Super User

Super User

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀπ’ ὅσα μᾶς εἴπατε, κ. καθηγητά, στίς προηγούμενες συνεντεύξεις φαίνεται καθαρά, ὅτι οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀποφεύγουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τί διδάσκουν, λοιπόν, γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀρνοῦνται τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάστασή του. Ὅταν ἕνας ἀρνεῖται αὐτά τά δύο ἤ καί ἕνα ἀπ’ αὐτά δέν εἶναι χριστιανός, ἀρνεῖται ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο. Τό περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄξονας τῆς σωτηρίας, ἡ μαρτυρία τῶν ἀποστόλων δέν εἶναι μιά θεωρία, οὔτε ἕνα σύστημα ἰδεολογικό ἤ κοινωνικό, ἀλλά ἕνα πρόσωπο καί ἕνα γεγονός. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καί τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Πολύ ἁπλᾶ ἀλλά καί πολύ δυνατά τό κηρύττει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τό Εὐαγγέλιο πού παρέλαβα καί παρέδωσα, γράφει στήν ἀρχή τοῦ 15ου κεφ. τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς, εἶναι τοῦτο, ὅτι «Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατά τάς Γραφάς καί ὅτι ἐτάφη καί ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς καί ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἴτα τοῖς δώδεκα...». Μέ ἁπλᾶ λόγια. Ὁ Χριστός πέθανε καί ἐτάφη, γεγονός πού φανερώνει ὅτι ἦταν πραγματικός ἄνθρωπος. Ἡ ταφή βεβαιώνει τό θάνατό του. Πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας· ἄρα ὁ ἴδιος ἦταν ἀναμάρτητος. Ἀναστήθηκε τήν τρίτη μέρα καί φανερώθηκε πολλές φορές σέ διαφόρους. Οἱ ἐμφανίσεις του μαρτυροῦν, βεβαιώνουν τήν ἀνάστασή του καί ἡ ἀνάσταση τήν θεότητά του. Ἔτσι κηρύττει καί γράφει συνεχῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τόσο δυνατά κήρυξε τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί τήν ἀνάστασή του στήν Ἀθήνα, στόν Ἄρειο Πάγο, ὥστε πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές του, πού δέν κατάλαβαν καλά, ἔλεγαν ὅτι τούς κήρυξε γιά τόν Θεό Ἰησοῦ καί τή θεά Ἀνάσταση. Ἐμεῖς ὅμως καταλαβαίνουμε πολύ καλά τί κήρυξε ὁ ἀπόστολος στούς Ἀθηναίους. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι κηρύττουν τό ἴδιο κήρυγμα. Τό κήρυγμα αὐτό τό ἔχουμε στήν Κ. Διαθήκη. Ὁλόκληρη ἡ Κ.Δ. εἶναι ἕνα ρητό, ἕνα χωρίο, μιά μαρτυρία πού βεβαιώνει τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν  ἀνάστασή του.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Θά εἴχατε τήν καλωσύνη, κ. καθηγητά, νά μᾶς δώσετε ὁρισμένα συγκεκριμένα στοιχεῖα;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ:  Εὐχαρίστως. Ἀνοίγω τήν ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν πληθώρα τῶν χωρίων θά διαβάσω ἐκεῖνα στά ὁποῖα ὁ Χριστός ρητῶς ἀναφέρεται ὡς Θεός.
    Α. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
       1. Ἠσαΐας 9,6· «Θεός ἰσχυρός».
       2. Ψαλμ. 46,7·  «ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος».
    Β.  Ἀπό τήν Καινή Διαθήκη
       1. Μθ 1,23 «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
       2. Ἰω. 1,1· «Καί Θεός ἦν ὁ Λόγος».
       3. Ἰω. 20,28· «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
      4. Πρξ. 20,28· «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος».
       5. Ρω 9,5· «Ἐξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας».
       6. Β΄ Κο 5,19· «Θεός ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ».
       7. Φι. 2,6· «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ».
       8. Κλ 2,9· «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».
       9. Α΄ Τι 3,16· «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί».
      10. Ττ 2,13· «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
      11. Β΄ Πέ 1,1· «ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καί σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ».
      12. Α΄ Ἰω. 5,20· «καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος».
    Ἐπαναλαμβάνω ὅτι οἱ μαρτυρίες αὐτές εἶναι ἐλάχιστες. Γιατί ὅποιο κεφάλαιο τῆς Κ. Διαθήκης διαβάσετε καί σέ ὅποια σελίδα ἀνοίξετε, θά βρεῖτε μία καί περισσότερες μαρτυρίες γιά τή θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ἀρνηθεῖ κανείς τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει πρῶτα νά ἀπορρίψει τήν ἁγία Γραφή. Οἱ ἄπιστοι πού δέν δέχονται τή Γραφή δέν παραδέχονται καί τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολύ σωστά, κ. καθηγητά, γιά τούς ἀπίστους. Εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀκατανόητο, πῶς ἄνθρωποι πού διαβάζουν τή Γραφή, καί μάλιστα πού θέλουν νά ὀνομάζονται σπουδασταί τῆς Γραφῆς, ἀρνοῦνται τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας ἔπειτα ἀπό τόσα γραφικά χωρία.
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καί ὅμως οἱ λεγόμενοι «σπουδασταί τῆς Γραφῆς» ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς ἀπίστους. Διότι οἱ ἄπιστοι ἀρνοῦνται τή Γραφή, ἐνῶ αὐτοί διαστρέφουν τή Γραφή.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὅλα αὐτά τά χωρία πού ἀναφέρατε πῶς τά διαβάζουν, πῶς τά διαστρεβλώνουν;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πρῶτα–πρῶτα ἰσχυρίζονται ὅτι τό «Θεός» εἶναι ἐπίθετο καί σημαίνει ἰσχυρός. Ἔπειτα λέγουν ὅτι ἡ Γραφή ὀνομάζει καί ἄλλους θεούς, τόν σατανᾶ «θεόν τοῦ αἰῶνος τούτου», τήν κοιλία, πού γιά πολλούς εἶναι θεός. Ἐπίσης ἀναφέρουν ἕνα χωρίο ἀπό τούς Ψαλμούς· «Ἐγώ εἶπα, θεοί ἐστε» (Ψα ). Πόσο σαθρά εἶναι τά ἐπιχειρήματά τους εἶναι ὁλοφάνερο. Γιά τό χωρίο τῶν Ψαλμῶν παίρνουν τήν ἀπάντηση ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ ἄν διαβάσουν τό λόγο του, πού εἶναι στό κατά Ἰωάννην, κεφ. 10, ἐκεῖ πού ὁ Κύριος λέγει· «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» καί πού ἀναφέρει τό χωρίο αὐτό τῶν Ψαλμῶν. Γιά τό δεύτερο ἐπιχείρημα, συμφωνῶ ὅτι ἡ Γραφή ὀνομάζει καί ἄλλους θεούς, ὅπως τόν σατανᾶ, τήν κοιλία. Ἀλλά τέτοιος θεός εἶναι, ὦ ψευδομάρτυρες, ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ἔπειτα ὀνομάζει ἡ Γραφή καί ἄλλους θεούς. Τούς ἀναγνωρίζει ὅμως; Τούς δέχεται γιά θεούς; Ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὁ μεγάλος Θεός, ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος Θεός, ὁ εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας Θεός. Ὅσο γιά τό ὅτι ἡ λέξη Θεός εἶναι ἐπίθετο, δέν μειώνει καθόλου τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Μήπως τά περισσότερα ὀνόματα δέν προέρχονται ἀπό ἐπίθετα; Μήπως τό ὄνομα Γιαχβέ ἤ Ἰεχωβᾶ, πού ἐξηγεῖται ὤν, δέν εἶναι μετοχή καί στή χρήση ἐπίθετο, πού κατέληξε νά γίνει ὄνομα; Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἐπίθετο καί ἄρα κατώτερο ἀπό τό Γιαχβέ, γιατί τότε, ὦ μάρτυρες, προσπαθεῖτε νά διαστρεβλώσετε τό χωρίο «οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ» καθώς καί τό φοβερό χωρίο τῶν Πράξεων 20,28 πού μιλᾶ γιά τό αἶμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί σεῖς τό κάνετε «διά τό αἶμα τοῦ ἰδίου Υἱοῦ»;
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀπ’ ὅσα ἀκούω, κ. καθηγητά, διαπιστώνω ὅτι οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κάνουν τό πᾶν, ἀρκεῖ νά μειώσουν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἄφοβα κηρύττουν καί γράφουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι κτίσμα, τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει Υἱός τοῦ Θεοῦ! Καί γιά ἐπιχείρημα ἀναφέρουν τόν ὅρο «πρωτότοκος». Ἐδῶ πιάνονται ὄχι μόνο νά μή γνωρίζουν τήν ἁγία Γραφή, ἀλλά οὔτε καί στοιχειώδη γράμματα. Γιατί ἄν ἤξεραν γράμματα καί γραμματική, δέν θά τολμοῦσαν νά χρησιμοποιήσουν τό «πρωτότοκος» γιά ἐπιχείρημα, γιατί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πέφτει σάν βόμβα ἐπάνω τους καί τούς διαλύει. Τό «πρωτότοκος» δέν σημαίνει τό πρῶτο κτίσμα ἤ τό πρῶτο δημιούργημα, ἀλλά τό πρῶτο γέννημα. Καί ἐπειδή δέν ὑπάρχει καί δεύτερο γέννημα στόν Θεό Πατέρα, ὀνομάζεται ὀ Ἰησοῦς πρωτότοκος καί μονογενής. Καί ὑπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήματος καί δημιουργήματος; Ὑπάρχει καί μάλιστα τεράστια. Διαφέρουν ὅσο διαφέρει τό ἔπιπλο πού φτιάχνει ὁ ἐπιπλοποιός ἀπό τό παιδί πού γεννάει. Ὅσο διαφέρει ἡ φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ του πού φωτογραφεῖ ὀ φωτογράφος πατέρας ἀπό τό ἴδιο τό παιδί πού δέν τό ζωγράφισε, δέν τό ἔφτιαξε, ἀλλά τό γέννησε. Καί τά μέν δημιουργήματα ἔχουν στοιχεῖα πού δείχνουν τίς ἰδιότητες τῶν δημιουργῶν τους, τά δέ γεννήματα ἔχουν τήν οὐσία, ὅλη τήν οὐσία καί τήν ἴδια οὐσία τῶν γεννητόρων, τά παιδιά τῶν γονέων τους. Ὅπως ἀπό τό φυτό γεννιέται φυτό, ἀπό τό ζῶο ζῶο, ἀπό τόν ἄνθρωπο ἄνθρωπος ἔτσι ἀπό τόν Θεό γεννιέται Θεός. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι Θεός ὅπως καί ὁ Πατέρας. Ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος, ἔχει τήν ἴδια οὐσία, μέ τόν Πατέρα. Ἀπό αὐτό φαίνεται πόσο τυφλοί εἶναι οἱ σπουδασταί τῆς Γραφῆς, ὅταν δέν βρίσκουν μέσα σέ ὅλη τή Γραφή οὔτε μία φορά τήν λέξη ὁμοούσιος. Καί ὅμως ὑπάρχει τόσες φορές ὁ τίτλος Υἱός Θεοῦ, πού σημαίνει ὁμοούσιος. Ἀλλά αὐτό παθαίνουν ἐκεῖνοι πού ψάχνουν νά βροῦν λέξεις καί ὄχι ἀλήθειες. Αὐτό πού ἔπαθαν μέ τή λέξη Ἰεχωβᾶ τό ἔπαθαν καί μέ τό ὁμοούσιος. Ἐκεῖ παίρνουν τή λέξη χωρίς περιεχόμενο, ἐδῶ δέν βρίσκουν τή λέξη καί δέν ἀγγίζουν κἄν τό περιεχόμενο. Ἔτσι τυφλώνει καί ἔτσι μωραίνει ὁ σατανᾶς τούς συνεργάτες του, γιά νά τούς χρησιμοποιεῖ στό ἔργο του.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Μέ πολύ ἐνδιαφέρον σᾶς ἀκοῦμε, κ. καθηγητά, καί χαιρόμαστε μά¬λιστα γιά τήν καθάρια πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας. Λυπούμαστε ὅμως εἰλικρινά γιά τό παραστράτημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά εἶναι ἀδικαιολόγητοι νά ἑρμηνεύουν τό «πρωτότοκος», πρῶτο κτίσμα, καί νά μή θέλουν νά παραδεχθοῦν, ὅτι ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί Θεός, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Θά σᾶς παρακαλούσαμε στά λίγα λεπτά πού μᾶς μένουν νά συνεχίσετε.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἕνα δεύτερο χωρίο πού χρησιμοποιοῦν εἶναι τό τῆς Ἀποκαλύψεως 3,14, ὅπου ὁ Χριστός λέγεται «ἡ ἀρχή τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ». Ἄρα, λένε, εἶναι τό ἀρχικό, τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ἄν διαβάσει κανείς ὅμως ὁλόκληρο τό χωρίο, θά διαπιστώσει ὅτι καί τό χωρίο αὐτό εἶναι μιά ὁλοκάθαρη ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὀνομάζεται ὁ Χριστός «ὁ Ἀμήν», πού σημαίνει ὅ,τι καί ὁ Γιαχβέ. Ἔπειτα ἡ λέξη «ἀρχή» ἐδῶ δέν σημαίνει τήν ἔναρξη, ἀλλά τόν ἀρχηγό, τήν κεφαλή· ὅπως λέμε «ἀρχαί καί ἐξουσίαι». Ὁ Χριστός, πού εἶναι τό πᾶν, εἶναι καί ὁ ἐξουσιαστής, ὁ ἀρχηγός τοῦ σύμπαντος, ὑλικῆς καί πνευματικῆς δημιουργίας. Συνιστῶ στούς σπουδαστές τῆς Γραφῆς, ὅταν ξαναδιαβάσουν τό χωρίο αὐτό, νά κάνουν τόν κόπο νά διαβάσουν καί τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
    Καί ἐπειδή συστηματικά ἀποφεύγουν τή συζήτηση, τούς ρωτῶ: Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού παρουσιάζεται στή Γραφή ὅτι εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος, ὁ κυβερνήτης καί συντηρητής τοῦ κόσμου, ὁ ἀναδημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ κριτής τοῦ παντός, ὁ κληρονόμος πάντων; Ἡ ἀπάντηση ὑποχρεωτικά εἶναι: Ὁ ἕνας καί ἀληθινός Θεός. Ἄς διαβάσουν τώρα τό α΄ κεφ. τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς νά διαπιστώσουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός. Γι΄ αὐτόν τά γράφει ὅλα αὐτά ὁ Παῦλος.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 106-108

