«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Μθ 1,25)
Ἡ γνώση τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀναγκαία, καθ' ὅσον παλαιότεροι καί σύγχρονοι αἱρετικοί διαστρεβλώνουν καί παρερμηνεύουν τό χωρίο καί τό χρησιμοποιοῦν κατά τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.
Τό χωρίο αὐτό βρίσκεται στό τέλος τοῦ α΄ κεφαλαίου τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής μέ πολλή ἁπλότητα σημειώνει ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ταράχτηκε ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη τῆς μνηστῆς του. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως βεβαίωσε τόν Ἰωσήφ γιά τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου σύλληψη τῆς παρθένου, σύμφωνα καί μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, καί τοῦ γνωστοποίησε ὅτι διορίζεται ἀπό τόν Θεό προστάτης τῆς παρθένου.
Ἡ φράση «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν» σημαίνει ὅτι δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις. Ἡ φράση ὅμως πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἐκείνη στήν ὁποία βασιζόμενοι οἱ αἱρετικοί ὑποστήριξαν τήν βλάσφημη ἰδέα ὅτι ἡ Μαριάμ ἦταν μέν παρθένος μέχρι τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στήν συνέχεια ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ. Ἡ μετάφραση τοῦ χωρίου κατά λέξιν εἶναι: «Καί δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις, ἕως ὅτου γέννησε τόν υἱό της τόν πρωτότοκο». Ἡ δεύτερη πρόταση παρεξηγήθηκε, διότι δέν ἔγινε κατανοητό τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο τήν λέγει ὁ εὐαγγελιστής καί δέν ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο συνηθίζει νά ἐκφράζεται ἡ Γραφή. Ἀπό τό «ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» συμπεραίνουν οἱ αἱρετικοί ὅτι μέχρι τότε ἡ παρθένος Μαρία ἦταν χωρίς ἄνδρα, ἐνῶ μετά εἶχε συζυγικές σχέσεις. Καί ἀπό τήν λέξη «πρωτότοκος» συμπεραίνουν ὅτι ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά.
Κατ' ἀρχήν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ εὐαγγελιστής διηγούμενος τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ θέλει νά τονίσει τήν ἄσπορη σύλληψή του ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί τήν ἐκ παρθένου γέννησή του. Δέν προτίθεται καθόλου νά μᾶς πληροφορήσει γιά τόν προσωπικό βίο τῆς Παρθένου. Ὅταν ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστής, πιθανόν νά ζοῦσε καί ἡ Παρθένος, ὁπωσδήποτε ὅμως ζοῦσαν ἄνθρωποι μέ τούς ὁποίους αὐτή συναναστράφηκε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς ἐκείνης δέν γνώριζαν μέν τήν ζωή τῆς Μαρίας πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γνώριζαν τήν ζωή της μετά τήν γέννηση ἐκείνου. Γνώριζαν ὅτι δέν εἶχε ἄλλα παιδιά, καί συνεπῶς δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά περισσότερες ἐξηγήσεις. Ἔπειτα τό «ἕως οὗ» δέν περιέχει ἄρνηση τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας. Μέ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ἐννοεῖ ὅτι κατά τό διάστημα τό ὁποῖο μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Δέν ἐννοεῖ μέ κανένα τρόπο ὅτι κατά τό ὑπόλοιπο διάστημα συνέβαινε τό ἀντίθετο. Εἶναι πολύ αὐθαίρετο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα. Ἄλλωστε ἡ λέξη «ἕως» στήν Γραφή εἰδικά δέν σημαίνει ἀποκλειστικά καί πάντοτε ἕνα χρονικό ὅριο. Δέν σημαίνει ὅτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ ὁρίου γίνεται κάτι καί μετά ἀπό αὐτό παύει νά γίνεται. Ἀλλά σημαίνει ὅτι μέχρι τό σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ θεόπνευστος συγγραφέας γίνεται κάτι, ἀλλά τό τί γίνεται στήν συνέχεια ἀφήνεται ἀκαθόριστο, διότι δέν ἐνδιαφέρει τόν συγγραφέα.
Κάνοντας τήν παρατήρηση αὐτή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ζιγαβηνός καί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀναφέρουν ἀρκετά παραδείγματα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι αὐτή ἡ χρήση τοῦ «ἕως» εἶναι συνηθισμένη στήν Γραφή.
* Στήν Γένεση π.χ. λέγεται ὅτι ὁ Νῶε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στήν κιβωτό, ἔστειλε τόν κόρακα γιά νά δεῖ ἄν ὑποχώρησαν τά νερά, καί ὁ κόρακας «οὐκ ἀνέστρεψεν, ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ» (Γέ 8,7). Βεβαίως οὔτε κατόπιν ἐπέστρεψε, καί περί αὐτοῦ κανείς δέν ἔχει ἀντίρρηση.
* Στήν Γένεση ἐπίσης ὁ Θεός λέγει στόν Ἰακώβ· «Οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι» (Γέ 28,15). Ὁπωσδήποτε τό χωρίο δέν θέλει νά πεῖ ὅτι μετά τήν ἐκπλήρωση τῶν λόγων του ὁ Θεός θά ἐγκατέλειπε τόν Ἰακώβ.
* Γιά τήν Μελχόλ, θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ Γραφή λέγει: «Καί τῇ Μελχόλ οὐκ ἐγένετο παιδίον (= δέν γεννήθηκε παιδί ἀπό τήν Μελχόλ), ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» (Β΄ Βα 6,23). Τοῦτο βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι μετά τόν θάνατό της ἡ Μελχόλ γέννησε.
* Στούς Ψαλμούς ὁ Δαβίδ λέγει γιά τήν βασιλεία τοῦ Μεσσία· «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη» (Ψα 71,7). Ἀλλά μήπως, ὅταν παρέλθει ἡ σελήνη καί ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος, θά παύσει νά ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ;
* Καί πάλι ὁ Δαβίδ λέγει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» (Ψα 109,1). Ποιός ὅμως ἀμφιβάλλει ὅτι καί ὅταν τεθοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ὑπό τούς πόδας του δέν θά παύσει αὐτός νά κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός; Περί αὐτοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Χριστός «εἰς τό διηνεκές ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβ 10,12).
* Ἐξάλλου ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του ἀναγράφει τούς τελευταίους λόγους τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές του· «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Νά ὑποθέσει κανείς ὅτι ὁ Κύριος μετά τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος θά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Ὅπως βλέπουμε, λοιπόν, τό «ἕως» σέ κανένα ἀπό τά προηγούμενα χωρία δέν σημαίνει ὅτι γίνεται κάτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ σημείου καί μετά τό σημεῖο αὐτό παύει νά γίνεται. Αὐτή ἡ χρήση τοῦ συνδέσμου «ἕως» συναντᾶται καί στόν καθημερινό μας λόγο. Λέγει π.χ. ὁ γιατρός στόν ἄρρωστο· «Δέν θά καπνίσεις, ἕως ὅτου (μέχρι νά) πεθάνεις». Καί ἡ μητέρα λέει στά παιδιά της· «Καθῆστε ἥσυχα, ἕως ὅτου (μέχρι νά) ἐπιστρέψω».
Ἀπό τά παραδείγματα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό «ἕως οὗ» κατ' οὐσίαν σημαίνει τό «διά παντός» ἤ τό «οὐδέποτε», διότι διά παντός ὁ Ἰησοῦς κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, διά παντός ἡ βασιλεία του ὑπάρχει, διά παντός εἶναι μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς του, ὅπως ἐπίσης οὐδέποτε ὁ κόρακας ἐπέστρεψε στήν κιβωτό, οὐδέποτε ἡ Μελχόλ γέννησε. Συνεπῶς τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» σημαίνει, ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ πολύς Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «οὐδέποτε ὁ Ἰωσήφ συνεμίγη τῇ ἁγίᾳ παρθένῳ, ἀλλ' αὐτή παρθένος ἦν καί πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον καί διά παντός».
Κακῶς ἐπίσης ἀπό τήν φράση «τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» συμπεραίνουν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἦταν πρωτότοκος, ἡ Παρθένος εἶχε καί ἄλλα παιδιά μικρότερα. Διότι στήν ἁγία Γραφή πρωτότοκος κυρίως ὀνομάζεται ὄχι ὁ μεγαλύτερος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά αὐτός πού πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα, εἴτε γεννηθοῦν καί ἄλλοι ἀδελφοί εἴτε δέν γεννηθοῦν. Ὅταν χρειάζεται νά ἀντιδιασταλεῖ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός ἀπό τούς μικρότερους, ὀνομάζεται «μείζων» ἤ « πρεσβύτερος». Σαφῶς ἡ Γραφή μᾶς δίδει τήν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «πρωτότοκος» λέγοντας· «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους» (Ἔξ 13,2· πρβλ. 34,19). Καί ἀλλοῦ δύο ἀγελάδες ὀνομάζονται «πρωτοτοκοῦσαι», ἄν καί θυσιάζονται χωρίς νά προλάβουν νά γεννήσουν γιά δεύτερη φορά (Α΄ Βα 6,10.14). Ἀπό τά χωρία αὐτά ὁ Μ. Βασίλειος συμπεραίνει ὅτι «οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγιγνομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ' ὁ πρῶτος διανοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Ὀνομάζεται δηλαδή ἕνας πρωτότοκος, ὄχι ἐπειδή ἔχει ἐξάπαντος μικροτέρους ἀδελφούς, ἀλλ' ἐπειδή πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα τῆς μητέρας του. Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει ὁ Θεός· «Ἰδού ἐγώ εἴληφα τούς Λευΐτας ἐκ μέσου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἀντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά τῶν υἱῶν Ἰσραήλ» (Ἀρ 3,12).
Ἀπό τά προηγούμενα χωρία συνάγεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ὅτι ἡ λέξη «πρωτότοκος» στήν Γραφή εἶναι ὅρος ὁ ὁποῖος ἀρχικά χαρακτήριζε τά πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κτηνῶν, τά ὁποῖα ἀνῆκαν στόν Θεό, καί κατόπιν σήμαινε καί κάθε διαλεγμένο καί ἀφιερωμένο σ' αὐτόν, ἀνεξάρτητα ἀπό γενεαλογική σειρά ἤ ὕπαρξη ἄλλων ἀδελφῶν. Διότι ἡ φυλή τοῦ Λευΐ, γιά τήν ὁποία μιλᾶ τό τελευταῖο χωρίο, οὔτε ἀπό τόν πρωτότοκο υἱό τοῦ Ἰακώβ καταγόταν, διότι πρωτότοκος ἦταν ὁ Ρουβήν, οὔτε ἦταν αὐτή πού ἐξαρχῆς ἔλαβε τά πνευματικά πρωτοτόκια, διότι αὐτά τά ἔλαβε ἡ φυλή τοῦ Ἰούδα.
Μ' αὐτό τό πνεῦμα μιλᾶ ὁ Θεός καί γιά τήν φυλή τοῦ Ἐφραίμ διά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· «Ἐγενόμην τῷ Ἰσραήλ εἰς πατέρα, καί Ἐφραίμ πρωτότοκός μού ἐστι» (Ἰε 38,9).
Ὁμοίως καί γιά τόν Δαβίδ· «Κἀγώ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλόν παρά τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς» (Ψα 88,28). Ὁ Δαβίδ κατά σάρκα δέν ἦταν πρωτότοκος γιός τοῦ πατέρα του. Ἀλλά ὁ Θεός τόν διάλεξε καί τόν κατέστησε πρωτότοκο. Γι' αὐτό ἄλλωστε δέν λέγει «εἶναι πρωτότοκος» ἀλλά «πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν», θά τόν κάνω πρωτότοκο.
Μ' αὐτήν τήν ἔννοια καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων» (Ἑβ 12,23), δηλαδή ἐκλεκτῶν.
