Μέ ἀφορμή τήν πανδημία τῆς ἀσθένειας τοῦ κορονωϊοῦ covid-19 εὐρέως ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ τήν κοινή γνώμη, γενικότερα καί ὄχι μόνο τήν ἐκκλησιαστική, τό ἐρώτημα: Εἶναι δυνατόν νά μεταδοθεῖ ὁ ἰός μέσῳ τῆς θ. Κοινωνίας, ὥστε νά νοσήσει ὁ ἄνθρωπος;
1. Τό σωστό ἐρώτημα
Τό ἐρώτημα, ὅπως ἔχει τεθεῖ, ἑστιάζει στό «τί» ἤ «ποιός» βρίσκεται στό ἅγιο Ποτήριο καί πῶς ἐνεργεῖ σέ ἐκεῖνον, πού τό/τόν προσεγγίζει, ἐάν δηλαδή καί κατά πόσον τοῦ μεταφέρει ζωή ἤ ἀσθένεια καί πιθανό θάνατο. Ἐντούτοις τέτοιο ἐρώτημα σέ κάθε περίπτωση δέν ὑφίσταται, οὔτε γιά ἐκεῖνον πού ἀποδέχεται τήν σαφή καί ξεκάθαρη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε γιά ἐκεῖνον, πού δέν τήν ἀποδέχεται, καθώς βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν προσωπικό του ὀρίζοντα καί τά ἐνδιαφέροντά του· δέν τόν ἀφορᾶ.
Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καί ὁμολογεῖ ὅτι στό Μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ». Τήν ὁμολογία αὐτή τήν ἔχει παραλάβει ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἱδρυτή της, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τό Μυστήριο καί τό παρέδωσε στούς ἀνθρώπους-μαθητές του μέ τά λόγια· «λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου» (Ματθ. 26,26-27). Μέ αὐτήν τήν ὁμολογία ἡ Ἐκκλησία πορεύεται στόν κόσμο τήν ἱστορική της πορεία, «καταγγέλλοντας» (Α’ Κορ. 11,26-27) τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί καλώντας τούς ἀνθρώπους κάθε τόπου καί ἐποχῆς νά προσεγγίσουν στό Μυστήριο, γιά νά λάβουν μέρος στήν Ἀνάσταση ζωῆς Ἐκείνου.
Κατά συνέπεια, τό ἐρώτημα μέ τόν τρόπο πού τέθηκε ὄχι ἁπλῶς ἐμβάλλει τήν ἀμφιβολία, ἀλλά πιθανόν εἰσάγει καί ἐνσπείρει τήν ὑπόνοια ὅτι ὁ Χριστός μεταδίδει θάνατο καί ὄχι ζωή. Σύμφωνα μέ τήν βιβλική σκέψη, τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα πού διαβάλλουν, προσβάλλουν καί συκοφαντοῦν προσωπικά τόν ἴδιο τόν Θεό καί τίς ἐνέργειές του στόν ἄνθρωπο, προέρχονται ἀπευθείας ἀπό τόν «διάβολο» (Πράξ. 13,10) καί εἶναι ἐπινοήματα τοῦ πονηροῦ «ὄφεως» (Γεν. 3,1) καί «πατέρα τοῦ ψεύδους» (Ἰω. 8,44), ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει ἀπό τήν ἀρχή νά πείσει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ «μέ ἄλλο μάτι» τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι, γιά παράδειγμα, ὁ Θεός ἀπαγόρευσε στόν ἄνθρωπο ὡς θανατηφόρο, εἶναι τελικά «καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι» (Γεν. 3,6). Τό θαυμαστό καί ἐμβληματικό κείμενο τῆς Γενέσεως περιγράφει λεπτομερῶς καί μέ παραδειγματικό τρόπο τήν διαδικασία, μέ τήν ὁποία ὁ ὄφις ἐπιτυγχάνει τόν σκοπό του: ἐκλογικεύοντας, (ὑπερ)ἀναλύοντας καί (παρ)ἑρμηνεύοντας τούς λόγους καί τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν (ψευδ)αἴθηση ὅτι ἐλέγχει τόν Θεό καί Δημιουργό του. Γιά τούς λόγους αὐτούς εὔκολα κατανοεῖ ὁ στοιχειώδης νοῦς γιά ποιόν λόγο τό ἐρώτημα, ὅπως τέθηκε στήν δημόσια συζήτηση, πού ἑστιάζει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι λάθος· διότι διατυπώθηκε κατ’ ἀρχάς ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἄσχετοι μέ τήν ζωή καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἑπομένως εἶναι πολύ φυσικό τά θεολογικά ἐρωτήματα, πού θέτουν νά εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λανθασμένα.
Ἀλλά καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ φυσιολογική ἀντίδραση πού δημιουργήθηκε στήν Ἐκκλησία ἀπό ὅσους ἔχουν γεύση καί ἐμπειρία τῆς σωτήριας ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τους καί στόν κόσμο, ὁδήγησε στήν ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός καί τό Μυστήριο δέν μεταδίδει ἀσθένεια, ἀλλά ζωή, καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο νά νοσήσει. Δόθηκε ὅμως ἔτσι ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἡ θ. Κοινωνία εἶναι κάτι ὠσάν «μαγικό» μέ δεδομένη καί αὐτονόητη θετική ἐνέργεια ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Ἡ θέση αὐτή δέν ἀπηχεῖ τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, διότι στό μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὑπάρχουν δύο «συμβαλλόμενοι»: ὁ Θεός Χριστός, πού κοινωνεῖται, καί ὁ ἄνθρωπος, πού κοινωνεῖ. Καί ἐφόσον γιά τό πρῶτο, τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, τό σωστό ἐρώτημα ὄφειλε νά ἑστιάζεται στό δεύτερο «συμβαλλόμενο» μέρος, στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: Εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά νοσήσει προσερχόμενος στό μυστήριο τῆς θ. Kοινωνίας; Ἡ ἀπάντηση ἐδῶ εἶναι καταφατική καί τήν διαβεβαιώνει αὐθεντικά ὁ θεόπνευστος ἁγιογραφικός λόγος ἀλλά καί ἡ διαχρονική ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Καί τοῦτο διότι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος συνήθως ἀσθενεῖ, ὅταν παραβιάζει τούς κανόνες τῆς σωματικῆς ἤ ψυχικῆς ὑγείας, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά νοσήσει, ἀκόμη καί σωματικῶς, ὅταν παραβιάζει τούς «κανόνες» τῆς πνευματικῆς ὑγείας στήν ὁποία μετέχει ὡς ὅλον (ψυχή καί σῶμα) καί ὄχι μεμονωμένα (μόνο ψυχή ἤ πνεῦμα).
2. Προϋποθέσεις προσέλευσης στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεμβαίνει διαγνωστικά τονίζοντας ὅτι στήν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου συνέβη νά ὑπάρχουν «πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι», ἀπό τούς ὁποίους «κοιμῶνται ἱκανοί (=πεθαίνουν ἀρκετοί)» (Α΄ Κο 11,30), ἐξαιτίας, ὅπως ἐξηγεῖ, τῆς παράβασης τῶν «κανόνων» προσέλευσης στό μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας: «Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου... εἰ δὲ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Kυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (11,27-32).
Ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ κινδύνου, ἀλλά καί ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου, πέρασε στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι ὥστε ἐκεῖνος, πού ἐπιθυμεῖ νά προσέλθει στό Μυστήριο, νά δοκιμάζει πάντοτε τόν ἑαυτό του καί νά φροντίζει «μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων σου, μηδὲ ἀσθενὴς γενοίμην ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν» (α’ εύχή τῆς θείας μεταλήψεως), ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι «ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, ὅλον τὸ Σῶμα τολμῶν δέξασθαι, μὴ καταφλεχθείην» (θ’ εὐχή), καί «γένοιτο τά ἅγια ταῦτα» «μὴ εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν, ἀλλ᾿ εἰς καθαρισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας» (στ’ εὐχή).
Ὅπως ὀρθά καί φωτισμένα τόνισαν οἱ πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ζήτησε οὔτε ζητᾶ οὔτε πρόκειται ποτέ νά ζητήσει ἰατρικό πιστοποιητικό ὑγείας προκειμένου κάποιος νά προσεγγίσει τό Μυστήριο, παρόλο πού ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι μολυσματικοί ἰοί καί δυνητικά ἐνδογενῆ ἤ ἐξωγενῆ παθογόνα βακτήρια κατακλύζουν τούς ἀνθρώπους παντοῦ καί πάντοτε καί ὄχι μόνον σέ καιρούς ἐπι(παν)δημίας! Οἱ μόνες προϋποθέσεις, πού θέτει ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν προσέλευση στό Μυστήριο διατυπώνονται σαφῶς καί ξεκάθαρα στήν πρόσκληση, πού ἀπευθύνει πρός ὅλους τούς πιστούς σέ κάθε θ. Λειτουργία: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Αὐτοί εἶναι οἱ «κανόνες» συμμετοχῆς στό Μυστήριο καί ἡ παραβίαση αὐτῶν ἐγκυμονεῖ τόν κίνδυνο ἀσθενείας, πνευματικῆς ἤ σωματικῆς.
Τό τί σημαίνει ὁ κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς τούς «κανόνες» ἐξηγεῖται μέ πλήρη σαφήνεια, χωρίς νά ἀφήνεται περιθώριο παρεξήγησης, μέ τόνο ζωηρό καί παραστατικό, στίς πατερικές προσευχές τῆς προετοιμασίας γιά τή θ. Κοινωνία. Σ' αὐτές τίς εὐχές περιλαμβάνεται καί περιγράφεται σέ βάθος ὅλη ἡ θεολογία τοῦ ἤθους, πού συνοδεύει τόν ἄνθρωπο κατά τήν προσέλευσή του στό Μυστήριο.