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, θά ἐπιθυμούσαμε νά ἀκούσουμε σήμερα γιά τίς θεωρίες καί διδασκαλίες τῶν χιλιαστῶν πού ἔχουν σχέση μέ τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τό πρῶτο μάθημα καί τό σπουδαιότερο δόγμα στήν αἵρεση τῶν «μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» εἶναι ἡ πίστη τους ὅτι αὐτοί ἀποκάλυψαν στόν κόσμο καί τίμησαν ὅπως πρέπει τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ, τό ὁποῖο εἶναι τό προσωπικό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ὁ Θεός Ἰεχωβᾶ λέει: «Σεῖς εἶσθε οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Σ’ ὅλα αὐτά θά μποροῦσε ἕνας ἀληθινός σπουδαστής καί πραγματικός ἐρευνητής τῆς Γραφῆς ἀλλά καί τῆς ἱστορίας ν’ ἀντιτάξει φοβερά ἐρωτήματα, στἀ ὁποῖα καλοῦνται οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ νά δώσουν ἀπαντήσεις.
    1)  Ἡ ἁγία Γραφή ἀποδίδει στόν Θεό μόνο τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ ἤ καί ἄλλα;
    2)  Ἡ ὀρθή προφορά τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ εἶναι Ἰεχωβᾶ ἤ Γιαχβέ;
    3)  Ἀπό ποῦ ἀποδεικνύεται ὅτι, ὅταν ὁ Θεός λέει μέ τόν Ἠσαΐα, 750 χρόνια π.Χ., τό «Σεῖς εἶσθε οἱ μάρτυρές μου», τό λέει γιά σᾶς πού ἐμφανιστήκατε τό 1874 μ.Χ. καί γιατί μόλις ἀπό τό 1931 ἀρχίσατε νά τό χρησιμοποιεῖτε;
   4)  Γιατί ἡ Κ. Διαθήκη οὔτε μιά φορά δέν χρησιμοποιεῖ τό ὄνομα Γιαχβέ ἤ ἔστω Ἰεχωβᾶ, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τό Σαβαώθ;
    5)  Γιατί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάστηκαν χριστιανοί καί ὄχι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ;
   6) Πῶς μπορεῖτε νά ἀποδείξετε ὅτι σεῖς οἱ αὐτοκαλούμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ φανερώσατε τό ξεχασμένο καί σκεπασμένο ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔπειτα ἀπό τόσους αἰῶνες, ἀφοῦ τό χρησιμοποιοῦν τόσα συγγράμματα ἀπ’ ὅλους τούς αἰῶνες;
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιά εἶναι ἡ ἐπιστημονική θέση καί ἄποψη γιά τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅλοι οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες τῆς Π. Διαθήκης καί τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας δέχονται ὅτι ἡ προφορά Ἰεχωβᾶ εἶναι νεώτερη καί χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν μεταγενέστερο Ἰουδαϊσμό. Ἐπειδή δέ τό ὄνομα τοῦτο τοῦ Θεοῦ τό ἔγραφαν μόνο καί ποτέ δέν τό πρόφεραν οἱ Ἑβραῖοι, δέν μπορεῖ νά γνωρίζει κανείς ποιά ἦταν στήν ἀρχή ἡ ἀκριβής προφορά του. Ἦταν γνωστό ὡς τετραγράμματο ὄνομα, γιατί γραφόταν μέ τἐσσερα σύμφωνα, ἀφοῦ φωνήεντα δέν χρησιμοποιοῦσε ἡ ἑβραϊκή γλῶσσα στό γράψιμο. Σ’ ὁλόκληρη τήν Κ. Διαθήκη δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά τό ὄνομα αὐτό, διότι γράφτηκε στήν ἑλληνική, ἀλλά χρησιμοποιοῦνται σ’ αὐτήν τά ὀνόματα Κύριος, Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὤν.
    Οἱ πρῶτοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἐπειδή ἀσχολήθηκαν καί μέ τό ἑβραϊκό κείμενο τῆς Π. Διαθήκης, καί ὄχι μόνο μέ τήν ἑλληνική μετάφρασή της, τή γνωστή ὡς μετάφραση τῶν Ο΄, μᾶς πληροφοροῦν γιά τό τετραγράμματο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καί στήν ἐποχή τους ἀκόμη ὑπῆρχαν διάφορες ἀπόψεις γιά τήν προφορά αὐτοῦ τοῦ τετραγραμμάτου. Αὐτές εἶναι Ἰαουέ, Ἰαβέ, Ἀϊά, Ἰαή, Ἰοβέ. Σήμερα οἱ εἰδικοί ὅλου τοῦ κόσμου τό προφέρουν Γιαχβέ καί αὐτό ἐπεκράτησε σ’ ὅλα τά ἐπιστημονικά συγγράμματα. Σέ ἐλάχιστα ἔργα βρίσκει κανείς τό Ἰεχωβᾶ, καί τοῦτο ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ὁ νεώτερος Ἑβραϊσμός. Ἀπό τούς Ἑβραίους τό πῆραν οἱ χιλιαστές ἤ σπουδαστές τῆς Γραφῆς καί τό χρησιμοποιοῦν κατά κόρον στά βιβλία τους καί στό λόγο τους ἀπό τό 1931 καί ὕστερα. Ἀγράμματοι καί ἀνεπιστήμονες ὅπως ἦταν, τό ἄκουσαν ἀπό τούς Ἑβραίους τῆς Ἀμερικῆς καί χωρίς καμιά ἔρευνα καί σπουδή ἄρχισαν νά τό πιπιλίζουν σάν καραμέλα. Δίνουν μάλιστα τήν ἐντύπωση ὅτι ἔχει κάποια μαγική δύναμη ἡ λέξη Ἰεχωβᾶ, καί ὅτι ὅποιος τήν προφέρει καί πεῖ ὅτι εἶναι μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι ὁ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀπό ὅσα μᾶς λέτε, κ. καθηγητά, διαπιστώνουμε ὅτι τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ ἦταν γνωστό καί προτοῦ νά ἐμφανιστοῦν στόν κόσμο οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καί βέβαια ἦταν γνωστό. Μπορῶ νά δείξω σ’ ὅποιον θέλει βιβλία ἀπ’ ὅλους τούς αἰῶνες πού ἔχουν τήν ἑβραϊκή αὐτή ὀνομοσία. Οἱ θεολόγοι καί μάλιστα οἱ ἑρμηνευτές τῆς Π.Δ. στά ἑρμηνευτικά τους συγγράμματα ἤ στίς διάφορες βιβλικές διατριβές καί πραγματεῖες χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ καί μάλιστα μέ τήν ὀρθή του προφορά Γιαχβέ. Διότι τό Ἰεχωβᾶ εἶναι, ὅπως εἶπα, νεώτερη παραλλαγή, τήν ὁποία χρησιμοποιοῦν οἰ Ἑβραῖοι τῶν νεωτέρων αἰώνων. Ἐπειδή ὅμως στήν Κ. Διαθήκη καί στήν πρώτη Ἐκκλησία ποτέ δέν χρησιμοποιήθηκε τό ὄνομα αὐτό οὔτε στό κήρυγμα οὔτε στή λατρεία οὔτε στήν προσευχή, ἐπικράτησε μέχρι καί σήμερα νά μή χρησιμοποιεῖται. Οἱ χιλιαστές ἔχουν τό θάρρος νά ἰσχυρίζονται ὅτι παρέμεινε κρυμμένο σ’ ὅλους τους αἰῶνες μετά Χριστόν, καί αὐτοί γιά πρώτη φορά τό φανέρωσαν.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, ἡ Ἐκκλησία μας νομίζω ὅτι χρησιμοποιεῖ ἑβραϊκές λέξεις καί ἑβραϊκά ὀνόματα στήν θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες ἀκολουθίες.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Χρησιμοποιεῖ ὅσα καθιερώθηκαν στήν Κ. Διαθήκη καί στήν ἀποστολική παράδοση. Στή θεία Λειτουργία π.χ. ἀκοῦμε στόν τρισάγιο ὕμνο τό «Σαβαώθ»· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...».  Ἡ συνεκφορά «Κύριος Σαβαώθ» βρίσκεται δύο φορές στήν Κ. Διαθήκη· στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή (9,29) καί στήν Ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου (5,4). Τό ἑβραϊκό κείμενο στό Ἠσ 1,9 ἔχει τή συνεκφορά «Γιαχβέ Σαβαώθ», πού σημαίνει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ἤ ὀ Κύριος παντοκράτωρ. Οἱ Ο΄, οἱ ὁποῖοι 3 αἰῶνες π.Χ. μετέφρασαν τήν Π.Δ. στά ἑλληνικά, γράφουν «Κύριος Σαβαώθ», μεταφράζουν δηλαδή τό «Γιαχβέ» μέ τό «Κύριος» καί ἀφήνουν τό «Σαβαώθ» ἀμετάφραστο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ξέρει καλά καί ἑβραϊκά καί ἑλληνικά, χρησιμοποιεῖ τόν τύπο τῶν Ο΄ «Κύριος Σαβαώθ»• τό ἴδιο κάνει καί ὁ Ἰἀκωβος. Ἐπίσης ἀκοῦμε πολλές φορές στήν Ἐκκλησία μας τό «ἀμήν» καί τό «ἀλληλούϊα»• καί τά δύο ὅμως τά βρίσκουμε στήν Κ. Διαθήκη (γιά τό «ἀλληλούϊα» βλ. Ἀποκ. 19,1.3.4.6).
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ Κ. Διαθήκη γράφτηκε στά ἑλληνικά. Στήν Κ. Διαθήκη πῶς ὀνομάζεται ὁ Θεός;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στήν Κ. Διαθήκη οὔτε μία φορά δέν βρίσκουμε τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ, οὔτε καί τήν ὀνομασία «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Στήν Κ. Διαθήκη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἤ ἁπλῶς Θεός ἤ πάρα πολλές φορές Πατήρ. Ὁ Θεός πού ἀποκαλύφθηκε στήν Π. Διαθήκη ὡς Ἐλωχείμ, Ἀδωναΐ, Γιαχβέ καί ὡς Πατήρ, στήν Κ. Διαθήκη φανερώνεται κυρίως ὡς Πατήρ. Στό ὄνομα αὐτό ὑπάρχουν καί ὅλα τά ἄλλα. Εἶναι τό πιό σπουδαῖο, τό πιό γλυκό, τό πιό δυνατό, ἐκεῖνο πού εἶναι πολύ κοντά στούς ἀνθρώπους. Στήν προσευχή πού μᾶς ἔδωσε γιά ὑπόδειγμα ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μᾶς δίδαξε νά προσφωνοῦμε τόν Θεό Πατέρα. Στό ὄνομα αὐτό ὑπάρχει ὅλο τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως, τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Τό ὄνομα αὐτό μιλᾶ γιά τή δημιουργία, τήν ἀναδημιουργία, τήν ἀγάπη, τήν πρόνοια, τήν προστασία, τήν υἱοθεσία, τή δόξα, τή θέωση, γιά οἰκογένεια, γιά βασιλεία Θεοῦ, γιά ὑποταγή, γιά πίστη, γιά ἑνότητα, γιά ἀδελφότητα, γιά κοινωνία θείας φύσεως. Ὅλο τό νόημα τῶν παλαιῶν ὀνομάτων Ἐλωχείμ, Ἀδωναΐ καί Γιαχβέ περιέχεται στό πλούσιο αὐτό καί ἱερό ὄνομα. Ἀλλά καί κάτι βαθύτερο ἀποκαλύπτεται μ’ αὐτό τό ὄνομα. Ὁ Πατήρ ἔχει καί Υἱό. Ὅπως κάθε υἱός ἔχει ὅλη τήν οὐσία τῆς ὐπάρξεως τοῦ πατέρα του ἔτσι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι Θεός, ὅπως καί ὁ Πατήρ. Καί ὅπως ὁ Πατήρ ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ γιά τόν Υἱό καί λέει «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα», πού σημαίνει «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ὁμοούσιος πού μέ ἐκπροσωπεῖ», ἔτσι καί ὁ Πατήρ προσδιορίζεται ἀπό τόν Υἱό, εἶναι ὁ Πατήρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Θεός πού φανέρωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Πατέρα του, καί τόν κατέστησε καί Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν του. Στό ἔργο αὐτό τῆς υἱοθεσίας προβάλλει μπροστά μας, ἀποκαλύπτεται, καί τό ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ· Πατήρ, Υἱός, ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα. Τρεῖς ὑποστάσεις, ἕνα ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁλοκάθαρα στήν προσευχή του πρό τοῦ πάθους ὁ Ἰησοῦς ἀνέφερε στόν οὐράνιο Πατέρα: «Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, θά μοῦ ἐπιτρέψετε ἐδῶ νά σᾶς διακόψω. Αὐτό τό χωρίο τό χρησιμοποιοῦν πολλές φορές οἱ «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καί ἰσχυρίζονται ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ, πού φανέρωσε στόν κόσμο.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πράγματι, τό χωρίο αὐτό εἶναι ἀπό τά πιό μεγάλα στηρίγματα καί ἐπιχειρήματα στή θεωρία τους. Καί ὅμως αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού τούς κατακεραυνώνει καί τούς διαλύει. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς καί μιά φορά τό 17ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὅπου ὑπάρχει ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά μάθει τήν ἀλήθεια. Συνεχῶς ὁ Κύριός μας λέει· Πάτερ, Πάτερ, Πάτερ... Ἕξι φορές ἐπαναλαμβάνεται. Νά ποιό ὄνομα φανέρωσε στούς ἀνθρώπους• ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἔχω μιά ἀπορία, κ. καθηγητά. Δέν γνώριζαν οἱ Ἑβραῖοι ὅτι ὁ Θεός ὀνομάζεται Πατήρ καί χρειαζόταν νά τό φανερώσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γνώριζαν βέβαια ἀπό τήν Π. Διαθήκη ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατήρ. Γνώριζαν ὅμως πολύ περισσότερο ὅτι ὀνομάζεται Γιαχβέ (Ἰεχωβᾶ). Αὐτό ἀποδεικνύεται πολύ ἁπλᾶ. Ἐνῶ στήν Π. Διαθήκη (ἑβραϊκό κείμενο) ὁ Θεός ἀναφέρεται μέ τό ὄνομα Γιαχβέ 7.000 περίπου φορές, μέ τό ὄνομα Πατήρ πολύ λίγες φορές. Ὅταν λέει, λοιπόν, ὁ Κύριος «ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις», δέν ἐννοεῖ ὅτι τούς εἶπα ὅτι σέ λένε Ἰεχωβᾶ, πρᾶγμα πού τό γνώριζαν πολύ καλά. Τούς φανέρωσα ὅτι εἶσαι ὁ Πατέρας, ὅτι ἔχεις καί Υἱό. Τούς φανέρωσα τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, τήν ἀποκατάσταση τῆς οἰκογενείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἵδρυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό στήν ἴδια προσευχή, πρός τό τέλος ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει· «Καί ἐγνώρισα αὐτοῖς τό ὄνομά σου καί γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἥν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγώ ἐν αὐτοῖς». Σαφέστατα φαίνεται ἀπό τόν στίχο αὐτό ποιό ὄνομα φανέρωσε ὁ Κύριος. Ἐδῶ λέει· «Καί ἐγνώρισα καί γνωρίσω». Δέν πρόκειται, λοιπόν, γιά ἁπλό ὄνομα, ἀλλά γιά σχέδιο, γιά ἕνα νέο ὄνομα πού συνδέεται μέ τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν τώρα σάν ἐπιμελεῖς μαθητές διαβάσουμε τά προηγούμενα κεφάλαια νά δοῦμε, τί εἶπε ἐκεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του, ὥστε νά ὑψώνει μετά τά χέρια του καί νά λέει στόν οὐράνιο Πατέρα «Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις», θά λυθεῖ κάθε ἀπορία. Πρό τῆς προσευχῆς ὑπάρχει ἕνας μεγάλος λόγος τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους καί ἀπό αὐτήν τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία. Εἶναι ἡ τελευταία διαθήκη τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές. Μιλᾶ γιά τό πάθος του, τήν ἀνάσταση, τή λύτρωση τοῦ κόσμου, τήν Ἐκκλησία του. Τό κυριώτερο  θέμα στό λόγο του αὐτό εἶναι ἡ ὑπόσχεση ὅτι θά τούς στείλει τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τόν Παράκλητο. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τό στέλνει στόν κόσμο ὁ Υἱός, θά τελειοποιήσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας καί θά κατευθύνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἐπειδή ὅμως τώρα οἱ μαθητές ἔλαβαν μόνο τήν ὑπόσχεση καί ὄχι τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά λάβουν μετά τήν Ἀνάληψη, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει τό «ἐγνώρισα καί γνωρίσω». Ἔπειτα ἀπ’ ὅλα αὐτά καταλαβαίνουν ὅλοι ὅσοι δέν ἔχουν προκατάληψη ὅτι ὁ Κύριος δέν φανέρωσε ἕνα ἁπλό ὄνομα, ἀλλά ἕνα μυστηριῶδες καί ἄγνωστο ὄνομα, ἕνα μυστικό σχέδιο, ἕνα σεσιγημένο μυστήριο. Καί αὐτό εἶναι ὁ τριαδικός Θεός καί ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀκόμα ὁ Κύριος στήν τελευταία του ἐμφάνιση στούς μαθητές εἶπε· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος...». Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ὄνομα, τρία πρόσωπα. Καί τό ὄνομα αὐτό μέ τά τρία πρόσωπα συνδέεται ἄμεσα μέ τή μαθητεία καί τό βάπτισμα, μέ τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναγεννήσεως, μέ τή σύσταση καί ἵδρυση τῆς οἰκογενείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τό θέμα αὐτό;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς Ἐπιστολές του (Ρω 14,24· Α΄ Κο 2,7· Ἐφ 1,3-13· 3,9· 6,19· Κλ 1,26-27· 4,3-4· Α΄ Τι 3,16) μιλᾶ γιά ἕνα ἄγνωστο μυστήριο, γιά ἕνα μυστικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού ἔμεινε αἰῶνες «σεσιγημένον», «κεκρυμμένον», καί πού τό φανέρωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί συνεχίζει νά τό ἀποκαλύπτει μέ τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει. Τό μυστικό αὐτό τοῦ Θεοῦ δέν τό γνώριζαν, λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, οὔτε οἱ ἄγγελοι. Θαμπά προβάλλει στήν Π. Διαθήκη καί ὁλοκάθαρα στήν Κ. Διαθήκη. Ἐρωτῶ τούς χιλιαστές, πού θέλουν νά ὀνομάζονται σπουδασταί τῆς Γραφῆς καί μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού ἦταν ἄγνωστο στούς αἰῶνες, πού δέν τό γνώριζαν οὔτε οἱ ἄγγελοι; Τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ; Τό ἤξεραν ὅλοι καί πολύ καλά, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά τό προφέρουν, ὅμως τό ἔγραφαν. Καί γιατί ὁ Θεός γιά νά διακρίνεται ἀπό τούς ψεύτικους Θεούς, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα Γιαχβέ εἶχε καί ἕνα ἄλλο ὄνομα; «Θεός Ἀβραάμ καί Θεός Ἰσαάκ καί Θεός Ἰακώβ», πού σημαίνει τό ἴδιο μέ τό Γιαχβέ, ὅπως φαίνεται ἀπό τό Ἔξ 3,14· «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. Καί εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με πρός ὑμᾶς», τό χωρίο πού συχνά ἀναφέρουν οἰ ψευδομάρτυρες γιά τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ. Νά, λοιπόν, τό σεσιγημένο μυστήριο. Νά γιατί χωρίς νά θέλουν ἤ ἀπό παρανόηση οἱ Ἑβραῖοι δέν πρόφεραν τό ὄνομα Γιαχβέ. Νά γιατί ὁ Χριστός ὀνομάζεται Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο». Νά γιατί γιά νά σωθεῖ κανείς ἐπιβάλλεται νά μετανοήσει καί νά πιστέψει εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νά βαπτιστεῖ στόν τριαδικό Θεό, εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό τό ὄνομα καί αὐτό τό σχέδιο φανερώθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτό ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελίου καί τή θύρα τῆς σωτηρίας.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιά τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δέν τό ἀναφέρει ποτέ. Μάλιστα, ὅταν χρησιμοποιεῖ χωρία ἀπό τήν Π. Διαθήκη πού ἔχουν τό Γιαχβέ, ὁ ἀπ. Παῦλος τά προσαρμόζει στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ἡ Π. Διαθήκη λέει ὅτι ὅποιος θά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Γιαχβέ θά σωθεῖ, ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ὅποιος θά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά σωθεῖ. «Πᾶς γάρ ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται». Ἀλλοῦ ἡ Π. Διαθήκη ἔχει «Γιαχβέ, κατ’ ἀρχάς σύ τήν γῆν ἐθεμελίωσας» καί ὁ Παῦλος γράφει «Κύριε», (καί τό λέγει γιά τόν Υἱό), «σύ τήν γῆν ἐθεμελίωσας». Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντικαθιστᾶ πλέον τό Γιαχβέ. Τό βάπτισμα γίνεται, ὅπως εἶπα, στό ὄνομα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίσημη ὁμολογία πίστεως ἀναφέρεται στόν τριαδικό Θεό. Παρά ταῦτα καί στό κήρυγμα καί στήν προσευχή τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἔχει τή θέση τοῦ ὀνόματος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος ἔτσι καί ὁ ἀπ. Πέτρος κήρυξε στό πρῶτο κήρυγμα· «Μετανοήσατε καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Πάρα πολλές φορές κηρύττεται σ’ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι στήν νέα ἀποκάλυψη ὅ,τι ἦταν στήν Παλαιά τό ὄνομα τοῦ Γιαχβέ. Ἐξ ἄλλου τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι ἐξελληνισμένη μορφή τοῦ ὀνόματος Γιεσουάχ, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Τό δέ σπουδαῖο, πού δέν θέλουν νά τό δοῦν οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶναι αὐτό πού γράφεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ». Δέν λέει, λοιπόν, «ὁ Γιαχβέ θά σώσει», ἀλλά «αὐτός», ὁ Ἰησοῦς, θά σώσει. Καί ὁ λαός όνομάζεται λαός τοῦ Ἰησοῦ. Καί μόνο τό χωρίο αὐτό φτάνει ν’ ἀνατινάξει στόν ἀέρα τίς θεωρίες τῶν λεγομένων σπουδαστῶν τῆς Γραφῆς περί ὀνόματος τοῦ Ἰεχωβᾶ, νά κατοχυρώσει τήν ὀρθόδοξη πίστη στή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί νά καθιερώσει τό ὄνομα χριστιανοί γιά τόν νέο Ἰσραήλ καί τό «μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί ὄχι «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀναφέρει, κ. καθηγητά, ἡ Καινή Διαθήκη γιά μάρτυρες;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μάλιστα. Μάρτυρες δέν λέγονται μόνον ὅσοι θυσιάζονται γιά τόν Χριστό καί γιά τήν πίστη, ἀλλά καί ὅσοι μαρτυροῦν, διαγγέλλουν, κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο. Τό  Εὐαγγέλιο δέν εἶναι μιά ἁπλῆ διδασκαλία, δέν εἶναι μιά θεωρία, οὔτε ἕνα σύστημα ἠθικῆς καί φιλοσοφίας. Εἷναι κυρίως ἕνα γεγονός. Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους καί κήρυξε, ἔκανε σημεῖα πού ἀποδείκνυαν ποιός εἶναι, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε, ἔστειλε τό ἅγιο Πνεῦμα, ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του. Οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου ὀνομάζονται μάρτυρες, γιατί καταθέτουν, μαρτυροῦν, αὐτό πού ἄκουσαν, πού εἶδαν, πού ἔζησαν. Οἱ πρῶτοι ἀπόστολοι εἶναι αὐτόπται καί αὐτήκοοι μάρτυρες τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ποτέ ὅμως δέν ὀνομάζονται σέ ὁλόκληρη τήν Κ. Διαθήκη οὔτε μιά φορά μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλά μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὀνομάζονται πολλές φορές μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φεύγοντας ἀπό τή γῆ τούς εἶπε σάν τελευταῖο του λόγο· «Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πρξ 1,8).

