Πολλές φορές ἡ ἁγία Γραφή παρομοιάζει τόν ἄνθρωπο μέ δένδρο καί τή δράση, τά ἔργα του, μέ τόν καρπό. Αὐτό γίνεται καί στήν παραβολή τῆς ἀκάρπου συκῆς (Λκ 13,6-9). Ὅσοι βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅσοι ζοῦμε μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπό τή ζωογόνο ἐπίδραση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέσα στό φῶς τοῦ εὐαγγελίου, εἴμαστε δένδρα φυτεμένα μέσα στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, σάν τή συκιά τῆς παραβολῆς. Ὅπως κάθε γεωργός πού κοπιάζει καί μοχθεῖ στήν καλλιέργεια τῶν δένδρων του ἔχει μία δίκαιη ἀπαίτηση, ζητᾶ καρπούς ἀπ’ αὐτά, ἔτσι κι ὁ Θεός ζητᾶ νά δεῖ στή ζωή μας τούς καρπούς τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης. Διαφορετικά, θά μᾶς ξερριζώσει, θά κόψει τό νῆμα τῆς ζωῆς μας. Γιατί, ἄν εἶναι ἄξιο καταστροφῆς ἕνα δένδρο πού παρ’ ὅλες τίς περιποιήσεις τοῦ γεωργοῦ μένει ἄκαρπο, πολύ περισσότερο δέν ἔχει λόγο ὑπάρξεως μιά ἄκαρπη ζωή.
Ὅλοι μας ἔχουμε ἕνα παρελθόν σημαδεμένο ἀπό τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε ὅμως νά παρουσιάσουμε στόν θεῖο γεωργό μας ἀνάλογους καρπούς; Πόσοι ἀλήθεια ἀπό τούς χριστιανούς πέρασαν τή χρυσή τους νιότη χωρίς νά φέρουν στόν Θεό καρπό! Πόσοι ἄλλοι ἔφθασαν ἤδη στήν ὥριμη ἡλικία χωρίς κανένα καρπό εὐσεβείας, ἀγάπης, δικαιοσύνης! Πόσοι, ἀκόμη, λευκασμένοι ἀπό τά πολλά χρόνια, διανύουν τό τελευταῖο τμῆμα τῆς ζωῆς τους κι ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν μιά στεῖρα, ἄκαρπη καί ἄγονη ζωή! Πρίν ἀπό τό νέο ἔτος, μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός πολλά ἄλλα ἔτη χάριτος. Ἐπί πολλά ἔτη ὥς τώρα γευόμαστε τά ἀγαθά τῆς μακροθυμίας καί τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. Πῶς ζήσαμε τά ἔτη αὐτά; Τί καρπούς ἔχουμε;
Ὁ ἀμπελουργός τῆς παραβολῆς παρακαλεῖ τόν κύριό του γιά τή συκιά· «Ἄφες αὐτήν καί τοῦτο τό ἔτος». Πόσο ἔλεος ὑπάρχει στήν παράκληση αὐτή! Πόση μακροθυμία, πόση ἀνοχή, πόση ὑπομονή! Δέεται καί μεσιτεύει γιά μᾶς στόν Θεό Πατέρα ὁ «μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων» Ἰησοῦς Χριστός. Ζητᾶ παράταση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας καί μαζί ἐντείνει τήν πνευματική καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας, αὐτῆς τῆς συκῆς πού δέν ἔδωσε μέχρι τώρα τούς καρπούς πού περίμενε ὁ Κύριός της. Τί μεγάλη χάρη μᾶς κάνει ὁ Κύριος ἀνοίγοντας μπροστά μας ἕνα ἀκόμη ἔτος! Κάθε μήνα, κάθε ἑβδομάδα, κάθε μέρα, κάθε λεπτό τοῦ νέου ἔτους εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στά χέρια μας, τό ὁποῖο περιμένει ὁ Κύριος νά τό ἀξιοποιήσουμε μέ σύνεση. Αὔξηση καί καρποφορία ζητᾶ ἀπό μᾶς, γιά νά φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας του.
Πόσο καιρό θά κρατήσει ἡ παράταση τοῦ ἐλέους καί τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, δέν ξέρουμε. Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἀμπελουργός τῆς παραβολῆς ζήτησε γιά τή συκιά τήν ἄκαρπη ἕνα ἔτος. Ἄν καί στό ἔτος αὐτό, παρ’ ὅλες τίς περιποιήσεις, ἐξακολουθοῦσε νά παραμένει ἄκαρπη, ἦταν προορισμένη νά κοπεί «ἵνα μή τήν γῆν καταργῇ». Κι ἐμεῖς, στήν ἀρχή τῆς καινούργιας χρονιᾶς, εἶναι ἀνάγκη, μαζί μέ τήν εὐγνωμοσύνη καί τή χαρά μας γιά τήν παράταση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νά θυμηθοῦμε καί τήν ἀποτομία του. Ὁ Κύριός μας εἶναι αὐτός πού εἶπε ὅτι θά ἔρθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί», γιά νά ζητήσει λογαριασμό γιά τή ζωή μας. Ἄν τήν ἐπίσκεψή του αὐτή θελήσει νά τήν κάνει μέσα στό νέο ἔτος, εἴμαστε ἕτοιμοι νά τόν δεχθοῦμε;
«Νά δουλεύεις κάθε μέρα σάν νά πρόκειται νά ζήσεις αἰώνια πάνω στή γῆ καί νά προσεύχεσαι σάν νά πρόκειται νά πεθάνεις ἐκείνη τήν ἴδια μέρα», λέει κάποιος. Εἶναι νομίζω ἕνας πολύ ὡραῖος στόχος τή νέα χρονιά, ν’ ἀναπτύξουμε τήν πιό μεγάλη δραστηριότητα, ἀλλά καί τήν πιό μεγάλη πνευματικότητα. Κι ἄν μέχρι τώρα μοιάσαμε στήν ἄκαρπη συκιά, κι ἄν εἶναι φτωχή καί ἄκαρπη ἡ ζωή μας, ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ· «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας».
Κ. Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 13
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι»
Νέα κατάσταση ζωῆς
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Αὐτήν τήν ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Χριστός στό ἐρώτημα τῶν φαρισαίων «πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ;». «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἐν Χριστῶ λυτρωμένων, οἱ ὁποῖοι μέ εὐγνωμοσύνη καί χαρά γιά τήν ἀλήθεια πού ζοῦν, ἑκούσια, πρόθυμα καί εὐχάριστα ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνονται πολίτες καί μέτοχοι τῆς οὐρανίου βασιλείας του. Διευκρινίζεται δέ ὁλοκάθαρα στήν Κ. Διαθήκη ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει στήν γῆ, ὅπου κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁλοκληρώνεται στόν οὐρανό, ὅπου ἡ ἀγάπη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο. Ὀνομάζεται ἀκόμη στήν Κ. Διαθήκη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἤ «βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
«Μέσα σας»
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν παρουσιάζει κανένα ἑρμηνευτικό πρόβλημα, διότι εἶναι ἁπλή καί κατανοητή. Ἐντούτοις, ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές διχάζονται σέ δύο ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες καθορίζονται ἀπό τήν σημασία τοῦ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ «ἐντός ὑμῶν ἐστιν».
Ἕνα πλῆθος πατέρων καί ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων (Μ. Βασίλειος, Δίδυμος Ἀλεξ., Γρηγόριος Νύσσης, Μᾶρκος ἐρημίτης, Κύριλλος Ἀλεξ., Ἁγ. Νεῖλος, Ἰωάννης Κλίμακος, Ἀναστάσιος Β΄ Ἀντιοχείας, Μάξιμος ὁμολογητής, Ἰωάννης Δαμασκηνός, πατριάρχης Φώτιος, Ἀρέθας Καισαρείας κ.ἄ.), πού χρησιμοποιοῦν τό χωρίο, ἀποδίδουν τόν ἐμπρόθετο προσδιορισμό μέ τό «μέσα σας», «στήν ψυχή σας». Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης· «Βασιλείαν δέ τήν ἄνωθεν ταῖς ψυχαῖς διά τοῦ Πνεύματος ἐγγινομένην εὐφροσύνην ἐκάλεσεν, ἥτις ἐστίν ἀρραβών τῆς αἰωνίου χαρᾶς, ἧς ἀπολαύουσι τότε αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί».
Κατά τούς συγγραφεῖς τῆς ὁμάδας αὐτῆς, τό χωρίο μας (Λκ 17,20-21) ἔχει περίπου τήν σημασία πού ἔχουν καί τά ἀντίστοιχα χωρία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅπου ὁ πιστός ἀποτελεῖ τόν ζωντανό ναό τοῦ Θεοῦ, τό κατοικητήριο τῆς ἁγίας Τριάδος (βλ. Α΄ Κο 3,16· 6,19· Β΄ Κο 6,16· Ἐφ 2,21 καί μάλιστα τό Ἐφ 3,17, ὅπου ὁ ἀπόστολος διδάσκει ὅτι διά τῆς πίστεως ὁ Χριστός κατοικεῖ μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν).
Ἠθική διδασκαλία
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή δίνει στούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας ἄφθονο ὑλικό γιά ἠθική διδασκαλία. Ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἕνα σημεῖο πού πρέπει ἰδιαίτερα νά προσεχθεῖ. Οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι, πού δίνουν στό χωρίο τήν παραπάνω ἑρμηνεία, δέν τό ἐξετάζουν στήν συνάφειά του καί μάλιστα δέν ἔχουν κἄν τήν πρόθεση νά ἑρμηνεύσουν τό χωρίο. Ἁπλῶς, σέ ἔργα τους μή ἑρμηνευτικά, σέ λόγους ἤ ἐπιστολές τους, ὅπου ἀναπτύσσουν πνευματικά ἤ ἠθικά θέματα, καί συγκεκριμένα ὅταν μιλοῦν γιά θέματα ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀναφέρουν καί τήν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι», γιά νά στηρίξουν τήν διδασκαλία τους ὅτι μέσα στήν καρδιά καί τήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ κατοικεῖ ὁ Χριστός, τό ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἁγία Τριάδα γενικά.
Ὁπωσδήποτε, στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία ἱστορική πραγματικότητα, ἡ παραπάνω ἑρμηνεία εἶναι ἀπόλυτα σωστή καί μάλιστα εἶναι ἡ μόνη σωστή.
