύουν, διότι ἔχουν σκοτισμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς τους ἀπό τήν ὀμίχλη καί τήν ἀντάρα τῶν παθῶν.
Οἱ Γεργεσηνοί εἶδαν ἕνα σημεῖο μπροστά στά μάτια τους. Εἶδαν τούς δυστυχεῖς δαιμονισμένους θεραπευμένους. ᾿Αλλά ἀντί νά χαροῦν καί νά τρέξουν νά εὐχαριστήσουν τόν Χριστό, σπεύδουν νά τόν παρακαλέσουν νά φύγει μακριά ἀπό τή χώρα τους. ῎Αν ἔμενε, θά τούς ἀπαγόρευε τό προσοδοφόρο ἀλλά παράνομο ἐμπόριο τῶν χοίρων. Διώχνουν τόν Χριστό καί κρατοῦν τά γουρούνια τους.
῞Ενα παρόμοιο παράδειγμα ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων (19,23-41). ῞Οταν κήρυττε ὁ Παῦλος στήν ῎Εφεσο κάποιος Δημήτριος ἐκμεταλλευτής τῶν εἰδωλολατρικῶν ἱερῶν ξεσήκωσε ὅλους τούς ἀγαλματοποιούς καί τόν ὄχλο ἐναντίον τοῦ ἀποστόλου. Αὐτός ὁ Δημήτριος κατάλαβε καλά ὅτι ἄν ἐπικρατήσει τό εὐαγγέλιο, θά πάψει ὁ κόσμος νά πιστεύει στήν ῎Αρτεμη, δέν θά ζητοῦν ἀγάλματα κι ἔτσι θά χάσει τήν ἐπιχείρησή του. Γι᾿ αὐτό ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται γιά τή λατρεία της καί νά φωνάζει· «Μεγάλη ἡ ῎Αρτεμις τῶν ᾿Εφεσίων». Πῶς νά πιστέψει ὁ Δημήτριος στό εὐαγγέλιο ὅταν ἔβλεπε ὅτι αὐτό θίγει τά οἰκονομικά του συμφέροντα;
῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἐξιστορεῖ ἐπίσης τή δίκη τοῦ Παύλου στά ᾿Ιεροσόλυμα μπροστά στόν βασιλιά ᾿Αγρίππα (Πρξ κεφ. 26). ῾Η ἀπολογία τοῦ ἀποστόλου ἦταν συνταρακτική καί δέν μποροῦσε νά τήν ἀντικρούσει ὁ βασιλιάς. ᾿Αλλά πῶς νά πιστέψει καί νά δεχθεῖ τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου γιά τή δικαιοσύνη, τήν ἐγκράτεια, τή μέλλουσα κρίση ἀφοῦ ἦταν τύραννος τοῦ λαοῦ καί ἀνήθικος στή ζωή του, ἐφόσον εἶχε -ἀνεπίσημα βέβαια-ὡς γυναίκα τήν ἑτεροθαλῆ ἀδελφή του;
῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο μιά κρίση· τόν ἀναγκάζει νά διαλέξει ἀνάμεσα στόν Θεό καί στήν ἁμαρτία. ῎Αν ἔχει τή δύναμη νά νικήσει τήν ἁμαρτία μέ τή μετάνοια καί νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τή διαφθορά θά πιστέψει. ῎Αν ὅμως εἶναι αἰχμάλωτος στά πάθη καί δέν θέλει νά ἀπαλλαγεῖ, τότε θά ἀρνηθεῖ τήν πίστη, καί θά γίνει ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Κύριος λέει· «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς, ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (᾿Ιω 3,19).
῾Ο ἅγιος Αὐγουστῖνος γράφει· «Κανείς δέν εἶναι ἄπιστος παρά μόνον ὁ ἀκόλαστος». Καί ἕνας σπουδαῖος μαθηματικός καί φυσικός, ὁ Πασκάλ συμβουλεύει· «῎Αν ἐπιθυμεῖς νά πεισθεῖς γιά τίς αἰώνιες ἀλήθειες, μή πολλαπλασιάζεις τίς ἀποδείξεις, ἀλλά ξερρίζωσε τά πάθη σου. Φρόντισε νά διακόψεις πρῶτα τίς σχέσεις σου μέ τήν ἁμαρτία καί θά ἀποκτήσεις πίστη δυνατή». Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστική ἡ πρόσκληση πού ἀπηύθυνε στούς ἀπίστους τῆς ἐποχῆς του ὁ γάλλος συγγραφέας Σατωμπριάν· «Βάλτε τό χέρι στήν καρδιά καί πέστε μου στήν τιμή σας. Δέν θά εἴχατε τό θάρρος νά πιστεύσετε ἄν εἴχατε τό θάρρος νά ζεῖτε μέ ἐγκράτεια;».
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
῾Η θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (8,5-13) ἐντάσσεται στή συνάφεια τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας, πού περιλαμβάνεται στά τρία προηγούμενα κεφάλαια (Μθ 5-7). Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Κύριος ἐπαναλάμβανε τή φράση· «᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις...᾿Εγώ δέ λέγω ὑμῖν...», δηλαδή «ὁ μωσαϊκός νόμος παραγγέλλει αὐτά τά πράγματα, ἐγώ ὅμως συμπληρώνω ὅτι...». ῾Ο ἁπλός λαός βέβαια θαύμαζε αὐτόν τόν διδάσκαλο πού δέν μιλοῦσε ὅπως οἱ γραμματεῖς, ἀλλά «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (7,29), ὡς νομοθέτης, ὡς Θεός. Κάποιοι ὡστόσο, ἄν τολμοῦσαν, θά ἤθελαν νά τοῦ ποῦν· «Καί ποιός εἶσαι σύ πού διορθώνεις τόν μωσαϊκό Νόμο;». ῾Ο Κύριος πού τά γνωρίζει ὅλα, δέν ἀπολογεῖται, οὔτε δίνει ἐξηγήσεις ποιός εἶναι. Δίνει τά διαπιστευτήριά του μέ τά σημεῖα πού ἐπιτελεῖ ἀμέσως μετά τή διδασκαλία
Καθώς κατηφόριζε ἀπό τό ὄρος μετά τήν ὁμιλία, πρίν μπεῖ στήν Καπερναούμ ὁ ᾿Ιησοῦς συνάντησε καί θεράπευσε ἕναν λεπρό. Κατόπιν τόν πλησίασε ὁ ἑκατόνταρχος.
῾Η εὐαγγελική περικοπή, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τή θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου ὀνομάστηκε πολύ εὔστοχα «ὕμνος πρός τήν ζῶσαν πίστιν».
α) ῾Η γεμάτη πίστη παράκληση τοῦ ἑκατοντάρχου (8,5-9)
8,5. Εἰσελθόντι δέ αὐτῷ εἰς Καπερναούμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων.
῾Η φήμη τοῦ ᾿Ιησοῦ συνεχῶς μεγάλωνε. Τό πρόσωπό του, ἡ διδασκαλία καί τά σημεῖα του ἦταν τό θέμα τῆς συζήτησης ὅλων τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι τό ὄνομά του ἔγινε γνωστό καί στούς ἐπισήμους τῆς Καπερναούμ.
Στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὡς γνωστό, ἡ Παλαιστίνη καί σχεδόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἦταν κάτω ἀπό τή ρωμαϊκή κυριαρχία. ῾Ο ρωμαϊκός στρατός εἶχε ἑκατοντάρχους (=λοχαγούς), χιλιάρχους (= συνταγματάρχες), ὑποστρατήγους καί στρατηγούς. Οἱ ἑκατόνταρχοι διοικοῦσαν ἕνα σῶμα ἑκατό ἀνδρῶν, τήν κεντουρία, ὑποδιαίρεση τῆς λεγεώνας, καί ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν τάξη καί τήν ἀσφάλεια συγκεκριμένης περιοχῆς. ῾Ο ἑκατόνταρχος τῆς περικοπῆς ἦταν ὁ στρατιωτικός διοικητής τῆς Καπερναούμ καί ὅλης τῆς περιοχῆς. ῾Ως Ρωμαῖος φυσικά ἦταν εἰδωλολάτρης. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν πίστευε στά εἴδωλα ἀλλά στόν ἀληθινό Θεό, πού τόν εἶχε γνωρίσει ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες. Μᾶς θυμίζει ἕναν ἄλλον εὐσεβῆ ἑκατόνταρχο, πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στίς Πράξεις, τόν Κορνήλιο. ᾿Εκεῖνος ἦταν ὁ πρῶτος ἐθνικός πού βαπτίστηκε, πῆρε Πνεῦμα ἅγιο καί ἔγινε μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας (10,1).
῾Η φήμη τοῦ ᾿Ιησοῦ ξύπνησε στόν ἑκατόνταρχο τῆς Καπερναούμ τήν ἐλπίδα γιά τή θεραπεία τοῦ δούλου του. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἐμφανίστηκε στόν ᾿Ιησοῦ, ἀλλά ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ἀπό κάποιους ἰουδαίους πρεσβυτέρους νά τόν παρακαλέσουν νά σώσει τόν δοῦλό του ἀπό τόν βέβαιο θάνατο πού τόν ἀπειλοῦσε (βλ. Λκ 7,1-10). Δέν πρόκειται γιά διαφωνία τῶν εὐαγγελιστῶν. ῾Απλῶς ὁ Ματθαῖος συντομεύει τή διήγηση καί λέγει ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος παρακάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ, χωρίς νά κάνει ἀναφορά στήν ἀντιπροσωπεία τῶν πρεσβυτέρων. ῾Υπάρχουν καί ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις στήν Καινή Διαθήκη. ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος π.χ. λέγει ὅτι οἱ υἱοί Ζεβεδαίου, ὁ ᾿Ιάκωβος καί ὁ ᾿Ιωάννης, ζήτησαν ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά καθίσουν στά δεξιά καί στά ἀριστερά του (10,35-37), ἐνῶ ὁ Ματθαῖος (20,20-21) διευκρινίζει ὅτι τήν παράκληση αὐτή τήν ὑπέβαλε ἡ μητέρα τους στόν ᾿Ιησοῦ. ᾿Εξάλλου, τόσο στό περιστατικό τοῦ ἑκατοντάρχου ὅσο καί τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου δέν ἀποκλείεται νά συνέβησαν καί τά δύο, ὁπότε ἡ διήγηση τοῦ ἑνός εὐαγγελιστοῦ πλουτίζει τήν ἐξιστόρηση τοῦ ἄλλου.
῾Ο ἑκατόνταρχος πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ παρακαλῶν αὐτόν, παρακαλεῖ τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερό του. Οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές φανερώνουν ψυχή εὐγενική, καλοπροαίρετη καί δεκτική στήν ἀλήθεια. «Μήν ἐξετάζεις ἁπλῶς τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀλλά πρόσθεσε καί τό ἀξίωμά του καί τότε θά δεῖς τήν ἀρετή τοῦ ἄνδρα. Εἶναι πράγματι μεγάλη ἡ ἀλαζονεία αὐτῶν πού βρίσκονται στήν ἐξουσία καί δέν ταπεινώνονται οὔτε στίς συμφορές», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
8,6-7. Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καί λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν.
῾Η λέξη παῖς ἐδῶ σημαίνει τόν δοῦλο, ὅπως φαίνεται καί στήν ἐξιστόρηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ (7,2-3.10). Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τήν καλοσύνη τοῦ ἑκατοντάρχου, πρέπει νά γνωρίζουμε τί σήμαινε δοῦλος τήν ἐποχή ἐκείνη. Κάθε δοῦλος στεροῦνταν τό πιό πολύτιμο πράγμα στόν κόσμο, τήν ἐλευθερία. Δέν εἶχε κανένα ἀνθρώπινο δικαίωμα, παρά μόνο τήν ὑποχρέωση νά δουλεύει σκληρά καί ἀδιάκοπα γιά τόν κύριό του. ᾿Αποτελοῦσε περιουσία τοῦ κυρίου του κι ἐκεῖνος μποροῦσε ὅποια ὥρα ἤθελε νά πουλήσει ἤ νά σκοτώσει τόν δοῦλο του. Αὐτή ἡ βάναυση συμπεριφορά ἔκανε τούς δούλους νά τρέφουν αἰσθήματα ἐκδικητικότητας πρός τά ἀφεντικά τους, νά ἐπαναστατοῦν ἤ νά δραπετεύουν μόλις ἔβρισκαν εὐκαιρία. Στήν περικοπή μας ὅμως βλέπουμε μία ἄλλη σχέση μεταξύ τοῦ ἑκατοντάρχου καί τοῦ δούλου του. ῾Ο δοῦλος «ἦν αὐτῷ ἔντιμος», ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, δηλαδή ἐπιμελής, ἄξιος, πιστός καί εἰλικρινής πρός τόν κύριό του, καί ὁ κύριος ἐκτιμοῦσε τήν καλή συμπεριφορά του, τόν ἀγαποῦσε, τόν σεβόταν καί συνδεόταν μαζί του.
῾Ο ρωμαῖος ἀξιωματικός αἰσθάνεται συμπάθεια ἀλλά καί εὐθύνη γιά τόν δοῦλο του, διότι κατοικοῦσε μαζί του, ἐν τῇ οἰκίᾳ, τόν εἶχε στό δικό του σπίτι, σάν παιδί του. ᾿Ενδιαφέρεται καί συμπάσχει μαζί του, λές καί γνωρίζει ἀλλά καί βιώνει τήν ἀλήθεια πού θά διακηρύξει ἀργότερα ὁ ἀπ. Παῦλος· «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Γα 3,28).
Παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος: ῾Η περιγραφή τῆς ἀσθένειας τοῦ δούλου πού βασανίζεται τρομερά, δικαιολογεῖ τήν παραμονή του στό σπίτι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτό εἶναι ἀπόδειξη τῆς μεγάλης πίστης τοῦ ἑκατοντάρχου· ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν πίστη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κατέβασαν τόν ἄλλο παραλυτικό ἀνοίγοντας τή σκεπή. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἀρκεῖ καί μόνο τό πρόσταγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά νά σηκωθεῖ ὁ κατάκοιτος, γι᾿ αὐτό θεώρησε περιττό νά τόν μεταφέρει ἐκεῖ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς κάνει ἐδῶ κάτι πού δέν ἔκανε πουθενά ἀλλοῦ προηγουμένως. Δέν ἐπιτελεῖ ἀμέσως τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ ὁ ἑκατόνταρχος, ἀλλά δείχνει τή διάθεσή του νά μεταβεῖ αὐτοπροσώπως στό σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου, γιά νά θεραπεύσει τόν παράλυτο δοῦλό του· ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν. ῾Ο Κύριος τό κάνει αὐτό γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀρετή τοῦ ἑκατοντάρχου.
8,8. Καί ἀποκριθείς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
῾Ο ἑκατόνταρχος ἀπαντᾶ μέ πολλή ταπείνωση. ῎Αν καί ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του, ὅμως δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο νά βρεθεῖ κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μέ τόν ᾿Ιησοῦ (πρβλ. τήν παρόμοια στάση τοῦ Πέτρου Λκ 5,8). ῾Ο ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας στό βιβλίο του «Τά θαύματα τοῦ Κυρίου» γράφει· «Αἱ ταπειναί ψυχαί ταπεινώνονται ἀκόμη περισσότερον ὅταν βλέπουν αὐτόν τόν Κύριον νά συγκαταβαίνει μέχρι τῆς σμικρότητός των καί νά ἐνδιαφέρεται δι᾿ αὐτάς».
Τή φράση τοῦ ἑκατοντάρχου Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς, τήν ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ μία κατανυκτική εὐχή τῆς θείας Μεταλήψεως, πού ἐκφράζει τή συντριβή καί τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται ἀνάξιος νά φιλοξενήσει στήν καρδιά του τόν Κύριο· «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος, οὐδέ ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς». ῞Ολοι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας εἶχαν ἐπίγνωση τῆς ἀτέλειας καί τῆς ἀδυναμίας τους, ὁμολογοῦσαν πάντοτε μέ μεγάλο δέος τήν ἀναξιότητα καί ἁμαρτωλότητά τους, ἀναγνωρίζοντας τήν τελειότητα τοῦ Χριστοῦ. Τό πρῶτο βῆμα τῆς λύτρωσης εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας, τό γκρέμισμα τῶν τειχῶν πού συνήθως κτίζουμε γιά νά δείξουμε στούς ἄλλους τή δύναμη καί τήν ὑπεροχή μας. Αὐτά μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά ἐμποδίζουν καί τήν πραγματική ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
῾Ο π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, ἐπισημαίνει· «῾Ο ἑκατόνταρχος εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς συγχρόνους του ᾿Ιουδαίους στήν ἀγάπη, στήν πίστη, καί στήν ταπείνωση. ᾿Ενῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἄν καί ἔβλεπαν κάθε μέρα τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς, καί μάλιστα οἱ ἄρχοντές τους, οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, μιλοῦσαν περιφρονητικά γιά τό πρόσωπό του καί τόν ὀνόμαζαν, “υἱόν τοῦ τέκτονος”, παιδί τοῦ μαραγκοῦ, ἀνάξιο τιμῆς, ὁ ἑκατόνταρχος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε στόν Χριστό, συγκρίνοντας τόν ἑαυτό του μέ τό ἄφθαστο ὕψος τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ, βλέπει ὅτι τεράστια εἶναι ἡ ἠθική ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Χριστό καί ὁμολογεῖ δημοσίως, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά τόν δεχθῆ στό σπίτι του» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν, σελ.151)
῾Ο Θεοτόκης θαυμάζει τήν ἄρρητη σοφία τοῦ Κυρίου μας, σχολιάζοντας τή συμπεριφορά του ἔναντι τῶν δύο ἐθνικῶν πού ζητοῦν τή βοήθειά του, τῆς Χαναναίας καί τοῦ ἑκατοντάρχου. Τήν Χαναναία τήν προκαλεῖ ὥστε νά ἐκφράσει τήν πίστη της. Στήν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου, γνωρίζει τήν πίστη του πρίν ἐκεῖνος τήν ἐκφράσει.
᾿Αλλά μόνον εἰπέ λόγῳ, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου: ῾Ο ἑκατόνταρχος ἐκφράζει τήν ἀκράδαντη πίστη του ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔχει τή δύναμη μέ ἕνα του λόγο νά θεραπεύσει καί ἀπό μακριά τόν δοῦλο. «Δέν εἶπε· Παρακάλεσε τόν Θεό, οὔτε εἶπε, προσευχήσου καί ἱκέτευσέ τον, ἀλλά πρόσταξε μόνο», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
8,9. Καί γάρ ἐγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καί πορεύεται, καί ἄλλῳ, ἔρχου, καί ἔρχεται, καί τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καί ποιεῖ.
῾Ο ἑκατόνταρχος κατοχυρώνει τήν προτροπή του πρός τόν ᾿Ιησοῦ μέ ἕνα προσωπικό του παράδειγμα.
᾿Εγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι κάτω ἀπό τίς διαταγές τῶν ἀνωτέρων μου, ἀλλά καί ὁ δικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀπό τούς ὑφισταμένους μου στρατιώτας. Ξέρω, λοιπόν, καλά τί σημαίνει μιά διαταγή. ῎Αν ἐγώ πού εἶμαι ἄνθρωπος μπορῶ νά δίνω διαταγές καί νά ἐκτελοῦνται, πόσο μᾶλλον ᾿Εσύ μέ τήν ὑπερφυσική σου δύναμη ἔχεις ἐξουσία νά θεραπεύσεις τήν ἀσθένεια; ῾Ο ἑκατόνταρχος ἀναγνωρίζει τήν παντοδύναμη, τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτός μπορεῖ ὅλα νά τά κατορθώσει, φθάνει νά δώσει μιά διαταγή.
β) ῾Ο θαυμασμός τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά τήν πίστη ἑνός ἐθνικοῦ (8,10)
8,10. ᾿Ακούσας δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καί εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐδέ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
Τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου προξενοῦν ἐντύπωση στόν Χριστό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε, ἔδειξε τό θαυμασμό του γιά τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ στρατιωτικοῦ μπροστά σέ ὅλους ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν, ἐπιτιμώντας ἔμεσα τήν ἀπιστία τῶν ἰουδαίων. ῾Η πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου προκάλεσε τόν θαυμασμό τοῦ ᾿Ιησοῦ, διότι ἦταν πίστη φιλάδελφη, ταπεινή καί ἀκλόνητη. ῾Η στάση τοῦ Κυρίου μας ἀποτελεῖ μιά προτροπή γιά ὅλους μας νά μιμηθοῦμε τό μέγεθος τῆς πίστης αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ. ᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι τά εὐαγγέλια χρησιμοποιοῦν δύο φορές τό ρῆμα ἐθαύμασε γιά τόν ᾿Ιησοῦ: ῾Η μία εἶναι ἐδῶ μέ ἀφορμή τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου καί ἡ ἄλλη μέ ἀφορμή τήν ἀπιστία τῶν Ναζαρηνῶν (βλ. Μρ 6,6).
