Super User

Super User

Τρίτη, 26 Δεκέμβριος 2023 03:00

Ὁ ἅγιος Ζωτικός

zotikos Ἀπό τότε πού ὁ Ἥλιος τῆς δικαιο­σύ­νης ἀνέτειλε στή φτω­χική φάτνη τῆς Βη­θλεέμ οἱ ἀχτίδες Του φέγγουν στά μάτια κά­ποιων ψυχῶν καί ἀντανακλοῦν στά ἔργα τους. Τέτοιο φῶς ἱλα­ρό καί ἐλπι­δο­φόρο διέλυσε τό σκοτάδι πού εἶχε ἁπλω­θεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ξέσπα­σε φοβερή ἐπιδημία λέπρας.

 Ὁ λοιμός ἐξα­πλωνόταν καί μαζί του ὁ πανικός πού ὁδή­γη­σε στήν ἀπόφαση νά θανα­τώ­νονται διά πνιγμοῦ οἱ ἄρρωστοι, ὥστε νά μήν ἐξαπλωθεῖ ἄλλο ἡ ἀσθένεια. Μέσα στό ζόφο τῆς ἀπόγνωσης ἔμενε ἀτάραχος μονάχα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

  Ὁ Ζω­τι­κός στάθηκε πάντα ἕνα φῶς στό δρόμο τῶν ἀν­θρώ­­πων, ἕνα χέρι πού ἔδειχνε τόν Καλό Σαμαρείτη, μιά καρ­διά δο­σμένη στή διακονία τοῦ πόνου. Σπούδασε καί με­λέτησε τή σο­φία τοῦ κόσμου σέ φημι­σμέ­νες σχολές τῆς Ρώμης μά στήν προ­σ­­ευ­­χή καί στή λατρεία διδάχθηκε τή γλώσ­σα πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης.

 Ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, καρδιά ἐλεήμων, καιόμενη ὑπέρ τοῦ κόσμου, ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων, ἔγινε δέντρο γιά νά κουρ­νιά­­ζουν τά πουλιά πού τά πλήγιασε πιότερο ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀσπλα­χνία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ πόνος του γιά τό σκληρό μέτρο ἦταν συμ­­­μετοχή στόν πόνο τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, κοινωνία στό πάθος τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἔμπρακτη καλοσύνη του τόν εἶχαν κάνει ἀπό καιρό γνωστό καί ἀγαπητό στό λαό ἀλλά καί στούς ἄρ­χοντες τῆς Βασιλεύουσας.

 Ὁ Μ. Κων­σταν­τίνος ἐκτιμώντας τή σοφία καί τή σύνεσή του τόν τίμησε δίνοντάς του τό ἀξίωμα τοῦ μαγιστριανοῦ. Ἔτσι, ὅταν πα­ρουσιάστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος γιά νά τοῦ ζητήσει χρυσάφι μέ σκοπό «νά ἐξασφαλίσει διαμάντια καί λί­θους πολύ­τι­μους γιά τήν αὐτοκρατορία», ὁ αὐτο­κράτορας δέν τοῦ τό ἀρνήθηκε. Κι ἔγιναν τά χρήματα αὐτά ζωή γιά ἀθώους πο­λί­τες λαβωμένους ἀπό τή λέπρα, τή φοβερή ἀρρώστια τῆς ἐ­ποχῆς. Ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος πάλεψε ἀκούραστα μέ τόν πό­νο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού ἔφλε­γε τήν καρδιά του.

 Φτωχοί καί πλούσιοι, ἄρχοντες καί δοῦ­λοι ἐγκαταλελειμ­μένοι ἀπό τούς πα­νι­κό­βλητους συγγενεῖς βρῆκαν κατα­φύ­γιο καί ζωή ἀπό τόν Ζωτικό. Μέ τά χρή­μα­τα τοῦ αὐτοκράτορα ἐξα­γόραζε τούς ἀρ­ρώστους ἀπό τούς στρατιῶτες πού εἶ­χαν ἐντολή νά τούς πνίγουν, καί τούς ἐξα­σφάλιζε τόπο διαμονῆς ἔξω ἀπό τήν Πόλη.

 Ὅμως εἶναι κλῆρος κάποιων γεν­ναί­­ων ψυχῶν νά μή γνωρίζουν σέ τούτη τή γῆ τήν ἀναγνώριση τοῦ ἔργου τους. Ὁ ὅσιος συκοφαντήθηκε ἀπό ἀνθρώ­πους φθο­νερούς, ὅταν ἔπεσε πεί­­να στήν Πόλη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, γιός καί διάδοχος τοῦ Μ. Κωνταν­τί­νου, ἐ­πηρεα­σμένος ἀπό τούς αἱρετι­κούς Ἀ­ρει­­ανούς διέταξε τήν τιμωρία του. Μαρ­τυ­ρικό ὑ­πῆρξε τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ δια­­κόνου τῆς ἀ­γά­πης. Δεμέ­νος πίσω ἀ­πό δυό ἄγρι­ους ἡμίονους σέρ­νεται στά μο­νοπάτια καί ποτίζει μέ τό αἷμα του τή γῆ τῆς Βα­σιλεύουσας ὁ ὅσιος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγία του κεφαλή καί τά μέλη τοῦ σώ­μα­τός του κατα­κό­πη­καν βίαια καί δια­σκορ­πί­στη­καν. Θαυ­­μα­στά σημεῖα ὅ­μως, τήν δια ὥρα ἀλλά καί ἀργότερα, ἔκαναν τόν ἀσεβῆ αὐτοκράτορα νά κα­τα­λάβει τό σφάλ­μα του, νά ζητήσει συγ­­χώρεση καί νά ἐπιμεληθεῖ τήν ταφή τοῦ ἁγίου.

 Στίς 31 Δεκεμβρίου, μέρα πού κλεί­νει ἕνας χρόνος, ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα παράθυρο στό θεϊκό μυστήριο τῆς ἀγά­πης πού νικάει τό χρόνο καί τό θάνατο, καθώς τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ἁγί­ου Ζωτικοῦ.

 Στήν ἐποχή πού μεταδοτική ὅσο πο­τέ ἀπειλεῖ ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἔ­χουμε ἐ­πεί­­γου­σα ἀνάγκη ἀπό κείνους πού, μα­θη­­τεύ­οντας στήν ἀγάπη τῆς ἁγί­ας φάτ­νης, θά σώσουν ψυχές γιά τόν Πα­ρά­δει­σο προσ­φέ­ροντας ὡς τίμημα τή θυσία τῆς ζωῆς τους.

 

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 334-335

Τετάρτη, 27 Δεκέμβριος 2023 03:00

Πορεία θριάμβου

agioi2 Γεφυρώνει τούτη ἡ μέρα τοῦ Δεκεμβρίου τή γῆ μέ τόν οὐρανό. ῾Ενώνει τή σύντομη μέρα πού ζοῦμε μέ τήν ἀνέσπερη μέρα πού περιμένουμε. Συνδέει τό σήμερα μέ τό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Στή σκέψη καί στήν καρδιά μας φέρνει τούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού τελείωσαν τή ζωή τους πάνω στή γῆ μέ θάνατο μαρτυρικό. «Τῇ 29ῃ τοῦ μηνός Δεκεμβρίου μνήμη πάντων τῶν χριστιανῶν καί ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καί δίψει καί μαχαίρᾳ καί κρύει τελειωθέντων».
 Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι μέ τή φλογερή ψυχή τους ἀπέσπασαν ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου τό ξεχωριστό χάρισμα «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φι 1,29). ῎Ενδοξη φάλαγγα ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων μορφῶν πού μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἔφθασαν τροπαιοφόροι στά κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ καί στεφανώθηκαν μέ τό αἰώνιο φῶς. Συναγμένοι μεστοί καρποί ἀπό τῆς γῆς τό χωράφι, ἀπαρχή εὐλογημένη, δοτή στόν Φυτουργό τῆς κτίσεως ἀπό τή στρατευομένη ᾿Εκκλησία, ἱκεσίας θυμίαμα, γιά νά στηρίζει ὁ Κύριος τά ἀγωνιζόμενα παιδιά Του.
 ᾿Αγκαλιάζει ἡ καρδιά μου μέ εὐγνωμοσύνη τούτη τήν ἱερή πομπή. ᾿Αντικρύζω πλούσιους καί πένητες, μορφωμένους καί ἀγράμματους, ἄρχοντες καί δούλους, ἀξιωματούχους καί ταπεινούς, πού ὑψώθηκαν ἀπό τή φθαρτότητα τῶν ἐπιγείων στήν αἰωνιότητα τῶν ἐπουρανίων. ῾Η δροσιά τῆς νιότης συνάμα μέ τήν ὡριμότητα τῶν μεγάλων, ἡ βρεφική ἀθωότητα μέ τή σταθερότητα τῶν γερόντων στολίζουν μέ παραδείσιο κάλλος αὐτή τή χορεία. ᾿Από τόν «῞Ηλιο τῆς δικαιοσύνης» φωτοφόροι, ἀφήνουν πάνω σέ τούτη τή γῆ ἴχνη φωτός. ῾Ο δρόμος τους σφραγισμένος μέ μαρτυρία καί μαρτύριο γίνεται πορεία θριάμβου. ῾Η μελέτη τῆς ζωῆς καί τῆς θυσίας τους ἀντίδωρο ζωῆς, γιά νά μήν πεθάνουν οἱ ψυχές μας ἀπό τήν ἀσφυξία μέσα στίς χωματένιες βιοτικές μέριμνες.
 29 Δεκεμβρίου. Μπρός στό νεογέννητο Βρέφος ἀνταμώνω ὅλους τούς μαρτυρικούς ἀδελφούς κάθε ἐποχῆς. Ζηλεύω μυστικά τά ἀνεκτίμητα δῶρα πού προσκομίζουν στόν μεγάλο Βασιλιά· τό διψασμένο, πεινασμένο κορμί τους, τά βασανισμένα καί πληγωμένα μέλη τους, χρυσάφι ἐκλεκτό, εὐωδιαστό λιβάνι, πολύτιμη σμύρνα. Πῶς νά κρατήσω στά ἀδύναμα χέρια μιᾶς ὑλιστικῆς, εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς τή βαρειά παρακαταθήκη τους· «Πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τι 3,12)! Ζητῶ ταπεινά ἡ πρεσβεία αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν μας, πού πέρασαν μέσα ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα, νά μᾶς χορταίνει καί νά μᾶς δροσίζει, ὅταν ἀδήριτα πεινᾶ καί διψᾶ ἡ ψυχή μας γιά οὐρανό. Τό δικό τους πολύπαθο χέρι ἄς κρατᾶ μέσα μας ἀναμμένη τή σπίθα γιά τήν ἁγιότητα στίς χαλεπές, παγωμένες μέρες μας. ᾿Από τῆς γῆς τά μήκη καί τά πλάτη φτασμένοι μπροστά στό θρόνο τοῦ ᾿Αρνίου ἄς δέονται, γιά νά βρίσκει συνεχιστές ἡ πομπή τους σέ κάθε τόπο, σέ κάθε ἐποχή... καί στή δική μας.