«Ἀνάμεσά σας»
Ὅταν ὅμως δοῦμε τό χωρίο στήν ὅλη συνάφειά του, κατανοοῦμε τό ἐμπρόθετο «ἐντός ὑμῶν ἐστι» μέ τήν σημασία «ἐν μέσῳ ὑμῶν», «ἀνάμεσά σας». Πράγματι ἔτσι ἑρμηνεύουν τό χωρίο ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές (πρβλ. Knabenbauer), οἱ ὁποῖοι δέν τό ἀποκόπτουν ἀπό τήν συνάφειά του, ἀλλά ὑπομνηματίζουν καί ἑρμηνεύουν ὅλη τήν περικοπή ἤ καί ὅλο τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Παραθέτω μόνο τήν ἄποψη τοῦ Ζιγαβηνοῦ ἀπό τούς ἑρμηνευτές αὐτῆς τῆς ὁμάδας. «Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἑαυτόν (= τόν Χριστόν) λέγει, ὡς βασιλέα καί Θεόν. Ἐντός δέ αὐτῶν ἦν ὡς ἐν μέσῳ αὐτῶν ἀναστρεφόμενος». Ἀναφέρει μάλιστα ὁ Ζιγαβηνός σάν παράλληλο χωρίο τά λόγια τοῦ Προδρόμου· «Μέσος δέ ὑμῶν ἕστηκεν, ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε» (Ἰω 1,26).
Πρός τούς φαρισαίους
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, ἐκτός τοῦ ὅτι συμφωνεῖ μέ τήν ὅλη συνάφεια, ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνει τά λόγια αὐτά πρός τούς φαρισαίους. Ὁπωσδήποτε, δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά τοποθετήσει ὁ Κύριος τήν βασιλεία του στήν καρδιά τῶν φαρισαίων. Βέβαια οἱ ἑρμηνευτές πού ἀποδίδουν τό «ἐν μέσῳ ὑμῶν» ὡς «μέσα σας» ἀντικρούουν τήν παραπάνω ἀντίρρηση μέ διάφορα ἐπιχειρήματα. Ἀναφέρω μερικά:
α) Ὁ Κύριος μέ τό «ἐν μέσῳ ὑμῶν» δέν ἐννοεῖ ὅλους τούς φαρισαίους, ἀλλά ἕνα μέρος ἐκλεκτῶν.
β) Ἐννοεῖ τούς φαρισαίους γενικά, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὄντως στήν καρδιά τους τήν πίστη τοῦ ἑνός Θεοῦ.
γ) Ἐννοεῖ ὅλους τούς φαρισαίους, διότι πολύ σύντομα θά ἦταν καί μέσα σ' αὐτούς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετά τήν ἀποστολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος κτλ.
Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι ἀσθενικά καί βεβιασμένα καί ἁπλῶς ἐνισχύουν τήν ἄποψη ὅτι τά λόγια τοῦ Κυρίου σημαίνουν· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀνάμεσά σας». Ἐντούτοις, ἡ ἀπόδοση τῆς προθέσεως «ἐντός» μέ τό νεοελληνικό «ἀνάμεσα» δέν μαρτυρεῖται σέ κανένα ἄλλο χωρίο τῆς Κ. Διαθήκης, οὔτε καί τῆς Παλαιᾶς. Μερικά παραδείγματα ἀπό τούς θύραθεν, πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς παράλληλα, εἶναι πενιχρά καί ἀμφισβητούμενα.
Ἡ σωστή ἑρμηνεία
Ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν μέχρι ἐδῶ, φαίνεται ὅτι ὑπάρχουν δύο ἑρμηνεῖες τοῦ χωρίου μας. Νομίζω ὅμως ὅτι ὁ φαινομενικός αὐτός διχασμός στήν πραγματικότητα εἶναι ἀνύπαρκτος. Τό χωρίο μας ἔχει μία μόνο ἑρμηνεία, ἡ ὁποία παρουσιάζει μία προοδευτική ἐξέλιξη, ἀποτέλεσμα τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους. Τήν κατανοοῦμε ἀπόλυτα, ὅταν τήν συνδυάσουμε μέ τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ Θεός προαιώνια ἀποφάσισε τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἵδρυση τῆς αἰωνίου βασιλείας του. Ἡ πραγματοποίηση τῆς οὐρανίου βασιλείας τοῦ Θεοῦ προετοιμάζεται στήν παλαιά διαθήκη μέ μία ἐπίγεια βασιλεία, τήν θεοκρατία τοῦ Ἰσραήλ καί τήν γνωστή διαθήκη, πού καθόριζε τίς σχέσεις λαοῦ καί Θεοῦ. Ὁ μωσαϊκός νόμος καί τό τελετουργικό τῆς λατρείας στήν περίοδο αὐτή λειτουργοῦν σάν τό φρούριο πού διαχωρίζει τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ἔθνη καί τόν κρατᾶ ὡς τό ἐκλεκτό κατάλοιπο, τό ὁποῖο κατέχοντας τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἐκπλήρωσή της.
Ἡ ἐκπλήρωση πραγματοποιεῖται στήν ἐποχή τῆς καινῆς διαθήκης, ὁπότε μπαίνουμε στήν δεύτερη φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος καί ἡ βασιλεία του ἔρχεται στήν γῆ, ὄχι σάν μία ἐγκόσμια καί ἐπίγεια βασιλεία, ἀλλά σάν πνευματική. Τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ τόν ἐγγυᾶται τό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ βασιλεύς ἀλλά καί τό πρῶτο μέλος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἡ ἐνανθρώπησή του ἔδωσε τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀνόρθωση καί θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Τώρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά στούς ἀνθρώπους, κινεῖται ἀνάμεσά τους. Μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔρχεται ἐν δυνάμει», ἀποτελεῖ μία ἱστορική πραγματικότητα. Μέλη της τώρα δέν εἶναι μόνον ὁ βασιλεύς Χριστός, ἀλλά καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων μέ πρώτη καί ἐκλεκτή τήν Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου καί τούς μαθητές του. Οἱ ὑπήκοοι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ὅλο καί αὐξάνουν, καί ἑνωμένοι μέ τόν βασιλέα Χριστό συνδέονται καί μεταξύ τους, ἀποτελώντας ἔτσι τό σῶμα Του. Ὁ Χριστός ἐνοικεῖ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στό σύνολο τῶν πιστῶν, ἀλλά καί στήν καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ, διότι ὁ Κύριος ἔκανε βασιλεῖς τούς ὑπηκόους του «καί ἔζησαν καί ἐβασίλευσαν μετά τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη» (Ἀπ 20,4). Ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία συνεχίζει τήν ζωή της καί μετά τόν θάνατο τῶν πιστῶν ὡς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία στόν οὐρανό.
* * *
Μετά ἀπό τήν ἱστορική αὐτή παρουσίαση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐπανέρχομαι στό χωρίο μας, γιά νά καταλήξω ὅτι τά λόγια τοῦ Κυρίου «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» δέν ἀναφέρονται μόνο στήν χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία λέγονται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὡς αἰώνιος ἀπευθύνεται καί στούς παρόντες ἀκροατές, ἀλλά καί στήν αἰώνια Ἐκκλησία τους, σέ ὅλους ἐκείνους πού στό διάβα τῶν αἰώνων θά πολιτογραφηθοῦν διά τῆς πίστεως στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου καί μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν.
Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 74-76
ΜΕΝΟΥΝΓΕ
Τό περιστατικό ἱστορεῖται ἁπλά στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. ᾿Ακούγοντας τήν καταπληκτική διδασκαλία τοῦ Κυρίου μία γυναίκα τοῦ ὄχλου ἀναφωνεῖ μέ ἐνθουσιασμό· «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας!» (Λκ 11,27). Μακαρίζει, δηλαδή, τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κι ᾿Εκεῖνος τῆς ἀπαντᾶ· «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λκ 11,28).
Πολλές μεταφράσεις ἀποδίδουν τήν φράση ὡς ἑξῆς· «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάττουν». ᾿Αλλά, εἶναι πιό μακάριοι ἀπό τή μητέρα τοῦ Κυρίου οἱ ἀκροατές καί τηρητές τοῦ θείου λόγου;
Βεβαίως, κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τή σπουδαιότητα καί σοβαρότητα τῆς ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου, ὅταν μάλιστα αὐτή συνοδεύεται ἀπό τήν ἐφαρμογή του. ῾Ωστόσο, εἶναι ἐσφαλμένη ἡ πρόταση ὅτι «μακάριοι μᾶλλον» εἶναι οἱ τηρητές τοῦ θείου λόγου παρά ἡ Παναγία.
Τό σφάλμα, νομίζω, ἐπικεντρώνεται στήν ἄστοχη μετάφραση τῆς πρώτης λέξεως τῆς προτάσεως, τοῦ συνθέτου μορίου «μενοῦνγε». Ποιά εἶναι ἡ σημασία του; Σύμφωνα μέ τά λεξικά, τό μόριο αὐτό ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς λέξεις· ᾿Από τόν ἀντιθετικό σύνδεσμο μέν, τόν συμπερασματικό οὖν καί τό βεβαιωτικό μόριο γέ. Στή σύνθεση, οἱ ἐπί μέρους λέξεις δέν διατηροῦν τήν ἀρχική τους σημασία. ῾Ο τύπος μενοῦν χρησιμοποιεῖται κυρίως στήν ἀρχή μιᾶς ἀπαντήσεως. Δηλώνει ἄλλοτε ἰσχυρή βεβαίωση καί ἄλλοτε βεβαίωση ἡ ὁποία κατά κάποιο τρόπο διορθώνει καί συμπληρώνει τή σημασία τῶν προηγουμένων. Τό μόριο γέ, ἐξάλλου, ἐπιτείνει τή σημασία τῆς λέξεως στήν ὁποία προστίθεται. ῎Ετσι στό συγκεκριμένο χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης τό «μενοῦνγε» θά μποροῦσε νά ἰσοδυναμεῖ μέ τά νεοελληνικά «πράγματι», «ναί, μάλιστα», «βεβαιότατα»! Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι μέ τήν ἴδια σημασία ἀναφέρεται τό «μενοῦνγε» καί σέ ἄλλα τρία χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης· Ρω 9,19· 10,18· Φι 3,8. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἡ λέξη «μενοῦνγε» ἐπιβεβαιώνει τή σημασία τῆς προηγούμενης προτάσεως καί ἐπεκτείνει τό νόημά της.