Τό «μετά φόβου Θεοῦ» δηλώνει ὅλη ἐκείνη τήν συστολή πού αἰσθάνεται τό ἀσθενές καί εὔθραυστο ὀστράκινο δημιούργημα ἐνώπιον τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ του, ὁ «χόρτος» ἐνώπιον τῆς «φωτιᾶς». Εἶναι τό δέος πού κατακλύζει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ μόνος φόβος, πού ἀπασχολεῖ τόν προσερχόμενο στό Μυστήριο, εἶναι νά μήν ἀπορριφθεῖ ἡ προσπάθεια τῆς κοινωνίας του μέ τόν Χριστό. Ἡ μόνη ἀγωνία ἀπό τήν ὁποία διακατέχεται εἶναι νά μήν τόν ἀποστραφεῖ ὁ Θεάνθρωπος λόγῳ τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἀναξιότητας καί τοῦ μολυσμοῦ, πού ὁ ἴδιος φέρει ἐπάνω του. Βιώνει τή σήψη τῆς σκοτισμένης ὕπαρξής του, ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Γι’ αὐτό καί σέ ἐκείνη ἀκριβῶς τήν κρίσιμη στιγμή ἐπικαλεῖται τήν ἄπει-ρη ἀγαθότητα καί συγκατάβαση Ἐκείνου νά δεχθεῖ κοντά του τόν κάθε εἴδους μετα-νοημένο ἁμαρτωλό. Μνημονεύοντας τήν πόρνη, τόν τελώνη, τόν ληστή, τόν ἄσωτο, τήν χαναναία καί κάθε ἄλλον πού ἀναφέρεται στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, συνειδητοποιεῖ ὅτι παραπάνω ἀπό ὅλους αὐτούς «ἄλλος, ὡς ἐγώ, οὐκ ἔπταισέ σοι οὐδὲ ἔπραξε τὰς πράξεις, ἃς ἐγὼ κατειργασάμην» (ζ’ εὐχή).
Τό «μετά πίστεως» σημαίνει ἐκείνη τήν ἐσωτερική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, κατά τόν ὁρισμό τοῦ ἀπ. Παύλου, δίνει «ὑπόσταση στά ἐλπιζόμενα» καί «ἐλέγχει τά μή βλεπόμενα» (Ἑβρ. 11,1). «Βλεπόμενα» ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ἐνῶ «μή βλεπόμενα» τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι τό τελευταῖο καθοριστικό βῆμα, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νά μετέχει στήν «φρικώδη θυσία»: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτὸς εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου». Γιά τόν λόγο αὐτό καταλήγει μέ τήν καταφυγή σέ μία ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης ἱκεσία συγγνώμης: «Δέομαι οὖν σου· Ἐλέησόν με καὶ συγχώρησὸν μοι τὰ παραπτώματά μου, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, τὰ ἐν λόγῳ, τὰ ἐν ἔργῳ, τὰ ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ· καὶ ἀξίωσόν με ἀκατακρίτως μετασχεῖν τῶν ἀχράντων σου μυστηρίων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (ι’ καί τελευταία εὐχή).
Τό «μετά ἀγάπης» δηλώνει τήν αὐθόρμητη, ἐλεύθερη καί ἐσωτερική ἐκείνη ἕλξη, πού ἀσκεῖ ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἕνα ἄλλο πρόσωπο, πού εἶναι τό ἀγαπώμενο. Ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τήν συνάντηση δύο προσώπων, ἐμποτίζει τήν ἐπικοινωνία τους καί δημιουργεῖ τήν κατάλληλη ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, στήν ὁποία αἰσθάνονται πληρότητα καί ἀπέραντη εὐτυχία, πού ἀγγίζει τά ἐνδόμυχα τῆς ὕπαρξής τους.
Ἡ ἀγάπη γεννᾶται σέ ἔδαφος ἀπόλυτης ἐλευθερίας καί ὑπερβαίνει ὁποιονδήποτε περιορισμό, καθῆκον ἤ ὑποχρέωση, καθώς προσηλώνει τό πνεῦμα καί τό βλέμμα στό ἀγαπώμενο πρόσωπο, παραθεωρώντας κάθε ἄλλη ἱστορική συνθήκη τοῦ περιβάλλοντος χώρου καί χρόνου. Χαρακτηριστικά ἐκφράζει ὁ ὑμνογράφος τήν πυρωμένη ἀγάπη του πρός τόν Χριστό «ἀπερχόμενος μεταλαβεῖν» μέ συνοδό ρίγος μέθεξης: «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν με-γαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου». Ἐξαίρετο ὑπόδειγμα οἱ θερμοί λόγοι ἀγάπης μέ τούς ὁποίους ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος θεολόγος διατυπώνει μέ ἀνείπωτο θεϊκό ἔρωτα τήν δική του σφροδρή λαχτάρα συνύπαρξης μέ τόν ἐν Μυστηρίῳ μεταλαμβανόμενο Ἰησοῦ Χριστό· «ἵνα γοῦν μὴ μόνος μένω δίχα σου τοῦ Ζωοδότου, τῆς πνοῆς μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ ἀγαλλιάματός μου, τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, διὰ τοῦτό σοι προσῆλθον, ὡς ὁρᾷς μετὰ δακρύων καὶ ψυχῆς συντετριμμένης, λύτρον τῶν ἐμῶν πταισμάτων ἱκετεύων τοῦ λαβεῖν με, καὶ τῶν σῶν ζωοπαρόχων καὶ ἀμέμπτων μυστηρίων μετασχεῖν ἀκατακρίτως...» (ζ’ εὐχή).
Ἡ μυστηριακή αὐτή ἕνωση μέ τόν Χριστό ἀφορᾶ στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει τοῦ Μυστηρίου ὄχι μόνον μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται συνολικά ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα, πού προσδοκᾶ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ Μυστηρίου νά ἀγγίξει ὅλες τίς πτυχές τῆς ὑπάρξεώς του, ὅπως ἐπανειλημμένως ἐκφράζεται ἐπιτακτικά· «Ψυχὴν σὺν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτι-σθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκός σου τῇ τῶν Μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν...» (θ’ ὠδή, β’ τροπάριο)· «καὶ γενέσθω μοι τὰ ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ φυλακτήριον καὶ σωτηρίαν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (β’ εὐχή)· «ἀλλὰ γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥῶσιν τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος» (γ’ εὐχή)· «καταξίωσόν με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν... εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥώμην καὶ ἴασιν καὶ ὑγείαν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (ε’ εὐχή). Ὁμοίως καί κατά τήν εὐχαριστία μετά ἀπό τήν θ. μετάληψη ὁ πιστός ζητᾶ ἀπό τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη, πού εἶναι «ὁ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανών τε καὶ ἀναστὰς καὶ χαρισάμενος ἡμῖν τὰ φρικτὰ ταῦτα καὶ ζωοποιά Μυστήρια, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ καὶ ἁγιασμῷ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» νά γίνουν «ταῦτα κἀμοὶ εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (α’ εὐχή). Ὁ δέ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής ζητᾶ χαρακτηριστικά ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τῶν ἱερῶν μυστηρίων νά διαπεράσει ἀναγεννώντας κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξής του: «δίελθε πρὸς μελῶν μου συνθέσεις, εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν· φλέξον δ᾿ ἀκάνθας τῶν ὅλων μου πταισμάτων» (γ’ εὐχή).
3. Τό φίλτρο τῆς πίστεως
Συνοπτικά, τά παραπάνω δεδομένα καθιστοῦν σαφές ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡ συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας δέν ἦταν ποτέ αὐτονόητη, αὐτοδίκαιη, δικαιωματική καί δεδομένη ἐκ τῶν προτέρων. Αὐτό συμβαίνει στίς θρησκεῖες, πού κυριαρχοῦν τά τελετουργικά, οἱ ἰδέες, οἱ ἀντιλήψεις καί οἱ δυσειδαιμονίες. Στήν χριστιανική Πίστη μέτρο ἀποτελεῖ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων· ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος προ-σεγγίζεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ἐν μετανοίᾳ καί ἀγάπῃ, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α’ Ἰω. 4,18). Ἑπομένως, ἡ ὀρθή θέση ὅτι «ὁ Χριστός μεταδίδει ζωή καί ὄχι ἀσθένεια» δέν σημαίνει πάντοτε καί αὐτομάτως ὅτι αὐτή ἡ εὐεργετική δράση τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτονόητη καί δεδομένη τή θετική ἐπίδραση στόν ἄνθρωπο.
Γιά νά κατανοήσουμε τά ὅρια, ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, πού περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό 9ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του, καί ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία στό πλήρωμά της τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
Τό «ποιός» εἶναι ὁ Χριστός καί «τί κάνει», τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς σιωπηρά καί διακριτικά, ἀλλά συγχρόνως καί ἐκκωφαντικά δυνατά: μέ τήν συμβολική κίνηση νά φτιάξει πηλό μέ τόν σίελό του, νά τό τοποθετήσει στίς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ, νά δημιουγήσει ὀφθαλμούς καί ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τό φῶς, ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7). Ἀκόμη ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε «γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3). Ἑπομένως, ἡ δράση του στήν φθαρτή καί ἄλογη φύση εἶναι σαφῶς καί ξεκάθαρα εὐεργετική —καί ἀσφαλῶς δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετική· ὀφθαλμοί δημιουργήθηκαν, ἡ ἀσθένεια θεραπεύθηκε καί τό φῶς σκόρπισε τά σκοτάδια.
Στούς ἀνθρώπους, ὅμως, πού ἔγιναν κοινωνοί τοῦ θαύματος, δέν ὑπῆρξε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, καθώς ὅπως, μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ συνέχεια τῆς διήγησης, ἡ θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ πέρασε μέσα ἀπό τό φίλτρο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, τό ὁποῖο τούς διαχώρισε σέ τέσσερις κατηγορίες.
Στήν πρώτη, τό θαῦμα «πέρασε καί δέν ἄγγιξε». Πρόκειται γιά τούς γείτονες τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι παραξενεύτηκαν, θαύμασαν, ἀναρωτήθηκαν τί μπορεῖ νά συνέβη, ἀλλά σύντομα ἐπέστρεψαν στήν γνώριμη καθημερινότητά τους λησμονώντας τό γεγονός.
Στήν δεύτερη, τό θαῦμα ἄγγιξε ἀλλά δέν ἄλλαξε πορεία ζωῆς, διότι ὑποχώρησε ἐνώπιον ἄλλων προτεραιοτήτων. Σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι τό εἶδαν, τό ἀναγνώρισαν, τό ὁμολόγησαν, ἀλλά δέν τόλμησαν νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ ἀπό φόβο μήπως «ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Στήν τρίτη, τό θαῦμα δημιούργησε ἔχθρα, φθόνο καί μῖσος! Σέ αὐτήν τήν κατηγο-ρία ἀνήκουν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ὅσο περισσότερα θαύματα ἔβλεπαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, τόσο περισσότερο τόν μισοῦσαν!
Στήν τέταρτη καί τελευταία κατηγορία ἀνήκει ὁ ἀποδέκτης τοῦ θαύματος, ὁ πρώην τυφλός, ὁ ὁποῖος τό ἔζησε, τό ἀπήλαυσε καί μέ τήν δύναμη τῆς ἐμπειρίας του τό ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων προκαλώντας ἀπίστευτη ἀμηχανία καί ὀργή στούς ἀρνητές τοῦ θαύματος. Τούς ἄφησε στήν κυριολεξία ἐνεούς καί ἄφωνους!