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 89-92

    Τό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι πολύ ἁπλό· στηρίζεται στήν στοιχειώδη γνώση τῆς ἱστορίας καί στόν κοινό νοῦ. Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι πρό δύο χιλιάδων περίπου ἐτῶν ἦρθε στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἄνθρωπος καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του. Ὁ Κύριος προφήτευσε γιά τήν Ἐκκλησία του ὅτι θά πολεμηθεῖ μέ λύσσα καί μανία, ἀλλά ὅλες οἱ σκοτεινές δυνάμεις τοῦ σατανᾶ δέν θά μπορέσουν νά τήν διαλύσουν. «Καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῆ χωρίς διακοπή, πέρασε μεγάλους κινδύνους, ἀλλά δέν λύγισε, δέχθηκε φοβερούς διωγμούς, ἀλλ’ οὐδέποτε ἔπαυσε νά ὑπάρχει. Οἱ χιλιασταί ἐμφανίστηκαν τό 1874 καί κήρυξαν, ὅτι εἶναι οἱ ἀληθινοί καί μοναδικοί «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὅτι σ’ αὐτούς ἐκπληρώνονται ὅλες οἰ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὕστερα ἀπό τόν Χριστό καί τούς ἀποστόλους ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅλοι οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι εἶναι στήν πλάνη καί στό σκοτάδι, καί μόνο σ’ αὐτούς, ἔπειτα ἀπό τόσους αἰῶνες, φανερώθηκε ὁ Θεός καί τούς κάλεσε νά γίνουν οἱ ἀληθινοί μάρτυρές του καί νά κηρύξουν τήν βασιλεία του στόν κόσμο.

    Γεννᾶται τώρα τό ἐρώτημα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ μυαλό, πού ξέρουν λίγο ἀπό ἱστορία καί μποροῦν νά πιστέψουν ὅτι ἄφησε ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία του πέρα γιά πέρα νά γίνει ὄργανο τοῦ διαβόλου 18 ὁλόκληρους αἰῶνες χωρίς νά ὑπάρχει οὔτε ἕνα μικρό ποίμνιο δικό του, ἕνας κήρυκας καί μάρτυρας τῆς ἀληθείας; Καί ὅλοι οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι, τά μεγάλα ἐκεῖνα ἀναστήματα πού ἐξήγησαν μέ τόσες θυσίες τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρωπότητα, οἱ μάρτυρες καί οἱ ἀσκηταί, οἱ χοροί τῶν παρθένων καί τῶν ὁμολογητῶν, τά ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων πού θυσίασαν τήν περιουσία τους, τά νιάτα τους, τήν ζωή τους γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὅσοι ἔχυσαν ποτάμια δακρύων καί ἔζησαν μέ μετάνοια συγκλονιστική, ὅλοι αὐτοί ἦταν ὄργανα τοῦ διαβόλου; Ἐάν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν τόσο μυαλό καί μποροῦν νά πιστέψουν ὅτι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων μέχρι τοῦ Ρῶσσελ, πού ἵδρυσε τόν Χιλιασμό, ὅλοι ἦταν τοῦ διαβόλου, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀξίζει νά γίνουν χιλιασταί. Νομίζω δέν θά ὑπῆρχε μεγαλύτερη τιμωρία ἀπό αὐτήν γιά τήν προδοσία τους καί τήν λιποταξία τους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ἁγία παράδοση τῶν πατέρων μας. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὅσοι μποροῦν νά πιστέψουν ὅτι ἀπό τούς ἀποστόλους καί ἔπειτα ἔσβησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί χάθηκε, καί μόνο τόν 19ο αἰώνα ἔστειλε ὁ Θεός ἕναν ἀμερικανό ἔμπορο νά τήν ξαναφτιάξει, καί μάλιστα καλύτερη ἀπό τήν πρώτη καί ἀδιάλυτη πιά, αὐτοί ἀξίζει νά εἶναι χιλιασταί.

    Ἕνα δεύτερο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἀποφεύγουν τήν συζήτηση, ὅταν διαπιστώσουν ὅτι ὁ συνομιλητής τους γνωρίζει καλά τήν ἁγία Γραφή. Θυμοῦμαι, ὅταν πρό ἐτῶν ἐπισκέφθηκα τήν Γερμανία, στόν σιδηροδρομικό σταθμό τοῦ Μονάχου, ξαφνιάστηκα ἀπό ἑλληνικές φωνές σάν νά ἤμουν στήν Ἑλλάδα. Πλησίασα καί διαπίστωσα ὅτι ἦταν μερικοί «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», πού κήρυτταν καί διαφήμιζαν τά περιοδικά τους καί τά βιβλία τους. Μερικοί ὀρθόδοξοι προσπαθοῦσαν νά τούς εἰρωνευθοῦν, ἄλλοι μέ σαθρά ἐπιχειρήματα ἀγωνίζονταν νά τούς νικήσουν, χωρίς νά τό κατορθώνουν. Λυπήθηκα κατάκαρδα. Τί νά κλάψω πρῶτα, Θεέ μου! Γιά τίς πλάνες πού λένε οἱ ἐχθροί σου, οἱ αἱρετικοί, ἤ γιά τήν ἄγνοια πού ἔχουν τά παιδιά σου, οἱ ὀρθόδοξοι; Μπῆκα κι ἐγώ στόν κύκλο καί ἔλαβα μέρος στήν συζήτηση. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐξευτελιστοῦν, καί γιά ὅσο καιρό ἤμουν στό Μόναχο δέν εἶχαν τήν τόλμη νά ἐμφανισθοῦν στόν σιδηροδρομικό σταθμό.

    Ἄλλο παράδειγμα. Διοργάνωσαν στήν Στουττγκάρδη γενική συγκέντρωση ὅλων τῶν Ἑλλήνων «μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» πού ἦταν στήν Γερμανία. Συγκεντρώθηκαν 1000 περίπου χιλιασταί. Στίς προσκλήσεις πού κυκλοφόρησαν προσκαλοῦσαν τόν καθένα νά πάει καί νά λάβει μέρος στήν συζήτηση. Πῆγα κι ἐγώ μ’ ἕναν ἱερέα καί 5-6 ὀρθοδόξους. Μετά τήν ὁμιλία ζήτησα τόν λόγο. Ὅσοι δέν μέ γνώριζαν φώναξαν νά πάω κοντά στό μικρόφωνο. Κινήθηκαν ὅμως ἀστραπιαῖα ὅσοι μέ γνώριζαν ἀπό τό Μόναχο, καί δέν μοῦ δόθηκε ὁ λόγος. Δήλωσαν μάλιστα οἱ ἀρχηγοί τους ὅτι θά σαλευτοῦν τά νέα μέλη τους, γι’ αὐτό πρότεινα νά διοργανώσουμε ἐμεῖς συγκέντρωση καί νά ἔρθουν καί αὐτοί, γιά νά γίνει δημόσια συζήτηση σέ δική μας συνάθροιση. Αὐτό ἔγινε ὕστερα ἀπό ἕνα μήνα. Ἐπί τρεῖς ὧρες ἐνώπιον χιλιάδων ἀνθρώπων δόθηκε ἡ μάχη τοῦ Πνεύματος. Οὐδέποτε φανταζόμουν ὅτι ἕνα μάτς πνευματικό θά διέλυε καί θά ξεπερνοῦσε τά ποδοσφαιρικά μάτς. Τό εἶδα ὅμως, τό ἔζησα καί τό πιστεύω. Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψω τό ἐνδιαφέρον τοῦ λαοῦ πού ἄφησε γήπεδα καί θεάματα καί ἦρθε νά παρακολουθήσει τόν ἀγώνα. Τό εὐχάριστο ἦταν ὅτι ἀνάμεσα στίς χιλιάδες τῶν ἀκροατῶν ἦταν καί «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», παρ’ ὅλο πού οἱ ἡγέτες φρόντισαν νά εἶναι μόνο οἱ διδάσκαλοί τους.

    Τό ἀποτέλεσμα ἦταν θρίαμβος γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἕνας μεγάλος ἀριθμός ὀπαδῶν τους, πού δέν εἶχαν ἀκόμη φανατισθεῖ, τούς ἐγκατέλειψαν, ἀκόμη δέ καί ὁ διδάσκαλός τους, αὐτός πού διάλεξαν νά συνομιλήσει μαζί μου, τούς ἐγκατέλειψε. Ταῦτα ἐγένοντο ἐν Στουττγκάρδῃ τῆς Γερμανίας κατά Φεβρουάριον τοῦ 1968, καί τό ὄνομα τοῦ διδασκάλου τῶν «μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» Παπαηλιού.

    Καί βέβαια τό πάθημα τούς ἔγινε μάθημα. Μετά ἀπό τήν πανωλεθρία τῆς Στουττγκάρδης δέν τολμοῦν πλέον νά ἔρθουν σέ δημόσια συζήτηση. Τούς κάλεσα πολλές φορές. Περιόδευσα σχεδόν ὅλη τήν Ἑλλάδα. Τούς προσκάλεσα ἐπίσημα καί ἀνεπίσημα, τούς ἐξασφάλισα ἀπόλυτη ἐλευθερία καί ἀσφάλεια ἀπό τίς ἀρχές. Ποτέ δέν τόλμησαν νά ἔρθουν. Ἤ μᾶλλον ἔρχονται καί ἀκοῦνε, ἀλλά δέν θέλουν δημόσια συζήτηση. Μέ πολλή χαρά συζητοῦν μαζί  μου ὅλη τήν νύχτα ἀλλά χωρίς ἀκροατήριο. Σταμάτησα αὐτήν τήν τακτική, γιατί θεωρῶ τόν χρόνο μου χαμένο, ἄκαρπο. Εἶμαι ὅμως πρόθυμος γιά δημόσια συζήτηση, ὅπου θέλουν καί ὅπως θέλουν. Τούς προσκαλῶ καί αὐτήν τήν στιγμή ἄλλη μιά φορά. Ἄν θέλουν νά συζητήσουμε σέ δημόσιο χῶρο, σέ αἴθουσα, στό ραδιόφωνο, στήν τηλεόραση. Νά ποῦν τί πιστεύουν. Νά πῶ ἐγώ τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά τά ζυγίσουμε αὐτά πού πιστεύουμε στήν ἀλάνθαστη ζυγαριά, πού εἶναι ἡ ἁγία Γραφή, πού λένε ὅτι τήν πιστεύουν καί τήν παραδέχονται, νά δοῦμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Περιμένω ἀπάντηση καί στήν δημοσία αὐτή πρόσκληση. Ὅσο γιά τήν ἐλευθερία καί ἀσφάλειά τους, αὐτά εἶναι προφάσεις. Γιατί σκέφτονται τόν νόμο ἐδῶ, πού τούς ἐξασφαλίζεται ἐπίσημα ἄλλωστε τό δικαίωμα τῆς συνομιλίας, καί δἐν τόν σκέφτονται, ὅταν σάν φίδια γλιστροῦν καί μπαίνουν στά φτωχόσπιτα, γιά νά βροῦν τούς ἀφελεῖς καί νά τούς δηλητηριάσουν; Ἀπό τήν πλούσια πεῖρα μου διαπίστωσα ὅτι οἱ «σπουδασταί τῆς Γραφῆς» εἶναι διαστρεβλωταί τῆς Γραφῆς καί μεγάλοι μάλιστα, καί ὅτι εἶναι οἱ «ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 56-57

    Ἡ αἵρεση τῶν «μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» εἶναι ἡ πιό μεγάλη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων. Οἱ ὀπαδοί της χρησιμοποίησαν πολλά ὀνόματα γιά τήν ὀργάνωσή τους. Τά κυριώτερα εἶναι: «χιλιαστές», «σπουδαστές τῆς Γραφῆς» καί «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Γιά πρώτη φορά ἐμφανίστηκαν στήν Ἀμερική τό 1874. Ἱδρυτής καί ἀρχηγός τοῦ χιλιασμοῦ ὑπῆρξε κάποιος πλούσιος ἀμερικανός ἔμπορος ὀνομαζόμενος Κάρολος Ρῶσσελ, πού ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία του ἦταν πολύ ἀνήσυχος καί δαιμονικός ἄνθρωπος. Ἔγινε πρῶτα ὀρθολογιστής, ἔπειτα σκεπτικιστής, μετά ἀντβεντιστής καί τέλος ἀποφάσισε νά κάνει μιά δική του θρησκεία, καί ἔκανε τήν αἵρεση τοῦ χιλιασμοῦ. Ἀπό τό 1874 ὥς τόν θάνατό του τό 1916 μόνον αὐτός ἔγραφε καί μόνον αὐτοῦ τά βιβλία διάβαζαν οἱ ὀπαδοί του· τόν εἶχαν σάν προφήτη μεγάλο καί σάν ἄγγελο Θεοῦ. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἔπεσε πολλές φορές ἔξω μέ τίς προφητεῖες του. Ἀφοῦ καί τό ὄνομα ἀναγκάστηκε νά ἀλλάξει ἀπό «χιλιαστής» σέ «σπουδαστής τῆς Γραφῆς». Γιά τό ποιός ἦταν ὡς ἄνθρωπος τό μαρτυροῦν τά 17 χρόνια κατά τά ὁποῖα τυραννοῦσε τήν γυναίκα του, καί ἡ ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου, πού ἐξέδωσε τό διαζύγιο εἰς βάρος του μέ τό αἰτιολογικό τῆς «συνεχοῦς καταπιέσεως, ἡ ὁποία ἀναγκαστικά θά ἔκανε τήν ζωή ὁποιασδήποτε εὐαίσθητης χριστιανῆς γυναίκας ἕνα φορτίο, καί τήν κατάστασή της ἀνυπόφορη». Αὐτά τό 1901. Καί ὅμως ὥς τό 1916 οἰ ὀπαδοί του τόν θαύμαζαν καί τόν λάτρευαν.
    Ὁ πρῶτος διάδοχός του Ἰωσήφ Ρόδερφορδ ἄλλαξε πολύ τήν γραμμή τοῦ ἱδρυτοῦ, μέ τήν δικαιολογία ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε σ' αὐτόν περισσότερο φῶς, «νέο φῶς». Αὐτός ἀνακάλυψε καί τό καινούργιο ὄνομα «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Πολλοί ὅμως ὀπαδοί πού ἔμειναν πιστοί στόν Ρῶσσελ δέν τόν ἀκολούθησαν καί ἔκαναν δική τους παράταξη μέ τό ὄνομα «Χαραυγή», μέ δικά τους βιβλία καί περιοδικά. Οἱ πιό πολλοί ὅμως ξέχασαν καί τόν Ρῶσσελ καί τά βιβλία του καί τίς προφητεῖες του καί ἀφοσιώθηκαν μέ φανατισμό στόν Ρόδερφορδ, τόν προφήτη μέ τό «νέο φῶς». Ὁ Ρόδερφορδ ὅρισε τό 1925 ὡς τό ἔτος τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καί τῆς Β΄ Παρουσίας. Τόσο πολύ πίστεψαν στήν προφητεία αὐτή οἱ «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὥστε ἀπό τό 1924 ἔπαψαν νά ἀγοράζουν καινούργια πράγματα. Μόνον ὁ ἀρχηγός τους ἀγόρασε μιά ὄμορφη καί πανάκριβη βίλλα στό Σάν Ντιέγκο τῆς Ν. Καλιφόρνιας μέ σκοπό νά γίνει κατοικία τοῦ Ἀβραάμ καί τῶν ἄλλων πατριαρχῶν. Ἡ ἀνάσταση δέν ἔγινε, καί ὁ Ρόδερφορδ διαψεύσθηκε. Κέρδισε ὅμως τήν βίλλα στήν ὁποία καί μέχρι σήμερα εἶναι ὁ τάφος του.
    Καί μόνον αὐτά τά λίγα στοιχεῖα γιά τούς ἱδρυτές τῆς αἱρέσεως φανερώνουν τί μεγάλη ἀπάτη κρύβεται μέσα της. Ἄν σ' αὐτά προσθέσει κανείς καί ὅτι κάθε τόσο ἀλλάζουν τό ὄνομά τους, ὅπως οἱ κοινοί ἀπατεῶνες, καταλαβαίνει καλύτερα τήν ἀπάτη τους.
    Δέν εἶναι εὔκολο νά πεῖ κανείς τί πιστεύουν οἱ «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἄν δέν ἐξηγήσει πρῶτα τί δέν πιστεύουν. Ξεκινοῦν καί αὐτοί ἀπό τήν ἁγία Γραφή, ὅπως καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Πρῶτα πετάζουν ὅ,τι δέν τούς ἀρέσει καί μετά συμπληρώνουν τά κενά μέ τίς ἀνοησίες τους. Διαβάζουν τήν ἁγία Γραφή, καί πολύ μάλιστα, γιά νά δοῦν τί διδάσκει ἡ ἁγία Γραφή καί νά πιστέψουν τό ἀντίθετο καί νά τό κηρύξουν μέ πάθος καί φανατισμό. Ἀποκαλύπτει ἡ ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός εἶναι τριαδικός; Εἰρωνεύονται οἱ χιλιαστές τήν ἀλήθεια αὐτή. Ἀπορρίπτουν τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀρνοῦνται ὄχι μόνο τήν θεότητα ἀλλά καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καταργοῦν Ἐκκλησία, ἱερά παράδοση, ἱερωσύνη καί μυστήρια. Δέν δέχονται τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τήν αἰώνια κόλαση. Καμία τιμή στό πρόσωπο τῆς παρθένου Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μας, ἀπό τήν ὁποία ἀφαιροῦν καί τήν ἀειπαρθενία. Δέν ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Περιφρονοῦν τόν τίμιο σταυρό καί τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Δέν ξεχωρίζουν τήν Κυριακή ὡς ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Οὔτε πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀναστήθηκε μέ σῶμα.
    Τό πρῶτο πού πιστεύουν εἶναι τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἐπαναλαμβάνω, δέν πιστεύουν στόν Θεό ὅπως τόν ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, ἀλλά στό ὄνομα. Δέν πιστεύουν στόν Ἰεχωβᾶ ἀλλά στό ὄνομα Ἰεχωβᾶ. Διδάσκουν ὅτι ἡ δευτέρα παρουσία ἔγινε, ἀλλά μυστικά, στόν οὐρανό. Καί ἡ ἀνάσταση ἔγινε στόν οὐρανό καί δέν τό ἀντιλήφθηκε κανείς ἐκτός ἀπό αὐτούς. Περιμένουν τώρα νά περάσει «ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος», λίγος χρόνος ἀκόμη καί νά γίνει ὁ Ἀρμα¬γεδών, ἕνας παγκόσμιος πόλεμος πολύ φοβερώτερος ἀπό αὐτούς πού ἔγιναν. Τότε θά καταστραφοῦν τά πάντα καί μόνον οἱ χιλιαστές θά μείνουν πάνω στήν γῆ. Θά ἔρθουν καί οἱ ἀναστημένοι ἀπό τόν οὐρανό, γιά νά ζήσουν 1000 χρόνια στήν γῆ εὐτυχισμένοι μέ ὅλα τά ἀγαθά, καί θά τρῶνε μέ χρυσά κουτάλια! Μετά τά 1000 χρόνια θά γίνει καί ἄλλη κρίση, ἀπό τήν ὁποία θά μείνουν μόνον οἱ πολύ ἐκλεκτοί, γιά νά ζήσουν στόν ἐπίγειο παράδεισο εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ὁρίζουν ἀκόμη τήν ἀκριβῆ ἡμερομηνία γιά τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἄλλοτε γράφουν τό 1914, ἄλλοτε τό 1925, ἄλλοτε τό 1972 καί ἄλλα. Τώρα πού ὅλα πέρασαν δέν ξέρω ποιό ἔτος θά ὁρίσουν. Ἴσως νά ἔκαναν κανένα λάθος στήν πρόσθεση, στήν ἀφαίρεση, στόν πολλαπλασιασμό καί στήν διαίρεση. Γιά νά βρεῖ κανείς τό ἔτος πρέπει νά κάνει ἕνα σωρό πράξεις. Ὁ ἠλεκτρονικός ἐγκέφαλος δέν βοηθάει σέ τέτοιους ὑπολογισμούς. Μόνον ὁ ἐγκέφαλος τῶν χιλιαστῶν μπορεῖ νά δουλέψει.
    Νά γιατί εἶπα καί ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἀπό τότε πού ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία μέχρι σήμερα φύτρωσαν πολλές αἱρέσεις, ἀλλά ἡ χειρότερη καί ἡ πιό ἐπικίνδυνη ἀπό ὅλες εἶναι ἡ αἵρεση τῶν «μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Συγκεντρώνουν τίς πλάνες καί κακοδοξίες ὅλων τῶν αἱρέσεων, δοκητισμοῦ, μοντανισμοῦ, ἀρειανισμοῦ, πνευματομάχων, εἰκονομάχων καί ἄλλων. Ἀκόμη παίρνουν στοιχεῖα καί ἀπό τό ἰουδαϊκό Ταλμούδ καί τό μουσουλμανικό Κοράνιο, γιά νά φτιάξουν τόν ὄμορφο καί ἀπολαυστικό ἐπίγειο παράδεισό τους.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 41-42

