Super User

Super User

Σάββατο, 17 Ιούνιος 2023 03:00

Κυρ. Β΄ Ματθαίου Ρω 2,10-16

Οἱ τρεῖς νόμοι


  biblionὍσο πληθαίνουν γύρω μας ἀνησυχητικά σήμερα τά φαινόμενα τῆς παρανομίας, τῆς ἀναρχίας καί τῆς ἀταξίας, τόσο πιό ἐναγώνια γίνεται ἡ λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου γιά σωστούς καί ἰσχυρούς νόμους, τόσο πιό ἐπίκαιρο καί λυτρωτικό φθάνει σέ μᾶς τό μήνυμα τῆς Γραφῆς γιά τούς αἰώνιους νόμους τοῦ Θεοῦ. Ὁ πολιτισμένος μας κόσμος γιορτάζει τή μέρα πού καθιέρωσε τό σύνταγμά του, καυχᾶται γιά τούς περισπούδαστους νόμους του, ἀλλά μέ τρόμο βλέπει ἐπισφαλῆ τήν ἀσφάλειά του, διπλοκλειδώνει τά σπίτια καί φοβᾶται τό διπλανό του. Παρ’ ὅλο πού συνθήματα, ὅπως «κάτω οἱ νόμοι!», σπέρνονται σάν ζιζάνια μέσα στήν κοινωνία –φύτρα κακή ἀπό κακό χῶμα, ἀπό ψυχές πού διεστράφησαν σέ μία ἀπελπισμένη ἀναζήτηση-, ἐν τούτοις ἡ ἀνάγκη ὁλοένα μεγαλώνει γιά εὐνομία ἀληθινή.
  Στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀκούει βαθιά ἀπ’ τήν καρδιά του τούς κραδασμούς αὐτῆς τῆς ἀνησυχίας, ἔχει νά δώσει τήν ἀπάντηση πού ζητᾶ, ἡ ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δημιουργός μας ὁ ἴδιος, πού μέσα ἀπό τά χέρια του βγῆκε πλασμένη ἡ φύση μας, ἔθεσε τό θέλημά του αἰώνια βάση, ἀρχή καί τέλος κάθε νόμου πού ὀρέγεται ὁ ἄνθρωπος. Καί πρῶτα-πρῶτα, σ’ αὐτήν τήν ἄψυχη καί ἄλογη κτίση ποιό ἄλλο εἶναι ἐκεῖνο πού κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα, παρά τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ; Οἱ φυσικοί νόμοι εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀπαρασάλευτης βουλήσεώς του νά διαιωνίζονται ὅλα μέ σοφία καί τάξη. Στό λογικό του πλάσμα δέν θά 'δινε, λοιπόν, τό θέλημά του, γιά νά ζῆ μέ εἰρήνη, φίλος μέ τόν Θεό, ἀγαπημένος μέ τόν συνάνθρωπο, ἁρμονικός μέ τόν ἑαυτό του;
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή (κεφ. 2, στίχ. 10-16), ὅπως διαπιστώνουν πλῆθος πατέρων, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Κύριος, πράγματι, μᾶς ἔδωσε τό θέλημά του διαβαθμίζοντάς το σέ τρεῖς νόμους· στόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, στό μωσαϊκό νόμο καί στό νόμο τοῦ εὐαγγελίου. «Τῶν θείων νόμων εἴδη τρία παρά Παύλου», γράφει ὁ ἅγιος Θεοδώρητος· «τόν μέν γάρ δίχα γραμμάτων διά τῆς κτίσεως καί τῆς φύσεως τοῖς ἀνθρώποις δεδόσθαι, τόν δέ διά Μωσέως ἐν γράμμασι καί τρίτον τόν τῆς χάριτος». Αὐτοί οἱ τρεῖς νόμοι ὑπῆρξαν πάντοτε καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἡ λύση καί στό σημερινό μας πρόβλημα.
   Τό ἀντίκρυσμα καί τό ἀντικατόπτρισμα τοῦ φυσικοῦ νόμου στόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος, πού ἀποτελεῖ τό σημεῖο ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν φυσικό ἄνθρωπο. Ἡ θρησκευτική ὁρμή πού ὑπάρχει μέσα μας συναντᾶται καί τρέφεται μέ αὐτόν τό νόμο, πού τό δάχτυλο τοῦ Θεοῦ ἀποτύπωσε στήν καρδιά μας, καί ἔτσι συναντᾶμε καί γνωρίζουμε τόν Θεό μέσα στήν ὕπαρξή μας. Ἀκοῦμε τή φωνή του καθαρή καί δυνατή νά ἐπαινεῖ τό καλό καί νά ἐπιτιμᾶ τό κακό σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς εὐσεβείας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς σωφροσύνης, πού συνιστοῦν ἀκριβῶς τήν ἀνθρωπιά καί μᾶς κάνουν νά ξεχωρίζουμε ἀπό τά ζῶα ὄχι μόνο ὡς λογικά, ἀλλά καί ὡς ἠθικά ὄντα. Ἐκτιμοῦμε, τέλος, καί ἀξιοποιοῦμε τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας, καθώς ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος λειτουργεῖ μέσα μας ὡς ὄργανο ἀσκήσεως, πού καί τή συνείδησή μας τελειοποιεῖ καί τούς δεσμούς μας μέ τόν Θεό συσφίγγει. Ὅπως εἶναι ὁ κυβερνήτης στό πλοῖο καί ὁ ἡνίοχος στό ἄλογο, ἔτσι εἶναι ὁ ἔμφυτος νόμος διδάσκαλος στόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί τόν κάνει αὐτοδίδακτο στό καλό καί στό κακό.
  Ἀλλά ὁ Κύριος δέν μποροῦσε νά ἀφήσει τό πλάσμα του ἔτσι, μ’ ἕναν ξερό μηχανισμό μέσα του, σάν κουρδισμένο ἀπό μιά ἀπρόσωπη ἀνωτέρα δύναμη. Θέλησε καί ἦλθε σέ προσωπική ἐπαφή μαζί του διαλέγοντας ἕνα λαό, πού τόν ἔκανε τήν πνευματική του οἰκογένεια καί τοῦ χάρισε μέ τό χέρι τοῦ Μωϋσῆ τόν δεύτερο νόμο, τόν μωσαϊκό. Ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔδωσε νόμο, γιά νά βοηθήσει τόν φυσικό, καθαρό, ἅγιο, συμπληρωμένο μέ δέκα λόγους. Σ’ αὐτόν ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τό ἀληθινό πρόσωπό του καί ἔρχεται σέ συμφωνία μέ τόν περιούσιο λαό του. Ὑπόσχεται τήν προστασία του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν πίστη. Ἐπεμβαίνει θαυμαστά στήν ἱστορία καί διαγράφει τό δικό του σχέδιο, πού τό ὑπηρετεῖ μέ παράδοξη σοφία καί δύναμη. Μέ τόν μωσαϊκό νόμο μαθαίνουμε ὅτι ὑπάρχει Θεός προσωπικός, πού κανονίζει αὐτός τήν ἠθική μας καί ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑπακοή μας στό θέλημά του.
  Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ὑπερήφανοι γιά τόν νόμο τους καί θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους μοναδικά προνομιοῦχο. Κι ὅμως, δέν ἦταν παρά ἡ σκιά καί ὁ τύπος τοῦ τέλειου νόμου, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «τό εὐαγγέλιόν μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στίχ. 16). Ὁ Κύριος δέν ἀρκέσθηκε στόν γνόφο τοῦ Σινᾶ, ἀλλά ἐνανθρώπησε καί κατέβηκε μέχρι τήν ἀδυναμία μας, γιά νά μᾶς γνωρίσει ἀληθινά τό θέλημά του. Μέ τόν λόγο του καί τό ἔργο του συνέταξε ἕνα νόμο ἐλευθερίας πού συνιστᾶ τήν ἐπίγνωση καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δημιουργός γίνεται πιά πατέρας, ὁ Θεός γίνεται ἀγαπητός καί φίλος, ὁ συνάνθρωπος ἀδελφός. Τό εὐαγγέλιο ἐγκαθιδρύει ἀνάμεσά μας τό καθεστώς τῆς εἰρήνης πού ἡ καρδιά μας λαχταρᾶ καί μάταια ἀναζητᾶ σέ ἄλλους ἀνθρώπινους νόμους. Αἰώνιος, γράφει ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος, καί τελευταῖος νόμος καί συμφωνία ἐμπιστοσύνης μᾶς δόθηκε ὁ Χριστός, μετά τήν ὁποία δέν ἀκολουθεῖ οὔτε νόμος οὔτε πρόσταγμα οὔτε ἐντολή.
  Οἱ τρεῖς νόμοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἕνας συμπληρώνει καί δυναμώνει τόν ἄλλο, ἀποτελοῦν ἐγγύηση καί ἀσφάλεια γιά τήν ἀνησυχία καί τήν ἀβεβαιότητα τῶν καιρῶν μας. Ἄν στήσουμε ὑπάκουο τό αὐτί μας στήν ἐντολή τους, ὁ ἀπόστολος μᾶς βεβαιώνει ὅτι διπλό θά εἶναι τό κέρδος μας. Ἀφ’ ἑνός θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό «θλῖψιν καί στενοχωρίαν», καί ἀφ’ ἑτέρου θά ἀπολαύσουμε «δόξα, τιμή καί εἰρήνη». Ἀντί γιά τή θλίψη πού μᾶς προκαλοῦν οἱ ἀδικίες καί τά χτυπήματα τοῦ κόσμου, ὁ αἰώνιος νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐξασφαλίζει τήν τιμή, τόν σεβασμό τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο. Κι ἀντί γιά τή στενοχώρια πού μᾶς φέρνουν οἱ τύψεις καί οἱ ἐνοχές τῆς ψυχῆς, μᾶς χαρίζει τήν εἰρήνη, τή φιλία μέ τόν Θεό πατέρα μας. Καί ἐπί πλέον, οἱ τρεῖς νόμοι ἀπονέμουν στόν καθένα πού δέχεται νά γίνει ὑπήκοός τους, εἴτε φτωχός εἴτε πλούσιος εἴτε μαῦρος εἴτε ἄσπρος -δέν ὑπάρχει προσωποληψία στόν Θεό-, κάτι ἀπείρως ποθεινότερο καί γκυκύτερο, ὅσο ἄπειροι εἶναι οἱ πόθοι του, τή δόξα, πού μεταφράζεται σέ πρόγευση αἰωνιότητος καί εὐφροσύνη πνευματική.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 81-83