Ὁ ἴδιος τέλος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς κατά σάρκα γεννήσεώς του καλεῖται πρωτότοκος γιός τῆς Παρθένου, ὀνομάζεται καί ὡς Θεός πρωτότοκος τοῦ Πατρός του. Διότι λέγει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή· «Ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ (ὁ Πατήρ) τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην, λέγει· Καί προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Ἑβ 1,6). Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μονογενής υἱός τῆς Μαρίας δύναται ὁ κακόπιστος νά ἀμφιβάλλει. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει ὅτι εἶναι μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός; Κανείς. Καί ὅμως στό ἀνωτέρω χωρίο καλεῖται πρωτότοκος τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Χριστός λέγεται πρωτότοκος. Ὁ ὅρος ἑπομένως «πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ' ἀνάγκην ὅτι ὑπάρχουν καί δευτερότοκοι. Ἀλλά σημαίνει τόν πρῶτο πού διανοίγει μήτρα, καί λαμβάνοντας ὑψηλότερο νόημα στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος, σημαίνει τόν ἐκλεκτό καί κυρίαρχο στήν κληρονομία τοῦ Θεοῦ, τόν κατ' ἐξοχήν ἀγαπητό, καί τόν μονογενῆ.
Ἡ Παρθένος, λοιπόν, ἕνα μόνον υἱό γέννησε, τόν Θεάνθρωπο Κύριο. Ἀλλά γιά τό θέμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου θά μιλήσουμε καί σέ ἑπόμενο ἄρθρο.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 185-190
Ὅλο τό ἀνάγνωσμα διακρίνεται σέ δύο παραγράφους, 1-7 καί 8-41. Ἡ πρώτη εἶναι τό ἱστορικό τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ καί ἡ δεύτερη ἡ διδασκαλία πού προέκυψε ἀπό τό σημεῖο.
Τό βαθύτερο νόημα τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων, τῆς θεραπείας καί τῆς διδασκαλίας, εἶναι ὅτι οἱ μέν φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί αὐτοί ἀκόμη οἱ προσωρινά «πεπιστευκότες» στόν Ἰησοῦ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του τόσο, ὥστε δέν μποροῦσε πλέον νά εἶναι ἀνεκτός ἀνάμεσά τους, οὔτε νά τούς διδάσκει κατά πρόσωπον. Τό μῖσος τους τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἀνάμεσά τους. Αὐτός ὅμως καί ἀπό μακριά θά τούς στείλει τό σημεῖο του καί τόν ἔλεγχό του, τό ὄργανο πού θά τόν ἐκπροσωπεῖ· καί αὐτός εἶναι ἕνας τυφλός.
Ἰω 9,1-2. Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
Καθώς προχωροῦσε μέ τούς μαθητές του εἶδε ἕναν τυφλό καί οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν σέ τίνος τήν ἁμαρτία ὀφείλεται αὐτή ἡ τύφλωσή του· τοῦ ἰδίου ἤ τῶν γονέων του; Ὑπάρχουν μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ διδαχές ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων τυραννοῦν τά τέκνα καί ὅτι καί ἡ προσωπική ἁμαρτία εἶναι αἰτία νοσημάτων. Αὐτό μάλιστα τό λένε καί ἡ ἰατρική καί ἡ βιολογία. Ἰδίως ὁ ἀλκοολισμός καί τά ἀφροδίσια νοσήματα φέρουν τύφλωση καί ἄλλες ἀναπηρίες καί στούς ἐνόχους καί στούς ἀπογόνους τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει ἀλλοῦ τή διδαχή αὐτή, ἀλλά προσθέτει ὅτι αὐτό δέν συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅπως καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Ἰω 9,3. Ἀπεκρἰθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
Μεγάλο καί ὑψηλό νόημα κρύβεται στά λόγια αὐτά. Τά σημεῖα δέν ἔχουν σκοπό τή θεραπεία τῶν νοσημάτων, ἀλλά τά νοσήματα πολλές φορές ἔχουν σκοπό τή φανέρωση σημείων. Δέν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς γιά νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά οἰ ἀσθενεῖς πού θεραπεύθηκαν ἀρρώστησαν, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Γι' αὐτό μπαίνει σέ ὁλόκληρο νοσοκομεῖο μέ «πέντε στοάς» καί θεραπεύει μόνον ἔναν. Ἄν ὁ σκοπός τῶν σημείων ἦταν ἡ θεραπεία, ὁ Ἰησοῦς διέπραξε μεγάλη ἀδικία. Συμβαίνει ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔμεινε 38 χρόνια παράλυτος, γιά νά βρεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀφορμή νά ἀρχίσει τό πρῶτο κήρυγμά του γιά τή θεότητά του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε τυφλός καί ἔζησε μία ζωή δυστυχίας, γιά νά διακονήσει μία δύσκολη στιγμή τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· τότε πού τόν Ἰησοῦ τόν ἔδιωξε ἀπό τή διδασκαλική του ἕδρα τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ χρειαζόταν ἕνας τυφλός, γιά νά τόν στείλει «νά τούς ἀνοίξει τά μάτια».
Ἰω 9,4. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι.
Ἁπλή ἡ παραβολική ἔκφραση. Ὅταν ἕνας πατέρας στέλνει τό γιό του σέ μία ἐργασία, π.χ. νά θερίσει, ὁ γιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται ὅσο εἶναι ἡμέρα· ἅμα νυχτώσει, δέν ὑπάρχει δυνατότητα. Καί ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἕναν τακτό χρόνο γιά νά φέρει σέ πέρας τήν ἀποστολή του. Δέν ἔχει καιρό γιά χάσιμο. Γι' αὐτό βρίσκει τρόπο νά συνεχίσει τή διδασκαλία του ἀπό μακριά. Γι' αὐτό θά δείξει πάλι σημεῖο, γιά νά προωθηθεῖ ἡ ἀποστολή του. Ἔπειτα βλέποντας προφανῶς πρός τόν τυφλό καί ἀναφερόμενος σ' αὐτόν, λέει:
Ἰω 9,5. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
Πάντοτε εἶναι φῶς, φῶς ἀίδιο καί πνευματικό. Ὅταν ὅμως εἶναι στόν κόσμο, εἶναι τοῦ κόσμου φῶς, ἔχει ἔργο νά χειραγωγήσει τόν κόσμο. Καί ἀφοῦ σέ προηγούμενο λόγο ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐδῶ θά ἐπιβεβαιώσει τή διδαχή μέ τό σημεῖο, μέ τό ὁποῖο δίνει τό αἰσθητό φῶς στόν τυφλό, ὥστε μέ τή δύναμη τοῦ σημείου νά πιστέψουν στή διδαχή.
Ἰω 9,6-7. Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων.
Καί ἐνῶ ἔλεγε τήν προηγουμένη φράση, ἔσκυβε κάτω καί ἔκανε πηλό μέ τό σάλιο του. Καί ἀφοῦ ἄλειψε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα (= κρήνη, δεξαμενή, πηγή) τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ. Μετά ἀπό τό νίψιμο εἶδε καί ἐπέστρεψε ὁ τυφλός στόν ναό, χωρίς βέβαια νά γνωρίσει τότε τόν Ἰησοῦ. Μποροῦσε ὁ Κύριος νά θεραπεύσει τόν τυφλό ἀμέσως μέ τόν λόγο του καί χωρίς πηλό. Ὅ,τι ἔκανε τό ἔκανε γιά τούς ἑξῆς περίπου λόγους:
1) Γιά νά διεγείρει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν εὐεργετηθεῖ μέ τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη. Γιά τό σκοπό αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἄλλον τόν ρωτᾶ ἄν «πιστεύει ὅτι δύναται τοῦτο ποιῆσαι», σέ ἄλλον βάζει τά δάχτυλα στά αὐτιά του καί φτύνει στό στόμα του. Ἐδῶ ἀλείφει τήν περιοχή τῶν ματιῶν μέ λάσπη ἀπό σάλιο. Ὁ τυφλός οὔτε τή διδαχή τοῦ Ἰησοῦ ἄκουσε οὔτε ἄλλο τίποτε. Ἄκουσε μόνο στό σκοτάδι του κάποιον νά φτύνει δίπλα του καί νά τόν ἀλείφει λέγοντας· «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Ἄν δέν πίστευε, ὄχι μόνο τόση πορεία, καί τυφλός μάλιστα, δέν θά ἔκανε μέχρι τοῦ Σιλωάμ, ἀλλά καί θά σκουπιζόταν νιώθοντας προσβεβλημένος.
2) Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά γίνει τό σημεῖο ἐπιδεικτικώτερο, ἀφοῦ ὁ τυφλός διασχίσει τό πλῆθος τυφλός καί ἀμέσως περάσει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, μπροστά ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους μέ μάτια. Αὐτό ἦταν μία λιτάνευση τοῦ σημείου.
3) Γιά νά μή γνωρίσει ὁ τυφλός τόν Ἰησοῦ, τουλάχιστον μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα πού συζητᾶ μέ τούς φαρισαίους γιά τόν Ἰησοῦ. Αὐξάνει τή δύναμη τῆς μαρτυρίας τοῦ τυφλοῦ γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός οὔτε εἶδε οὔτε συνομίλησε μέ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνωρίζει. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,10-13).
Ἰω 9,8-12. Οἱ οὖν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθών δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα.
Ἡ φωτιά πού ἄναψε ὁ Ἰησοῦς μέ τό σημεῖο αὐτό ἄρχισε νά κατατρώει τήν καλαμιά τοῦ πλήθους καί νά ξαπλώνεται. Πρῶτοι οἱ γείτονες ἄρχισαν νά συζητοῦν ἄν εἶναι αὐτός ὁ πρώην τυφλός ἤ ὄχι, καί ὁ τυφλός ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Διηγόταν μάλιστα καί πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία καί ὅτι τόν θεράπευσε «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς». Ἔτσι τοῦ εἶπαν ὅτι λέγεται. Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ καί τίποτε τό βαθύτερο δέν σημαίνει.
Ἰω 9,13-14. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ σάββατον ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς.
Ποιοί τόν ὁδήγησαν καί μέ ποιά πρόθεση; Τόν ἔδειξαν στούς φαρισαίους, γιά νά ποῦν «Νά, βλέπετε τί μεγάλο σημεῖο ἔκανε ὁ Ἰησοῦς» ἤ γιά νά ποῦν «Βλέπετε τί ἔκανε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»; Δέν ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλά μόνον ἱστορεῖ τό γεγονός· καί σημειώνει ὅτι ἦταν σάββατο.
Ἰω 9,15. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω.
Οἱ φαρισαῖοι βάζουν τόν τυφλό καί τούς διηγεῖται πάλι πῶς ἔγινε τό σημεῖο. Εἶναι δύσπιστοι, διότι δέν θέλουν νά τό πιστέψουν. Θέλουν νά βροῦν πάτημα νά διαβάλουν τό σημεῖο, καί τό βρίσκουν.
Ἰω 9,16. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάστηκε φτιάχνοντας πηλό μέ τό σάλιο! Ἀμίμητο παράδειγμα κακεντρεχείας· τόσο σημεῖο δέν τούς ἔλεγε τίποτε· τόση ἐργασία τούς φαινόταν βεβήλωση τοῦ σαββάτου. Αὐτό ὅμως πού κυρίως τούς ἦταν τυραννικό στή συνείδηση, εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε καλά ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ' αὐτό ἀπορρέει τό κῦρος ὅλων τῶν λόγων του. Καί αὐτοί μή μπορώντας νά ἀμαυρώσουν διαφορετικά αὐτήν τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καλά ἀντιλήφθηκαν, βρῆκαν τό σπουδαῖο ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔλεγαν «ἐκ τῶν φαρισαίων τινές», ἐνῶ «ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;». Καί αὐτοί οἱ «ἄλλοι» ἦταν ἐπίσης φαρισαῖοι. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής προσθέτει· «Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Διχάστηκαν, λοιπόν, οἱ φαρισαῖοι· δέν ἦταν ἄρα μόνος ὁ Νικόδημος ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ.