᾿Ιχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 248

 Ἀνάμεσα στά γεγονότα πού συνδέονται μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, μελανό σημεῖο στήν ἱστορία εἶναι ἡ σφαγή τῶν νηπίων στή Βηθλέεμ. Ὁ ὑπαίτιος καί ὁ ἀληθινός ἔνοχος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὁ Ἡρώδης ὁ Α’.
   Μορφή σατανική, σκοτεινή, ἐκδηλώνεται σέ παρόμοια περιστατικά, πού κηλιδώνουν ἀνεξίτηλα τόν ἴδιο καί τή βασιλεία του. Φιλόδοξος ὁ Ἡρώδης δέν ὑπελόγιζε κανένα ἐμπόδιο· δέν εἶχε οὔτε ἠθική, οὔτε θρησκευτικότητα, οὔτε ἀνθρωπιά! Ἤθελε πάντοτε νά εἶναι ἕνας ἐπιτυχημένος τύραννος· γι’ αὐτό, πρόθυμα θυσίαζε τά πάντα ἐκτός ἀπό τό θρόνο του.
   Συχνά παρουσιαζόταν γενναιόδωρος καί μεγαλόψυχος στούς φίλους του, τόσο ὅμως ὅσο νά μή βλάπτεται ἡ θέση του καί ἡ περιουσία του. Πιθανόν ἦταν τελείως ἄθρησκος καί εἶχε τή δυνατή λαγνεία καί τό πάθος ἑνός Ἀνατολίτη.
   Χωρίς ὑπερβολή ὁ Ἡρώδης εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό αἱμοχαρεῖς ἀνθρώπους πού γνώρισε ἡ ἱστορία. Αὐτό συμπεραίνεται ἀπό τόν κατάλογο τῶν ἐγκλημάτων του, πού ἀκολουθεῖ.

  •   Μόλις ἀνέβηκε στό θρόνο σκότωσε 45 ἀντιπάλους του καί πολλά μέλη τοῦ Συνεδρίου γιά νά ἐμπνεύσει τρόμο καί νά οἰκειοποιηθεῖ τίς περιουσίες τους.
  •  Πρῶτο θῦμα ἀπό τό οἰκογενειακό του περιβάλλον ἦταν ὁ Ἀριστόβουλος, ὁ γυναικάδελφός του. Πνίγηκε, ἰσχυρίστηκε ὁ Ἡρώδης, ἐνῶ ἔκαμε τό λουτρό του στήν Ἰεριχώ.
  •  Δεύτερο θῦμα ὑπῆρξε ὁ πεθερός του Ἰωάννης Ὑρκανός Β’, ἄνθρωπος τελείως ἀνίκανος.
  •  Τρίτο θῦμα του ἦταν ὁ Ἰωσήφ, θεῖος του καί σύζυγος τῆς ἀδελφῆς του Σαλώμης.
  •  Τέταρτο θῦμα ἡ σύζυγός του Μαριάμη ἤ Μυριάμ, πού τήν ζήλευε καί τή μισοῦσε.
  •  Λίγο ἀργότερα φόνευσε τήν πεθερά του, Ἀλεξάνδρα.
  •  Σκότωσε τόν γαμβρό του Κοστόβαρο, δεύτερο σύζυγο τῆς Σαλώμης.
  •  Μέ διαταγή του σκότωσαν τούς Φαρισαίους Ἰούδα καί Ματθία, πού εἶχαν ρίξει τόν ρωμαϊκό ἀετό ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ.
  •  Σκότωσε τούς δύο ἀγαπημένους γιούς του Ἀλέξανδρο καί Ἀριστόβουλο, παιδιά τῆς ἐκλεκτῆς του Μαριάμης. Μετά τό ἔγκλημα αὐτό ὁ Καῖσαρ Αὔγουστος εἶχε πεῖ· «Καλύτερα νά εἶναι κανείς γουρούνι τοῦ Ἡρώδη, παρά παιδί του».
  •  Τελευταῖο θῦμα του πέντε μέρες πρίν ἀπό τό θάνατό του ὑπῆρξε ὁ γιός του Ἀντίπατρος.
  •  Συνέλαβε ὅλους τούς Ἰουδαίους ἄρχοντες καί τούς ἔκλεισε στόν Ἱππόδρομο τῆς πόλεως· θά τούς σκότωναν σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Ἔτσι μετά τό θάνατό του θά χύνονταν δάκρυα.
  •  Ἡ σφαγή τῶν ἀνυπεράσπιστων καί ἀθώων νηπίων εἶναι ἡ κορύφωση τῶν ἐκδηλώσεών του. Κυριευμένος ἀπό τό φόβο, δοῦλος τῆς ἄμετρης φιλοδοξίας του, δέν δίστασε νά σκοτώσει καί πάλι. Ἔτσι, μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι οἱ μάγοι «ἐξ ἀνατολῶν» τόν εἶχαν ξεγελάσει φεύγοντας κρυφά ἀπό ἄλλο δρόμο, διέταξε τούς στρατιῶτες νά σφάξουν τά ἀρσενικά παιδιά πού βρίσκονταν σέ ἡλικία κάτω τῶν 2 χρόνων.

   Ἡ πονηρή καί ἐγκληματική μορφή τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη μένει χαραγμένη στήν ἱστορία μέ τά μελανότερα χρώματα. Ἡ «ὕβρις» ὅμως τοῦ Ἡρώδη ἀπέναντι στόν «γεννηθέντα Ἐμμανουήλ» τιμωρήθηκε μέ τόν σκληρό του θάνατο... «Τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου».

Δ. Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 165

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Λαθών...