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Γιά τό 1914

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Σήμερα περιμένουμε νά ἀκούσουμε, κ. καθηγητά, τή διδασκαλία τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ γιά τό 1914.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως εἶπα στήν προηγούμενη συνέντευξη, οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ πιστεύουν ὅτι ἡ Β΄ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τό 1914. Καυχῶνται μάλιστα γι’ αὐτό καί γράφουν ὅτι «Ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους μόνο οἱ μάρτυρες ὑπέδειξαν τό 1914 ὡς τό ἔτος τῆς πλήρους ἱδρύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό» (Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο στόν ἀποκαταστημένο παράδεισο, σελ. 170). Γιά νά θεμελιώσουν τή θεωρία τους αὐτή, διδάσκουν τά πιό παράλογα, ἀνόητα, καί αὐθαίρετα πράγματα, καί διαστρεβλώνουν χωρία τῆς Γραφῆς πού εἶναι σαφέστατα. Πρῶτα-πρῶτα, γιά νά φτάσουν στό 1914, παίρνουν χωρία ἀπό διάφορες συνάφειες, τά συνδέουν, τά δίνουν τό νόημα πού θέλουν, καί μέ αὐθαίρετους ὑπολογισμούς, πού εἶναι ἀντίθετοι πρός τή Γραφή καί τήν Ἱστορία, ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ Γραφές προφητεύουν ὅτι τό 1914 θά γίνει ἡ Β΄ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τότε ὀ Ἰησοῦς Χριστός θ’ ἀναλάβει τή βασιλεία στόν οὐρανό. Καί πράγματι, ἰσχυρίζονται οἱ χιλιασταί, τό 1914 ἀνέλαβε ὁ Χριστός βασιλεύς στόν ουρανό καί ἀπό ἐκεῖ διευθύνει τόν ἀγώνα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ πού ἀγωνίζονται στά λίγα χρόνια πού μένουν μέχρι τόν Ἀρμαγεδώνα, τό τέλος τοῦ κόσμου.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολύ θά θέλαμε ν’ ἀκούσουμε ἀπό ποιά χωρία τῆς Γραφῆς καί μέ ποιούς ὑπολογισμούς κατέληξαν στό 1914.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀκοῦστε τά χωρία πού χρησιμοποιοῦν, γιά νά θαυμάσετε σπουδαστάς τῆς Γραφῆς. Τό πρῶτο χωρίο εἶναι Λκ 21,24. «Ἔσται τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπί τῆς γῆς καί ὀργή τῷ λαῷ τούτῳ, καί πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καί αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τά ἔθνη, καί Ἰερουσαλήμ ἔσται πατουμένη ὑπό ἐθνῶν, ἄχρι πληρωθῶσι καιροί ἐθνῶν». Πόσοι ὅμως εἶναι οἱ καιροί τῶν ἐθνῶν; Εἶναι ἑπτά. Τό βρῆκαν στό Δα 4,20. Στό χωρίο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ Ναβουχοδονόσορ θά εἶναι ἄρρωστος 7 καιρούς. Πόσος χρόνος εἶναι οἱ 7 καιροί; Ἀφοῦ οἱ 3½  εἶναι 1260 μέρες κατά τήν Ἀποκάλυψη (12,6.14), τότε οἱ 7 καιροί εἶναι τό διπλάσιο, δηλαδή 2520 μέρες. Τίς μέρες ὅμως τίς λογαριάζουν γιά χρόνια καί γίνονται 2520 χρόνια!
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί μέ ποιό δικαίωμα τίς 2520 μέρες τίς μετατρέπουν σέ 2520 χρόνια;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέ βάση δύο χωρία· τό ἕνα Ἀρ 14,34 λέει: «Κατά τόν ἀριθμόν τῶν ἡμερῶν ὅσας κατεσκέψασθε τήν γῆν, τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἡμέραν τοῦ ἐνιαυτοῦ, λήψεσθε τάς ἁμαρτάις ὑμῶν τεσσαράκοντα ἔτη, καί γνώσεσθε τόν θυμόν τῆς ὀργῆς μου». Καί τό δεύτερο Ἰζ 4,6 «Καί λήψῃ τάς ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰούδα τεσσαράκοντα ἡμέρας. Ἡμέραν εἰς ἐνιαυτόν τέθεικά σοι».
    Στό πρῶτο χωρίο ὁ Θεός λέει στούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο, ὅταν ἁμάρτησαν πολύ βαριά ἐναντίον του, τό ἑξῆς: «Σαράντα μέρες ἦταν στήν Παλαιστίνη οἱ ἀπεσταλμένοι σας ἀνιχνευταί, στούς ὁποίους δέν πιστεύετε; Σαράντα χρόνια θά σᾶς τυραννήσω στήν ἔρημο αὐτή, γιά τήν ἀπιστία πού μοῦ δείξατε στό ζήτημα αὐτό. Γιά κάθε μέρα θά σᾶς τιμωρῶ ἕνα χρόνο». Στό ἄλλο χωρίο λέει στόν Ἰεζεκιήλ ὅτι τοῦ ἐπιβάλλει μιά προσωπική τιμωρία ἐπί 40 μέρες, ὄχι γιατί φταίει ὁ προφήτης σέ τίποτε,ἀλά γιά νά τοῦ δώσει νά νιώσει καλά τά σαράντα χρόνια πού θά τιμωρεῖ τούς Ἰουδαίους γιά τά ἁμαρτήματά τους. «Ὅσες μέρες», τοῦ λέει, «θά βασανίζεσαι σύ, τόσα χρόνια θά βασανίζω τούς Ἰουδαίους. Μέ κάθε μέρα σου συμβολίζω ἕνα χρόνο γιά τούς Ἰουδαίους».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί μετά τί τά κάνουν τά 2520 χρόνια;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀπό τά 2520 ἀφαιροῦν 606 γιά π.Χ. καί μένουν 1914 γιά μ.Χ.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί γιατί 606;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δέχονται ὅτι τό 607 π.Χ. ἄρχισαν οἱ «καιροί τῶν ἐθνῶν», οἱ 7 καιροί πού εἴπαμε, δηλαδή τά 2520 χρόνια. Γράφουν ἐπί λέξει: «Ὁ βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος ἀπεμάκρυνε τόν Σεδεκία ἀπό τόν «Θρόνον τοῦ Ἰεχωβᾶ» τό ἔτος 607 π.Χ. καί κατερήμωσε τήν πόλη του καί τήν περιοχή. Ἔτσι ἔληξε ἡ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνο τό ἔτος (Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο, σελ. 172). Καί ἔτσι ὁ Θεός ἀπό τό 607 π.Χ. μέχρι τό 1914 μ.Χ. ἤτοι 2520 χρόνια ἔμεινε χωρίς βασιλεία. Ἀπέκτησε καί πάλι βασιλεία τό 1914 καί διόρισε βασιλέα τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι στόν οὐρανό. Γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦν τό χωρίο τοῦ Δανιήλ 2,44 πού λέει ὅτι ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ θά ἀναστήσει αἰώνια καί ἄφθαρτη βασιλεία.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 183-184