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Αἱρέσεις

    Ἡ λέξη αἵρεση παράγεται ἀπό τό ρῆμα αἱροῦμαι, πού σημαίνει ἐκλέγω, διαλέγω, ἀκολουθῶ ἕνα κόμμα, μία φατρία, μία σχολή. Ἡ ἁγία Γραφή, ἡ θεία ἀποκάλυψη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Προσφέρεται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά τήν σωτηρία καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν δέχεται τίς ἀλήθειες πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός καί δέν θέλει νά ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄπιστος. Ὅταν ὅμως ἄλλες ἀλήθειες δέχεται καί ἄλλες ἀπορρίπτει, ἤ τίς τροποποιεῖ σύμφωνα μέ τήν ζυγαριά τῆς σκέψεώς του καί τό μέτρο τῆς λογικῆς του, τότε εἶναι αἱρετικός. Γιά νά τό κάνω αὐτό ἁπλό καί πρακτικό ἀναφέρω ὁρισμένα παραδείγματα:

    * Πεινασμένος καί διψασμένος βρίσκεις τροφή πλούσια καί ἐκλεκτό ποτό. Κάποιος ὅμως σοῦ λέγει. Προσοχή! Τά τρόφιμα καί τά ποτά εἶναι δηλητηριασμένα. Ὅσο νηστικός καί ἄν εἶσαι, δέν πλησιάζεις τό φαγητό.

    * Ἕνας πού κάνει τόν καλλιτέχνη ἔχει τήν γνώμη ὅτι ὁ Παρθενώνας θέλει μιά ἐπιδιόρθωση, καί πηγαίνει νά τήν κάνει, ἀλλά προτοῦ ἀνεβεῖ στήν Ἀκρόπολη τόν πιάνουν καί τόν κλείνουν μέσα.

    * Κάποτε ἕνας μεγαλέμπορος γιά νά πλουτίσει παρασκεύαζε νοθευμένα φάρμακα, ἔκανε ἐνέσεις μέ νερό, καί χάπια μέ ἀλεύρι. Κῦμα ἀγανακτήσεως προκάλεσε ἡ πράξη του στήν κοινή γνώμη.

    * Ἄλλοι κυκλοφοροῦν κίτρινα νομίσματα γιά χρυσά, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κίβδηλα.

    * Ἕνα πλοῖο ἐπιστρέφοντας στό λιμάνι ἐκκλίνει γιά λίγο ἀπό τήν σωστή κατεύθυνση καί ἔτσι δέν φθάνει ποτέ στόν σκοπό του.

    * Τά σκυλιά δηλητηριάζονται μέ κρέας, μέσα στό ὁποῖο κρύβεται ἡ φόλα, ἡ στρυχνίνη.

    Ὅ,τι εἶναι τό δηλητήριο στό θαυμάσιο φαγητό, ἡ φόλα στό κρέας, τό ψεύτικο μέταλλο χρυσωμένο, ἡ νοθεία στά φάρμακα, ἡ «ἐπιδιόρθωση» ἔργων τέχνης, ἡ ἀπόκλιση ἀπό τήν σωστή κατεύθυνση, αὐτό εἶναι ἡ αἵρεση. Ψέματα ἀναμεμιγμένα μέ τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Τά παραδείγματα αὐτά παίρνουν θεολογικό νόημα καί περιεχόμενο, ὅταν κανείς ἐξετάσει τό ξεκίνημα τῶν αἱρέσεων.

    - Πότε ἐμφανίστηκαν καί πῶς ξεκίνησαν οἱ πρῶτες αἱρέσεις;

    - Ὅταν κηρύχθηκε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν χωρισμένη σέ δύο στρατόπεδα. Στό ἕνα ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι στό ἄλλο οἱ ἐθνικοί, δηλαδή οἱ εἰδωλολάτρες. Ἔτσι βλέπει τήν ἀνθρωπότητα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Στούς Ἰουδαίους ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός μέ τήν Παλαιά Διαθήκη. Στούς εἰδωλολάτρες μίλησε μέ τήν ὄμορφη δημιουργία καί τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τήν συνείδηση.

    Ἄλλ' οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι μπόρεσαν νά σωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο, διότι δέν ἔφθασαν οἱ ὑποσχέσεις καί οἱ εὐλογίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί εἶχαν ἀνάγκη ἀπό Λυτρωτή· οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες μέ τίς θρησκεῖες καί τίς φιλοσοφίες μπόρεσαν νά νικήσουν τό κακό, καί ἀντί νά λατρεύσουν τόν Δημιουργό, προσκύνησαν τά δημιουργήματά του. Ἔτσι βρῆκε ὁ Θεός τά πλάσματά του, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν γῆ.

    Γιά ὅλα αὐτά μιλάει μέ πολλή δύναμη καί χάρη ὁ ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του καί μάλιστα στά πρῶτα κεφάλαια τῆς πρός Ρωμαίους Ἐπιστολῆς του. Σ' αὐτόν, λοιπόν, τόν κόσμο κηρύχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους, μέ πίστη καί μετάνοια, νά ἔρθουν στήν σωτηρία τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία του. Πίστη καί μετάνοια σημαίνει νά ἀρνηθῶ ὅλα ὅσα ἔχω δικά μου, ἁμαρτίες, ἰδέες, λατρεῖες, σχέδια, πού εἶναι ἀντίθετα μέ ἐκεῖνα πού μοῦ προσφέρει ὁ Θεός, καί νά δεχτῶ νά κάνω κτῆμα μου τήν ἁγία προσφορά τοῦ Θεοῦ. Νά ὑποτάξω τό θέλημά μου στό θέλημα τοῦ Κυρίου, τοῦ οὐρανίου Πατρός. Γι' αὐτό καί βαπτίζονται ὅσοι πιστεύουν καί μετανοοῦν. Ξεπλύνονται, «ξεμαγαρίζονται» ἀπό ὅλα τά παλιά. Πεθαίνει ὁ παλιός ἄνθρωπος καί ἀνασταίνεται ὁ καινούργιος· γι' αὐτό καί λέγεται καί ἀναγεννημένος ἤ πνευματικός· παίρνει Πνεῦμα ἅγιο.

    Ὅσοι τώρα ἄκουσαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁμολόγησαν πίστη, βαπτίστηκαν καί ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κράτησαν καί δικές τους ἰδέες καί τίς ἀνέμιξαν μέ τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, μέ ἀποτέλεσμα νά διαστρεβλώσουν τό Εὐαγγέλιο, αὐτοί ἔγιναν αἱρετικοί. Καί ἄν ἦταν πρῶτα Ἰουδαῖοι, ἔγιναν οἱ ἰουδαΐζοντες αἱρετικοί. Ἄν ἦταν εἰδωλολάτρες, ἔγιναν οἱ γνωστικίζοντες. Αὐτά εἶναι τά δύο μεγάλα ρεύματα τῆς πλάνης καί τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ γνωστικισμός, πού ὅρμησαν σάν πλημμύρα στήν Ἐκκλησία, πού παρουσιάστηκαν σάν πυρκαγιά. Ἀργότερα ἀναμίχθηκαν καί ἔγιναν ἕνα. Ἀπ' αὐτά τά ρεύματα ξεπήδησαν σάν παρακλάδια ὅλες οἱ αἱρέσεις, κάθε ἐποχῆς. Καί αὐτές οἱ αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς μας πηγάζουν ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν γνωστικισμό.

    - Ποιά στάση πῆρε ἡ Ἐκκλησία ὅταν παρουσιάστηκαν αὐτές οἱ αἱρέσεις;

    - Ἡ Ἐκκλησία δέν αἰφνιδιάστηκε ὅταν ἐμφανίστηκαν οἱ αἱρέσεις. Βρέθηκε ὁπλισμένη στό χαράκωμα καί πολέμησε τόν ἐχθρό. Ὁ ἱδρυτής καί ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, προφήτευσε τήν ἐμφάνιση τῶν αἱρετικῶν· καί ἔδωσε καί τά χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα· «Τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδού ὧδε ὁ Χριστός ἤ ὧδε, μή πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆται καί δώσουσι σημεῖα μεγάλα καί τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς» (Μθ 24,23-24), καί «Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Μθ 7,15). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, στήν ὁμιλία πού ἔκανε στήν γενική συγκέντρωση τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἔγινε στήν Μίλητο, εἶπε· «Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν. Διό γρηγορεῖτε...» (Πρξ 20,29-31).

    Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου καί τοῦ Παύλου φαίνεται ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς πρῶτες μέρες περίμενε τήν ἐμφάνιση τῶν αἱρετικῶν, προετοιμαζόταν νά δεχθεῖ τήν ἐπίθεση τοῦ ἀντιχρίστου. Φρόντισε, λοιπόν, νά προειδοποιήσει τά παιδιά της νά εἶναι ἄγρυπνα, ὁπλισμένα μέ τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, συνδεδεμένα μέ τήν Ἐκκλησία μέ τόν σύνδεσμο τῆς ἁγίας παραδόσεως. Μέ ἁπλά λόγια, φρόντισε νά ἐμβολιάσει τά μέλη της, γιά νά τά προφυλάξει ἀπό τήν ἀρρώστια πού θά ἐρχόταν. Ὅταν ἐμφανίστηκαν οἱ αἱρετικοί, προσπάθησε μέ πολλούς τρόπους νά τούς συγκρατήσει ἀπό τήν καταστροφή, νά τούς σώσει ἀπό τήν πυρκαγιά. Μέ συμβουλές καί νουθεσίες, μέ κηρύγματα καί ἐπιστολές, μέ διαλόγους καί συνόδους ἔδειξε ὅλη τήν ἀγάπη της καί τό ἐνδιαφέρον της νά τούς θεραπεύσει. Καί ὅσοι θεραπεύτηκαν, καλά· δόξα τῷ Θεῷ. Ὅσοι ὅμως ἐπέμειναν στήν πλάνη, ξεκόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί παραδόθηκαν στόν σατανᾶ. Ὁ Παῦλος γράφει στόν Τίτο· «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Ττ 3,10-11).

    Ὁ Ἰούδας, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου, πού ἔζησε καί μετά τόν Παῦλο καί εἶδε τό κακό πιό ἐπικίνδυνο, γράφει στούς πιστούς νά ξεχωρίζουν τούς αἱρετικούς σέ δυό κατηγορίες, στούς φανατικούς καί ἀγύριστους καί στούς παρασυρμένους. Τούς πρώτους νά τούς ἐλέγχουν μέ δύναμη καί νά τούς πολεμοῦν· τούς δεύτερους νά φροντίζουν νά τούς σώσουν, ἀλλά μέ φόβο καί προφύλαξη μεγάλη σάν ν' ἁρπάζουν δαυλί ἀπό τήν φωτιά, ἀνθρώπους ἀπό τήν πυρκαγιά.

    Ὁ ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού ἔζησε σάν τελευταῖος τῆς γενιᾶς τῶν ἀποστόλων καί γνώρισε τά ὄργια τῶν αἱρετικῶν καί εἶδε στά πρόσωπά τους ὄχι ἕναν ἀλλά πολλούς ἀντιχρίστους, ἔγραψε λόγια σκληρά γιά τούς αἱρετικούς· «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄ Ἰω 10-11). Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι αὐτά τά γράφει ὁ Ἰωάννης πού ἔγραψε δυό φορές ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» καί εἶπε ὅτι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν συνάνθρωπό του, εἶναι ἀνθρωποκτόνος! Ναί, τά κήρυξε ὁ Ἰωάννης, διότι πίστευε στήν ἀγάπη πού πηγάζει ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως· διότι ἀγάπη χωρίς ἀληθινή πίστη εἶναι ἀπάτη.

    Μέ ἁπλά λόγια, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν εἶναι: ἐμβολιασμός στά τέκνα της, γιά νά τά προφυλάξει, προσπάθεια διασώσεως καί θεραπείας, γιά νά σώσει ὅσους θελήσουν ἀπό ἐκείνους πού προσβλήθηκαν ἀπό τήν αἵρεση. Καί κάνει καραντίνα, μποϋκοτάζ, σ' ὅσους δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν καί νά σωθοῦν.

    - Φαίνεται παράξενο νά κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία μποϋκοτάζ. Ἀπό ποῦ φαίνεται αὐτό;

    - Ἐπαναλαμβάνω: ἀπό τό σύνθημα πού κηρύττει ὁ Ἰωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης. Τούς αἱρετικούς νά μή τούς δέχονται οἱ χριστιανοί στό σπίτι τους· οὔτε καί καλημέρα νά τούς λένε· «Μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε». Διότι ὅποιος τούς χαιρετᾶ γίνεται συγκοινωνός καί συνέταιρος στά πονηρά τους σχέδια. Καί τά σχέδια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ διάλυση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὄχι μόνο ὁ Ἰωάννης, ἀλλά ὅλη ἡ Καινή Διαθήκη μιλάει μέ σκληρή γλῶσσα γιά τούς αἱρετικούς. Τούς ὀνομάζει διαστροφεῖς καί διεστραμμένους ἀνθρώπους μέ καυστηριασμένη συνείδηση καί σάπιο μυαλό, ψευδοπροφῆτες, λύκους βαρεῖς, ἀγραμμάτους, ἀνοήτους, λεκέδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, κούφια σύννεφα, κατάξηρα πηγάδια, ἄκαρπα δένδρα πού πέθαναν γιά πάντα, βλασφήμους, παιδιά κατάρας, χωρίς Πνεῦμα Θεοῦ, ἀναθεματισμένους ἀπό τόν Χριστό.

    Τήν τακτική αὐτή τῶν ἀποστόλων τήρησαν καί οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί πολέμησαν τούς αἱρετικούς μέ ὅλους τούς ἀποστολικούς τρόπους: διδασκαλία, νουθεσία, συγγράμματα καί ἐπιστολές, συνόδους τοπικές καί οἰκουμενικές. Ὅσοι δέν μετανοοῦσαν, ξεκόβονταν μιά γιά πάντα ἀπό τήν Ἐκκλησία.

 

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 28-30

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Ε΄

Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας

   Τά γεγονότα τῆς Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας ἱστορεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος μέ βάση τίς πληροφορίες τῶν πρακτικῶν πού κατέγραψε ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς συνοδίας στήν Σύνοδο.

   Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ πάπας προέβαλε ἀλαζονικές ἀξιώσεις γιά νά ταπεινώσει τούς ἀνατολικούς. Ἐπειδή ὅμως συνάντησε ἰσχυρή ἀντίσταση κατέφυγε σέ ἐκβιασμούς καί ἀπειλές.

   Ἡ κατάσταση τῶν Ἑλλήνων ἄρχισε νά δυσκολεύει ἀπό τίς προσυνεδριάσεις ἀκόμη. Ὁ αὐτοκράτορας εἶχε δεχθεῖ νά γίνει ἡ Σύνοδος στήν Δύση μέ τόν ὅρο τά ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ καί τῆς συντήρησης τῆς ἀντιπροσωπείας νά τά ἀναλάβει ὁ πάπας. Ἔτσι κάθε ἀντίρρηση γιά ὑποχώρηση σέ θέματα ἐθίμων ἤ καί πίστεως πληρωνόταν μέ στέρηση τοῦ σιτηρεσίου. Ἐπιπλέον σέ ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας -λαϊκούς καί κληρικούς- εἶχε ἀπαγορευθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Φερράρα.