Ἰω 9,17-19. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
Ξαναρωτοῦν τόν τυφλό ποιά γνώμη ἔχει γι' αὐτόν καί ὁ τυφλός τούς λέει «ὅτι προφήτης ἐστίν». Εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τυφλός θά ἐκφράσει κάποια ἀμφιβολία γιά τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν πέτυχαν αὐτό πού ἤθελαν. Τόσο πολύ πάσχιζαν νά ἀμφισβητήσουν τό σημεῖο, ὥστε κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ νά πιστοποιήσουν α) ἄν εἶναι γιός τους, β) ἄν ὄντως γεννήθηκε τυφλός καί γ) πῶς ἐξηγοῦν ὅτι τώρα βλέπει.
Ἰω 9,20-23. Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη· πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπάντησαν μέ πολλή σύνεση· γνώριζαν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός» νά γίνει ἀποσυνάγωγος. «Ἀποσυνάγωγος» εἶναι ὁ ἀποδιωγμένος ἀπό τήν συναγωγή, δηλαδή ἀκριβῶς ὁ ἀφορισμένος. Ὡς συναγωγή ἐδῶ ἐννοεῖται ὄχι μία τοπική συναγωγή ἀλλά ἡ γενική συναγωγή, ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Φοβοῦνταν λοιπόν, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, καί γι' αὐτό ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν στό τρίτο ἐρώτημα ἀπαντώντας μόνο στά δύο· ὅτι εἶναι γιός τους καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός· «πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει». Χαρακτηριστικά τοῦ φόβου τους εἶναι οἱ ἐπαναλήψεις «οὐκ οἴδαμεν... οὐκ οἴδαμεν» καί «αὐτός... αὐτόν... αὐτός περί ἑαυτοῦ». Διότι καί μόνον ἄν ἔλεγαν ὅτι μέ θεία δύναμη θεραπεύθηκε ἤ ὅτι κάποιος Ἰησοῦς τόν θεράπευσε, θά θεωροῦνταν ἀπό τούς φαρισαίους ὡς ἔμμεση ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός». Τούς παρέπεμψαν στόν θεραπευμένο· «αὐτός ἡλικίαν ἔχει». Ἀπό αὐτό φαίνεται πώς ἦταν ἄνδρας.
Ἰω 9,24. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ· Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
Καλοῦν ἄλλη μία φορά τόν τυφλό καί ἀντί γιά ἄλλη ἐρώτηση τόν διατάσσουν· «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐπιβάλλουν οἱ καταπιεστές τή γνώμη τους, καί τῆς ἀντιλήψεώς τους γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς θά ἦταν νά πεῖ ὁ τυφλός ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, παρ' ὅτι τόν εὐεργέτησε, παρ' ὅτι ἔκανε σημεῖο· καί νά τόν πεῖ ἁμαρτωλό ἀκριβῶς γιά τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔκανε!
Ἰω 9,25. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καί εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω.
Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔμοιαζε στή σύνεση τούς γονεῖς του, ἀπάντησε· «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω». Δέν ἀπάντησε ἔτσι ἀπό φόβο, ἀλλά γιά νά δείξει κατά τόν πιό ψυχρό καί ἀμερόληπτο τρόπο τή δύναμη τοῦ σημείου καί τή μαρτυρία τοῦ σημείου.
Ἰω 9,26. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;
Μή βρίσκοντας οἱ φαρισαῖοι τί νά ποῦν καί ἀπό ποῦ νά πιασθοῦν, τόν ρωτοῦν γιά πολλοστή φορά νά διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία. Θέλουν νά ἐρευνήσουν τό ἱστορικό καλά μήπως καί βροῦν καμία ἁμαρτωλή πτυχή.
Ἰω 9,27-29. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον· Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἔδειξε ὅτι δέν ἦταν δειλός, τούς ἐλέγχει πλέον καί τούς εἰρωνεύεται μέ παρρησία· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;». Τό τελευταῖο τούς φάνηκε τόσο προσβλητικό, ὥστε τοῦ ἀπάντησαν· «Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου»· ὅπως ὅταν κανείς ἀποκαλέσει κάποιον «γουρούνι», καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ· «Εἶσαι». Μεγάλη βρισιά γιά τούς φαρισαίους τό «αὐτοῦ μαθηταί»! «Ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί». Καύχημα χωρίς περιεχόμενο. Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε πρό πολλοῦ κατά πόσο εἶναι μαθητές τοῦ Μωυσέως· «Εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί» (5,46). «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Αὐτοί ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους καί εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Ἄλλοτε ἔλεγαν ὅτι «οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱός Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα» (6,42), ἄλλοτε ὅτι τόν γνώριζαν πώς εἶναι Γαλιλαῖος καί δέν ἔχει τά γνωρίσματα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Βηθλεέμ (7,41-42.52). Τώρα ὅμως λένε· «Οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καί ἀσφαλῶς αὐτοί δέν μιλοῦν ποτέ «κατά τήν ὑπόνοιαν τοῦ Ἰησοῦ», ἀλλά πάντοτε ἐκφράζουν τίς σκέψεις τους τῆς στιγμῆς, γι' αὐτό καί ἀντιφάσκουν.
Ὅσο γιά τό ὅλο νόημα τοῦ χωρίου ὅτι στόν Μωυσῆ λάλησε ὁ Θεός καί σ' αὐτόν ὄχι (καί πῶς ὄχι, ἀφοῦ «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν»;), ὁ εὐαγγελιστής εἶπε ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», οὔτε ὁ λεγόμενος θεόπτης Μωυσῆς, ἀλλά μόνον «ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (1,17-18).
Ἰω 9,30-33. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
Αὐτή ἡ ἄγνοιά τους «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» ἔπρεπε νά τούς συνετίσει καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη στόν Ἰησοῦ. Αὐτό τούς διδάσκει καί ὁ τυφλός μέ ὅσα τούς λέει. Πολύ ἁπλή ἑρμηνεία τῶν σημείων, προσιτή καί στόν ἁπλούστερο ἄνθρωπο. Τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός δέν τήν ἔκανε ζήτημα εὐφυοῦς ἀντιλήψεως ἤ γραμματομαθείας, ἀλλά ζήτημα ἁπλότητος, ἀκακίας καί ταπεινώσεως. Γιά τούς ταπεινούς, ἔστω καί γι' αὐτούς μέ μικρή διάνοια, ἡ εὕρεση καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό εὐκολώτερο πρᾶγμα. Γιά τούς ἐγωιστές, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐφυεῖς καί μορφωμένοι, τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ἀπρόσιτο. Μωρολογοῦν μάλιστα οἱ σοφοί ἐγωιστές μέ τρόπο τόσο φανερό, ὥστε καί οἱ πιό ἀμόρφωτοι νά γελοῦν μ' αὐτούς. Ἁπλή σκέψη χωρίς πάθος χρειάζεται. Ὁ Θεός δίνει στόν Ἰησοῦ σημεῖα, καί μάλιστα μεγάλα καί δημιουργικά· ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι θεοσεβής (συμβατική ἔκφραση, κατά τήν πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ) καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὅ,τι λέει ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀλήθεια. Οἱ φαρισαῖοι τόν ἀδικοῦν.
Ἰω 9,34. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω.
Μή μπορώντας οἱ φαρισαῖοι νά ἀπαντήσουν, βρίζουν· καταδικάζουν τόν πρώην τυφλό σάν ἁμαρτωλό, σάν νά εἶναι αὐτοί οἱ κριταί τῶν ἀνθρώπων, καί τόν πετοῦν ἔξω. Ἀκόμη καί ἄν ὄντως εἶχε γεννηθεῖ μέ ἁμαρτίες, πρᾶγμα πού δέν τό γνώριζαν, δέν ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσουν ἔτσι. Καλά τούς δίδαξε, καί θά γίνονταν κάτοχοι τῆς ἀληθείας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἄν εἶχαν τήν ταπείνωση νά δεχθοῦν τή διδασκαλία του. Ὁ μέν Ἰησοῦς ἁμάρτησε, ἄς ποῦμε, διότι χάρισε τό φῶς στόν τυφλό, ὁ τυφλός ὅμως τί τό ἁμαρτωλό ἔκανε, ἐπειδή ἔπαψε νά εἶναι τυφλός; Ὁ Ἰησοῦς δηλαδή μέ τό σημεῖο του αὐτό ἔφερε τούς φαρισαίους σέ τέτοια θέση, ὥστε νά φανεῖ γυμνή ἡ κακία τους, νά τή δοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅλοι καί αὐτοί οἱ ἴδιοι.
Ἰω 9,35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
Κάθε διωγμένος ἀπό τούς ἀντιχρίστους γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό ἐδῶ, ὅταν οἱ φαρισαῖοι πέταξαν ἔξω τόν τυφλό, τόν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ τυφλός δέν εἶχε δεῖ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνώριζε· ἄκουσε μόνο στίς πολλές συζητήσεις πού προκάλεσε ἡ θεραπεία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού τόν θεράπευσε, ἔχει μαρτυρίες καί λέει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ἕναν ἄγνωστο κύριο νά τόν ρωτᾶ· «Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;». Τό «σύ» τόν ἀντιδιαστέλλει ἀπό ἐκείνους πού δέν πιστεύουν.
Ἰω 9,36-38. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Καί τίς ἐστι, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ.
Τό «κύριε» εἶναι τό κοινό καί συνηθισμένο (βλέπε καί 4,11· 20,15). Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς· «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν». Τό «ἑώρακας» εἶναι γιά τόν πρώην τυφλό ἕνα καινούργιο ρῆμα, μία λέξη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, καί τώρα τήν ἀπολαμβάνει ὡς δική του γιά πρώτη φορά. Εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ μία λεπτή καί χαριτωμένη ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς του. Ἀλλά καί ἡ ὑπόλοιπη φράση ἐκφράζει κάτι ἀνώτερο· ὅτι «ἔχεις τήν τιμή καί τή δόξα νά μιλᾶς μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ».
Εὐγνώμων καί γεμάτος πίστη ὁ πρώην τυφλός λέει· «Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ». Ἡ προσκύνηση, πού ἀνήκει μόνο στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ἑρμηνεύει μέ ποιά σημασία λέχθηκε αὐτό τό δεύτερο «Κύριε». Εἶναι τό «Κύριος» πού ἁρμόζει μόνο στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἰω 9,39. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται.
«Εἰς κρῖμα» σημαίνει «γιά νά εἶμαι τό κριτήριο», τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦν οἱ ἄνθρωποι. «Οἱ μή βλέποντες βλέπωσι»· οἱ τυφλοί σωματικά θά δοῦν τό αἰσθητό φῶς καί αὐτοί πού θεωροῦνται ἀπό τούς φαρισαίους ἄσοφοι καί χωρίς πλούσια γνώση τοῦ νόμου, θά δοῦν τό πνευματικό φῶς, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπό μου. Ὅταν ὁ τυφλός εἶπε «Κύριε», ἀπέκτησε μία ὅραση πολύ ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού ἀπέκτησε ὅταν ἀντίκρυσε τό ἡλιακό φῶς.
«Καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». Αὐτό μόνο μέ πνευματική ἔννοια. Ὅπως στό Μθ 9,13 οἱ «ἰσχύοντες» (ὑγιεῖς) καί οἱ «δίκαιοι» δέν εἶναι οἱ ὄντως ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ἀλλά αὐτοί πού νομίζουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ὁ δέ Ἰησοῦς ἐπαναλαμβάνει τίς λέξεις εἰρωνικά ὡς λέξεις ἐκείνων, ἔτσι καί ἐδῶ· «βλέποντες» εἶναι αὐτοί πού, ἐνῶ δέν βλέπουν ὄντως, ἔχουν τόν ἐγωισμό νά πιστεύουν ὅτι αὐτοί βλέπουν καλά τά πράγματα, αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια, αὐτοί φωτίζουν τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί τό «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» δέν σημαίνει «νά γίνουν» ἀλλά «νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Πρό Χριστοῦ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση· οἱ τυφλοί ἀπό τόν ἐγωισμό θεωροῦνται ὡς αὐτοί πού βλέπουν τήν ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ μή τυφλοί γιά τήν ταπείνωση θεωροῦνται ὡς τυφλοί. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό κριτήριο πού ἐπαναφέρει τήν ἀλήθεια· ἦλθε ὡς κριτήριο, γιά νά ἀποδειχθοῦν αὐτοί πού δῆθεν βλέπουν, ὅτι εἶναι ὄντως τυφλοί, ἐνῶ αὐτοί πού θεωροῦνται τυφλοί, νά δοῦν ὑψηλές ἀποκαλύψεις, δηλαδή αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, γιά νά τά ἀκούσουν ἐκτός ἀπό τόν τυφλό καί οἱ φαρισαῖοι πού παρευρίσκονταν.
Ἰω 9,40-41. Καί ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καί εἶπον αὐτῷ· Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
Καί ὅταν «ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ», εἶπαν· «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Μετά ἀπό τόση τύφλωση ἀκόμη ἀμφέβαλλαν ἄν εἶναι τυφλοί. Τόσο βέβαιοι ἦταν ὅτι κατέχουν καί λαλοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἔχουν δίκαιο. Καί ὁ Ἰησοῦς, σοφά καί συνετά ἀπαντώντας, δέν τούς φέρνει ἀντίρρηση, ἀλλά τούς δίνει νά ἐννοήσουν ποιές εὐθύνες συνεπάγεται αὐτός ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι βλέπουν καλά· «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Θά σᾶς ἦταν πού ἐλαφρυντικό αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι εἶστε τυφλοί. Σεῖς ὅμως ἐπιμένετε ὅτι βλέπετε καί ἀρνεῖσθε τό ἐλαφρυντικό πού σᾶς χαρίζω· καλά. Λοιπόν, ἐπειδή, καθώς οἱ ἴδιοι λέτε, βλέπετε, γι' αὐτό εἶστε ἀπόλυτα καί ἀσυγχώρητα ὑπεύθυνοι γιά τό κακό πού κάνετε. Ἐγώ ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τό φούσκωμα γιά τή νομομάθειά σας δέν σᾶς ἀφήνει νά δεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σεῖς λέτε ὅτι τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό. Ἀκριβῶς γι' αὐτό ἡ ἀπιστία σας εἶναι ἄξια τῆς ἐσχάτης καταδίκης. Ἐγώ σᾶς ἀπέδειξα κακούς κι ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι εἶστε ἐθελόκακοι.
Μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία τυχαία ἀπόδειξη. Εἶναι κάτι πού δείχνει ὅτι ἡ κρίση πού διεξάγεται προχωρεῖ. Κάθε διαπίστωση δείχνει σέ ποιό σημεῖο ἔφθασε ἡ κρίση πού συντελεῖται. Μετά ἀπό κάθε ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φαρισαῖοι δέν ξαναβρίσκουν τήν προηγουμένη εὐκαιρία.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, 63-74
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κυρίου κίνησε τόν φθόνο τῶν φαρισαίων, καί αὐτός ἀποφεύγοντας νά τούς παροξύνει ἀφήνει τήν Ἰουδαία, ὅπου ἦταν τό κέντρο τῶν φαρισαίων καί φεύγει πρός βορρᾶν, στή Γαλιλαία, ὅπου ἦταν πιό ἤρεμα τά πνεύματα καί οἱ ἄνθρωποι πιό ἁπλοί. Στή μετάβασή του περνᾶ ἀπό τή Σαμάρεια, πού ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἔξω ἀπό τήν ἐθνική ζωή τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ὁ κυριώτερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος τῶν Ἰεροσολύμων πρός βορρᾶν καί εἰδικά γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καί ὁ πιό ἀσφαλής. Περνώντας ἀπό τήν Σαμάρεια γίνεται ἡ συνάντησή του μέ τή Σαμαρείτισσα. Στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στή Σαμαρείτισσα καί τούς συμπολίτες της.
Λέξεις:
5. Πλησίον τοῦ χωρίου = κοντά στήν τοποθεσία
6. πηγή = πηγάδι
κεκοπιακώς = κουρασμένος
ἐκαθέζετο οὕτως = καθόταν ἔτσι ὅπως ἦταν
ἀντλῆσαι ὕδωρ = γιά νά βγάλει νερό
8. ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν = εἶχαν πάει στήν πόλη.
9. οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις = γιατί δέν χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο
ἀγγεῖο οἱ Ἰουδαῖοι μέ τούς Σαμαρεῖτες.
10. εἰ ᾔδεις = ἄν ἤξερες
σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν = θά τοῦ ζητοῦσες ἐσύ
ὕδωρ ζῶν = νερό τρεχούμενο, φρέσκο
11. ἄντλημα = κουβᾶς
12. καί τά θρέμματα αὐτοῦ = καί τά ζῶα του
14. ἁλλομένου = πού ἀναβλύζει
15. ἐνθάδε = σ’ αὐτό τό μέρος, ἐδῶ
19. θεωρῶ = καταλαβαίνω
22. ὅ οὐκ οἴδατε = αὐτό πού δέν γνωρίζετε
25. ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα = θά μᾶς τά ἀναγγείλει ὅλα
27. ἐπί τούτῳ = ἐκείνη τήν ὥρα
ἐθαύμασαν = ἀπόρησαν
28. τήν ὑδρίαν αὐτῆς = τή στάμνα της
29. δεῦτε ἴδετε = ἐλᾶτε νά δεῖτε.
31. ἠρώτων αὐτόν = τόν παρακαλοῦσαν
32. ἐγώ βρῶσιν ἔχω = ἐγώ ἔχω φαγητό
35. ἐπάρατε = σηκῶστε
θεάσασθε τάς χώρας = κοιτᾶξτε τά χωράφια
36. συνάγει = συγκεντρώνει
4,4. ῎Εδει δέ αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας.
διά τῆς Σαμαρείας: Ἡ Σαμάρεια ἦταν μεγάλη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἴση περίπου μέ τή Θράκη, μεταξύ Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας, μέ πρωτεύουσα τήν πόλη Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀσσύριοι κατέκτησαν τήν περιοχή τους, πῆραν πάρα πολλούς στή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καί γιά νά ἀντικαταστήσουν αὐτούς πού πῆραν στή Βαβυλώνα ἔφεραν καί ἐγκατέστησαν στή Σαμάρεια πέντε εἰδωλολατρικά ἔθνη. Διάφορα γεγονότα, πού τά διηγοῦνται τά βιβλία Δ’ Βασιλειῶν καί Β’ Παραλειπομένων, ἔκαναν τά ἔθνη αὐτά νά λατρεύουν μαζί μέ τά εἴδωλά τους καί τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δεχθοῦν ἀπό τή Γραφή μόνο τήν Πεντάτευχο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἔγιναν δεκτοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Γι’ αὐτό ἔκτισαν δικό τους ναό στό ὄρος Γαριζίν. Πῆραν καί ἕναν ἀποστάτη Ἰουδαῖο ἱερέα καί τόν ἔκαναν ἀρχιερέα στόν ναό τους καί ἔκαναν ἐκεῖ τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ἰουδαῖοι τούς ὑποτιμοῦσαν σάν μαγαρισμένους, αὐτοί ὅμως ἤθελαν πολύ νά θεωροῦνται γνήσιοι Ἰουδαῖοι. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι εἶχαν γενάρχες τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ. Ὅτι ἦταν ἀλλογενεῖς οἱ Σαμαρεῖτες φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 10,5· Λκ 17,18). Κι ὅμως αὐτό δέν ἐμποδίζει τόν Κύριο νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια καί μάλιστα ν’ ἀνοίξει συζήτηση μέ μία Σαμαρείτισσα καί ἔτσι νά σώσει καί αὐτήν καθώς καί πολλούς συμπατριῶτες της.
4,5. ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακώβ ᾿Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·
Συχάρ: Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος λέει γιά τήν πόλη αὐτή ὅτι βρισκόταν στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰουδαία πρός τήν Γαλιλαία πρίν ἀπό τή Συχέμ. Σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ κοντά ἡ κωμόπολη Ἀσκάρ.
4,6. Ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη.
ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ: Τό πηγάδι τό εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ καί τό κληροδότησε ἔπειτα στόν Ἰωσήφ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται πολλά τέτοια πηγάδια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Λώτ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κτλ. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ βρέθηκε μέ τίς ἀνασκαφές. Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο ἔξω ἀπό τόν μεγάλο δρόμο τῆς Σαμάρειας τόν ὁποῖο βάδιζε ὁ Ἰησοῦς.
κεκοπιακώς: Ὁ Ἰησοῦς σάν τέλειος ἄνθρωπος εἶχε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή πεινοῦσε, νύσταζε, κουραζόταν κτλ. Κουρασμένος λοιπόν ἀπό τήν ὁδοιπορία, ξέκλινε λίγο ἀπό τόν δρόμο καί στάθηκε στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.
ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ: Κάθισε ὅπως ἦταν, δηλαδή χωρίς κανένα κάθισμα ἤ στρωσίδι. Αὐτό δείχνει τήν ἁπλότητά του.
ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη: Οἱ Ἑβραῖοι μετροῦσαν τίς ὧρες ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἡ δική μας ὥρα 6 π.μ. ἦταν γι’ αὐτούς ἡ πρώτη ὥρα. Ἕκτη ὥρα ἦταν ἡ 12η μεσημβρινή.
4,7. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.
Τό «ἐκ τῆς Σαμαρείας» δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα ἦρθε ἀπό τήν πόλη Σαμάρεια, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμαρείας, δηλαδή ντόπια καί ὄχι ξένη.
Γιατί ἡ γυναίκα αὐτή ἦρθε νά πάρει νερό ἀπό μιά τόσο μακρινή πηγή, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε θά ὑπῆρχε πηγή καί μέσα στό χωριό, δέν ξέρουμε. Ἴσως βρισκόταν ἔξω στά χωράφια γιά δουλειές καί γυρνώντας στό σπίτι της ἦρθε νά πάρει νερό. Ἴσως πάλι νά διάλεξε ἕνα τόσο μακρινό πηγάδι καί μιά τέτοια μεσημεριάτικη ὥρα, πού ὁ καυτερός ἥλιος ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν ἔξω, γιατί δέν ἤθελε νά τήν βλέπουν πολλοί καί νά τήν σχολιάζουν γιά τή ζωή της πού δέν ἦταν ἠθική.
4,9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ἡ Σαμαρείτισσα ξαφνιάζεται πού ὁ Ἰησοῦς τῆς ζητᾶ νερό, γιά δύο λόγους:
α) Τόν ἕνα τόν ἀναφέρει ἀμέσως στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής· οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά χρησιμοποιοῦν τά σκεύη πού χρησιμοποίησε κάποιος Σαμαρείτης, ἀπέφευγαν δηλαδή κάθε οἰκειότητα μέ τούς Σαμαρεῖτες, γιατί ὅπως εἴπαμε τούς θεωροῦσαν μαγαρισμένους. Ἤξερε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος θά προτιμοῦσε νά σκάσει ἀπό δίψα, ὅπως θά λέγαμε, παρά να πιεῖ ἀπό τό ἀγγεῖο μιᾶς Σαμαρείτισσας. Ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τό καταλάβει ἀπό τά ροῦχα του καί τήν προφορά του.