Κοιτοῦσαν μαγεμένα τή μεγάλη ζωγραφιά μέ τά ὡραῖα χρώματα στή Βίβλο τους:
- Ἡ Παναγία! ἔδειξε ἡ Ζωή.
- Κι οἱ μάγοι! εἶπε ὁ ἀδελφός της.
- Κι οἱ βοσκοί!
- Κι οἱ ἄγγελοι!
- Κι αὐτός; ρώτησε μέ ἀπορία ἡ μικρούλα δείχνοντας τήν ἀντρική φιγούρα πού ἔσκυβε μέ ἔγνοια καί σιωπή πάνω ἀπό τό θεϊκό Παιδί.
- Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωσήφ, μικρό μου! τῆς ἀπάντησα. Ἐκεῖνος πού προστάτευε τήν Παναγία μας.
  Τό κοριτσάκι μέ κοίταξε ἐρωτηματικά, σάν νά μήν εἶχε ξανακούσει αὐτό τό ὄνομα.
  «Ὁ Ἰωσήφ», σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μιλήσαμε γι᾽ αὐτόν καί λίγο τόν προσέχουμε, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
  Ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας γεμίζει μέ φωνές: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην...», «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ...», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ...», «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;...». Θαυμαστικά τῶν οὐρα­νῶν, ἐρωτηματικά τῆς γῆς. Ἄγγελοι, μάγοι καί βοσκοί μιλοῦν· περνοῦν τά σύνορα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τους, γιά νά σημαίνουν μέσα μας Χριστούγεννα.
  Κι ὁ Ἰωσήφ; Οὔτε μιά λέξη ὁ Ἰωσήφ οὔτε μία πρόταση δική του μές στούς στίχους τῆς Γραφῆς. Ὁ Ἰωσήφ, μία σιωπή· ἕνα μονάχα ὄνομα πού τό προφέρουνε τά χείλη τοῦ Θεοῦ πάντοτε σέ προστακτική: «Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου...». Καί πάλι: «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον...». Μιά προσταγή ὁ Θεός στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ γιά τόν Θεό μία μονάχα κίνηση: «ἐγερθείς». Σηκώνεται· ἀπό τόν ὕπνο του, ἀπό τήν ἡσυχία του· καί παίρνει τή Μαρία «εἰς τά ἴδια» νά παραστέκεται μέ σεβασμό στό μεγαλεῖο της καί νά σκεπάζει στή σιωπή τό ἀνήκουστό της μυστικό καί τό ὑπέρλογο μυστήριο. Σηκώνεται· καί παίρνει τό Παιδί καί τήν Παρθένο μέσα στήν παγωμένη νύχτα γιά τήν Αἴγυπτο· πορεύεται στό ἄγνωστο, σέ μία ξένη γῆ, ἄ γνωστος καί ἀνέστιος γιά τόν Θεό· ἕνα «πειθήνιο» δικό του ὄργανο, ἕνα «στρατιωτάκι» του...
  Τρομάζουνε οἱ λέξεις τόν αἰώνα τῆς ἐλευθερίας μας. Φαντάζει ξένος ὁ Ἰωσήφ, πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, στήν ἐποχή πού ὀρθώνει τό δικαίωμα.
  Κι ὅμως! Ὁ Ἰωσήφ ὑπέγραψε τήν ἱστορία ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑτοίμασε Χριστούγεννα. Ἔγειρε ὁ Θεός νά ζεσταθεῖ μές στή δική του τήν καρδιά, πρίν Τόν ζεστάνουνε τά χνῶτα τῶν ἀλόγων στή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Πρίν τραγουδήσουνε οἱ ἄγγελοι, πρίν τρέξουν οἱ ποιμένες, πρίν ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, ὁ Ἰωσήφ διακόνησε τό θαῦμα τῆς ἁγίας νύχτας, γιά τούς ποιμένες, γιά τούς μάγους, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
  Ἑτοίμασε Χριστούγεννα «λαθών» -κρυφά καί ταπεινά- γιά ᾽Κεῖνον πού «λαθών» γεννήθηκε στό σπήλαιο. Ἀκούμπησε ὁ Ἰωσήφ ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ. Τόν ἔνιωσε...
  Ἀκόμα κι ὥς τά σήμερα πού ἡ Ἐκκλησία δίκαια τιμᾶ τόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα στούς κόλπους τῶν ἁγίων της, μεμνηστευμένο πιά μέ τό αἰώνιο, ἐκεῖνος μένει κρυμμένος στή σιωπή· θαρρεῖς κι ἡ ἁγιότητά του ἐπιλέγει αὐτή τήν ἱερή ἀφάνεια.
  2013 χρόνια ὕστερα, ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας ξαναγράφεται ἀναλλοίωτη κάτω ἀπ᾽ τούς τρούλους τῶν ναῶν. Πάλι θά τραγουδήσουνε στά ἀναλόγια οἱ ἄγγελοι, πάλι θά ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, πάλι θά τρέξουν οἱ βοσκοί. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», θά ὑπάρχουν μάγοι καί βοσκοί· ἐκεῖνοι πού θά Τόν συναντήσουνε ἀπρόσμενα, σάν τόν κρυμμένο θησαυρό μές στό χωράφι τους κι ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πιά σώθηκαν στίς ἀγορές τοῦ κόσμου οἱ ἐλπίδες τους, θά Τόν ἀναζητήσουν, ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ἄξιο νά ἐξαργυρωθεῖ μ᾽ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς.
  Καί πάλι τό Παιδί τῆς Βηθλεέμ θ᾽ ἀναζητήσει Ἰωσήφ· «μωρά καί ἐξουθενημένα» γιά τόν κόσμο, παραδομένους στήν ἁγία τρέλα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι θά ταξιδεύουνε σάν πλανῆτες νά Τόν εὐαγγελίζονται στίς ἐσχατιές τῆς γῆς· ἄλλοι θ’ ἀντιχαρίζουνε ὅλα τους τά χαρίσματα στή χρεία Του, ἀρνούμενοι λαμπρές προοπτικές, καριέρες καί χειροκροτήματα· ἄλλοι θά ἀγωνίζονται μέ μόχθο καί ἱδρώτα νά κρατήσουνε τά σπίτια τους ἁγίες Βηθλεέμ. Κι ὅλοι θά μέ­νουνε κρυμμένοι στήν ἀφάνεια, «λαθόντες» θά ἑτοιμάζουνε Χριστούγεννα. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν ἔχει λιγοστέψει ἡ ἀγάπη, θά ὑπάρχουν Ἰωσήφ...
  Τ᾽ ἀνήψια μου μιλοῦσαν ζωηρά πάνω ἀπ᾽ τή ζωγραφιά:
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! Θά φοράω καί κορώνα! ἔλεγε ὁ Κωστής.
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! διαμαρτυρήθηκε ἡ Ζωή.
- Δέ γίνεται. Ἐσύ εἶσαι κορίτσι. Θά ᾽σαι ἄγγελος.
- Καλύτερα! Θά ᾽χω στεφάνι καί φτερά!
  Τά κοίταξα μέ νοσταλγία καί μέ συγκατάβαση· σάν ἤμουνα παιδί ἔλεγα σάν αὐτά: «Θέλω νά γίνω ἄγγελος», «Θέλω νά γίνω μά­γος καί βοσκός», νά φαίνομαι...
  Τώρα πού πιά μεγάλωσα, τώρα πού πιά περπάτησα μές στά σκοτάδια τῆς ζωῆς, ψάχνοντας τήν Ἀνατολή· τώρα πού ἕνα φῶς ἀγγελικό, μακρόθυμο, γλύκανε τήν ἀγρύπνια μου· τώρα, πού οἱ οὐρανοί δείξανε καί γιά μένα ἕνα ἀστέρι, γιά νά βρῶ τή Βηθλεέμ· τώρα πού πιά τελείωσαν ὅλα τά «πῶς» καί τά «γιατί», πού πιά γονάτισαν ὅλα τά «θέλω» μου ἀνήμπορα στό λίκνο τοῦ Θεοῦ, πού ὅλοι οἱ ἐπίγειοί μου θησαυροί φαντάξανε φτωχοί μπροστά στήν ἔσχατη πτωχεία του· τώρα πού πιά Τόν βρῆκα, Τόν προσκύνησα, ἔγινα μάγος καί βοσκός, τώρα δέν ἀπομένει νά ζητήσω μπρός στή φάτνη του παρά μονάχα αὐτό: «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· δίχως διάσημα τοῦ κόσμου, ἕνα «στρατιωτάκι» τοῦ Θεοῦ, νά σταματῶ τόν πόλεμο, νά ὑπογράφεται μές στήν ἀνθρώπινη καρδιά εἰρήνη μέ τόν οὐρανό, ἡ εἰρήνη πού τραγούδησαν ᾽κείνη τή νύχτα οἱ ἄγγελοι.
  «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· μονάχα αὐτό· κρυφά καί ταπεινά, «λαθών», νά ἑτοιμάζω γιά τόν κόσμο μας Χριστούγεννα.

 