   Πρός τό τέλος τοῦ 1438 ἄρχισαν ἀτέλειωτες συνεδριάσεις μέ θέμα τήν προσθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως. Δέν ὁδήγησαν πουθενά, διότι οἱ Λατῖνοι ἦταν ἀποφασισμένοι νά μήν ὑποχωρήσουν, παρά τά ἀδιαμφισβήτητα ἐπιχειρήματα τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ, ἐπισκόπου Ἐφέσου. Ὁ πάπας πιστεύοντας ὅτι στήν Φλωρεντία θά ἀπομονώσει καλύτερα τούς Ἕλληνες καί θά τούς καταστήσει περισσότερο εὐάλωτους, ἐπιμένει νά μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἡ Σύνοδος. Οἱ Ἕλληνες δέχονται τήν μεταφορά πιεζόμενοι ἀπό τήν πείνα καί τίς κακουχίες.

   Στήν Φλωρεντία συνεχίστηκαν οἱ συνεδριάσεις καί πάλι μέ τό θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque. Ἐδῶ ἀπέμεινε μόνος ὁ Ἐφέσου «ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τῆς ὀρθοδοξίας καί συνιστάς ἀπότε τῆς θείας Γραφῆς καί τῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων τά ἀληθῆ δόγματα τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας» (βλ. σελ. 231).

 

Ὁ ἑνωτικός ὅρος

  Τελικά ὁ αὐτοκράτορας γιά νά φθάσει στό ἐπιθυμητό σημεῖο, τήν ἕνωση -καί τήν ἀπορρέουσα ἀπό αὐτήν στρατιωτική βοήθεια-, ἀπαγόρευσε στόν Μᾶρκο νά παρευρεθεῖ στίς τελευταῖες συνεδριάσεις. Ἔτσι, ὅταν ὁ «πολυπόθητος» ὅρος τῆς ἕνωσης τέθηκε πρός ὑπογραφή, ὁ Ἐφέσου δέν ὑπέγραψε.

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἱστορεῖ λεπτομερῶς τά περιστατικά πού ὁδήγησαν στήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου (1439), καθώς καί ὅ,τι ἀκολούθησε μέχρι τήν ἐπιστροφή τῆς ἀντιπροσωπείας στήν Κων/πολη. Παραθέτει ἀπό τά πρακτικά τοῦ Συρόπουλου τήν θαρρετή καί ξεκάθαρη ὁμολογία τοῦ Μάρκου Ἐφέσου μπροστά στόν πάπα, ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε γιά νά τόν πείσει νά ὑπογράψει. Στίς σελίδες 247-249 ὁ ἅγιος παραθέτει ἕναν σχεδόν λέξη πρός λέξη «Ἔλεγχο τοῦ ὅρου τῆς Ἑνώσεως», ἐνῶ παρακάτω (σελ. 252-253) παρουσιάζει ὀκτώ λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Οἰκουμενική, ὅπως ἐπεδίωξαν νά τήν ὀνομάσουν οἱ Λατῖνοι.

   Παρουσιάζω αὐτούς τούς λόγους συνοπτικά: 1) Ἡ σύνοδος συγκλήθηκε ὄχι γιά τήν διασφάλιση τῆς πίστεως, ἀλλά γιά ἰδιοτελῆ συμφέροντα τοῦ πάπα καί τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. 2) Ὁ ὅρος τῆς συνόδου περιέχει λογική ἀνακολουθία καί δέν στηρίζεται στήν ἀλήθεια. 3) Εἶναι ἀντίθετος (ὅρος) πρός τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. 4) Δέν ὑπογράφηκε ἀπό κανέναν προκαθήμενο τῶν πέντε μεγάλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. 5) Ἡ συζήτηση τῶν θεμάτων δέν γινόταν μέ πνεῦμα ἐλευθερίας. 6) Ὁ ὅρος ὑπογράφηκε καταναγκαστικά ἀπό τούς ἱεράρχες, ἀλλά καί ἀρκετοί δέν ὑπέγραψαν. 7) Ὁ ὅρος δέν ἦταν τό λογικό συμπέρασμα τῶν συζητήσεων οὔτε ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. 8) Δέν παρευρίσκονταν στήν σύνοδο οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι πού συμμετεῖχαν, ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἐποχή, στήν Λατινική Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ὅπου καί ἀφόρισαν τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄.

   Ὁ ἅγιος συγγραφέας δέν παραλείπει ἐπίσης νά σημειώσει τήν ἀγενῆ συμπεριφορά τοῦ πάπα πρός τόν αὐτοκράτορα καί ὅλη τήν ἀντιπροσωπεία, τήν ὁποία ἀπέστειλε στήν Κων/πολη κακήν κακῶς (βλ. σελ. 251-252).

 Ὁ ἀντίκτυπος τῆς «ἑνώσεως»

   Ἡ λεγόμενη «ἕνωση» δημιούργησε στήν Κων/πολη διχασμό. Οἱ ἀναταραχές κατέπαυσαν μόνο μετά ἀπό τήν Σύνοδο πού συνεκάλεσε ὁ διάδοχος τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου, ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος. Ἡ Σύνοδος αὐτή (1450) ἀποκήρυξε τήν σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας καί ἀποκατέστησε τό κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

   Ὡστόσο ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας, προσβλέποντας στήν βοήθεια τοῦ πάπα γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ Μωάμεθ τοῦ πορθητῆ, δέχθηκε στήν Κων/πολη τόν παπικό ἐκπρόσωπο, τόν καρδινάλιο Ἰσίδωρο, πρώην ἀρχιεπίσκοπο Ρωσίας. Ἐκεῖνος, χωρίς νά προσκομίζει βέβαια κάποια βοήθεια, ἐνδιαφέρθηκε μόνο νά ἐπικυρώσει τήν ἰσχύ τῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας. Γιά τόν λόγο αὐτό συνεκάλεσε στίς 12/12/1452 στόν ναό τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας τόν αὐτοκράτορα καί τούς κληρικούς πού εἶχαν ἀποδεχτεῖ τήν ἕνωση, ἀνέγνωσε τόν ὅρο τῆς ἑνώσεως καί τέλεσε κοινή λειτουργία, ὅπου μνημονεύθηκε ὁ πάπας καί ὁ λατινόφρων πρώην πατριάρχης Γρηγόριος.

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος σημειώνει ὅτι βρέθηκαν στόν ναό καί κάποιοι πού δέν πῆραν ἀντίδωρο θεωρώντας βδελυρή θυσία τήν ἑνωτική λειτουργία. Καί κατακλείει τήν ἱστορία τοῦ σχίσματος: «Ἡ ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνέλευσις οὐδέν ἀπέφερε ἀγαθόν, ηὔξησε δέ μόνον τήν σύγχυσιν. Ἡ ἀστοργία τοῦ πάπα κατεδίκασε τήν Ἀνατολήν πᾶσαν νά ὑπομείνῃ τά δεινά σκληροτάτης Τυραννίας, διότι ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία δέν προέδιδε τήν πίστιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καίτοι τά πάντα παρεχώρει τῷ Πάπᾳ. Ὁ Θεός θέλει κρίνει τήν δικαίαν κρίσιν κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως τήν μεγάλην» (βλ. σελ. 258-259).

 Συμπερασματικά

   Μελετώντας στήν ἱστορία τούς ἀγῶνες καί τίς ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας νά συγκρατήσει τήν ἑνότητα Ἀνατολῆς καί Δύσεως φτάνουμε στό συμπέρασμα ὅτι τελικά ἡ παπική ἀλαζονεία εἶναι αὐτή πού παρέσυρε στό σχίσμα. Ἀπέκοψε ἀπό τήν «μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» ἕνα πλῆθος πιστῶν, ἀπογόνους μαρτύρων καί ἁγίων, πού λάμπρυναν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῶν δέκα πρώτων αἰώνων.

   Θαυμάζουμε τήν χρυσή γραμμή τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης ἀλλά καί τῆς σταθερότητας στά τῆς πίστεως καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, μέ τήν ὁποία πορεύτηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού πρωταγωνίστησαν στά γεγονότα.

   Φτάνοντας ὡστόσο στήν Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας διαπιστώνουμε ὅτι ὑπερίσχυσε ἡ πίστη στήν δύναμη ἑνός ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στήν θεϊκή ἐπέμβαση. Ἡ αὐτοκρατορική αὐθαιρεσία ὑποκινούμενη ἀπό τόν φόβο τῆς εἰσβολῆς τῶν ὀθωμανῶν ἐπέβαλε τήν ὑποταγή στόν πάπα καί ὁδήγησε στήν μιαρή συνέλευση, τήν ἑνωτική λειτουργία, στήν Ἁγία Σοφία τό 1452.

   Ἡ Ἱστορία πού περιγράφει μέ μελανά χρώματα τήν πτώση τῆς Πόλεως στά χέρια τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ ἐπιβεβαιώνει τόν λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ· «μή πεποίθατε ἐπ' ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψα 145,3). Μήπως ἡ παπική λειτουργία πού τελέστηκε στήν Ἁγία Σοφία, αὐτό τό βδέλυγμα μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ τό «ἑστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ», ἦταν ἡ αἰτία νά ἀποσύρει ὁ Θεός τήν πανσθενουργό δεξιά του ἀπό τό ἑλληνικό ἔθνος ὥστε νά ὑποστεῖ τήν τραγωδία τῆς ἁλώσεως;

   Καί ἐπειδή οἱ λαοί πρέπει νά διδάσκονται ἀπό τήν ἱστορία τους, εἶναι χρήσιμο νά προβληματιστοῦμε σήμερα, πού ἡ ἀπειλή τοῦ μουσουλμανικοῦ ἐπεκτατισμοῦ τρομοκρατεῖ τήν Εὐρώπη καί τήν πατρίδα μας. Μήπως αὐτή ἡ ἀπειλή μᾶς ρίξει πάλι στήν ἀγκαλιά τοῦ ἑωσφορικοῦ παπισμοῦ, πού αὐτή τή φορά ἔρχεται μέ τήν μάσκα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Τότε δέν ἀποκλείεται νά ἐπαναληφθεῖ ἡ ἱστορία· νά δοῦμε νά κατακλύζουν τήν Ἑλλάδα τζαμιά καί νά ἐπαναλαμβάνονται τά δεινά μιᾶς μουσουλμανικῆς κυριαρχίας.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Δ΄

Ψευδοένωση

    Δυστυχῶς ἡ ἄσχημη πολιτική κατάσταση ὁδήγησε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ὑπερβάσεις τῆς ἐξουσίας του. Αὐτοβούλως δήλωσε ὑποταγή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στόν πάπα καί πίεζε τόν Πατριάρχη καί τούς ἐπισκόπους νά ἀναγνωρίσουν τήν πίστη τῶν Λατίνων ὡς ὀρθή. Φθάνουμε ἔτσι στήν Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου (1274) ὅπου ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος ἐξέλεξε καί ἀπέστειλε μόνος του ὄχι μόνο τήν πολιτική ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική ἀντιπροσωπεία. Στήν σύνοδο αὐτή ἀποφασίστηκε ἡ ψευδοένωση τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀποδέχτηκε τήν πλήρη ὑποταγή στόν πάπα καί τήν προσθήκη στό Σύμβολο.

 Τά δεινά τῶν ὀρθοδόξων

    Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ἀντιπροσωπεία στήν Κων/πολη ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ψευδοένωση. Ὁ αὐτοκράτορας τόν ἀντικατέστησε καί στόν θρόνο ἀνέβασε τόν Ἰωάννη Βέκκο, πρώην χαρτοφύλακά του. Ὁ Βέκκος στηριζόμενος σέ κάποια ἀποσπασμένα χωρία τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων ἀποδεχόταν τό filioque ὡς ἁπλή λεκτική διαφορά. Ἔλεγε ὅτι ἀντί τοῦ «διά», πού χρησιμοποιοῦν οἱ πατέρες, οἱ Λατῖνοι ἔχουν τό «ἐκ»! Τό φοβερώτερο γεγονός αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι οἱ διωγμοί πού, μέ τήν παρότρυνση τοῦ πάπα, ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας ἐναντίον ὅσων δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικά σχολιάζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Κατά τούς δέκα μεγάλους διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐθνικοί Αὐτοκράτορες ἦσαν πολύ μετριώτεροι ἐν ταῖς ἀπαιτήσεσιν αὑτῶν, αἱ δέ ἀπειλαί αὐτῶν ἐξεδίδοντο οὐχί κατά κράτους καί ἔθνους ὁλοκλήρου μή ὑποτεταγμένου αὐτοῖς, ἀλλά κατά ὑπηκόων μή δεχομένων τήν θρησκείαν τοῦ κράτους τήν ἀνεγνωρισμένην, καί σεβομένων θρησκείαν μή ἀνεγνωρισμένην, διαβεβλημένην· ὥστε ὁ διωγμός οὗτος ὁ διαταχθείς ὑπό τοῦ Πάπα, τοῦ Χριστιανοῦ τούτου Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, ἦτο καί μείζων, καί ἀδικώτατος, καί ἀδικαιολόγητος» (βλ. σελ. 130).

    Ἡ γενική ἀκαταστασία καί ὁ διχασμός κατέπαυσαν, ὅταν ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαήλ, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), ἀνέλαβε τόν αὐτοκρατορικό θρόνο καί ἀποκατέστησε τόν πατριάρχη Ἰωσήφ.  

Ἀπαιτεῖται Οἰκουμενική Σύνοδος

    Ἀφοῦ κατευνάστηκαν τά πάθη καί τά πνεύματα ἠρέμησαν, ἄρχισαν καί πάλι οἱ διαπραγματεύσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Τόν 14ο αἰ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός στρέφει τά πράγματα σέ σωστό δρόμο. Μέ εἰλικρίνεια διαμηνύει στόν πάπα: «οὐδέ αὐτός οἴομαι πεισθήσεσθαί ποτε πρίν οἰκουμενικήν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τό δοκοῦν ἀσφαλές ἀποφήνασθαι περί τήν πίστιν» (βλ. σελ. 168-171). Καί ὁ μέν πάπας Κλήμης Στ΄ ἀποδέχθηκε τήν πρόταση γιά σύγκληση οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ συνθῆκες ὅμως δέν τήν εὐόδωσαν.

    Μέ συνεχεῖς ἀποτυχημένες –λόγῳ συνθηκῶν, ἤ λόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν παπῶν- προσπάθειες φθάνουμε στόν 15ο αἰ., στήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ΄. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τους θά γίνει ἡ τελευταία, πρίν τήν ἅλωση τῆς Κων/λεως, προσπάθεια γιά τήν ἕνωση. Εἶχε κι αὐτή, ὅπως ὅλες οἱ τελευταῖες κινήσεις, πολιτικά κίνητρα, καθώς ὁ φόβος τῶν Τούρκων συσφίγγει ὄχι μόνο τήν καρδιά τοῦ αὐτοκράτορα ἀλλά καί τά τείχη τῆς Πόλεως.

    Ὅταν ἡ αὐτοκρατορική πρεσβεία ἔφθανε στήν Δύση, μεταφέροντας τήν συγκατάθεση τοῦ αὐτοκράτορα -καί ὄχι τοῦ πατριάρχη καί τῶν ἐπισκόπων πού διαφωνοῦσαν- νά συγκληθεῖ Σύνοδος σέ ἔδαφος τῆς λατινικῆς ἐπικράτειας, τά πράγματα γιά τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ δέν ἦταν καθόλου εὐνοϊκά.

Ἡ Δύση πρίν ἀπό τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

    Ὁ 15ος αἰ. ἀποτελεῖ γιά τήν Δύση τήν ἀρχή μίας νέας ἐποχῆς. Τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση τόσο τό παπικό ἀξίωμα, πού εἶχε καταντήσει νά τό διεκδικοῦν ταυτόχρονα τρεῖς πάπες καί ἀντίπαπες, ὅσο καί οἱ ὑπερεξουσίες. Ἤδη τό 1409 ἡ Λατινική Σύνοδος τῆς Πίζας ἔπαυσε τήν μοναρχία τοῦ πάπα καί τόν κατέστησε ὑπόλογο στήν Σύνοδο καί στίς ἀποφάσεις της. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπάθησε ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος, κλῆρος καί λαός, νά ἀποκαταστήσει τήν τάξη στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.

    Τό πνεῦμα τῆς Συνόδου τῆς Πίζας ἐξέφραζε καί ἡ ἐν Κωνσταντίᾳ Λατινική Σύνοδος ἡ ὁποία, παρά τίς προσπάθειες ματαίωσής της ἀπό τήν παπική ἕδρα, συγκλήθηκε τό 1414. Ὁ ἱστορικός Fleury ὁμολογεῖ ὅτι: «Ἡ Σύνοδος αὕτη ὡς καί πᾶσαι αἱ ἀκόλουθοι ἔδειξεν ὅτι ἐπί τέλους ἡ Δυτική Ἐκκλησία ᾐσθάνθη τήν ἀνάγκην τῆς Συνοδικῆς διοικήσεως, ἀντί τῆς Παπικῆς μονοκρατορίας, ἥτις παρέσυρεν αὐτήν εἰς πολλάς ἀταξίας, ἐξ ὧν δέν ἠδύνατο νά ἐξέλθῃ οὔτε τῇ βοηθείᾳ τῶν Συνοδικῶν ὁρισμῶν, διότι πολλαί συνήθειαι καί γνῶμαι ἐρριζώθησαν βαθέως προϊόντος τοῦ χρόνου». Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας ἀποφάσισε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ Σύνοδος κέκτηται τήν ἑαυτῆς δύναμιν ἀμέσως ἀπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πᾶς ἄνθρωπος οἰουδήποτε ἀξιώματος καί αὐτοῦ τοῦ παπικοῦ ὀφείλει νά ὑπακούῃ αὐτῇ ἐν πᾶσι τοῖς ἀφορῶσι τήν πίστιν, τήν ἐκρίζωσιν τοῦ σχίσματος καί τήν ἀναμόρφωσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἀρχηγῷ καί τοῖς μέλεσιν αὐτοῦ». «Πόσον διάφορος», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τῆς ἀνακηρυξάσης τόν Πάπαν ἀλάθητον κατά τό 1870! πόσον μεταβάλλονται τά φρονήματα τοῦ Δυτικοῦ κλήρου! πόσον διάφορον φρόνημα εἶχον οἱ ἐν Κωνσταντίᾳ συνελθόντες ἀρχηγοί τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἄκρου αὐτῶν ἀρχιερέως! ... Καί ἐνῷ ἅπασα ἡ Δυτική Ἐκκλησία μέχρι τοῦ 1414 ἐθεώρει τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἱσταμένας ὑπεράνω τοῦ Παπικοῦ ἀξιώματος, ἤδη ζητοῦσι νά πείσωσιν ἡμᾶς», συνεχίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀνώτερος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν· καί ἐνῷ τότε ἐφρόνουν ὅτι ὁ Πάπας δύναται νά ἁμαρτάνῃ καί νά ἐπιτιμᾶται καί καταδιώκεται ὡς σχισματικός καί αἱρετικός, ἤδη κηρύσσεται ἀλάθητος, ἀδιάπταιστος, τό δέ θαυμασιώτερον ὅτι ζητοῦσι νά πείσωσι καί ἡμᾶς τούς μή μεταβαλόντας γνώμην, ἀλλ’ ἐμμένοντας πιστούς εἰς τό κοινόν ἄλλοτε φρόνημα!» (βλ. σελ. 175-178).