Συνεπῶς, στόν παρόντα αἰῶνα τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ζωηφόρο πίστη. Πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζει ἄνευ ὄρων τόν Θεάνθρωπο Χριστό, γιά νά λάβει τό ποθούμενο· εἶναι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία «πιάνει ἐπαφή» μαζί του. Ἡ πίστη εἶναι συγχρόνως καί ὁ ἀγωγός μεταφορᾶς τῆς θείας χάριτος ἀπό τόν Χριστό στόν ἄνθρωπο καί τό μέτρο τῆς ποσότητας, πού λαμβάνει. Αὐτό ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, ὅταν στά αἰτήματα θεραπείας συχνά ἀνταποκρινόταν μέ τά λόγια: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν» (Ματθ. 9,29). Καί ἡ πίστη αὐτή εἶναι καθαρά προσωπική ὑπόθεση σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἀνθρωπίνως δέν μετριέται μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, δέν ἀξιολογεῖται, δέν τυποποιεῖται σέ συγκεκριμένες μορφές, ἐκφράσεις καί σχήματα. Μόνον καλλιεργεῖται καί ἐμβαθύνεται μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική ἐργασία τοῦ καθενός στόν «ἔσω ἄνθρωπο» (Ρωμ. 7,22).
4. Ἀναβίωση τῶν ἐρωτημάτων τῆς Χριστολογίας
Στό περιεχόμενο τῆς πίστεως ἑπομένως ἀπευθύνεται τό ἀρχικό ἐρώτημα «ἐάν ἡ θ. Κοινωνία μπορεῖ πιθανόν νά μεταδώσει νόσο», ἀγγίζοντας μία θεμελιώδη θεολογική πτυχή, πού ἀφορᾶ στήν «σχέση» τοῦ Θεοῦ Χριστοῦ πρός τά εὐχαριστιακά δῶρα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου: ἄν καί κατά πόσον, δηλαδή, ὁ Χριστός εἶναι παρών στά εὐχαριστιακά δῶρα, ἤ κατά πόσον ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος νοοῦνται ὡς πραγματική προσωπική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἤ μέ ποιό τρόπο καί ἕως ποίου σημείου ὑλικά ἀντικείμενα καί Θεότητα συνυπάρχουν καί συμπλέκονται μεταξύ τους στά εὐχαριστιακά δῶρα. Εἶναι πράγματι ἐνδιαφέρον τό φαινόμενο ὅτι στά θεολογικά αὐτά ἐρωτήματα τῆς περιόδου τῆς πανδημίας ἀναβίωσαν σχεδόν ταυτόσημα οἱ προβληματισμοί καί τά ἐρωτήματα τῆς ἀρχαίας Χριστολογίας: «Τελικά, ὁ Ἰησοῦς πόσο Θεός καί πόσο ἄνθρωπος ἦταν; Μέ ποιόν τρόπο ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπό του καί σέ ποιά σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;». Πρόκειται γιά τό ἐρώτημα δηλαδή πού εἶχε θέσει ὁ Κύριος στούς μαθητές του· «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Μάρκ. 8,27). Τό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι κάποιες ἀπό τίς ἀπαντήσεις, πού δόθηκαν ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἦταν σάν νά μήν ἔχουν μεσολαβήσει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οὔτε χιλιάδες σελίδες πατερικῶν συγγραμμάτων. Ἀποδεικνύεται ὅτι τελικά δέν εἶναι τυχαῖο, πού τό Χριστολογικό ζήτημα ἀπασχόλησε τόσο ἔντονα καί γιά τόσο πολύ χρόνο τήν Ἐκκλησία καί, ἐνῶ ἄλλαξε τόσες πολλές διαφορετικές μορφές, παρέμεινε στήν βάση του τό ἴδιο. Ἀφοῦ ἀκόμη καί σήμερα ὑπό νέα μορφή ἀναδεικνύεται ὡς τό δυσκολώτερο θέμα, πού καλεῖται νά προσεγγίσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, αὐτό πού προκαλεῖ τά ὅρια τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι μέσα στήν κρίση τῆς πανδημίας, ἡ κατανόηση τοῦ Μυστηρίου δέν περιορίστηκε σέ μία θεωρητική ἀναζήτηση μόνο, ἀλλά προκάλεσε καί ἀπαίτησε στάση ζωῆς μέ χειροπιαστές πιθανές συνέπειες.
Ἡ σαφής ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, πού δόθηκε ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἦταν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ὅτι οἱ δύο φύσεις, διατηρώντας πλήρως τίς ἰδιότητές τους, συνδέονται ἐν μυστηρίῳ σέ αὐτόν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» μέ σκοπό τήν ἐξυγίανση τῆς ἀσθενοῦς ἀνθρώπινης φύσης, κατά τό γνωστό λόγιο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Τό «πῶς» τῆς ἕνωσης αὐτῆς εἶναι ἀπρόσιτο στόν πεπερασμένο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπερίγραπτο καί ἀνεξήγητο, ἐνῶ γίνεται ἀντιληπτό μόνον διά τῆς ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ ἐν πίστει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον καί Θεός τό κρυπτόμενον».
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά εὐχαριστιακά δῶρα: χωρίς νά χάνουν τίς ἰδιότητές τους, ἄρτος καί οἶνος εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» κατά τρόπο πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιγραφεῖ, νά ἐξηγηθεῖ ἤ νά ὁριοθετηθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, παρά μόνο νά καταστεῖ οἰκεῖος διά τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως. Τό νά ἀρνηθεῖ κανείς θεωρητικά τήν πιθανότητα μόλυνσης ἀπό τά εὐχαριστιακά δῶρα μέ τήν αἰτιολογία μιᾶς οἰονεί ἀφθαρτοποιήσεώς τους κινεῖται στόν χῶρο τοῦ αἰρετικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ τό νά ἀποδεχθεῖ —ἔστω καί ἐμμέσως— τήν πιθανότητα μόλυνσης μέ ἀναφορά στήν φθαρτή φύση τους κινεῖται σαφῶς στόν χῶρο τῶν αἰρέσεων τοῦ δοκητισμοῦ, τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τοῦ νεστοριανισμοῦ. Δυστυχῶς, ὅπως φαίνεται, μεταλλαγμένα στελέχη τῶν ἀρχαίων αὐτῶν πνευματικῶν «ἰῶν», πού κυκλοφοροῦν ἀκόμη στό περιβάλλον τοῦ σημερινοῦ «χριστιανικοῦ» κόσμου, διατηροῦν τήν δύναμη νά προσβάλουν ὑγιεῖς ἀλλά ἀπρόσεκτους ὀργανισμούς. Φορεῖς παρόμοιων ἀντιλήψεων ἦταν ἀσφαλῶς καί οἱ σταυρωτές τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι εἴτε ὅταν τόν δίκαζαν, εἴτε ὅταν τόν ράπιζαν, τόν φραγγέλωναν ἤ τόν σταύρωναν, εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἔχουν στά χέρια τους ἕνα ὑλικό στοιχεῖο, πού ὑπόκειται στίς διαδικασίες τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γι’ αὐτό ἔπραξαν ὅ,τι ἔπραξαν. Ἐάν ἐπέτρεπαν στόν ἑαυτό τους νά ἀντιληφθεῖ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τό λογικό εἶναι νά μήν τολμοῦσαν νά προχωρήσουν στήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών τους.
Ἡ ἀπάντηση στό δίλημμα βρίσκεται στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μέ τήν πίστη· ἐκεῖ ὅπου παραχωρεῖται μέ εὐλάβεια ἡ πρωτοβουλία στήν θεία Χάρη καί στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπαγορεύουμε συμπεριφορές στόν Θεό! Ἐκεῖνος γνωρίζει γιατί φθείρονται τά εὐχαριστιακά δῶρα, ἐνῶ ἀφθαρτοποιεῖται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ, γιατί τά σώματα ἄλλων ἁγίων φθείρονται καί ἄλλων παραμένουν ἄφθαρτα. «Tίς ἔγνω νοῦν Kυρίου, καὶ τίς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Μέσα στόν χῶρο τῆς Πίστεως τίποτε δέν εἶναι δεδομένο καί μηχανιστικό οὔτε ὅ,τι γίνεται, γίνεται μαγικά ἤ δικαιωματικά, ἀλλά μέσα σέ μία συνεχῆ, δυναμική καί ἐλεύθερη δόση καί ἀντίδοση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μέ μία συνεχῆ κατάφαση στήν ἰσόβια διαδικασία σταδιακῆς ἀφθαρτοποιήσεως τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου καί μέ μία ἀδιάκοπη συνεργασία πίστεως καί χάριτος, ὅπου τά πάντα ἐπανεπιβεβαιώνονται κάθε στιγμή ἕως ὅτου «ἡ ζωή ἡμῶν» φανερωθεῖ «ἐν δόξῃ» (Κολ. 3,4). Ἐφόσον δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα ὀποιασδήποτε μολύνσεως ἀπό τό Μυστήριο, ἀλλά πολλές μαρτυρίες γιά τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, τί ἐξυπηρετεῖ, στά ἀλήθεια, ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι νά συμβάλλουν στήν ἀμφιβολία περί αὐτοῦ;
5. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: δύναται ἡ Ἐκκλησία νά τόν ἀλλάξει καί ἀπαιτεῖται νά τό ἐπιχειρήσει στήν παρούσα συγκυρία;
Ἕνα ἀκόμη σχετικό ἐρώτημα πού τέθηκε μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη πανδημία εἶναι τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἁγία λαβίδα μεταφέρει τόν ἰό τῆς ἀσθενείας ἤ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ -ἤ καί τά δύο μαζί!- καί ἑπομένως μέ ποιόν τρόπο ἡ ὑλικότητα μετέχει καί συνάπτεται μέ τήν Θεότητα. Ἁπλά διαδικαστικό θά ἦταν τό θέμα, ἐάν δέν ὑπῆρχε στό ὑπόβαθρο ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου περί τῆς μεταδόσεως μολυσμοῦ, πού δίδει προβάδισμα στήν φθαρτή ὑλικότητα ἔναντι τῆς πραγματικῆς παρουσίας τῆς Θεότητας. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δύναται νά ἀποφασίζει ἐλεύθερα καί νά ἀποδέχεται ὅποιον τρόπο θεωρεῖ κάθε φορά κατάλληλο γιά τήν μετάδοση τοῦ Μυστηρίου, ὅπως ἔχει γίνει ἐπανειλλημμένως στό παρελθόν. Καί ἔχει στήν παράδοσή της πολλές ἐπιλογές γι' αὐτό τό θέμα. Ἐντούτοις, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τίς σχετικές ἀποφάσεις τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τίς αὐθεντικές ἑρμηνεῖες τους ἀπό διακεκριμένους καί ἁγίους λογίους, πού καταγράφονται στό Πηδάλιον, μοναδικό κίνητρο καί ἀφορμή τῆς Ἐκκλησίας γιά κάθε κίνησή της ἦταν ἡ προστασία καί ἡ ἀσφάλεια τοῦ Μυστηρίου ἀπό τήν ἐξύβριση καί τήν βεβήλωση, πού ἑκούσια ἤ ἀκούσια προκαλοῦσαν σέ αὐτό κάποια μέλη της. Ποτέ ὅμως γιά νά καλύψει τήν ὑποτίμηση, τήν ἀμφισβήτηση ἤ τήν ἀτίμωσή του, ὅπως προτείνεται τώρα! Τό σεπτό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ἐπικυρώνοντας τήν θέση πού εἶχε ἐξαρχῆς λάβει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤδη ὁμολόγησε εὐθαρσῶς τήν ἀλήθεια, διαφυλάσσοντας τήν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί βάζοντας τά πράγματα στή θέση τους!
Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα δύο διαφορετικῶν τοποθετήσεων, δύο ἁγίων γιά δύο διαφορετικούς τρόπους μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: τῆς ἀρχαιότερης ἰδιόχειρης παραλαβῆς του ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα καί τῆς μεταγενέστερης μετάδοσης διά τῆς λαβίδος. Ὁ ἅγ. Χρυσόστομος ἐξαίρει τά ἀνθρώπινα χέρια ἔναντι τῆς λαβίδος ὡς μέσον μετάληψης τοῦ πυρός τῆς Θεότητας: «οὐκ ἐτόλμησεν ἅψασθαι τῇ χειρὶ τὰ Σεραφίμ, ἀλλὰ τῇ λαβίδι· σὺ δὲ τῇ χειρὶ λαμβάνεις!» (Εἰς τό· Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, 6,3). Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ἐξαίρει τήν λαβίδα ἔναντι κάθε ἄλλου μέσου ὡς προερχόμενη ἀπό τό οὐράνιο θυσιαστήριο (Ἠσ. 6,6): «τοῦ ἀρχιερέως δὲ τοῖς προσελθοῦσι μεταλαβεῖν διδόντος διὰ λαβίδος· καὶ τοῦτο κατὰ τὴν ὀπτασίαν τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι οὐ χρὴ πάντας ἀμέσως μετέχειν, ὡς εἴρηται, τῶν θείων τε καὶ φρικτῶν» (Περί τῆς θ. λειτουργίας, 62). Παρά τήν φαινομενική αὐτή διαφορά, καί οἱ δύο ἅγιοι Πατέρες δέν ὑποστηρίζουν ἁπλῶς τόν τρόπο μεταδόσεως πού ἴσχυε στήν ἐποχή τους, ἀλλά ἔχουν ἕναν κοινό στόχο: νά συνειδητοποιήσει ὁ προσερχόμενος τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου, διά τοῦ ὁποίου προσεγγίζει τόν Θεό, ἀφοῦ, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Συμεών: «ἐπὶ τοῖς θείοις εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ συστέλλεσθαι. Καὶ εἰ τὰ χερουβὶμ ηὐλαβεῖτο, πολλῷ γε μᾶλλον ἡμᾶς εὐλαβεῖσθαι χρή, καὶ ταῦτα οὐ τύπον, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν ὁρῶντας αὐτήν».
Βεβαίως, οἱ φοβίες, οἱ ἀναστολές καί οἱ ἐνδοιασμοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι πραγματικοί καί δέν ρίπτονται ἀβασάνιστα στόν καιάδα τῆς καταδίκης. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει στούς κόλπους της μόνον δυνατούς «τῇ πίστει» (Ρωμ. 15,1) καί ἁγίους, ἀλλά καί ἀσθενεῖς, ἀδύναμους ἀνθρώπους μέ λογισμούς καί «διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. 14,1). Ἐντούτοις, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν πρόκληση γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων. Προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά στηριχθεῖ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων στά μυστήρια τῆς «ἅπαξ παραδοθεῖσας πίστεως» (Ἰούδα 3) καί τῆς «ἁγίας ἐντολῆς» (Β’ Πέτρ. 2,21), ὥστε νά κατανοήσουν ὅτι ἡ προσέλευση καί ἡ συμμετοχή στή θ. Εὐχαριστία δέν εἶναι οὔτε αὐτονόητο δικαίωμα, οὔτε συμβατική ἤ τελετουργική ὑποχρέωση οὔτε μετάληψη κάποιου μαγικοῦ φίλτρου, πού ἐνεργεῖ αὐτόνομα καί αὐτοδίκαια. Στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας προσφέρεται χειροπιαστή ἡ θεία Χάρη, ἡ ὁποία συνεργεῖ μέ τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν σταδιακή μεταμόρφωση καί θέωσή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος λαχταρᾶ. Ἑάν παρόλα αὐτά κάποιος ἔχει ἐνδοιασμούς ἤ ἀπορίες γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ὅπως εἶναι φυσικό πολλές φορές νά συμβαίνει, «Βέλτιον [ἐστίν] σιωπᾷν καὶ πιστεύειν», συμβουλεύει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «ἢ ἀπιστεῖν διὰ τὸ ἀπορεῖν· διότι ὁ μὲν ἀπορῶν [σ.σ. ἀλλά σιωπῶν!] δύναταί πως καὶ συγγνώμην ἔχειν, ὅτι ὅλως κἂν ζητήσας ἠρέμησεν· ὁ δὲ διὰ τὸ ἀπορεῖν ἐπινοῶν ἑαυτῷ τὰ μὴ δέοντα, καὶ τὰ μὴ ἄξια περὶ Θεοῦ φθεγγόμενος, ἀσύγγνωστον ἔχει τῆς τόλμης τὴν δίκην» (Λόγος κατά Ἀρειανῶν, 2,36).
Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μακραίωνη καί πλούσια τόσο ὡς πρός τήν δυσκολία τῶν καταστάσεων ὅσο καί ὡς πρός τήν ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς Κρήτης ὁ π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης προσέτρεξε στήν Σπιναλόγκα, γιά νά ὑπηρετήσει τούς χανσενικούς. Καί ἀπό τούς κληρικούς τῆς Ἀφρικῆς ὁ π. Θεμιστοκλής Ἀδαμόπουλος παρέμεινε -μόλις τό 2016- στήν Σιέρρα Λεόνε [σ.σ. ἀδιάφορα μακριά γιά νά ἀσχοληθεῖ ὁ «προοδευμένος» δυτικός κόσμος, ὄχι ὅμως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία] νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους, πού πέθαιναν κατά χιλιάδες ἀπό τόν ἰό ἔμπολα [ἀλήθεια: οἱ Ὀρθόδοξοι ἀφρικανοί δέν ἔπρεπε τότε νά προστατευθοῦν μέ ἀλλαγή τρόπου μεταδόσεως;]. Μέ τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν συνεργάστηκε ἡ θ. Χάρη, γιά νά κάνει τό θαῦμα. Ἄλλωστε καί στήν προκειμένη πανδημία τοῦ κορονωϊοῦ ἤδη ὁ χρόνος ἔχει κυλήσει ὑπέρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Μυστηρίου ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά, στήν πατρίδα μας τουλάχιστον, τήν μακραίωνη αὐτή ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Ἤδη ὅλο καί εὐρύτερα μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία γίνεται ἀντιληπτό ὅτι μετά ἀπό δύο περίπου μῆνες, πού ἄνοιξαν καί πάλι οἱ ναοί καί χιλιάδες ἄνθρωποι —μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, εὐπαθεῖς καί μή ὁμάδες—, ἐλεύθερα προσέρχονται στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας, τά στατιστικά δεδομένα φαίνεται ὅτι διαψεύδονται καί τά κρούσματα προσβολῆς ἀπό τήν ἀσθένεια εἶναι μηδενικά. Αὐτό διασφαλίζει ὅτι ἡ κατάσταση θά συνεχίσει ἔτσι καί στό μέλλον; Ἀσφαλῶς καί ὄχι! Διότι ἀνά πᾶσα στιγμή εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξει, ἐάν ἡ θεία βουλή ἀποδοκιμάσει τά ἀνάξια χείλη, τά χέρια καί τίς καρδιές, πού τολμοῦν νά προσεγγίζουν τό φρικτό Μυστήριο. «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; Ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Ἑντούτοις, πρός τό παρόν ὁ Κύριος ἔτσι ἐπιλέγει νά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, καταισχύνοντας «χείλη δόλια» (Ψαλμ. 11,4) καί βέβηλα.
Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἐπικρατήσει μία καί μόνον θεολογία καί ἕνα μόνον ἦθος γιά τήν προσέλευση ὅλων τῶν ἀνθρώπων χωρίς ἐξαίρεση στήν θ. Εὐχαριστία καί στήν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων: ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, εἶναι ἡ θεολογία καί τό ἦθος τῆς πόρνης γυναικός τοῦ εὐαγγελίου (Λουκ. 7,36-50). Ἀηδιασμένη ἀπό τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της καί λαχταρώντας τήν σωτήρια συνάντηση μέ τόν Θεάνθρωπο, ἡ ταλαίπωρη αὐτή γυναίκα διείσδυσε κρυφά στό σπίτι τοῦ Σίμωνα (μέ κίνδυνο βάναυσης κακοποίησής της), ἔτρεξε καί ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τά μούσκεψε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπισε μέ τά χείλια της καί τά στέγνωσε μέ τά μαλλιά της. Δέν ἀναλογίσθηκε οὔτε γιά μιά στιγμή πόσα μικρόβια ἔφεραν ἐπάνω τους, πόσο λερωμένα ἦταν, οὔτε πόση λάσπη καί ἰδρῶτα εἶχαν ἀπό τήν ὀδοιπορία, μιᾶς καί ὁ φαρισαῖος οἰκοδεσπότης τά εἶχε ἀφήσει ἄπλυτα. Αὐτή ἦταν ἡ προσφορά ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεάνθρωπο, μέ τήν ὁποία εἰσέπραξε τήν ἀντιπροσφορά τῆς ἀπαλλαγῆς της ἀπό τήν πραγματική αἰτία μολυσμοῦ καί τῆς δωρεᾶς τῆς ἀληθινῆς ὑγείας: «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ».