Οὐδέ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον, ἀναφωνεῖ! Βλέπει τόν ἑκατόνταρχο νά πορεύεται πρός τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ τά παιδιά τοῦ ᾿Αβραάμ νά κατρακυλοῦν πρός τήν κόλαση. ῾Ο Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. ῾Ο Κύριος θαυμάζει τόν ἑκατόνταρχο καί μπροστά σέ ὁλόκληρο τό πλῆθος τοῦ λαοῦ τόν παρουσιάζει ὡς ὑπόδειγμα πρός μίμηση ἐπαινώντας τήν πίστη του. ῾Ο ἔπαινος ὅταν εἶναι δίκαιος καί δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν κολακεία, ἀποτελεῖ εὐγενικό κίνητρο γιά ἀκόμη μεγαλύτερα ἔργα. Εἶναι γι᾿ αὐτόν πού ἀγωνίζεται καί κοπιάζει μιά ἠθική τόνωση καί ἐνίσχυση στό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τῆς πίστης. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ὡς ἄριστος παιδαγωγός καί χειραγωγός τῶν ἀνθρώπων πολλές φορές χρησιμοποίησε τόν ἔπαινο (βλ. Μθ 13, 16-17· 15,28· 25,21-23· Λκ 10,19-24· 16,8· ᾿Ιω 1,48). Τήν ἴδια τακτική ἀκολουθοῦσε καί ὁ ἀπ. Παῦλος (Α´ Κο 11,2· Β´ Κο 8,18).
Τρία πολύτιμα ἀστέρια, παράσημα μεγάλης ἀξίας κοσμοῦν τόν ρωμαῖο αὐτόν στρατιωτικό, τρεῖς ἀρετές τόν διακρίνουν· ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπεινοφροσύνη.
῾Ο ἑκατόνταρχος εἶναι ἕνας κοσμικός ἄνθρωπος, ξένος καί εἰδωλολάτρης. Οἱ φαρισαῖοι καί πολλοί ᾿Ιουδαῖοι φαίνονται εὐσεβεῖς. Τόν ἑκατόνταρχο τόν διακρίνει ἀληθινή πίστη, ἐνῶ τούς «γνήσιους» ᾿Ισραηλίτες καθιστᾶ νόθους ἡ ἀπιστία.
Μόλις ὁ ἑκατόνταρχος ἔμαθε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται στήν Καπερναούμ, σπεύδει νά τόν παρακαλέσει γιά νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του. Δέν ζητᾶ καμμιά ἀτομική ἐξυπηρέτηση καί χάρη. Δέν κάνει ἐπίδειξη τοῦ πλούτου καί τῆς ἐξουσίας του. ᾿Αντίθετα μέ τίς ἰδέες τῶν ὁμοεθνῶν του, ἀγαπᾶ καί φροντίζει γιά τούς δούλους του.
Συναισθάνεται ἀκόμη τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀναξιότητά του στό νά ἔχει σχέση μέ τόν ᾿Ιησοῦ, ἕναν τόσο θαυμαστό ἄνθρωπο καί σπουδαῖο διδάσκαλο. Παρ᾿ ὅτι ἦταν στρατιωτικός ἄρχοντας τῆς περιοχῆς, μέ ζηλευτή κοινωνική θέση, ἐντούτοις ὁμολογεῖ δημόσια ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά φιλοξενήσει στό σπίτι του τόν ᾿Ιησοῦ. ῾Η ταπείνωση εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος, πού προσελκύει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Πρμ 3,34· Α´ Πέ 5,5). Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας συνέλαβαν καί βίωσαν στή ζωή τους τό μαγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης, τό ἐκφράζουν δέ θαυμάσια στή διδασκαλία τους. ᾿Ενδεικτικά ἀναφέρω τόν ἅγιο ᾿Ισαάκ τόν Σύρο πού ὀνομάζει τήν ταπεινοφροσύνη στολή τῆς Θεότητος. Μέ αὐτή, λέει, μᾶς ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια καί μᾶς κυκλώνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Η ταπείνωση εἶναι μυστική δύναμη καί χωρίς αὐτή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πετύχει τήν τελειότητα.
Οἱ ἀρετές τοῦ ἑκατοντάρχου εἶναι ἀπαραίτητες γιά τόν κάθε πιστό. Μέ τήν ταπεινοφροσύνη γνωρίζουμε καλά τόν ἑαυτό μας καί νιώθουμε ἐσωτερική ἁρμονία· μέ τήν ἀγάπη προσεγγίζουμε τόν ἀδελφό μας καί ζοῦμε εἰρηνικά μαζί του καί μέ τήν πίστη γνωρίζουμε καί συνδεόμαστε μέ τόν Θεό.
γ) ῾Υπόσχεση γιά τήν παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας (8,11-12)
Τά λόγια τοῦ Κυρίου πού καταγράφονται στούς δύο στίχους πού ἀκολουθοῦν τά διασώζει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σέ ἄλλη συνάφεια (13,28-29). ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος τοποθετώντας ἐδῶ τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ τονίζει πόσο κρίσιμη εἶναι ἡ κατάσταση γιά τούς ᾿Ιουδαίους, ἄν δέν παραδειγματιστοῦν ἀπό τήν προσέλευση τῶν ἐθνικῶν. ῾Ο Χριστός δηλαδή προαναγγέλλει καί προφητεύει τήν πίστη τῶν ἐθνικῶν στό πρόσωπό του ἀλλά καί τήν ἀπιστία τῶν ἰουδαίων.
8,11. Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά ᾿Αβραάμ καί ᾿Ισαάκ καί ᾿Ιακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν συνδυασμό τῶν χωρίων· ᾿Ησ 45,6· 49,12· 59,19· ᾿Ιρ 3,18· Μα 1,11. ῾Η μεσσιακή εὐτυχία παρουσιάζεται ἐδῶ μέ δεῖπνο, μιά εἰκόνα πολύ συνηθισμένη στούς ᾿Ιουδαίους (βλ. Μθ 22,1-14· Λκ 14,15-24· ᾿Απ 19,9) πού δηλώνει τήν πνευματική εὐφροσύνη τήν ὁποία θά ἀξιωθοῦν οἱ δίκαιοι στήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό στή μέλλουσα ζωή.
Θά ἔρθουν ἄνθρωποι ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν, δηλαδή ἀπό ὅλους τούς λαούς, καί ἀνακλιθήσονται, θά παρακαθίσουν στό τραπέζι ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι. ᾿Ακουμποῦσαν στό ἀριστερό πλευρό, γιά νά ἔχουν τό δεξί χέρι ἐλεύθερο νά πιάνουν τά σκεύη καί τά φαγητά, πού βρίσκονταν στό κέντρο σ᾿ ἕνα χαμηλό τραπέζι. ῎Ετσι ἔγινε καί ὁ Μυστικός Δεῖπνος. Γι᾿ αὐτό ὅπως ἐμεῖς λέμε «κάθισαν νά φᾶν», οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «ἀνεκλίθησαν φαγεῖν». ῞Οταν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς ἐδῶ λέει ἀνακλιθήσονται μετά ᾿Αβραάμ θέλει νά πεῖ «θά παρευρεθοῦν στό πνευματικό τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τόν ᾿Αβραάμ». «᾿Ανάκλισιν δέ λέγει τήν ἀνάπαυσιν, τήν ἀπόλαυσιν», γράφει ὁ Ζιγαβηνός. ῞Οσοι ἐργάζονται καί ἀγωνίζονται τώρα γιά τή σωτηρία τους, μετά ἀπό λίγο θά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Οἱ ᾿Ισραηλίτες, γιά νά δηλώσουν σέ ποιό Θεό πιστεύουν, ἔλεγαν «στόν Θεό πού πίστευε ὁ ᾿Αβραάμ καί ᾿Ισαάκ καί ᾿Ιακώβ», δηλαδή οἱ τρεῖς πατριάρχες καί γενάρχες τους. Γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός ἐδῶ ἀντί νά πεῖ ὅτι οἱ ξένοι θά πᾶνε στόν παράδεισο, λέει ὅτι οἱ ξένοι θά φᾶνε στό τραπέζι πού τρώει ὁ ᾿Αβραάμ καί ὁ ᾿Ισαάκ καί ὁ ᾿Ιακώβ.
᾿Αντιθέτα πρός τίς ἐθνικές προσδοκίες τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Κύριος στό στίχο δέν κάνει λόγο γιά ὑποταγή τῶν ἐθνῶν, ἀλλά γιά συμμετοχή τους στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία παρουσιάζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ δείπνου. ῾Ο Κύριος προαναγγέλλει πράγματι μία τρομερή ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων μέ τόν προειδοποιητικό αὐτό στίχο.
Εἶναι τραγικό ἀλλά καί σήμερα πολλοί χριστιανοί ζοῦν μέ τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τοῦ τέλειου πνευματικά ἀνθρώπου, κρίνουν τούς ἄλλους λησμονώντας ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τήν ἀνάγκη τῆς λύτρωσης πού προσφέρει ἡ ἀγάπη του.
8,12. οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.
Υἱοί τῆς βασιλείας, ἐδῶ δέν ἐννοοῦνται ὅλοι οἱ ἰουδαῖοι, ἀλλά μόνο ὅσοι ἀπό αὐτούς θά παραμείνουν ἀμετανόητοι ἐχθροί τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ Μεσσία. ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού θεωροῦν ἀναφαίρετο δικαίωμά τους τή συμμετοχή στή βασιλεία λόγῳ τῆς καταγωγῆς τους ἀπό τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Μθ 3,8-9). ῾Η προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρή ἀλλά καί κατηγορηματική. ῾Ο Κύριος τήν ἀπευθύνει καί σέ κάθε χριστιανό πού ἔχει τήν ἰδιότητα τοῦ υἱοῦ τῆς βασιλείας ἀλλά ζῆ ὑποκριτικά καί ἐπιφανειακά στή σχέση του μέ τόν Θεό.
Τό ἐκβληθήσονται δέν σημαίνει ὅτι θά διωχθοῦν ἀπό τήν αἴθουσα τοῦ δείπνου, ἀφοῦ πρῶτα εἰσέλθουν, ἀλλ' ὅτι δέν θά τούς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος. ῞Οσοι εἶναι ἐργάτες τῆς ἀδικίας, φυσικά, πηγαίνουν στόν τόπο ὅπου ἀνήκουν, εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἶναι ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων· τά μάτια θά κλαῖνε ἀκατάπαυστα ἀπό τή λύπη καί τήν ὀδύνη καί τά δόντια θά τρίζουν ἀπό τή φρίκη καί τήν ἀπελπισία. ῾Η εἰκόνα αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος (βλ. Μθ 8,12· 24,51), ὅταν θέλει νά δείξει τήν ὀδύνη καί τήν τραγικότητα τῆς κόλασης.
῾Η κόλαση εἶναι μιά πραγματικότητα, γιά τήν ὁποία μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέγει ὅτι κόλαση εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Κυρίου. Εἶναι προσωπική μας ἐπιλογή νά μείνουμε ἔξω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. ᾿Απ 22,15), ἔξω ἀπό τίς πύλες, ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ αἰώνια φωτιά, ὅπου οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί θά λάβουν τήν ἀνταμοιβή γιά τά βδελυρά τους ἔργα.
῾Ο Θεός ἔδειξε μέ διάφορους τρόπους τό ἐνδιαφέρον του γιά τό λαό του. ῞Οταν ὅμως ἐκεῖνος τόν ἀπέκρουσε, στράφηκε στούς ἐθνικούς. Νά ἀνήκει κανείς τυπικά σ᾿ ἕνα σύνολο, πού φέρει τόν τίτλο «λαός τοῦ Θεοῦ», δέν ἀποτελεῖ ἐχέγγυο σωτηρίας. Γιά τούς ᾿Ισραηλίτες, πού θεωροῦσαν ὅτι δικαιωματικά τούς ἀνήκουν οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιά τοῦ ᾿Αβραάμ, λέγει ἡ Γραφή· «ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ» (Μθ 3,9· πρβλ. Λκ 3,8). Δηλαδή, μέ τήν ἀπόρριψη τῶν ᾿Ιουδαίων δέν θά μείνει ὁ Θεός χωρίς λαό. ᾿Αφοῦ αὐτοί ἀποδείχθηκαν σκληροί σάν τίς πέτρες, μπορεῖ ὁ Θεός ν᾿ ἀναστήσει δικό του λαό ἀπό τούς ἐθνικούς. ῾Η ἴδια προειδοποίηση ἰσχύει καί γιά ὅσους τυπικά καί ἐξωτερικά ἀνήκουν στήν ᾿Εκκλησία, στόν νέο λαό τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τύπος καί τό σχῆμα μόνα τους δέν σώζουν τόν ἄνθρωπο. ῾Η πραγματική πίστη βρίσκεται στήν ἀγάπη, στήν ἐλευθερία, στή θυσία, στήν πρόθυμη ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
δ) ῾Η ἀμοιβή τῆς πίστεως (8,13)
8,13. Καί εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
῾Ο στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τή συνέχεια τοῦ στίχου 10. ῾Ο Κύριος ἀμείβει τόν ἑκατόνταρχο γιά τήν ἀκράδαντη πίστη του μέ τή θεραπεία τοῦ ἀγαπημένου δούλου. Τοῦ χαρίζει ὅμως καί αἰωνία πνευματική ἀμοιβή. Τόν συγκαταριθμεῖ ἀπό τήν ἴδια στιγμή μεταξύ ἐκείνων, πού θά ἀπολαμβάνουν τήν ἀτελεύτητη χαρά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Στά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου βλέπουμε, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔδωσε τῷ ἑκατοντάρχῳ περισσότερα καί ἀνώτερα ἀπό ὅσα ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε. Πῆγε νά παρακαλέσει γιά τή θεραπεία τοῦ δούλου του καί ἔλαβε ὄχι μόνο αὐτή, ἀλλά καί τήν ἐπιδοκιμασία καί τόν δημόσιο ἔπαινο τῆς πίστης του. Αὐτό εἶναι μιά σπουδαία ἀμοιβή τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας του, διότι ἔσπευσε νά παρακαλέσει τόν Κύριο ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἤ γιά κάποιο ἀπό τά παιδιά του, ἀλλά γιά τόν δοῦλο του. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού φροντίζει γιά τό καλό τῶν ἄλλων, ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο πάνω σ᾿ ἐκείνους, ἀλλά καί στόν ἑαυτό του, πρῶτος αὐτός ἀποζημιώνεται γιά τόν κόπο καί τήν προσφορά του.
῾Η προσταγή τοῦ Κυρίου γενηθήτω σοι μᾶς θυμίζει τή φωνή τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. «Αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν» (Ψα 148,5). «Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ, ἐν ταῖς θαλάσσαις καί ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις» (Ψα 134,6).
῾Ως ἐπίστευσας σημαίνει καί «ὅπως ἐπίστευσες» ἀλλά καί «ἐπειδή ἐπίστευσες». ῾Η πίστη τοῦ ρωμαίου ἀξιωματικοῦ πού ἐκφράστηκε ὡς ἐμπιστοσύνη καί ἀναγνώριση τοῦ ᾿Ιησοῦ, ζυγίστηκε πνευματικά καί ἔλαβε τό ἰσοστάσιό της σέ χάρη. Γι᾿ αὐτό ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ ἀμέσως τή θεραπεία τοῦ δούλου. Εἶναι σάν νά τοῦ λέει· «Λάβε τό χάρισμα ἀνάλογον τῇ πίστει σου», σημειώνει ὁ Θεοτόκης.
Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ: ῾Η ἄμεση θεραπεία ἀποδεικνύει τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί μᾶς διδάσκει τή δύναμη τῆς προσευχῆς πού γίνεται μέ ταπεινοφροσύνη, πίστη καί ἀγάπη. ᾿Ακόμη καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὁ Θεός κρίνει ὅτι ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος πρέπει νά μή θεραπευθεῖ γιά σοφούς σκοπούς πού ὁ ἴδιος γνωρίζει καί ὅταν τήν ἀφήσει νά προχωρήσει πρός τό θάνατο, πάλι ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη δέν μένει χωρίς ἀπάντηση καί χωρίς εὐεργετικό ἀποτέλεσμα. Τό ἀποτέλεσμα αὐτό φαίνεται στήν ψυχή τοῦ προσευχομένου. Θά δώσει ὁ Θεός θεραπεία πολύ ἀνώτερη ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· θά δώσει ὑπομονή καί καρτερία καί διά τῆς ὑπομονῆς θά ἐξαγνίσει καί θά ἐξαγιάσει τόν ἄνθρωπο.
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
῾Η ἐμπιστοσύνη στόν Θεό νικᾶ τή μέριμνα καί τό ἄγχος
῾Η εὐαγγελική περικοπή τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου πού περιέχεται στά κεφάλαια 5-7. ῞Ολη ἡ συνάφεια (6,19-34) εἶναι ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τῶν αἰτημάτων τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, ἰδιαίτερα τοῦ αἰτήματος «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον» (6,11), σέ συσχετισμό μέ τό βασικό αἴτημα «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (6,10). Στήν περικοπή μας ἀναπτύσσονται δύο θέματα. Στούς στίχους 22-24 ἀναφέρονται οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἐνῶ στούς 25-33 παρουσιάζεται μέ ἁπλά παραδείγματα ἡ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ γιά ὅλα τά δημιουργήματά του καί ἰδιαίτερα γιά τόν ἄνθρωπο. Στή διδαχή αὐτή ὁ ᾿Ιησοῦς ὑψώνει τίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του ἀπό τήν ταραχή καί τή μέριμνα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων στήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
α) ῾Ο ὀφθαλμός, λύχνος τοῦ σώματος (6,22-23)
῾Ο Κύριος στόν προηγούμενο στίχο τόνισε ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου αἰχμαλωτίζεται καί ὑποδουλώνεται σέ ὅ,τι θεωρεῖ θησαυρό· «῞Οπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (6,21). Τί βλέπει ὅμως ὁ καθένας γιά θησαυρό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ἀπό τό πόσο ὑγιῆ εἶναι ὥστε νά διακρίνουν σωστά τά πράγματα.
6,22-23. ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου σκοτεινόν ἔσται. Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον;
Τό παράδειγμα τοῦ λύχνου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τό ἀναφέρει καί ὁ Λουκᾶς (11,34-36) ἀλλά περισσότερο ἀνεπτυγμένο.
῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός: Τό μάτι δίνει φῶς σέ ὅλο τό σῶμα. Σάν λύχνος, λυχνάρι, μπαίνει στό λυχνοστάτη τοῦ σώματος, γιά νά μᾶς φωτίζει νά βλέπουμε καί νά περπατοῦμε.
Τό μάτι, ὁ ὀφθαλμός, χαρακτηρίζεται ἁπλοῦς ἤ πονηρός, καί ὄχι ὑγιής ἤ ἀσθενής, πού ταιριάζουν στό φυσικό μάτι. Μ᾿ αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς, καθώς καί μέ τή συνάφεια ὅλης τῆς διδασκαλίας, ὁ Κύριος βοηθάει τούς ἀκροατές του νά ἀντιληφθοῦν ὅτι τούς μιλάει γιά τόν πνευματικό ὀφθαλμό, τά μάτια τῆς ψυχῆς. Τά μάτια αὐτά εἶναι ἡ πίστη, ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ καλή προαίρεση.
῾Ο ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας στό βιβλίο του «῾Η ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία» γράφει· «῾Η ἔννοια τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς· ᾿Επειδή τό μάτι τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶναι τό μοναδικόν φωτιστικόν ὄργανόν του, τό λυχνάρι του, ὁ λαμπτήρ του, διά τοῦτο ἡ ὅλη κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τό φῶς, ὡς πρός τήν ὅρασιν, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποιότητα τοῦ ματιοῦ, ἀπό τήν ὑγιεινήν του κατάστασιν. Τοῦτο ἰσχύει καί διά τό μάτι τῆς ψυχῆς. ᾿Από τήν ποιότητα καί τήν ἠθικήν αὐτοῦ κατάστασιν ἐξαρτᾶται ἡ ἠθική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὅλη ζωή καί κατεύθυνσις αὐτοῦ, ὁ μέγας προορισμός του. ῾Η καρδία, ὁ νοῦς εἶναι μάτι τῆς ψυχῆς».