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Μυστήριον ξένον

 Μυστήριο καί μάλιστα μέγα χαρακτηρίζει τήν πίστη μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί συνοψίζει τό περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου στή φράση: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τι 3,16). Ἡ ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπησή του, εἶναι τό μέγιστο μυστήριο, τό «πάντων θαυμάτων ὑπέρτερον», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ταυτίζεται ὅμως μέ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ἀδιαμφισβήτητο, διότι κατοχυρώνεται ἀπό πλῆθος ἱστορικῶν μαρτυριῶν. Ἐπιπλέον, οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αἰῶνες πολλούς πρίν ἀπό τή Γέννηση, μιλοῦν γι᾿ αὐτήν καί πραγματικά καταπλήσσουν τόν ἀναγνώστη. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό ἀπροσπέλαστο στή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό θεϊκό μυστικό, σχεδιασμένο καί φυλαγμένο πρό καταβολῆς κόσμου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀποστάτη, τοῦ ἀντάρτη, τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
 Οἱ ἄγγελοι τό ὑπηρέτησαν χωρίς νά τό γνωρίζουν. Οἱ προφῆτες «ἐξεζήτησαν καί ἐξηρεύνησαν» (Α΄ Πε 1,10) περί αὐτοῦ, ἀλλά δέν τούς ἀποκαλύφθηκε πλήρως. Δέν ἦταν δυνατόν ἄγγελοι καί ἄνθρωποι νά συλλάβουν ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ ὕψιστος Θεός, θά γίνει ἄνθρωπος· ὁ ὑπέρχρονος καί ἀπερίγραπτος Κύριος τοῦ παντός θά μπεῖ στήν τροχιά τῆς ἱστορίας! Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ἄγγελοι καί οὔτε βέβαια ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει ὅτι τρία πράγματα «διέλαθον», ξέφυγαν, τήν προσοχή τοῦ διαβόλου: ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ σταυρός του.
 Εἶναι θαυμαστό ὅτι, καί ὅταν περνᾶ στήν ἱστορία τό «σεσιγημένον μυστήριον», ἀποκαλύπτεται ὄχι σέ ὅλους ἀδιάκριτα, παρά μόνο σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τό δεχθοῦν. Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Μποροῦσαν ὅλοι νά τό πληροφορηθοῦν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν εὐλογία του. Δέν ἔγινε ὅμως ἔτσι. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, ἐκπρόσωποι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού μελετοῦσαν τίς Γραφές περιμένοντας τόν Μεσσία, καί οἱ σοφοί μάγοι, ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, πού μέ τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ ἀκολούθησαν τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό «παιδίον νέον» καί νά προσκυνήσουν τόν «πρό αἰώνων Θεόν». Οἱ περισσότεροι, ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, ἔμειναν ἀδιάφοροι γιά τό γεγονός καί, φυσικά, ἀμύητοι στό μυστήριο. Ὁ Ἡρώδης μάλιστα καί ἡ αὐλή του πανικοβλήθηκαν καί ἑτοίμασαν διωγμό γιά τόν Γεννηθέντα. Γιά ὅλους αὐτούς, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» ὁ Κύριος· δέν ἤθελε νά τόν δοῦν, διότι κι αὐτοί δέν τόν ἤθελαν, δέν τόν περίμεναν.
 Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. «Αὐτός γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί τή θέωση τή χαρίζει ὁ Χριστός σέ ὅποιον σκύβει μέ εἰλικρίνεια καί ἐνδιαφέρον στήν ἱστορία, προσεγγίζει μέ πίστη τό μυστήριο καί παραδίδει ἐλεύθερα τόν φθαρτό ἑαυτό του στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
 Πῶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά στήν ὑπεραυτόματη τεχνοκρατική ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ μία πρόκληση τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Βαρυφορτωμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῆς πληροφόρησης ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν διαθέτει τό χρόνο οὔτε καί τή δυνατότητα νά σκύψει στή μελέτη τῆς ἱστορίας πού κραυγαλέα βεβαιώνει τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγκλωβισμένος στά ἐγκόσμια ἐνδιαφέροντά του ἔχει τήν ψευδαίσθηση πώς τά ξέρει ὅλα καί δέν διατίθεται νά ἀναζητήσει τό μυστήριο. Στήν καλύτερη περίπτωση, περιορίζεται σέ μία ἐπιδερμική ἐπαφή μέ τό μεγάλο γεγονός. Γιορτάζει «ἐθιμοτυπικά» τά Χριστούγεννα καί συνεχίζει τήν ἄχαρη πορεία του μέσα στό χρόνο, ἐνῶ τό κενό τῆς ψυχῆς του μεγαλώνει, αὐξάνει ἡ ἀνασφάλειά του καί τό ἄγχος τόν κατατρύχει.
 Ὡστόσο, καί σήμερα ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως... μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
 «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, δηλώνοντας τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ νά ὑψωθεῖ στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου. Ἀποδεχόμενος αὐτή τήν ἀδυναμία του ὁ πιστός καταφεύγει στή δοξολογική λατρεία τοῦ θείου Βρέφους· τοῦ προσφέρει τόν αἶνο τῶν χειλέων καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Κι ὁ Θεός τοῦ χαρίζει τήν κάθαρση «ἀπό παντός μολυσμοῦ», τόν ἀνάγει στή θέωση.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Τά δῶρα τῶν μάγων

 Τόν νεογέννητο Χριστό προσκύνησαν ὄχι μόνο ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί σοφοί μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή, ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους. Καί τοῦ προσέφεραν δῶρα: χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα.
Χρυσάφι ἦταν δῶρο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ὅμως ὁ Χριστός προκάλεσε κατ’ ἐπανάληψη τούς ἀσκοῦντες ἐξουσία. Ἐπέλεξε κατ᾿ ἀρχήν γιά νά γεννηθεῖ ἕναν στάβλο καί σπαργανώθηκε σέ μία φάτνη. Αὐτό συνιστᾶ σκάνδαλο γιά ὅσους ἀσκοῦν ἐξουσία, καθώς αὐτή ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ἰσχύ καί τή χλιδή. Ἀργότερα προχώρησε σέ νέα πρόκληση κατά τῆς ἐξουσίας νουθετώντας τούς μαθητές του, πού σύμφωνοι μέ τή νοοτροπία τοῦ κόσμου διεκδικοῦσαν πρωτοκαθεδρίες. Τόνισε ξεκάθαρα πώς οἱ ἐξουσιαστές τοῦ κόσμου καταπιέζουν καί καταδυναστεύουν τούς λαούς. Καί ζήτησε ἀπό τούς μαθητές ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά εἶναι πρῶτος νά γίνει ὑπηρέτης ὅλων. Καί ὅταν στό τέλος οἱ ἀπογοητευμένοι ἀπό τό οἰκουμενικό κήρυγμά του ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ παρέδωσαν τόν Χριστό στόν Πιλᾶτο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντιποίησης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, Αὐτός ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ ὅτι ἦταν ἐγκόσμιος βασιλιάς, ἀλλά τόνισε ὅτι ἡ βασιλεία του δέν εἶναι αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου.
 Λίγα κατάλαβε τότε ὁ Πιλᾶτος, πολύ λιγότερα μετέπειτα οἱ ἀσκοῦντες ἐξουσία «ἐλέῳ Θεοῦ» ἐγκόσμιοι βασιλεῖς καί «ἐκπρόσωποί του» ἐπί τῆς γῆς. Ἔτσι ὁ Χριστός ἐξαιτίας τους βρέθηκε καί πάλι στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου μέ τή βαρειά κατηγορία ὅτι καλλιεργεῖ φρόνημα δουλοπρέπειας στούς ὀπαδούς του, προκειμένου οἱ ἐξουσιαστές νά διαφεντεύουν ἀνετότερα τούς λαούς! Μάλιστα κατά τήν «Ἀναγέννηση» τό ἐπηρμένο ἀνθρώπινο πνεῦμα ἐπιχείρησε τήν ἀνατροπή Του ἀπό τόν οὐράνιο θρόνο πασχίζοντας νά ξεριζώσει ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τήν πίστη τους σέ προσωπικό Θεό.
 Λιβάνι ἦταν τό σύμβολο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό θυμίαζαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Στόν σύγχρονο δυτικό κόσμο ὑπάρχει ἰσχυρή τάση ἐξοβελισμοῦ τοῦ ἱεροῦ στήν ξέφρενη πορεία ἀμφισβήτησης -ἀρχικά, καί ἄρνησης στή συνέχεια- κάθε αὐθεντίας. Ὁ ἀνθρωποκεντρικός προσανατολισμός τῆς δυτικῆς σκέψης καί ἡ σχετικοποίηση τῶν πάντων ἐμποδίζουν τήν ἀποδοχή τοῦ αἰωνίου προτύπου στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἤδη οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, διά τῶν ἡγετῶν τους, ἀρνήθηκαν τή ρητή ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στήν Ἐκκλησία του στό εὐρωπαϊκό σύνταγμα. Ὅμως στίς κοινωνίες πού ἀπεμπολοῦν τό ἱερό ἀνοίγεται ὁ δρόμος γιά τή βίαια εσοδο τοῦ βεβήλου καί στή συνέχεια τοῦ δαιμονιώδους. Ὁ δυτικός κόσμος γεύεται ἤδη τίς πικρότατες συνέπειες τῆς ἀποστασίας. Τό «λιβάνισμα» ὅμως τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου προσφέρεται πλούσιο ἀπό τούς διαχρονικούς κόλακες.
 Σμύρνα ἦταν ἀρωματική οὐσία συνδεδεμένη μέ τά ἔθιμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Οἱ μάγοι τήν προσέφεραν προφητικά. Ὁ Χριστός, συνεπής ὥς τό τέλος στά λόγια τοῦ κηρύγματός του, προσφέρει τόν ἑαυτό του θυσία ἀκατανόητη ὄχι μόνο στούς ἐθνικούς, πού ἀγνοοῦσαν τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στούς ἐκλεκτούς τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀδυνατοῦσαν νά θεωρήσουν τήν οὐράνια βασιλεία ἔξω ἀπό τά κοσμικά πλαίσια. Λίγες ἀλλά ἐκλεκτές ψυχές κατανόησαν μετά τήν ἀνάστασή του τό νόημα τῆς θυσίας Ἐκείνου. Γι’ αὐτό καί ἀκολούθησαν καί ἄλλες θυσίες ὥς τίς ἡμέρες μας, οἱ ἑκατόμβες τῶν χριστιανῶν μαρτύρων. Τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό εἶναι ἀπό τά πιό ἐντυπωσιακά ἱστορικά συμβάντα καί συμβαίνοντα. Γι’ αὐτό καί οἱ μικρόψυχοι τῆς ἱστορίας συγγραφεῖς ἐλάχιστα ἀσχολήθηκαν μ᾿ αὐτό. Ἔστρεψαν τά φῶτα τῆς δημοσιότητας πρός τόν κυρίαρχο στό ἱστορικό γίγνεσθαι δημαγωγικό λόγο τῶν ἡγετῶν πού δέν θυσιάστηκαν γιά τούς λαούς τους, ἀλλά τούς θυσίασαν ετε πλέκοντας τό ἐγκώμιο τῶν ταπεινῶν τους ἐνστίκτων ετε καλώντας τους σέ ἐπιχειρήσεις πού αἱματοκύλησαν τήν ἀνθρωπότητα στό ὄνομα ὑψηλῶν δῆθεν ἰδανικῶν!
 Ὁ κόσμος πορεύεται σήμερα ἐρήμην τοῦ βρέφους τῆς φάτνης. Αἰσθάνεται αὐτάρκης ἔχοντας ἀποσείσει ἀπό πάνω του κάθε εδους αὐθεντία. Καί στήν ἔπαρση καί ἀλαζονεία του ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι τόν συνθλίβει τό ὑπαρξιακό του κενό. Πάντως γιά ὅσους κατηγοροῦν τή γνώση γιά τίς τόσο ὀδυνηρές γιά τόν ἄνθρωπο συνέπειες, τονίζουμε πώς οἱ μάγοι ἦταν οἱ σοφοί τοῦ τότε κόσμου. Δέν εἶναι ἡ γνώση καθ᾿ ἑαυτή τό πρόβλημα ἀλλά ἡ ἔπαρση, πού συνήθως τή συνοδεύει καί καθιστᾶ πολύ δυσχερῆ τήν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε φέτος τή φάτνη ἀπό μία ἄλλη σκοπιά.