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἔσχατος καιρός

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὥστε τό 1914 ἐνθρονίστηκε ὁ Χριστός βασιλεύς; Προηγουμένως δέν ἦταν; Καί πῶς ἐννοοῦν τό «ἔσχατος καιρός»;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θ’ ἀπαντήσω πρῶτα στή δεύτερη ἐρώτηση καί στήν ἄλλη συνέντευξή μας στήν πρώτη, γιατί ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτήν εἶναι μεγάλη. Ἔπειτα, ὄπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, συνδέουν μέ τή θεωρία τους γιά τήν «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» τή θεωρία γιά τόν ἔσχατο καιρό. Καί ἐδῶ πολύ πλανῶνται «μή γνωρίζοντες τίς Γραφές».
Γιά τόν ἔσχατο καιρό γράφουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ τά πιό παράδοξα καί αὐθαίρετα πράγματα. Μεταφέρω ἐπί λέξει τί γράφουν στό βιβλίο τους «Ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνιο ζωή», σελ. 94. «Ἡ ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει τόν παρόντα καιρό ὡς "ἔσχατες ἡμέρες", ἤ "ἔσχατον καιρόν". (Β΄ Τιμ.γ΄ 1· Δαν. ια΄ 40). Τά πράγματα δείχνουν ὅτι πρόκειται γιά ἕνα περιορισμένο χρονικό διάστημα πού ἔχει μιά ὁρισμένη ἀρχή κι ἕνα ὁρισμένο τέλος. Ἄρχισε τό ἔτος 1914, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνθρονίσθηκε ὡς βασιλεύς στούς οὐρανούς. Θά τελειώσει ὅταν ὁ Θεός καταστρέψει αὐτό τό παρόν πονηρό σύστημα πραγμάτων»· καί λίγο πιό κάτω· «Σέ πόσον καιρό θά γίνει αὐτό; Ὁ Υἱός τοῦΘεοῦ, Ἰησοῦς Χριστός, δίνει τήν ἀπάντηση. Ἀφοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στά πολλά πράγματα πού χαρακτηρίζουν τή χρονική περίοδο ἀπό τό ἔτος 1914 κι ἐμπρός ὡς τόν "ἔσχατον καιρόν", λέγει ὁ Ἰησοῦς: "Δέν θέλει παρέλθει ἡ γενεά αὕτη, ἑωσοῦ γείνωσι πάντα ταῦτα" (Ματ. κδ΄34)». Καί συνεχίζουν νά ἰσχυρίζονται ὅτι μένει λίγος καιρός ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ κατά τόν Δαυΐδ ἡ ζωή ὑπολογίζεται σέ 70 χρόνια καί ἀφοῦ πρέπει νά ζοῦν στό τέλος τοῦ κόσμου ἄνθρωποι πού ζοῦσαν τό 1914, νά, ὅπου νά 'ναι ἔρχεται τό τέλος τοῦ κόσμου.
    Κατ’ ἀρχήν ἡ ἔκφραση «ἔσχατος καιρός», πού συναντᾶται καί σέ ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, ἐκτός ἀπ’ αὐτά πού σημειώνουν στό βιβλίο τους οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, δέν σημαίνει αὐτό πού λένε αὐτοί. Καί οἱ ἀπόστολοι Ἰούδας καί Ἰωάννης στίς Ἐπιστολές τους γράφουν ὅτι οἱ μέρες, στίς ὁποῖες ζοῦσαν ἐκεῖνοι, ἦταν «ἔσχατος καιρός» καί «ἐσχάτη ὥρα». Καί ἄλλοι αἱρετικοί στήν ἀρχαιότητα παρεξήγησαν τήν ἔκφραση, ἀλλά τούς διέψευσε ἡ πραγματικότητα. «Ἔσχατον καιρόν» ἐννοοῦν οἱ συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς κάθε καιρό μαρασμοῦ πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπό μιά δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν καιρό τῆς κάμψεως καί τοῦ ξεπεσμοῦ, τόν καιρό τῆς καταπτώσεως καί τῆς διαφθορᾶς. Κατ’ ἐπανάληψιν ἡ Ἐκκλησία μετά ἀπό ἕναν τέτοιον «ἔσχατον καιρόν» γνώρισε καιρούς ἀνθήσεως, προκοπῆς καί ἀναζωπυρώσεως. Εἶναι καί ὁ καιρός τῆς β΄ παρουσίας ἔσχατος καιρός. Ἀλλά δέν λέγεται μόνο αὐτός ἔτσι. Αὐτό ἔδειξαν πλέον ἡ Γραφή καί ἡ παρελθοῦσα ἰστορική πραγματικότητα. Ὅσο γιά τό διάστημα 1914-1984 ἤ ἔστω 2000, ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος καιρός πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία, αὐτό δά δέν βγαίνει ἀπό πουθενά, ἀπό κανένα χωρίο τῆς Γραφῆς. Εἶναι ἀνοησία καί νά τό σκεφτεῖ κανείς. Ὁ χρόνος τῆς β΄ παρουσίας κατά τή Γραφή εἶναι τελείως ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους. Ὄχι νά τόν ξέρουν καί οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ!
    Τελείως αὐθαίρετη διαστρέβλωση εἶναι ἡ ἐξήγηση τοῦ ἄλλου χωρίου, τοῦ Μθ 24, 34, ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται». Ὅταν λέει ὁ Χριστός «ἡ γενεά αὕτη» ἐννοεῖ τή γενιά του, τή γενιά πού ζοῦσε ὅταν ἐκεῖνος ἦταν κάτω στή γῆ, καί ὄχι τή γενιά τοῦ 1914-2000. Μέ ποιό κριτήριο αὐτό τό «αὕτη» μπορεῖ νά ἐννοεῖ τή γενιά τοῦ 1914 καί ἑξῆς καί ὄχι ὁποιαδήποτε ἄλλη γενιά τῆς ἱστορίας; Μέ τήν ἔκφραση δέ «ταῦτα πάντα γένηται» ἤ κατά τήν ἔκφραση τῶν ἄλλων εὐαγγελιστῶν «τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μρ 9,1· Λκ9,27) ὁ Χριστός ἐννοεῖ ἕνα γεγονός πού ἡ μιά του ὄψη εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ καί γενικά ἠ κατάργηση τῆς παλιᾶς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, πού ἔγινε τό 70 μ.Χ.,καί ἡ ἄλλη του ὄψη εἶναι τό φούντωμα καί ἡ προκοπή τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματοποιήθηκε ἀκριβῶς στά ἴδια χρόνια. Κι αὐτά ὅλα συνέβησαν, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ γενιά ἡ σύγχρονη μέ τό Χριστό ἐπί τῆς γῆς. Παίρνουν αὐτά τά ρητά οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ξεκομμένα ἀπό τήν περιοχή τους, καί στόν ἀκροατή τους πού δέν ξέρει, δέν μπορεῖ νά ξέρει, τί σημασία ἔχουν ἐκεῖ πού λέγονται, τά ἑρμηνεύουν μέ τίς πιό ἀπίθανες καί ἀνόητες ἑρμηνεῖες. Ἔτσι τρομοκρατοῦν τίς ἄμαθες ψυχές, καί στήν κατάσταση τῆς τρομοκρατίας προσπαθοῦν νά ἐπιδράσουν, νά γίνουν χειραγωγοί καί καθοδηγηταί τοῦ θύματός τους.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 168-169

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Συντέλεια τοῦ αἰῶνος

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Στήν προηγούμενη συνέντευξη μᾶς εἰπατε, κ. Καθηγητά, ὅτι οἰ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ προφήτευσαν , ὅτι τό 1914 θά γινόταν ἡ β΄ παρουσία. Δέν ἔγινε ὅμως καί ξευτελίστηκαν. Μάλιστα πολλοί ὀπαδοί τούς ἐγκατέλειψαν τότε. Πῶς ὅμως γύρισαν πάλι στό 1914 καί ἰσχυρίζονται ὅτι πράγματι ἔγινε τό 1914 ἡ β΄ παρουσία;

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διεπίστωσαν ὅτι μέ τίς συνεχεῖς καί ἀλλεπάληλες ἀποτυχίες τους δέν θά ἔμενε κανένας στήν ὀργάνωσή τους. Γι’ αὐτό ἐπινόησαν μιά νέα λύση, γιά ν’ ἀσφαλιστοῦν τουλάχιστο γιά μιά γενεά. Ξεχώρισαν τήν β΄ παρουσία ἀπό τό τέλος τοῦ κόσμου. Διεκήρυξαν ὅτι ἡ β΄ παρουσία ἔγινε τό 1914, ὅπως προέβλεψαν, ἀλλά τό τέλος τοῦ κόσμου δέν ἦρθε. Θά ἔρθει ὁπωσδήποτε σύντομα, ἀφοῦ πρέπει νά ζοῦν ἄνθρωποι πού ἔζησαν τό 1914. Ἀπό τό 1914 μένει ἕνα μικρό χρονικό διάστημα ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου. Αὐτά γράφουν.

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποῦ στηρίζονται οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, γιά νά διδάσκουν ὅτι ἔγινε ἡ δευτέρα παρουσία τό 1914, χωρίς νά ἔχει ἔρθει καί τό τέλος του κόσμου;

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σέ δύο μεγάλες πλάνες, πού εἶναι ὁλοφάνερα διαστρέβλωση καί τοῦ γράμματος καί τοῦ νοήματος τῆς Γραφῆς. Ἡ μία ἡ θεωρία τους γιά τή «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» καί ἡ ἄλλη θεωρία τους γιά τόν «ἔσχατον καιρόν».

    Πιστεύουν καί διδάσκουν, καί τό γράφουν χωρίς φόβο καί ντροπή, ὅτι ἡ ἔκφραση «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» δέν σημαίνει τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλά μία μικρή χρονική περίοδο πού ἀρχίζει ἀπό τή β΄ παρουσία καί φθάνει μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἄλλο εἶναι τέλος καί ἄλλο συντέλεια. Ἡ συντέλεια εἶναι χρονική περίοδος καί ὄχι τέλος.