῾Απλοῦς ὀφθαλμός σημαίνει ὑγιής, πού δέν ἀλλοιθωρίζει. ῞Οταν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς εἶναι πονηρός, ἀσθενής, διότι ἔχει ὑποστεῖ βλάβη καί φθορά ἀπό τήν ἁμαρτία, τότε ὅλον τό σῶμά σου σκοτεινόν ἔσται, εἶσαι βυθισμένος στό σκοτάδι. «Σκόπει μή ὁ νοῦς, ὁ φωταγωγός τῆς ψυχῆς σου, σκοτισθῇ ὑπό τῶν παθῶν», προτρέπει ὁ Ζιγαβηνός. Πρόσεξε μήπως τό φῶς μέσα σου γίνει σκοτάδι, μήπως ἡ ἁπλότητα τῆς ψυχῆς σου διαστρεβλωθεῖ ἀπό κακία, φθόνο, μίσος, ὁπότε βουλιάζεις πιά στήν ἁμαρτία καί τίποτε δέν σέ σώζει. Νά εἶσαι εἰλικρινής καί πρόθυμος νά δεχθεῖς τό φῶς. Καί ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος λέει· «ἐάν προσηλώσῃς τόν νοῦν τῇ τῶν χρημάτων φροντίδι, ἔσβεσας τόν λύχνον, ἐσκότισάς σου τήν ψυχήν». ῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ θεραπεία πού προσφέρει ἡ ᾿Εκκλησία μέ τή μετάνοια, πού ἀνανεώνει τό βάπτισμα, καί τή θεία Κοινωνία ἡ ὁποία «θεοῖ τό πνεῦμα, τόν δέ νοῦν τρέφει ξένως», ὅπως λέγεται σέ μιά εὐχή τῆς ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος μέ μεγάλη παραστατικότητα ἐξηγεῖ· «᾿Ασφαλῶς, λοιπόν, δέν θά προτιμοῦσες νά φορεῖς χρυσά, νά εἶσαι ντυμένος μέ ροῦχα μεταξωτά, καί νά εἶναι χαλασμένα τά μάτια σου, ἀλλά θεωρεῖς τήν ὑγεία τῶν ματιῶν σου πιό ποθητή ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν τήν καταστρέψεις καί τή χαλάσεις, δέν σέ ὠφελεῖ πλέον νά ζῆς. ῞Οπως μέ τήν τύφλωση τῶν ματιῶν, ὅταν σβήσει πιά γι᾿ αὐτά τό φῶς, χάνεται τό μεγαλύτερο ποσοστό τῆς ἐνεργητικότητος τῶν ἄλλων μελῶν, ἔτσι καί ὅταν καταστραφεῖ ὁ νοῦς σου, ἡ ζωή σου θά γεμίσει ἀπό μύρια δεινά. ῞Οπως, λοιπόν, στή φροντίδα τοῦ σώματος θέτουμε ὡς σκοπό νά ἔχουμε τά μάτια μας γερά, ἔτσι καί στήν ψυχή ἀποβλέπουμε ὥστε νά ἔχουμε ὑγιῆ τό νοῦ. ῎Αν τραυματίσουμε αὐτό πού παρέχει φῶς καί στά ἄλλα, πῶς θά μπορέσουμε νά δοῦμε; ῞Οπως αὐτός πού φράζει τήν πηγή, ξηραίνει τόν ποταμό, ἔτσι καί ὅποιος θολώνει τό νοῦ του, βλάπτει ὅλη τήν δραστηριότητά του στή ζωή αὐτή».
Οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται στό σκοτάδι διότι μισοῦν τό φῶς. Τά φαῦλα ἔργα τους ξεσηκώνουν στήν ψυχή τους μίσος γιά τό φῶς (βλ.᾿Ιω 3,19-20).
῎Αν πολλά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου δέν τά καταλαβαίνουμε, ἄν μᾶς φαίνονται δυσβάστακτα καί μᾶς ἐνοχλοῦν, δέν εἶναι διότι ὁ Θεός μᾶς ζητᾶ ὑπερβολικά πράγματα. Σίγουρα ἀφήσαμε μέσα στόν ἑαυτό μας κάποιο σημεῖο σκοτεινό, μιά πληγή ἀνοιχτή πού κάθε ἄγγιγμά της ἐπιφέρει πόνους. ᾿Ακόμη καί μιά μικρή ἁμαρτωλή ἀπόκλιση διαστρέφει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται νά κάνουμε σωστή διάγνωση καί νά ἀποδεχθοῦμε ταπεινά τή θεραπεία. Τό εὐαγγέλιο βρίσκει τόπο στίς ψυχές πού δέχονται νά φωτιστοῦν μέ τό φῶς του, χωρίς νά κρατοῦν σκοτεινά σημεῖα στήν προσωπικότητά τους.
Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος, τό σκότος πόσον; ῾Η ἁμαρτία ἐνεργεῖ στό νοῦ καί στήν καρδιά ὅπως ὁ πυκνός καπνός στά σωματικά μάτια πού τά σκοτίζει καί τά τυφλώνει. ᾿Εάν ὁ νοῦς, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν φωτίζει καί νά τόν καθοδηγεῖ σωστά στή ζωή του, ἔγινε σκοτεινός ἀπό τήν κακία καί τήν ἁμαρτία, ἔγινε δηλαδή κοσμικός καί διεφθαρμένος, τότε τό σκότος πόσον; Τότε ἡ σάρκα, πού ποθεῖ τά ἔργα τοῦ σκότους, σέ πόσο πυκνό σκοτάδι ἁμαρτίας θά βυθισθεῖ συμπαρασύροντας ὅλο τόν ἄνθρωπο; Τότε πόσο μεγάλη θά εἶναι ἡ κατάπτωση στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς διαφθορᾶς; Πραγματικός καταποντισμός μέσα στό πέλαγος τῶν κακῶν. ῾Υπάρχει καί στήν ἁμαρτία μία πρόοδος, ἀλλά πρός τό χειρότερο. «῞Οταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξει καί σβήσει τό λυχνάρι καί ὁ ἀρχηγός αἰχμαλωτισθεῖ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στούς ὑπηκόους;», διερωτᾶται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, νά εἶναι καθαρός καί φωτεινός ὥστε νά διακρίνει καί νά ἀξιολογεῖ σωστά. ῎Ετσι θά μπορέσει νά βρεῖ τόν ἀληθινό θησαυρό, τόν Χριστό, καί νά ἐμπιστευθεῖ σ᾿ αὐτόν τή ζωή του.
β) ᾿Αδύτατη ἡ προσκόλληση σέ δύο κυρίους (6,24)
᾿Εφόσον μέ ξεκάθαρο νοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τόν Θεό, πρέπει ἀπό κεῖ καί πέρα νά τόν ὑπηρετήσει ἀποκλειστικά καί ἀφοσιωμένα, νά ἐγκαταλείψει στά παντοδύναμα χέρια του ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἑαυτό του, τά σχέδιά του, τίς ἐπιδιώξεις του καί κάθε μικρή καί μεγάλη ἀνάγκη τῆς ζωῆς του. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀποβάλει ἀπό τήν καρδιά του ὅλα τά εἴδωλα, τά ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ὁποῖα μέχρι τώρα ζητοῦσε ἀσφάλεια καί δύναμη.
6,24. Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ.
Μήν ξεγελᾶτε τόν ἑαυτό σας μέ τή σκέψη ὅτι μπορεῖτε νά εἶστε προσκολλημένοι στόν πλοῦτο καί νά ὑπηρετεῖτε καί τόν Θεό, τονίζει ὁ Χριστός.
Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν: Κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους. ῾Ο δοῦλος ἀνήκει ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά στόν κύριο πού τόν ἀγόρασε. ῾Επομένως δέν εἶναι δυνατόν ν᾿ ἀναγνωρίζει δικαιώματα ἰδιοκτησίας καί σέ ἄλλον.
῎Η ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει: ᾿Αντέχομαί τινος σημαίνει προσκολλῶμαι γερά σέ κάποιον καί τόν φροντίζω. ᾿Αντίθετα, τό καταφρονῶ δηλώνει περιφρόνηση καί ἀδιαφορία. Πολύ ὡραῖα ἐκφράζει αὐτή τήν ἀντίθεση ὁ ἅγιος ᾿Ιάκωβος στήν ἐπιστολή του· «῾Η φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅς ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (4,4).
Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ: Μαμωνᾶς (πρβλ. Λκ 16,9) εἶναι λέξη συροχαλδαϊκή πού πέρασε στήν ἑβραϊκή. ῎Ετσι ὀνόμαζαν τόν συριακό θεό τοῦ πλούτου γι᾿ αὐτό καί ἡ λέξη κατέληξε νά δηλώνει τόν πλοῦτο, τό θησαυρό, τό κέρδος καί γενικά τά φθαρτά ἀγαθά. «᾿Ονόμασε ἐδῶ (ἡ Γραφή) τόν μαμωνᾶ κύριο, ὄχι ἐξαιτίας τῆς φύσης του, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ταλαιπωρίας πού ὑφίστανται ὅσοι ὑποκλίνονται σ᾿ αὐτόν. ῎Ετσι ἀλλοῦ καλεῖ καί τήν κοιλιά θεό, ὄχι γιά τό ἀξίωμα αὐτῆς τῆς δεσποσύνης, ἀλλά γιά τήν ἀθλιότητα τῶν δούλων της», διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Χαρακτηρίζεται μαμωνᾶς τῆς ἀδικίας, διότι τό χρῆμα εἶναι ἄδικο· κι ὅταν ἀκόμη τό κληρονομοῦμε ἤ οἱ δουλειές μας πᾶνε καλά, καί τότε δέν εἶναι ἀπόλυτα δικό μας, εἴμαστε ἁπλοί διαχειριστές του. ᾿Εάν τό σφετερισθοῦμε, κάνουμε κατάχρηση καί ἡ ἀδικία μᾶς καταστρέφει.
῾Η ὑποδούλωση στό χρῆμα ἐκδηλώνεται μέ τό πάθος τῆς πλεονεξίας «ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κλ 3,5· πρβλ. ᾿Εφ 5,5). «Εἶναι πολύ φρικτό», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «τό νά γίνεται κανείς δοῦλος τοῦ χρήματος καί νά προτιμᾶ ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ τήν τυραννία τοῦ χρυσοῦ». ῞Οσοι δουλεύουν στό μαμωνᾶ, καταφρονοῦν καί μισοῦν τόν Θεό. Δέν μποροῦμε νά δουλεύουμε καί στούς δύο, ἀφοῦ ἡ ὑπηρεσία τους εἶναι ἀσυμβίβαστη καί οἱ παραγγελίες τους εἶναι μεταξύ τους ἀντίθετες. ῞Οσοι δουλεύουν στόν Θεό, καταφρονοῦν καί μισοῦν τό μαμωνᾶ. ῾Ο Θεοφύλακτος γράφει κατηγορηματικά· «᾿Εκεῖνος πού εἶναι προσκολλημένος στόν πλοῦτο καί προσπαθεῖ νά τόν κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος Θεοῦ. ῾Επομένως, ἄν θέλεις νά διαχειρίζεσαι σωστά τόν πλοῦτο, μή γίνεσαι δοῦλος του».
Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει· «Καί ὁ ᾿Ιώβ ἦταν πλούσιος, ἐν τούτοις ὅμως δέν ὑπηρετοῦσε τόν μαμωνᾶ, ἀλλά τόν ἐξουσίαζε. ῏Ηταν κύριος καί ὄχι δοῦλος. ῞Ολα ἐκεῖνα πού εἶχε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του, τά εἶχε ὡς διαχειριστής ξένων χρημάτων. ῎Οχι μόνο δέν ἅρπαζε τά ξένα, ἀλλά καί τά δικά του τά δώριζε σέ αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκη... γι᾿ αὐτό δέν λυπήθηκε ὅταν ἔχασε τήν περιουσία του. Σήμερα ὅμως δέν εἶναι τέτοιοι οἱ πλούσιοι, ἀλλά συμπεριφέρονται χειρότερα καί ἀπό τούς δούλους, μοιάζουν σάν νά πληρώνουν φόρους σέ σκληρό τύραννο. ῾Η μανία τῶν χρημάτων μοιάζει μέ κάποια ἐξουσία πού κατακυριεύει τό νοῦ τους καί καθημερινά τούς στέλνει διαταγές πού εἶναι γεμάτες ἀπό κάθε παρανομία, καί ὅμως κανείς δέν τίς παρακούει».
῾Ο π. Αὐγουστίνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, διαπιστώνει· «Καί σήμερα ἄν ρίξουμε μιά ματιά στόν κόσμο, θά δοῦμε ὅτι ὁ μαμωνᾶς δέν ἔπαψε νά λατρεύεται. Καί στίς χῶρες ἀκόμη ἐκεῖνες πού ὀνομάζονται χριστιανικές, ἀλλά δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ χρυσός καί ὄχι ὁ Χριστός εἶναι ὁ θεός τοῦ αἰώνα μας. Κράτη μεγάλα καί ἰσχυρά εἶναι ἕτοιμα σάν ἄγρια θηρία νά ὁρμήσουν τό ἕνα πάνω στό ἄλλο γιά τούς ὑλικούς θησαυρούς, γιά τό μαμωνᾶ» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν, σελ. 141-142).
γ) ῾Η πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς (6,25-32)
῾Η ἐναγώνια μέριμνα ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο στίς βιοτικές ἀνάγκες. Δείχνει ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, ὑποτίμηση τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργικῆς πρόνοιάς του γιά τόν κόσμο. ῾Ο Κύριος τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ θαυμαστή ἁπλότητα καί μέ εἰκόνες παρμένες ἀπό τήν ἀμέριμνη καί ἀτάραχη φύση πού εἶναι κι αὐτή ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
6,25. Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχί ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
῾Ο Κύριος ἐξακολουθεῖ νά ἀπευθύνεται πρός τούς μαθητές του ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά γίνουν μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας του.
Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, γι᾿ αὐτό, ἐπειδή γίνεστε σκλάβοι στόν μαμωνά ἀπό τήν ἀγωνία νά ἱκανοποιήσετε τίς βιοτικές ἀνάγκες, γιά νά γλυτώσετε ἀπό αὐτή τήν παγίδα σᾶς προτρέπω· μή μεριμνᾶτε!
Μέριμνα εἶναι ἡ ὑπερβολική φροντίδα, πού παρασύρει τόν ἄνθρωπο σέ ἔγνοιες καί ἀνησυχίες. ῾Η προτροπή μή μεριμνᾶτε δέν σημαίνει μήν ἐργάζεστε, διότι ἡ ἐπιμέλεια καί ἡ φροντίδα γιά τό καθῆκον δέν λέγεται μέριμνα. Σημαίνει μή φροντίζετε μέ ἀγωνία καί ἀνησυχία καί μήν προσπαθεῖτε νά ἀποθηκεύσετε ἀγαθά γιά ἀργότερα. ῾Η ἀγωνιώδης αὐτή μέριμνα, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει ἄτομα καί σύνολα, ἀποτελεῖ τήν ἐξωτερίκευση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀνασφάλειας, τό φόβο μπροστά στό ἄγνωστο μέλλον. ῾Ο Θεός βέβαια δέν θέλει τόν ἄνθρωπο ὀκνηρό καί ἀργό. Τόν θέλει νά ἐργάζεται, νά φροντίζει καί νά προνοεῖ, χωρίς ὅμως νά λησμονεῖ ὅτι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψα 126,1). ᾿Επίσης δέν μᾶς ἀπαγορεύει νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα μας, ὡστόσο θέλει νά ζοῦμε σέ μία ἀτμόσφαιρα ἤρεμη καί εἰρηνική. Στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἐπαινεῖται καί προβάλλεται ὡς ἀνδρεία ἡ γυναίκα ἐκείνη πού δέν ἀσχολεῖται μέ φλυαρίες καί μάταια πράγματα, ἀλλά μέ τήν ἐργατικότητα καί τή νοικοκυροσύνη της στέκεται πολύτιμη βοηθός τοῦ συζύγου της, φροντίζοντας νύχτα μέρα γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ (βλ. 31,10-28).
Θά καταλάβουμε τό πνεῦμα τῆς προτροπῆς αὐτῆς, ἄν γνωρίζουμε τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν συνήθως γεωργοί καί κτηνοτρόφοι· τά περισσότερα ἀγαθά τά παρήγαγαν καί τά παρασκεύαζαν μόνοι τους. ᾿Αποθήκευαν τό σιτάρι τους γιά νά ἔχουν τό ψωμί ὅλης τῆς χρονιᾶς. Τό ἴδιο ἔκαναν καί μέ ἄλλα προϊόντα πού μποροῦσαν νά διατηρηθοῦν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὁ ἴδιος δούλευε μέχρι τά 30 του χρόνια. ῎Εκανε χειρωνακτικές ἐργασίες καί σίγουρα θά ἀποθήκευε τό σιτάρι γιά τό ψωμί τῆς χρονιᾶς. Αὐτό πού ἐλέγχει ἐδῶ εἶναι ἡ μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου γιά τά ὑλικά ἀγαθά πού φτάνει νά καταπνίγει τό ἐνδιαφέρον γιά τόν Θεό. ῾Ο Κύριος προτρέπει νά μήν ἔχουμε ἀγωνιώδη μέριμνα, ἡ ὁποία συχνά ἐξελίσσεται σέ ἀπληστία καί ἀπελπισία· νά ἐργαζόμαστε, ἀλλά γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας νά ἐμπιστευόμαστε στή φιλεύσπλαγχνη πρόνοια τοῦ οὐράνιου πατέρα μας. ῾Η μέριμνα μᾶς ἀπομακρύνει καί ἀπό τά πλέον προσφιλῆ μας πρόσωπα, ἀπό τά ἴδια τά ἀδέλφια μας καί τούς συγγενεῖς μας, ἀπό τούς συνανθρώπους μας. Μᾶς καθιστᾶ ἀντικοινωνικούς, φίλαυτους, μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν πραγματικό σκοπό καί προορισμό τῆς ζωῆς μας.
᾿Επιπλέον, ἡ μέριμνα βλάπτει καί τήν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου· ἀφαιρεῖ τόν ὕπνο καί προκαλεῖ τρομακτικούς ἐφιάλτες. Καταργεῖ τήν ἐλπίδα καί ξεσηκώνει μέσα στήν ψυχή φόβους. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά μή βλέπει τήν αἰσιόδοξη ὄψη τῶν πραγμάτων ἀλλά μόνο τήν ἀποθαρρυντική καί μελαγχολική. ῾Υπάρχουν, μάλιστα, καί περιπτώσεις πού ἡ ὑπερβολική μέριμνα ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία καί στήν αὐτοκτονία.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλη εὐκαιρία βάζει τή μέριμνα παράλληλα πρός τή μέθη καί τήν κραιπάλη (βλ. Λκ 21,34), διότι κι αὐτή θολώνει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κι ἐκεῖνες.
Τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε: ῾Η ψυχή ἐδῶ ἔχει τήν ἔννοια τῆς ζωῆς. «῎Οχι ἐπειδή ἡ ψυχή ἔχει ἀνάγκη τροφῆς, διότι εἶναι ἀσώματη, ἀλλά ὁ Κύριος μίλησε σύμφωνα μέ τήν κοινή συνήθεια. Διότι ἄν καί δέν ἔχει ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλ᾿ ὅμως δέν μποροῦσε μέ ἄλλο τρόπο νά κατοικεῖ στό σῶμα παρά μόνο ἐάν τρέφεται τό σῶμα», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Οὐχί ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ῾Ο Κύριος χρησιμοποιεῖ ἕνα λογικό ἐπιχείρημα. ῾Η ψυχή, ἡ ζωή, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο καί ἀνώτερο ἀπό τήν τροφή, ὅπως καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα. ῞Οταν σέ κάποιο ἀτύχημα καταστραφεῖ τό ἔνδυμά μας, μπορεῖ νά στενοχωρηθοῦμε, ἀλλά χαιρόμαστε διότι δέν ἔπαθε τίποτε τό σῶμα μας. ῎Εστω καί ἄν ἐπιζήσουμε πληγωμένοι, καί πάλι χαιρόμαστε. ῎Ετσι μέ τό παράδειγμα αὐτό ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει ὅτι ἔχουμε κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή μας, ἀπό τό σῶμα μας. Εἶναι τό πνεῦμα μας, ἡ πνευματική ζωή, ἡ ψυχή μας ὡς ἀθάνατο καί αἰώνιο στοιχεῖο. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή καί τήν αἰώνια ἀποκατάστασή της ὁ Θεός κατέστρωσε ὁλόκληρο τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. ᾿Αφοῦ, λοιπόν, φροντίζει γιά τά μεγαλύτερα καί δυσκολότερα, τοῦ εἶναι δύσκολο νά μᾶς ἐξασφαλίσει αὐτά πού εἶναι δευτερεύοντα; ᾿Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε τό σῶμα καί τή ζωή· μποροῦμε, λοιπόν, νά ἐμπιστευθοῦμε σ᾿ αὐτόν ὅτι θά μᾶς προμηθεύσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διατήρηση καί τήν προστασία τους.