Γιά νά περιορισθῶ στό Λκ 11,28, στό στίχο πού ἀποτέλεσε τήν ἀφορμή τοῦ σχολίου αὐτοῦ, ὁ Κύριος ἀπαντώντας στόν μακαρισμό τῆς γυναίκας προτάσσει τό «μενοῦνγε» ὄχι γιά νά ἀρνηθεῖ ἤ νά μειώσει τό θαυμασμό πρός τή μητέρα του. «Οὐκ ἀρνεῖται τήν κατά φύσιν συγγένειαν, ἀλλά προστίθησι τήν κατ᾿ ἀρετήν», σχολιάζει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, (Εἰς τό κατά Ματθαῖον 45,1). Θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται ὡς εἰλικρινῆ καί ἄδολη τή λαϊκή ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τή μητέρα του. ᾿Επιπλέον, μέ ὅσα λέγει στή συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τή σκέψη τῶν ἀκροατῶν του σέ κάτι ὑψηλότερο. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι· «Ναί, μάλιστα, βέβαια! Μακαρία ἡ μητέρα μου, ὅπως λές, ἀλλά κι ἐγώ σοῦ λέω ὅτι μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀκούει τόν θεῖο λόγο μου καί τόν τηρεῖ».
«Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «δέν δείχνουν ὅτι ἀπωθεῖ τή μητέρα του· ἐπισημαίνουν ὅτι σέ τίποτε δέν θά ὠφελοῦσε τήν Παναγία ὁ τοκετός, ἄν δέν ἦταν συγχρόνως πολύ ἀγαθή καί πιστή» (Εἰς τό κατά ᾿Ιωάννην 21, 3). ῎Ετσι, ὁ Κύριος ἐνθαρρύνει τή γυναίκα νά ἐλπίζει ὅτι κι αὐτή ἀλλά καί κάθε χριστιανός μπορεῖ νά γίνει εὐτυχισμένος, ὅπως ἡ μητέρα του, ἄν ἀκούσει τό λόγο του καί τόν τηρήσει. Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί μία ἄλλη σχετική ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅταν, καθώς μιλοῦσε, τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι τόν ζητοῦν ἡ μητέρα καί οἱ ἀδελφοί του κι αὐτός ἀπάντησε· «Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες αὐτόν» (Λκ 8,21· πρβλ. Μθ 12,48-50· Μρ 3,34-35).
Ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὑψίστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε, νά γίνει μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀκριβῶς, διότι παρέμεινε αἰώνιος φύλακας τοῦ θεϊκοῦ λόγου. ῾Η ἴδια ἀνοίγει τήν ψυχή της καί ὑποτάσσεται σ᾿ αὐτόν· «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου» (Λκ 1,38)· καί ἡ ᾿Ελισάβετ φωτισμένη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μακαρίζει τήν Παναγία γιά τήν πίστη της στό λόγο τοῦ Θεοῦ· «μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λκ 1,45).
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 22-23
Ἡ ἀγαθή μερίδα
Φιλοξενούμενος ὁ Κύριος στήν Βηθανία, ἕνα προάστιο τῶν Ἰεροσολύμων, στό γνωστό καί φιλικό σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου -ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας, Σίμων ὁ λεπρός (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3), εἶχε πεθάνει- ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία γιά νά διδάξει τούς παρευρισκομένους. Ἡ Μάρθα ὡς οἰκοδέσποινα καταγίνεται μέ τήν περιποίηση τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῶ ἡ μικρότερη ἀδελφή της, Μαρία, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει μέ προσοχή τήν διδασκαλία του (Λκ 10,39). Αὐτό ἐνόχλησε τήν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περί πολλήν διακονίαν», καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα τῆς φιλοξενίας. Πιθανόν ἑτοίμαζε πλούσιο τραπέζι μέ πολλά φαγητά, πού μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται στόν Κύριο πού δίδασκε καί κάνει τά παράπονά της· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει». Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι ἡ Μάρθα δέν ἀπευθύνεται στήν ἀδελφή της ἀλλά στόν Κύριο. Στό παράπονο τῆς Μάρθας ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λκ 10,41-42). Σ᾿ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἑστιάζεται ἡ ἀπορία μας.
Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν δια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ διοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία.
Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία.
Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28).
Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 212-213
῾Η Μάρθα καί ἡ Μαρία (Λκ 10,38-42)
Περιοδεύοντας στήν ᾿Ιουδαία ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπισκέπτεται τήν οἰκογένεια τῶν τριῶν ἀδελφῶν, Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου. Διατηροῦσε φιλικούς δεσμούς μέ τήν οἰκογένεια αὐτή, συχνά μάλιστα φιλοξενοῦνταν στό σπίτι τους, στήν Βηθανία, προάστιο τῶν ᾿Ιεροσολύμων. ῾Η Βηθανία ἀπεῖχε σχεδόν δεκαπέντε στάδια (βλ. ᾿Ιω 11,18), περίπου τρία χιλιόμετρα, ἀπό τήν ἁγία πόλη. ᾿Από ἐκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε τήν δυνατότητα νά πηγαινοέρχεται στόν ναό καθημερινά (βλ. Μθ 21,17· Μρ 11,11).
10,38. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τῶν μαθητῶν του πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα (βλ. Λκ 9,51), ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτούς, ἔκαναν μία στάση εἰς κώμην τινά, σέ μία κωμόπολη. Δέν δηλώνεται τό ὄνομά της, ἀλλά ἀπό τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας πού τόν φιλοξένησε, καταλαβαίνουμε ὅτι πρόκειται γιά τήν Βηθανία.
῾Ως οἰκοδέσποινα ὑποδέχεται τόν Κύριο ἡ Μάρθα· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Προφανῶς ἡ Μάρθα ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφή, ἡ ὁποία προστάτευε τά μικρότερα ὀρφανά ἀδέλφια της. ῾Ο πατέρας τους Σίμων φαίνεται ὅτι εἶχε πεθάνει προσβεβλημένος ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας, γι᾿ αὐτό τό σπίτι του ἦταν γνωστό ὡς «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3). ῾Ορισμένοι ταυτίζουν αὐτόν τόν Σίμωνα μέ τόν φαρισαῖο Σίμωνα, ὁ ὁποῖος κάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ σέ τραπέζι, καί τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου μέ τήν ἀνώνυμη ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ φαρισαίου ἄλειψε τόν Κύριο μέ μῦρο (βλ. Λκ 7,36-50). ῾Υπάρχουν, ἐντούτοις, πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποκλείουν ἐντελῶς τήν ταύτιση αὐτή καί διακρίνουν σαφῶς πρόσωπα καί γεγονότα.
10,39. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
῾Η Μαρία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, λίγο πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου, τοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ μύρο 300 δηναρίων καί τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τήν ἀγάπη, τήν ἀφοσίωση, ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο (᾿Ιω 12,1-5), πού εἶχε ἀναστήσει τόν ἀδελφό της Λάζαρο. ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρεται, καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε γίνει προηγουμένως καμία ἄλλη ἀναφορά στό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ παρατήρηση ἐνισχύει τήν θέση ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου νά ταυτισθεῖ μέ τήν πόρνη πού ὁ Λουκᾶς ἀνέφερε στό 7ο κεφάλαιο. ῾Η Μαρία, παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ, ἄκουγε μέ προσοχή τήν διδασκαλία του. ῾Η ἔκφραση «κάθημαι παρὰ τοὺς πόδας», ὅπως τήν βρίσκουμε ἀργότερα στίς Πράξεις (βλ. 22,3) σήμαινε γενικά τήν μαθητεία σ᾿ ἕναν διδάσκαλο. Μέ τήν στάση της ἡ Μαρία ἐξέφραζε ὅλο της τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό πρός τόν Διδάσκαλο.
10,40. ῾Η δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
᾿Ενῶ, λοιπόν, ἡ Μαρία ἄκουγε μέ ζῆλο τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν, καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα νά ἑτοιμάσει φιλοξενία γιά τόν Διδάσκαλο καί τήν συνοδεία του. ῾Η μεγάλη ἀγάπη της γιά τόν Διδάσκαλο ἐκφράζεται ὡς ἔγνοια νά εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, μέ πολλά φαγητά, τά ὁποῖα μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. ῎Ετσι δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά μαθητεύσει καί αὐτή κοντά στόν Κύριο, ὅπως πολύ θά τό ἤθελε.
Προφανῶς θά εἶχε κάνει κάποιο νεῦμα στήν μικρότερη ἀδελφή της ζητώντας τήν βοήθειά της. ᾿Εκείνη, συνεπαρμένη ἀπό τήν ἀπόλαυση τῆς μαθητείας, δέν ἀνταποκρίθηκε. Βλέποντας ἡ Μάρθα ὅτι δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται νά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Διδασκάλου ἐκφράζοντας σ᾿ αὐτόν τήν ἀπαρέσκειά της γιά τήν Μαρία· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει»!
Δέν ἀπευθύνει τόν λόγο στήν ἀδελφή της ἡ Μάρθα, ἀλλά στόν Κύριο. ῎Αν αὐτή εἶναι ἡ οἰκοδέσποινα πού τόν φιλοξενεῖ, ὡστόσο ᾿Εκεῖνον ἀναγνωρίζει νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ της. ᾿Εκεῖνος κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα. ᾿Εκεῖνος μπορεῖ ἀξιωματικά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη τήν Μαρία. Τό ἔντονο ὕφος της δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς αὐθάδεια. Δείχνει ἁπλά τήν μεγάλη οἰκειότητα καί τήν ἄνετη σχέση μαζί του.
10,41-42. ᾿Αποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του γιά τήν συνετή καί φιλότιμη μαθήτριά του.
Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. ῾Ο Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία, εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τὴν ἀγαθὴν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
Στούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα δόθηκε καί ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία· «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. ῞Ενα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Από τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». ῾Η διαμαρτυρία τῆς Μάρθας ἐπίσης θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί παρεξηγεῖται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, ὅτι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Εντούτοις, τά Εὐαγγέλια παρουσιάζουν τήν Μάρθα ὡς γυναίκα ἀνδρεία καί ὑψιπέτη θεολόγο (βλ. ᾿Ιω 11,21-28).
῾Η Μάρθα ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί εὐχαρίστηση τῶν ἄλλων. ῾Ως μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές (πρβλ. 4,34). ῾Η Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθισε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. ῾Η Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου, στήν θυσία.
῾Ο μακαρισμός τῆς μητέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ (Λκ 11,27-28)
᾿Ενῶ οἱ φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς συκοφαντοῦν τόν ᾿Ιησοῦ ὡς συνεργάτη τοῦ σατανᾶ, μία ἁπλῆ καί ἄδολη γυναίκα ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆθος διακρίνει τήν σοφία καί τήν δύναμη τοῦ λόγου του, παραδέχεται τήν ἁγιότητά του καί αὐθόρμητα τόν ἐγκωμιάζει μακαρίζοντας τήν μητέρα του. Τό περιστατικό ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τῆς Παρθένου· «ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). ῾Ο θεόπνευστος Λουκᾶς, πού σάν ψήγματα χρυσοῦ συνέλεξε ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό πρόσωπο τῆς παναγίας Μητέρας, δέν θέλησε νά παρατρέξει οὔτε αὐτή τήν λεπτομέρεια. ῎Ετσι μᾶς διέσωσε καί μία πολύ σπουδαία διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πού δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους εὐαγγελιστές.
11,27. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
Καθώς ὁ ᾿Ιησοῦς δίδασκε, ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ὕψωσε τήν φωνή της μία γυναίκα ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἄκουγε, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, καί ἀπευθυνόμενη πρός τόν Διδάσκαλο εἶπε· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Συνεπαρμένη ἀπό τήν διδασκαλία του ἐκφράσθηκε ὅπως θά ἐκφραζόταν καί σήμερα μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ· «Παλληκάρι μου, καλότυχη ἡ μάνα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε!».
Μέ διάκριση καί σεμνότητα ἡ ἀνώνυμη γυναίκα δέν ἀπευθύνεται ἄμεσα στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτό θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς κολακεία. Τόν ἐπαινεῖ μακαρίζοντας τήν μητέρα του. ᾿Από τόν ἔπαινο τῆς μητέρας εὔκολα ἀνάγεται κανείς στόν ἔπαινο τοῦ υἱοῦ. ῎Αν μακαρίζεται ἡ μητέρα χάριν τοῦ υἱοῦ, εἶναι ἐμφανές πόσο ἀξιομακάριστος θά εἶναι ὁ ἴδιος.
11,28. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Αὐτὸς δέ, ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἄδολη, τήν αὐθόρμητη ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τήν μητέρα του. Αὐτό δηλώνουν μέ ἔμφαση τά τρία βεβαιωτικά μόρια, μὲν-οὖν-γε. ᾿Αλλά μέ ὅσα προσθέτει στήν συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν του καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, πού προβάλλει τήν παναγία Μητέρα του ὡς πρότυπο τῶν πιστῶν. Λέγει· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν, δηλαδή, «ναί, μάλιστα, βέβαια! εἶναι μακαρία ἡ μητέρα μου, ἀλλά μακάριοι εἶναι καί ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν καί τηροῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ».
῾Η ἀνώνυμη γυναίκα μακάρισε -καί πολύ σωστά- τήν Παναγία γιά τήν συγγένειά της μέ τόν ᾿Ιησοῦ. ῎Ηδη ὅμως ὁ Κύριος εἶχε κάνει λόγο γιά τούς δεσμούς τῆς πνευματικῆς συγγένειας πού εἶναι ἡ ἀνώτερη (βλ. Λκ 8,21). Τονίζει, λοιπόν, ὅτι ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὕψιστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε νά γίνει μητέρα του, διότι δέχθηκε νά ἐκτελέσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό καλοῦνται νά τήν μιμηθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς μακαριότητός της (πρβλ. ᾿Απ 1,3).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ.136-140 & 166-167
Ὁ Ἰησοῦς στήν Ναζαρέτ
Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ναζαρέτ ἐξιστορεῖ λεπτομερῶς ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές τήν μνημονεύουν μέ συντομία (βλ. Μθ 13,53-58· Μρ 6,1-6).
4,16. Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι.
Ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ, ἀλλά μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αἴγυπτο ἐγκαταστάθηκε καί ἔζησε στήν Ναζαρέτ· γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία «Ναζωραῖος» (Μθ 2,23). Στό ξεκίνημα τῆς δημόσιας δράσεώς του καί ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε κηρύξει καί θαυματουργήσει στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Γαλιλαίας, ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος. Θέλησε νά ἐπισκεφθεῖ τούς συμπατριῶτες του, νά ἀποδώσει τά τροφεῖα στόν τόπο πού τόν μεγάλωσε· «ἵνα καὶ ἡμᾶς διδάξῃ», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «πρότερον τοὺς οἰκείους εὐεργετεῖν καὶ τούτους ἐκδιδάσκειν, εἶτα καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς τὴν φιλανθρωπίαν ἐκχέειν».
Στήν Ναζαρέτ, τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πῆγε στήν συναγωγή κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ. Συνήθιζε ὁ Ἰησοῦς, καθ’ ὅλο τό διάστημα πού ἔμενε στήν Ναζαρέτ, νά πηγαίνει στήν συναγωγή κάθε Σάββατο. Ἡ συνήθειά του αὐτή φανερώνει ὅτι εἶναι θεάρεστη ἡ συμμετοχή στίς ἱερές συνάξεις τῶν πιστῶν.
Στήν συναγωγή οἱ ὁμιλητές διάβαζαν ὄρθιοι τήν περικοπή ἐκφράζοντας ἔτσι τόν σεβασμό τους πρός τό ἱερό κείμενο. Ὁ Ἰησοῦς, πού γιά χρόνια ἦταν ἕνας ἁπλός ἀκροατής καί μαθητής στόν χῶρο ἐκεῖνο, σηκώνεται ὡς διδάσκαλος αὐτή τήν φορά νά διαβάσει, ἀνέστη ἀναγνῶναι, καί στήν συνέχεια νά κηρύξει μέ παρρησία στούς συμπατριῶτες του.
4,17. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον.
Τά βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τήν μορφή ρολοῦ, ὁ ὁποῖος φυλασσόταν μέσα σέ κύλινδρο. Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβανόταν σέ εἰκοσιδύο ρολούς. Ὁ ὑπηρέτης τῆς συναγωγῆς ἔδωσε στόν Κύριο βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, δηλαδή τόν ἀντίστοιχο ρολό. Ὁ Κύριος ἀφοῦ ξετύλιξε, ἀναπτύξας τόν ρολό, βρῆκε τήν προγραμματισμένη περικοπή τῆς ἡμέρας· ἦταν οἱ δύο πρῶτοι στίχοι τοῦ 61ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα.
4,18-19. Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν.
Ἡ περικοπή τήν ὁποία διάβασε ὁ Ἰησοῦς στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀφοροῦσε στό πρόσωπο τοῦ Μεσσία, στήν σωτηρία καί στήν δόξα πού θά προσφέρει στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μεσσίας μιλᾶ μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα καί λέγει· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με. Σ’ αὐτόν ἀναπαύεται τό ἅγιο Πνεῦμα καί τόν καθιστᾶ τόν κατεξοχήν «Χριστόν». Ἡ ἀποστολή του παρουσιάζεται συνοπτικά ὡς ἑξῆς·
α) Εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με· φέρνει ἄγγελμα χαρᾶς στούς πτωχούς, δηλαδή στούς ταπεινούς καί καταφρονημένους πού ἀναζητοῦν τόν Θεό καί περιμένουν τήν θεία λύτρωση.
β) Ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν· χαρίζει τήν θεραπεία σέ ἐκείνους πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά, στούς ἀπελπισμένους καί ἀπογοητευμένους.
γ) Κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν· κηρύττει τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ σατανᾶ καί τῆς ἁμαρτίας.
δ) Καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν· δίνει στούς τυφλούς φῶς, φυσικό καί πνευματικό.
ε) Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει· παρέχει τήν ἄφεση, τήν θεραπεία καί τήν ἀνόρθωση στούς τσακισμένους καί ἐξουθενωμένους, στούς ἀποτυχημένους. Τούς παρέχει ἐλπίδα κι ἀνοίγει διέξοδο στό ἀδιέξοδό τους.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τόν πέμπτο στόχο τῆς ἀποστολῆς του τόν διατυπώνει ὁ Κύριος χρησιμοποιώντας χωρίο ἀπό προηγούμενο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα (βλ. 58,6) καί ὄχι ἀπό τήν συγκεκριμένη περικοπή (Ἠσ 61,1-2), τήν ὁποία χρησιμοποίησε γιά τούς ἄλλους στόχους. Ὡς κύριος καί κάτοχος τῆς ἁγίας Γραφῆς μποροῦσε, φυσικά, νά τήν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα. Τέλος, στήν ἑπόμενη φράση συνοψίζει ὅλους τούς στόχους τῆς ἀποστολῆς του·
στ) Κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν· κηρύττει τό ἰωβηλαῖο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαῖοι κάθε πενήντα χρόνια κήρυτταν μέ σάλπιγγες καί τύμπανα τήν ἔναρξη τοῦ ἰωβηλαίου ἔτους, κατά τό ὁποῖο διαγράφονταν τά χρέη, ἐλευθερώνονταν οἱ δοῦλοι, ἀφήνονταν ἀκαλλιέργητοι οἱ ἀγροί (βλ. Λε 25,8-13). Ἡ γιορτή αὐτή εἶχε ὡς σκοπό τήν διατήρηση τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τήν ἀγρανάπαυση. Συνιστοῦσε προτύπωση τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν πατρική ἀγαθότητα, πού διαγράφει τίς ἁμαρτίες, ἐλευθερώνει ἀπό τά πάθη, χαρίζει φῶς καί πνευματική ἀνόρθωση, τήν ἀληθινή ἀνάπαυση καί εἰρήνη.
4,20. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.