 

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ

 Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἑορτάζονταν μαζί Χριστούγεννα καί Θεοφάνια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν αὐτός πού εἰσηγήθηκε καί συνετέλεσε στό διαχωρισμό τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
 Μιλώντας μέ ἐνθουσιασμό ἀλλά καί ἁγιογραφική κατοχύρωση, μέ λυρισμό ἀλλά καί θεολογική σαφήνεια ὁ χρυσορρήμων ἅγιος προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τούς ἀκροατές του στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ, νά τούς χειραγωγήσει στά μονοπάτια τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας.
 Στίς παραμονές τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἄς ἀφήσουμε κι ἐμεῖς τά χρυσά λόγια τοῦ ἁγίου Πατέρα νά ἀντηχήσουν στήν καρδιά μας. Προτρέπει τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό ἑορτασμούς μέ κοσμικό χαρακτήρα «διότι τίποτα δέν εἶναι περισσότερο ἐχθρικό πρός τό πνεῦμα τῆς πίστεώς μας». Ὁ ἴδιος νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του χαρά: «Θέλω νά σκιρτήσω, ἐπιθυμῶ νά χορέψω ὄχι παίζοντας κιθάρα, ὄχι κρατώντας αὐλούς, ἀλλά ἔχοντας μαζί μου ἀντί γιά μουσικά ὄργανα τά σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτά εἶναι ἡ ζωή καί ἡ σωτηρία μου». Μᾶς καλεῖ νά προσκυνήσουμε τό Βρέφος πού κρατᾶ μέσα στά σπάργανά του ὅλες τίς ἐλπίδες γιά τή σωτηρία μας καί νά βιώσουμε κι ἐμεῖς τό μεγάλο γεγονός μέ πνευματική εὐφροσύνη. «Ἄς γιορτάσουμε κι ἄς πανηγυρίσουμε. Σήμερα λύθηκαν τά δεσμά πολλῶν αἰώνων, ὁ διάβολος ντροπιάστηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος θανατώθηκε, ἄνοιξε ὁ παράδεισος, ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε, ἡ ἁμαρτία ἀποδυναμώθηκε. Ἡ πολιτεία τοῦ οὐρανοῦ φυτεύθηκε στή γῆ».
 Ὁ βαθύς μελετητής τοῦ ἀσύλληπτου μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διερωτᾶται μέ θαυμασμό: «Τί εἴπω καί τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα», καί βοηθᾶ κι ἐμᾶς νά σταθοῦμε μέ δέος καί συγκλονισμό μπροστά στά παράδοξα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Παιδί βλέπω τόν προαιώνιο Θεό. Σέ φάτνη ἀναπαύεται αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό. Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τόν ἀπρόσιτο καί ἀόρατο. Μέ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός τό δικό μου σῶμα γιά νά μπορέσω ἐγώ νά ἀποδεχθῶ τό λόγο του καί παίρνοντας τή σάρκα μου μοῦ χαρίζει τό πνεῦμα του, ὥστε μέ τήν προσφορά αὐτή νά μοῦ προμηθεύσει τό θησαυρό τῆς ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου γιά νά μέ ἁγιάσει, μοῦ δίνει τό πνεῦμα του γιά νά μέ ἀπελευθερώσει».
 Ὁ ἱερός πατέρας μέ διάφορες εἰκόνες κατευθύνει τή σκέψη μας στό ἀπύθμενο βάθος τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως. «Πῶς ἔγινε τοῦτο τό ἐκπληκτικό καί ἀξιοθαύμαστο; Ἐξαιτίας τῆς δικῆς του ἄκρας ἀγαθότητας. Ὅπως ἕνας βασιλιάς, γιά νά μήν ἀναγνωριστεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί νά μπορέσει νά πετύχει τή νίκη, βγάζει τή βασιλική στολή καί σάν ἁπλός στρατιώτης ρίχνεται στή μάχη, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἦρθε μέ ἀνθρώπινη μορφή γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει ὁ ἐχθρός καί ἀποφύγει τή σύγκρουση μαζί του· ἀλλά καί γιά νά μή φοβίσει τούς ἀνθρώπους, διότι ἦρθε γιά νά τούς σώσει καί ὄχι γιά νά τούς καταπλήξει».
Μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐποχῆς μας μία λάμψη ἀπό τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ φέρνει στίς ψυχές μας ὁ ζείδωρος λόγος τοῦ ἱεροῦ πατέρα. Ἄς γίνει ὁ μεγάλος ἅγιος συνοδοιπόρος μας στήν πορεία γιά τό σπήλαιο τῆς γεννήσεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός δίνει λύση στό δράμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ζήσουμε λυτρωτικά τή «μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὅπως χαρακτηρίζει τά Χριστούγεννα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