6,26. ᾿Εμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
᾿Εμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ: ῾Ο Θεοφύλακτος λέγει· «θά μποροῦσε νά προβάλει τούς ἁγίους προφῆτες πού τούς ἔτρεφε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τόν ᾿Ηλία καί τόν Μωυσῆ γιά παράδειγμα. ᾿Αλλά ἀναφέρει τά πτηνά πρός μεγαλύτερη ντροπή μας». ῾Υπάρχουν πολυάριθμα καί ποικίλα εἴδη πουλιῶν καί ὁ Θεός τά τρέφει καί τά φροντίζει ὅλα. «῎Εγνωκα πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ» (Ψα 49,11). Εἶναι σπάνιο φαινόμενο νά βρεθεῖ κάποιο πουλάκι νεκρό ἀπό πείνα, ἀκόμη καί τό χειμώνα.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Θεό πατέρα ὑμῶν τῶν ἀκροατῶν του. ῎Ετσι τούς τιμᾶ καί συγχρόνως τούς ἐλέγχει.
Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; ῾Ο Θεός, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά ὅλα τά πουλιά, προνοεῖ πολύ περισσότερο γιά μᾶς, πού διαφέρουμε τόσο ἀπό αὐτά. ᾿Εμεῖς εἴμαστε θείας καταγωγῆς καί ἀπολαμβάνουμε τήν ἰδιαίτερη φροντίδα του.
«Σύ διαφέρεις αὐτῶν πολύ· σύ λογικός, ἐκεῖνα ἄλογα· σύ ἀθάνατος, ἐκεῖνα θνητά· σύ δεσπότης, ἐκεῖνα δοῦλα· ἐκεῖνα διά σέ, οὐχί σύ δι᾿ ἐκεῖνα ἐγένου· ἐάν λοιπόν ὁ Θεός τρέφει ἐκεῖνα, πόσῳ μᾶλλον θρέψει σέ, τόν βασιλέα ἐκείνων;», τονίζει ὁ Θεοτόκης.
6,27. Τίς δέ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
Τό ρῆμα μεριμνῶ στό στίχο αὐτό δέν σημαίνει μόνο «ἀνησυχῶ», ἀλλά καί «σκέπτομαι, ἐμβαθύνω, ὑπολογίζω μέ φροντίδα».
Πῆχυς ὀνομάζεται τό μέρος τοῦ βραχίονα ἀπό τόν ἀγκώνα μέχρι καί τήν ἄκρη τοῦ μεσαίου δακτύλου. ῾Η ἀπόσταση αὐτή καθιερώθηκε ἀπό παλιά ὡς μέτρο μήκους, τόν γνωστό μας πῆχυ. ῞Οσο καί ἄν μεριμνᾶ κάποιος δέν μπορεῖ νά προσθέσει οὔτε ἕναν πῆχυ ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ, στό ἀνάστημά του, οὔτε μερικά χρόνια στή ζωή του.
῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι τό ἀνάστημα τῶν παιδιῶν αὐξάνει στήν πιό ἀμέριμνη περίοδο τῆς ζωῆς τους, χωρίς καμιά εἰδική προσπάθεια ἀλλά βαθμιαῖα καί ἀνεπαίσθητα μέ τή δύναμη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὁ Θεός φέρει τό σῶμα στήν κανονική του ἀνάπτυξη, δέν θά τό ἀφήσει ἀπό κεῖ καί πέρα νά καταρρεύσει. Αὐτός θά ἐξακολουθεῖ νά φροντίζει γιά μᾶς τά πλάσματά του. Οἱ δικές μας φροντίδες εἶναι ἄκαρπες, μάταιες καί ἀσήμαντες, καί ἐπειδή δέν ὁδηγοῦν πουθενά μᾶς ἀφήνουν τό αἴσθημα τοῦ ἀνικανοποίητου καί ταράζουν τήν εἰρήνη μας. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἔχει καί τήν προσθήκη· «εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περί τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε;» (12,26). ᾿Απόδειξη τῆς ἀνθρώπινης αὐτῆς ἀδυναμίας εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. Μερίμνησε, φρόντισε, σχεδίασε, ἀλλά τίποτε δέν μπόρεσε νά πραγματοποιήσει, διότι ὁ Θεός ἄλλα εἶχε σχεδιάσει γι᾿ αὐτόν.
«Τοῦτο δέ φησιν, ὅτι κἄν μεριμνᾶς, οὐδέν ποιεῖς μή θέλοντος τοῦ Θεοῦ. Τί τοίνυν περιττῶς κατακόπτεις σεαυτόν;», λέει ὁ Θεοφύλακτος. Καί ἡ μεγαλύτερη μέριμνα δέν μπορεῖ νά παρατείνει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἤ νά αὐξήσει τό ἀνάστημά του πέρα ἀπό αὐτό πού ὁ Θεός ἔχει καθορίσει.
6,28. Καί περί ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδέ νήθει.
῎Αν μέ προσοχή παρατηρήσουμε καί μέ ἐπιμέλεια μελετήσουμε τό φυτικό βασίλειο, ἔχει νά μᾶς παρουσιάσει θαυμαστά στοιχεῖα τῆς δημιουργίας. ῾Ο Κύριος ἐδῶ δέν ἐκλαμβάνει τήν ἐνδυμασία ὡς προστασία τοῦ σώματος στίς καιρικές συνθῆκες ἀλλά ὡς μέσο καλλωπισμοῦ καί κοινωνικῆς ἐπιβολῆς.
Καταμάθετε, παρατηρήσατε, ἐννοήσατε (πρβλ. Λκ 12,27). ῾Ο Κύριος ὀνομάζει κρίνα τοῦ ἀγροῦ τά ἄγρια καί αὐτοφυῆ κρίνα πού ἀναπτύσσονται χωρίς τήν καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἄνοιξη πολυάριθμα τέτοια κρίνα φυτρώνουν στούς λόφους τῆς Γαλιλαίας. Εἶναι χαρακτηριστικά γιά τή λευκότητά τους καί θεωροῦνται σύμβολα τῆς καθαρότητος. ῾Η σπουδή αὐτή τῶν κρίνων διδάσκει τήν ἀμέριμνη αὔξηση καί δείχνει τήν ὑπέροχη ὡραιότητα.
Οὐδέ νήθει: Τό ρῆμα νήθω σημαίνει γνέθω. Τά κρίνα, πού δέν κοπιάζουν, δέν γνέθουν, δέν ὑφαίνουν, ντύνονται πλουσιότερα καί ἀπό τόν βασιλιά Σολομώντα.
6,29. λέγω δέ ὑμῖν ὅτι οὐδέ Σολομών ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἕν τούτων.
῾Ο Σολομών ἦταν γιός καί διάδοχος τοῦ Δαβίδ, ἀπό τούς πιό ἔνδοξους βασιλιάδες τοῦ ᾿Ισραήλ, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη εἶχε ἁπλωθεῖ καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης. ᾿Επί Δαβίδ ὁ ᾿Ισραήλ γνώρισε τή μεγαλύτερη δόξα, διότι κατόρθωσε τίς πιό μεγάλες νίκες καί τίς περισσότερες κατακτήσεις. ᾿Επί Σολομῶντος ἀπέκτησε τόν πιό μεγάλο πλοῦτο, γνώρισε τή χλιδή καί τήν πολυτέλεια (βλ. Β´ Πα 9,13ἑ.). «Τόν Σολομῶντα δέ τέθεικεν ὡς φιλόκαλον καί σοφόν ἐπινοεῖσθαι καλλωπισμούς», λέει ὁ Ζιγαβηνός.
῾Ως ἕν τούτων: ῎Αν, πράγματι, παρατηρήσει κανείς τό σχῆμα, τούς χρωματισμούς, τό ἄρωμα, τή λεπτότατη ὑφή τῶν λουλουδιῶν, θά δεῖ τί καταπληκτική ἐμφάνιση ἔχουν καί τά πιό ταπεινά ἄνθη τῆς γῆς. Αὐτός ὁ στολισμός, ἡ φυσική ὡραιότητα δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέριμνας καί τῆς προσπάθειας τῶν φυτῶν ἀλλά δῶρο τῆς σοφίας καί πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεοτόκης ἐπισημαίνει· «Μιμεῖται ἡ τέχνη τήν φύσιν, οὐδέποτε δέ ὑπερβαίνει τό κάλλος αὐτῆς».
6,30. Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
῾Ο στίχος αὐτός περιέχει τό συμπέρασμα τῶν δύο προηγουμένων. ᾿Εδῶ τά ἀξιοθαύμαστα γιά τήν ὀμορφιά τους κρίνα ὀνομάζονται μέ τόν γενικό ὅρο χόρτον τοῦ ἀγροῦ καί μέ τήν ὑπογράμμιση σήμερον ὄντα τονίζεται ἡ εὐτέλειά τους μπροστά στό ἀτίμητο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο. Τό οὕτως ἀμφιέννυσιν ἐπίσης σημειώνει τήν ἀντίθεση τῆς τόσης εὐτέλειάς τους μέ τήν τόση φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν τά δημιούργησε ἁπλῶς, ἀλλά τά κατέστησε στολίδι τῆς πλάσης.
Εἰς κλίβανον βαλλόμενον: Κλίβανος εἶναι ὁ φοῦρνος. Στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά καί σήμερα ἀκόμη σέ μερικά χωριά, κάθε σπίτι ἔψηνε τό ψωμί στό φοῦρνο του. Τό φοῦρνο τόν ἄναβαν μέ λεπτά ξύλα (τσάκνα, πουρνάρια, κληματσίδες, κλαριά μέ ξερά φύλλα) ἤ ξερά χόρτα.
Πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς: ῾Η ἀσύγκριτη ὑπεροχή τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τό χόρτο τοῦ ἀγροῦ βρίσκεται στόν προορισμό του. Τά φυτά καί τά λουλούδια σήμερα ἀνθίζουν καί αὔριο ξηραίνονται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἔχει προορισμό νά ζήσει αἰώνια ὡς μέλος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί λέει· «Μέ τό ὑμᾶς εἶναι σάν νά τούς ἔλεγε· ἐσᾶς, στούς ὁποίους ἔδωσε ψυχή, στούς ὁποίους διέπλασε τό σῶμα, γιά τούς ὁποίους δημιούργησε ὅλα ὅσα βλέπουμε, γιά τούς ὁποίους ἀπέστειλε προφῆτες καί ἔδωσε τό νόμο καί ἔκανε τόσα ἀμέτρητα καλά, γιά τούς ὁποίους ἔδωσε τόν μονογενῆ Υἱό του καί δώρησε δι᾿ αὐτοῦ τ᾿ ἀμέτρητα χαρίσματά του».
῾Ο χαρακτηρισμός ὀλιγόπιστοι μπορεῖ νά ληφθεῖ ὡς προτροπή γιά ἐπαύξηση τῆς πίστεώς μας ἀλλά συγχρόνως καί ὡς ἐπίπληξη, ἐπιτίμηση γιά τήν ὀλιγοπιστία μας. Κατά βάθος ἡ ἐναγώνια φροντίδα γιά τήν ἀπόκτηση τροφῆς καί ἐνδυμασίας δέν δηλώνει τίποτε ἄλλο παρά ἀδύναμη πίστη καί ἔλλειψη ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Εἶναι οὐσιαστικά ὀλιγόπιστος ὅποιος λέει ὅτι πιστεύει στόν Θεό ἀλλά δέν παραδίνεται πέρα γιά πέρα στά πατρικά, στοργικά καί παντοδύναμα χέρια του, τά ὁποῖα μᾶς θωπεύουν, μᾶς ἀσφαλίζουν καί μᾶς προστατεύουν. ῾Ο Χρυσορρήμων ὑπογραμμίζει· «᾿Αφοῦ λοιπόν τούς ἔδωσε σαφεῖς ἀποδείξεις, στή συνέχεια τούς ἐπιπλήττει, λέγοντας ὀλιγόπιστοι». ῾Ο ἅγιος πατέρας θαυμάζει τήν παιδαγωγική μέθοδο τοῦ Κυρίου, καί σημειώνει· «Τέτοιος πρέπει νά εἶναι αὐτός πού δίνει συμβουλές· ὄχι μόνο νουθετεῖ, ἀλλά καί ἐλέγχει, γιά νά παρακινήσει πιό πολύ, ὥστε νά πιστεύσουν στά λόγια του».
῾Ο ᾿Ιησοῦς παραπέμπει τούς ἀνθρώπους στά λουλούδια τῆς ὑπαίθρου καί στά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. ῾Ο Δημιουργός τοῦ σύμπαντος δέν ἀφήνει κανένα πουλάκι νά πεθάνει νηστικό. Ντύνει ἐπίσης πιό ὄμορφα καί ἀπό τόν ἔνδοξο Σολομώντα τά λουλούδια, πού ἔχουν σύντομη ζωή. Τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπάει, πού τούς ἔχει παιδιά του καί πού γιά χάρη τους δημιούργησε τά πάντα; Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν πανέμορφο καί πλούσιο κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν ἄνθρωπο γιά τόν ἑαυτό του.
6,31-32. Μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
῾Η ὀλιγοπιστία ἐκφράζεται στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ στίχος μας. «᾿Εάν γιά τά ἁπλά καί ἀναγκαῖα δέν πρέπει νά μεριμνᾶ κανείς, ποιά συγχώρηση θά μποροῦσαν νά ἔχουν αὐτοί πού μεριμνοῦν γιά τά πολυτελῆ πράγματα; Μᾶλλον ποιᾶς συγχώρησης θά μποροῦσαν νά ἦταν ἄξιοι αὐτοί πού δέν κοιμοῦνται γιά νά ἀφαιρέσουν τά πράγματα τῶν ἄλλων;», διερωτᾶται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ: Δηλαδή οἱ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄπιστοι, οἱ ὑλιστές, οἱ σαρκικοί καί ἀπνευμάτιστοι ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τά ὑλικά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, διότι εἶναι ξένοι πρός τόν πνευματικό κόσμο. ᾿Επιζητοῦν τά παρόντα καί φροντίζουν μέ ἀγωνία γι᾿ αὐτά, διότι αὐτοί εἶναι οἱ «ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» (᾿Εφ 2,12).
Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων: ᾿Εσεῖς πού πιστεύετε ὅτι ὁ Κύριος τοῦ παντός εἶναι ὁ πατέρας σας, ὅτι εἶστε λαός του, νά ἐλπίζετε στόν Θεό καί νά παραδίδετε τόν ἑαυτό σας σ᾿ αὐτόν, διότι ὁ πατέρας σας ξέρει τί χρειάζεστε καί θά σᾶς τό δώσει. ῾Ο Θεός πατέρας σας ἔχει καί τή δύναμη καί τήν ἀγάπη νά προνοεῖ γιά σᾶς. Εἶναι ντροπή νά φέρεται ὁ χριστιανός ὅμοια μέ τούς ἀπίστους καί τούς εἰδωλολάτρες.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι δέν εἶπε «γνωρίζει ὁ Θεός», ἀλλά «γνωρίζει ὁ πατήρ», ὥστε νά τούς δημιουργήσει μεγαλυτέρη ἐλπίδα. «Πατήρ ἐστί, φησί, καί εἰ πατήρ, πῶς οὐ δώσει;», συμπληρώνει ὁ Θεοφύλακτος. ᾿Εφόσον εἶναι πατέρας, καί μάλιστα τόσο φιλάνθρωπος, δέν θά ἀδιαφορήσει γιά τά παιδιά του πού ὑποφέρουν, τή στιγμή πού δέν τό ἀνέχονται αὐτό οὔτε ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι πατέρες. ῾Ο Θεός γνωρίζει καί παρακολουθεῖ τήν κατάσταση καί τοῦ πιό φτωχοῦ καί ἁπλοῦ παιδιοῦ του· «Οἶδα σου τά ἔργα καί τήν θλῖψιν καί τήν πτωχείαν» (᾿Απ 2,9), λέγει στόν καθένα. ῾Ο ἀπ. Πέτρος συνιστᾶ· «πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» (Α´ Πέ 5,7). ῾Η πρόνοιά του εἶναι ἀσύλληπτη στήν ἀνθρώπινη σκέψη. ῾Ο πιστός ἀπολαμβάνει τήν ἰδιαίτερη φροντίδα του, ζῆ καί κινεῖται μέσα στά ἀγαθά του. Τόν ἔχει πατέρα, προστάτη, προνοητή, κυβερνήτη του. Τόν προσφωνεῖ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Σωτήρια ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου· «Μηδέν μεριμνᾶτε, ἀλλ ἐν παντί τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει μετά εὐχαριστίας τά αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν» (Φι 4,6).
δ) Προτεραιότητα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μθ 6,33)
῾Ο στίχος αὐτός συνοψίζει ὅλη τήν περικοπή καί μᾶς τήν προσφέρει μέ μιά προτροπή τοῦ Κυρίου πού εἶναι τό συμπέρασμα τῆς ὁμιλίας του. Οἱ πιστοί ἔχουν πολύ σοβαρότερα θέματα, γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ὁποίων ἀξίζει νά ἐνδιαφέρονται, νά ἀνησυχοῦν καί νά ἀγωνίζονται. Τό πρῶτο εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ῾Ο λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ θυμίζει τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου» (Μθ 6,10).
6,33. Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ: Τό ρῆμα ζητῶ σημαίνει «ψάχνω, ἐρευνῶ, προσπαθῶ, ἐπιδιώκω». Τό βασικότερο ἔργο μας εἶναι νά ψάξουμε γιά νά βροῦμε τόν κρυμμένο θησαυρό καί νά ἀποκτήσουμε τόν πολύτιμο μαργαρίτη, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος στίς γνωστές παραβολές (Μθ 13,44-46). «῾Ο πολύτιμος μαργαρίτης» καί «ὁ κεκρυμμένος θησαυρός» εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ᾿Εκκλησία του, ὁ παράδεισος, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, αὐτά τά ὁποῖα ἐπιθυμεῖ καί λαχταρᾶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. «῞Οταν ζητᾶς ἀπό τόν Θεό μικρά πράγματα», λέγει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «προσβάλλεις τή μεγαλοδωρία του καί δέν τοῦ εἶσαι εὐάρεστος. ᾿Ενῶ ὅταν τοῦ ζητᾶς καί ἐπιδιώκεις τά μεγάλα, μέ μεγάλη προθυμία τότε θά σοῦ δώσει ὄχι μόνο αὐτά ἀλλά καί τά μικρά πού σοῦ εἶναι ἀναγκαῖα».
Στά Εὐαγγέλια συχνά συναντᾶται ἡ φράση βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ 3,2· 4,17). ῾Η βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε μιά σειρά παραβολῶν (βλ. Μθ 13,1-52), δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη διδασκαλία. Εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Εἶναι ὁ θεάνθρωπος Κύριος, ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτει. ᾿Εγώ, λέγει, πού τώρα εἶμαι ἀνάμεσά σας καί ἀργότερα, μετά τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θά εἶμαι «ἐντός ὑμῶν» (Λκ 17,21), μέσα σας, εἶμαι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ στρατευομένη ἐδῶ στή γῆ καί ἡ θριαμβεύουσα στόν οὐρανό. Μέσα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ περικλείονται ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά· ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ σωτηρία μας ἀλλά καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν ἐπίγεια ζωή μας. Μᾶς δίνει ὁ Πατέρας μας ὅσα χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε κι ἐδῶ ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια ζωή. Τόν ἀσφαλῆ δρόμο γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος μέ τή σύσταση· Ζητεῖτε τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), δηλαδή τήν πνευματικότητα τοῦ ἀνθρώπου· τήν ἐνάρετη καί μυστηριακή ζωή, τή μετάνοια, ἐξομολόγηση, συγχωρητικότητα, ἱεραποστολή, φιλανθρωπία, μέ μιά λέξη τήν ἁγιότητα.
Ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν: Αὐτή ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά μᾶς ἀπαγκιστρώσει ἀπό τή φιλαργυρία, καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐναγώνια μέριμνα. Εἶναι μωρία νά φροντίζει κανείς μόνο γιά τά προσωρινά πράγματα καί νά φύγει ἀνέτοιμος γιά τήν αἰωνιότητα.
Ταῦτα πάντα εἶναι αὐτά γιά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Χριστός νά μή μεριμνοῦμε ἐμεῖς, διότι αὐτός φροντίζει γιά μᾶς. ῞Οταν ἐμεῖς τόν ἔχουμε στήν πρώτη θέση τῆς καρδιᾶς καί τοῦ ἀναθέτουμε τόν ἑαυτό μας, αὐτός ἀναλαμβάνει τά πάντα. ῾Ο Κύριος, ὁ ὁδηγός καί ἀρχηγός τῆς ζωῆς μας, ζητάει ἀπό μᾶς νά δώσουμε προτεραιότητα στά πνευματικά καί ὑπόσχεται πώς ὅλα τά ἄλλα τά ἐπίγεια ἀγαθά θά προστεθοῦν μαζί μ᾿ ἐκεῖνα. «῾Ο γάρ τά μείζω παρέχων, πολλῷ μᾶλλον τά ἐλάττω δώσει», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος.
῾Η ἀγωνία μας θά πρέπει νά ἑστιάζεται στό ποιός ἔχει τήν προτεραιότητα στή ζωή μας, ποιός κατέχει τήν πρώτη θέση στή σκέψη καί στήν καρδιά μας, ποιός ἔχει τόν πρῶτο λόγο στίς διαπραγματεύσεις μας, στά σχέδιά μας καί σ᾿ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις μας. ῞Οταν ὁ Θεός ἔχει τήν πρώτη θέση στή ζωή μας, τότε ὅλα εἶναι ἐπιτυχημένα καί εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά του. ῾Ο ἀπ. Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή κάνει λόγο γιά τόν ἀναστημένο Χριστό πού βρίσκεται στούς οὐρανούς καί λέγει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος θησαυρός μας (βλ. 3,1-2).
῾Ο ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος σπούδασε τή σοφία καί τίς ἐπιστῆμες τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό, ἀναφώνησε· «Κύριε, ἐσύ εἶσαι ὁ θησαυρός μου. Πολύ ἀργά σ᾿ ἀγάπησα. Τουλάχιστον ὅσο ζῶ, νά ζῶ γιά σένα καί μόνο γιά σένα, διότι ἡ καρδιά μου πλάσθηκε γιά σένα καί δέν βρίσκει γαλήνη καί ἀνάπαυση παρά μόνον ὅταν ἀναπαυθεῖ σέ σένα, Κύριε». Καί καθημερινά ἱκέτευε· «Κύριε, δώρησόν μοι ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς σέ ποθεῖν, ποθοῦντι σέ ζητεῖν, ζητοῦντι σέ εὑρεῖν, εὑρόντι σέ ἀγαπᾶν, ἀγαπήσαντι δέ σέ τόν ἐν ἐμοί κακῶν ἀπαλλαγῆναι». Δυστυχῶς δίνουμε προτεραιότητα σέ ἄλλα πράγματα καί ἔτσι ὑποβαθμίζεται ἡ πνευματικότητά μας.
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
῾Ομολογία, αὐταπάρνηση καί δόξα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ
῾Η ᾿Εκκλησία μας ἔχει ὁρίσει νά διαβάζονται εὐαγγελικές περικοπές ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο κατά τήν περίοδο ἀπό τήν Κυριακή τῶν ῾Αγίων Πάντων μέχρι τήν Κυριακή πρό τῆς ῾Υψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Οἱ Κυριακές αὐτές ὀνομάζονται Κυριακές τοῦ Ματθαίου.
῾Η εὐαγγελική περικοπή τῆς Α´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Κυριακή τῶν ῾Αγίων Πάντων) ἀποτελεῖται ἀπό στίχους παρμένους ἀπό δύο διαφορετικές συνάφειες τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Στό πρῶτο μέρος της (Μθ 10,32-33. 37-38) ἀναφέρονται οἱ ὁδηγίες τίς ὁποῖες δίδει ὁ Κύριος στούς δώδεκα μαθητές του προτοῦ τούς ἀποστείλει στόν κόσμο, ἐνῶ στούς τελευταίους στίχους τῆς περικοπῆς (19,27-30) προαναγγέλλονται οἱ εὐλογίες πού θά λάβουν οἱ μαθητές ὡς ἀμοιβή γιά τίς θυσίες τους. Τή διδαχή αὐτή τοῦ Κυρίου διασώζουν ἐπίσης οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος (8,38· 10,28-31) καί Λουκᾶς (12,8-9· 14,26-27· 18,28-30).
Εἰσαγωγικά στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο
Τό κατά Ματθαῖον εἶναι τό ἀρχαιότερο ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί ἕνα ἀπό τά ἀρχαιότερα βιβλία τῆς Κ. Διαθήκης. Γράφτηκε στήν Παλαιστίνη, πιθανόν στήν ᾿Ιερουσαλήμ, περίπου τό 55 μ.Χ. Συγγραφέας του εἶναι ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου, ὁ Ματθαῖος γιός τοῦ ᾿Αλφαίου. Τό ἀρχικό του ὄνομα ἦταν Λευΐς καί ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη στήν Καπερναούμ, στήν πόλη ὅπου κατοικοῦσε καί ὁ Χριστός. Κάποια μέρα ὁ Κύριος περνώντας μπροστά ἀπό «τό τελώνιον», τό τελωνικό γραφεῖο, εἶδε τόν Ματθαῖο καί τοῦ ἀπηύθυνε τήν προσκληση· «ἀκολούθει μοι» (Μθ 9,9). ᾿Εκεῖνος ἐγκατέλειψε ἀμέσως τό ἐπάγγελμά του καί ἀκολούθησε τόν ᾿Ιησοῦ. Οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς, καταγράφοντας τή μετάνοιά του τόν ἀναφέρουν μέ τό παλαιό του ὄνομα, προφανῶς ἀπό λεπτότητα. Μόνο ὁ ἴδιος γράφει τό ὄνομα μέ τό ὁποῖο εἶναι γνωστός σέ ὅλη τήν χριστιανική οἰκουμένη. ῞Οταν οἱ εὐαγγελιστές ἀπαριθμοῦν τούς μαθητές, τούς ἀναφέρουν κατά μικρές ὁμάδες δύο ἤ τεσσάρων προσώπων, ἴσως διότι ἦταν φίλοι καί πρό τῆς μαθητείας τους στόν Χριστό. Στήν περίπτωση τοῦ Ματθαίου ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος γράφουν «Ματθαῖος καί Θωμᾶς» (Μρ 3,18· Λκ 6,15), ἐνῶ ὁ ἴδιος γράφει «Θωμᾶς καί Ματθαῖος ὁ τελώνης» (Μθ 10,3). Βάζει τόν ἑαυτό του δεύτερο καί μόνο αὐτός προσθέτει τό ὅτι ἦταν τελώνης, πράγμα ταπεινωτικό.
Στά Εὐαγγέλια ἀναφέρεται δύο φορές· α) στό περιστατικό τῆς κλήσεώς του (βλ. Μθ 9,9· Μρ 2,14· Λκ 5,27-28) καί β) στόν κατάλογο τῶν δώδεκα μαθητῶν (βλ. Μθ 10,2-4· Μρ 3,16-19· Λκ 6,14-16). ᾿Αναφέρεται ἐπίσης καί στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (1,13) μαζί μέ τούς ἄλλους δέκα μαθητές. Μέχρι τό θάνατό του ἔμεινε πιστός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, μάρτυρας τῆς ἀναστάσεως καί διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου στήν ᾿Ιερουσαλήμ καί στήν Παλαιστίνη.
῾Ο Ματθαῖος φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ πιό ἐγγράμματος ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄλλοι εἶχαν μόρφωση ἀντίστοιχη μέ τούς σημερινούς ἀποφοίτους Δημοτικοῦ σχολείου, ἐνῶ αὐτός, ἐφόσον διηύθυνε τελωνικό γραφεῖο, θά πρέπει νά εἶχε τουλάχιστον τή μόρφωση πού ἔχει σήμερα ἕνας ἀπόφοιτος Λυκείου.
Παραλῆπτες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι οἱ ἐκ περιτομῆς χριστιανοί, οἱ ῾Εβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί κυρίως τῆς διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καί μιλοῦσαν τά ἑλληνικά. ᾿Ακολουθώντας τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ Ματθαῖος κρατοῦσε σημειώσεις στά ἑβραϊκά ἀπό τή ζωή καί τά κηρύγματά του. Μέ τή βοήθεια αὐτῶν τῶν σημειώσεων συνέταξε τό Εὐαγγέλιό του στήν ἑλληνική γλώσσα. Παρόμοια καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔγραψε τήν ἐπιστολή πρός ῾Εβραίους στά ἑλληνικά. Τό κείμενο πού σώζεται σήμερα δέν φαίνεται νά εἶναι μετάφραση ἀπό ἑβραϊκό κείμενο, ἀλλά πρωτότυπο. Τό ὕφος τοῦ Ματθαίου εἶναι ζωηρό καί σαφές. Σέ σύγκριση μέ τό κατά Μᾶρκον, τήν ἀφήγησή του τή διακρίνει ἡ συντομία. ῾Ο Ματθαῖος διηγεῖται τά γεγονότα μέ χρονολογική σειρά, ἐνῶ δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τούς δύο ἄλλους συνοπτικούς.
Τό Εὐγγέλιο χωρίζεται σέ τρία μέρη·
α) ῾Η ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ (κεφ. 1-2)
β) Τό κήρυγμα καί τά σημεῖα τοῦ ᾿Ιησοῦ (κεφ. 3-25)
γ) Τό πάθος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (κεφ. 26-28)
α) ῾Η ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ (10,32-33)
῾Η εὐαγγελική περικοπή διδάσκει τή θαρρετή ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Κύριο καί τή ζωή τῆς αὐταπάρνησης, ὡς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἐν Χριστῷ πορεία. Φαίνονται δύσκολα βέβαια γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὅμως κατορθωτά μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό βεβαιώνουν οἱ ῞Αγιοι Πάντες, πού προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία αὐτή τήν Κυριακή. Τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας μέ τήν ἁγία ζωή, τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τή θυσία τους εἶναι μιά ἀπόδειξη τῆς δύναμης τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί ἕνα προσκλητήριο γιά τούς πιστούς.
10,32-33. Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
Οἱ στίχοι αὐτοί ἀποτελοῦν κατακλείδα στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του, μέ τούς ὁποίους τούς προετοιμάζει γιά τίς δυσκολίες καί τίς ἀντιδράσεις πού θά συναντήσουν στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς μέσα στόν κόσμο (βλ. 10,16-31).
῾Ο Κύριος ἐδῶ ἐκφράζει θετικά καί ἀρνητικά τήν ἴδια ἀλήθεια. «Δέν προτρέπει μόνο μέ τά ἀγαθά, ἀλλά καί μέ τά ἀντίθετα καταλήγοντας στά δυσάρεστα», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Καθέναν, λέει ὁ Κύριος, πού θά μέ ὁμολογήσει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, μπροστά σ᾿ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού ἀντιδροῦν καί καταδιώκουν τήν πίστη, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
Στό θέμα τῆς ὁμολογίας ἀναφέρθηκε καί ἄλλοτε ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος σέ ὅλους τούς ἀκροατές του. ᾿Εδῶ τό τονίζει εἰδικά στούς μαθητές του, γιά νά τούς προειδοποιήσει ὅτι κατά τήν ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς τους θά ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν ἕναν ἐπικίνδυνο ἐχθρό, τή φιλαυτία, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ τή δειλία. ῞Ενας πού δέν πιστεύει μέ τήν καρδιά του, ἀλλά ὁμολογεῖ μέ τό στόμα του, εἶναι ὑποκριτής. ῞Ενας πού πιστεύει μέ τήν καρδιά του, ἀλλά δέν ὁμολογεῖ μέ τό στόμα του, εἶναι δειλός· «καρδίᾳ γάρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρω 10,10). ῎Αν ὁμολογοῦμε τόν Κύριο, θά μᾶς ὁμολογήσει καί θά μᾶς ἀναγνωρίσει στούς οὐρανούς, μπροστά στόν πατέρα του, ὡς φίλους καί παιδιά του.
Στά Εὐαγγέλια ὁ ᾿Ιησοῦς κατακεραυνώνει τούς ὑποκριτές, ἀπευθύνοντάς τους ἐκεῖνα τά φοβερά «οὐαί» (Μθ 23,13-30· Λκ 11,42-52), ἀλλά καί στήν ᾿Αποκάλυψη (21,8) τονίζεται ὅτι πρῶτοι κατακρίνονται οἱ δειλοί. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐπίσης γράφει στόν Τιμόθεο· «οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας» (Β´ Τι 1,7). ῞Οπως παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας ᾿Αρέθας πού ἑρμήνευσε τήν ᾿Αποκάλυψη, δειλοί χαρακτηρίζονται «ἐκεῖνοι πού ξεστρατίζουν ἀπό ἑκούσια ἀδυναμία πρός τίς ἀπολαύσεις τοῦ παρόντος αἰῶνος». ῾Η ᾿Εκκλησία, ἀπό τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι τούς σύγχρονους χριστιανούς πού ἔζησαν σέ ἀθεϊστικά καί ὑλιστικά καθεστῶτα, ἔχει νά παρουσιάσει μυριάδες πιστούς, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν τόν Χριστό δημόσια, ἐνώπιον τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας. ῾Η ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ὅμως διασώζει καί συγκλονιστικά παραδείγματα ἀνθρώπων πιστῶν, πού ἀπό ἀδυναμία ἤ συναρπαγή ἐγκατέλειψαν τήν πίστη καί ἀρνήθηκαν τόν Χριστό· εἶναι οἱ λεγόμενοι lapsi (=πεπτωκότες).
Δειλοί, ἐντούτοις, δέν ἐμφανίζονται μόνο στήν περίοδο τῶν διωγμῶν ἀλλά καί σέ περιόδους εἰρήνης. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται τόν Χριστό, γιά νά ἀρέσουν στόν κόσμο καί νά ἐξυπηρετήσουν τά ὑλικά τους συμφέροντα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ἰδιαίτερα ὅτι ὀφείλουμε νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μέ τή ζωή μας· «Νά δείχνουμε βίο ἄξιο τῆς ὁμολογίας, γιά νά μήν καταντροπιάσουμε τά δόγματα τῆς πίστεως μέ τή φαυλότητα τῶν ἔργων, ἀλλά μέ ὅλα νά δοξάζουμε τόν Δεσπότη μας». Χρειάζεται ἡρωικό φρόνημα γιά νά μπορεῖ ὁ πιστός νά ἀντιμετωπίζει τίς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου, νά συμμορφώνεται στήν καθημερινή ζωή του μέ τά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, χωρίς νά πτοεῖται ἀπό τήν τακτική τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι συμβιβάζονται μέ τόν κόσμο καί κάνουν τά θελήματα τοῦ πονηροῦ. Τό καλύτερο ἀντίδοτο γιά τή δειλία, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό ἀποκαλύπτει, εἶναι α) ῾Η πίστη στό πρόσωπό του· «Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τόν Θεόν, καί εἰς ἐμέ πιστεύετε... μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδέ δειλιάτω» (᾿Ιω 14,1.27). β) ῾Η ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί στή στοργική φροντίδα του. γ) ῾Η ὑπόσχεσή του πρός ἐκεῖνον πού θά τόν ὁμολογήσει, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ καί ἐνισχύει τήν πίστη καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στόν Κύριο. Στήν ἔσχατη κρίση ὁ ἄνθρωπος θά βρεθεῖ μπροστά στόν κριτή ἔχοντας ἀνάγκη συνηγόρου, γιά νά τύχει τοῦ ἐλέους καί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. «Παράκλητος», δηλαδή συνήγορος πού μπορεῖ νά ἐπέμβει, εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως ὑπογραμμίζεται μέ τό ὁμολογήσω κἀγώ.
β) ῾Ο Χριστός ζητᾶ ἀπόλυτη ἀγάπη στό πρόσωπό του (10,37-38)
Στούς στίχους πού ἀκολουθοῦν ὁ Χριστός δέν ἀπευθύνεται εἰδικά στούς Δώδεκα ἀλλά γενικά σέ ὅλους τούς μαθητές του. ῾Υπογραμμίζει τήν καθημερινή μαρτυρία πού ὀφείλουν νά δίνουν οἱ πιστοί μέσα στήν κοινωνία. ῾Η ζωή τῶν μαρτύρων ἦταν ὁλόκληρη μία μαρτυρία πίστεως στόν Χριστό· τό τελικό μαρτύριό τους ἀποτέλεσε τό φυσικό ἐπιστέγασμα τῆς μαρτυρικῆς ζωῆς τους.
10,37. ῾Ο φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
Τό ρῆμα φιλῶ στό κατά Ματθαῖον χρησιμοποιεῖται πάντοτε γιά νά δηλώσει τή φυσική στοργή καί τόν φυσικό δεσμό πού εἶναι αὐτονόητος μεταξύ συγγενῶν ἤ φίλων. Ποτέ δέν χρησιμοποιεῖται γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
᾿Εκεῖνος, λέει ὁ Κύριος, πού ἀγαπάει πατέρα ἤ μητέρα παραπάνω ἀπό μένα δέν εἶναι ἄξιος μαθητής μου. Καί ἐκεῖνος πού ἀγαπάει υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος. ῾Ο Κύριος ζητᾶ νά τόν ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο πρόσωπο καί νά εἴμαστε πρόθυμοι νά θυσιάσουμε γιά χάρη τῆς ἀγάπης του καί αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή μας, νά ἀφήσουμε καί οἰκίες καί ἀδελφούς καί ἀδελφές καί πατέρα καί μητέρα καί γυναίκα καί τέκνα καί ἀγρούς καί τά πάντα (πρβλ. Λκ 14,26). Τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου δέν σημαίνουν βέβαια ἐγκατάλειψη τοῦ καθήκοντος καί τῆς φροντίδας πρός τούς οἰκείους, ἀλλά θέτουν μία ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν καί τῶν στόχων μέσα στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ. «Διότι αὐτό βλάπτει καί αὐτόν πού ἀγαπᾶται καί αὐτόν πού ἀγαπᾶ», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
῎Ετσι τό ἔζησε καί τό διακήρυξε ὁ ἀπ. Παῦλος· «δι᾿ ὅν τά πάντα ἐζημιώθην, καί ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φι 3,8). Οἱ λόγοι ἐπίσης τοῦ ἀποστόλου στούς Ρωμαίους (8,35-39) μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε ὅ,τι λέει ἐδῶ ὁ Χριστός. Μόνο ὅποιος πάνω ἀπ ὅλα ἀγαπᾶ εἰλικρινά τόν Θεό, αὐτός ξέρει νά ἀγαπᾶ πραγματικά τόν συνάνθρωπό του. ῞Οταν ἀγαποῦμε τόν Χριστό περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαπητά μας πρόσωπα, τότε ἀγαποῦμε ἀληθινά κι ἐκεῖνα. ῾Η ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐξαγνίζει, ἀσφαλίζει, ἐνισχύει καί δίνει τήν πνευματική καί αἰώνια διάσταση σέ κάθε ἄλλη σχέση.
῾Η ἀπόλυτη ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο ἀποτελεῖ τή βάση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει· «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α´ Κο 16,21). Αὐτή τήν ἀγάπη ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος τήν ὀνομάζει «πνευματική μέθη». Τήν παρομοιάζει μέ κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί μακαρίζει ἐκεῖνον πού θά πιεῖ ἀπ᾿ αὐτό· «῎Ηπιαν (τό κρασί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ) οἱ ἀκόλαστοι καί ἐπανέκτησαν τήν ἐντροπή. Οἱ ἁμαρτωλοί καί λησμόνησαν τούς δρόμους τῆς ἁμαρτίας. Οἱ μέθυσοι καί ἔγιναν νηστευτές. Οἱ πλούσιοι κι ἐπιθύμησαν τήν πτωχεία. Οἱ φτωχοί καί πλούτισαν μέ τήν ἐλπίδα. Οἱ ἄρρωστοι καί ἔγιναν δυνατοί. Οἱ ἀγράμματοι καί ἀναδείχθηκαν σοφοί».