Σέ κάθε περίπτωση, κάθε κρίση, μικρή ἤ μεγάλη, ἀποτελεῖ μετρητή τῆς ἀξίας καί τοῦ εἰδικοῦ βάρους τοῦ καθενός ἀνθρώπου ξεχωριστά καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη καί ἡ συντριβή τῆς μετάνοιας προετοιμάζουν καί καλλιεργοῦν τήν ψυχή, ὥστε νά συμμετέχει μέ συναίσθηση στό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Ὅσοι στή δύσκολη αὐτή περίοδο χρειάστηκε νά παλαίψουμε μέ λογισμούς ἀπιστίας καί ὀλιγοπιστίας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολόγησης ὥστε νά ἐλαφρύνουμε τήν ψυχή μας καί στέκει δίπλα μας γιά νά καλλιεργήσει καί νά στηρίξει τήν πίστη μας μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί γιά ὅσους δέν ταλαντεύτηκαν ἀπό τόν ἄνεμο τῆς ἀμφισβήτησης καί ἔμειναν «ἑδραῖοι τῇ πίστει», ὅλα αὐτά τά γεγονότα εἶναι μία καλή εὐκαιρία γιά νά ἐλέγξουμε τόν πόθο καί τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία προσερχόμαστε στό Μυστήριο.
Νά θυμόμαστε ἀκατάπαυστα ὅτι θά ἔρθει κάποια στιγμή ἡ ὥρα τῆς προσωπικῆς μας συνάντησης μέ τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Ματθ. 25,31). Ἄν μέ ἀφορμή τήν πανδημία, μᾶς κοιτάξει στά μάτια καί μᾶς ἀπευθύνει τό ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ὅταν σέ προσκάλεσα, σέ διαβεβαίωσα ὅτι “τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου καί τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου”, ἐσύ “ὁλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;”», δέν εἶναι ἄραγε ἡ παροῦσα κρίση μία πολύ καλή εὐκαιρία νά ἑτοιμάσουμε τήν κρίσιμη ἀπάντηση, πού θά δώσουμε;
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Ἀναπληρωτής Καθηγητής
Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.
ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΕΤΕ
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ", τηλ. 2310 274518
Ἀδέλφια μου, Χριστός ἀνέστη! Δέν ὑπάρχει πιό χαρούμενο καί ἐλπιδοφόρο μήνυμα ἀπό αὐτό πού ἀκούστηκε καί πάλι σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς ἀνά τόν κόσμο. Εἶναι τό μήνυμα τῆς νίκης τῆς Ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου.
Χριστός ἀνέστη! Μία ἰαχή νίκης, πού φέτος μέσα στό κλίμα ἐντόνου φόβου καί ἀνασφάλειας πού ζεῖ σύμπασα ἡ ἀνθρωπότητα, παίρνει ἕνα ἰδιαίτερο καί συγκλονιστικό νόημα. Φρικιοῦμε γιά τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου πάνω στή γῆ μέ τά χιλιάδες θύματα τῆς πανδημίας. Ἀγωνιοῦμε γιά τό μέλλον πού κανείς δέν μπορεῖ νά προβλέψει μέ βεβαιότητα. Διάφορα εὐφάνταστα σενάρια καί κάποτε διαδόσεις προφητειῶν ἀμφιβόλου προελεύσεως δημιουργοῦν μία ζοφερή κατάσταση καί περισφίγγουν τήν καρδιά μας κάνοντας τήν ἀγωνία μας μεγαλύτερη. Ἴσως γιά μᾶς οἱ σκοτεινές ὧρες τοῦ Πάθους δέν ἔχουν περάσει. Βιώνουμε ἀκόμη τόν πόνο τοῦ Σταυροῦ...
Ὡστόσο ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνα γεγονός. Ὁ Χριστός ἀνέστη καί νίκησε τόν θάνατο, νίκησε τήν ἁμαρτία, νίκησε τόν διάβολο καί ὅλα τά σχέδιά του εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μήν πανικοβάλλεσθε, μήν πτοεῖσθε γιά τά τωρινά ἤ τά ἐπερχόμενα δεινά. Ἡ ἰαχή τῆς Ἀποκάλυψης «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» εἶναι διαχρονική καί ἀφορᾶ καί στή δική μας ἐποχή. Τόν σταυρό διαδέχεται πάντοτε ἡ Ἀνάσταση! Τά φοβερότερα δεινά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος καί ἡ ἁμαρτία, ἔχουν νικηθεῖ κατά κράτος. Γι᾿ αὐτό, στούς χριστιανούς πού κατατάσσονται στό στρατόπεδο τοῦ Ἀναστημένου νικητῆ, ζώντας μέ ὑπακοή στό θέλημά του, δέν ταιριάζει οὔτε ὁ φόβος οὔτε ὁ πανικός. Ἀφήνουμε τήν προσωπική μας ζωή στά χέρια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί ἀσκοῦμε τήν φιλαδελφία ἐφαρμόζοντας τά μέτρα πού ὑπαγορεύει ἡ ἐπιστήμη. Πορευόμαστε πρός τό μέλλον μέ ἀκράδαντη πίστη πώς ὁ Κύριος κρατᾶ στά χέρια του τήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη καί ἡ πίστη θά φέρουν στήν καρδιά μας τήν εἰρήνη.
Πολύ κατάλληλο ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τό ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἀειμνήστου Διδασκάλου μας Στεργίου Σάκκου, τοῦ διαπρυσίου κήρυκος τῆς Ἀναστάσεως: «Τά σοβαρά προβλήματα καί οἱ θλίψεις πού ἀντιμετωπίζουν (οἱ πιστοί) δέν εἶναι ἄγνωστα στόν Θεό. Παντοῦ καί πάντοτε τό ἅγιο Πνεῦμα παρακολουθεῖ τά περιστατικά τῆς ζωῆς τους, τά εὐχάριστα καί τά δυσάρεστα, καί θά δώσει τήν σοφία καί τήν δύναμή του γιά τήν σωστή ἀντιμετώπιση».
Προσφιλῆ μου ἀδέλφια, θά ἤθελα αὐτές τίς δύσκολες μέρες νά κυριαρχεῖ στή σκέψη μας καί στήν καρδιά μας, νά διαποτίσει ὅλο τό εἶναι μας ἡ ἀκλόνητη ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός σφαγιάσθηκε σάν ἄκακο ἀρνί στόν Γολγοθᾶ, πέθανε θεληματικά πάνω στό σταυρό, ἀλλά καί ἀναστήθηκε φέροντας τίς πληγές τῆς σφαγῆς του σάν τρόπαια νίκης.
Καί τό γεγονός αὐτό τό ἐπιβεβαιώνουν ἀδιαλείπτως οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή ὅλα τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν Πεντηκοστή μέχρι σήμερα, πού βιώνουν μέ τόν καθημερινό τους ἀγώνα τήν Ἀνάσταση ὡς γεγονός τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καί ἀναφωνοῦν: Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
Ἄς πρεσβεύει στόν Ἀναστημένο μας Κύριο ἡ Παναγία μας καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀφενός μέν γιά τήν διασφάλιση τῶν συνόρων τῆς πατρίδος μας ἀπό κάθε ξένη ἐπιβουλή, ἀφετέρου γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὑγείας ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πανδημία. Νά πρεσβεύουν καί γιά τόν καθένα μας προσωπικά, ὥστε νά ἀντιμετωπίσουμε τίς τρέχουσες δυσκολίες μέ ἀκλόνητη πίστη στήν πρόνοιά Του καί νά αὐξηθεῖ ἡ ἀγάπη μας στό πρόσωπό Του.
Μέ ἐγκάρδιες καί ἀναστάσιμες εὐχές
π. Μιχαήλ Κόνιας
Πόσες φορές διαπιστώσαμε πως οι συνδυασμοί μικρογεγονότων στην καθημερινότητά μας κρύβουν μέσα τους μεγάλα μηνύματα. Αρκεί να έχουμε δέκτες ανοιχτούς για να τους προσλάβουμε!
Απρίλιος 2020 εν Ελλάδι… η εργασία πλέον εδώ και καιρό για κάποιους συνεχίζεται κάτω από αυστηρά μέτρα, για άλλους έχει παύσει πλήρως, ενώ για αρκετούς πραγματοποιείται πλέον από το σπίτι… Στην τελευταία περίπτωση εντασσόμαστε και οι εκπαιδευτικοί. Μετά από αρκετές εβδομάδες έχουμε εξοικειωθεί πλέον μικροί και μεγάλοι με την ηλεκτρονική μας τάξη κι επικοινωνούμε όσο πιο ζεστά και ζωντανά μπορούμε με τους μαθητές μας… Αυτό αποτελεί μία από τις πάμπολλες συμβουλές που λάβαμε από τις προϊστάμενες αρχές, αλλά αναμφίβολα μια τέτοια ενθαρρυντική στάση πηγάζει από την καρδιά του καθενός μας αυθόρμητα προς όλα τα παιδιά μας.
Χθες, λοιπόν, σχεδίασα μια επαναληπτική δραστηριότητα για τους πιο μικρούς μου μαθητές, τα πρωτάκια του γυμνασίου. Αγαπάμε ιδιαιτέρως την Οδύσσεια, καθώς είναι ένα περιπετειώδες ναυτικό παραμύθι που μας ταξιδεύει σε άλλους κόσμους φανταστικούς! Αντλούμε καίρια μηνύματα ζωής από τον σοφό μας ποιητή που εδώ και χιλιάδες χρόνια παραμένει το πιο συναρπαστικό αναγνωστικό στη χώρα μας!
Επέλεξα αυτή τη φορά να ξαναδούμε και να εμπεδώσουμε καλύτερα το περιστατικό με την περιπέτεια στο νησί των Κυκλώπων. Το πάθημα του Πολύφημου πάντα προκαλεί εντύπωση και εγείρει ζωηρές συζητήσεις. Παρακολουθήσαμε πολύ σύντομα και ένα βίντεο όπου ο πολυμήχανος Οδυσσέας αποκρύπτει την αληθινή του ταυτότητα πίσω από ένα πλαστό όνομα: Ουδείς! Με λένε «Κανείς». Πρώτη αντίδραση των παιδιών ως συνήθως το γέλιο και σχόλιο επαινετικό για την εξυπνάδα του ήρωά μας. Πραγματικά με αυτή την τόσο ευφυή απάντηση σε συνδυασμό με το υπόλοιπο σχέδιο ο Οδυσσέας κατάφερε να νικήσει το γιγάντιο τέρας και να γλιτώσει από τα χέρια του. Συμπεράναμε, λοιπόν, πως το «ουδείς» ήταν εξαιρετική έμπνευση, δείγμα ευστροφίας. Αποτέλεσε τη βάση της επιτυχίας του σχεδίου, το θεμέλιο για τη σωτηρία τη δική του και των λιγοστών συντρόφων.