    Παρόμοια πρός τίς δύο προηγούμενες ἐκφράσθηκε καί ἡ ἐν Βασιλείᾳ Λατινική Σύνοδος, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκτιμᾶ: «Ἡ ἐν Βασιλείᾳ Σύνοδος ἐφρόνει ὀρθῶς καί δικαίως ἐμερίμνα περί τῆς δυνάμεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί δικαίως ἐφοβεῖτο τά κακά ἀποτελέσματα τῆς συγκεντρώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνάμεως εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον, ἐδικαίωσεν αὐτήν ὁ χρόνος καί τά ἐπελθόντα μεγάλα ρήγματα ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ» (βλ. σελ. 198).

    Ὁ πάπας Εὐγένιος Δ΄ δυσαρεστημένος ἀπό τίς ὑπερεξουσίες τῆς Συνόδου ἀρνήθηκε νά παρευρεθεῖ ὁ ἴδιος στήν Βασιλεία καί μέ κάθε τρόπο ἐξέφραζε τήν ἀντίθεσή του στίς ἀποφάσεις της. Ἡ ρήξη του μέ τήν Σύνοδο κορυφώθηκε ὅταν τέθηκε τό θέμα ποῦ θά γίνει ἡ Σύνοδος μέ τούς Ἀνατολικούς γιά νά συζητηθεῖ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Στήν Βασιλεία ἦταν ἤδη συγκεντρωμένοι οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι ἀλλά ὁ πάπας ἐπέμενε γιά μία περιοχή στή σφαῖρα τῆς δικῆς του ἐπιρροῆς. Κάλεσε λοιπόν τούς περί αὐτῶν στήν Φερράρα καί εἰδοποίησε τούς ἐκπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη νά παρουσιαστοῦν ἐκεῖ. Ἡ Σύνοδος τῆς Βασιλείας τότε ἔθεσε σέ ἀργία τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ γιά τίς αὐθαίρετες κινήσεις του καί τόν ἀπείλησε μέ καθαίρεση. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στήν Δύση ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀνατολῆς, δύο Σύνοδοι τῶν Λατίνων διεξήγαγαν μεταξύ τους σφοδρό πόλεμο ἀφορισμῶν, καθαιρέσεων καί ἀπαγορεύσεων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Γ΄

Αἴτια τοῦ σχίσματος

    Γιά τά αἴτια τοῦ σχίσματος ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει αὐτούσιο ἕνα τμῆμα ἀπό τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Ἐκεῖ ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος ἐκτιμᾶ ὅτι τά αἴτια τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος ἦταν πολιτικά. Τήν ἴδια γνώμη ἔχει ὁ Παπαρρηγόπουλος καί γιά τό σχίσμα ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Ἐντούτοις ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης Σπ. Μπιλάλης, στήν ἐμπεριστατωμένη μελέτη του «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» πού ἐκδίδεται σέ τρεῖς τόμους (τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», τόμ. Β΄ «Ἡ ἕνωσις τῶν ἐκκλησιῶν»), ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ κορυφαῖος ἱστορικός στερούμενος βαθείας θεολογικῆς μορφώσεως» ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν δυτική δυσφημιστική ἐκστρατεία καί «δέν ἠδυνήθη νά συλλάβῃ τά πραγματικά αἴτια τοῦ Σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν» (βλ. τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», σελ. 219).

    Οἱ δυτικοί θεολόγοι μιλοῦν γιά πολιτικά αἴτια καί προσωπικά κίνητρα, ἐπειδή δέν θέλουν νά παραδεχτοῦν τήν κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, δηλαδή τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί τίς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Δυστυχῶς τήν γραμμή τῶν παπικῶν ἀκολουθοῦν καί πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Ὁ Σπ. Μπιλάλης ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται σύγχυσις μεταξύ ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν καί πραγματικῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος. Οὔτε πάλιν δυνάμεθα νά ἐπικαλούμεθα ὡς αἰτίαν τοῦ Σχίσματος τήν διαφοράν τῆς νοοτροπίας, τήν ὑπάρχουσαν ἀνέκαθεν μεταξύ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς» (ἔ.ἀ. σελ. 237).

    Τά πρωταρχικά αἴτια, λοιπόν, τοῦ σχίσματος εἶναι 1) ὁ παπικός θεσμός καί 2) ἡ προσθήκη τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἡ προσθήκη τοῦ filioque

    Γιά τήν προσθήκη τῆς φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στό Σύμβολο τῆς πίστεως θά γίνουν πολλές συζητήσεις στούς ἑπόμενους αἰῶνες μέχρι καί τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας.

    Τήν προσθήκη αὐτή εἰσηγήθηκε τοπική σύνοδος, πού ἔγινε στό Τολέδο τῆς Ἰσπανίας τό 589, δηλαδή, τρεῖς περίπου αἰῶνες πρίν ἀπό τήν πατριαρχία τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἄν καί ἀργότερα ἀνακηρύχθηκε σέ δόγμα τῆς πίστεως (Σύνοδος Ἀκυϊσγράνου) παρέμεινε γνωστή σέ περιορισμένα τοπικά πλαίσια. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξῆς γεγονός, τό ὁποῖο καταθέτουν πολλοί ἱστορικοί, δυτικοί καί ἀνατολικοί, τό ἀναφέρει δέ καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος: Ὅταν τό 809 ὁ Μέγας Κάρολος ἀπαίτησε ἀπό τόν πάπα Λέοντα Γ΄ νά ἐγκρίνει τήν προσθήκη, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Κι ἐπειδή ἀντιλήφθηκε ὅτι τό θέμα δέν ἦταν ἁπλό ἀλλά ἔθετε σέ κίνδυνο τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως ἐνήργησε ὡς ἑξῆς: Διέταξε καί χάραξαν σέ δύο ἀσημένιες πλάκες στά Ἑλληνικά καί στά Λατινικά τό Σύμβολο τῆς πίστεως χωρίς τήν προσθήκη «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἀπό κάτω συμπλήρωσε μάλιστα καί τόν λόγο τῆς ἀναγραφῆς τοῦ Συμβόλου: «Haec Leo posuit amore et cautela Orthodoxae fidei», δηλ: «Ταύτην Λέων ἔθετο ἐξ ἀγάπης καί πρός περιφυλακήν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Τίς πλάκες αὐτές τίς τοποθέτησε δεξιά καί ἀριστερά τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου.

    Πολύ ἀργότερα (1014) καί μέ τήν ἐπιμονή τοῦ αὐτοκράτορος Ἐρρίκου Β΄ ἔγινε καί στήν Ρώμη ἀποδεκτή ἡ προσθήκη ἀπό τόν πάπα Βενέδικτο Η΄. Τό 1098 μάλιστα σέ μία μικρή σύνοδο στήν Βάρνη, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ πάπα, ἀναθεματίσθηκαν ὅσοι ἀπορρίπτουν τήν προσθήκη στό Σύμβολο. Ἡ παπική αὐτή ἀπόφαση ἀντιβαίνει πρός ὅλες τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολή στό Σύμβολο.

Προσπάθειες ἐπανένωσης

    Μετά τό 1054 γίνονται συνεχεῖς προσπάθειες γιά τήν ἐξάλειψη τοῦ σχίσματος. Ἐντείνονται δέ ἰδιαίτερα, ὅταν παρουσιάζονται στόν ὁρίζοντα ποικίλοι ἐχθροί πού ἀπειλοῦν τόν θρόνο τοῦ πάπα, τίς κτήσεις τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων ἤ ἀντίστοιχα τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία. Σέ ὅλες τίς εὐκαιρίες πού δόθηκαν γιά διαπραγματεύσεις μέ τήν Δύση τό πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί γενικῶς ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία συμμετεῖχε μέ καλές διαθέσεις. Ἀκόμη καί μετά τόν ἀφορισμό τοῦ Κηρουλαρίου οἱ σχέσεις μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης δέν διεκόπησαν.

    Στήν ἀλληλογραφία τοῦ Κηρουλαρίου μέ τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο ὑπάρχουν αὐθεντικές πληροφορίες γιά τίς τάσεις καί τίς διαθέσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ συμβουλή τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας πρός τόν πατριάρχη Κων/πόλεως: «Καλόν γάρ πρός τό καλοθελές ὁρῶντας ἡμᾶς, καί μᾶλλον ἔνθα μή Θεός ἤ πίστις τό κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεί πρός τό εἰρηνικόν τε καί φιλάδελφον· ἀδελφοί γάρ καί ἡμῶν οὗτοι, κἄν ἐξ ἀγροικίας ἤ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτοις πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος, τῷ ἑαυτῶν στοιχοῦντας θελήματι· καί μή τοσαύτην ἀκρίβειαν ἐπιζητεῖν ἐν βαρβάροις ἔθνεσιν, ἥν αὐτοί περί λόγους ἀναστρεφόμενοι ἀπαιτούμεθα». Αὐτά γιά τά δεύτερα ζητήματα. Γιά τά κύρια ὅμως θέματα τῆς πίστεως ὁ Ἀντιοχείας συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν στάση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Γράφει χαρακτηριστικά: «Περί γάρ τῆς ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκης, καί τοῦ μή κοινωνεῖν αὐτούς τῶν ἁγιασμάτων ἀπό γεγαμηκότος (=ἐγγάμου) ἱερέως, καλῶς καί θεοφιλῶς ἡ ἁγιωσύνη σου ἐνίσταται· καί μή παύσαιτό ποτε περί τούτου ἐνισταμένη καί πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων γραφῶν, καί τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων, μέχρις ἄν αὐτούς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ», γιά νά καταλήξει παρακάτω: «Εἰ τήν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκην διορθώσαιντο, οὐδέν ἄν ἕτερον ἐπεζήτουν· ἀδιάφορον καταλιπών σύν τοῖς ἄλλοις καί τό περί τῶν ἀζύμων ζήτημα... ἵνα μή τό πᾶν ἐκζητήσαντες, τό πᾶν ἀπολέσωμεν» (βλ. σελ. 69-72).

    Ἀκολούθησαν συζητήσεις καί προσπάθειες γιά τήν συνεννόηση μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ βασικό θέμα τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Παρά τίς διαφορές, οἱ σχέσεις παρέμεναν εἰρηνικές.

   Στά μέσα ὅμως τοῦ 12ου αἰ. οἱ παπικοί κατασκεύασαν τήν συλλογή τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, ἕνα συνονθύλευμα κανόνων ἀπό ἀμφιβαλλόμενα καί ψευδῆ κείμενα. Μετά τά ψευδοκλημέντεια καί τά ψευδοϊσιδώρεια κατασκευάσματα, αὐτό τό ἐγχείρημα εἶναι τό «τρίτον πλῆγμα τό κατενεχθέν κατά τῆς ἑνότητος καί τοῦ συνδέσμου τῶν δύο ἐκκλησιῶν», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος (βλ. σελ. 92). Τό χάσμα πλέον μεγάλωσε καί τελικά ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους (1204) τό ἔκανε σχεδόν ὁριστικό.

Λατινοκρατία

    Κατά τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία γνώρισε μέρες φρίκης ἀπό τούς σταυροφόρους καί οἱ πιστοί της σύρθηκαν στά μαρτύρια. Μανιασμένοι οἱ Φραγκολατῖνοι ἀπό τό φανατικό σύνθημα «ὑποταγή στόν πάπα ἤ καταδίκη σέ θάνατο» ἐκτράπηκαν σέ ἀκατονόμαστες φρικαλεότητες. Ἡ ἀποτίναξη τοῦ δυτικοῦ ζυγοῦ, μισό αἰώνα περίπου ἀργότερα, ἐξόργισε τόν πάπα Οὐρβανό Δ΄. Μέ ἀπειλές καί ὑβριστικούς χαρακτηρισμούς καταφέρθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τόλμησε νά περιφρονήσει τήν παπική «προστασία»! Προσπάθησε μάλιστα ἐπίμονα ὁ Οὐρβανός καί ἔκανε διαβήματα γιά νά συνενώσει τούς δυτικούς ἡγεμόνες, ὥστε νά ἀνακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ δραστηριότητα αὐτή ἀνάγκασε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ἀλλεπάλληλες ἀποστολές πρός τόν πάπα. Προφασιζόταν ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἀπώτερος σκοπός του ὅμως ἦταν νά ἐξασφαλίσει τήν εὔνοια τοῦ πάπα, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐπίθεση τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Β΄

Πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054

   Στόν δεύτερο τόμο τοῦ βιβλίου «Μελέτη Ἱστορική περί σχίσματος», ἐκδ. Π. Λεωνῆ, ἐν Ἀθήναις 1912, ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει μία σειρά ἀπό κείμενα, ἐπιστολές, ἀποσπάσματα χρονικῶν καί ἱστοριογραφιῶν τῆς σύγχρονης τῶν γεγονότων ἐποχῆς. Σ' αὐτά ἀποτυπώνεται τό πολιτικό, θρησκευτικό καί κοινωνικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, οἱ διαθέσεις ἀλλά καί τά μυστικά σχέδια τῶν πρωταγωνιστῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων. Σέ ὁρισμένα σημεῖα ὁ ἅγιος ἐκφράζει τήν ἀμφισβήτησή του, γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν κειμένων, ἤ τήν προσωπική του ἐκτίμηση γιά πρόσωπα καί γεγονότα.

   Ἤδη στόν πρόλογο διατυπώνει τό συμπέρασμα τῆς ἐνδελεχοῦς ἔρευνάς του στίς ἱστορικές πηγές, σχετικά μέ τό σχίσμα: «Ἐάν τις ἐρευνήσῃ τά αἴτια ὅλων τῶν ἐρίδων καί τῶν σχισμάτων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν ἐσχάτων, θέλει εὕρει πρῶτον αἴτιον κινοῦν τά ἄλλα αἴτια τήν ἀρχήν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Τό ζήτημα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα εἶναι κυρίως εἰπεῖν τό ζήτημα τοῦ Σχίσματος».

   Τό συμπέρασμα αὐτό ἰσχύει ὄντως μέχρι σήμερα, ὅπως φάνηκε καί στό συνέδριο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν πού πραγματοποιήθηκε στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. Ἡ βασική ἐπιδίωξη τοῦ συνεδρίου ἦταν: «νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί τά δογματικά θέματα θά τακτοποιηθοῦν ἐν καιρῷ»!

Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέν θεωρεῖ πιθανόν ὅτι, μετά τήν ἔνταση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (9ος αἰ.), διαγράφηκε ὁ πάπας ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τά κείμενα πού τό ἰσχυρίζονται αὐτό περιέχουν ἱστορικές ἀνακρίβειες (βλ. σελ. 12-13). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν παπική ἕδρα καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ 10ου αἰώνα θά ἦταν δικαιολογημένη κάθε ἀντίδραση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, δέν σημειώθηκε καμία ἀντιδραστική κίνηση. Τοῦτο κατά τόν ἱστορικό Παπαρρηγόπουλο ἀποδεικνύει «τόν πόθο (τῶν ἀνατολικῶν) τοῦ νά μή μετακινήσωσι τό καθ’ ἑαυτούς τά ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καθεστῶτα καί νά μή δώσωσιν ἀφορμήν εἰς τήν διάστασιν, ὅσῳ εὐπροσώπους καί ἄν εἶχον πρός τοῦτο λόγους. Τούτου ἕνεκα ὑπέμειναν τά αἴσχη...».

   Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τήν ἄνοδο τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου στόν πατριαρχικό θρόνο (1043), 150 ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ἠθική κατάπτωση τῶν παπῶν δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἔχουν ἀλαζονικές ἀπαιτήσεις ἤ νά δημιουργοῦν προβλήματα στή σχέση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ἀναζωπύρωση ἐντάσεων

   Ἀκολουθώντας τήν ἐκτίμηση τοῦ Παπαρρηγόπουλου ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει ὡς ἀφορμή γιά τήν ἔναρξη τῶν νέων ἐντάσεων μία ἐπιστολή, τήν ὁποία συνέταξαν καί ἀπέστειλαν τό 1053 ὁ πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος πρός τόν ἐπίσκοπο Τράνης. Ἡ ἐπισκοπή αὐτή ἀρχικά ἀνῆκε στήν Δύση, ἀλλά ἀπό τό 970 μεταβιβάστηκε στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σκοπός τῆς ἐπιστολῆς ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ παραλήπτη ἐπισκόπου γιά τά ἄζυμα, τό πνικτόν, τήν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καί ἄλλα λειτουργικά ἔθιμα, τά ὁποῖα τηροῦσε κατά τήν παράδοση τῶν παπῶν.

   Οἱ δυτικοί, οἱ ὁποῖοι πληροφορήθηκαν τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, προσβλήθηκαν ἀπό τά γραφόμενα γιά τά ἔθιμά τους. Ὁ ἴδιος ὁ πάπας Λέων Θ΄ ἀπάντησε ἐξοργισμένος, κατηγορώντας μέ τήν σειρά του τούς ἀνατολικούς γιά αἱρέσεις καί πλάνες. Στίς ἐπιστολές πού ἀκολούθησαν ἐκ μέρους τοῦ πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορα κυριάρχησε ἕνα ἤπιο πνεῦμα. Ὁ πάπας ὅμως ἔστειλε στήν Κων/πολη νέες ἐπιστολές καί τρεῖς ἐκπροσώπους του (βλ. σελ. 18-21).

Τό σχίσμα τοῦ 1054

   Ὁ καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ἐπικεφαλῆς τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας, ἔχοντας φιλεριστικές τάσεις, ὅταν ἔφθασε στήν Κων/πολη, συνέταξε καί δημοσίευσε ὑβριστικά κείμενα κατά τοῦ πατριάρχη καί τοῦ μοναχοῦ Νικήτα Στηθάτου. Ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτήν τήν πρόκληση ὁ αὐτοκράτορας ὑποχρέωσε τόν Στηθάτο νά ἀποδοκιμάσει ἐπισήμως ὅσα εἶχε γράψει κατά τῶν ἀζύμων. Ὁ δέ πατριάρχης Μιχαήλ ἐπέμεινε στήν ἄποψη ὅτι γιά τίς κατηγορίες-συκοφαντίες καί τίς διαφορές τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα.

   Ἀλλά ἡ μετριοπαθής αὐτή στάση δέν ἔφερε τά ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα, σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, «ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ὅτι δέν εἶχον ἔλθει εἰς Κων/πολιν, εἰμή ἵνα προξενήσωσι σκάνδαλα». Ἔτσι φθάνουμε στήν ἀποφράδα μέρα τῆς 16ης Ἰουλίου 1054.