Σήμερα αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού θά ἔπρεπε νά πυρπολεῖ τήν ὕπαρξή μας δυστυχῶς ἀπουσιάζει ἀπό τίς καρδιές μας. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος λέει· «Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρός Θεόν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικός ἐραστής πρός τήν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται». Καί ὁ ἀείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Καλλίνικος στό Κυριακοδρόμιό του τονίζει· «῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναί τι πλέον ἤ γονεύς, πλέον ἤ ἀδελφός, πλέον ἤ τέκνον. Αὐτός εἶναι τό εὐεργετικώτερον δι᾿ ἡμᾶς ῎Ον, ἐνώπιον δέ τῶν ὑπ᾿ Αὐτοῦ χαρισθέντων εἰς ἡμᾶς ἀγαθῶν εἶναι οἱ συγγενικοί δεσμοί σκιά καί πομφόλυξ». ῎Αν ἀγαποῦμε κάτι ἄλλο περισσότερο ἀπό τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἐπιζήμια γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄχι μόνο τό αἰώνιο καί τέλειο ἀγαθό ἀλλά καί ὁ πατέρας μας, ὁ ἀδελφός, ὁ φίλος... τά πάντα. Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε, καί μάλιστα ὅταν ἤμασταν ἁμαρτωλοί καί ἐχθροί του (Ρω 5,8), καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος», μέ τέλεια ἀγάπη (᾿Ιω 13,1). Δικαιοῦται, λοιπόν, νά διεκδικεῖ τήν ἀπόλυτη καί ἀποκλειστική ἀγάπη μας. Γι᾿ αὐτό ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη συστήνεται ὡς «Θεός ζηλωτής» (῎Εξ 20,5· Δε 5,9· ᾿Ησ 63,9-10· πρβλ. ᾿Ια 4,5). Αὐτή ἡ ζήλεια του δείχνει ἀκριβῶς τή μεγάλη του ἀγάπη γιά μᾶς. Οἱ ἄνθρωποι ζηλεύουν ὅταν παίρνουν λίγα ἀπό αὐτούς πού ἀγαποῦν. ῾Ο Θεός ζηλεύει, διότι, ὅταν λίγο τόν ἀγαποῦμε, ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δέν παίρνουμε τά πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης του.
10,38. καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
῾Ο στίχος αὐτός ἀποτελεῖ θεμελιώδη κανόνα τῆς μαθητείας στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 16,24· Μρ 8,34· Λκ 9,23· 14,27).
῞Ος οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ: ῾Ο Χριστός ζητᾶ ἀπό τούς μαθητές του νά λάβουν σταυρό, ὄχι μόνο νά ἀγωνιστοῦν μέχρι θανάτου, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι καί γιά σκληρό καί ταπεινωτικό θάνατο. ῾Ο σταυρικός θάνατος ἦταν ἡ πιό σκληρή καταδίκη. Οἱ καταδικασμένοι σ᾿ αὐτή τήν ποινή βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσής τους φορτωμένοι μέ τό σταυρό. Τό «αἴρειν ἤ λαμβάνειν τόν σταυρόν» εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω γιά τήν κρεμάλα» ἤ μέ «στήνουν στά πέντε μέτρα». Βέβαια, ἀρχικά οἱ μαθητές ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια ἔνιωθαν φόβο καί ἀγωνία καί δέν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν σταυρό οὔτε γιά τόν Διδάσκαλό τους οὔτε γιά τόν ἑαυτό τους. Μετά τή σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὅταν γνώρισαν τήν ἀνάσταση καί ἔλαβαν τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν δυνατοί καί ἀτρόμητοι, ὥστε νά περιφρονοῦν τό θάνατο. Αὐτό τό φρόνημα κληροδότησε καί στά μέλη της ἡ ᾿Εκκλησία. ᾿Αλλά γιά νά φθάσει κανείς στή θυσία τοῦ σταυροῦ, πρέπει καθημερινά νά σηκώνει τό σταυρό του.
῾Ο σταυρός εἶναι ἡ νέκρωση τῶν παθῶν τῆς σάρκας καί τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ (οἱ χριστιανοί) τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῞Ωστε λαμβάνει τόν σταυρόν καί γίνεται σταυροφόρος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταδαμάζει τή σάρκα, ἀποφεύγει τίς ἡδονές τοῦ βίου καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. ῾Ο ἐνεστώτας λαμβάνει δηλώνει τή συνεχῆ προσπάθεια καί τόν ἀδιάλειπτο ἀγώνα τοῦ πιστοῦ νά μείνει στήν παράταξη τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο Χριστός ἦρθε στόν κόσμο καί χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ π.Χ. καί μ.Χ. Χωρίζει ὅμως, ἐπίσης, τή μ.Χ. ζωή τῶν ἀνθρώπων σέ δύο τμήματα μέ κριτήριο τόν ἑαυτό του, τό Εὐαγγέλιο ἤ, ὅπως χαρακτηριστικά φαίνεται στήν περικοπή μας, τό σταυρό. ῾Η ζωή τοῦ πιστοῦ ἔχει γνώρισμά της τό σταυρό, γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται ἐσταυρωμένη ζωή. ῾Η ζωή πρό τοῦ σταυροῦ, ἡ χωρίς Χριστό ζωή, περιορίζεται ἀπό τή φυσική γέννηση μέχρι τό θάνατο, τόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ ἡ αἰώνια καταδίκη, ὁ ὄλεθρος· ἔχει μικρή ποσότητα καί κακή ποιότητα. Μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια, πού καταλήγει στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ὁ πιστός συνδέεται μέ τόν Χριστό, ἑνώνεται μαζί του καί ἐνστερνίζεται τό σταυρό του· ἀναγεννιέται καί ἀρχίζει τή νέα, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτή εἶναι ποιοτικά τέλεια καί ποσοτικά αἰώνια, δέν τή φθείρουν τά ἀνθρώπινα πάθη καί δέν τή σταματᾶ ὁ φυσικός θάνατος. ῾Η ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή συνδέεται ἄμεσα μέ τό σταυρό μαρτυρεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τή βάπτιση ὁ ἱερέας περνᾶ στό λαιμό τοῦ βαπτιζομένου ἕνα σταυρό, τόν ὁποῖο αὐτός θά φέρει ἐπάνω του σέ ὅλη τή ζωή του.
᾿Επειδή, ὅμως, συνήθως βαπτιζόμαστε στή νηπιακή ἡλικία, δέν συνειδητοποιοῦμε ἀπό τά πρῶτα μας χρόνια τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ ὡς βασικοῦ στοιχείου τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόμαστε καί τό ζοῦμε μετά ἀπό τήν ἀνανέωση τῆς ἀναγεννήσεώς μας, πού συντελεῖται μέ τήν ἐνσυνείδητη μετάνοια, ἡ ὁποία λέγεται καί «δεύτερο βάπτισμα». ῾Η καθημερινή ἄρση τοῦ σταυροῦ σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση, νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἐπιθέσεις τοῦ πειρασμοῦ, τήν ἀνταρσία τοῦ ἑαυτοῦ μας, τίς προσβολές τοῦ κόσμου. ῎Αν μάλιστα χρειαστεῖ, νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε καί τό αἷμα μας γιά τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιο.
Καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου: ῾Η αὐταπάρνηση καί ἡ ἀποδοχή τοῦ σταυροῦ, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται μέ σκοπό νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό, νά γίνει ἰχνηλάτης του, μιμητής του, πιστός καί ἀφοσιωμένος μαθητής του. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀρχηγός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά ἔλθουν κοντά του μέ ἕνα τόσο ἀντιδημαγωγικό σύνθημα. Δέν κολακεύει τό λαό, δέν θωπεύει τόν ἐγωισμό τῆς μάζας, οὔτε δικαιολογεῖ τά πάθη τοῦ ὄχλου, δίνοντας ἀφειδῶς ὑποσχέσεις σέ ὅλους. Τό προσκλητήριό του ἔχει δυσβάστακτους ὅρους γι᾿ αὐτούς πού θέλουν νά εἶναι μαθητές του. ᾿Εφόσον ὁ ᾿Ιησοῦς ἔχει νά ἀντιμετωπίσει, πρίν ἀπό τή δόξα τῆς ᾿Αναστάσεως, τό σταυρό καί τό πάθος, δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετική ἡ τύχη ὅσων θά τόν ἀκολουθήσουν πιστά καί συνειδητά, ἐάν θέλουν βέβαια νά εἶναι στήν οὐσία κι ὄχι μόνο στό ὄνομα δικοί του. ῾Ο Κύριος καί μετά τήν ἀνάστασή του, ὅταν καλεῖ τόν Σαῦλο, λέγει· «ἐγώ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτόν ὑπέρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν» (Πρξ 9,16).
γ) ῾Η ἀμοιβή τῶν μαθητῶν γιά τίς θυσίες τους (19, 27-30)
Οἱ τελευταῖοι τρεῖς στίχοι τῆς περικοπῆς εἶναι παρμένοι ἀπό τό περιστατικό τῆς συνάντησης τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν πλούσιο νεανίσκο. ῾Ο Κύριος ἔδειξε τό δρόμο τῆς αὐταπάρνησης στόν νέο πού ποθοῦσε τήν αἰώνια ζωή. Τοῦ ζήτησε νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό πού τοῦ στεροῦσε τή δυνατότητα νά ἱκανοποιήσει τόν πόθο τῆς καρδιᾶς του, νά ζήσει αἰώνια. ῾Ο πλούσιος νεανίσκος ὅμως ἀρνήθηκε νά ξεφορτωθεῖ τά πλούτη του καί ἀπομακρύνθηκε «λυπούμενος» (Μθ 19,22). Οἱ μαθητές στή συνέχεια ἐκφράζουν μία δικαιολογημένη ἀπορία.
19,27. Τότε ἀποκριθείς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;
῞Οταν οἱ μαθητές ἄκουσαν τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο νά πουλήσει τά ὑπάρχοντά του καί νά τόν ἀκολουθήσει, μεταφέρουν τό θέμα στόν ἑαυτό τους.
῾Ο Πέτρος, ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀποστόλων, εἶπεν αὐτῷ· ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; Αὐτό τό ὁποῖο δέν ἔκανε ὁ νεανίσκος, τό κάναμε ἐμεῖς. Θά ἔχουμε ζωή αἰώνια; Τά λόγια τοῦ Πέτρου δέν ἐκφράζουν καύχηση ἤ ὑπερηφάνεια ἀλλά τή λαχτάρα τῶν μαθητῶν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. ᾿Αναλύοντας τήν εὐαγγελική φράση ἀφήκαμεν πάντα ὁ Θεοτόκης γράφει· «῎Αφησαν πλοῖα, ἀγκίστρια, γονεῖς, ἀλλά ἄφησαν καί τά ὀφειλήματα τῶν ἐχθρῶν, καί τοῦ βίου τά σκάνδαλα, καί τῆς σάρκας τήν εὐπάθεια, καί τοῦ κόσμου τή ματαιότητα».
19,28. ῾Ο δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Τό ἀμήν λέγω ὑμῖν στήν ἀρχή τῆς φράσεως εἰσάγει μία ἐπίσημη διαβεβαίωση. ᾿Εδῶ τονίζει τή σοβαρότητα καί τή βεβαιότητα τῆς ὑπόσχεσης τοῦ ᾿Ιησοῦ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς χαρακτηρίζει ὡς ἀκολουθήσαντές μοι τούς Δώδεκα, διότι αὐτοί ἄφησαν τά πάντα γιά χάρη του καί ἔμειναν κοντά του στίς ὧρες τῆς δοκιμασίας. Αὐτοί εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ νέου ᾿Ισραήλ, τῆς ᾿Εκκλησίας καί σ᾿ αὐτούς ἀπευθύνει τό πρῶτο μέρος τῆς ἀπάντησής του.
῾Ο Κύριος ὑπόσχεται στούς ἀποστόλους ἀμοιβή, ὄχι ὅμως τώρα ἀλλά ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ. Παλιγγενεσία εἶναι ὁ ἀνακαινισμός καί ἡ ἀναγέννηση ὅλης τῆς κτίσης, ἡ δευτέρα ἔλευση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία θά σημάνει τή θεμελιώδη ἀλλαγή τοῦ κόσμου. Κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας ὅλη ἡ κτίση θά μεταβληθεῖ. Θά γίνει δεύτερη γέννηση καί ἀνάπλαση τοῦ κόσμου, ἡ ἐμφάνιση τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ καί τῆς καινῆς γῆς, καί ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νέα δημιουργία (βλ. Μθ 26,29· Πρξ 3,21· Ρω 8,21· Α´ Κο 15,52-53· Β´ Πέ 3,13· ᾿Απ 21,5).
῞Οταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους: Στόν ἀναγεννημένο κόσμο, στήν αἰώνια πραγματικότητα οἱ Δώδεκα θά ἔχουν τήν προνομιοῦχο θέση τῶν κριτῶν. Τότε πού ὁ Κύριος θά καθίσει στό μεγαλόπρεπο θρόνο του, θά καθίσουν καί αὐτοί σέ θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ, θά κρίνουν τούς ᾿Ισραηλίτες πού δέν πίστεψαν στόν Χριστό ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο. ῾Η κρίση δόθηκε στόν Χριστό ἀπό τόν Πατέρα (βλ. ᾿Ιω 5,22). ῾Ο Χριστός μοιράζεται αὐτή τήν ἐξουσία καί τό ἀξίωμά του ὡς κριτοῦ μέ τούς ἀποστόλους (βλ Λκ 22,30· Α´ Κο 6,2· ᾿Απ 3,21).
῾Ο Θεοτόκης διευκρινίζει· «᾿Ακούγοντας τό καθίσεσθε, τούς θρόνους καί τό κρίνοντες, μή νομίσεις κανένα σωματικό κάθισμα, οὔτε ὑλικές καθέδρες· διότι στήν ἀνάσταση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς ἄγγελοι (Μθ 22,30), σώματα πνευματικά ἔχοντες (Α´ Κο 15,44), σύμμορφα τῷ σώματι τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ (Φι 3,21). Οἱ θρόνοι δηλώνουν τήν ἄφατη τιμή καί δόξα. Τό κάθισμα σημαίνει τό στερεό καί ἑδραῖο καί ἀκίνητο ἐκείνης τῆς δόξας. Κρίνοντες εἶναι τό ἐλέγχοντες. ῞Οσοι δηλαδή ῾Εβραῖοι κατάγονται ἐκ τῶν δώδεκα φυλῶν καί προφασιζόμενοι λέγουν ὅτι δέν μπόρεσαν νά πιστεύσουν στόν Χριστό ἐπειδή τούς ἐμπόδιζε ὁ μωσαϊκός νόμος, βλέποντας τούς ᾿Αποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦταν ῾Εβραῖοι ἐπίστευσαν καί ἔτυχαν τόσο μεγάλης δόξας, θά ἐλεγχθοῦν καί θά κλείσουν τό στόμα τους».
῾Ο Κύριος λέει στούς μαθητές του ὅτι, ἄν παραμείνουν μαζί του στούς πειρασμούς του καί σταθοῦν ἀφοσιωμένοι στήν ἱερή διακονία, θά γίνουν πραγματικά μεγάλοι. Θά εἶναι ὄχι ἁπλῶς μέλη στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά σύνεδροι καί σύνθρονοί του, βασιλεῖς καί συνάρχοντες. ᾿Απαιτεῖ ἀκριβά δίδακτρα ὁ Διδάσκαλος, ἀλλά προσφέρει καί μεγάλο βραβεῖο. ῞Οσο δύσκολη καί ἄν εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ, «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρω 8,18). Δέν μποροῦν μέ κανένα τρόπο οἱ θλίψεις, οἱ ταλαιπωρίες καί οἱ δοκιμασίες τῆς γῆς νά συγκριθοῦν μέ τήν ἀπροσμέτρητη δόξα πού προσφέρει ὁ Κύριος.
19,29. Καί πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει.
Μετά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀμοιβῆς πού ἐπιφυλάσσεται εἰδικά στούς ἀποστόλους, ὁ Κύριος ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀκροατές του καί ὑπόσχεται ἀμοιβή στήν παροῦσα ζωή ἀλλά καί στόν μέλλοντα αἰώνα. Προϋπόθεση βέβαια αὐτῆς τῆς ἐπαγγελίας εἶναι ἡ αὐταπάρνηση, οἱ θυσίες, οἱ στερήσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του.
῾Η ὑπόσχεση ἑκατονταπλασίονα λήψεται δέν σημαίνει ὅτι θά πάρει κάποιος πολλά σπίτια, πολλούς γονεῖς, πολλές γυναῖκες καί τέκνα, μέ τήν ὑλική καί σαρκική ἔννοια, διότι ἄλλα ἀπό αὐτά εἶναι ἀδύνατον νά συμβοῦν καί ἄλλα ἐπιλήψιμα. Εὔκολα ὅμως μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τούς λόγους τοῦ ᾿Ιησοῦ στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκεῖ ὁ πιστός θά βρεῖ πολλά πνευματικά ἀδέλφια καί πνευματικές ἀπολαύσεις, πού ὑπερβαίνουν σέ ἀξία κατά πολύ αὐτά τά ὁποῖα ἐγκατέλειψε, καί ὑπερκαλύπτουν τό κενό ἐκείνων. Τό κακόβουλο σχόλιο τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ, ὅτι οἱ χριστιανοί ἐγκαταλείπουν τή μία γυναίκα γιά νά πάρουν ἑκατό, εἶναι μία σαρκαστική παρερμηνεία τοῦ χωρίου.
Μετά τό θάνατο ὑπόσχεται ὁ Κύριος ὅτι ὁ πιστός μαθητής καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει. ᾿Εδῶ λέγεται μέ τήν ἔννοια τῆς ἀθανασίας στόν ἐρχόμενο αἰώνα. ῎Αν ἐδῶ στή γῆ γνωρίσουμε τόν Χριστό καί τό θέλημά του καί συμμορφώσουμε μέ αὐτό τή ζωή μας, παίρνουμε τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Μέ τό θάνατο θά λάβουμε τή δεύτερη· οἱ ψυχές μας θά ἀπολαύσουν τή συντροφιά μέ τόν Χριστό. ᾿Αλλά κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, ὅταν θά ἀναστηθοῦν καί τά νεκρά σώματά μας, τότε θά λάβουμε τήν τρίτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. ῎Οχι μόνο ἡ ψυχή ἀλλά καί τό ἀναστημένο σῶμα μας θά χαίρεται τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. ῾Ο ἀληθινός μαθητής, λοιπόν, ἀδιαφορεῖ γιά τίς στερήσεις, τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς, διότι ἐλπίζει πάντοτε στήν αἰώνια κοινωνία μέ τόν Χριστό, αἰσθάνεται παρεπίδημος στόν παρόντα κόσμο (βλ. Α´ Πέ 1,1-2· 2,11) καί προσδοκᾶ πάντοτε τήν οὐράνια πόλη τοῦ Θεοῦ (βλ. ῾Εβ 13,14).
19,30. Πολλοί δέ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καί ἔσχατοι πρῶτοι.
῾Ο στίχος μας εἶναι μία προσφιλής φράση τοῦ Κυρίου (πρβλ. Μθ 20,16· Μρ 10,31· Λκ 13,30), μέ τήν ὁποία ἐκφράζεται ἡ ἀντιστροφή τῶν ἐπιγείων κριτηρίων κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν περιφρονημένοι ἀπό τόν κόσμο, θά καταλάβουν τίς πιό τιμητικές θέσεις κοντά στόν Θεό, ἐνῶ αὐτοί οἱ ὁποῖοι σήμερα τιμῶνται ἀπό τόν κόσμο θά ἀποκλεισθοῦν τῆς οὐράνιας βασιλείας.
῎Εσχατοι χαρακτηρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες καί πρῶτοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι. ῾Ο ἅγιος Ζιγαβηνός διευκρινίζει· «Οἱ ἐξ ἐθνῶν πιστοί θεωροῦνται ἔσχατοι τώρα, διότι τελευταῖοι γνώρισαν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι ὅμως πρῶτοι τότε χάρη στήν εἰλικρινῆ τους πίστη. Οἱ ἄπιστοι ᾿Ιουδαῖοι θεωροῦνται πρῶτοι τώρα, διότι πρῶτοι γνώρισαν τόν Θεό (βλ. ῎Εξ 4,22). Θά εἶναι ὅμως ἔσχατοι τότε ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους». Οἱ ᾿Ιουδαῖοι, πού νόμιζαν ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα νά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι τέκνα καί ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αβραάμ, ἔχασαν αὐτό τό προνόμιο. Τή θέση τους τήν πῆραν οἱ ἐθνικοί, πού ἄκουσαν τό θεῖο λόγο, μετανόησαν καί ἀγωνίσθηκαν νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν λέγει, βέβαια, ὅτι ὅλοι οἱ πρῶτοι, δηλαδή ὅλοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, θά γίνουν ἔσχατοι, οὔτε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοτε ἔσχατοι ἐθνικοί θά γίνουν πρῶτοι.