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Νομίζω ὅτι στά λεξικά τό «συντέλεια» σημαίνει τέλος. Μήπως στήν ἁγία Γραφή σημαίνει κάτι ἄλλο;

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὄχι, ἀλλά ὅ,τι καί στά λεξικά. Ἄς ἀνοίξει κανείς ὅλα τά λεξικά τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καί τά εἰδικά λεξικά τῆς Γραφῆς. Παντοῦ θά βρεῖ τίς ἑρμηνεῖες: τέλος, τέρμα, τελευτή, finis. Ἄς ἀνοίξει ἀκόμη τά εἰδικά λεξικά τῶν παπύρων τῆς ἐποχῆς τῆς Κ.Δ. πού βρέθηκαν σέ ἀνασκαφές καθώς καί τά εἰδικά λεξικά τῶν ἔργων τῶν ἀποστολικῶν πατέρων, πού ἦταν ἄμεσοι μαθητές τῶν ἀποστόλων κι ἔγραψαν ἀκριβῶς στή γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς. Παντοῦ θά βρεῖ τή λέξη μέ τή σημασία «τέλος, τέρμα», μέ τή σημασία ἑνός χρονικοῦ σημείου, ὅπου τερματίζεται ὁ παρών αἰών, καί οὐδέποτε μιᾶς περιόδου ἔστω καί ἐλαχίστης. Ἀνάλογη σημασία ἔχει καί τό ἀντίστοιχο ρῆμα «συντελῶ». Σημαίνει πάντοτε «τελειώνω», «τερματίζω», «θέτω τέρμα». Ἀναφέρω παραδείγματα ἀπό τήν Κ. Διαθήκη πρῶτα γιά τό ρῆμα καί ἔπειτα γιά τό οὐσιαστικό. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, εὐθύς μετά τό τέλος τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Ἰησοῦ, λέει· «Καί ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τούς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἰ ὄχλοι» (7,28). Συνετέλεσε, λοιπόν, θά πεῖ τελείωσε, τερμάτισε τήν ὁμιλία του. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰησοῦς νήστεψε 40 μέρες, λέει· «Καί συντελεσθεισῶν αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ὕστερον ἐπείνασεν» (4,2). Ὄχι μόνο τό τελείωμα τῶν 40 ἡμερῶν ἀλλά καί ἡ λέξη «ὕστερον» μᾶς δείχνει καθαρά τή σημασία τοῦ συντελῶ, πού θά πεῖ ἀκριβῶς τερματίζω, καί ὄχι κάνω κάτι σέ μιά χρονική διάρκεια. Ἐρχόμαστε τώρα στή λέξη «συντέλεια». Αὐτή στήν Κ. Διαθήκη χρησιμοποιεῖται πάντοτε στή φράση «συντέλεια τοῦ αἰῶνος». Στό κατά Ματθαῖον (13,39) λέει ὁ Ἰησοῦς τήν παραβολή τοῦ θερισμοῦ, καί ἑρμηνεύει: «Ὁ δέ θερισμός συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν». Ὥστε ἡ παραστατική εἰκόνα πού ἐκφράζει τή συντέλεια εἶναι ὁ θερισμός, ἡ κοπή, ἡ διακοπή τῆς ζωῆς τοῦ σίτου, ὅλων τῶν ριζῶν τοῦ σίτου. Καί παρακάτω (στό 13,40) λέει· «Ὥσπερ οὖν συλλέγεται τά ζιζάνια ἐν πυρί καί καίεται, οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰώνος τούτου». Πάλι ἡ παραστατική εἰκόνα τῆς συντελείας εἶναι ὁ τερματισμός τῆς ζωῆς τῶν ζιζανίων μέ τή φωτιά. Τά παραδείγματα μᾶς τό λένε σαφῶς καί κατηγορηματικῶς. Ἡ συντέλεια εἶναι μία στιγμή, ἕνα σημεῖο χρόνου χωρίς καμία διάσταση καί διάρκεια, τό τελευταῖο σημεῖο, τό τέρμα. Μόνο ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἰδέα ἀπό ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα οὔτε ἔμαθαν τά πιό ἁπλᾶ μαθήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς μποροῦν νά ὑποστηρίζουν αὐτό πού ἰσχυρίζονται οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί τολμοῦν νά γράψουν ὅτι ἡ λέξη «συντέλεια» σημαίνει χρονική περίοδο;

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέ πολλή θρασύτητα μάλιστα. Τό γράφουν σ’ ὅλα τους τά βιβλία καί περιοδικά καί πολλές φορές μάλιστα. Στό βιβλίο πού ἀνέφερα στήν προηγούμενη συνέντευξη «Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο στόν ἀποκαταστημένο παράδεισο», σελ. 174, τό γράφουν 3 φορές. Σᾶς διαβάζω τήν παράγραφο 31· «Γνωρίζομε ὅτι ἡ "συντέλεια τοῦ αἰῶνος" σημαίνει μιά ὡρισμένη ἔκταση χρόνου ἀπό ὅ,τι εἶπε ὁ προφήτης Δανιήλ. Αὐτός ἀπεκάλεσε "ἔσχατον καιρόν" τή χρονική περίοδο πού ἄρχισε τό ἔτος 1914. –Δανιήλ ιβ΄ 4».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀκούω ὅτι παραπέμπουν στό Δανιήλ 12,4. Ἄρα στηρίζονται στό Δανιήλ.

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Νά σᾶς διαβάσω ὅμως τί γράφει ὁ Δανιήλ. «Καί σύ, Δανιήλ, ἔμφραξον τούς λόγους καί σφράγισον τό βιβλίον ἕως καιροῦ συντελείας, ἕως διδαχθώσι πολλοί καί πληθυνθῇ ἡ γνῶσις». Τό «συντελείας», ὅπως καταλαβαίνετε, σημαίνει καί ἐδῶ ὅπως καί σ’ ὅλη τή Γραφή, σ’ ὅλα τά κείμενα, τό τέλος, τό τέρμα τοῦ καιροῦ, «ἕως συντελείας καιροῦ». Νά γιατί τούς χατακτηρίζω διαστρεβλωτές τῆς Γραφῆς. Φτιάχνουν μιά ψεύτικη καί ἀπατηλή θεωρία καί προσπαθοῦν σώνει καί καλά νά τήν ὑποστηρίξουν μέ χωρία τῆς Γραφῆς. Ὅταν δέν ὑπάρχουν, παίρνουν ὅσα κατορθώνουν νά διαστρεβλώσουν καί τά χρησιμοποιοῦν γιά στηρίγματα τῆς πλάνης τους. Καί πολλές φορές, ὅπως στήν περικοπή πού σᾶς διάβασα, ἰσχυρίζονται ὅτι τό «συντέλεια αἰῶνος» στή Γραφή θά πεῖ χρονική περίοδος. Ἀπόδειξη; Νά! Δανιήλ 12,4. Οἱ ἀφελεῖς τό χαύτουν. Ἀλλά ἔλα δῶ, ἄνθρωπε, σύ πού λέγεσαι σπουδαστής τῆς Γραφῆς. Πῶς πιστεύεις καί ἀκολουθεῖς ἀνθρώπους πού σέ ἐξαπατοῦν τόσο φοβερά καί διαστρεβλώνουν τή Γραφή τόσο ἄτιμα; Καί μόνο αὐτό δέν φτάνει νά σέ πείσει νά τούς ἐγκαταλείψεις καί νά φύγεις; Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό!

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολύ πειστικό τό παράδειγμα, κ. καθηγητά, καί πολύ χαρακτηριστικό, γιά νά φανερώσει πῶς καί πόσο διαστρεβλώνουν τή Γραφή καί τήν ἀλήθεια οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἔχετε καί ἄλλα τέτοια παραδείγματα;

   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἔχω, καί πάρα πολλά μάλιστα. Στό ἴδιο βιβλίο πού ἀνέφερα καί στήν ἴδια σελίδα 174, στήν παράγραφο 29, χρησιμοποιοῦν τήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Σᾶς διαβάζω ἕνα τμῆμα· «Οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος· ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καί ἀφοριοῦσι τούς πονηρούς ἐκ μέσου τῶν δικαίων, καί βαλοῦσιν αὐτούς εἰς τήν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων» (Μθ 13, 49-50). Νομίζω, μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε τό νόημα.

     ΕΡΩΤΗΣΗ: Εὐχαρίστως. Εἶναι τόσο γνωστή ἡ παραβολή, καί τό νόημα τόσο ἁπλό, ἀφοῦ εἶναι ἀπό τίς παραβολές ἐκεῖνες πού ἐξήγησε ὁ ἴδιος ὀ Κύριος. Μ’ αὐτήν διδάσκει ὁ Κύριος ὅτι ἡ «συντέλεια τοῦ αἰῶνος», δηλ. τό τέλος τοῦ κόσμου, θά γίνει σάν τό θερισμό. Τότε στή συντέλεια, δηλαδή στό τέλος, οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ θά κάψουν τά ζιζάνια, τούς κακούς.