   Ἐνῶ ὁ πατριάρχης τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ Οὐμβέρτος καί οἱ περί αὐτόν μπῆκαν μέ πομπώδη τρόπο στόν ναό. Τόν διέσχισαν μέ ἀπρέπεια καί ἰταμή ἀσέβεια στό μυστήριο πού τελοῦνταν καί φθάνοντας στήν ἁγία Τράπεζα κατέθεσαν τόν ἀφορισμό τοῦ πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Θαυμάζει ὁ Παπαρρηγόπουλος: «Ὁπόση ἦτο ἡ ἀνοχή καί ἡ μετριοπάθεια τῶν ἡμετέρων οὐδέποτε ἀπεδείχθη λαμπρότερον ἤ κατά τήν φοβεράν ἐκείνην στιγμήν, καθ’ ἥν ἕν νεῦμα τοῦ πατριάρχου ἠδύνατο νά ἐπαγάγῃ δεινήν τῆς κακουργίας τιμωρίαν». Κι ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ πατριάρχης ἐξάντλησαν κάθε τρόπο συνδιαλλαγῆς μέ τούς ταραξίες, ὁ λαός τῆς Κων/λεως ἐξοργιζόταν μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο. Ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νά προτρέψει τούς παπικούς νά φύγουν τό γρηγορότερο ἀπό τήν Πόλη. Παραταῦτα δέν πρόλαβε τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία πολύ δύσκολα κατευνάστηκε.

   Ἀξιοθαύμαστη εἶναι καί ἡ περαιτέρω στάση τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική ἐπιστολή του στόν πάπα δέν δίνει καμία λαβή γιά τήν συνέχιση τῆς ἐχθρότητας. Θεωρεῖ μάλιστα τό περιστατικό ὑποκινούμενο ἀπό πολιτικούς παράγοντες -ξένους πρός τήν παπική ἕδρα- πού ἐπηρέαζαν τίς κινήσεις τοῦ καρδινάλιου Οὐμβέρτου.

   Ἤπια καί διαλλακτική ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ πατριάρχη σέ ὅσα προηγήθηκαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν (βλ. σελ. 28-33). Εἶναι, λοιπόν, ἄδικη ἡ κατηγορία πού πλανᾶται μέχρι τίς μέρες μας, ὅτι ὁ ἀπότομος, φιλόδοξος καί ἄκαμπτος χαρακτήρας τοῦ πατριάρχη ὁδήγησε στό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι πατριάρχες, φέρθηκαν μέ σύνεση καί λεπτότητα κάθε φορά πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν τίς παρεκκλίσεις τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀντιμετώπισαν τόν ἑκάστοτε πάπα σάν ἀπομονωμένο ἀντίπαλο. Στάθηκαν μέ σεβασμό μπροστά σέ μία τοπική Ἐκκλησία πού ἀριθμοῦσε πολλές χιλιάδες πιστῶν. Ψυχές, μέλη τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν», κινδύνευαν ἀπό τό σκανδαλισμό. Γι' αὐτό οἱ ὑπεύθυνοι ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δέν λειτούργησαν σπασμωδικά οὔτε υἱοθέτησαν ἀδιάλλακτη στάση ἐξ ἀρχῆς. Ἐπέδειξαν ἰδιαίτερη ὑπομονή καί συγκατάβαση ἀκόμη καί στίς ἐξωφρενικές ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν.

 Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Α΄

    Ἐπίμονη καί ἀκάματη ἡ προσπάθεια τῶν Oἰκουμενιστῶν γιά τήν ἐπιβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου προσλαμβάνει στίς μέρες μας δι­α­στάσεις ἀνησυχητικά ἐντυπωσιακές. Φορεῖς καί προσω­πι­κότητες, συχνά ἀξιόλογες κατά τά ἄλλα, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἐπι­βάλουν τόν πάπα ὡς πνευματικό πλανητάρ­χη. Δι­ορ­γανώνουν συνέδρια καί διαλόγους, συγ­γρά­φουν βιβλία καί ἄρθρα μέ κύριο καί μοναδικό στόχο νά μᾶς πείσουν ὅτι ὀφείλου­με ὅλοι νά ἀποδεχθοῦμε τήν κυριαρχία τοῦ ποντίφηκα, διότι μόνον ἔτσι θά ξε­πε­ρα­σθοῦν τά ἀδιέ­ξο­δα καί θά λυθοῦν τά πάσης φύσεως προβλή­ματα πού κατακλύζουν τήν κοινωνία μας. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι κατά τήν πρώ­τη χιλιετία ἦταν ἀπό ὅλους παραδεκτό τό πρωτεῖο τοῦ πάπα.
    Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός εἶναι ἀνιστόρη­τος καί ἀβάσιμος. Ἀποδεικνύεται δέ ὅτι εἶναι ἐπίσης ψευδής καί κακοήθης. Πο­λυ­άριθμες καί σα­φεῖς μαρτυρίες βε­βαιώνουν ὅτι ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες δέν προσδίδεται στόν ἐπίσκοπο Ρώ­μης κάποια ἰδιαίτερη ἐξουσία μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό φρονοῦν ὄχι μόνο θεολόγοι καί ἐπίσκοποι τόσο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἀλλά καί ὁ­λόκληρες Σύνοδοι. Ἀργότερα, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης ἀλλά καί τῆς πρώ­της χιλιετίας, ὅσες φορές ἐκδηλώθηκε ἡ ἀξί­ω­ση νά ἐπιβληθεῖ ὁ πάπας ὡς βικάριος (=ἀ­ν­τι­πρό­σωπος) τοῦ Θε­οῦ καί ὑπέρτατος κυρί­αρχος ὅλης τῆς Ἐκκλη­σίας συνάντησε πάν­τοτε σθενα­ρή ἀντί­σταση. Αὐτή ὑπῆρξε ἡ πά­για θέση τῆς ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας. Σ’ αὐ­τή τήν θέση παρέμεινε πιστή ἡ Ἀνατολή, ὅταν ἡ Δύση ἁλώθηκε ἀπό τούς φράγκους. Αὐτή τήν πίστη μᾶς κλη­ρο­δότησε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐ­ποχή τοῦ Με­γά­λου Φωτίου μέχρι τόν ἅ­γιο Γρηγόριο Παλα­μᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐ­γε­νικό, τόν ἅγιο Νικό­δημο τόν Ἁ­γιορείτη καί τόν νε­οφανῆ ἅ­γιο Νεκτάριο, ἀπό τήν κοί­μη­ση τοῦ ὁποίου οὔτε ἕνας αἰώνας δέν ἔχει πε­ράσει.
    Ὑπῆρχαν καί στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Νε­κταρίου κάποιοι πού ὑποστήριζαν ὅτι στήν πρώτη χιλιετία ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἀνατολική καί δυτική, ἀναγνώριζε τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα. Ὁ ἅγιος ἐντρύφησε στό θέμα αὐτό. Συνέ­γραψε μάλιστα τό 1895 εἰδικό δίτομο ἔργο 600 σε­­λί­­δων μέ τίτλο: «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰ­τίων τοῦ σχί­­σμα­­τος, περί τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καί περί τοῦ δυνατοῦ ἤ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνατολικῆς καί δυτι­κῆς». Ἐ­ρευνώντας ἀξιόπιστες πη­γές συγ­­­­κέν­τρω­σε μαρ­τυρίες μέ τίς ὁποῖες ἀ­πο­δει­κνύ­ει πολλαπλῶς ὅτι ἡ ἀ­ξί­ωση τοῦ πάπα νά ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μο­να­δι­κός ἀντι­πρό­σωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς ἀπορ­ρί­φθηκε ἀπό ὅλους ἐν τῆ γενέσει της. Ἀπό αὐτή τήν μελέτη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου θά παρα­θέσω στήν συνέχεια με­ρι­κές μόνο μαρτυ­ρί­ες πρός ἐνη­μέρω­ση καί πνευματικό καταρτισμό τῶν ἀνα­γνω­στῶν. Παραπέμπω στόν πρῶτο τόμο τῆς Μελέτης, πού τυπώθηκε ἀπό τόν Π. Λεω­νή, ἐν ‘Αθήναις 1911.
    Μέ ἀντικειμενικότητα ἀξιόπιστου ἱστορι­κοῦ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως πα­ρου­σιάζει συνο­πτικά τά αἴτια τοῦ σχί­σμα­τος ὅ­πως τά ἀντι­λαμβάνονται τήν ἐ­πο­χή του καί οἱ δύο πλευ­ρές.
    Κατά τούς δυτικούς: Ἡ βασική αἰτία εἶ­ναι ἡ ὑπεροψία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκ­κλη­σίας ἡ ὁ­ποία ἀρνεῖται στόν πάπα Ρώμης τά πρω­­τεῖα σ’ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δη­λα­δή δέν δέ­χε­ται α) τήν ἀπονομή ἀ­πο­­στολικοῦ πρωτείου στόν Πέτρο ἀπό τόν Κύριο, β) τήν με­τα­βί­βα­ση αὐτοῦ τοῦ πρωτείου στόν ἑ­κά­στο­τε ρω­μαῖο ποντί­φη­κα, γ) τήν φύση καί τήν οὐσία τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί δ) τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα.
      Κατά τούς ἀνατολικούς: Τά σπου­δαι­ό­τε­ρα αἴτια εἶναι τρία˙ α) ἡ ἀξίωση τοῦ πρω­τείου ἀ­πό τόν πάπα Ρώμης β) οἱ αὐ­θαί­ρε­τες δογμα­τικές καινοτομίες τῆς Δύσεως καί γ) ἡ ἀθέτη­ση τοῦ κύρους τῶν Ἱερῶν Συν­ό­δων πού μόνο αὐτές κατέχουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 7-8).
    Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος: «Οἱ ὅροι τῆς ἑ­νώ­σεως εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τήν ζη­τουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον˙ διότι δέν ἔ­χου­σι οὐδέν σημεῖον συναντήσεως, ζη­τοῦσι δέ ἑ­κατέρα παρά τῆς ἑτέρας, οὔτε πλεῖον οὔ­τε ἔ­λαττον, τήν ἄρνησιν ἑαυ­τῆς...» (σελ. 9). Εἶναι προφανές ὅτι μέχρι σή­με­ρα καί παρ’ ὅ­λους τούς δια­λό­γους καί τίς ἑνωτικές προσ­πά­θειες τίποτε δέν ἄλλαξε στίς το­ποθετήσεις τῶν δύο πλευρῶν. Τά τε­λευ­ταῖα μάλι­στα οἰ­κουμε­νι­στι­κά συνέδρια στήν Ραββένα καί στήν Κύπρο ἕνα θέμα ἔ­θε­σαν ὡς βασικό γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πλή­ρης ἕνωση: νά ἀπο­δε­χθοῦν οἱ ὀρθό­δο­ξοι μό­νο τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί νά δια­τη­­ρή­­σουν τά δόγματά τους ὅπως ἔχουν. Νά προσχωρήσουν, δηλαδή, στήν Οὐνία. Δέν ὑ­πάρχει, λοιπόν, καμία ὑπο­χώρηση ἀπό τήν ἀρ­χική θέση τῶν Δυτικῶν, ἄρα ἡ ἕ­νωση ἐξα­κολουθεῖ νά πα­ραμένει καί σήμερα ἀνέφικτη.
    Τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα Ρώμης πα­ρου­σι­ά­ζει ὁ ἅγιος ὡς θεμελιώδη ἀρχή τῆς Δύσεως καί ἀρχή τῆς ἀπομα­κρύν­­σεώς της ἀπό τήν μία καθολική καί ἀ­πο­στολική Ἐκ­κλη­σία. Εἶναι ἐν­τυπωσιακό ὅτι τήν ἀ­ξί­ωση αὐτή θεωρεῖ συν­ομήλικη μέ τήν ἐκ­κλη­σία τῆς Ρώ­μης καί σύμ­φυτη μέ τόν χα­ρα­κτήρα τῶν Ρω­μαίων, τῶν ‘’πρώτων’’ πο­λι­τῶν τῆς μεγάλης ρωμα­ϊ­κῆς αὐτο­κρα­το­ρίας (σελ. 10). Ἡ ἐπίδραση αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου στοι­­­χεί­ου στούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες τῆς ρω­μαϊκῆς ἐκ­κλησίας ὑ­πῆρξε διαχρονικά κα­­θο­ρι­στική γιά τήν δια­μόρ­φωση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ συ­­στή­ματος τῆς Ρώμης καί βέ­βαια τῶν ἀ­παι­­τή­σεων τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς ἡγεσίας ἀ­πό τίς ἐ­κτός Ρώ­μης ἐκ­κλη­σί­ες.
    Ποῦ στήριξαν ὅμως οἱ πάπες τῆς Ρώμης θεο­λο­­γικά τό πρωτεῖο τους;
    Ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό ἀ­ποστολικό πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Ὁ ἅγιος Νε­κτάριος ἀναφέρει τά χωρία τῶν Εὐ­αγγελίων τά ὁποῖα χρησιμο­ποιοῦν πα­ρερ­μηνευμένα οἱ δυ­τικοί γιά νά δια­κη­ρύ­ξουν ὅτι ὁ ἀ­πό­στολος Πέ­τρος εἶχε κυρι­αρ­χική ἐξουσία ἀνάμεσα στούς μα­θητές καί γενικότερα μέσα στήν Ἐκ­κλη­σία. Ὡσ­τόσο ὑπάρχουν πάμπολλα χωρία πού συνη­γο­ροῦν γιά τήν πλή­ρη ἰσότητα μ­ε­τα­ξύ τῶν μα­θη­τῶν. Αὐτά ὅμως οἱ παπικοί τά πα­­ρα­θε­ωροῦν. Στίς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων π.χ. ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος λόγῳ τοῦ χαρα­κτῆ­ρος του, βέ­βαι­α, προΐ­σταται τῶν μαθητῶν ἀλ­λά ποτέ δέν προ­­­βάλ­λε­ται ὡς ὁ πρῶτος καί κυρί­αρ­χος οὔ­τε καί ὡς ἀ­λά­θη­τος. Δέν ἀ­πο­φα­σίζει πο­τέ μόνος. Λύνει τά προκύπτοντα θέματα πάν­τοτε ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους καί μέ τά μέλη τῆς πρώτης ἐκ­κλησίας (βλ. Πρξ 1,15-26˙ 6,2-6). Δέχθηκε μά­λιστα τήν ἐπίπληξη τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου (βλ. Γα 2,11-14), ὅπως εἶχε δεχθεῖ καί τοῦ Κυ­ρί­ου (Μθ 16,23).
    Ἀκόμη κι ἄν ἀναγνωριζόταν κάποιο πρω­τεῖο στόν ἀ­πό­στο­λο Πέτρο, μέ ποιά αἰτιο­λο­γία αὐτό θά ἔπρεπε νά μεταβιβασθεῖ στόν προκαθήμενο τῆς Ρώ­μης;
Ἀπό τά πρῶ­­τα χρόνια, σημειώνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, καί ἄλλες τοπικές ἐκκλησίες σε­μ­νύ­νον­ταν νά τιμοῦν ὡς ἱδρυτή τους τόν ἀ­­πό­στο­λο Πέτρο. Κα­­­μία ὅμως δέν διανοήθηκε νά διεκδικήσει πρω­τεῖο ἐξ­ου­σίας. Ἀντίθετα ἡ Ρώμη, γιά τήν ὁ­ποία μό­χθησε δύο καί πλέον ἔτη ὁ ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ἀρνή­θη­κε τήν πα­τρό­τητά του καί αὐθαίρετα, ὅ­πως ἀπο­δει­κνύει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος, το­ποθέ­τησε στόν θρόνο της τόν ἀπόστολο Πέ­τρο μέ στόχο νά στηρίξει σ’ αὐτόν τήν θε­ω­ρία τοῦ πρωτείου της. Ὅπως ἀποδεικνύ­εται ὅμως ἀπό τίς ἁγιογραφικές μαρτυρίες καί τά ἁγιοπα­τε­ρικά κείμενα, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὄχι μόνο δέν πῆγε στήν Ρώμη, ἀλλά «...οὔτε τόν ἀέρα τῆς Ρώμης φρονοῦμεν, πόρρω­θεν ποτέ ἀνέ­πνευσεν» (σελ. 19).
    Ψευδεπίγραφα καί ἀπόκρυφα κείμενα ἐπι­στράτευσαν οἱ παπικοί προκειμένου νά στη­ρίξουν ἐκεῖ τό ἀστήρικτο πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τέτοιο κείμενο, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, εἶ­ναι ἡ λε­γόμενη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος Ρώ­μης πρός τόν Ἰάκωβον Ἰε­ροσολύμων, γραμ­μένη κατά τόν 2ο αἰ.. (σελ. 14-16). Κατά τόν 3ο αἰ. οἱ παπικοί δέν δί­στασαν νά πα­ρα­χα­ρά­ξουν τό ἔργο τοῦ Κυ­πριανοῦ Καρ­χηδόνος «Περί τῆς ἑνό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἀφιε­ρώ­νει πολλές σελίδες στή μελέτη του ὁ ἅγιος Νε­κτάριος γιά νά ἀποδείξει μέ βά­ση τά κείμενα καί τίς ἐργασίες εἰδικῶν αὐ­τή τήν παραχάρα­ξη (σελ. 50-61).
    Ἀποκορύφωμα τῆς πλαστογράφησης στήν ὁποία ἐπιδόθηκαν οἱ δυτικοί ἀποτε­λοῦν οἱ Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις τοῦ 8ου αἰ. (σελ. 185ἑ.). Τό ψευ­δές αὐτῶν τῶν κειμένων ἀνα­γνω­ρί­ζε­ται ἀκό­μη καί ἀπό καθολικούς ἐπι­στή­μο­νες. Μία ἀ­κόμη προσπάθεια τοῦ 8ου αἰ. ἀνα­φέ­ρει ὁ ἅγι­ος συγγραφέας, τήν «Δωρεά τοῦ Μ. Κων­σταντίνου στόν πάπα Σίλβε­στρο», κείμε­νο μέ τό ὁποῖο ὁ Μ. Κων­σταν­τῖ­νος πα­ραχω­ρεῖ ἰδι­αίτερες ἐξουσίες καί προ­νόμια στόν πά­πα Ρώμης. Ἔχει διαψευ­σθεῖ πολλές φορές καί ἀ­πό πολλούς ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰ. (σελ. 189-190).
    Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν δυτικῶν δέν ἀναγνώρισε ποτέ κανείς πρωτεῖο ἐξου­σίας στόν πάπα.  
    Στήν «Μελέτη» ἀναφέρονται οἱ πρώιμες ἀπόπειρες παπῶν νά ἀσκήσουν ἡγεμονική ἐ­ξουσία σ’ Ἀνατολή καί Δύση καθώς καί οἱ ἀν­τιδράσεις πού προκάλεσαν.
     Ἀφορμή ἔδωσαν οἱ διαφορές μεταξύ Ἀ­να­τολῆς καί Δύσεως ὡς πρός τόν ἑορ­τα­­σμό τοῦ Πάσχα. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀνίκητος ἀξίωσε νά γιορ­τάζεται τό Πάσχα παντοῦ τήν ἡμέρα πού τό γιόρταζε ἡ Ρώμη. Ἀντιτάχθηκε ὁ ἅ­γι­ος ἐπί­σκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ἀλ­λά ἡ δια­φωνία ἔληξε εἰρηνικά καί κάθε το­πική ἐκκλη­σία γιόρταζε τό Πάσχα σύμ­φω­να μέ τήν δική της παράδοση. Τό θέμα ἐπανῆλθε στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. Ὁ πάπας Βίκτωρ στάθηκε περισ­σότερο ἀδιάλλακτος καί ἀφόρισε τόν Πολυ­κράτη, ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ἀλλά καί ὅσους ἀν­τέδρασαν στίς ἀξιώσεις του. Τελικά ὁ ἀφο­ρι­σμός ἀπεσύρθη καί οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καί Δύσης ἔμειναν σέ κοινωνία ἀγάπης. Δέν ἔ­γινε τό ἴδιο ὅμως στήν περίπτωση τοῦ πά­πα Στεφάνου, τόν 3ο αἰ. Ἐδῶ τήν ἀφορμή ἔ­δωσε τό θέμα τοῦ ἀ­να­βαπτισμοῦ ὅσων ἐπι­στρέ­φουν ἀπό τίς διά­­φορες αἱρέσεις στήν μία Ἐκ­κλησία. Ὁ Κυ­­πριανός Καρχηδόνος συγκά­λεσε δύο το­πι­κές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπεφά­σισαν νά ξα­ναβαπτίζονται οἱ πρώην πλανη­μένοι. Ὁ πά­πας Στέφανος -χωρίς καμία Σύ­νο­δο καί μέ τήν ἀπειλή ἀποκήρυξης- ἀπέρριψε τόν ἀνα­βαπτισμό καί «διέταξε» ὅλους τούς ἐ­πι­σκό­πους νά τηρήσουν τήν ἀπόφασή του. Πλῆθος τοπικῶν Συνόδων στήν Ἀνατολή καί στήν Ἀ­φρική ἐπέκριναν καί στιγμάτισαν τήν στάση τοῦ Στεφάνου. «Ἐκ τούτων», συμπε­ραίνει ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος, «δείκνυται τό πό­σον ἡ Ἐκ­κλησία ἀ­νεγνώριζε τῷ πάπᾳ πρω­τεῖ­α, ἡγεμο­νίαν, ἀλάθητον, καί ὅ,τι ἕτερον, ὅπερ ἀξιοῖ ὅ­τι ἔλαβεν» (σελ. 63).
    Τό μόνο «πρωτεῖο» πού δέχεται ὁ ἅ­γιος ὅ­τι ἀπολάμβανε ὁ πάπας ἀπό τούς πρώ­τους αἰῶνες εἶναι τό πρωτεῖο τιμῆς -καί ὄχι ἐ­ξου­σίας- κι αὐτό λόγῳ κάποιων συγκυ­ρι­ῶν:
    α) Ὁ πάπας ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πρω­τεύ­ουσας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τῆς πρωτεύ­ουσας τῶν πόλεων.
    β) Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης θεμελιώθηκε ἀ­πό τῶν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων Παῦ­λο.
    γ) Στή Δύση μόνο ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία εἶχε τό προνόμιο νά ἱδρυθεῖ ἀπό ἀπόστολο (σελ. 11).
    Μόνο γι’ αὐτούς τούς λόγους ἀποδιδό­ταν στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης τό πρωτεῖο τιμῆς καί ὁ ἐπίσκοπός της ἀναγνωριζόταν ὡς πρῶ­τος μεταξύ ἴσων (primusinterpares) (σελ. 10-12).
    Μία νέα σειρά μαρτυριῶν ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τά συγγράμματα ἀ­πο­στο­­λικῶν καί μεταγενέστερων πατέρων, ἀ­να­το­λι­κῶν ἀλλά καί δυτικῶν (Κλή­μεν­τος, Ὠ­ρι­­γένους καί Αὐ­γου­στί­­νου), ἀνασκευάζει τήν θεωρία τῶν δυ­τι­κῶν ὅτι ὁ ἐπίσκοπoς Ρώμης εἶναι ὁ ἀντι­πρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς καί ὁ ἑ­νω­τι­κός δεσμός τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 77-80).
    Κατά τόν 4ο αἰ. τρεῖς τοπικές Σύνο­δοι (ἐν Ἀγκύρᾳ, ἐν Νεοκαισαρείᾳ καί ἐν Λα­δικείᾳ) συνέρχονται καί ὁρίζουν κανόνες ἀνα­γκαί­ους γιά τήν Ἐκκλησία χωρίς ἐνημέ­ρωση τοῦ πά­πα. Ἐπίσης μέχρι καί τόν 5ο αἰ. συγκα­λοῦν­ται Οἰ­κου­μενικές Σύνοδοι μέ πρωτοβουλία τῶν πα­τριαρχῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων καί ὄχι τῶν παπῶν. Οἱ πάπες ἁπλῶς ἐκ­προσ­ω­ποῦν­ται ἀπό κάποιους ἐπισκό­πους τῆς Δύ­σε­ως καί περιορίζονται νά ἐπικυρώνουν τίς ἀ­ποφάσεις καί τούς κανόνες πού ὅριζε ἡ Ἐκ­κλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
    Κατά τά τέλη τοῦ 5ου μέ ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. (484-519) δημιουργεῖται ἕνα θερμό ἐπεισόδιο με­τα­ξύ τοῦ πάπα Φήλικος καί τοῦ πατριάρχη Κων/λεως Ἀκακίου, σέ σχέση μέ τήν Δ΄ Οἰ­κου­μενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα καί τήν κα­­ταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Φή­λικας ἀ­­φόρισε τόν Ἀκάκιο, ὁ Ἀκάκιος διέ­γραψε τόν Φήλικα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀ­νατολικῆς Ἐκ­­κλησίας. Αὐτή τήν ἔνταση ὁ ἅγιος Νε­κτά­ρι­ος τήν χαρακτηρίζει πρῶτο σχίσμα με­τα­ξύ Ἀνα­τολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας (σελ. 147ἑ). Τά πρά­γματα ἀποκατέστησε ἀργότερα ὁ πάπας Ἰωάννης Α΄˙ παραιτήθηκε ἀπό τίς ἀντι­κα­­νο­νικές ἀξιώ­σεις τῶν προκατόχων του καί ἦρθε σέ ἐ­πι­κοι­νωνία μέ τίς ἀ­να­τολικές ἐκκλησίες.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐντοπίζει σ’ αὐτή τήν ἐποχή τήν ἐμφάνιση τοῦ Παπισμοῦ, ἑνός συ­στήματος, ὅπως τό ὀνομάζει, τό ὁποῖο ἄλ­λο­τε ὑπη­ρε­τεῖται ἀπό τήν ἀλαζονεία ὁρισμένων παπῶν κι ἄλλοτε ἀναγκαστῶς τούς κατευθύ­νει σέ μία ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἀνα­τολή, πα­ρά τίς δικές τους ἀγαθές δι­αθέσεις: «Ἡ ὀρθό­δοξος δυτική Ἐκκλησία», γράφει σχε­τικά, «πα­ρεσύρθη καί ἐξέβη τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πι­ε­σθεῖσα ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ Πα­πι­σμοῦ. Πολ­λάκις τό πρόσωπον τῶν πα­πῶν συν­ε­ταυ­τίζετο μετά τοῦ παπισμοῦ, ἀλλ’ ἦτο δυνατόν καί νά διέφερεν, ἡ δύ­να­μις ὅμως τοῦ Παπι­σμοῦ οὐδέν ἐπέτρεπε τῷ πάπᾳ μή ὑ­παγο­ρευ­όμενον ὑπό τοῦ Παπι­σμοῦ» (σελ. 141).
    Τόν 6ο αἰ. ὁ πάπας Βιργίλιος δημιουργεῖ νέο ἐπεισόδιο. Εὑρισκόμενος στήν Κων­σταν­τινούπολη ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.) ὄχι τόσο ἀπό δο­­γματική ἀντίθεση ὅσο λόγῳ τῶν πα­ρα­σκη­νιακῶν δε­σμεύ­σε­ών του στήν πα­ρά­τα­ξη τῶν μονοφυσιτῶν γιά τήν ἀν­τι­κα­­νονική ἀ­νάρ­ρη­σή του στόν παπικό θρό­νο. Ἐν­τού­τοις ἡ Σύ­νοδος συγκλήθηκε καί ὁ­λο­κλή­ρω­σε τίς ἐργα­σίες της παρά τήν θέ­λη­ση τοῦ πά­πα «ταπει­νοῦσα τήν παπικήν ὀφρῦν» (σελ. 152). Αὐτό εἶναι ἕνα χαρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀ­πέ­ναντι στίς ἀξιώσεις τοῦ προκαθημένου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τόν Βιρ­γί­λιο ὑπό τήν ἀπειλή τοῦ ἀ­ναθέματος τῆς Συν­όδου συνέταξε καί ἀπέ­στειλε σ’ αὐ­τήν ἐ­πι­στολή ταπεινοῦ καί συν­ε­σταλμένου ὕ­φους. Ἡ κρίση ἀποσοβήθηκε.
    Τόν 7ο αἰ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύν­ο­δος ἐπικυρώνει μέ τούς κανόνες της τήν ἐκ­­κλησιαστική αὐτονομία καί ἀπο­κρού­ει τίς ἀ­­ξιώσεις τῶν παπῶν ἐπί τῆς Ἀ­να­τολῆς. Στά τέ­λη τοῦ 8ου αἰ. ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) ἀνακηρύσσει τήν ἀναστήλωση τῶν εἰ­κό­νων καί τίς ἀποφάσεις της συν­υ­πογράφει καί ὁ πάπας Ἀδριανός. Λόγῳ πο­λι­τικῶν συμφε­ρόντων τῆς Δύσεως ὅμως τό 826 μ.Χ. ὁ πά­πας Εὐγένιος συναινεῖ στή σύγ­­κληση Συνόδου στό Παρίσι ἀπό φράγ­κους ἐπισκόπους οἱ ὁ­ποῖοι ἀ­κυ­ρώ­νουν τίς ἀ­­ποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­μενικῆς Συν­όδου καί τάσσονται ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων. Καθώς ἤ­δη ὁ Παπισμός εἶχε προβάλει τό ἀλάθητο τῶν παπῶν εὔλογα ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναρωτιέται: «Τίς τῶν δύο παπῶν (ὁ Ἀδριανός πού ἐπεκύρωσε τίς ἀπο­φάσεις τῆς Ζ΄ Συνόδου ἤ ὁ Εὐγένιος πού τίς ἀπέρριψε) ἦτο ἀλάθητος;» (σελ. 203).
    Τόν 9ο αἰ. βρισκόμαστε πλέον στήν τε­λι­κή εὐθεία γιά τό σχίσμα καί τήν ἀποκοπή τῆς φραγκεμένης Δύσης ἀπό τήν ὀρθόδοξη ‘Εκ­κλησία. Τήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική κατά­στα­­ση περιγράφει μέ ἔντονα χρώματα ὁ ἅ­­γι­ος Νεκτάριος: «Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φι­λοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύ­σαντο, τά πάν­­τα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔ­δρασαν, ὅ­πως ἀνα­δείξωσι τούς πάπας ἡγε­μόνας τῆς Ἐκ­­­κλησίας καί τυράννους τῆς οἰ­κου­μέ­νης... αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠ­­­θικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προ­γρά­μ­­ματος... τήν εὐ­λάβειαν πρός τόν Θεόν ἀν­τικατέστησεν ἡ πρός τόν πάπα εὐλά­βεια... ἡ ἄρνησις πρός τόν πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀν­ευλάβεια...» (σελ. 207-208). Ἐπίσης «ἡ στά­σις τῶν παπῶν παρεῖχε πολλάς τῷ κρά­τει στε­νοχωρίας». Καί ἡ ἐπιγραμματική κατα­κλεί­δα: «Ἡ τῶν παπῶν συμ­πε­ρι­φορά κατά τόν ἔνα­τον αἰῶνα ἀπε­θρα­σύν­θη εἰς ἄκρον» (σελ. 209). Ἡ δέ ἀνάρρηση στόν πατριαρχικό θρό­νο τοῦ Φω­τίου ἔδωσε τό ἔν­αυσμα γιά τήν πολυπόθητη, ἐκ μέρους τῶν παπῶν ἀλλά καί τῶν φράγκων ἡγε­μό­νων τῆς Δύ­σεως, ἀνάμει­ξη στά τῆς Ἀνατολῆς.
    Κατά τήν κρίση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου - ἀν­τίθετη μέ ἐκείνη πολλῶν ἱστορικῶν- ἡ ἀ­πο­μάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου ἀπό τόν πα­τριαρχικό θρόνο καί ἡ ἐκλογή τοῦ Φωτίου ὡς οἰκουμε­νικοῦ πατριάρχη τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱστορική στιγμή, ἀ­ποτελεῖ συνετή πο­λι­τική κίνηση ἐκ μέρους τοῦ Βάρ­δα. Ἐντούτοις δημιούργησε καταστάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποί­ων ὁ Φώτιος συγκάλεσε τό 861 μ.Χ. Σύνοδο, ὅπου κλήθηκε κανονικά ὡς μέλος καί ὁ πά­πας Νικόλαος Α’. Τόν ἄνθρωπο αὐτόν οἱ ἱ­στορικοί τόν χαρακτηρίζουν φιλόδοξο καί ἀ­­λα­ζό­να «ὅστις ὅσον οὐδείς τῶν προκα­τό­χων του εἶχε τάς παραλογωτέρας ἐπί τοῦ θρό­νου το­υ ἀξιώσεις» (σελ. 205). Ὁ Νικόλαος, λοιπόν, ἐξέλαβε τήν πρόσ­κληση ὡς ἔκ­κλη­τον καί ἀπέ­στειλε στήν Σύνοδο τούς ἀν­τι­προσώπους του μέ δικα­στι­κή ἐξουσία, γιά νά ἐξετά­σουν τά γεγονότα τῆς ἀ­­νά­δειξης τοῦ Φωτίου, νά τόν ἐ­νημε­ρώ­σουν καί ἐκεῖνος ὡς ὑπέρ­τατη ἀρ­χή νά ἀπο­φανθεῖ γιά τό νόμιμο ἤ μή τῆς ἐκ­­λογῆς! Παρά ταῦτα ἡ Σύνοδος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως ἀδιαφό­ρησε γιά τούς σκο­πούς τοῦ πά­πα καί προ­χώ­ρησε στήν ἀνα­γνώριση τοῦ Φωτίου, στήν ἐκ νέου ἀ­πο­κή­ρυ­ξη τῶν εἰ­κονομάχων πού ἀ­να­ζω­πυ­ροῦν­το, καί συν­έταξε διάφο­ρους κανό­νες ἐ­­σωτερικῆς δι­οίκησης. Ἡ ἀντί­δραση τοῦ πά­πα Νι­κο­λά­ου ἦταν νά συγκαλέσει στήν Ρώ­μη Σύνοδο, ἡ ὁ­ποία καθήρεσε τόν Φώτιο. Τήν ἴ­δια στάση κράτησε καί ὁ διάδοχος τοῦ Νι­κο­λάου Ἀδρι­ανός Β΄. Προσπάθησε μάλι­στα χρη­σι­μο­ποι­ώντας δυ­σαρε­στη­μέ­νους ἀπό τόν Φώ­τιο ἀ­νατολικούς ἐπι­σκό­πους νά συγ­­­­­­κα­λέ­σει «οἰ­κουμενική» Σύ­νοδο καί νά δώ­­σει τήν ἐντύ­πωση τῆς ἑνώ­σε­ως ὑπό τούς ὅρους φυσικά τῆς Δύσεως.
    Μετά τήν τελική ἐπάνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο τά πράγματα πῆ­ραν ἄλλη τροπή. Πάπας τῆς Ρώμης ἦταν αὐ­τήν τήν ἐποχή ὁ Ἰωάννης Η’, με­τρι­ο­πα­θής στόν χαρακτήρα καί πρό­θυ­μος νά συν­ά­ψει σχέσεις μέ τόν Φώτιο. Δέχθηκε νά μήν ἐ­πεμ­βαίνει στά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Βουλ­γαρίας καί νά ζητήσει συγχώρεση γιά τίς πα­ρεμβάσεις του σέ ἀπό κοινοῦ συγκαλού­με­νη Σύνοδο. Καλή διά­θεση ἐπέ­δει­ξε καί ὁ Φώ­τιος. Ἔτσι τό 879 μ.Χ. συγκλήθηκε στήν Κων­σταν­τινούπολη Σύνοδος μέ πρόεδρο τόν Φώτιο, ἐκ­προσ­ώ­πους ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοῦ πάπα Ρώ­μης. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀ­ναφανδόν ἀ­ποκαλεῖ Η’ Οἰκουμενική Σύν­οδο, ἔχουν ὡς ἑ­ξῆς:
    α) Κυ­ρώθηκε ὁ ὅρος τῆς πίστεως τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
    β) Ἀπαγορεύθηκε ὁποιαδήποτε προ­σθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως.
    γ) Ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἰσότητα τῶν ἀ­ξι­ωμά­των τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καί Κων­σταντι­νουπόλεως.
    δ) Ἀναγνωρίσθηκε τό ἀπόλυτο κῦ­ρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου Η΄ σύμφωνα μέ τήν ὁποία γί­νον­ται ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Συν­ό­δου. Οἱ δυτικοί θεολόγοι ὅμως ἀρνοῦνται νά ἀνα­γνωρίσουν αὐτή τήν ἐπικύρωση.
    Ἔτσι ἔχει ἡ κατάσταση ὅταν, γιά κα­θαρά πολιτικές σκοπιμότητες, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων­ Στ΄ ἐκ­θρονί­ζει καί ἐξορίζει τόν Φώτιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐξόρι­στος θά τελειώσει τήν πολυ­κύ­μαν­τη ζωή του τό 891 μ.Χ. Σ’ αὐτήν τήν ἄδικη καί παράνομη ἐκθρόνιση τοῦ Φωτίου ἡ Δύση κράτησε κα­θαρά μνησίκακη στάση. Ἀποδέ­χθηκε τό γεγο­νός μέ ἔκδηλη χαρά, καθόσον πάγια ἀξίωσή της ἦταν νά δεῖ τόν Φώτιο τα­πει­νωμένο στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν.
    Καί ὁ ἅγιος συγγραφέας κλείνει τόν πρῶ­το τόμο τῆς «Μελέτης» του μέ τά ἑξῆς θλιβε­ρά ἐρωτήματα: «Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν παπῶν τῆς Δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους πάπας, οἵ­τινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατο­λικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» (σελ. 298). Δυστυχῶς καί στήν συνέχεια τῆς ἱ­στορικῆς διαδρομῆς δέν μεταβλήθηκαν οἱ ἀ­ξιώσεις καί οἱ ἐπιδιώξεις τῶν παπῶν, ὅπως διαβάζουμε στόν δεύτερο τόμο τῆς Ἱστορικῆς μελέτης τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Περί αὐτοῦ ὅ­μως, ἄλλη φορά.


Στέργιος Ν. Σάκκος