Μετά τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος πτύξας τὸ βιβλίον, τύλιξε τό ρολό-βιβλίο, καί ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ, ἀφοῦ τό ἐπέστρεψε γιά νά μπεῖ ξανά στήν θέση του (βλ. σχόλια στό 4,15), ἐκάθισε· μόνο κατά τήν ἀνάγνωση ὄφειλε νά μένει ὄρθιος ὁ ἀναγνώστης. Τό παράστημα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διάβασε τήν περικοπή -εἶχε προηγηθεῖ ἤδη καί ἡ φήμη του- τράβηξαν τήν προσοχή ὅλων. Ἔτσι πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ, ὅλοι κάρφωσαν τό βλέμμα τους ἐπάνω του.
4,21. ῎Ηρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.
Μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα ὁ Κύριος ἀνέπτυξε τήν προφητεία πού διάβασε, διαβεβαιώνοντας ὅτι ἐκπληρώνεται σήμερον στό πρόσωπό του. Αὐτός εἶναι ὄχι ἁπλῶς «χριστός Κυρίου» ἀλλά «Χριστός Κύριος» (βλ. Λκ 2,11)· δέν χρειάζεται νά χρισθεῖ, διότι -ἤδη ἀπό τήν ὥρα τῆς σαρκώσεώς του- ἔχει δικό του ὅλο τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεάνθρωπος, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τόν Παράκλητο (βλ. σχόλια στό 4,1). Ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα ἀποτελεῖ τό διάγγελμα τοῦ Μεσσία. Καθώς ὁ Ἰησοῦς τήν ἐφαρμόζει στό πρόσωπό του ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι·
α) ὁ διδάσκαλος πού μέ τήν σοφία του θά διδάξει τήν ἀλήθεια καί θά ἐλευθερώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄγνοια, τήν πλάνη καί τόν πόνο·
β) ὁ ἀρχιερέας πού μέ τήν θυσία του θά λυτρώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο·
γ) ὁ βασιλιάς πού μέ τήν δύναμή του θά δημιουργήσει μιά αἰώνια βασιλεία, στήν ὀποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν εὐτυχία τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς.
4,22. Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ;
Στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ δικαιώθηκε ἡ φήμη τήν ὁποία εἶχε ὁ Ἰησοῦς ὡς θαυμαστός διδάσκαλος. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἐμαρτύρουν αὐτῷ, ἔδιναν τήν μαρτυρία τους ὅτι μένουν κατάπληκτοι ἀπό ὅσα ἀκοῦν καί βλέπουν. Τό ρῆμα ἐθαύμαζον ἐκφράζει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔκπληξή τους. Ἀναγνώριζαν τήν χάρη, τήν γλυκύτητα τῶν λόγων του. Ἐξέφραζαν ὅμως ἔντονα καί τήν ἀπορία τους· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ; Κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς τό πατρώνυμο «υἱὸς Ἰωσὴφ» ἐπέχει θέση ἐπωνύμου. Γνώριζαν οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰησοῦ. ῎Ηξεραν, ἐπίσης, ὅτι αὐτός μεγάλωσε ἀνάμεσά τους, χωρίς νά ἔχει λάβει ἰδιαίτερη μόρφωση. Δέν μποροῦσαν, λοιπόν, νά ἑρμηνεύσουν τήν σοφία καί τήν παρρησία πού χαρακτήριζε τήν διδασκαλία του. Ἐξάλλου, δέν ἦταν γι’ αὐτούς εὔκολο νά παραδεχθοῦν ὅτι ἐφαρμόζεται στόν συγχωριανό τους ὅ,τι εἶχε προφητεύσει ὁ Ἠσαΐας.
4,23. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου.
Ὁ καρδιογνώστης Κύριος γνωρίζει τούς διαλογισμούς τῶν συμπατριωτῶν του. Ἦταν ἕτοιμοι νά τοῦ ποῦν τήν παραβολήν, τήν παροιμία πού συνηθίζονταν στούς Ἰουδαίους ἀλλά καί στούς Ρωμαίους καί στούς Ἕλληνες· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν. Ἄν δέν μπορεῖς νά ἐπιτελέσεις καί στήν Ναζαρέτ κάποια ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανες στήν Καπερναούμ, ὥστε ἔτσι νά βοηθήσεις τόν ἑαυτό σου καί νά τόν ἀπαλλάξεις ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν συμπατριωτῶν σου, πῶς ἰσχυρίζεσαι ὅτι θά θεραπεύσεις ἄλλους ἐφαρμόζοντας στό πρόσωπό σου τό «ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους»;
Ὁ Κύριος, ὡστόσο, ἐπιτελοῦσε σημεῖα μόνο γιά τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά καρπωθοῦν ἀπό αὐτά κάποια ὠφέλεια. Ἀρνεῖται νά κάνει σημεῖο στόν τόπο του, ἐπειδή διακρίνει τήν ἀπιστία τῶν Ναζαρηνῶν· δέν θέλει νά κερδίσει τήν πίστη τους μέ τρόπο δυναμικό καί ἐντυπωσιακό. Περιορίζεται νά τούς θυμίσει τήν προφητεία, ὥστε συνδυάζοντάς την μέ ὅσα γνώριζαν γιά τό πρόσωπό του, νά καταλάβουν ποιός πραγματικά εἶναι. Ἐκεῖνοι, ἀπεναντίας, ἐνῶ ἔχουν ὅλα τά τεκμήρια πού θά ἔπρεπε νά τούς ὁδηγήσουν σέ εἰλικρινῆ θαυμασμό, ἐκφράζονται γι’ αὐτόν μέ περιφρόνηση. Ἔτσι ἀποκαλύπτεται ἡ κακότητα τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ (πρβλ. Ἰω 1,47).
4,24. Εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.
Ἀρχίζοντας μέ τό ἀμὴν ὁ Ἰησοῦς δίδει ἐπισημότητα στόν λόγο του. Ἡ παροιμία πού μνημονεύει, οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ, εἶχε τήν ἐφαρμογή της καί στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Ἰε 11,21). Σέ μιά κλειστή κοινωνία εὐκολώτερα προβάλλεται ἡ προσωπικότητα κάποιου ξένου. Ὁ γνωστός καί οἰκεῖος στερεῖται συνήθως τήν τιμή πού τοῦ ἁρμόζει, διότι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνωτερότητά του, ἀλλά ἀντίθετα προκαλεῖ τόν φθόνο.
4,25-27. Ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.
Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά φέρει τούς συμπατριῶτες του σέ συναίσθηση καί μετάνοια. Γι’ αὐτό τούς ἐλέγχει αὐστηρά, χρησιμοποιώντας δύο παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἑρμηνεύουν τήν στάση του ἀπέναντί τους.
Τό πρῶτο περιστατικό ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἠλία (βλ. Γ´ Βα 17,1-16· πρβλ. Ἰα 5,17-18). Στίς ἡμέρες του ἔκλεισε ὁ οὐρανός καί δέν ἔβρεξε ἐπί τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες. Ἡ ἀνομβρία ἐπηρέασε τίς καλλιέργειες καί ἔπεσε πείνα σέ ὅλη τήν χώρα. Τότε, λοιπόν, καί ἐνῶ ἡ ἀλλοεθνής βασίλισσα Ἰεζάβελ προσπαθοῦσε νά παρασύρει τόν ἰσραηλιτικό λαό στήν εἰδωλολατρία, ὁ Θεός ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας· φιλοξενήθηκε στό σπίτι μιᾶς ἀλλοεθνοῦς χήρας καί μέ σημεῖο κατέστησε ἀμείωτο τό ἀλεύρι καί τό λάδι τῆς οἰκογένειας. Πρόκειται γιά μιά στροφή στά ἔθνη τήν ἐποχή τῆς αὐστηρῆς ἐθνικιστικῆς νοοτροπίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τό δεύτερο παράδειγμα ἀφορᾶ στόν προφήτη Ἐλισαῖο (βλ. Δ´ Βα κεφ. 5). Στήν ἐποχή του ὑπῆρχαν πολλοὶ λεπροὶ (βλ. Δ´ Βα 7,3), ἀλλά ἀπό ὅλους αὐτούς θεραπεύθηκε μόνον ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ἕνας εἰδωλολάτρης. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἐπιτελεῖ σημεῖα σέ ὅσους δείχνουν πίστη στήν δύναμή του, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι ἐθνικοί. Καί ὁ Ἰησοῦς συνάντησε ἐθνικούς μέ μεγάλη πίστη, τήν ὁποία θαύμασε καί ἐπιβράβευσε (βλ. Μθ 8,10· 15,28).
Τά δύο παλαιοδιαθηκικά παραδείγματα ἐπισημαίνουν ὅτι·
α) Οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ εἶναι ἀνάξιοι νά δοῦν σημεῖα, ἐξαιτίας τῆς πεισματικῆς ἀπιστίας τους.
β) Τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου θά ἀγκαλιάσει τούς ἐθνικούς ὄχι γιά νά ἀλλοιωθεῖ ἀπό αὐτούς, ἀλλά γιά νά τούς μεταβάλει σέ πιστούς, νά τούς ἐκχριστιανίσει. Εἶναι τό μήνυμα πού μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καί ἐπιμονή μεταφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
γ) Μετά τήν ἀνάστασή του ὁ Κύριος θά ἐγκαταλείψει ὄχι μόνο τούς συμπατριῶτες του ἀλλά καί ὅλον τόν Ἰσραήλ καί θά στραφεῖ πλέον στά ἔθνη. Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί «τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μθ 12,39-40· Λκ 11,29-30), μέ τό ὁποῖο ἀργότερα ὁ Κύριος ἀπείλησε τούς σκληρόκαρδους γραμματεῖς καί φαρισαίους, πού ἀπαιτοῦσαν νά τούς δείξει σημεῖο. Ἡ διακήρυξη αὐτή ὄχι μόνο φόβιζε ἀλλά καί ἐξόργιζε τούς Ἰουδαίους, διότι θεωροῦσαν ὅτι εἶναι οἱ μόνοι καί ἀποκλειστικοί δέκτες τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ.
4,28. Καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα.