Χ. Χατζῆ
Θεολόγος

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀ­πο­τελεῖ τό πλέον ἀντι­λε­γό­μενο ἱστορικό πρό­σω­πο στήν παγ­κόσμια Ἱστο­ρία. Βρέ­φος ἀ­κό­μη προ­σκυνή­θη­κε τόσο ἀπό τους ἄση­μους βοσκούς, ὅσο καί ἀπό τούς ἐπιφανεῖς μά­­γους τῆς Ἀνα­το­λῆς. Πί­σω τους ὅ­μως καιρο­φυ­λα­κτοῦσε ὁ Ἡρώ­δης ζητώντας τή ζωή του. Βέ­βαια ἐκεῖνος δέν πέ­τυχε τό σκοπό του καί ἦταν τά νήπια της Βη­θλεέμ πού ἐ­ξον­τώ­θη­καν στήν ἄφρο­να ἐκείνη ἐκκα­θά­ριση.
  Ὁ Ἡρώδης μέ ἀν­θρώ­­πι­να κριτήρια εἶχε κά­ποιο ἐλα­φρυντικό γιά τήν αἱμο­στα­γῆ ἐκείνη ἐ­νέρ­γειά του. Ἦταν ἀπό­λυ­τος ἄρ­χων καί ἐπλη­ρο­φο­ρεῖ­το ξαφ­νικά ὅτι ἐμφανίστηκε διεκ­δι­κη­τής τοῦ θρό­νου του. Ἄλ­λωστε ἀκόμη καί οἱ νο­μο­διδά­σκα­λοι τοῦ Ἰ­σρα­ήλ ὡς ἐγκόσμιο ἄρ­χον­τα ἀνέ­μεναν τόν μεσ­σία.
  Στό πέρασμα τῶν χρό­­­­νων δέν ἔλειψαν οἱ μέ ποι­­κίλους τρόπους δι­ῶ­κτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρῶ­­τοι, ὅ­ταν ἀκόμη βίωνε ὡς θνητός, οἱ νομο­δι­δά­σκα­λοι τοῦ Ἰσραήλ πού προαναφέραμε. Αὐ­τοί ἀπό φθόνο Τόν παρέ­δω­σαν στή ρωμαϊκή ἐξ­ου­σία, στήν ὁποία ἄσκησαν πίεση, ὥστε νά ἐπι­τύ­χουν τή θα­να­τική Του κατα­δίκη.
  Κάθε ὀρθολογικά σκεπτόμενος ἄνθρωπος ἔ­πρε­πε νά δέχεται ὅτι μέ τόν σταυρικό θάνατο ἡ «ὑπόθεση Ἰησοῦς» θά εἶχε τεθεῖ στό ἀρχεῖο τῆς Ἱ­στο­ρίας καί τό πρόσωπο θά ἀποτελοῦσε τό πο­λύ πηγή ἐμπνεύσεως γιά κάποιους ρομαντι­κούς λο­γο­­τέ­χνες καί καλλιτέχνες. Ὅμως συνέβη στήν πρα­­­γ­­μα­τι­κότητα μιά πραγματική ἀνατροπή. Ἀ­μέ­­σως ἄρ­χισε ἀπηνής διω­γμός ἐναντίον ἐκείνων πού εἶ­χαν τό θάρρος νά εὐ­αγγελίζονται τήν ἀνά­στα­σή Του καί τή βασι­λεία Του, βα­σιλεία πού, σύμφωνα μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, δέν εἶναι ἀπό τοῦτο τόν κό­σμο. Θά μποροῦ­σαν οἱ δι­ῶ­κτες, ὀρθολογικά σκε­πτό­με­νοι, νά ἐκλά­βουν τούς μα­θη­τές του ὡς ἀλα­φροή­σκιω­τους ἤ σαλε­μέ­νους ἀπό τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν δά­σκα­­λό τους καί νά τούς πα­­ρα­­δώ­σουν στή χλεύ­η τοῦ λα­οῦ. Ὅ­μως, ἀντίθετα, κίνη­σαν διω­γμό, μαρ­­­τυρία τῆς δει­νῆς θέ­σεως στήν ὁ­ποία βρί­σκον­ταν. Βέ­βαια θά μπο­ροῦσε νά ἰσχυ­ριστεῖ κά­ποιος ὅτι ὁ δι­ω­γμός τῶν Ἰουδαίων κι­νήθηκε ὑπό τό ψυχο­λο­γικό βάρος τῆς ἐνοχῆς γιά τό θά­να­το ἑ­νός ἀ­θώ­ου. Ἔχουμε δη­λαδή, ὄχι βέ­βαια ἐλα­φρυ­­ν­τικό, ἀλ­λά κά­ποια ἐξή­γηση.
  Ὁ διωγμός ὅμως ξέ­­φυγε ἀπό τά πλαίσια τοῦ Ἰου­δαϊ­σμοῦ καί τή σκυ­τά­λη ἀνέλαβε ἡ ρω­μα­ϊ­κή ἐξ­ου­σία, ἡ κο­σμο­κρατορική, ἡ ἄκρως ἀνε­κτι­κή ἔ­ναν­τι τῆς πλη­θώ­ρας τῶν θεο­τήτων, τίς ὁποῖες ἐνέταξε στό λα­τρευ­τικό πάν­θεο παράλληλα μέ τήν ἔν­ταξη στίς τά­ξεις τῶν λε­γε­ώ­νων ὁ­πλιτῶν δια­φό­ρων ἐθνο­τήτων. Καί ἐδῶ προβάλλε­ται κά­ποια ἐξή­γηση: Οἱ «ἀντι­κοι­νωνι­κοί» πρῶτοι πι­στοί τοῦ σταυ­ρω­μένου Ναζω­ραί­ου ἀρνοῦνταν νά δε­χθοῦν τή θε­ό­τητα τοῦ αὐ­το­κράτορα. Ἀλλά αὐ­τό δέν ἦταν πρω­τοφανές. Καί οἱ ἰουδαῖοι ἐπέ­μεναν στήν ὕπαρ­ξη ἑνός μόνον Θεοῦ, ἰδιαιτερό­τητα πού εἶχε γίνει ἐν πολλοῖς σε­βα­στή ἀπό τό πλῆ­θος τῶν κατακτητῶν μέ σπά­νιες ἐξαιρέσεις, ὅπως ἐκεί­νη τοῦ Ἀντιόχου Δ΄, τοῦ ἐπικληθέντος Ἐ­πι­­φα­νοῦς. Ἡ σκληρότητα, ἡ ἀγριότητα τῶν διωγμῶν ἐπί τρεῖς περίπου αἰῶνες οὔτε ἐλα­φρυν­­τικά ἔχει οὔτε σοβαρή ἐξήγηση. Ἡ ρωμαϊκή ἐξου­σία δέν φαινόταν νά διατρέχει κα­νέ­ναν κίνδυνο ἐκ μέ­ρους τῶν πιστῶν τοῦ Ἰησοῦ Χρι­­στοῦ.
  Στό τέλος τῶν αἰώνων τῶν διωγμῶν οἱ πι­στοί στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐξανάγκασαν τή ρω­μαϊ­κή ἐξου­σία νά ἀναγνωρίσει τό αὐτονόητο, ἀκό­μη καί γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο: τό ἐλεύθερο τῆς λα­τρεί­ας. Πολλοί πα­­νη­­γυρίζουν στό γεγονός αὐτό τό θρίαμβο τῆς πί­στεως καί ὄντως εἶναι. Ἡ ἐντυ­πωσιακή αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν ἐν μέ­σῳ ἀπηνῶν διωγμῶν· ἡ προσέλευση στό μαρ­τύ­ριο ἀνθρώπων τῆς ἐξουσίας, ταγμένων στή διεκ­πε­ραίωση τῆς ἐξοντώσεως τῶν χριστιανῶν, στρα­­τι­ω­τι­κῶν, δικαστικῶν καί δημίων, δέν ἐπι­δέ­χεται οὐδεμία σο­βα­ρή κοινωνιολογική ἐξήγηση. Ὅμως οἱ Ἡρῶ­δες δέν ἐξαλείφθηκαν. Ἀπεναν­τίας εἰσῆλθαν στήν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ ἔχον­τας πλέον τήν εὐχέρεια νά συνε­χίσουν τό διωγμό ἀπό μέσα.
  Οἱ διωγμοί πού ἀκολούθησαν εἶχαν δυό μορ­­­φές: Ἡ πρώτη ἦταν οἱ αἱρέσεις, μέσῳ τῶν ὁ­ποίων σχί­στηκε ὁ ἄρραφος χιτώνας τῆς Ἐκκλη­σίας, κάτι πού εἶ­χαν ἀποφύγει νά πράξουν οἱ στρατιῶτες γιά τό χι­τώνα τοῦ Χριστοῦ κάτω ἀπό τό σταυρό. Ἄν­θρωποι φέροντες τό πνεῦμα τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀρ­χαίου κό­­σμου καί ἀδυνατών­τας νά κατανοήσουν τό μή­νυμα τῆς φάτνης ἐπι­δόθηκαν σέ ἄκαρπο ἀ­γώ­να φιλοσο­φικῆς ἐπέν­δυ­σης τῆς νέας πίστεως ἀρ­νού­­με­νοι τήν Ἀπο­κά­λυ­ψη. Ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἐκκο­σμί­κευ­ση. Μέσῳ αὐ­τῆς ἐπιδιώχθηκε ἡ ταύτιση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ μέ τά βασίλεια τοῦ κόσμου τού­του. Κε­νο­δοξία, ἀπληστία, πάθος κυριαρχίας, κατα­δυνάστευση, ἐκμε­τάλ­λευση τοῦ ἀδυνάτου, διωγμοί κατά ἀντι­φρο­νούν­των σπίλωσαν τό σῶμα τῆς Ἐκ­κλησίας. Ὁ πρῶτος διωγμός ὁδήγησε στήν πολυ­διά­σπα­ση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δεύτερος ὁδή­γη­σε στήν ἀντίδραση πρός τήν Ἐκκλησία του. Καί ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Χρι­στός κάθισε ἐκ νέου στό ἑδώλιο τοῦ νέου Πι­λά­του προ­κειμένου νά ἀπολογηθεῖ, ὄχι βέβαια γιά δικά του ἐγκλήματα, ἀλλά γιά ἐγκλήματα ἐκείνων πού ἔφεραν τό ὄνομα χριστιανός. Καί οἱ νέοι κριτές δέν εἶναι σάν τόν Πιλάτο πού ἀναζητοῦσε τρόπο νά ἀθωώσει τόν Χριστό, ὥσπου ἀπόκαμε κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τίς ἀπειλές τῶν ἐμπα­θῶν διωκτῶν του. Αὐτοί ἔχουν προαποφασι­σμέ­νη τήν κα­ταδίκη του, ὅ­πως τότε ὁ Ἡ­ρώδης. Δέν πα­ρου­σιά­ζουν στό δικα­στή­ριο τό τί ἐδίδαξε καί ἔπραξε ὁ κα­τη­γορούμενος. Τίς ἀδυνα­μίες τῶν βαπτισμένων στό ὄνομά του προ­βάλλουν μέ ἰδι­αίτερη χαιρεκακία ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀποτυχίας τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν στα­μα­τοῦν ἐδῶ οἱ κατή­γο­ροι. Περι­φρο­νώντας τήν Ἱστορία προβάλλουν στόν Χριστό καθετί πού διαστροφικοί νόες συνέ­λαβαν καί ἐξα­κολουθοῦν νά συλλαμ­βά­νουν προ­κειμένου νά πλή­ξουν τό κατεξοχήν πρό­σωπο τῆς Ἱστορίας. Καί μεῖς, οἱ φέροντες τό ὄνομα χρι­στιανός, καθηλωμένοι στά πάθη μας ἐπιχειροῦμε κατά καιρούς νά ἐλαφρύ­νου­με τή θέση του ὄχι μέ τά πνευματικά ὅπλα πού μᾶς προσέφερε ἀφει­δῶς, ἀλλά μέ τά ἄλλα πού δια­χρο­νι­κά κατέχει ἡ κοσμική ἐξου­σία. Θεωροῦμε ὅτι τά θέ­μα­τα πί­στε­ως διεκ­πε­ραι­ώνονται διά τῆς κο­σμικῆς ἰ­σχύ­ος, ὅπως ὁ Πέτρος στόν κῆπο τῆς Γεσ­θη­μανῆ!
  Ἴσως πρέπει νά λαλήσει καί γιά μᾶς ὁ πε­τεινός, ὥστε νά κλάψουμε καί μετανιωμένοι νά πάρουμε τό δρόμο τοῦ πρωτομάρτυρα Στε­φά­νου, ὁ ὁποῖος λι­θοβολούμενος ζήτησε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα νά μή λογαριάσει τήν ἁμαρτία τῶν διωκτῶν του. Ἡ κα­λή μαρτυρία καί τό μαρ­τύριο εἶναι τά μόνα μέσα ὄχι γιά τόν ἀφανισμό τῶν Ἡρωδῶν ἀλλά γιά τό μετα­σχη­ματισμό τους σέ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Προσκυνητές ἤ διῶκτες;

Στήν ταπεινή φάτνη τῆς Βηθλεέμ εἶδε ὁ κόσμος τό πιό παράδοξο ἀπ᾿ ὅσα συνέβησαν ποτέ: Νά κείτεται ὡς «παιδίον νέον», μικρό κι ἀδύναμο βρέφος, «ὁ πρό αἰώνων Θεός»! «Ὁ Θεός ἦλθε στή γῆ, ὄχι ὅπως Ἐκεῖ­νος μπο­ροῦσε, ἀλλά ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νά τόν δοῦ­με. Ἐξαιτίας τῆς νηπιότητος τοῦ ἀν­θρώπου ἔγινε κι ἐκεῖ­νος νήπιον», θεολογεῖ ὁ ἅγι­ος Εἰρηναῖος. Καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἄ­φατης συγκαταβάσεως; «Ἁμαρ­τω­λούς σῶ­σαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐ­γώ» (Α΄ Τι 1,15), ὁμο­λο­γεῖ εὐ­γνώμονα ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Τό εἶχε ἤδη ἀπο­καλύψει ὁ ἄγγελος στόν Ἰω­σήφ, ὅ­­ταν τόν πληροφόρησε ὅτι τό «παιδί­ον» θά ὀ­νο­μασθεῖ  Ἰησοῦς, «Αὐ­τός γάρ σώ­σει τόν λα­όν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁ­μαρτιῶν αὐ­τῶν» (Μθ 1,21).