β) Γιατί ἦταν γυναίκα. Οἱ ραββῖνοι περιφρονοῦσαν πολύ τή γυναίκα. Τό νά ἀσχολεῖται ραββῖνος μέ γυναίκα τό θεωροῦσαν πολύ ἀνάξιο τῆς ἰδιότητάς του. Σώζονται πολλά σχετικά ραββινικά ἀποφθέγματα: Μή συζητᾶς μέ γυναίκα. Στό δρόμο μή παρατείνεις συζήτηση μέ γυναίκα, οὔτε καί μέ τή σύζυγό σου. Καλύτερα νά καοῦν οἱ λόγοι τῆς τορά (= τοῦ νόμου), παρά νά παραδοθοῦν σέ γυναίκα. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀνεπίδεκτες θρησκευτικῆς μαθήσεως. Ἄν ἄνδρας συνομιλεῖ μέ γυναίκα, βλάπτει τόν ἑαυτό του, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν νόμο καί κληρονομεῖ τή γέενα. Ἀκόμη καί οἱ μαθητές ἔνιωσαν κατάπληξη ὅταν εἶδαν τόν Ἰησοῦ νά συζητᾶ μέ γυναίκα.
4,10. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Σαμαρείτισσας στόν Ἰησοῦ, πού τῆς ζήτησε νερό, ἔδειχνε καθαρά τήν ἀπροθυμία της. Δέν εἶχε καμία διάθεση νά τοῦ δώσει νερό. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ καλωσύνη συνεχίζει τή συζήτηση ἀποκαλύπτοντάς της ὅτι ἔχει νά τῆς δώσει αὐτός ἕνα ἀνώτερο νερό. Ἡ ἀπάντησή του δείχνει στή Σαμαρείτισσα ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτός τόν ὁποῖο ἔβλεπε μπροστά της, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τούς ραββινικούς ἀφορισμούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν μία καταπιεστική ἀτμόσφαιρα στήν ψυχή κάθε Σαμαρείτη. Τήν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετα μαζί του.
ὕδωρ ζῶν: Σημαίνει φρέσκο νερό καί τρεχούμενο νερό σέ ἀντίθεση πρός τό στεκούμενο καί παλιό. Ὁ Χριστός λέει τή φράση μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά ἡ Σαμαρείτισσα νομίζει ὅτι μιλάει γιά κάποιο νερό πού εἶναι καλύτερο στήν ποιότητα ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.
4,11. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;
Τό «κύριε» δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σαμαρείτισσα ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Κύριο. Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό «Κύριε» μέ τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε τόν Χριστό. Εἶναι τό «κύριε» πού λέμε καί μεῖς σήμερα ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον· κύριε Θωμᾶ, κύριε Ἰωάννη, κτλ.
4,15. Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.
Ἡ Σαμαρείτισα νόμισε ὅτι τό ὕδωρ τό ζῶν γιά τό ὁποῖο τῆς μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἴσως μιά μαγική πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναπηδᾶ δροσερό νερό, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἰδιοκτήτη. Γι’ αὐτό καί μέ λαχτάρα ζητᾶ νά τῆς δώσει ὁ Κύριος αὐτό τό σπουδαῖο νερό, μέ τήν ἀφελέστατη δικαιολογία ὅτι δέν θά εἶναι πιά ἀναγκασμένη νά ἔρχεται στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ γιά νά παίρνει ἀπό κεῖ νερό. Θά ἔχει τή βρύση μές στό σπίτι της. Ἀπό τά λόγια της αὐτά φαίνεται πόσο ἀμαθής καί ἁπλοϊκή ἦταν.
4,18. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας.
Ἡ Σαμαρείτισσα αὐτή φαίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά της εἶχε καί ἀνήθικη ζωή, τήν ὁποία ξεσκεπάζει ὁ Κύριος. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται μέ πολύ ἤπιο καί εὐγενικό τρόπο. Παρόλο πού δέν ὑπάρχουν μπροστά ἄλλα πρόσωπα, ὁ Κύριος μιλᾶ στή γυναίκα μέ λεπτότητα καί εὐγένεια.
4,19. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.
Ἡ Σαμαρείτισσα δέν ταράσσεται πού ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βρώμικη ζωή της, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀφέλειά της ὁμολογεῖ ἀμέσως ὅτι ὁ συνομιλητής της εἶναι προφήτης. Ἡ ὁμολογία της εἶναι συγχρόνως καί μία ὁμολογία τῆς ἀθλιότητός της. Εἶναι σάν νά λέει: Ναί, Κύριε, εἶμαι τέτοια ὅπως μέ βλέπεις, μιά διεφθαρμένη γυναίκα.
4,20. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἰεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Μόλις κατάλαβε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἔχει μπροστά της ἕνα προφήτη, ρωτᾶ γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί μία γυναίκα κατωτάτης διανοητικῆς καί ἠθικῆς ὑποστάθμης τήν ἀπασχολεῖ ἕνα τόσο ὑψηλό πνευματικό θέμα· πῶς καί ποῦ πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο μιλάει εἶναι ἀλλόφυλος καί ἀντίπαλος, ἐπειδή ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά τήν ὑπερφυσική του δύναμη (τῆς ἀποκάλυψε τή ζωή της), τόν ἀναγνωρίζει σάν προφήτη καί ζητᾶ τή γνώμη του γιά τό πνευματικό θέμα πού τήν ἀπασχολοῦσε.
4,22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.
ὑμεῖς προσκυνεῖτε … οἴδαμεν: Τό νόημα τῶν λέξεων αὐτῶν εἶναι· Σεῖς δέν ξέρετε τί πιστεύετε, ἐμεῖς ξέρουμε τί πιστεύουμε. Πολλοί αἱρετικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρειανοί, ἐπειδή ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς βάζει τόν ἑαυτό του μέσα σέ κείνους πού προσκυνοῦν τόν Θεό, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέν μιλάει σάν υἱός τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν φαντάζεται κἄν ἡ Σαμαρείτισσα. Μιλάει σάν ἕνας ἁπλός Ἰουδαῖος, ἀφοῦ ἔτσι τόν ἔβλεπε ἡ γυναίκα. Κι ἄλλες φορές μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὁ Κύριος δέν κάθεται νά ἐξηγήσει ποιός πράγματι εἶναι, ἀλλά μιλᾶ «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δηλαδή ὅπως τόν βλέπουν οἱ ἀκροατές του.
ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν: Φυσικά ἡ Σαμαρείτισσα δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι αὐτός μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου πού ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Μποροῦσε ὅμως νά καταλάβει ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ἡ ὁποία εἶχε τή δύναμη νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἦταν ἐκείνη τήν ὁποία πῆραν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπό τούς Ἰουδαίους. Κι αὐτό τῆς λέει ὁ Κύριος. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀλήθειας γιά τή σωτηρία εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί ξέρουν τί πιστεύουν καί αὐτῶν ἡ γνώμη γιά τή λατρεία εἶναι ἔγκυρη.
4,25. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται: Οἱ Σαμαρεῖτες ἤξεραν ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν Πεντάτευχο (Γέ 49,10· Λε 10,15· Ἀρ 24,17). Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀφελής καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἤξερε τή Γραφή καί περίμενε τόν Μεσσία.
Ἡ λέξη Μεσσίας ἀναφέρεται δύο φορές στήν Καινή Διαθήκη: Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο· μία φορά στή συνάντηση Ἰησοῦ καί Ναθαναήλ καί μία φορά ἐδῶ. Καί στίς δύο φορές ὁ εὐαγγελιστής τήν ἑρμηνεύει μέ τό «Χριστός». Πράγματι, Μεσσίας στά ἑβραϊκά θά πεῖ Χριστός δηλαδή χρισμένος. Στήν Παλαιά Διαθήκη χριστοί ἦταν οἱ προφῆτες, οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Χρίονταν μέ λάδι ὅταν ἀνελάμβαναν τό ἀξίωμά τους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί συγκεντρώνει στό πρόσωπό του και τά τρία μεγάλα ἀξιώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
4,26. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
Ἡ ἁπλοϊκή Σαμαρείτισσα εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στό ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς.
4,32. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
Οἱ μαθητές παρακαλοῦν τόν κουρασμένο καί νηστικό δάσκαλο νά φάει. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς πού ξέρει ὅτι σέ λίγο θά καταφθάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ δέν θέλει νά τόν βροῦν νά τρώει. Πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει στούς μαθητές του· «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Εἶναι σάν νά λέει: Σέ 10 λεπτά θά γεμίσει ὁ τόπος αὐτός ἀπό κόσμο, στόν ὁποῖο πρέπει νά κηρύξω καί σεῖς μοῦ λέτε νά φάω; Ἀφῆστε νά κηρύξω πρῶτα, πρᾶγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή μου καί ἀναγκαιότερο τοῦ φαγητοῦ=, καί ἔπειτα τρώω.
4,35-38. οὐχ ὑμεῖς λέγετε … εἰσεληλύθατε: Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό περιστατικό τῆς Σαμαρείτισσας ὁ Ἰησοῦς ἀναφέρει μερικούς γενικούς κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ἱεραποστολική ζωή καί δράση γενικά.
Δέν χρειάζεται νά ἐξετάσουμε σχολαστικά ποιοί εἶναι οἱ «σπείροντες» καί ποιοί οἱ «θερίζοντες».
4,40. Ὡς οὖν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς: Οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν στόν Χριστό παρακινημένοι ἀπό τήν πρόσκληση τῆς Σαμαρείτισσας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι εἶχαν καί οἱ ἴδιοι ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί τοῦ ζητοῦν νά μείνει νά τούς διδάξει.
Τά κυριώτερα νοήματα
1. Ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Ἀπό τή διήγηση τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἁπλοϊκότητα τῆς Σαμαρείτισσας βρίσκονταν στό κατώτατο ἐπίπεδο. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀφέλεια θά ἀπελπιζόταν καί ὁ πιό ὑπομονετικός διδάσκαλος. Κι ὅμως ὁ Ἰησοῦς αὐτό τό πρόσωπο διάλεξε γιά νά τοῦ μεταδώσει τήν πιό ὑψηλή διδασκαλία γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τή λατρεία. Τά μεγάλα μαθήματα πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτισσα εἶναι:
α. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη καί μέ τίς συνθῆκες πού ἐπηρεάζουν τήν ὕλη, δηλαδή χῶρο, χρόνο κτλ. Αὐτό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στά εἴδωλα καί πού καί αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός τῶν Ἰουδαίων περιοριζόταν μόνο στόν ἰσραηλιτκό λαό, ἦταν μία θεϊκή ἀποκάλυψη.
β. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι καί ἡ λατρεία του. Δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιεῖται ἀπό θυσίες ζώων ἤ καί ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό τήν προσφορά ὑλικῶν πραγμάτων. Ζητᾶ ὁ Θεός λατρεία πνευματική, «ἐν πνεύματι». Ἀκόμη, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδή μέ τόν ἀπολύτως ὀρθό τρόπο. Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν ἦταν εἰδωλολατρική, ἐσφαλμένη. Ἡ λατρεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν βέβαια ἀληθινή στήν ἀρχή, ἀφοῦ ὁ Θεός τήν ὅρισε, ἀλλά ἦταν προσωρινή καί εἶχε καταντήσει καί τυπική. Ὁ νέος τρόπος λατρείας τόν ὁποῖο διδάσκει ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπόλυτα σωστός.
γ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: Ὁ Θεός, πού εἶναι πνεῦμα, εἶναι καί Πατήρ. Δέν εἶναι ξένος πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔχει μαζί τους μία τόσο στενή καί τόσο τρυφερή σχέση. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔχει συνέπειες στήν καθημερινή μας ζωή:
Ι. Μᾶς ἐνθαρρρύνει στίς δυσκολίες. Ἄν ὁ φυσικός πατέρας φροντίζει καί ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά του, πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πολυεύσπλαγχνου οὐράνιου πατέρα μας!