Ἀκούγοντας τά τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ οἱ Ναζαρηνοί θύμωσαν πολύ. Δέν μπόρεσαν νά ἀνεχθοῦν τόν ἔλεγχό του. Ἀπαιτοῦσαν μιά ἐξαιρετική εὔνοια ἀπό τόν συμπατριώτη τους. Ἡ συμπεριφορά τους ἀπέδειξε ὅτι πολύ σωστά καί δίκαια τούς ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος. «Ἔδειξαν ἐντεῦθεν ἀναξίους σημείων ἑαυτοὺς καὶ τὸν περὶ τούτου λόγον τοῦ Σωτῆρος ἐβεβαίωσαν, ἀφ’ ὧν ἐπεχείρησαν», σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός.
4,29-30. καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.
Ὁ θυμός τῶν Ναζαρηνῶν ἦταν τόσο ἔντονος, ὥστε παρ’ ὅτι ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ (βλ. στ. 22) ἀποφάσισαν νά τόν ἐκδικηθοῦν ἀμέσως γιά τήν προσβολή πού τούς ἔκανε. Τόν ἔβγαλαν, λοιπόν, ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ὁδήγησαν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἐπάνω στό ὁποῖο ἦταν κτισμένη ἡ Ναζαρέτ, γιά νά τόν γρεμίσουν ἀπό ἐκεῖ.
Πῶς γλύτωσε ἀπό τόν βέβαιο θάνατο ὁ Κύριος δέν ἀναφέρεται. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι, ὅταν τόν ἔφεραν ὥς τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, παρέλυσαν τά χέρια τους. Τότε ὁ Ἰησοῦς πέρασε διά μέσου αὐτῶν καί ἔφυγε, ὅπως ὁ βασιλιάς ἀνάμεσα ἀπό τούς παραστάτες πού τοῦ ἄνοιξαν δρόμο ἤ ὅπως ὁ νικητής ἀνάμεσα ἀπό ἡττημένους ἀντιπάλους του.
Ὁ Ἰησοῦς ἦταν «φρουρούμενος τῇ ἡνωμένῃ αὐτῷ θεότητι»14. Εἶχε τήν ἐξουσία νά «καταθέσει» τήν ζωή του ἤ νά τήν «λάβει», ὅταν ὁ ἴδιος τό θελήσει (βλ. Ἰω 10,18). Βρισκόταν, ἐξάλλου, στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του. Θά ἦταν ἄκαιρο νά ὁδηγηθεῖ στόν θάνατο πρίν κηρύξει τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἀργότερα, ἔγιναν ἀπό τούς ἐχθρούς του καί κάποιες ἄλλες ἀπόπειρες νά τόν συλλάβουν, ἀλλά ἀπέτυχαν, «ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ» (βλ. Ἰω 7,30). Ὁ Ἰησοῦς βάδισε πρός τό ἑκούσιο πάθος του τηρώντας ἕνα πρόγραμμα, ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο. Ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε κατάλληλη τήν στιγμή, παρέδωσε τόν ἑαυτό του στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του, καί τέλος, παρέδωσε τό πνεῦμα του ἐπάνω στόν σταυρό λέγοντας· «τετέλεσται» (Ἰω 19,30).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Α΄, σελ. 183-191
«Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λκ 1,34)
Στόν ἱστορικό διάλογο πού διαμείφθηκε στή Ναζαρέτ ἀνάμεσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ καί τήν παρθένο Μαρία (Λκ 1,28-38) περιέχεται ἡ φράση τῆς ὁποίας ζητήθηκε ἡ ἑρμηνεία. Φαίνεται ἁπλή ἡ φράση αὐτή, διότι οἱ λέξεις καί ἡ σύνταξή της κατανοοῦνται μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι ὅμως ἀπό τά δυσερμήνευτα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι συνδέεται μέ τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί μάλιστα, μ᾿ ᾿Εκείνη πού εἶναι τό ὕψος τό «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς».
Ἡ Μαρία δέν δέχεται ἄκριτα τό ἀγγελικό μήνυμα. Δέν ἀμφιβάλλει, βέβαια, γιά τήν πραγματοποίησή του, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει τόν τρόπο, προβάλλοντας μία σοβαρή ἔνσταση· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;».
Ἡ ἔκφραση «ἄνδρα οὐ γινώσκω» σημαίνει «δέν ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα». ῾Ο ἐνεστώτας τοῦ ρήματος δηλώνει πρόθεση γιά ἰσόβια παρθενία. Τό «οὐ γινώσκω» δέν ἀφορᾶ μόνο στό χρονικό διάστημα μέχρι τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ -δέν θά εἶχε τότε νόημα ἡ ἔνσταση τῆς Παρθένου-, ἀλλά ἀγκαλιάζει καί τό μέλλον. ῞Οπως ἐκεῖνος πού ἀποφάσισε νά μήν πιεῖ ποτέ στή ζωή του κρασί ἐκφράζεται σέ ἐνεστώτα χρόνο λέγοντας «δέν πίνω»· ὅπως ὁ μή καπνιστής λέγει «δέν καπνίζω» ἐννοώντας ὅτι οὔτε καί στό μέλλον ἔχει πρόθεση νά καπνίσει, ἔτσι καί ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ τόν λεγόμενο «βουλητικό» ἐνεστώτα, ὑποδηλώνοντας τή σταθερή της βούληση νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου.
Γνώριζε, βέβαια, ἡ Μαρία τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα· «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (7,14). Δέν πέρασε ὅμως ποτέ ἀπό τή σκέψη της ἡ ὑπόνοια ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ προφήτης. ῾Η βαθειά της ταπεινοφροσύνη δέν ἐπέτρεψε ἕναν τέτοιο λογισμό οὔτε καί μετά ἀπό ὅσα τῆς ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος (βλ. στ. 30-33). Αὐτό πού κυρίαρχα ἔνιωσε μέσα της καί ἀμέσως αὐθόρμητα ἐκδηλώθηκε ἦταν ἡ ἀγωνία μήπως λυθεῖ ὁ μυστικός της γάμος μέ τόν Κύριο, τό ἱερό της τάμα· μήπως χάσει αὐτό πού ἀπό μικρή δέχθηκε ὡς κλήση ἀπό τόν Θεό καί στό ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε μέ ὅλο της τό εἶναι.
Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος παρατηρεῖ· «Αὐτό δέν θά τό ἔλεγε, ἄν ἀπό πρίν δέν εἶχε κάνει τάμα στόν Θεό νά μείνει παρθένος» (De sancta Virginitate 1,4· PL 40,398). ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι τό ἐρώτημα τῆς Μαρίας ἀποδεικνύει ὅσα κρυφά εἶχαν συντελεσθεῖ μέσα της. Διότι, σκέπτεται ὁ ἅγιος πατέρας, ἄν ὁ ᾿Ιωσήφ τήν εἶχε παραλάβει γιά νά τήν κάνει γυναίκα του, γιατί νά διατυπώσει ἡ Μαρία μέ τόση ἔκπληξη μία τέτοια ἀπορία, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια θά περίμενε νά γίνει μητέρα κατά τόν φυσικό νόμο; Καί ὁ ἴδιος δίνει τήν ἀκόλουθη ἐξήγηση· «’Επειδή δέ τήν ἀφιερωθεῖσαν τῷ Θεῷ σάρκα, οἷόν τι τῶν ἁγίων ἀναθημάτων ἀνέπαφον ἔδει φυλάττεσθαι, διά τοῦτο, φησί, κἄν ἄγγελος ἦς, κἄν οὐρανόθεν ἥκῃς, καί ὑπέρ ἄνθρωπον τό φαινόμενον ᾖ, ἀλλά τό γνῶναί με ἄνδρα τῶν ἀμηχάνων ἐστί. Πῶς ἔσομαι μήτηρ ἄνευ ἀνδρός; Τόν γάρ ᾿Ιωσήφ μνηστῆρα μέν οἶδα, ἄνδρα δέ οὐ γινώσκω». ᾿Επειδή, δηλαδή, ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ τό ἀφιερωμένο στόν Θεό σῶμα της ἀνέγγιχτο σάν ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέγει· «Παρ᾿ ὅτι εἶσαι ἄγγελος καί ἔχεις ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό καί ἡ ἐμφάνισή σου εἶναι κάτι τό ὑπερφυσικό, ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατο νά ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα. Πῶς, λοιπόν, θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Διότι ἀναγνωρίζω τόν ᾿Ιωσήφ ὡς μνηστήρα, ὄχι ὅμως ὡς σύζυγο» (PG 46,1140D-1141Α· ΕΠΕ 10,346-348).
Γιά νά ἀσφαλίσει, προφανῶς, ἡ Μαρία τό μυστικό ἱερό τάμα της μνηστεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ, πού ἦταν ἤδη μεσήλικας καί μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του εἶχε τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν του. Φαίνεται ὅτι συμφώνησαν νά κάνουν ἕναν ἰδιότυπο γάμο, ἀπαλλαγμένο ἀπό συζυγικές σχέσεις· ἐκείνη θά τόν βοηθοῦσε στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του καί αὐτός, καθώς θά ἐμφανιζόταν στόν κόσμο ὡς σύζυγός της, θά πρόσφερε τήν ἀναγκαία κοινωνική κάλυψη γιά νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Διότι ἡ ἀπόφαση γιά ἰσόβια παρθενία ἦταν τελείως ξένη πρός τά ἰουδαϊκά ἤθη, ἀκατανόητη καί προκλητική γιά τήν ἐποχή ἐκείνη.
Στήν Παλαιά Διαθήκη, μετά τόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά κάνει γάμο, ἀναφέρονται ὡς παρθένοι τρεῖς μόνο ἄνδρες, ὁ ᾿Ηλίας, ὁ ᾿Ελισαῖος καί ὁ ᾿Ιερεμίας. ῾Η σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού ἀγάπησε τόσο τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιθυμήσει νά τοῦ ἀφιερώσει τήν παρθενία της. Κι ἦταν τόσο δυνατός ὁ πόθος της ὥστε νά μένει ἀμετάκλητος καί μετά τήν καταπληκτική προαγγελία τοῦ ἀγγέλου. ῎Ετσι, πράγματι, ἅρμοζε στήν ἐκλεκτότερη ψυχή πού γνώρισαν οἱ αἰῶνες· σ᾿ αὐτήν πού ἀνῆλθε στό ὕψιστο ἀξίωμα νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ· στήν ἀειπάρθενο Μαρία, ἡ ὁποία δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «τό τεῖχος» καί ἡ «καλή κουροτρόφος» τῶν παρθένων.