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πολύ καλά. Ἀκοῦστε τώρα καί τήν ἑρμηνεία τῶν σπουδαστῶν τῆς Γραφῆς. Στή συντέλεια, ἤτοι τή χρονική περίοδο ἀπό τό 1914 καί μετά, θά στείλει ὁ Ἰεχωβᾶ τούς ἀγγέλους του, δηλ. τούς μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, γιά ν’ ἀναγγείλουν στό λίγο αὐτό διάστημα σ’ ὅλη τή γῆ ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἱδρύθηκε στόν οὐρανό.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί ποῦ τό στηρίζουν αὐτό;

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἐδῶ δέν βρίσκουν κανένα χωρίο· γράφουν μόνο ἕνα λογικό ἐπιχείρημα πού τό θεωροῦν ἀτράνταχτο. Ἀλλά διαμαρτύρεται ἡ λογική, γιατί στηρίζονται σέ κεῖνο πού θέλουν ν’ ἀποδείξουν. Καί γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι τά παραλέω, σᾶς διαβάζω αὐτούσιο τό ἐπιχείρημα πού χρησιμοποιοῦν: «Ἀπαιτεῖται χρόνος γιά νά κηρυχθοῦν τά ἀγαθά νέα σέ ὅλα τά ἔθνη. Ὥστε ἡ "συντέλεια τοῦ αἰῶνος" δέν σημαίνει τό τέλος τοῦ παρόντος κόσμου σέ καταστροφή. Ἄν ἐσήμαινε αὐτό, δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη νά ἐγείρει ὁ Θεός μάρτυρας τῆς "συντελείας τοῦ αἰῶνος"». Ὁ βιβλικός ὅρος «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» σημαίνει ἐδῶ μιά νέα χρονική περίοδο, τόν «ἔσχατον καιρόν» τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ κόσμου. Ἡ χρονική αὐτή περίοδος εἶχε τήν ἀρχή της στό ἔτος 1914· θά λήξει δέ ὅταν αὐτός ὁ κόσμος τελειώσει μέ καταστροφή. Ἔτσι, τό ἔτος 1914 ἐσήμανε τήν ἀρχή τοῦ «ἐσχάτου καιροῦ» γιά τόν παρόντα κόσμον. Καί τό συμπέρασμά τους, στήν ἴδια σελίδα, εἶναι ὅτι τό 1914 ἄρχισαν δύο πράγματα: 1) Ἡ οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέ τό Χριστό ἐνθρονισμένο ὡς βασιλέα καί 2) ὁ «ἔσχατος καιρός» τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ κόσμου.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 154-156