ΙΙ. Μᾶς ἐμπνέει νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά εἶναι ἡ ζωή μας τέτοια πού πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τῶν παιδιῶν ἑνός τέτοιου πατέρα.
Ἄλλα νοήματα
1. Προσωπική πνευματική ἐμπειρία: Τά λόγια τῶν Σαμαρειτῶν «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός», ἐκφράζουν ἕνα βασικό νόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχει βέβαια μεγάλη ἀξία τό κήρυγμα. Ὅταν μάλιστα ὁ κήρυκας εἶναι φλογερός καί πιστός, ἔχει τή δύναμη νά συναρπάζει, νά συγκινεῖ. Ἀλλά καί τό πιό δυνατό κήρυγμα μπορεῖ νά διαψευσθεῖ ἀπό ἕνα ἄλλο ἀντίθετο. Ὅσα καί ἄν ἀκούσει κανείς γιά τόν Χριστό, ὅσο καί ἄν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τά λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσει δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τή διαψεύσει. Πρέπει νά γευθεῖ καί νά ὁμολογήσει μόνος του ὁ καθένας ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό καί στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ἡ σωτηρία συντελεῖται μέ τήν προσωπική γνωριμία καί ἕνωση μαζί του. Αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία ἦταν ἡ δύναμη πού κίνησε τούς ἀποστόλους στό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις … μεγαλειότητος» (Β΄Πέ 1,16).
Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν γίνουμε ἕνα μαζί του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο του καί ζώντας τά μυστήριά του, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τόν γνωρίσαμε.
2. Ἡ θεία χάρις: Σέ λίγη ὥρα ἡ Σαμαρείτισσα, μία ἀμαθής καί ἁπλοϊκή γυναίκα, γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί εὐαγγελίστρια τῶν συμπολιτῶν της. Ἡ ἀλλαγή της αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό θά ποῦμε δυό λόγια σήμερα γιά τή χάρη. Στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν τεράστιες δυνάμεις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός. Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός δέν μπόρεσε κανείς νά ὁρίσει. Τά θαυμαστά ὅμως ἀποτελέσματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ μαρτυροῦν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί στόν πνευματικό κόσμο λειτουργοῦν ἀσύλληπτες καί ἀνεξερεύνητες δυνάμεις, τίς ὁποῖες μελετοῦμε ἀπό τά ἀποτελέσματά τους. Μιά τέτοια δύναμη εἶναι καί ἡ χάρη. Τήν χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λέμε «κάνε μου τή χάρη», ἤ ὅταν μιλοῦμε γιά κάποιον φυλακισμένο πού ἀμνηστεύθηκε λέμε ὅτι «πῆρε χάρη». Στήν Ἁγία Γραφή τό νόημα τῆς λέξεως «χάρις» εἶναι πολύ πιό πλούσιο. Χάρις εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀξίζει. Ἕνας πατέρας εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶ τό παιδί πού γέννησε, ἐφ’ ὅσον αὐτό παραμένει παιδί του. Ἄν ὅμως ἀποδειχθεῖ ἀνάξιο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα, ἁρπάξει τήν περιουσία του καί ἀπομακρυνθεῖ καί γίνει ἐχθρός του, τότε ὁ πατέρας δέν ἔχει καμία ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Ἄν ἐξακολουθήσει νά τό ἀγαπᾶ, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι χάρις. Καί μᾶς ὁ Θεός πατέρας μας μᾶς ἀγαπάει μετά ἀπό τόσες παραβάσεις καί ἀποστασίες. Αὐτή ἡ ἀγάπη του εἶναι χάρις.
Μιλώντας γιά τή χάρη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή Σαμαρείτισσα, τήν παραβάλλει μέ τό νερό τῆς πηγῆς. Πράγματι, ὑπάρχουν μερικές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη.
* Τό νερό εἶναι ἡ βάση γιά νά ἀρχίσει, νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ζωή τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς κατευθύνει καί μᾶς συγκρατεῖ στήν πνευματική ζωή.
* Τό νερό κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπορροφᾶται ἀπό τή γῆ, γιά νά δώσει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα στή ζωή καί τή λειτουργία τῶν φυτῶν. Καί ἡ χάρη ἐξαποστέλλεται ἀπό τόν ἐπουράνιο πατέρα μας καί ἐνεργεῖ μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα ἀναφέρω τήν ἑξῆς εἰκόνα: Βλέπουμε στόν οὐρανό μιά κόκκινη φωτιά ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἕνα ἄσπρο σύννεφο, τό ὁποῖο πέφτει στή γῆ ἄλλοτε σάν βροχή, ἄλλοτε σάν δύναμη καί ἄλλοτε σάν φῶς καί τή λούζει. Ἔτσι ἡ ἄγονη γῆ βλασταίνει λουλούδια καί δίνει καρπούς. Ἐξηγῶ τό παράδειγμα. Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιά ἀγάπη φλογερή, πλατειά, ἀσύλληπτη. Τό ἄσπρο σύννεφο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία χαριστικά μᾶς δίνει, ἐνῶ δέν τήν ἀξίζουμε. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στή ζωή μας σάν βροχή. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς φωτίζει. Ἔτσι ἀποδίδουμε πνευματική καρποφορία· τήν εἰρήνη, τή χαρά τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό.
* Τό νερό σβήνει τή δίψα, καί ἡ χάρη ἱκανοποιεῖ τούς πόθους τῆς ταραγμένης ψυχῆς μας.
Ἀλλά ὁ παραλληλισμός τῆς χάριτος μέ τό νερό δέν ἐξαντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προσθέτει τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ … γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰω 4,13-14).
Πλούτη, δόξες, πολυτέλειες, τιμές, κατακτήσεις, ἡδονές καί ὅλα τά ἐφήμερα ἀγαθά μοιάζουν μέ τό νερό. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά σβήσουν τή βαθειά δίψα γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Στή δίψα αὐτή ἀπαντᾶ μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη ἀκόμη ἔχει τή δύναμη νά ξεπερνᾶ τά πιό δύσκολα ἐμπόδια. Ἕνα παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ περικοπή πού μελετήσαμε. Ἡ Σαμαρείτισσα ἦταν πλανεμένη πνευματικά, εἰδωλολάτρις, ἀλλά καί ἠθικά παραστρατημένη. Καί ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Φωτίζεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια καί γίνεται εὐαγγελίστρια γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί στούς ἄλλους. Γίνεται ἡ ἁγία Φωτεινή. Τέτοια παραδείγματα ἔχει ἄπειρα νά μᾶς παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ προφῆτες, ἀπόστολοι, διδάσκαλοι καί πατέρες, ἅγιοι καί ὅσιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας σ’ ἕνα Χαιρετισμό χαιρετίζει ὡς «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».
Ἡ θεία χάρη μέ ἄπειρους τρόπους κατεργάζεται τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν ἀφήσει ἀσυγκίνητες καί τίς δικές μας ψυχές. Νά τίς ἀγγίσει καί νά τίς μεταμορφώσει μέ τή δύναμη τοῦ εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς τούς ἴδιους γνωρίσματά της καί νά φαίνεται ἡ δύναμή της πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἀμήν.
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.
Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».
Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.
Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.
Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!
Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.
Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.
Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.
Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.
Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.
Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.
Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).
Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38
19Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. 20Καί τοῦτο εἰπών ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον. 21Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθώς ἀπέσταλκέ μέ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. 22Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· 23ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθητές· ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω. 26Καί μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί ἔστη εἰς τό μέσον καί εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. 27Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός. 28Καί ἀπεκρίθη Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες. 30Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Δύο ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ
Ἡ περικοπή τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, Ἰω 20,19–31, περιέχει τό ἱστορικόν δύο ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἰς τούς μαθητάς, τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καί τῆς δευτέρας. Ἡ Κυριακή αὐτή εἶναι ἁπλῶς ἡ ἑπομένη Κυριακή ἀπό τοῦ πάσχα. Δεδομένου δέ ὅτι κατά τό πάσχα ἀναγινώσκεται περικοπή τῆς ἀναστάσεως, ἦτο ἑπόμενον κατά τήν Κυριακήν αὐτήν νά ἀναγινώσκεται περικοπή μέ τάς ἐν συνεχείᾳ ἐμφανίσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις εἰς τόν Θωμᾶν. Ἔπειτα ἐκ τῆς παραγράφου αὐτῆς τοῦ ἀναγνώσματος ὠνομάσθη καί ἡ Κυριακή Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ὅπως ἐκ τῶν ἀναγνωσμάτων ἔλαβον τά ὀνόματα καί αἱ Κυριακαί τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου, τοῦ ἀσώτου, κτλ.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ … Εἰρήνη ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνισις εἰς τό σύνολον τῶν μαθητῶν. Πρό αὐτῆς ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει τήν ἐμφάνισιν εἰς τήν Μαρίαν τήν Μαγδαληνήν, ἥτις εἶναι καί ἡ πρώτη πασῶν. Ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν Εὐαγγελίων, ἡ πρώτη ἐμφάνισις ἔγινεν εἰς τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν ἐπί τοῦ μνήματος, ἡ δευτέρα εἰς τήν αὐτήν καί τήν Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ καθ’ ὁδόν, ἡ τρίτη καί τετάρτη εἰς τούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς καί εἰς τόν Σίμωνα Πέτρον, καί ἡ πέμπτη, ἡ παροῦσα, εἰς τούς δέκα μαθητές, ἀπουσιάζοντος τοῦ Θωμᾶ. Αὐταί αἱ πέντε ἔγιναν κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως τήν μίαν τῶν σαββάτων ἤ Κυριακήν. Ἡ πρώτη τό πρωΐ καί ἡ τελευταία «οὔσης ὀψίας».
Ὁ Χριστός εἰσέρχεται τῶν θυρῶν κεκλεισμένων. Τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τούς φυσικούς νόμους. Καί δέν δύναται μέν κανείς νά πολυπραγμονήσῃ ἐπί τῆς συστάσεώς του, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἀδέσμευτον ἀπό τούς φυσικούς νόμους καί ἀνώτερον τῆς φθορᾶς, τοῦτο εἶναι βέβαιον.
Οἱ μαθηταί ἦσαν συνηγμένοι εἰς μίαν οἰκίαν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Οἱ μαθηταί ἦσαν μία ὁμάς ξένων ἐκδρομέων προσκυνητῶν, πού ἦλθε διά νά ἑορτάσῃ τό πάσχα εἰς τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχασε τόν ἀρχηγόν της, συλληφθέντα, δικασθέντα καί ἐκτελεσθέντα κεραυνοβόλων ἐντός 24 ὡρῶν. Ἦτο φυσικόν νά τρέμουν μήπως ἐν συνεχείᾳ ἡ μῆνις τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀρχηγοῦ των ἐκσπάσῃ καί ἐπ’ αὐτῶν, καί διά τοῦτο ὅλοι ὁμοῦ «ἐζάρωσαν» εἰς μίαν οἰκίαν. Τώρα, τήν ἡμέρα αὐτήν, ἀκούεται ἀπουσία τοῦ σώματος ἐκ τοῦ τάφου, σχέσιν ἔχουσα μέ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἰησοῦ ὅτι θά ἀναστηθῇ, μίαν πρόρρησιν πού ἠνάγκασε τούς ἀρχιερεῖς νά ἀσφαλίσουν τόν τάφον, διά νά μή γίνουν δῆθεν θύματα πλάνης καί κακοηθείας τῶν μαθητῶν τοῦ πλάνου ἐκείνου. Τήν ἀπουσίαν τοῦ σώματος ἄλλοι λέγουν ἀνάστασιν, ὅσοι εἶδον τόν ἀναστάντα, καί ἄλλοι κλοπήν τοῦ σώματος ὑπό τῶν μαθητῶν, δηλαδή οἱ ἀρχιερεῖς. Εὐλόγως λοιπόν οἱ μαθηταί ἐφοβοῦντο μήπως καταζητοῦνται ὡς σκευωρήσαντες τήν κλοπήν καί ὑποστοῦν τήν ὀργήν τῶν ἀρχιερέων.