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 83-84
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ
Τό σημεῖο πού μᾶς διηγεῖται τό εὐαγγέλιο τῆς Θ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Μθ 14,22-34) παρουσιάζει αὐτό τό καταπληκτικό καί σπουδαῖο ἔργο· τόν Κύριο νά βρίσκεται σέ μιά στιγμή ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ πάνω στά ἀφρισμένα κύματα καί μέ ἕνα του λόγο νά σώζει ἀπό τή μανία τῆς θάλασσας τή βάρκα μέ τούς μαθητές του.
Μετά τό χορτασμό περισσοτέρων ἀπό 5.000 ἀνθρώπων ὁ Χριστός κουρασμένος, κατάκοπος ἀποτραβήχτηκε στήν κορυφή ἑνός βουνοῦ γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ξεκούραση καί ἡ ἀνάπαυσή του; «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ», ὅπως λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἔμεινε προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα. Μετά ἀπό κόπους, ἀπό διδασκαλία καί περιοδεία, ὁ Κύριος βρίσκει ἀνάπαυση ὄχι στόν ὕπνο οὔτε στό ξάπλωμα, ἀλλά στήν προσευχή καί στό γονάτισμα. Ὤ, νά μπορούσαμε ἐκείνη τήν ὥρα νά πλησιάζαμε τόν Ἰησοῦ στήν κορυφή τοῦ ὄρους καί νά ἀκούγαμε τήν προσευχή του! Μέ συντριβή καρδίας -τό πιστεύω!- θά ἀκούγαμε τότε τό ὄνομά μας, τόν Κύριο νά προσεύχεται γιά μᾶς, πού δέν εἴχαμε γεννηθεῖ ἀκόμη, ἀλλά βρισκόμασταν στή σκέψη του καί στήν ἀγωνία του. Ναί, ἀδελφοί μου! Ὅπως προσευχήθηκε γιά τόν Πέτρο, πού θά τόν χορέψει ὁ διάβολος στό ταψί, νά μή χαθεῖ ἡ πίστη του, ἔτσι ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε καί γιά μένα καί γιά σᾶς. Καί ὅπως έκείνη τήν ὥρα ἔβλεπε στήν ταραγμένη λίμνη τή βάρκα μέ τούς μαθητές του νά σαλεύεται, ἔτσι ἔβλεπε μπροστά ἀπό χρόνια καί καιρούς τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων νά σείονται μέσα στή θάλασσα τῆς ζωῆς, νά κινδυνεύουν ἀπό τά κύματα τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν, καί προσευχήθηκε γιά ὅλους μας.
Ἀβύθιστη ἡ Ἐκκλησία
Μέσα στό καραβάκι ἐκεῖνο ἦταν ὅ,τι προσφιλέστερο εἶχε πάνω στή γῆ ὁ Θεάνθρωπος. Ἦταν οἱ δώδεκα μαθητές του, ἦταν ἐν δυνάμει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἦλθε νά ἱδρύσει. Καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι ἄλλο παρά ἕνα πλοῖο, πού παλεύει μέ ποικιλώνυμα κύματα. Κατάρτι της εἶναι ὁ σταυρός, πηδάλιο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί οἱ κανόνες τῶν πατέρων, καραβοκύρης ὁ Χριστός, ναῦτες οἱ ἀπόστολοι καί πλήρωμα ὅλοι οἱ χριστιανοί.
Ὁ κόσμος μαίνεται, οἱ ἄνεμοι τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς διαφθορᾶς σφυρίζουν γύρω της, τά κύματα τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων χτυποῦν τά πλευρά της καί, τό χειρότερο, ἡ ὀλιγοπιστία τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν σαλεύει τήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν καταποντίζεται. Μυριάδες οἱ ἐχθροί της, ἀλλά δέν χάνεται. Ὁ Κύριος προσεύχεται γι' αὐτήν. Σ' ἕνα του λόγο πρό τῆς ἐξορίας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον, ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν Χριστοῦ διαλύσαι οὐκ ἰσχύει· ἐγειρέσθω τά κύματα, πλοῖον Χριστοῦ καταποντίσαι οὐ δύναται». Ἡ Ἐκκλησία μένει ἀλώβητη ἀπό τήν ἀπιστία τῶν ἐχθρῶν της καί ἀκέραιη ἀπό τήν ὀλιγοπιστία τῶν μελῶν της.
Μή φοβεῖσθε!
Ὅταν ἡ λαίλαπα δυναμώνει, ὅταν ἡ τρικυμία μᾶς πανικοβάλλει καί ἡ θύελλα μᾶς τρομάζει, ὁ Ἰησοῦς ἀφήνει τό ὄρος, κατεβαίνει καί περπατᾶ πάνω στά κύματα καί μᾶς λέει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε!». Ὤ, νά μποροῦσαν αὐτές οἱ λέξεις νά σφραγιστοῦν μέσα μας καί νά μᾶς σημαδέψουν, ὅπως σημαδεύουν οἱ νοικοκυραῖοι τά ζῶα τους μέ καυτό σίδερο! Νά χαρασσόταν μέσα στήν καρδιά μας πώς ἀνήκουμε στόν Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του, καί τίποτε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε. Ποιά φουρτούνα μᾶς βρίσκει; Ποιός σεισμός μᾶς κλυδωνίζει; Εἶναι συκοφαντία; Εἶναι ψέμα; Εἶναι δόλος καί ἀπάτη;
- Ἔχετε θάρρος! Μή φοβᾶστε! Ἐγώ εἶμαι!
Ὅσο γλυκειά καί παρήγορη ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ πατέρα, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συζύγου, κάποιου πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς προστατεύει μέσα στήν ἀπειλή καί τήν φοβέρα, «Ἐγώ εἶμαι!», ἔτσι γλυκειά καί παρήγορη εἶναι ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία του μέσα στή δοκιμασία καί τόν κίνδυνο.
Ἀλλά καί σύ, ψυχή μου, πού ἔχεις νά παλέψεις μέ τόσα κύματα στή ζωή σου, ἔχε θάρρος καί μή φοβᾶσαι! Σέ χτυπᾶ ἡ φτώχια, ἡ δυστυχία, ὁ θάνατος; Σέ ἀγριεύει ἡ ἀποτυχία, ἡ κακία, ὁ κατατρεγμός; Πές δυνατά· «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ». Ὁ Κύριος κατέβηκε καί περπατᾶ μαζί σου πάνω στά κύματα. Καί ὅταν οἱ πειρασμοί σέ κυκλώνουν, ὅταν ἡ ἁμαρτία σέ ζαλίζει καί ὑψώνεται μπροστά σου μ' ὅλη της τήν τρομερή δύναμη, ὅταν μέσα σου ξεσποῦν θύελλα τά πάθη καί τρικυμίζουν τά ἔνστικτα, ἄκου, ψυχή μου, τήν ἐνθαρρυντική φωνή τοῦ Κυρίου σου· «Ἐγώ εἰμι! Μήν τά χάνεις, παιδί μου! Κι ἄν ἀκόμη ὁ σατανᾶς σέ τύλιξε μέ τά πλοκάμια του, κι ἄν ἀκόμη σέ ἔχει ρίξει μέσα στή λάσπη κι ἔχει ἀφαιρέσει ἀπό μέσα σου κάθε σκέψη γιά Θεό, κι ἄν ἀκόμη ἐμένα, πού εἶμαι ὁ Κύριός σου, μέ βλέπεις σάν φάντασμα καί μέ σκιάζεσαι, μήν ἀπελπίζεσαι!».
Ὁ Πέτρος θέλησε κι αὐτός νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα. Ὅσο εἶχε τό βλέμμα του καρφωμένο στόν Ἰησοῦ, ὅσο εἶχε τήν καρδιά του στερεωμένη στήν ἐμπιστοσύνη του σ' αὐτόν, ἦταν κι αὐτός ἕνας μικρός θεός· ἔκανε θαύματα καί περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Μόλις ὅμως τράβηξε τήν προσοχή του ὁ ἄνεμος, μόλις ἀποσπάστηκε ἀπό τήν ἐπαφή του μέ τόν Χριστό καί φοβήθηκε, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Σώθηκε μόνον ὅταν «ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με!».
Κύριε, σῶσε μας!
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, νά γίνει ἕνας μικρός θεός, μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄν μείνει συνδεδεμένος μ' αὐτόν, σέ στενή καί ἀπόλυτη ἐπαφή μαζί του. Πόσες φορές, ἀλήθεια, δέν μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τή δύναμη νά πατοῦμε πάνω σέ φίδια καί σέ σκορπιούς, νά περνοῦμε μπόρες καί καταιγίδες, νά περπατοῦμε πάνω στά κύματα; Πόσες φορές δέν ἄκουσε τή φωνή μας, τό S.O.S. πού ἐκπέμψαμε στίς θύελλες τῆς ζωῆς μας, καί δέν μᾶς ἔσωσε; Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μας εἶναι ἐκείνη πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας καί μᾶς σπρώχνει νά τόν προσκυνήσουμε. Ἄν ὅλα αὐτά τά σκεφθοῦμε, τότε αὐθόρμητη θά βγεῖ ἀπό μέσα μας ἡ προσευχή·
«Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, Δημιουργέ καί Κυβερνήτα τοῦ σύμπαντος, Πλάστη μας καί Λυτρωτά μας, σ' εὐχαριστοῦμε πού πάνω στόν οὐρανό προσεύχεσαι γιά μᾶς. Θερμά σέ παρακαλοῦμε ὅλη ἡ Ἐκκλησία σου, πού δέρνεται μέσα στούς ὠκεανούς τῆς ψεύτικης καί διεστραμμένης ζωῆς, ἔλα, κατέβα ἀπό τό ὄρος, νά περπατήσεις μαζί μας πάνω στή θάλασσα πού διαπλέουμε, νά διατάξεις τούς ἀνέμους νά ἠρεμήσουν, νά μᾶς διασώσεις. Ἔλα, Κύριε, νά σέ δοῦμε ζωντανό νά μᾶς ἐνθαρρύνεις, ν' ἁπλώνεις τό χέρι σου καί νά μᾶς βοηθᾶς, μέσα στήν καρδιά μας, μέσα στήν οἰκογένειά μας, μέσα στήν κοινωνία, μέσα στόν κόσμο. Ἀμήν».