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, παρακαλέσαμε νά μᾶς δώσετε καί πάλι μιά νέα σειρά μαθημάτων γιά τό θέμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Καί σᾶς εὐχαριστοῦμε πού πρόθυμα ἀποδεχθήκατε τήν πρόσκλησή μας.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καί ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ, γιατί εἶναι ἐπιθυμία μου νά συνεχίσω τά θέματα αὐτά, πού τά θεωρῶ πολύ σπουδαῖα καί πολύ ἀναγκαῖα. Σπουδαῖα μέν, γιατί εἶναι μαθήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς, φῶς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἀλήθειες πού ἐλευθερώνουν καί ἁγιάζουν τόν ἄνθρωπο. Ἀναγκαῖα δέ, γιατί ὁ κίνδυνος τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι μεγάλος στίς μέρες μας καί στόν τόπο μας λόγῳ τῆς δραστηριότητος πού ἀναπτύσσουν οἱ αἱρετικοί αὐτοί καί λόγῳ τῆς ἀγνοίας πού ἔχουν οἱ περισσότεροι χριστιανοί μας. Θά θυμᾶστε ἀπό τήν πρώτη σειρά τῶν συνεντεύξεών μας πόσο φοβερά διαστρεβλώνουν τήν ἁγία Γραφή οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί πόσο μεγάλος κίνδυνος εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί βέβαια τά θυμόμαστε ὅλα ὅσα μᾶς εἴπατε. Τά διάφορα δέ περιστατικά πού διαβάζουμε συχνά στόν τύπο, φανερώνουν πόσο δίκαιο ἔχετε ν’ ἀγωνιᾶτε τόσο πολύ καί ν’ ἀγωνίζεστε τόσο σκληρά ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ κινδύνου.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καί ὁ ἀγώνας αὐτός, ὅπως τόνισα τότε, δέν γίνεται ἀπό μῖσος καί πάθος ἐναντίον τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλά ἀπό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη. Ἐκεῖνο πού μισοῦμε εἶναι ἡ πλάνη, ἡ αἵρεση. Τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαποῦμε, τούς συμπαθοῦμε καί ἀγωνιζόμαστε νά τούς ἀποσπάσουμε ἀπό τήν αἵρεση καί νά τούς φέρουμε στήν ἀλήθεια, στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας. Ὁ ἀγώνας μας μοιάζει μέ τό ἔργο τῶν γιατρῶν, πού ἀγαποῦν τήν ὑγεία καί τόν ἄρρωστο καί γι’ αὐτό πολεμοῦν τήν ἀρρώστια.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολύ σωστός καί δίκαιος ἀγώνας. Ποιό, λοιπόν, εἶναι τό θέμα σας σήμερα, κ. καθηγητά;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέ ἀφορμή τόν πόλεμο στή Μέση Ἀνατολή οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ξεσηκώθηκαν σέ γενικό συναγερμό. Νόμισαν ὅτι ἄρχισε ὁ Ἀρμαγεδών. Ξεσηκώθηκαν σέ μιά παγκόσμια ἐξόρμηση, γιά νά ἐκμεταλλευθοῦν τά γεγονότα καί νά αὐξήσουν τούς ὀπαδούς τους. Κυκλοφόρησαν μάλιστα σέ διάφορα κράτη κατά ἑκατομμύρια ἕνα τετρασέλιδο φυλλάδιο μέ τόν τίτλο: «Τελειώνει ὁ καιρός γιά τό ἀνθρώπινο γένος;», μέ συναρπαστικές εἰκόνες καί χτυπητά σχήματα, γιά νά συγκινήσουν τούς ἀφελεῖς, καί νά ἐπεκτείνουν τήν ὀργάνωσή τους. Τό κυκλοφόρησαν κι ἐδῶ στήν Ἑλλάδα.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Διαβάσατε, κ. καθηγητά, αὐτό τό φυλλάδιο;
  ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τό διάβασα. Σκόρπισαν πολλά στίς πόρτες τῶν σπιτιῶν καί πολλά ἔστειλαν ταχυδρομικῶς σέ διαφόρους. Πολλοί πιστοί μοῦ τά ἔφεραν νά τά δῶ. Τό γραφεῖο μας, τό ἀντιαιρετικό γραφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μάζεψε πολλά ἀπ’ αὐτά τά φυλλάδια. Καί διοργάνωσε ἀμέσως γενικές καί τοπικές συναθροίσεις, ὅπως καί κατ’ οἶκον συνομιλίες στίς διάφορες συνοικίες, καί ἀπό τό ἕνα μέρος κατατόπισε τούς πιστούς, ἀπό τό ἄλλο βρῆκε κατάλληλα τά ἴδια τά βόλια τῶν αἱρετικῶν νά τά ἐπιστρέψει στά κεφάλια τους. Αὐτό τό φυλλάδιο ἦταν πράγματι μιά εὐλογία γιά τόν ἱερό ἀγώνα μας.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς ἕνα χιλιαστικό φυλλάδιο τό χαρακτηρίζετε γιά εὐλογία στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέ τό δίκιο σας ἀπορεῖτε καί ἴσως μερικοί νά θυμώνουν κιόλας. Ὅμως ἡ Γραφή μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ σατανᾶς καί οἱ ὀπαδοί του πολλές φορές συντρίβονται καί ἐξευτελίζονται μέ τά ἴδια τους τά ἔργα. Νά, ἕνα μεγάλο παράδειγμα. Ὁ σατανᾶς ἑτοίμασε τό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ θάνατος ἔγινε αἰτία τῆς λυτρώσεώς μας, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοτε ὁ σατανᾶς ἐμπόδισε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ἐπισκεφθεῖ τή Θεσσαλονίκη, καί αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά γράψει ὁ ἀπόστολος τίς δύο πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολές πού ἔχουμε ὅλοι μας μέχρι σήμερα. Ἀργότερα ξεσήκωσε τόν Ἄρειο καί τούς ἄλλους αἱρεσιάρχες νά διαφθείρουν τήν Ἐκκλησία, καί ἔγιναν ἀφορμή νά λάμψουν οἱ ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς πίστεώς μας. Καί σήμερα οἱ αἱρετικοί βοηθοῦν ἔμμεσα νά φαίνονται οἱ δόκιμοι, οἱ ἐκλεκτοί. Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος γράφει: «Χρειάζεται νά ἐμφανίζονται ἀνάμεσά σας αἱρέσεις, γιά νά φαίνεται ποιοί εἶναι οἱ γνήσιοι». Ἔτσι καί μέ τό φυλλάδιο αὐτό ἔπαθαν μεγάλη ζημιά. Νόμισαν, ὅτι ὁ πόλεμος Ἰσραήλ καί Αἰγυπτίων θά συνεχισθεῖ μέ τόν Ἀρμαγεδώνα, τόν πόλεμο πού θά φέρει τήν καταστροφή τοῦ κόσμου. Ἔπεσαν ὅμως ἔξω στίς προβλέψεις τους· ὅπως πέφτουν πάντοτε. Γιατί ἡ διδασκαλία τους γιά τό τέλος τοῦ κόσμου εἶναι μιά φοβερή διαστρέβλωση τῆς ἁγίας Γραφῆς.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Τί διδάσκουν γιά τό τέλος τοῦ κόσμου οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στό περιοδικό τους «Σκοπιά», τό Μάρτιο τοῦ 1880, ἔγραψαν τά ἑξῆς: «Οἱ καιροί τῶν ἐθνῶν ἐκτείνονται ὥς τό ἔτος 1914 , ἡ δέ οὐράνια βασιλεία δέν θά ἔχει πλήρη ἐξουσία ἕως τότε». Περίμεναν, λοιπόν, νά ἔλθει ὁ Χριστός, τό 1914, γιά νά ἱδρύσει τήν οὐράνια βασιλεία του στή γῆ. Ἔλα ὅμως πού ἦλθε τό 1914 καί ὁ Χριστός δέν ἦλθε, οὔτε ἔγινε τίποτα. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀποτυχίας τους αὐτῆς ἦταν νά ξευτελισθοῦν καί νά πάθουν μεγάλη πανωλεθρία καί διάλυση. Πολλοί ἀπό τούς ὀπαδούς τους τότε θυμήθηκαν τή μαρτυρία τοῦ Δευτερονομίου. «Ἐάν ἕνας πεῖ κάτι, λέγοντας ὅτι εἶναι προφητεία ἀπό τόν Κύριο, καί δέν πραγματοποιηθεῖ αὐτό πού εἶπε γιά προφητεία, ὁ προφήτης αὐτός εἶπε μία ἀσέβεια· δέν θά τόν πιστέψετε» (Δευτ. 18,22). Οἱ ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως καί τά φανατικά τους στελέχη δέν εἶχαν μοῦτρα νά ἐμφανισθοῦν στόν κόσμο. Ἡ ἀποδοκιμασία τῶν παρασυρμένων ἦταν ἔντονη καί γενική. Ἔτσι νεκρώθηκε γιά μερικά χρόνια ἡ ὀργάνωση τῶν χιλιαστῶν, ἤ σπουδαστῶν τῆς Γραφῆς, ὅπως λέγονταν τότε. Στήν περίοδο αὐτή τῆς ἀποτυχίας καί ἀποδοκιμασίας πέθανε καί ὁ ἱδρυτής τῆς ὀργανώσεως Ρῶσσελ, τό 1916. Ὁ διάδοχός του, ὁ Ἑβραῖος δικαστής Ρόδερφορδ ἐμφανίσθηκε λέγοντας ὅτι ἔλαβε «νέο φῶς» καί ὅτι μέ τά νέα στοιχεῖα καί τούς νέους ὑπολογισμούς ἡ β΄ παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά γίνει τό 1925!
   ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε καθηγητά, τί εἶναι αὐτά πού ἀκοῦμε; Καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐξακολουθοῦν νά τούς πιστεύουν; Μήπως δέν τά γνωρίζουν αὐτά;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὁ σατανᾶς φροντίζει κάθε φορά νά τούς δίνει ἐπιχειρήματα. Καί ἕνα ἀπό τά ἐπιχειρήματά τους εἶναι καί τοῦτο. «Ἐμεῖς, λένε, δέν δογματίζουμε. Δέν μένουμε σταθεροί σέ κάτι. Μέ τό νέο φῶς πού παίρνουμε, μποροῦμε ἀμέσως ν’ ἀλλάζουμε τίς θέσεις μας. Γι’ αὐτό εἴμεθα σπουδασταί τῆς Γραφῆς».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί πείθει τό ἐπιχείρημα αὐτό; Εἶναι ὅλοι τους τόσο ἀνόητοι καί κατά τό κοινῶς λεγόμενο «χαύτουν» τέτοιες κακοδοξίες χωρίς νά διαμαρτύρονται;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὄχι βέβαια καί ὅλοι. Πολλοί τούς ἐγκατέλειψαν καί τούς ἐγκαταλείπουν. Καί μάλιστα πολλοί ἔγραψαν καί βιβλία ἐναντίον τῆς ὀργανώσεως καί γράφουν φοβερές ἀλήθειες. Ξεσκεπάζουν κυριολεκτικά τήν ὀργάνωση, ἀποδεικνύουν μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα ὅτι εἶναι ὀργάνωση τοῦ σατανᾶ, ἡ πιό ἐπικίνδυνη ἀπ’ ὅλες.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Θά θέλατε νά ἀναφέρετε μερικά ἀπό τά ὀνόματα αὐτά;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εὐχαρίστως. Τά ἔργα τοῦ William J. Schnell, ὁ ὁποῖος ἐπί 30 χρόνια ἦταν ἡγετικό στέλεχος τῆς ὀργανώσεως τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ καί μετά τούς ἐγκατέλειψε, ἔκαναν μεγάλη θραύση στήν Ἀγγλία καί στήν Ἀμερική. Τό βιβλίο ἑνός γερμανοῦ, πού μοῦ διαφεύγει τό ὄνομά του, τό “Von Jahowas Zeugnis zu Christi Zeugnis” ἐξερράγη σάν βόμβα στήν Εὐρώπη. Στήν Ἑλλάδα ὁ Εὐάγγ. Τζέλης, πρώην μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἐγκατέλειψε τήν ὀργάνωση καί ἔγραψε ἕνα πολύ χρήσιμο βιβλίο: «Ἐκστρατεία ἀγάπης». Σ’ αὐτό ὁ συγραφέας μέ ἁπλότητα, σαφήνεια, ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα ἀπό τά ἴδια τά βιβλία τους, ἀλλά καί μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη τούς ξεσκεπάζει καί φανερώνει τίς κυριώτερες πλάνες τους.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Τί γράφει, λοιπόν, γιά τίς ψευδοπροφητεῖες τους;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σᾶς διαβάζω ἕνα χαρακτηριστικό κομμάτι ἀπό τή σελίδα 9 γιά τό 1925. «Πρό τοῦ 1925 ὁ Ρόδερφορδ κυκλοφόρησε ἕνα βιβλιαράκι μέ τόν τίτλο «Ἑκατομμύρια ἤδη ζώντων οὐδέποτε θά ἀποθάνωσι». Ἐκεῖ ὁ Ρόδερφορδ ὅριζε τό 1925 ὡς τό ἔτος τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀρχαίων πατριαρχῶν καί τῆς συντελείας τοῦ κόσμου. Ὅσο δέ πλησίαζε τό ἔτος 1925, τόσο οἱ ὀπαδοί του ἀδιαφοροῦσαν γιά κάθε τι τό ἐγκόσμιο, διότι πίστευαν πώς τό τέλος πλησίαζε. Ἀκόμη πολλοί τό 1924 δέν ἀγόραζαν οὔτε ἕνα καινούργιο κοστούμι, διότι ὕστερα ἀπό λίγο θά τούς ἦταν ἄχρηστο. Μόνο ὁ Ρόδερφορδ ἀγόρασε μιά ὄμορφη βίλλα στό Σάν Ντιέγκο τῆς Νοτίου Καλιφόρνιας, μέ σκοπό νά γίνει κατοικία τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, καί τήν ὁποία ὀνόμασε Μπέθ Σαρίμ, πού σημαίνει οἶκος ἀρχόντων. Ἀλλά ὅταν ἦρθε καί παρῆλθε τό 1925 χωρίς νά ἔλθει τό τέλος τοῦ κόσμου καί χωρίς νά ἀναστηθοῦν οἱ πατριάρχες, ὁ Ρόδερφορδ κέρδισε τή βίλλα καί στούς ἀφελεῖς εἶπε ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ἔρθει τό τέλος, ἀφοῦ ἀκόμη εἶχαν πολύ ἔργο νά κάνουν!!! Τήν τραγική αὐτή εἰρωνεία δέν τήν χώνεψαν ὅλοι, καί ἔτσι, ἕνας ἀριθμός ἀπό 40.000 Σπουδαστές τῶν Γραφῶν ἐπαναστάτησε καί ἀπεχώρησε».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιά τό 1914;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γι’ αὐτό μπορεῖ νά βρεῖ κανεῖς χίλια δυό φαιδρά καί σοβαρά πού γράφτηκαν τότε σέ ὁλόκληρο τόν τύπο, ἡμερήσιο καί περιοδικό, τῆς Ἀμερικῆς. Ἀλλά καί ἀπό τά βιβλία πού σήμερα ἐκδίδουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ μπορεῖ κανείς νά μάθει γιά τήν συντριβή πού ὑπέστησαν μέ τήν ἀποτυχία τους τό 1914. Βέβαια αὐτοί δέν τό γράφουν ἄμεσα ἀλλά ἔμμεσα. Ὅποιος ὅμως ξέρει τήν ἱστορία τό καταλαβαίνει εὔκολα.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Μέ συγχωρεῖτε, κ. καθηγητά. Νομίζω ὅτι οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ δέν ντρέπονται σήμερα γιά τό 1914, ἀλλά καυχῶνται μάλιστα.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀκριβῶς αὐτό θέλω τώρα νά πῶ. Μετά ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἀποτυχίες καί ἀφοῦ διεπίστωσαν ὅτι δέν γίνονται πιστευτοί μέ τή θεωρία ὅτι κάθε τόσο λαμβάνουν περισσότερο φῶς, ἐπανῆλθαν μέ ἀκράτητο ἐνθουσιασμό στήν πρώτη προφητεία. Καλά προφήτευσε ἡ Σκοπιά τοῦ 1880 ὅτι τό 1914 θά γίνει ἡ β΄παρουσία καί θά ἀναλάβει ὁ Χριστός τήν ἐξουσία. Πράγματι τό 1914 ἔγινε ἡ β΄ παρουσία. Ντροπή στούς σπουδαστές τῆς Γραφῆς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού δέν τό ἀντελήφθηκαν καί νόμισαν ὅτι γελάσθηκαν καί φοβήθηκαν καί κρύφτηκαν ἀπό τόν κόσμο. Τοὐς νέκρωσε ὁ σατανᾶς καί τούς κράτησε σέ ἀδράνεια τόσα χρόνια.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποῦ τά γράφουν αὐτά, κ. καθηγητά;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στά νεώτερα βιβλία καί περιοδικά τους. Στό βιβλίο τους π.χ. «Ἀπό τόν ἀπολεσθέντας παράδεισο στόν ἀποκαταστημένο παράδεισο» τό γράφουν 3-4 φορές. Στή σελ. 186, 3 γράφουν· «Άλλά οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀντί νά ἐξακολουθήσουν νά κηρύττουν, τελικά σχεδόν ἐσιώπησαν στόν πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τί συνέβη; Οἱ μάρτυρες ἐνεκρώθησαν μέ μιά πνευματική ἔννοια. Ὁ Θεός ἄφησε τόν Διάβολο νά σταματήσει τή μαρτυρία. Ὁ Θεός ὠργίσθη μέ τούς μάρτυράς του». Ἐπίσης στή σελ. 188 γράφουν· «Ἀπό τό ἔτος 1914 ὥς τό 1918 οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἦσαν αἰχμάλωτοι στήν πνευματική Βαβυλῶνα ἤ σύγχρονη Βαβυλῶνα» κ.ἄ.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὥστε δέν ἀρνοῦνται λοιπόν καί οἰ ἴδιοι ὅτι μετά τό 1914 ἔπαθαν πανωλεθρία. Ἀλλά πῶς σήμερα μιλοῦν μέ τόσο ἐνθουσιασμό γι’ αὐτό;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως εἶπα, μετά ἀπό πολλές ἀποτυχίες ξαναγύρισαν στήν πρώτη τους προφητεία. Τήν βρῆκαν σωστή καί προσπάθησαν νά τήν θεμελιώσουν μέ διάφορες θεωρίες. Ἀλλά γι’ αὐτά θά μιλήσουμε στήν ἑπομένη συνέντευξη.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 137-140