Μέ ἄφθαστον ἁπλότητα περιγράφεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀναστάντος· «Ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον». Τίποτε ἄλλο. Φαντασθῆτε πῶς περιγράφουν τοιαῦτα καταπληκτικά γεγονότα οἱ σημερινοί λογοτέχναι καί δημοσιογράφοι ἤ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τῶν ἀποκρύφων. Πολλή τελετουργία, βερμπαλισμός, ἀναφωνήσεις, ὑπερθετικοί βαθμοί. Μέ τήν ἰδίαν ἁπλότητα περιγράφεται καί ἡ ἀντίδρασις τῶν μαθητῶν· «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον». Τίποτε ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀναστάντος «Εἰρήνη ὑμῖν» ἦτο ὁ πανάρχαιος καί πασίγνωστος χαιρετισμός τῶν Ἑβραίων. Ὁ Χριστός ὅμως τόν ἔλεγε μέ τόν ἰδικόν του τρόπον· διότι ἤδη κατά τόν μυστικόν δείπνον εἶπεν· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Ἔχει καί δίδει ἄλλην εἰρήνην ἄσχετον μέ τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου. Μέ τόν χαιρετισμόν αὐτόν ὁ ἀναστάς ἐννοεῖ τήν καταλλαγήν τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Πατέρα καί τήν ἐσωτερικήν εἰρήνην τῶν καρδιῶν καί τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
«Καί τοῦτο εἰπών... τόν Κύριον». Καί διά νά πιστοποιήσῃ τήν ταυτότητα τοῦ προσώπου του, τούς ἐπιδεικνύει τάς οὐλάς τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν.
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ὁ ἀναστάς Χριστός πάντοτε, καί κατά τάς συναναστροφάς του μέ τούς μαθητάς, ἦτο τελείως γυμνός. Στηρίζονται δέ πρός τοῦτο εἰς δύο εἰδῶν τεκμήρια, ἱστορικά καί θεολογικά. Ἱστορικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκαρφώθη ἐπί τοῦ σταυροῦ γυμνός. Ἔπειτα γυμνόν τό σῶμα τοῦ περιετυλίχθη εἰς τά ἐντάφια σπάργανα, τά ὀθόνια καί τοῦ σουδάριον, τά ὁποῖα κατά τήν ἀνάστασιν ἀφῆκεν εἰς τόν τάφον καί τά ὁποία εἶδαν ὄντως ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί αἱ λοιπαί μυροφόροι καί ὁ Πέτρος μέ τόν Ἰωάννην. Ἦτο ἑπόμενον λοιπόν ὁ ἀναστάς νά εἶναι γυμνός.
Θεολογικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ἡ γύμνωσις εἶναι ἡ κατάστασις ἡ πρέπουσα εἰς τήν ἀφθαρσίαν. Γυμνοί ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι εἰς τόν παράδεισον πρό τῆς πτώσεως, «καί οὐκ ἠσχύνοντο», λέγει ἡ Γραφή. Ὅταν δέν ὑπάρχῃ ἡ ἁμαρτία οὔτε ὡς τάσις οὔτε ὡς σπέρμα, δέν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἀνάγκην νά σκεπάσῃ ἑαυτόν μέ ἱματισμόν. Μετά τήν πτῶσιν ἠσθάνθησαν οἱ πρωτόπλαστοι διά πρώτην φοράν τήν γύμνωσίν των ἰδιαζόντως καί τήν ἀνάγκην νά ράψουν περιζώματα μέ φύλλα συκῆς. Τότε καί ὁ Θεός τούς ἔδωκε νά φοροῦν χιτῶνας δερματίνους. Ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀνάστασίν του εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον σῶμα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου οὐδεμία ἀνάγκη ἱματισμοῦ ὑπάρχει.
Καί ναί μέν τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως τό ἄφθαρτον δέν γνωρίζομεν τί σχῆμα ἔχει, ἀλλά διά τό σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ γνωρίζομεν ὅτι, εἴτε εἰς τήν πραγματικότητα εἴτε κατ’ οἰκονομίαν, εἶχε ἀκριβῶς τό σχῆμα τοῦ φθαρτοῦ, τόσον μάλιστα, ὥστε νά φαίνωνται καί αἱ πληγαί εἰς τάς παλάμας καί εἰς τάς πλευράς.
Πῶς ὅμως εἰς τόσας ἐμφανίσεις καί συναναστροφάς ὁ Ἰησοῦς ἦτο γυμνός; Πῶς δύναται κανείς νά φαντασθῇ, ὅτι ἐκεῖ πού ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τόν αἰγιαλόν καί ἐν συνεχείᾳ κάθονται καί τρώγουν καί συζητεῖ μέ τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην καί ἐκεῖ πού ὁμιλεῖ εἰς πεντακοσίους πιστούς ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς τό ὕπαιθρον τῆς Γαλιλαίας, ὅτι ἦτο γυμνός; Οἱ πατέρες λέγουν ὅτι τό ἐξ ἀναστάσεως σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἦτο ἐνδεδυμένον τήν «εὐπρέπειαν τῆς ἀφθαρσίας». Ἀναλυτικώτερον, ὅτι τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως ἔχει τήν δύναμιν πρῶτα μέν νά φανερώνεται ὅταν θέλῃ, καί νά γίνεται ἄφαντον καί ἀόρατον τοῖς θνητοῖς ὅταν θέλῃ· ἔπειτα δέ νά μή ἐπιτρέπῃ εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν φθαρτῶν σωμάτων νά βλέπουν τήν γύμνωσίν του, ὅπως ὁ ἀναστάς Κύριος συνεζήτει καί ἐδίδασκεν ἐπί ὥρας καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἐμμαούς, καί ὅμως δέν ἐπέτρεπεν εἰς τούς συνοδοιπόρους νά ἀναγνωρίσουν ἤ τήν μορφήν του ἤ τήν φωνήν του.
Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐπιδεικνύει εἰς τούς μαθητάς του τά σημάδια τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν. Καί μετά τοῦτο τούς ἀποστέλλει εἰς τήν ἀποστολήν του, τούς δίδει τό ἅγιον Πνεῦμα, καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν του.
«Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
Προβληματίζονται οἱ ἑρμηνευταί, ἄν ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τώρα μέ τό ἐμφύσημα ἤ κατά τήν Πεντηκοστήν. Ἡ δέ ἀρνητική κριτική εὑρίσκει ἐδῶ διαφωνίαν μεταξύ Ἰωάννου καί Πράξεων. Τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλοῦν. Τώρα τούς δίδει ὁ Χριστός τό Πνεῦμα, ἀλλά μετά πολλάς ἡμέρας φαίνεται. Μήπως μέ τό «κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» πρέπει νά φαντασθῇ κανείς ὅτι ἐκείνην τήν στιγμήν οἱ μαθηταί ἀνοίξαντες τήν θύραν τοῦ δωματίου ἐξεχύθησαν τροχάδην εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης; Ὁ Ἰησοῦς δίδει εἰς τούς μαθητάς πρός βρῶσιν καί πόσιν τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἐνῷ ἀκόμη δέν ἐθυσιάσθη, καί μάλιστα ἀκόμη δέν ἀνεστήθη. Διότι ἡ ἀνάστασις εἶναι πού δίδει τήν σωτήριον ἀξίαν εἰς τόν θάνατόν του καί εἰς τό αἷμα του. Ἔτσι καί ἐδῶ· θεωρεῖται ὡς μία ὥρα μέσα εἰς τό χρονικόν πέλαγος τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς ἐμφυσήσεως καί ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος. Δηλαδή ἡ ἐμφύσησις αὐτή καί ἡ ἐπιφοίτησις εἶναι ἕνα γεγονός, ὅπως ἕνα γεγονός εἶναι ἡ ὑπογραφή μιᾶς ἐξοφλητικῆς ἀποδείξεως καί ἡ ἐπιμέτρησις τῶν χρημάτων, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως γίνεται μετά ἀπό ὥρας ἤ ἡμέρας. Καί ἡ ἐγκατάλειψις τῆς Ἰερουσαλήμ καί τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ κατά τήν ἡμέραν τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν καταστροφή τοῦ 70 μ.Χ. Εἶναι ἕνα γεγονός. Τά κοσμοϊστορικά γεγονότα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ δέν καθορίζονται μέ τό ἠλεκτρονικόν χρονόμετρον τοῦ ἀστεροσκοπείου τοῦ Γκρήνουϊτς. Οἱ ἑρμηνευταί πού ἀσχολοῦνται μέ τοιαύτας μικρολογίας εἶναι κατειλημμένοι ἀπό τόν σύγχρονον πυρετόν τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἐδῶ ὁ Χριστός ἐκτελεῖ τρία πράγματα. Ἀποστέλλει τούς μαθητάς εἰς τήν συνέχισιν τοῦ ἔργου του καί τούς καθιστᾷ εἰς τό ἑξῆς ἀποστόλους. Τούς χρίει μέ τήν χορηγίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τούς δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας· μίαν ἐξουσίαν διά τήν ὁποίαν πολύ ὀρθῶς εἶπαν οἱ φαρισαῖοι ὅτι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τόν Θεόν, ἀλλά κακῶς ἐθεώρησαν ὡς βλάσφημον τόν Ἰησοῦν πού τήν ἀσκοῦσε. Τήν ἐξουσίαν αὐτήν ἀκριβῶς, πού οὔτε ἄγγελοι οὔτε τίς ἄλλος εἶχε, τήν παραδίδει ὁ Χριστός εἰς τούς μαθητάς του.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἱδρύθη κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως, τήν Κυριακήν. Βεβαίως ἐφ’ ὅσον μετά πεντήκοντα ἡμέρας ἐξεδηλώθη τό τότε ἐμφυσηθέν Πνεῦμα, τότε ἱδρύθη φανερῶς καί ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά καί πάλιν τά γεγονότα καί αὐτῆς καί ἐκείνης τῆς ἡμέρας εἶναι ἕνα γεγονός, καί ἡ ἡμέρα μία, ἡ «ἡμέρα Κυρίου».
«Θωμᾶς δέ... οὐ μή πιστεύσω».
Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν καί ἡμέραν ἔλειπεν ἐκ τῶν μαθητῶν ὁ Θωμᾶς. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε καί ὁ Θωμᾶς ἦλθεν, οἱ μαθηταί τοῦ ἔλεγον ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ἀλλ’ αὐτός δέν ἐπίστευεν. Ὡς ὅρον διά νά πιστεύσῃ ἔθεσε πολύ ὀρθολογιστικόν τεκμήριον· νά τόν ἰδῇ, νά ἰδῇ τά σημάδια τῶν πληγῶν του, καί νά βάλῃ μάλιστα καί τά δάκτυλά του εἰς τά σημάδια καί νά τά ψηλαφήσῃ.