 Ὁ Θεός γίνεται Θεάνθρωπος, κοινωνεῖ στήν ἀν­θρώπινη φύση μας γιά νά καταστήσει ἐμᾶς κοινωνούς τῆς θείας φύσεως. «Καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει», θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρη­γόριος ὁ Θεολόγος. «Πτωχεύει, παίρ­­νον­τας τή δική μου σάρκα, γιά νά πλουτήσω ἐγώ μέ τή δική του θεότητα. Ὁ πλήρης κενοῦται· ἀδειάζει γιά λί­γο ἀπό τή δική του δόξα, γιά νά μεταλάβω ἐγώ τή δική του πληρότητα. Τί πλοῦτος ἀγαθότητος! Τί μυ­στήριο συντελέσθηκε γιά χάρη μου! Ἐγώ πλάσθηκα κατ᾿ εἰ­κόνα Θεοῦ καί δέν φύλαξα τήν εἰ­κό­να. Ἐ­κεῖ­νος παίρνει τή δική μου σάρκα, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα νά καταστήσει ἀ­θάνατη».

 Ἀλλά γιά νά ἀξιοποιηθεῖ ἡ θεϊκή δωρεά, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος κοινωνός στό μυστήριο τῆς ἀ­θα­νασίας, πρέπει πρῶτα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς ψεύτικους θε­ούς καί θεές πού λάτρευε, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά πάθη. Δια­φορετικά, δέν παραμένει ἁπλῶς ξένος κι ἀ­δι­ά­φορος γιά τόν Λυτρωτή Ἰησοῦ Χρι­στό· γίνεται ἐ­χθρός, ἀντίπαλ­ος καί δι­ώκτης του.
  Παράδειγμα κλασικό ὁ φί­λαρχος βασιλιάς Ἡ­ρώδης. Ὅταν οἱ μάγοι ἐξ ἀνατο­λῶν ρωτοῦσαν «ποῦ ἐ­στιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰου­δαί­ων;» (Μθ 2,2), «ἐ­τα­ρά­χθη» αὐτός ὁ πανίσχυρος δυνάστης, καί διέταξε στήν περιοχή τῆς Βηθλεέμ γε­νική σφαγή τῶν νη­­­πίων «ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω». Ἔλαβε σκλη­­ρά μέτρα μή τυ­χόν καί δι­ασωθεῖ τό νεογέννητο, διότι τό ἔνι­ω­θε ἀντεραστή καί δι­εκδικητή τοῦ βα­σιλικοῦ θρόνου του.
 
 Πα­ρά­δει­γμα ἄλ­λο οἱ κά­τοικοι τῆς χώ­ρας τῶν Γα­δα­ρη­νῶν· δέν ἀνέχθηκαν τήν καταστροφή τῶν χοίρων τους. Ἄν ἐ­πρό­κειτο νά ζημιωθοῦν οἰκο­νο­μικά, καλύτερα νά λείψει ἀπό ἀ­νάμεσά τους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κι ἄς ἦ­ταν Αὐ­τός πού μόλις εἶχε ἀπαλλάξει τήν περιοχή τους ἀπό τό φόβητρο τοῦ δαιμονίου, θε­ραπεύοντας τόν δυστυχισμένο συντοπίτη τους.
  Στό πέρασμα τῶν χρόνων πολλοί οἱ μι­μητές τοῦ Ἡρώδη καί τῶν Γαδα­ρη­νῶν· θυσιάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τή δική τους αἰώνια σωτηρία στό βω­μό κά­ποιας σκοπιμότητας ἤ μιᾶς ὁποιασδήποτε ὀν­τό­τητας -ὑπαρκτῆς ἤ φανταστικῆς- πού οἱ ἴδιοι ἔ­χουν θε­ο­ποι­ήσει.
 
 Δέν εἶναι μόνο οἱ εἰ­δωλο­λά­τρες, οἱ ὁ­ποῖοι γύρισαν τήν πλάτη στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ γιά νά παραμείνουν ἀν­ε­νό­χλητοι στή λατρεία ἀν­ύ­παρ­κτων θε­ο­τή­των πού εὐνοοῦ­σαν τήν ἱ­κα­νο­ποίηση ἀ­κατονόμαστων πα­θῶν. Εἶναι καί οἱ τό­σοι ἄλλοι τῶν ἡ­μερῶν μας, πού παραδομένοι στά πά­θη τους πασχίζουν νά ἐπαναφέρουν στή ζωή τά νε­κρά εδωλα. Εἶ­ναι βέ­βαιο ὅτι οἱ νε­ο­πα­γα­νι­στές δέν «καί­γον­ται» γιά τόν Δία καί τήν Ἀ­φροδίτη. Γνω­­ρίζουν πολύ κα­λά ὅτι δέν ὑπῆρξαν πο­­τέ Διόνυσος καί Βάκ­χος. Ἐξυπηρε­τοῦ­ν­­ται ὅμως ντύ­νοντας μέ θρησκευτικό μαν­δύα τίς ἠ­θικές ἀτασθαλίες καί ἀσχημίες. Βο­λεύ­ον­ται νά λατρεύουν θεότητες προστάτιδες τῆς πορ­νείας, τῆς μοιχείας, τῆς μέθης καί κά­θε ἀσχημίας, πού ὁ πο­νη­ρός τούς ὑ­ποβάλλει. Ὁ ὑπαρκτός διάβολος εἰ­σ­η­γεῖται, οἱ ἀνύπαρκτοι «θε­οί» πατρονάρουν καί ἐπευλογοῦν ὅ­σα ἐ­κεῖνος ὑ­παγορεύει καί οἱ ταλαίπωροι «λά­­­­τρεις» ἐνασμενίζονται στά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτί­ας, ἐξευτελίζον­τας κά­θε ἔν­νοια λο­γι­κῆς καί καταρρακώνον­τας τήν ἀν­θρώ­πινη ἀξιοπρέπεια.

 Ἀλλά, θά ἔλεγε κανείς, ἐκεῖνοι πού θε­­ληματικά ἐπιλέγουν γιά τόν ἑαυτό τους τήν ἔχθρα πρός τόν Χριστό χάριν τῆς φιλίας τοῦ σατανᾶ, ἔχουν κάθε δι­καίωμα νά φθείρονται καί νά διαφθείρον­ται μόνοι τους. Τί γίνεται ὅ­μως ὅ­ταν τό ἀν­τιχριστιανικό πνεῦμα προωθεῖται εὔ­σχημα καί ἐπίσημα ἀ­πει­λών­τας νά γίνει κατεστημένο; Μία τέτοια ἐ­πίθεση, ὕ­που­λη ἀλλά δυναμική καί θρασύτατη, δε­χθή­καμε πρό καιροῦ μέ στόχο μάλιστα τήν εὐ­αίσθητη καί εὐ­παθῆ νεότητα. Πρόκειται γιά τά σχολικά βιβλία καί μάλιστα τά βι­βλία θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνα­σί­ου. Χω­ρίς νά κα­τα­φέρον­ται φανερά ἐν­αν­τί­ον τῆς ὀρ­θο­δόξου πί­στεως, τῆς συν­ταγμα­τικά κα­τοχυ­ρω­μέ­νης, ἐ­πι­χει­ροῦν νά ἀνα­τρέψουν θεμελιώδη δεδομένα τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς μας παράδοσης· νά ὑ­πο­καταστήσουν τό αἰ­ώνιο κι ἀ­ληθινό Εὐ­αγ­γέλιο τοῦ Χρι­στοῦ προ­βάλλον­τας ἕ­να «ἕ­­τερον εὐ­­αγ­γέ­λι­ον», ὅπως θά ἔ­λε­γε ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Οἱ μέν διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης (Θρη­σκευ­τικά Α΄ Γυμνασίου) ἀπογυμνώνονται ἀ­πό καθετί τό ὑπερφυσικό καί ἀντιμετωπίζονται οὔ­τε λίγο οὔτε πολύ σάν ἕ­να παραμύθι πού χρει­άζεται ἀπομυθοποίηση. Ὅσο γιά τή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (Β΄ Γυ­μνασίου), μά­ταια θά ψάξει κα­νείς νά βρεῖ σ᾿ αὐτήν ἀναφορές στή θε­ότητα τοῦ Χριστοῦ, στό ἀπολυτρωτικό του ἔρ­γο, στόν πα­ράδεισο, στήν κόλαση, στόν σα­τανᾶ, στήν ἁμαρτία, στή με­τάνοια, στήν ἀ­νά­σταση τῶν νεκρῶν. Δεσπόζει ἡ ἔννοια τῆς ἀνατροπῆς καί τῆς ἐπανάστασης, τό κοινωνικό κήρυγμα καί ἕνας Ἰη­σοῦς-ἡ­γέ­της, πού ἐγκαινιάζει ἕναν ἀ­προσ­δι­όρι­στο καινούργιο κόσμο εἰ­ρή­νης, ἀγάπης καί συμφιλίωσης. Θεωρίες τῆς ἀρνητι­κῆς κριτικῆς, πού ἔχουν πα­­ταγωδῶς ἀ­πορριφθεῖ, παρουσιάζον­ται ὡς ἐπιστη­μο­νική μέθοδος προσέγγισης τοῦ ἱεροῦ κειμένου, μέ μόνο στόχο τήν ὑποκίνηση τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς ἄρνησης στίς ἐφηβικές ψυχές.