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Περιμένουμε ν’ ἀκούσουμε σήμερα, κ. καθηγητά, γιά τό ἅγιο Πνεῦμα. Τί διδάσκουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ γιά τό ἅγιο Πνεῦμα;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως ἀρνοῦνται τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί τή σωματική ἀνάστασή του, ἔτσι γιά τό ἅγιο Πνεῦμα ἀρνοῦνται τή θεότητά του καί τήν προσωπικότητά του. Δηλαδή δέν δέχονται ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο καί ὅτι εἶναι καί Θεός. Πιστεύουν καί τό κηρύττουν γραπτῶς καί προφορικῶς ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μία δύναμη, ἡ ἐνεργός δύναμη τοῦ Θεοῦ. Παρομοιάζουν τό ἅγιο Πνεῦμα μέ τόν ἄνεμο ἤ μέ τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ὁ ἱδρυτής τοῦ χιλιασμοῦ Ρῶσσελ, διαστρεβλώνοντας τά διάφορα χωρία τῆς Γραφῆς πού μιλοῦν γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀπορρίπτει καί τήν προσωπικότητά του καί τή θεότητά του καί ὀνομάζει τό ἅγιο Πνεῦμα ἄλλοτε συνείδηση, ἄλλοτε ἁγία ἐπιρροή καί ἄλλοτε, ὅταν πρόκειται γιά τό χαρακτηρισμό Παράκλητος, θεία πρόνοια. Περισσότερο ἀναιδεῖς καί ἀσεβεῖς παρουσιάζονται οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ στίς προφορικές συζητήσεις. Εἶναι ἐκ τῶν προτέρων προετοιμασμένοι καί ἐκπαιδευμένοι νά γελάσουν, πῶς καί πόσο νά γελάσουν, ὅταν τούς μιλήσει κανείς γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό διαπίστωσα αὐτό ἀπό τό ὅτι ἔπαιξαν τόν ἴδιο ρόλο σαρκασμοῦ διάφοροι χιλιασταί σέ διάφορα μέρη. Ἀπήντησαν δέ καί μέ τά ἴδια λόγια, καί ζήτησαν νά τούς δείξω ποῦ στή Γραφή γίνεται λόγος γιά τά «μοῦτρα» τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἀγανακτῶ μέ τήν ἀγραμματοσύνη τους, κ. καθηγητά, καί τή θρασύτητα νά κάνουν καί τό δάσκαλο. Τόσο ἀγράμματοι, νά νομίζουν ὅτι πρόσωπο καί προσωπικότης σημαίνει «μοῦτρα»! Θαυμάζω τήν ὑπομονή σας νά συζητᾶτε μαζί τους.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀγανακτεῖ καί ἐξανίσταται κανείς μέ τήν ἀθλιότητά τους. Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι τούς ὑπομένω μέ πολλή μακροθυμία, γιατί τούς ἀγαπῶ καί θέλω τή σωτηρία τους. Πλανεμένα ἀδέλφια μας εἶναι. Ἐκεῖνο πού μέ λυπεῖ κατάκαρδα εἶναι τό πεῖσμα τους νά μείνουν στήν πλάνη καί στήν ἀσέβεια καί μετά ἀπό τόσες μαρτυρίες τῆς Γραφῆς.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Θά θέλαμε, κ. καθηγητά, νά ἀκούσουμε αὐτές τίς μαρτυρίες.
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους πού ξέρουν τά ἐγκύκλια μαθήματα, τά οὐσιαστικά χωρίζονται στά ἀφηρημένα, πού εἶναι οἱ ἔννοιες, καί στά συγκεκριμένα, πού εἶναι πρόσωπα, ζῶα, πράγματα. Γιά νά εἶναι ἕνα πρόσωπο πρέπει νά ἔχει λογικό. Ἤ πιό ἀναλυτικά, νόηση, βούληση, αἴσθηση. Λογικά ὄντα εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἄγγελοι καί δαίμονες καί ὁ Θεός. Αὐτά τά ὄντα ἔχουν προσωπικότητα, καί ἀπό αὐτά μόνο ὁ ἄνθρωπος ἔχει μοῦτρα. Ἀλλά ἄλλο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, πού κοινῶς λέγεται μοῦτρα ἤ πρόσοψη τῆς κεφαλῆς, καί ἄλλο τό πρόσωπο, ἡ ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, πού λέγεται καί προσωπικότης. Ὥστε γιά νά εἶναι κάτι πρόσωπο πρέπει νά ἔχει λογικό, ἤ ἀναλυτικά, νά σκέπτεται καί νά γνωρίζει, νά βούλεται καί νά ἀποφασίζει, νά αἰσθάνεται καί νά ἀγαπᾶ ἤ νά λυπᾶται. Ἐάν ἡ Γραφή μᾶς προσφέρει μαρτυρίες ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα ἔχει λογικό ἤ ἔχει νόηση, βούληση καί αἴσθηση, τότε δέν χωράει καμιά ἀμφιβολία ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο, ἔχει προσωπικότητα.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί ὑπάρχουν χωρία στή Γραφή γιά ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, κ. καθηγητά;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βεβαίως ὑπάρχουν καί μάλιστα πολύ χτυπητά.
       Α΄. Νόηση
          1.   Γνωρίζει· «Τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».
          2.   Ἐρευνᾶ· «Τό Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ».
       Β΄. Βούληση
          1.   Βούλεται· «Πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ, καθώς βούλεται».
          2.   Ἀποφασίζει· «Ἔδοξε γάρ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν...».
       Γ΄. Αἴσθηση
       1. Ἀγαπᾶ· «Παρακαλῶ δέ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος, συναγωνίσασθαί μοι...»
       2. Λυπεῖται· «Καί μή λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως».
   Ὁλοκάθαρα, λοιπόν, φαίνεται καί ἐντελῶς ἀβίαστα συνάγεται ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὁπωσδήποτε ὁλοκάθαρα, κ. καθηγητά, γιά κείνους πού ἔχουν μάτια, καί ἀβίαστα γιά κείνους πού δέν ἔχουν προκατάληψη. Γιά τούς χιλιαστές ὅμως, νομίζω, ταιριάζει ἐκεῖνο πού ἀκοῦμε τή Μ. Ἑβδομάδα «ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καί κοντά σ’ αὐτές τίς μαρτυρίες ἡ ἁγία Γραφή μᾶς χαρίζει καί ἄλλες πού μιλοῦν γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι παρουσιάζουν τίς ἐνέργειές του, ἐνέργειες λογικοῦ ὄντος, προσώπου. Καί αὐτές εἶναι:
    Α΄. Διδάσκει
     1. Ὑπενθυμίζει· «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ’ ὑμῖν μένων· ὁ δέ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν».
    2. Ὁμιλεῖ· «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τήν γραφήν ταύτην ἥν προεῖπε τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά στόματος Δαυΐδ περί Ἰούδα...».
      «Εἶπε δέ τό Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ».
      «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό ἅγιον».
      «Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις».
     3. Μαρτυρεῖ· «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός».
     4. Ἐλέγχει· «Καί ἐλθών ἐκεῖνος ἐλέγξει τόν κόσμον περί ἁμαρτίας...».
   Β΄. Διοικεῖ
     1. Ἀποκαλύπτει· «Καί ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μή ἰδεῖν θάνατον πρίν...».
    2. Ἐκλέγει· «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι...».
    3. Κατευθύνει· «Οὗτοι μέν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου κατῆλθον εἰς τήν Σελεύκειαν...».
    4. Ὁδηγεῖ· «Τό Πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ».
    5. Ἐμποδίζει· «Κωλυθέντες ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τόν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ».
    6. Κυβερνᾶ· «Ὅσοι γάρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται οὗτοί εἰσιν υἱοί Θεοῦ».
  Γ΄. Ἀντιμετωπίζεται λογικά
    1. Γίνεται λόγος γιά βλασφημία κατά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
    2. Χαρακτηρίζεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας ὡς προσπάθεια νά ξεγελάσουν τό Πνεῦμα τό ἅγιον· «Τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τό Πνεῦμα Κυρίου;».
Ὅλα αὐτά πείθουν ἀπόλυτα ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι πρόσωπο καί ὄχι μία ἐνεργός δύναμη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅλα ὅσα τονίζουν τά χωρία πού ἀνέφερα εἶναι γνωρίσματα τά ὁποῖα ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ ἕνα λογικό πρόσωπο. Μία ἀφηρημένη ἔννοια δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα ἀπό αὐτά, ὅσο ὑψηλή καί ἄν εἶναι. Ἡ ἀφηρημένη ἔννοια εἶναι κάτι τό ἀναίσθητο, ἤ μᾶλλον κάτι τό ἀνύπαρκτο. Δέν ὑπάρχει κἄν χωρίς τόν φορέα της. Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, νά σκέπτεται, νά ἐπιθυμεῖ, νά συναισθάνεται, νά ἀποφασίζει καί νά ἐνεργεῖ, νά ἀντιμετωπίζει λογικά τήν συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου;
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί ὅμως οἱ σπουδαστές τῆς Γραφῆς τό ἀντιμετωπίζουν πολύ παράλογα καί ὁπωσδήποτε ὑπάγονται στήν τάξη τῶν βλασφήμων τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί στό κρῖμα τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας.
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὡς τελευταῖο ἐπιχείρημα ἔχω νά πῶ τό ἑξῆς. Ὅταν μιλᾶ ἕνα πρόσωπο, λέει «ἐγώ». Ὅταν ἀπευθυνόμαστε σ' αὐτό, λέμε «ἐσύ». Καί ὅταν μιλᾶμε γι' αὐτό, λέμε «αὐτός», ἤ «ἐκεῖνος». Ἡ Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεῖ ὅλες αὐτές τίς ἀντωνυμίες γιά τό ἅγιο Πνεῦμα. Γιά τό «ἐγώ» ὑπενθυμίζω τό χωρίο πού ἀνέφερα· «ἀφορίσητε δή μοι...» (Πρξ 13,2). Γιά τό «ἐκεῖνος» παραπέμπω στό Ἰω 14,26 καί 15,26, ὅπου γίνεται χρήση καί τῆς ἀντωνυμίας «ὅς», ὁ ὁποῖος, σέ γένος ἀρσενικό, ἐνῶ τό λέγει «Πνεῦμα», πού εἶναι γένους οὐδετέρου. Ἐπιπλέον ὀνομάζεται τό ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Χριστό «ὁ Παράκλητος».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Σέ ὅλα αὐτά τί θά εἶχαν νά ποῦν, κ. καθηγητά, οἱ χιλιαστές;
  ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅλο καί κάτι ἔχουν νά ποῦν. Ὁ σατανᾶς εἶναι μεγάλος καί ἐπιτήδειος μηχανορράφος καί διαστρεβλωτής καί τούς σκοτίζει, ὅπως τό Πνεῦμα τό ἅγιο φωτίζει τούς δικούς του. Ἀκοῦστε τί μοῦ εἶπε εἰς ἀπάντησιν ὅλων αὐτῶν ἕνας χιλιαστής. Εἶναι, λέει, προσωποποίηση τῆς ἐνεργοῦς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνέφερε γιά παράδειγμα τήν προσωποποίηση τοῦ νόμου. Δέν συνηθίζονται, μοῦ λέγει, οἱ ἐκφράσεις τό πνεῦμα τοῦ νόμου, ὁ νόμος λέγει, ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου, ἡ σκέψη τοῦ νόμου; Ἀσφαλῶς συνηθίζονται, τοῦ εἶπα, καί πίσω ἀπό αὐτές κρύβεται ὁ νομοθέτης. Ἄκουσες, τοῦ λέω, ποτέ νά λέγεται ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου καί τοῦ νομοθέτου; Ὄχι, μοῦ λέγει. Καί ὅμως, τοῦ εἶπα, ἡ Γραφή λέγει· «ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός, τοῦ ἁγίου Πνεύματος», «ἡ χάρις τοῦ Πατρός καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Τί σᾶς ἀπήντησε, κ. καθηγητά;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἔμεινε μέ κλειστό τό στόμα.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Περιμένουμε τώρα καί τίς ἀποδείξεις γιά τή θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ τό θέμα μας.
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι κοινό πρόσωπο. Πρόσωπα εἶναι καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι καί κάθε λογικό κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἅγιο εἶναι τό πρόσωπο πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἄλλο πρόσωπο, τό πρόσωπο ἐκεῖνο, ὑψηλότερο τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει ἄλλο. Εἶναι ὁ Θεός, ἡ μία ἀπό τίς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος. Τό Πνεῦμα «ἐρευνᾷ τά βάθη τοῦ Θεοῦ». Τά ἀνώτερα καί τελειότερα λογικά κτίσματα, οἱ ἄγγελοι, δέν μποροῦν ὄχι τά βάθη τοῦ Θεοῦ ἀλλά οὔτε τά βάθη τοῦ ἀνθρώπου νά ἐρευνήσουν. Μόνον ὁ Θεός εἶναι καρδιογνώστης καί μόνον αὐτός μπορεῖ νά ἐρευνᾶ τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά «ἐρευνᾷ τά βάθη τοῦ Θεοῦ»; Μόνον ἕνας πού εἶναι ἴσος μέ τόν Θεό, μόνον ὁ Θεός. Θεός, λοιπόν, τό Πνεῦμα. Ἀκόμη τό ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται στή θεία Γραφή νά ἔχει θεῖες ἰδιότητες, θεῖες ἐνέργειες. Συμμετέχει στή δημιουργία, ἀναγέννηση, κυβέρνηση.
    Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ἤλεγξε τόν ψεύτη Ἀνανία, εἶπε· «Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τήν καρδίαν σου ψεύσασθαί σε τό Πνεῦμα τό ἅγιον; Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις ἀλλά τῷ Θεῷ». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ, γιατί μέσα του κατοικεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιο (Α΄ Κο 3,16· 6,19). Ποιά ἄλλη ὕπαρξη, ποιά οὐράνια δύναμη, ποιός ἄγγελος ἔχει ναό, καί μάλιστα ναό λογικό; Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά ἔχει ναό, διότι μόνον αὐτός λατρεύεται. Καί τότε μόνον ἔχει κανείς ναό, τότε λατρεύεται, ὅταν εἶναι Θεός. Στό χωρίο Πρξ 13,2 εἴδαμε ὅτι τό Πνεῦμα λέει· «Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς». Οἱ δύο ἄνδρες εἶναι «κλητοί ἀπόστολοι» τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά ὁ Παῦλος στήν πρώτη φράση ἕξι ἐπιστολῶν του χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του «Παῦλος κλητός ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διά θελήματος Θεοῦ» ἤ «κατ' ἐπιταγήν Θεοῦ». Ποιός εἶναι ὁ Θεός μέ τό θέλημα τοῦ ὁποίου ἤ κατά διαταγήν τοῦ ὁποίου κλήθηκε ἀπόστολος; Ἀσφαλῶς τό Πνεῦμα, γιατί τό Πνεῦμα «προσκέκληται αὐτόν». Εἶναι ὅμως ἐξίσου κλητός καί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Γιατί καί τά τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός. Τό θέλημα καί ἡ διαταγή τοῦ ἑνός εἶναι θέλημα καί διαταγή καί τῶν τριῶν, γιατί καί τῶν τριῶν θείων προσώπων ἡ θέληση καί ἡ ἐνέργεια εἶναι μία.
    Τό ὄνομα «Κύριος» ὅταν λέγεται μέ τή σημασία «ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος», «ὁ αἰώνιος Κύριος», «ὁ μόνος Κύριος», εἶναι ἀποκλειστικά ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τό Πνεῦμα ὀνομάζεται καί «ὁ Κύριος»· «Ὁ δέ Κύριος τό Πνεῦμά ἐστιν, οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία». Ἕνας μόνον ἔχει τό ὄνομα αὐτό, «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα», καί αὐτός εἶναι ὁ τριαδικός Θεός.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 119-122