Αποχαιρέτησα τους μαθητές με ένα πλατύ χαμόγελο στην οθόνη, κουνώντας εγκάρδια το χέρι μέχρι να αποχωρήσει και ο τελευταίος. «Κλείδωσα» την τάξη κι έκλεισα τον υπολογιστή. Αρκετά με τις οθόνες, σκέφτηκα. Αύριο πάλι. Τώρα ας μελετήσω κάτι ωφέλιμο. Πλησίασα στη βιβλιοθήκη και με μια γρήγορη ματιά επέλεξα ένα πνευματικό βιβλίο με την ευχή να με στηρίξει αυτές τις δύσκολες μέρες. Άνοιξα στη μέση περίπου κι έσκυψα να διαβάσω μια ομιλία του γέροντα Ζαχαρία που θα με συντρόφευε εκείνο το μεσημέρι… έμεινα άναυδη! Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις πρώτες αράδες της σελίδας… Ο γέροντας από το Έσεξ μεταφέρει διδαχές τού προσφάτως αγιοκαταταχθέντος γέροντα Σωφρονίου Σαχάρωφ. Συνέχισα μέχρι τέλος του κεφαλαίου.
Ο ρώσος πατέρας της ορθόδοξης εκκλησίας συμβούλευε πως για μια ανάβαση στον ουράνιο θρόνο της δόξης είναι ανάγκη να προηγηθεί πρώτα μια κατάβαση μετανοίας και δακρύων, όπως το είχε διδαχθεί ο ίδιος από τον δικό του γέροντα, τον άγιο Σιλουανό. Να επιμείνω στην αυτομεμψία. Να γίνω «ουδείς», να ταπεινώσω τον εαυτό μου, να τον τοποθετήσω κάτω από όλους τους αδελφούς, να ζήσω ως «κανένας». Επαναλάμβανε συχνά πυκνά αυτή την αγιοπνευματική ορολογία… επιτακτική ανάγκη να ζήσω ως «ουδείς». Το τοποθετεί ως κλειδί που θα εξοντώσει το τέρας του εγωισμού μέσα μου, το πνεύμα της υπερηφανείας.
Έμεινα να συλλογίζομαι πως ο παντογνώστης Κύριος που ετάζει νεφρούς και καρδίας διάβασε πέρα ως πέρα την εσωτερική μου ανάγκη και μου α-πάντησε τόσο εύγλωττα. Κι αν εγώ επεσήμανα στους μικρούς μαθητές μου ότι είναι δείκτης εξυπνάδας η ιδέα του Οδυσσέα να αυτοαποκαλεστεί «ουδείς», καλούμαι τώρα εγώ με τη σειρά μου ακολουθώντας τις νουθεσίες του γέροντα να αξιολογήσω την πνευματική ευφυία των αγωνιστών της πίστεως που έζησαν με αυτό το όνομα πάνω σε αυτή τη γη και εξήλθαν από το σπήλαιο των παθών σεσωσμένοι νικητές.
Ενδεικτικό παράδειγμα ασκητή που βίωνε αυτό το «ουδείς» και το δίδασκε ποικιλοτρόπως αναφέρεται στο γεροντικό ο αββάς Ζαχαρίας. Στην επίμονη παράκληση του αββά Μακαρίου να του πει ένα ρήμα ζωής, ένα λόγο ωφελείας ο πεπειραμένος ασκητής άρχισε να κλαίει… ο συνομιλητής όμως ικέτευε για λόγο. Τότε, έβγαλε το μοναχικό του σκούφο τον έριξε κάτω κι άρχισε να τον τσαλαπατά επίμονα. Στην απορία του Μακαρίου εξήγησε. Αν δεν αποδυθούμε το εγώ μας κι αν δεν το «πατήσουμε» κάτω, δε θα γίνουμε ποτέ αληθινοί μοναχοί.
Το μήνυμα αυτής της εποπτικής διδασκαλίας είναι σίγουρα για κάθε πιστό… να γίνω «ουδείς», να τοποθετήσω όχι γνωσιολογικά αλλά υπαρξιακά τον εαυτό μου υποκάτω πάντων των αδελφών, να γίνω χαλί, υποπόδιο κάτω από τα πόδια τους, να δω και να σεβαστώ τον κόπο των άλλων, να θαυμάσω τον όποιο αγώνα τους, να εμπνευστώ από τα χαρίσματά τους… αν σταθερά ομολογώ τη μηδαμινότητά μου τότε βρίσκομαι στο χώρο της αλήθειας. Κι αυτή η αλήθεια της αθλιότητάς μου είναι υγιής. Δεν με ρίχνει σε απελπισία, αλλά με ρίχνει στα γόνατα για εκτενή προσευχή μετανοίας κι από εκεί… με ρίχνει στην αγκαλιά του Χριστού.
Βέβαια, υπάρχει μια διαφορά… στον πανάρχαιο μύθο ο ήρωας μεταχειρίστηκε τον δόλο και προσποιήθηκε πως έχει το όνομα «ουδείς», ενώ στη χριστιανική ζωή το βίωμα αυτό της συνεχούς σμίκρυνσης έχει ισχύ μόνο στο πλαίσιο της γνησιότητας και της ειλικρίνειας. Τότε οδηγεί στην όντως ζωή, είναι η πλέον αληθινή αλήθεια και μακάριοι όσοι έχουν πνευματικό IQ για να το συλλάβουν!
Να γίνω ουδείς … να πάψω να είμαι «εγώ», γιατί όλοι λίγο ή πολύ φιλοξενούμε μέσα μας έναν υπερόπτη Λουδοβίκο, γι’ αυτό και κινούμαστε ή σκε-φτόμαστε λες και το κράτος ή ο κόσμος όλος να είμαι εγώ. Αυτό το καταραμένο «εγώ» το φορώ καμαρωτά κορόνα στο κεφάλι μου… Μάλλον αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος κοροναϊός και είναι επιτακτική ανάγκη να τον ρίξω κάτω και να τον ποδοπατήσω… όπως μας συμβουλεύει ο γέροντας. Με το «ουδείς» σώζω την ψυχή μου αλλά και τους συντρόφους - αδελφούς γύρω μου! Αντίθετα, κάθε φορά που επιλέγω τη φοβερή αμαρτία του εγωισμού που μέσα της φέρει πάντα τα ανομήματα, βλάπτω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά μολύνω επικίνδυνα και το περιβάλλον μου και κατ’ επέκταση λειτουργώ καταστροφικά για όλο το γένος του Αδάμ….
Ποτέ δεν φανταζόμουν πως τελειώνοντας την ηλεκτρονική διδασκαλία με τους μαθητές μου κι αφού χάρηκα για τις ηθικές προεκτάσεις που πήρε το μάθημα και για τις συμβουλές που τους έδωσα στο τέλος πως θα μου έστελνε τόσο εύγλωττο ερμηνευτικό υπόμνημα ο ουρανός…. Λοιπόν, από όποια ερμηνευτική πλευρά κι αν το πιάσω, συμφέρει να αγωνιστώ να ζήσω ως «ουδείς».
Αγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ!
Ἄν καί νιώθω ὅτι διά τῆς προσευχῆς συναντιόμαστε καί ἐπικοινωνοῦμε, ὡστόσο λόγῳ τῆς ἔκτακτης κατάστασης πού ζοῦμε καί καθώς ὅλοι εἴμαστε ἔγκλειστοι, θεώρησα ἀναγκαῖο -ἰδιαίτερα τίς ἡμέρες αὐτές πού πλησιάζουμε πρός τό ἅγιο Πάσχα- νά ἐπικοινωνήσω μαζί σας καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου.
Οἱ καταστάσεις πού ζοῦμε εἶναι πρωτόγνωρες καί δικαιολογημένα μᾶς διακατέχουν δυσάρεστα αἰσθήματα -φόβος, ἀγωνία, ἀνασφάλεια, συναισθηματική πίεση λόγῳ ἐγκλεισμοῦ- καί ἔντονος προβληματισμός ὡς πρός τήν ἀξιοπιστία τῶν εἰδήσεων, πού μᾶς κατακλύζουν. Καί βέβαια θά ἦταν ἐξωπραγματικό νά μήν νιώθει κανείς ἀγωνία σέ μία τόσο ἐπικίνδυνη περίσταση. Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἡ ἀγωνία διαφέρει ἀπό τόν φόβο. Ἡ ἀγωνία ὠθεῖ σἐ ἐκτενέστερη προσευχή. Ὁ φόβος πού περιέχει ἀνησυχία καί ταραχή καλλιεργεῖ τήν ὀλιγοπιστία, παραλύει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ σέ καταστάσεις ἀπελπισίας καί ἀπόγνωσης. Καί αὐτό εἶναι μεγαλύτερο πρόβλημα ἀπό τόν κορωνοϊό.
Ἀδέλφια μου ἀγαπημένα, «Ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός μου» (Ψα 17,47), σαλπίζει ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι ἀκράδαντη πίστη μας ὅτι ὁ μοναδικός γνώστης τῆς ἀλήθειας καί κυρίαρχος τῆς ἱστορίας εἶναι ὁ Κύριός μας, ὁ φιλάνθρωπος, ὁ πάνσοφος, ὁ παντεπόπτης καί παντοδύναμος Θεός.
Ἄς στηρίξουμε τό βλέμμα μας καί τήν καρδιά μας στόν Κύριό μας, ἐφόσον μόνον «Χριστὸς ἡ ἐλπὶς ἡμῶν» (βλ. Α΄ Τι 1,1). Ἄς ἐπιμείνουμε ἐν μετανοίᾳ στήν προσευχή, γιά νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά τῆς ψυχῆς μας τήν ἐνθαρρυντική καί γεμάτη ἀγάπη φωνή Του: «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (Ἑβ 13,5· πρβλ. Δε 31,6). Καί σ᾿ αὐτή τή φουρτούνα πού περνοῦμε Ἐκεῖνος εἶναι κοντά μας καί μᾶς φωνάζει: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Μθ 14,27).
Ἀδέλφια μου, ὁ Κύριος εἶναι ζωντανός καί ἀναστημένος! Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας μέσα στούς αἰῶνες, σέ ὅποιες καταστάσεις, ψάλλει θριαμβευτικά: «Εὐφράνθητε οὐρανοί, σαλπίσατε τὰ θεμέλια τῆς γῆς, βοήσατε τὰ ὄρη εὐφροσύνην· ἰδοὺ γὰρ ὁ Ἐμμανουὴλ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν τῷ Σταυρῷ προσήλωσε καὶ ζωὴν ὁ διδούς θάνατον ἐνέκρωσε τὸν Ἀδὰμ ἀναστήσας ὡς φιλάνθρωπος» (Τῷ Σαββάτῳ ἑσπέρας, ἦχος α΄). Ἄς τό ψάλλει καί ἡ δική μας ψυχή!