῾Η προειδοποίηση τοῦ Κυρίου ἰσχύει καί γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι, βέβαια, ἡ μόνη ἀληθινή ᾿Εκκλησία καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα» πίστη τῶν ἀποστόλων (βλ. ᾿Ιδ 3)· σημασία ἔχει ὅμως ποιός εἶναι ὁ δικός μας ἀγώνας νά ζήσουμε σύμφωνα μ᾿ αὐτή τήν πίστη, νά τή διατηρήσουμε καί νά τή μεταδώσουμε.
῾Ο λόγος θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται καί στό νεανίσκο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πλούσιος καί κατεῖχε ἀνώτερη θέση στήν κοινωνία καί ὅμως ἔχασε τήν αἰώνια ζωή πού ποθοῦσε. ῎Ετσι πολλοί οἱ ὁποῖοι στόν κόσμο αὐτό κατέχουν πρῶτες θέσεις, θά εἶναι μεταξύ τῶν τελευταίων, διότι δέν θέλησαν νά θυσιάσουν τά ἐπίγεια ἀγαθά, γιά νά κερδίσουν τήν αἰώνια ζωή. ᾿Ενῶ οἱ περιφρονημένοι γιά χάρη τοῦ ᾿Ιησοῦ, «οἱ ἔσχατοι» τῆς παρούσας ζωῆς, ἐκεῖ θά τιμηθοῦν καί θά ἀναδειχθοῦν πρῶτοι ἀπό τόν Κύριο. Αὐτοί πού ἐδῶ στή γῆ περιφέρουν τή νέκρωση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ στό σῶμα τους (βλ. Β´ Κο 4,10), θά ἀπολαύσουν τόν οὐρανό. Τά ὀνόματα τῶν ᾿Αποστόλων πού συκοφαντήθηκαν καί θανατώθηκαν θά εἶναι γραμμένα μέ ἀστραφτερά γράμματα στά θεμέλια τῆς ἄνω ᾿Ιερουσαλήμ (βλ. ᾿Απ 21,14).
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
῾Η παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης
῾Η ἀποστολική περικοπή πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περιλαμβάνει τήν τρίτη μεγάλη ὁμιλία τοῦ Παύλου μέσα στίς Πράξεις. ῾Η πρώτη ὁμιλία του εἶναι ἀντιπροσωπευτική τοῦ κηρύγματός του στούς ἰουδαίους (κεφ. 13), ἡ δεύτερη τοῦ κηρύγματος στούς ἐθνικούς (κεφ. 17) καί αὐτή ἐδῶ πού ἀπευθύνεται πρός τούς ποιμένες τῆς ἐκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου εἶναι ἡ παράδοση τῆς διαθήκης του, ἕνα ἐγχειρίδιο ποιμαντικῆς.
Στό διάστημα τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος σέ καμία ἄλλη πόλη δέν παρέμεινε γιά τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ὅσο στήν ῎Εφεσο, ὅπου συμπλήρωσε τριετῆ συνεχῆ παραμονή. Στήν πόλη αὐτή ἵδρυσε μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας. Τώρα ἐπιστρέφει ἀπό τήν γ´ περιοδεία του καί ταξιδεύοντας πρός τήν Παλαιστίνη κάνει ἕναν σταθμό στή Μίλητο. ᾿Εκεῖ καλεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου γιά νά τούς ἀποχαιρετήσει καί νά τούς παραδώσει, θά λέγαμε, τή διαθήκη του. Στήν ὁμιλία αὐτή βλέπουμε τήν ἀρετή καί τήν τελειότητα τοῦ ἀποστόλου, καθώς καί τήν ποιμαντική του φροντίδα γιά τούς πιστούς.
῾Η ᾿Εκκλησία μας πολύ σοφά ὅρισε νά διαβάζεται αὐτή ἡ περικοπή τήν Κυριακή τῶν Πατέρων, διότι αὐτοί ἐφαρμόζοντας τά παραγγέλματα τοῦ Παύλου ἔγιναν γνήσιοι μιμητές του. ῾Η περικοπή ἀποτελεῖ ἕναν καθρέφτη καί μιά ζυγαριά γιά τούς σημερινούς ποιμένες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἀλλά καί ἕνα κριτήριο γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε πιστοῦ.
α) Μετάβαση τοῦ Παύλου στή Μίλητο (20,16-18)
20,16. ῎Εκρινε γάρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, ὅπως μή γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατόν ἦν αὐτῷ, τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα.
῾Ο Παῦλος ἦταν πολύ βιαστικός, γι᾿ αὐτό ἀποφάσισε παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, νά προσπεράσει τήν ῎Εφεσο, ἄν καί ἦταν ἐνδεχόμενο νά μήν ξαναδεῖ τήν ἀγαπητή του πόλη. Πρέπει νά ἦταν ᾿Απρίλιος, λίγο μετά ἀπό τό ἰουδαϊκό πάσχα, καί ὁ ἀπόστολος ἤθελε «τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα». ῎Αν ὁ Παῦλος σταματοῦσε στήν ῎Εφεσο, ἦταν ἀναπόφευκτη ἡ χρονοτριβή, διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, οἱ πιστοί μέ τίς παρακλήσεις τους θά τόν κρατοῦσαν ὁπωσδήποτε λίγες μέρες κοντά τους καί ἡ παρουσία του ἴσως νά ξεσήκωνε νέες ταραχές. Εἶναι ὅμως δυνατόν, τό πλοῖο στό ὁποῖο ἐπέβαινε, νά εἶχε προορισμό του τή Μίλητο καί ὄχι τήν ῎Εφεσο ἤ νά στάθμευσε γιά πολλές μέρες στή Μίλητο, γιά νά ἐμπορευθεῖ, ὁπότε ὁ Παῦλος εἶχε τήν εὐκαιρία νά μείνει στή Μίλητο καί νά καλέσει ἐκεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου.
῾Ο Horsley, ἕνας σπουδαῖος ἐπιστήμονας ἀπό τήν Αὐστραλία, μᾶς δίνει μία ἀκόμη ἀξιόλογη πληροφορία, γιά ποιό λόγο ὁ Παῦλος παρέπλευσε τήν ῎Εφεσο: ῾Ο ποταμός Κάυστρος, πού διασχίζει τήν ῎Εφεσο, τήν ἐποχή τῆς ἄνοιξης φέρνει στή θάλασσα πάρα πολλά χώματα, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τά καράβια νά μποῦν στό λιμάνι καί παγιδεύει ὅσα βρίσκονται ἐκεῖ ὥστε νά μή μποροῦν νά ἀποπλεύσουν.
᾿Εντούτοις, ἡ οὐσιαστική αἰτία τῆς βιασύνης τοῦ ἀποστόλου ἦταν ἡ ἑξῆς· ῾Η κατηγορία, πού τοῦ εἶχε ἀποδοθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπό τούς ἰουδαίους, ὅτι εἶναι καταλυτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἐχθρός τῶν πατρίων θεσμῶν, εἶχε ἤδη διογκωθεῖ τόσο πολύ, ὥστε τό κήρυγμά του κινδύνευε νά διαβληθεῖ παντοῦ ὡς κήρυγμα ἀποστασίας. Γιά νά περισώσει ὁ Παῦλος τό εὐαγγέλιό του ἀπό αὐτήν τήν κατηγορία «ἔσπευδε» νά πάρει μέρος στήν ἰουδαϊκή «πεντηκοστή» ὡς γνήσιος καί ζηλωτής ἰουδαῖος. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μιά κακῶς νοουμένη πολιτική ἀλλά γιά μιά ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου ὅτι παραμένει δοῦλος τοῦ ἴδιου Κυρίου. ῎Αλλωστε ἡ ὁμολογία αὐτή στοίχισε στόν Παῦλο πολυετῆ φυλάκιση καί πολλές κακουχίες, τά ὁποῖα, ἐνῶ γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τόν περιμένουν, δέν τά ἀπέφυγε.
῾Ο Παῦλος εἶχε τή συνείδηση ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο κήρυττε, ἦταν κήρυγμα ἐλευθερίας καί ὄχι ἀποστασίας ἀπό τόν νόμο. ῾Ο ἴδιος Θεός, ὁ Κύριος τῆς Π. Διαθήκης, ἔδωσε τόν νέο νόμο, τήν Κ. Διαθήκη, καί σ᾿ αὐτόν πρέπει νά ὑπακοῦν οἱ ἀληθινοί μαθητές του. ῎Εχουμε ἀλλαγή νόμου, ὄχι ἀλλαγή Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία ἀπό τόν παλιό νόμο, λοιπόν, δέν ἔπρεπε νά νοηθεῖ ὡς ἀποστασία. ᾿Αντίθετα, ἀποστασία ἀποτελοῦσε ἡ ἐμμονή στόν παλιό νόμο, τόν ὁποῖο αὐτός ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης κατήργησε καί ἀντικατέστησε.
῾Ο Θεοτόκης διαβλέπει καί ἕναν ἀκόμη λόγο γιά τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἤθελε νά βρεθεῖ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἁγία πόλη· Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τοῦ Πάσχα, συγκεντρώνονταν πλήθη προσκυνητῶν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ «ἐπεθύμει ὁ τρισμακάριος ἵνα εἰς τόν αὐτόν τόπον, ὅπου πρότερον ἐδίωξε τήν ᾿Εκκλησίαν, κηρύξῃ ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα».
20,17-18α. ᾿Από δέ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δέ παρεγένοντο πρός αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς.
῾Η Μίλητος ἦταν παραλιακή πόλη τῆς Μ. ᾿Ασίας καί βρισκόταν 58 χλμ. νοτιότερα τῆς ᾿Εφέσου. ῾Υπῆρχε στήν πόλη αὐτή χριστιανική ἐκκλησία πού ἦταν σέ ἀκμή μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
῾Ο Παῦλος «πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας», ἔστειλε ἀπεσταλμένους στήν ῎Εφεσο καί κάλεσε τούς πρεσβυτέρους. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι καλεῖ τούς πρεσβυτέρους γιά νά τούς παραδώσει ὁριστικά τήν ἐξουσία του, γι᾿ αὐτό καί τούς παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ὑπογραμμό ἐκκλησιαστικοῦ ἡγουμένου. ῾Η ὁμιλία του εἶναι ἡ πνευματική του διαθήκη καί μοιάζει μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅπως τόν καταγράφει ὁ ᾿Ιωάννης στό Εὐαγγέλιο (βλ. κεφ. 13-17). Κοινά χαρακτηριστικά τῶν δύο διαθηκῶν εἶναι: α) Ἀπολογισμός τοῦ κηρύγματος. β) Παράδοση τῆς ἀρχῆς. γ) Ὑπόδειξη τοῦ ὑπογραμμοῦ γιά τόν καλό ἡγέτη. δ) Προφητεία γιά τά κακά πού ἔρχονται καί τά ὁποῖα ἀναμένουν τούς ἄξιους διαδόχους, καί γενικά γιά τήν ἀντίδραση τοῦ κακοῦ. ε) Ἰδιαίτερη προφητεία ὅτι ἕνας ἤ μερικοί ἀπό τούς παρόντες θά προδώσουν τήν ἱερή παρακαταθήκη. στ) Ὅλοι εἶναι βαθιά συγκινημένοι καί συναισθάνονται τήν κρισιμότητα τῆς ὥρας. ζ) Συμπτωματικά ἴσως καί στά δύο περιστατικά προηγεῖται τριετής συναναστροφή τοῦ διδασκάλου μέ τούς μαθητές.
β) Οἱ ἐπίσκοποι φρουροί τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ ποιμνίου τους (20,28-30)
Στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα δέν περιλαμβάνεται ὅλη ἡ ὁμιλία τοῦ Παύλου. Παραλείπεται τό πρῶτο μέρος της (στ. 18β-27) καί ἡ περικοπή συνεχίζεται ἀπό τό στ. 28.
20,28. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος.
Τό παράγγελμα «πρόσεχε σεαυτῷ» ἤ προσέχετε ἑαυτοῖς τό συναντοῦμε συχνά στήν Πεντάτευχο. «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε ὁ ᾿Αβραάμ στόν ἔμπιστο δοῦλο του ᾿Ελεάζαρ, ὅταν τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ ᾿Ισαάκ καί οὐσιαστικά τοῦ παρέδιδε τόν γιό του. Αὐτός ὁ γιός ἦταν ἡ ἱερή παρακαταθήκη, διότι σ᾿ αὐτόν συγκεντρώνονταν ὅλες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ (βλ. Γέ 24,6). «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε καί ὁ Μωυσῆς, ὅταν ἀποχαιρέτησε γιά πάντα τόν ᾿Ισραήλ καί παρέδωσε στή διάθεσή του τήν τήρηση τοῦ νόμου (βλ. Δε 4,9). ᾿Από αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος στό περιστατικό πού μελετοῦμε ἔχει σαφῆ καί πλήρη συναίσθηση τοῦ τί παραδίδει στούς πρεσβυτέρους. Καί οἱ δύο ἐκεῖνες παραδόσεις, στίς ὁποῖες ὁ ᾿Αβραάμ καί ὁ Μωυσῆς παρέδωσαν τήν ἱερή παρακαταθήκη, μοιάζουν ἐπίσης μέ τήν παράδοση τοῦ ᾿Ιησοῦ στούς μαθητές καί τοῦ Παύλου στό πρεσβυτέριο τῆς ᾿Εφέσου. ᾿Από τά χωρία αὐτά μποροῦμε νά δοῦμε μιά πτυχή τῆς ἱερᾶς παραδόσεως. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἱερά παράδοση εἶναι ὅ,τι παραδίδουν ἀρχικά οἱ ἀπόστολοι στούς διαδόχους καί ὄχι τό σύνολο τῶν λαϊκῶν παραδόσεων, ὅπως στή γλώσσα τῆς λαογραφίας.
Καί παντί τῷ ποιμνίῳ: «Διπλῆν προσοχήν παρήγγειλεν εἰς αὐτούς, πρώτην ὑπέρ ἑαυτῶν, ἤγουν καθαρότητα βίου καί κατορθώματα ἀρετῆς, δευτέραν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου, τουτέστι διδασκαλίαν πίστεως καί νόμων καί ἀνύστακτον ἐπιμέλειαν ὑπέρ τῆς τῶν ποιμαινομένων σωτηρίας», ἐξηγεῖ ὁ Θεοτόκης. ᾿Αρχαῖοι ἑρμηνευτές, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Χρυσόστομο, παρατηροῦν ὅτι τά δύο ἀντικείμενα τῆς προσοχῆς, ὁ ἑαυτός καί τό ποίμνιο, δέν μποροῦν νά νοηθοῦν χωριστά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Τό νά προσέχει κανείς μόνο τόν ἑαυτό του εἶναι φιλαυτία, τό νά προσέχει μόνο τό ποίμνιο εἶναι ὑποκρισία. ῾Ο ἱερός πατέρας, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο ἐπεκτείνεται σέ ἐξομολογήσεις καί λέει ὅτι βλέπει καί τήν προσωπική ζωή του καί τή ζωή τοῦ ποιμνίου σέ ἄθλια κατάσταση. Πονᾶ βέβαια καί γιά τά δύο, ἀλλά κυρίως πονᾶ γιά τό ποίμνιο. ῞Οταν ὅμως βλέπει τό ποίμνιο νά προκόβει, χαίρεται τόσο, ὥστε ἡ ἐσωτερική του κατάσταση βελτιώνεται χωρίς ἄλλη προσπάθεια. Τόν προσωπικό του καταρτισμό τόν βλέπει ὡς ἐξάρτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ ποιμένες χρειάζεται νά προσέχουν ἰδιαίτερα τόν ἑαυτό τους, διότι ὅταν αὐτοί εἶναι ἅγιοι, τότε καί τό ποίμνιο προάγεται. «῾Ο ἁγιάζων δεῖ πρῶτον ἁγιασθῆναι καί εἶτα ἁγιάσαι. ῾Ο διδάσκων διδαχθῆναι καί οὕτω διδάξαι. ῾Ο φωτίζων δεῖ πρῶτον φωτισθῆναι καί οὕτω φωτίσαι», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
᾿Εν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους: Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο διόρισε τούς ἐπισκόπους· ὑποδηλώνεται ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς ἱερωσύνης. ῾Ο ἀπόστολος ἤ ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖ, ὅμως τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο ἀπονέμει τό χάρισμα καί ἐνεργεῖ. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει ἐδῶ «ἐπισκόπους» αὐτούς πού παραπάνω ἀνέφερε ὡς «πρεσβυτέρους» (στ. 17). Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ὅροι αὐτοί δέν ἀφοροῦν σέ δύο ξεχωριστά ἀξιώματα. ῾Η λέξη «ἐπίσκοπος» σήμαινε ἐπόπτης, ἐπιστάτης, σκοπός, ἐπιμελητής, διευθυντής, ὑπεύθυνος, ἐπικεφαλῆς. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο τά ἴδια πρόσωπα ὀνομάζονταν καί πρεσβύτεροι καί ἐπίσκοποι, ἀκόμη καί διάκονοι (βλ. Β´ Τι 4,5). ῾Ωστόσο ὑπῆρχε μιά οὐσιαστική διαβάθμιση, διότι ἕνας ἀπό τούς πρεσβυτέρους ἤ ἐπισκόπους τῆς πόλεως ἦταν ὁ διδάσκαλος τῆς ᾿Εκκλησίας, αὐτός πού εἶχε τήν εὐθύνη ὅλης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξουσία νά καθιστᾶ πρεσβυτέρους. Αὐτός ἦταν ὁ σημερινός ἐπίσκοπος.
῾Η φράση ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος εἶναι ἀπό τίς πιό ἰσχυρές ἀποδείξεις τῆς θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος πού «περιεποιήσατο τήν ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδίου αἵματος» εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἐδῶ ὄχι ἁπλῶς Θεός, ἀλλά «Κύριος καί Θεός», πού εἶναι ἡ ἀκριβέστερη μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ «Γιαχβέ ᾿Ελωχίμ» στήν Π. Διαθήκη. Αὐτός πού ἔδωσε τό αἷμα του γιά τήν ἐκκλησία -καί τό αἷμα αὐτό φανερώνει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος- εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ Γιαχβέ Θεός. «Περιποιοῦμαι» σημαίνει ἀποκτῶ γιά τόν ἑαυτό μου, κάνω κάτι περιουσία μου. ῾Ο Κύριος ἀπέκτησε ὡς περιουσία καί ἰδιοκτησία του τήν Ἐκκλησία καταβάλλοντας τίμημα τό αἷμα του. ῾Ο ἀπόστολος θέλει νά ὑπογραμμίσει πόσο πολύτιμο εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς φροντίδος τῶν ποιμένων, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία, καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη τους, ἐφόσον ὁ Δεσπότης πρόσφερε γι᾿ αὐτήν τό ἴδιο του τό αἷμα.
20,29. ᾿Εγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου.
῾Ο ἀπόστολος μέ ἔμφαση προφητεύει καί ταυτόχρονα προειδοποιεῖ ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά μποῦν στό ποίμνιο, δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία (πρβλ. Μθ 7,15· Λκ 10,3), ἐχθροί καί μάλιστα λύκοι βαρεῖς. «Λύκοι» χαρακτηρίζονται οἱ αἱρετικοί, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι. ᾿Ονομάζονται δέ «βαρεῖς» γιά νά δηλωθεῖ «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο δεύτερος χαρακτηρισμός, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, ἐκφράζει ὅλη τήν ἐγκληματική δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν ἀλλά γιά τό προσωπικό τους συμφέρον.
20,30. καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν.