 Δέν εἶναι δυνατόν νά παρουσιασθεῖ ἐδῶ μί­α ἀναλυτική ἔκθεση τῶν κακο­δοξι­ῶν πού προωθοῦν τά ἐν λόγῳ σχολικά βι­βλία. Ἔχουν γίνει κινήσεις καί ὑπο­μνή­ματα πρός τό Παιδαγωγικό Ἰν­στι­τοῦ­το γιά τή διόρθωση τῶν βι­βλί­ων καί τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά ἀρ­νητικά στοιχεῖα.

 Εἶναι χρέος ὄχι μόνο τῶν θεολόγων καθηγητῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί τῶν γονέων, ὅλων ὅσοι νοιαζόμαστε γιά τά νιάτα, νά μήν ἀδιαφορή­σου­με γιά τό σο­βαρό αὐτό θέμα. Προ­σκυ­νών­τας τό θεῖο Βρέ­φος στή φάτνη ἄς μήν ἀ­φή­σουμε νά θριαμβεύουν οἱ συν­ειδητά ἤ ἀσυνείδητα διῶκτες του, ἄς μή γι­νό­μα­στε συνεργοί τους.

Στέργιος Ν. Σάκκος

gennissi Τά Χριστούγεννα ἔχουν πάνω τους τή γλύκα τῆς γιορτῆς ἑνός παιδιοῦ. Ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος γεννιέται ἀνάμεσά μας, ἕνα καινούργιο παιδί μᾶς χαμογελάει. Κι αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ξένο γιά κανένα μας· εἶναι ὁ ἑαυτός μας πού γεννιέται μέ τήν πρώτη του ὀμορφιά, μέ τήν ὡραιότερη μορφή του, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιορτάζοντας ὁ πιστός τά Χριστούγεννα ζῆ κάθε φορά ἕνα μεγάλο μυστήριο· τή γέννηση τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας.
 Αὐτά δέν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε κἄν λόγια. Σημαίνουν τήν ἴδια τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου στό πιό βαθύ καί οὐσιαστικό της μέρος, τήν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Σημαίνουν τή λύση πού ἔδωσε ὁ Θεός στό δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δίπλα στό δρόμο τῆς ἐξορίας του ἀπό τόν παράδεισο, χάραξε γι’ αὐτόν παράλληλα καί τό δρόμο τῆς λυτρώσεώς του. Τά Χριστούγεννα οἱ δυό αὐτοί δρόμοι συναντῶνται κι ἀνοίγει φωτεινό γιά τούς πιστούς τό μονοπάτι τῆς νέας ζωῆς. Ἐδῶ, στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων, μαθαίνουμε ἀπό ἀγγέλων χείλη ὅτι ἐπιτέλους φανερώθηκε στή γῆ μας ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου, καί ἡ εὐδοκία τοῦ ἀνθρώπου· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
 Μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο. Μπρός στά ἔκθαμβα μάτια μας ξεδίπλωσε τά μυστικά του, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του, τό βάθος τῆς σοφίας του, ἄφησε νά δοῦμε τό πρόσωπό του -ὅσο μπορούσαμε. Ἡ φυσική δημιουργία ἀλλά κι ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ εἶχαν ἤδη μιλήσει γιά τήν ἀρετή καί τή θεότητά του, γιά τή δύναμη καί τό μεγαλεῖο του. Ἀλλά ποτέ πρίν δέν φάνηκε ἔτσι ἡ δόξα του, ὅπως στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, γιατί ποτέ πρίν δέν ἐκφράσθηκε ἔτσι ἡ ἀγάπη του. Ἔρριξε τό μονάκριβο παιδί του στή μεγαλύτερη περιπέτεια, γιά νά μᾶς ἀναγγείλει μέ σάρκα καί στόμα ἀνθρώπινο τό ὄνομά του, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά μᾶς διδάξει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί τί εἶναι ἀληθινός Θεός. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της δόξα Θεοῦ. Ὅπως δόξα γιά τό διαμάντι εἶναι αὐτή ἡ λάμψη του, καθώς στραφταλίζει κάτω ἀπό τό ἔμπειρο βλέμμα, ὅπως δόξα γιά τό βασιλιά εἶναι αὐτό τό ἀξίωμά του, ὅταν ἀσκεῖται ἐπάξια, ἀνάλογα δόξα γιά τό Θεό εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό φανέρωμά του, καθώς «ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη» καί πλάγιασε σάν βρέφος μέσα στή φάτνη.
 Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα καθρέφτισμα τοῦ οὐρανοῦ πάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀντανάκλαση τοῦ οὐρανοῦ μέσα στό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὅπως μποροῦμε νά καταλάβουμε τή λαμπρότητα τοῦ ἥλιου κοιτάζοντας πρός αὐτόν, ἀλλά καί βλέποντας τήν πλάση νά φωτίζεται ἀπό τό φῶς του, ἔτσι μποροῦμε νά θαυμάσουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ μελετώντας τίς φανερώσεις του, άλλά καί ἐκτιμώντας τά ἀποτελέσματά τῆς ἐπισκέψεώς του στή γῆ. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τήν ἐπίσκεψη τῆς εἰρήνης στόν κόσμο, πού τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ντροπιασμένη γιά τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου στήν πρώτη ἐκείνη συνθήκη μέ τόν Θεό μέσα στόν παράδεισο. Τώρα πού ἡ συνθήκη ἀνανεώνεται, πού μέ τό πολύ του ἔλεος ὁ Πλάστης γίνεται Πατέρας, ἡ εἰρήνη ξανάρχεται στή γῆ, ὄχι ἀφηρημένα σάν κατάσταση, άλλά συγκεκριμένα σάν πρόσωπο· εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός· τό σῶμα του γίνεται σῶμα μας, καθώς ὅλοι οἱ πιστοί συναρμολογοῦνται πάνω του ὡς μέλη, κι ὁ ἴδιος γίνεται ὁ ὀργανικός σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, ἀφοῦ ἑνώνει καί τούς πιό ἀντίθετους μέσα στόν ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας του. Τό πανανθρώπινο αἴτημα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελφωσύνης παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ μ’ αὐτήν τήν κοινωνία εἰρήνης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ εἰρήνη, πού ἔτσι κατοικεῖ πάνω στή γῆ, δοξάζει τό Θεό ἀνταποδίδοντας τή δόξα του.
 Ἀλλά ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, εἶναι ἐπίσης μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος καί Θεός μαζί γίνεται ὁ ζωντανός δεσμός μεταξύ τους καί εἰρηνεύει τήν ἐπαναστατημένη καρδιά μας. Μᾶς προσφέρει τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀμνηστία καί τήν εὔνοιά του. Μᾶς συμφιλιώνει μαζί του καί ζητᾶ νά δεχθοῦμε αὐτή τή συμφιλίωση. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε κάτι, ἀλλά μόνο νά δεχθοῦμε τήν εὐδοκία, πού ὁ ἴδιος ἀντιπροσωπεύει. Θέλει ἕναν τόπο νά γεννηθεῖ μέσα μας, γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει στή χάρη καί στή λύτρωση. Ἡ χαρά μας καί ἡ ἁρμονία μας τότε θά συνθέσουν μέ τή σειρά τους τήν πιό ἀληθινή δοξολογία στό Θεό. Στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων σκεπάζονται σήμερα ἀπό ἀπαίσιες κραυγές. Ὁ ἄνθρωπος ὑβρίζει τόν Θεό· φασκελώνει τή δόξα του κι ἐπιδεικνύει αὐτάρεσκα τά δικά του ἐπιτεύγματα. Χλευάζει τήν εἰρήνη του· τήν ἀγνοεῖ καί δέν τήν ἐννοεῖ. Ἀπορρίπτει τήν εὐδοκία του· γι’ αὐτό μένει δυστυχισμένος καί βασανιζόμενος. Τί Χριστούγεννα θά κάνει φέτος ἡ ἀνθρωπότης; Ποιός θά ἀκούσει τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων; Ἄν μέ ἀγάπη ζητᾶς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», θά νιώσεις τό «ἐπί γῆς εἰρήνη». Κι ἄν μέ χαρά καί ἀφοσίωση ὁμολογεῖς «γενηθήτω τό θέλημά σου», πηγαῖα θά ἀναφωνήσεις τό «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτός πού γιορτάζει ἀληθινά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιορτάζει πράγματι τή δική του ἀναγέννηση, τή γέννηση ἑνός καινούργιου καί λυτρωμένου ἀνθρώπου.
 

Σ. Ν. Σάκκος