Μέ ἀγάπη Χριστοῦ
π. Μιχαήλ Κόνιας
![]() |
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΣ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΑΝ
Στ. Ν. Σάκκου Ἡ αὐθεντική ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στά βασανιστικά ἐρωτήματα: Ὅλα τελειώνουν στό μνῆμα; Μποροῦμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τούς νεκρούς μας; Πότε, ποῦ καί πῶς; |
![]() |
Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τήν πιό τραγική ἀλλά καί τήν πιό ἀληθινή πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας. Τί γίνονται οἱ νεκροί μας; Ποῦ πᾶνε ὅσοι φεύγουν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Μποροῦμε νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί τους; Τό μικρό αὐτό βιβλιαράκι δίνει παρηγοριά καί μήνυμα ἐλπίδας στούς πενθοῦντες καί παρακινεῖ ὅλους μας νά σκύψουμε στήν ἁγία Γραφή, γιά νά βροῦμε τήν σίγουρη ἀπάντηση στά ἐρωτήματα πού βασανίζουν τήν καρδιά μας. |
![]() |
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
Στ. Ν. Σάκκου Πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος; Τί γίνεται στήν Κόλαση; Ἡ ἀληθινή ἀπάντηση-ἀπόδειξη γιά ὅσους ἀπιστοῦν ἤ ἀμφισβητοῦν τή μετά θάνατον πραγματικότητα. |
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ", τηλ. 2310 274518
᾿Από τόν μακαρισμό πού διατύπωσε κάποιος ἀπό τούς φαρισαίους πού συμμετεῖχαν στό δεῖπνο ὁ Κύριος πῆρε τήν ἀφορμή νά διηγηθεῖ τήν παραβολή τοῦ δείπνου. ῾Η παραβολή αὐτή διδάσκει ὅτι ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικό προνόμιο τῶν ᾿Ιουδαίων οὔτε κεκτημένο δικαίωμα εἰδικά γιά τήν τάξη τῶν φαρισαίων. ῾Ο Θεός δέν μοιάζει μέ τούς φαρισαίους οἰκοδεσπότες, πού καλοῦν στά συμπόσια μόνο τούς πλούσιους φίλους καί συγγενεῖς τους. Στό συμπόσιο τῆς οὐράνιας βασιλείας του προσκαλεῖ ὄχι μόνο τούς φίλους ᾿Ιουδαίους, ἀλλά καί τούς ἐχθρούς ἐθνικούς, τούς φτωχούς καί τυφλούς πνευματικά.
῾Η παραβολή τοῦ δείπνου διαβάζεται ὡς εὐαγγελική περικοπή τήν δεύτερη Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, τήν Κυριακή τῶν προπατόρων. Μοιάζει πολύ μέ τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων, τήν ὁποία παραθέτει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (βλ. 22,1-14), ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια. ᾿Εκείνη εἰπώθηκε στό ἱερό τοῦ ναοῦ πρός τούς ἀρχιερεῖς καί πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, αὐτή κατά τήν πορεία τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τήν Γαλιλαία πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα, στό σπίτι κάποιου φαρισαίου.
῾Η παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων ἔχει ἠθικό χαρακτήρα· διδάσκει ὅτι γιά νά παρουσιασθοῦμε στόν Θεό πού μᾶς κάλεσε, πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι. ῾Η παραβολή τοῦ δείπνου ἀποκαλύπτει μία θεολογική ἀλήθεια· ῾Ο Θεός ἀπευθύνει τό προσκλητήριό του σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Γιά τήν ἀνταπόκριση εὐθύνεται ὁ καθένας προσωπικά.
14,15. ᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἀνάσταση θά ὁλοκληρωθεῖ ἡ αἰώνια ζωή καί θά συντελεσθεῖ ἡ ἀνταπόδοση. Εὔλογα, λοιπόν, ἀκούσας τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα, κάποιος ἀπό τούς συνδαιτυμόνες, ὅταν ἄκουσε ὅσα εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς γιά ἀνταπόδοση καί ἀνάσταση, μεταφέρει τόν λόγο στήν ὕψιστη ἀνταπόδοση πού εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Λέει στόν Κύριο· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, μακάριος ἐκεῖνος πού θά συμμετέχει στό γεῦμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο μακαρισμός ἀπηχεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀντίληψη ὅτι ὁ Μεσσίας θά εἶναι ἕνας ἔνδοξος ἐπίγειος βασιλιάς, πού θά ἐλευθερώσει τούς ᾿Ιουδαίους ἀπό τόν ζυγό τῆς δουλείας καί θά τούς χορτάσει μέ ἀγαθά καί εὐλογίες.
῾Ως γνήσιος φαρισαῖος ὁ ἄνθρωπος πού εἶπε τόν μακαρισμό θά εἶχε ἀσφαλῶς τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα ὅτι ὁ ἴδιος ὁπωσδήποτε θά περιλαμβάνεται δικαιωματικά ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού θά καθίσουν στό τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος πατάσσει τήν αὐταρέσκεια τοῦ φαρισαίου μέ τήν παραβολή πού διηγεῖται στήν συνέχεια.
14,16. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς.
Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε δεῖπνο μεγάλο καί κάλεσε πολλούς. Τό δεῖπνον εἶναι μία ὄμορφη ὥρα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων μετά ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας, κατάλληλη γιά ἁπλές ἤ ἐπίσημες συνάξεις καί ἐπικοινωνίες. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὁ ἄνθρωπος πού παραθέτει τό δεῖπνο εἶναι ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Τό παρατιθέμενο δεῖπνο εἰκονίζει τήν εὐφρόσυνη κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό μέσα στήν ᾿Εκκλησία του καί αἰώνια στήν οὐράνια βασιλεία του. Χαρακτηρίζεται μέγα, δηλαδή μεγαλόπρεπο καί πλούσιο, γιά πολλούς λόγους·
α) Εἶναι μεγάλος αὐτός πού κάνει τό δεῖπνο.
β) Εἶναι πολύτιμα τά ἀγαθά πού παρατίθενται.
γ) ῎Εχει μεγάλη διάρκεια· ἐκτείνεται στήν αἰωνιότητα.
δ) ῎Εχουν μεγάλες διαστάσεις οἱ ὠφέλειες πού προκύπτουν ἀπό τήν συμμετοχή στό δεῖπνο.
ε) Εἶναι πολλοί οἱ καλεσμένοι. Στούς πολλοὺς πού κλήθηκαν ἀρχικά νά παρευρεθοῦν συγκαταλέγονται οἱ δώδεκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅλων τῶν αἰώνων μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ ᾿Ιησοῦ.
14,17. καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς παραβολῆς εἶχαν δεχθεῖ ἐγκαίρως τήν πρόσκληση γιά τό δεῖπνο, ἀλλά τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀρχίσει τό δεῖπνο ὁ οἰκοδεσπότης ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ γιά τήν τελευταία ὑπενθύμιση ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα, εἶναι ὅλα ἕτοιμα. ῏Ηταν μία εὐγενική χειρονομία ἐκ μέρους τοῦ οἰκοδεσπότη. ᾿Ακόμη καί σήμερα στούς ἀνατολικούς λαούς ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια νά γίνεται μία ὑπενθύμιση στούς καλεσμένους λίγο πρίν ἀπό τό δεῖπνο, ὅταν ὅλα εἶναι ἕτοιμα καί πρόκειται νά ἀρχίσει τό γλέντι.
῾Η ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς ταυτίζει τόν ἀπεσταλμένο δοῦλον μέ τούς κατά καιρούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ καί εἰδικώτερα μέ τόν Πρόδρομο καί μάλιστα μέ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φι 2,7). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ δοῦλος ἀλλά συγχρόνως καί ὁ οἰκοδεσπότης καί κύριος τοῦ συμποσίου. Οἱ καλεσμένοι, ὁ ἐκλεκτός λαός τῶν ᾿Ιουδαίων, ποικιλοτρόπως εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου, τήν ὥρα πού ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ὅταν πλέον εἶχε φθάσει τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γα 4,4), ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός γιά νά πεῖ σ᾿ αὐτούς ὅτι ἔφθασε ἡ στιγμή γιά τήν ἀνέκφραστη ἀπόλαυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Τά ἑτοίμασε ὅλα, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ἁμαρτιῶν ἀπόθεσιν, Πνεύματος ἁγίου μέθεξιν, υἱοθεσίας λαμπρότητα, βασιλείαν οὐρανῶν», ὁ ἴδιος «ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἐν Χριστῷ».
14,18-20. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ῾Ο πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
῾Η εὐγενική καλωσύνη τοῦ οἰκοδεσπότη δέν συγκίνησε καθόλου τούς καλεσμένους. ᾿Αρνοῦνται νά παρευρεθοῦν στό δεῖπνο καί μάλιστα μέ ἕναν τρόπο ἄκομψο, προσβλητικό καί ὑποτιμητικό. Σάν νά ἦταν συνεννοημένοι μεταξύ τους, ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, δήλωναν παραίτηση ὅλοι.
῾Η παραβολή μνημονεύει τρεῖς περιπτώσεις καλεσμένων, πού φαίνονται ἄνθρωποι εὐκατάστατοι, μεγαλοκτηματίες καί ἐκπροσωποῦν ὅλες τίς κατηγορίες καί ἀξίες τοῦ ὑλιστικοῦ κόσμου. Καί οἱ τρεῖς ἐπαναλαμβάνουν μέ ἔμφαση τήν ἀπάντηση· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον, ἡ ὁποία μεταφράζεται· «Συγχώρεσέ με γιά τήν ἀπουσία μου», ἀλλά οὐσιαστικά σημαίνει· «Παράτα με, ἄφησέ με στήν ἡσυχία μου».
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ ἀσχολίες πού κρατοῦν τούς καλεσμένους μακριά ἀπό τό δεῖπνο εἶναι ἔντιμες καί νόμιμες, δέν εἶναι κατακριτέες οὔτε ἁμαρτωλές. Καταντοῦν, ὡστόσο, ἀπαράδεκτες καί θανάσιμα ἐπικίνδυνες, ἐπειδή τούς ἀπορροφοῦν καί τούς κρατοῦν ἔξω ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, πράγματι, κάποιος νά περιπλακεῖ σέ ἔργα ἐπιτρεπτά καί νά χάσει ἐξαιτίας αὐτῶν τήν σωτηρία του, καθώς οἱ μέριμνες, τά πλούτη καί οἱ ἡδονές αὐτῆς τῆς ζωῆς συμπνίγουν τά ἀγαθά σπέρματα καί δέν τά ἀφήνουν νά καρποφορήσουν μέσα του (βλ. Λκ 8,14).