῾Η φράση ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ὑπενθυμίζει ζωηρά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (᾿Ιω 13,21). Τό ρῆμα ἀναστήσονται ἐκφράζει τήν ἀνταρσία. ῾Ο ἀπ. Παῦλος γνώριζε ἤ προέβλεπε ὅτι καί ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα, πρός τά ὁποῖα μιλοῦσε τή στιγμή ἐκείνη, θά ξεπηδοῦσαν «λύκοι βαρεῖς». Μέ τόν λόγο του αὐτό τούς ταράζει, ὥστε νά εἶναι προσεκτικοί· ἴσως μάλιστα ἀσκεῖ καί λεπτό ἔλεγχο πρός ὁρισμένα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά ἀποκλίνουν. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ρήματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἐμφάνιση τῶν αἱρετικῶν. Στόν προηγούμενο στίχο λέγεται γι᾿ αὐτούς ὅτι «εἰσελεύσονται», θά ἔλθουν δηλαδή ἀπό ἔξω, ὅπως οἱ λύκοι ὁρμοῦν στό κοπάδι. ᾿Εδῶ λέγεται ὅτι «ἀναστήσονται», θά ξεσηκωθοῦν δηλαδή μέσα ἀπό τό ποίμνιο.
Στίς δύο πρός Τιμόθεον ἐπιστολές φαίνεται ὅτι ἤδη εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητική αὐτή πρόβλεψη τοῦ ἀποστόλου (βλ. Α´ Τι 1,20· Β´ Τι 2,17· 3,8) καί λίγο ἀργότερα οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἀρχίσει νά πληθαίνουν στίς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας (βλ. ᾿Απ 2,2· Α´ ᾿Ιω 2,18). ῾Η Μ. ᾿Ασία ὁλόκληρη, ὡς χώρα πλούσια καί μέ κοσμική κίνηση, ἦταν ὁ κύριος στόχος τῶν αἱρετικῶν κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ καί κατά συνέπεια καί ἡ κοιτίδα τῶν «βαρέων λύκων». ᾿Αξίζει μάλιστα νά σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου οἱ ἕξι στάλθηκαν στή Μ. ᾿Ασία καί ὅλες, ἐκτός ἀπό τή μικρή πρός Φιλήμονα, στρέφονται κατά τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικά γιά τήν ῎Εφεσο ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀποστόλου, διότι ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους πού κατονομάζονται στήν Κ. Δ. ἕξι ἦταν ᾿Εφέσιοι· ὁ ῾Υμέναιος καί ὁ ᾿Αλέ¬ξανδρος, ὁ Φύγελλος καί ὁ ῾Ερμογένης, ὁ Φιλητός καί ὁ Διοτρέφης (Γ´ ᾿Ιω 9).
Τά ἔργα τῶν αἱρετικῶν εἶναι κυρίως δύο: Τό λαλεῖν διεστραμμένα, ἡ διαστρέβλωση τῆς διδαχῆς, καί τό ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν, δηλαδή ἡ δημιουργία δικοῦ τους προσωπικοῦ κόμματος μέσα στήν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι ὁ χειραγωγός πρός τόν Χριστό, δέν ἀποσπᾶ ἀνθρώπους γιά νά τόν ἀκολουθοῦν καί δέν δημιουργεῖ προσωποπαγῆ ἐκκλησία. ῾Ο αἱρετικός ὅμως προσανατολίζει τούς μαθητές του πρός τόν ἑαυτό του.
γ) ῾Ο Παῦλος ζωντανό ὑπόδειγμα ποιμένος (20,31-36)
20,31. Διό γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
Τό γρηγορεῖτε ἦταν ποιμενική καί στρατιωτική ἔκφραση. Τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ βοσκοί πού ἀγρυπνοῦσαν στό κοπάδι τους καί οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τά τείχη τῶν πόλεων. «Γρηγορεῖτε» φώναζαν κατά διαστήματα τή νύχτα οἱ ποιμένες καί οἱ σκοποί γιά νά μένουν ξύπνιοι στό καθῆκον τους. «Γρηγορεῖτε» εἶπε καί ὁ ᾿Ιησοῦς στούς μαθητές του στή Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,38.41· Μρ 14,34.38). ῾Ο Παῦλος, ὅπως καί ὁ Χριστός, δανείζονται τή λέξη ἀπό τήν ποιμενική ζωή. ῾Ο Χριστός εἶπε «πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα» (Μθ 26,31· Μρ 14,27) καί ὁ Παῦλος ἀνέφερε στόν προηγούμενο στίχο λύκους καί ποίμνιο.
Οἱ πρεσβύτεροι πρέπει νά θυμοῦνται τό παράδειγμα τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τήν κατ᾿ ἰδίαν διδασκαλία καί νουθεσία νύκτα καί ἡμέραν. Διέθετε ὄχι μόνο τήν ἡμέρα ἀλλά καί τή νύχτα νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ ἀπόστολος ὑποδεικνύει στούς πρεσβυτέρους ὅτι ἡ ἐγρήγορση βρίσκεται κυρίως στόν καταρτισμό, στήν καλλιέργεια, στήν τελειοποίηση τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὥστε νά καταστοῦν ἄτρωτα ἀπό τίς προσβολές τῶν αἱρετικῶν. Φανερώνει ἀκόμη καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ ἴδιος· μετά δακρύων, μέ ἀγρυπνία, μέ προσωπικό ἐνδιαφέρον γιά τόν κάθε πιστό. Τά δάκρυα δείχνουν τήν ἀγωνία, τήν ἐγρήγορση τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο ὅρος τριετίαν προσδιορίζει τόν χρόνο πού ὁ Παῦλος ἔμεινε στήν ῎Εφεσο· τρία χρόνια περίπου.
«῾Η ἐγρήγορσις καί ἡ προσοχή καί ἡ ἐπιμέλεια τῶν προεστώτων ἐμποδίζει τῶν αἱρετικῶν τάς ἐφόδους», κατά τόν Θεοτόκη. Καί ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, συνιστᾶ· «Οἱ ποιμένες, δηλαδή οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, πρέπει νά ἀγρυπνοῦν καί μέ τή σφενδόνα τοῦ λόγου νά καταδιώκουν τούς χιλιαστές καί κάθε αἱρετικό μακριά ἀπό τήν ποίμνη τους» (Σπινθῆρες ἀπό τόν ᾿Απόστολο, σελ. 139).
20,32. Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.
Τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ: «Χάρις» τοῦ Θεοῦ ἐδῶ εἰδικά λέγεται ὅ,τι σήμερα ὀνομάζεται Χριστιανισμός καί ᾿Εκκλησία· «λόγος τῆς χάριτος αὐτοῦ» εἶναι τό χριστιανικό κήρυγμα, ἡ διδαχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς: ῾Ο Παῦλος νιώθει ὅτι ἐπιτέλεσε τό χρέος του ἀπέναντι στούς μαθητές του, κήρυξε, δίδαξε, νουθέτησε, ἀλλά καί τώρα δέν τούς ἀφήνει μόνους καί ὀρφανούς. Τούς ἀναθέτει στόν Κύριο. ῞Οπως ἕνας πού πρόκειται νά ἀπουσιάσει ἀπό τόν τόπο του ἀναθέτει σέ κάποιο πιστό καί ἱκανό φιλικό του πρόσωπο νά διαχειρισθεῖ τήν περιουσία του καί τίς ὑποθέσεις του ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος τώρα πού φεύγει ἀναθέτει, ἀφιερώνει τούς πιστούς στόν πανταδύναμο Θεό γιά νά τούς ἀσφαλίσει καί νά τούς φυλάξει. Τί ὡραιότερο καί συγκλονιστικώτερο! ῾Ο Παῦλος «παρατίθεται», ἐμπιστεύεται τό ποίμνιό του στόν Θεό καί στή χριστιανική διδαχή. ῾Ο Θεός εἶναι ὁ φύλακας, καί ἡ διδαχή ὁ φράκτης, ἤ καλύτερα ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ὁ παρών Χριστός, ἡ ζωντανή καί συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι δύο· ὁ λόγος καί τό μυστήριο, ἡ διδασκαλία καί ἡ θεία Κοινωνία. Τό εὐαγγέλιο καί τό ἅγιο δισκοπότηρο εἶναι, θά λέγαμε, τά δύο χέρια τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα μπορεῖ νά ψηλαφήσει καί νά κρατήσει ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ στύλοι τῆς θείας λατρείας, οἱ δύο πόλοι της, ἦταν πάντοτε ἡ ἁγία Τράπεζα καί ὁ ἄμβωνας. Στήν πρώτη τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, στόν δεύτερο ἱερουργεῖται τό εὐαγγέλιό του.
Τῷ δυναμένῳ ἀναφέρεται στή δοτική τῷ Θεῷ καί ὄχι στό «λόγῳ τῆς χάριτος», διότι ὁ λόγος μπορεῖ βέβαια νά οἰκοδομήσει ἀλλά δέν μπορεῖ νά δώσει κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις. ῾Η «κληρονομία» αὐτή πού δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς πιστούς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Ηγιασμένοι» σημαίνει ἀφιερωμένοι. ῞Ολοι οἱ χριστιανοί εἶναι «ἁγιασμένοι», σκεύη πού ξεχωρίζονται ἰδιαίτερα γιά τόν Θεό.
῾Ο Θεός εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά παραχωρήσει στούς «ἁγιασμένους» μιά θέση ὅπου φυλάγονται τά ἱερά λογικά σκεύη του καί νά τούς ἐποικοδομήσει σάν πλίνθους πάνω στόν θεμέλιο λίθο, τόν Χριστό, τόν ὁποῖο κατέθεσε ὁ Παῦλος· αὐτό σημαίνει τό ἐποικοδομῆσαι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν εἶπε «οἰκοδομῆσαι» ἀλλά «ἐποικοδομῆσαι», πού δηλώνει ὅτι ἤδη οἱ πιστοί ἔχουν οἰκοδομηθεῖ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, καί ἔχουν ἀνάγκη μόνο ἀπό στήριγμα.
Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου ἀντιδιαστέλλεται ἔντονα πρός τήν τάση τῶν αἱρετικῶν νά «ἀποσποῦν μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (στ. 30). ᾿Εκεῖνοι θέλουν τούς μαθητές σάν κέλυφος τῆς ἐγωιστικῆς ὑπάρξεώς τους. ᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἀφήνει τό ποίμνιό του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τρέχει στά ᾿Ιεροσόλυμα, γιά νά ὑποστεῖ τήν πιό σκληρή καί ἐπικίνδυνη περιπέτεια τῆς ζωῆς του καί νά περάσει μεγάλο μέρος τῆς πολύτιμης ζωῆς του στίς φυλακές. Αὐτό ἴσως φαίνεται ἄκαρπη, ἄν ὄχι καί ἄστοχη, ἐνέργεια. Καί ὅμως, αὐτό ἦταν ἡ σφραγίδα τοῦ κηρύγματός του, ὁ σταυρός. ῾Η σφραγίδα ἑνός ἐγγράφου δέν περιέχει οὔτε μιά λέξη καί ὅμως αὐτή δίνει κῦρος σέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Χωρίς αὐτή τή σφραγίδα τό ὑψηλότερο κήρυγμα εἶναι χαρτονόμισμα χωρίς ἀντίκρυσμα, χωρίς ἀξία.
20,33-34. ᾿Αργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα· αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.
Μέ τή φράση ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ ἀναφέρονται τά τρία στοιχεῖα τοῦ πλούτου· τό ἀσήμι, τό χρυσάφι, δηλαδή τά ἀσημένια καί χρυσά νομίσματα, καί τά ἱμάτια. ῾Ο Παῦλος συνδέει στενά μέ τόν πλοῦτο τῶν χρημάτων καί τόν ἱματισμό. Οἱ ἄνθρωποι τήν ἐποχή ἐκείνη, ἰδίως στήν ᾿Ανατολή, ὅπως ἀποταμίευαν χρήματα, ἀποθήκευαν στά σπίτια τους καί πολλά ροῦχα. ῏Ηταν ὁ θησαυρός τους, ὅπως τόνισε ὁ Κύριος· «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Μθ 6,19).
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν λέει «οὐκ ἐδώκατέ μοι», πού θά ἦταν ἄσχημο γιά τούς ἀδελφούς, ἀλλά λέει οὐκ ἐπεθύμησα. ᾿Αξιολογεῖ δέ τήν ἀφιλαργυρία τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας ὡς ἀνώτερη καί ἀπό τήν ἀκτημοσύνη. Πρώτη βαθμίδα, λέει, εἶναι νά ἀπαρνηθεῖς τά δικά σου, δεύτερη νά ἐπαρκεῖς μόνος σου στίς ἀνάγκες σου, τρίτη νά ἐπαρκεῖς καί γιά ἄλλους, τέταρτη ἐνῶ κηρύττεις καί ἔχεις τήν ἐξουσία νά παίρνεις, νά μήν παίρνεις. ῞Ολοι οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές παρατηροῦν ὅτι ἐδῶ πλήττεται ἕνας μεγάλος καί φοβερός κίνδυνος, ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν· ἡ φιλαργυρία. ῾Η ἀφιλαργυρία εἶναι μία μεγαλειώδης δύναμη γιά τούς ἀνθρώπους πού διακονοῦν τήν ᾿Εκκλησία.
Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ, τίς ἀνάγκες μου καί τίς ἀνάγκες αὐτῶν πού εἶναι μαζί μου, ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Προφανῶς στό σημεῖο αὐτό τῆς ὁμιλίας του ὁ ἀπόστολος θά ὕψωσε τίς παλάμες του, τίς σκληρές καί ροζιασμένες ἀπό τή χειρωνακτική ἐργασία πού ἔκανε, καί θά τίς ἔδειξε γιά νά τίς δοῦν οἱ ἀκροατές του. Εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ὁ πνευματικός ἡγέτης ὅλης τῆς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοσύνης ἦταν ἐπαγγελματίας χειρώνακτας. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἐργάστηκε ὡς «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3). ῾Ο Παῦλος ὄχι μόνο δέν πλούτισε ἀπό τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔβρισκε χρόνο γιά νά ἐργάζεται τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ, ὥστε νά ἐξοικονομεῖ τά ἀπαραίτητα γιά τή συντήρηση τή δική του καί τῶν συνεργατῶν του. Ζοῦσε γιά τόν Χριστό καί ὄχι ἀπό τόν Χριστό.
Στήν Α´ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή (κεφ. 9) ὁ ἀπόστολος ἀπολογούμενος ὑπενθυμίζει στούς πιστούς ὅτι δέν ζήτησε ἀπό αὐτούς οὔτε ἕνα νόμισμα οὔτε λίγο ψωμί οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά πού δικαιοῦνταν. ᾿Αποφάσισε νά τά ἐξοικονομεῖ ὅλα μέ τή δουλειά του. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο καί τό καύχημά του· ὄχι τό ὅτι κηρύττει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ὅτι τό κηρύττει ἀδάπανο, γιά νά μή φέρει τό παραμικρό ἐμπόδιο στήν ἐξάπλωσή του. ῾Η θεληματική αὐτή στέρηση τῶν νομίμων δικαιωμάτων ἀποτελεῖ μιά θαυμαστή ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης νοοτροπίας. ῾Ο Παῦλος ἀκολουθεῖ τήν τακτική αὐτή, ἐνῶ οἱ ψευδαπόστολοι μέ αὐθάδεια καί θρασύτητα ἄσκησαν ἐξουσία στούς πιστούς, καί ἀπαίτησαν νά τούς συντηροῦν.
Τό παράδειγμα τοῦ ἀπ. Παύλου ἀκολούθησαν πολλοί ἅγιοι καί πολλοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. ῾Ο Μ. ᾿Αντώνιος σκόρπισε τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἔζησε στήν ἔρημο μέ παροιμιώδη ἄσκηση. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ ἅγιος Νικόλαος, οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι.
20,35. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν.
Πάντα ὑπέδειξα, μέ ὅλους τούς τρόπους σᾶς ἔδειξα. Καί μέ τή διδασκαλία καί μέ τό παράδειγμά του, ὁ Παῦλος δίδαξε στούς πρεσβυτέρους τόν τρόπο ζωῆς καί δράσεως πού πρέπει νά ἀκολουθοῦν.
Κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων: «᾿Ασθενοῦντες» εἶναι οἱ φτωχοί. ῾Η ἐλεημοσύνη τῶν ἐπισκόπων πρέπει νά προέρχεται ἀπό τήν προσωπική τους ἐργασία. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, ὁ Παῦλος οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες νά ἀσκοῦν ἕνα βιοποριστικό ἐπάγγελμα, ἀρκεῖ αὐτό νά εἶναι ἔντιμο καί νά μήν ἀποβαίνει σέ βάρος τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς. ᾿Επιπλέον ἀπό τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἀποστολική ἐκκλησία δέν λειτουργοῦσε καθόλου ὡς οἰκονομικός ὀργανισμός. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ὁ ἔρανος πού διενεργήθηκε ἀπό τόν Παῦλο. ῞Ολες οἱ ἀγαθοεργίες, ἡ κοινωνία στίς «χρεῖες τῶν ἀγίων», ξεκινοῦσαν καί πραγματοποιοῦνταν ἀπό τόν προσωπικό ζῆλο τῶν πιστῶν. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἐπίσκοποι ἐνέπνεαν καί ἐνίσχυαν τέτοιες κινήσεις μέ τή διδαχή τους.
Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν: ῾Ο ποιητής τῆς ἀρχαιότητος Τιμοκλῆς ἐκφράζοντας τό πνεῦμα τοῦ ἐξωχριστιανικοῦ κόσμου ὑποστηρίζει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο· Μακάριος δηλαδή εἶναι αὐτός πού δέν δίνει τίποτε σέ κανέναν· «ἀνόητος ὁ διδούς» καί «εὐτυχής ὁ λαμβάνων». Πόση ἀντίθεση ἀνάμεσα στή θύραθεν σοφία καί στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ πού λέει· «Εἶναι εὐτυχέστερο νά δίνει κανείς παρά νά παίρνει»! Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «Οὐκ εἶπεν ὅτι κακόν τό λαβεῖν ἀλλά βέλτιον τό μή λαβεῖν».
Σχετικά μέ τή γνησιότητα τοῦ λόγου αὐτοῦ προβληματίσθηκαν τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καί οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευτές, διότι δέν ἀναφέρεται στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου πού καταγράφεται στά εὐαγγέλια. Ποῦ τόν βρῆκε ὁ Παῦλος; ῞Οπου βρῆκαν οἱ μαθητές του Λουκᾶς καί Μᾶρκος ὅσα ἔγραψαν ὁ καθένας ἰδιαίτερα μετά τόν διδάσκαλό τους. ᾿Εφόσον ἀκόμη ζοῦσε μία ὁλόκληρη κοινωνία ἀπό αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι περιττή κάθε ἐρώτηση πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Αὐτό κυρίως δέχονται καί οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές Χρυσόστομος, Οἰκουμένιος καί Θεοφύλακτος, ἄν καί δέν ἀποκλείουν ὁ λόγος νά εἶναι συνισταμένη πολλῶν παρομοίων ἐκφράσεων τοῦ Κυρίου. Εὔστοχα χρησιμοποιεῖται τό χωρίο καί γιά τήν κατοχύρωση τοῦ κύρους τῆς ἱερᾶς παραδόσεως πού δέν ἔχει περιληφθεῖ στήν Καινή Διαθήκη.
20,36. Καί ταῦτα εἰπών, θείς τά γόνατα αὐτοῦ σύν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
῾Η συμπροσευχή τοῦ Παύλου μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου ὑπενθυμίζει τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἐδῶ ὁ Παῦλος σφραγίζουν τήν παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης στούς διαδόχους τους μέ προσευχή.
᾿Από τά πρῶτα χρόνια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκτός ἀπό τήν ὄρθια στάση, ἡ προσευχή σέ ὧρες μάλιστα ἰδιαίτερης ἀγωνίας, ἔντασης καί κατάνυξης γινόταν καί στά γόνατα, (πρβλ. Πρξ 7,60· 9,40· 21,5). ῾Η προσευχή ἐπί τῶν γονάτων δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραδίδει τήν ὕπαρξή του στόν Θεό μέ ταπείνωση καί θερμότητα καρδίας.
῾Ο Παῦλος στίς ποικίλες ἀντιξοότητες τοῦ ἔργου του εἶχε ὅπλο, θεία παρηγοριά καί στήριγμά του τήν προσευχή. ῏Ηταν ὑπόδειγμα προσευχομένου ἀνθρώπου. ᾿Αλλά ζητοῦσε καί τίς προσευχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἔργου του (βλ. Α´ Θε 5,25· Β´ Κο 1,10-11).
Στέργιος Σάκκος
Ἑρμηνεία ἀποστολικῶν περικοπῶν (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)