Πολλοί νομίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἡ ἁμαρτωλή ἀπιστία τῶν συγχρόνων ἀπίστων, ὅτι αὐτό ἦτο μία πτῶσις τοῦ Θωμᾶ, ὀνομάζουν τόν Θωμᾶν ἄπιστον μέ τήν ἁμαρτωλήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, διάφορα δέ ἀπόκρυφα τῆς ἀρχαιότητος ἤ σύγχρονα λογοτεχνικά ἔργα παρουσιάζουν τόν Θωμᾶν νά κλαίῃ ἐν μετανοίᾳ διά τήν ἀπιστίαν του ταύτην. Ὅλα αὐτά εἶναι παρανοήσεις ἀνθρώπων πού δέν ἀντελήφθησαν καλῶς τό βαθύτερον νόημα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας καί ἄλλων λεπτομερειῶν τῆς ἀναστάσεως. Τό πνεῦμα τῶν εὐαγγελιστῶν εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ μαθηταί καί αἱ μαθήτριαι τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἐξ ἴσου ἄπιστοι. Ἄπιστοι οἱ πάντες ἔναντι τῆς ἀναστάσεως, διότι ὁ Ἰησοῦς πρό τοῦ θανάτου του τούς ὥρισε συνάντησιν μετά τήν ἀνάστασιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, καί αὐτοί δέν ἐπῆγαν. Καί ὁ ἄγγελος τούς ὑπενθύμισε, καί ὁ ἴδιος ὁ ἀναστάς διαμηνύων διά τῶν γυναικῶν τούς ὑπενθύμισε τήν συνάντησιν, καί αὐτοί πάλιν δέν ἐπῆγαν. Ὁπότε καί ὁ Ἰησοῦς ἠναγκάσθη νά τούς συναντήσῃ εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἄπιστοι αἱ μαθήτριαι, διότι παρά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, ἐπῆγαν πρωΐ – πρωΐ μέ μῦρα διά νά τοῦ κάνουν τά νεκρικά ἔθιμα. Ἄπιστοι ὅλοι οἱ μαθηταί, διότι δέν ἐπίστευσαν εἰς τάς γυναίκας πού εἶδαν τόν Ἰησοῦν. Ἄπιστοι οἱ δύο πρός Ἐμμαούς, διότι μετά τόσας εἰδήσεις περί τῆς ἀναστάσεως, αὐτοί ἀπεφάσισαν «νά τό διαλύσουν» καί καθ’ ὁδόν ἔλεγον εἰς τόν ἄγνωστον συνοδοιπόρον, ὅτι «ἤλπιζον» πολλά καί διεψεύσθησαν, καθώς καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα εἰς τόν τάφον καί ὅτι αἱ γυναῖκες παρεφρόνησαν. Ἄπιστος καί ὁ Θωμᾶς πού τοῦ συνέβη νά λείπῃ καί νά μή ἰδῇ, μόνος αὐτός, τόν Ἰησοῦν. Οὐδείς ἀπολύτως ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε γυνή οὔτε ἀνήρ, ἐπίστευσεν εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, προτοῦ νά τόν ἰδῇ αὐτοπροσώπως, καί ἄς τόν ἐβεβαίωναν οἱ πάντες. Ἀλλά καί οὐδείς μετά τήν αὐτοπρόσωπον συνάντησιν μέ τόν ἀναστάντα ἀμφέβαλε ποτέ περί τῆς ἀναστάσεως.
Ὅλον αὐτό ἔγινε, διά νά εἶναι αἰώνιος μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές καί ἱστορικόν. Οὐδενός μαθητοῦ ἡ ἀπιστία ἔχει τινά ἁμαρτίαν, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει ἡ ἀπιστία των αὐτή μέ τήν συνήθη ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τά θεῖα, οἱοσδήποτε μαθητής θά ἐδείκνυε τήν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ, ἄν ἔμενε τελευταῖος. Καί ἡ πίστις τοῦ Θωμᾶ μετά τήν αὐτοψίαν, δέν ἔχειν καμμίαν σχέσιν μέ τήν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
«Καί μεθ' ἡμέρας ὀκτώ... ἀλλά πιστός».
Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, πάλιν ἡμέραν πρώτην τῆς ἑβδομάδος δηλαδή Κυριακήν, ὁ Ἰησοῦς ἐνεφανίσθη καί ἐχαιρέτησε τούς μαθητάς κατά τόν ἴδιον τρόπον. Ὁ Χριστός ἐπιμένει νά ἐμφανίζεται κατά τήν μία τῶν σαββάτων. Τότε στέλνει καί τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὑποδεικνύει στούς μαθητάς του ὅτι αὐτή εἶναι ἡ "ἡμέρα του". Τό ὅτι οἱ μαθηταί τό ἀντιλήφθηκαν αὐτό καλά, φαίνεται ἀπό τήν ἱστορική συνέχεια. Αὐτήν τήν ἡμέρα ὅρισαν ὡς ἡμέρα ἐκκλησιασμοῦ καί κλάσεως τοῦ ἄρτου καί τήν ὀνόμασαν Κυριακή.
Καί ἀμέσως, ὡσάν νά ἦτο ἐνημερωμένος διά τάς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, ἀπετάνθη πρός αὐτόν μετά τινος παιγνιώδους εἰρωνείας καί τοῦ εἶπε· «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου, καί φέρε τήν χεῖράν σου καί βάλεις εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Ἡ τελευταία ἔκφρασις σημαίνει ἁπλῶς «καί μή ἐξακολουθῇς νά ἀπιστῇς, ἀλλά πίστευσον», ἤ «καί βάλε τέρμα εἰς τήν ἀμφιβολίαν σου». Ἀσφαλῶς ὁ Θωμᾶς ἐπίστευσε, μόλις εἶδε τόν Ἰησοῦν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἐπέβαλε νά κάνῃ καί παρά τήν θέλησίν του ἐκεῖνα πού ἀπαιτοῦσεν ὡς ὅρους διά νά πιστεύσῃ.
«Καί άπεκρίθη ὁ Θωμᾶς... Θεός μου».
Πλήρως πεπεισμένος πλέον ὁ Θωμᾶς ἀναφωνεῖ· «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Εἶναι ἡ ὀνομαστική ἀντί τῆς κλητικῆς ὅπως συνήθως εἰς τά ἁγιογραφικά ἑβραΐζοντα κείμενα.
Ἡ ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα τεκμήρια τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι "Κύριος καί Θεός", δηλαδή ὁ Γιαχβέ. Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνάσταση εἶναι τό ἰσχυρότερο τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ. Γι' αὐτό ὁ Θωμᾶς μόλις εἶδε τό ἕνα, ἀναφώνησε τό ἄλλο.
«Λέγει... καί πιστεύσαντες».
Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· «Ἐπίστευσες, ἐπειδή μέ εἶδες· μακάριοι εἶναι αὐτοί πού θά πιστεύσουν χωρίς νά μέ ἰδοῦν». Ὁ λόγος αὐτός σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες εἶναι μακάριοι. Δέν μειώνει τήν πίστιν τῶν ἕνδεκα μαθητῶν καί τῶν ἄλλων αὐτοπτῶν. Οἱ αὐτόπται οὔτε διά τήν πίστιν των εἰς τήν ἀνάστασιν εἶναι ἀξιέπαινοι οὔτε διά τήν ἀπιστίαν των ἀξιοκατάκριτοι. Οὔτε ἡ ἀπιστία των ἐκείνη ἦτο ἁμαρτία οὔτε ἡ πίστις των σπουδαῖον πρᾶγμα διά τήν ψυχήν των. Ἡ πνευματική ἀξία τοῦ καθενός ἐδῶ δέν ἔχει καμμίαν ἀπολύτως σημασίαν. Τώρα προέχει νά θεμελιωθῇ ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὁποίας κέντρον εἶναι ἡ ἀνάστασις.
Καί τό παράδοξον, ὁ Χριστός πρῶτα θεμελιώνει τήν ἀλήθειάν του ἱστορικῶς καί ἔπειτα πνευματικῶς, ἀδιαφορώντας τελείως διά τό ἄν μειώνεται τό πρόσωπον τῶν μαθητῶν. Κοιτάζει νά πορισθῇ ἱστορικά θεμέλια τῆς ἀναστάσεώς του καί ἄς ἀπαιτῆται διά τοῦτο ὡς χρησιμώτατον ὑλικόν ἡ ἀπιστία καί ἡ στενοκεφαλιά τῶν μαθητῶν. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές, θά ἦτο πολύ ὡραῖον διά τούς μαθητάς νά πιστεύουν ἐξ ἀρχῆς εἰς αὐτήν κατά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λυπηθοῦν διά τόν θάνατόν του, νά μή φοβηθοῦν, νά μή τρέξουν εἰς τήν Γαλιλαίαν καί νά τόν περιμένουν νά ἔλθῃ ἀνεστημένος. Θά ἦσαν μνημεῖα πίστεως ὡσάν τόν γενάρχην τῆς ἀναστάσεως. Ὅμως ὁ Κύριος ἐχρειάζετο ἱστορικά θεμέλια διά τήν ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων τοῦ μέλλοντος, καί τοῦ ἦτο διά ταῦτα ἀπαραίτητος ὅλη ἐκείνη ἡ ἀθλιότης τῶν μαθητῶν, πού τόσον τούς μειώνει εἰς τήν συνείδησιν ἑνός πού δέν δύναται νά ἐμβαθύνῃ. Ἐφρόντισεν ὁ Ἰησοῦς πρῶτα νά θεμελιώσῃ τήν ἀλήθειάν του καί ἔπειτα νά διορθώσῃ τούς ἀνθρώπους του. Ἡ πνευματική προκοπή τῶν προσώπων εἶναι πάντοτε ἐξάρτημα τῆς γενικῆς θεμελιώσεως καί προκοπῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά καί μεγάλα διδάγματα συνάγονται ἐκ τῆς ἐνέργειάς του αὐτῆς, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ.
«Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ».
Αὐτό ἰσχύει δι’ ὅλα τά Εὐαγγέλια, φαίνεται δέ καί ἀπό μόνον τό γεγονός, ὅτι δέν ἱστοροῦν τά ἴδια. Τόσον τά ἄλλα Εὐαγγέλια ὅσον καί ὁ Ἰωάννης ἐπιλέγουν ὡρισμένα σημεῖα, ὅσα ἔχουν μεγάλην σημασίαν διά τήν προχώρησιν τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν ἑπόμενον στίχον ὁ εὐαγγελιστής λέγει τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἔγραψε τό Εὐαγγέλιόν του.
«Ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».
Ἐγράφησαν διά νά πεισθοῦν οἱ ἀναγνῶσται ἐπί τῆς ἀλήθειας ταύτης. Καί ποία εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὅτι ὁ Χριστός, ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραήλ καί τῶν ἐθνῶν, εἶναι αὐτός ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ πού ἐδίδαξεν, ἀπέθανεν ἐπί τοῦ σταυροῦ, καί ἀνέστη. Καί ὅτι ὁ Χριστός Ἰησοῦς εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Θεός. Διότι Υἱός Θεοῦ καί Θεός εἶναι ταυτόσημα, ὅπως καί τό υἱός ἀνθρώπου μέ τό ἄνθρωπος, σκύμνος λέοντος μέ τό λέοντα, γέννημα ἐχίδνης μέ τήν ἔχιδνα, κτλ. Εἰς τόν στίχον αὐτόν δίδεται μέ συντομίαν ὅλον τό περιεχόμενον τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ δύο στίχοι 30–31 ἐγράφησαν ὑπό τοῦ Ἰωάννου μέ σκοπόν νά κατακλείσουν τό Εὐαγγέλιον ὡς ἐπίλογος. Δέν θά ἐξετάσω ἐδῶ ἄν τά ὑπόλοιπα προσετέθησαν πάραυτα ἤ βραδύτερον. Πάντως εἶναι καί ἐκεῖνα τοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἐνθυμηθείς ὅτι ἔχει καί ἄλλα νά γράψῃ καί κρίνας τοῦτο σκόπιμον, τά προσέθεσεν ἔτσι ὅπως ἔτυχε, χωρίς νά σκεφθῇ καθόλου ὅτι καταστρέφουν τό διάγραμμα. Τά ἔγραψεν ὡς πρόχειρον ὑστερόγραφον. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι οἱ δύο στίχοι εἶναι ἐπίλογος καί μᾶς δίδουν πολύ περιληπτικῶς καί σαφῶς τό περιεχόμενον καί τόν σκοπόν τοῦ Εὐαγγελίου.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσ/νίκη 31986, σελ. 19-29.
12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.
12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον.
ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.
12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.
12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.
12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.
12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό: Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.
12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.
12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ. ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν: Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.
12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».
12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.