Παρ᾿ ὅλο πού φαίνονται διαφορετικές οἱ δικαιολογίες μέ τίς ὁποῖες αἰτιολογοῦν τήν ἄρνησή τους οἱ καλεσμένοι, ὅλες ξεκινοῦν ἀπό τήν ἴδια νοοτροπία, ἀπό τήν ἀδιαφορία, καί ἐκφράζουν τήν κακή θέλησή τους. ᾿Ενῶ ἀρχικά δέχθηκαν τήν πρόσκληση, στήν συνέχεια τήν ἀθετοῦν δίχως σοβαρό λόγο. Οὐσιαστικά δίδουν τήν προτεραιότητα σέ διάφορες ὑποθέσεις καί ἀσχολίες ὑποτιμώντας τό δεῖπνο καί τόν οἰκοδεσπότη πού τούς κάλεσε. Οἱ ἀπαντήσεις τους εἶναι ἀνειλικρινεῖς·
α) ᾿Αγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν, λέει ὁ πρῶτος καλεσμένος. Προφανῶς εἶχε δεῖ τόν ἀγρό πρίν τόν ἀγοράσει. Τώρα θέλει νά τόν ξαναδεῖ γιά νά μελετήσει ἀπό κοντά τήν ἀξιοποίησή του καί νά δώσει τίς σχετικές ὁδηγίες στούς δούλους πού θά ἐπιμελοῦνταν τήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ. Δέν ἦταν, λοιπόν, τόσο ἀνυπέρθετη ἡ ἐπίσκεψη· μποροῦσε νά ἀναβληθεῖ γιά κάποια ἄλλη ὥρα, μετά τό δεῖπνο.
β) Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ῾Ο δεύτερος προσκεκλημένος προβάλλει ὡς ἐμπόδιο μία μεγάλη καί ὄχι συνηθισμένη ἀγορά πού ἔκανε, πέντε ζεύγη βοδιῶν! ᾿Επείγεται νά τά δοκιμάσει, νά διαπιστώσει τήν δύναμη, τήν ἀντοχή, τήν εὐπείθειά τους. Θεωρεῖ καί αὐτός λιγώτερο σημαντική τήν συμμετοχή του στό δεῖπνο.
γ) Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν· ῾Ο τρίτος προσκεκλημένος ἦταν νεόνυμφος καί αὐτό χρησιμοποιεῖ ὡς πρόφαση γιά τήν ἀποχή του ἀπό τό δεῖπνο. Δέν μποροῦσε βέβαια νά παραστεῖ μαζί μέ τήν γυναίκα του, διότι στά ἀρχαῖα συμπόσια συμμετεῖχαν μόνον ἄνδρες. ῎Επρεπε νά τήν ἀφήσει γιά λίγο μόνη, ὥστε νά παρευρεθεῖ στό συμπόσιο, ἄν τό ἤθελε. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀρνεῖται, πιθανόν διότι παρερμήνευσε ἕναν νόμο τοῦ Δευτερονομίου κατά τόν ὁποῖο· «ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα· ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν» (Δε 24,5). Αὐτό ὅμως δέν σήμαινε ὅτι ἀπαγορευόταν νά παρευρεθεῖ στό δεῖπνο.
῞Ολες οἱ παραπάνω ἀπαντήσεις μεγαλοποιοῦν ἀσήμαντους λόγους, προκειμένου νά ἀποκρύψουν τήν ἔλλειψη τῆς διαθέσεως γιά συμμετοχή στό δεῖπνο. ῾Υποδηλώνουν τήν προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στά γήινα καί πρόσκαιρα καί τήν ἀδιαφορία του γιά τά οὐράνια καί αἰώνια ἀγαθά πού τοῦ προσφέρει ἡ θεϊκή ἀγάπη.
14,21. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
῾Ο δοῦλος τῆς παραβολῆς παραγενόμενος, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἀποστολή του, ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα, μετέφερε μέ ἀκρίβεια στόν κύριό του, ὅπως εἶχε ὑποχρέωση, τίς ἀπαντήσεις πού ἔλαβε. ᾿Εκεῖνος, ὀργισθεὶς εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ, ἐξοργισμένος γιά τήν κατάδηλη περιφρόνηση καί ἀγνωμοσύνη τῶν καλεσμένων, ἔδωσε νέα ἐντολή στόν δοῦλο του. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά τήν πραγματοποιήσει ταχέως, νά τακτοποιηθοῦν ὅλα καί νά πραγματοποιηθεῖ τό δεῖπνο χωρίς καθυστέρηση, ὥστε καί ἄν θελήσουν ἀργότερα νά ἔρθουν ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν, νά μήν μποροῦν πλέον.
Λέει στόν δοῦλο του ὁ οἰκοδεσπότης· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στά στενά δρομάκια τῆς πόλεως, σέ δημόσια μέρη, δηλαδή, ὅπου σύχναζαν πολλοί ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων. ᾿Από ἐκεῖ εἰσάγαγε ὧδε, νά ὁδηγήσεις ἐδῶ, στό δεῖπνο, τοὺς πτωχούς, τούς ταλαίπωρους ἐπαῖτες, καὶ ἀναπήρους καὶ χωλούς καὶ τυφλοὺς, ἀνθρώπους ταπεινούς, ἀδύναμους καί καταφρονεμένους. Αὐτοί θά ἀντικαταστήσουν στό δεῖπνο τούς ἀξιοπρεπεῖς γαιοκτήμονες καί προύχοντες πού ἀρνήθηκαν νά ἀνταποκριθοῦν στήν τιμητική πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη.
῾Ο Κύριος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τι 2,4). Τό προσκλητήριό του εἶναι οἰκουμενικό, ἀπευθύνεται σέ ὅλους. Εἶναι, λοιπόν, βέβαιο, ὅτι καί ἄν οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ἀνταποκρίνονταν στήν πρόσκληση, ὁ οἰκοδεσπότης θά καλοῦσε καί τούς καταφρονεμένους. Προηγήθηκε ὅμως ἡ πρόσκληση πρός τίς τάξεις πού ἀρνήθηκαν, ὥστε νά φανεῖ ἡ προσωπική τους εὐθύνη καί νά εἶναι ἀναπολόγητοι. ῾Η κίνηση αὐτή τοῦ οἰκοδεσπότη δηλώνει ὅτι στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνονται δεκτοί ἄνθρωποι φτωχοί, ἄσημοι καί ἀσθενεῖς, μέ τήν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι θά ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμά του. ᾿Αντί τῶν ἐπιφανῶν ᾿Ιουδαίων καί τῶν προκρίτων φαρισαίων, πού περιφρόνησαν τό κάλεσμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θά παρακαθήσουν στό δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ οἱ φτωχοί καί περιφρονημένοι, ὁ «ἄμ χαάρετς», ὁ λαός τῆς γῆς, πού πρόθυμα δέχθηκαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἐξουθενωμένοι, οὗτοι ἐκλήθησαν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος (πρβλ. Α´ Κο 1,27).
14,22-23. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου.
᾿Επιστρέφοντας τήν δεύτερη φορά ὁ δοῦλος ἀνακοινώνει ὅτι ἐκτελέσθηκε ἡ διαταγή τοῦ κυρίου του, ἀλλά ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος καί γιά ἄλλους· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. ῾Ο οἰκοδεσπότης τόν στέλνει τώρα εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς, στούς δρόμους καί σέ ὑπαίθριους περιφραγμένους χώρους, δηλαδή πάλι σέ μέρη πολυσύχναστα. ᾿Εδῶ βλέπουν οἱ ἅγιοι πατέρες τήν στροφή τοῦ εὐαγγελίου στά ἔθνη.
῾Η ἐντολή ἀνάγκασον εἰσελθεῖν δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ἄσκηση βίας· τονίζει τήν ἐπίμονη προσπάθεια πού ὀφείλει νά καταβάλει ὁ δοῦλος, ὥστε νά πείσει τούς ἀνθρώπους νά δεχθοῦν τήν ἀπίστευτη καί ἀπροσδόκητη πρόσκληση ξεπερνώντας κάθε δισταγμό. ῾Η ἐπιθυμία τοῦ οἰκοδεσπότη, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου, φανερώνει τήν γενναιόδωρη ἀγάπη του καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀνέχεται τά κενά, ὅπως καί ἡ φύση. ῎Αν ἀρνήθηκαν νά συμμετέχουν στήν χαρά τῆς βασιλείας ἐκεῖνοι πού ἐπί αἰῶνες ἑτοιμάζονταν γι᾿ αὐτήν, θά βρεῖ ὁ Θεός ἄλλους, δέν θά μείνει ἄδειος ὁ παράδεισος!
Μετά τόν φτωχό καί περιφρονημένο λαό τοῦ ᾿Ισραήλ δέχονται τήν πρόσκληση τῆς σωτηρίας τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, πού οἱ φαρισαῖοι μέ βδελυγμία τά περιφρονοῦσαν. ᾿Αποξενωμένα ὥς τότε ἀπό τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ (βλ. ᾿Εφ 2,12) ἦταν βυθισμένα ἐπί αἰῶνες στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ἐπίμονο ὅμως κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἡ ἀνυπέρβλητη δύναμη τοῦ θεόπνευστου εὐαγγελικοῦ λόγου τούς «ἀνάγκασαν» νά εἰσέλθουν στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας.
14,24. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
῾Ο τελευταῖος λόγος τοῦ οἰκοδεσπότη εἶναι κατηγορηματικός· λέγω γὰρ ὑμῖν, σᾶς βεβαιώνω, ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου, κανείς ἀπό ἐκείνους τούς πρώτους καλεσμένους πού περιφρόνησαν τήν πρόσκλησή μου δέν θά γευθεῖ τό δεῖπνο μου. ᾿Αποκλείονται ἀπό τό δεῖπνο ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν νά ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμα τοῦ οἰκοδεσπότη. Οἱ ἀλαζόνες φαρισαῖοι, πού νόμιζαν ὅτι ὡς ἐκλεκτοί ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αβραάμ ἔχουν κεκτημένα δικαιώματα στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διαψεύδονται πλήρως.
Τό λέγω γὰρ ὑμῖν μεταφέρει τήν παραβολή στήν πραγματικότητα. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, πού εἶπε τήν παραβολή ὡς ἀπάντηση στόν μακαρισμό τοῦ αὐτάρεσκου φαρισαίου (στ. 15), ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης τοῦ δείπνου. Δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι δέν πρόκειται νά γευθοῦν τά ἀγαθά τῆς βασιλείας του οἱ συνδαιτυμόνες του φαρισαῖοι, ἄν ἀδιαφορήσουν γιά τήν πρόσκληση πού Αὐτός τούς ἀπευθύνει.
῾Ομοίως κατηγορηματική θά ἀντηχήσει κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφαση τοῦ Κυρίου, ὅτι ἀποκλείονται γιά πάντα ἀπό τήν βασιλεία του ὅλοι ὅσοι περιφρόνησαν καί ἀρνήθηκαν τό κάλεσμά του.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό Κατά Λουκᾶν Εὑαγγέλιο, τ. Β΄, σελ. 290-297
![]() |
Βοήθημα Μέσου Κατηχητικοῦ, Γ΄ Μέ ποικίλα πνευματικά καί ἐφηβικά θέματα. Ζητῆστε το στό Βιβλιοπωλεῖο "Ἀπολύτρωσις", τηλ. 2310 274518. |