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 109-110
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΑΧΑΙΡΑ
«Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Ἀκριβέστερον μάλιστα ἐζητήθη νά ἀπαντήσομεν εἰς τό ἐρώτημα πῶς συμβιβάζεται τό χωρίο αὐτό πρός τό καθολικό πνεῦμα τῆς Γραφῆς, τό ὁποῖον εἶναι πνεῦμα εἰρήνης καί ἀγάπης. Τό θέμα τῶν φαινομενικῶν ἀντιφάσεων εἶναι σοβαρό ὅσο καί τό θέμα τῶν δυσνοήτων χωρίων. Εἶναι δυνατόν δύο χωρία νά φαίνονται εὐνόητα ἀλλά καί ἀσύμφωνα. Ἤ ἀκόμη συνθετώτερον πολλά χωρία νά φαίνονται ἀσύμφωνα πρός πολλά ἄλλα. Τότε ἄν ὄχι ὅλα τουλάχιστον ὁρισμένα ἔχουν νόημα διαφορετικό ἀπ' ὅ,τι φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως.
Ἡ εἰρήνη εἶναι πράγματι θεία δωρεά. Καί ὡς κατάσταση καί ὡς ἀρετή θεωρεῖται στήν Γραφή ὡς μέγα τι καί θεμελιῶδες γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός ὀνομάζεται «Θεός τῆς εἰρήνης» (Ρω 15,33· Α΄ Κο 14,33· Ἑβρ 13,20). Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός προφητεύθηκε ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα ὡς ἄρχων τοῦ ὁποίου «τῆς εἰρήνης οὐκ ἔστιν ὅριον» (Ἠσ 9,7). Ὅταν γεννήθηκε, οἱ ἄγγελοι ψάλλοντες εὐηγγελίζοντο ὅτι ἦλθε «ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λκ 2,14). Οἱ ἀπόστολοί του εὐηγγελίζοντο τήν εἰρήνη (Ρω 10,15· Ἐφ 2,17). Καί τό εὐαγγέλιό του εἶναι τό μόνο καί τό κατ' ἐξοχήν «εὐαγγέλιον εἰρήνης» (Ἐφ 6,15). Τήν βασιλεία τοῦ ἄρχοντος τῆς εἰρήνης τήν ἀποδέχονται οἱ «υἱοί τῆς εἰρήνης» (Λκ 10,5). Καί μόνο αὐτοί εἶναι ἄξιοι ὀπαδοί του. Τό πρῶτο δῶρο τό ὁποῖο χάρισε εὐθύς μετά τήν ἀνάστασή του στούς μαθητές του καί διά τῶν μαθητῶν του σέ ὅλους τούς πιστούς του εἶναι ἡ εἰρήνη. «Εἰρήνη ὑμῖν», ἦταν ὁ πρῶτος χαιρετισμός τοῦ Ἀναστάντος (Λκ 24,36· Ἰω 20,19). Αὐτός ὁ «Κύριος τῆς εἰρήνης» χαρίζει σ' ἐμᾶς «τήν εἰρήνην διά παντός» (Β΄ Θε 3,16). Οἱ ἁπανταχοῦ ἐκκλησίες εὐδοκιμοῦν ὅταν ἔχουν εἰρήνη (Πρξ 9,31). Ἡ εἰρήνη μετά τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους ἀποτελοῦν τίς τρεῖς ὕψιστες δωρεές τίς ὁποῖες παρέχει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. «Χάριν, ἔλεος καί εἰρήνην» εὔχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς στά προοίμια ὅλων σχεδόν τῶν ἐπιστολῶν του (Α΄ Κο 1,3· Β΄ Κο 1,2· Ἐφ 1,2· Φι 1,2· Κλ 1,2· Α΄ Θε 1,1· Β΄ Θε 1,2· Α΄ Τι 1,2· Β΄ Τι 1,2· Ττ 1,4· Φλμ 3). Τό ἴδιο καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι (Β΄ Πέ 1,2· Β΄ Ἰω 3· Ἰδ 2). Θεός εἰρήνης, λοιπόν, εὐαγγέλιον εἰρήνης, βασιλεία εἰρήνης, υἱοί εἰρήνης, τά πάντα πάντοτε εἰρήνη. Αὐτό εἶναι ὁ Χριστιανισμός.
Καί ὅμως ὁ ἀρχηγός τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Κύριος ἡμῶν εἶπε· «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Τήν ἴδια ἀλήθεια παραδίδει καί ὁ ἱερός Λουκᾶς μέ διαφορετικές λέξεις· «Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; Οὐχί λέγω ὑμῖν ἀλλ' ἤ διαμερισμόν» (Λκ 12,51). Δύο δέ στίχους ἀνωτέρω λέγει πάλι ὁ Κύριος· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν» (αὐτόθι 49). Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης ὁ ὁποῖος δοξολογεῖται ὡς φέρων «καί ἐπί γῆς εἰρήνην» κηρύσσει ὁ ἴδιος ὅτι δέν ἦλθε νά φέρει «εἰρήνην ἐπί τήν γῆν», ἀλλά πῦρ, μάχαιραν, διαμερισμόν, διχασμόν, πόλεμον! Διά νά μή παρερμηνεύσουμε μάλιστα τήν μάχαιραν ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος· «ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 10,35). Τό εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης φέρει διχασμόν. Ἐκεῖνος πού εὔχεται στούς μαθητές «εἰρήνη ὑμῖν» κηρύσσει ὅτι δέν φέρει τήν εἰρήνη στήν γῆ. Πῶς συμβιβάζονται αὐτά; Ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ἡ Γραφή δέν ἀντιφάσκει. Μόνον ἡ κακόβουλη καί ἡ ἐπιπόλαιη μελέτη τῆς Γραφῆς συνάγουν ἐξ αὐτῆς ἀντιφατικά συμπεράσματα. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μία καί τήν αὐτή εἰρήνη. Δύο καταστάσεις ἀντίθετες χαρακτηρίζονται ἡ κάθε μιά ὡς εἰρήνη. Ὁ Χριστός διχάζει τήν ἱστορία, διχάζει καί τήν ἀνθρωπότητα. Διχάζει τήν ἱστορία στήν πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στόν κόσμο, στό φῶς καί στό σκότος. Ὁ Χριστός ἐδίχασε τήν ἀνθρωπότητα σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αὐτή εἶναι ἡ «μάχαιρα». Αὐτός εἶναι ὁ «διχασμός» τόν ὁποῖο ἔφερε ὁ Χριστός καί ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρχε προηγουμένως. Διέσπασε τήν ἑνότητα καί τήν ὁμόνοια τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀπό συμφώνου ἡμάρτανε καί παρέμενε στήν πλάνη.
Γιατί ὅμως αὐτό; Διότι ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε ἀγαθόν. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες εἶναι ὄλεθρος καί καταστροφή. Οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας εἰρήνης. «Οὐ γάρ πανταχοῦ ἡ ὁμόνοια καλόν», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Καί ἐπί τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τήν κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε καί ἐποίησεν εἰρήνην». Καί ἄλλος ἑρμηνευτής λέγει ὅτι «οὐ πᾶσα εἰρήνη ἄψογος καί καλή», ἀλλ' ὑπάρχει καί εἰρήνη βλαβερά, εἰρήνη πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Τέτοια εἰρήνη εἶναι «ὅταν εἰρηνεύουμε καί συμφωνοῦμε ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας», ὅταν ἐν γένει πολλοί μαζί συμφωνήσουμε νά κάνουμε κάτι κακό. Καί ἄλλος παρατηρεῖ· «Ἔστι καί πόλεμος εὐαγής καί εἰρήνη πάσης ἀσπόνδου μάχης ἀργαλεωτέρα (= πονηροτέρα). Λησταί μέν γάρ πρός ἀλλήλους σπένδονται (= ἔχουν εἰρήνη) καί μοιχός πρός τήν μοιχευομένην, ὁ δέ πόρνος πρός τήν πορνευομένην». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν εἰρήνη ὁ Χριστός τήν πολέμησε καί τήν διέσπασε ὅπως θά διασποῦσε μία κακή συνωμοσία.
Καί ἡ μάχαιρα τοῦ διχασμοῦ τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός δέν ἐχώρισε μόνο ἔθνη καί πόλεις καί κοινωνίες καί τάξεις. Ἔσεισε καί αὐτό ἀκόμη τό κύτταρο τῆς κοινωνίας, τήν οἰκογένεια. Ὅπως λέγει στή συνέχεια τῶν λόγων του ὁ Κύριος, ἦλθε νά φέρει διχασμόν ἀκόμη καί μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων καί τέκνων, μεταξύ ἀδελφῶν, μεταξύ νύμφης καί πενθερᾶς (Μθ 10,35· Λκ 12,52-53). Κριτήριο ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου γίνεται ὁ διαχωρισμός εἶναι ἡ πίστη.
Ὁ Χριστός θέλει οἱ ἄνθρωποί του νά ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη. Ἡ εἰρήνη ὅμως τήν ὁποία δίδει αὐτός οὐδέν κοινόν ἔχει μέ τήν ἐπαίσχυντη εἰρήνη τοῦ κόσμου ἡ ὁποία εἶναι αἰσχρή συνεννόηση γιά τήν διάπραξη κάθε κακοῦ. Ἡ εἰρήνη τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἄνωθεν εἰρήνη, εἶναι ἡ εἰρήνη ἐν Χριστῷ (Ἰω 16,33). Τήν διάκριση αὐτή μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης εἰρήνης ἔκαμε σαφῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας στούς μαθητές του· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν· εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνη διακρίνει ἡ ἐπ' ἀγαθῷ ὁμοφροσύνη καί ἑνότης τῶν υἱῶν τῆς εἰρήνης. Κατά τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνην εἰρηνεύοντες εἶναι μόνον ὅσοι ἔχουν τό αὐτό φρόνημα. Τό δέ φρόνημα τοῦτο εἶναι ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἐκήρυξε ὁ Χριστός. Ἄνευ τῆς κοινῆς πίστεως εἰς τήν ἀλήθειαν αὐτήν ἡ εἰρήνη ὄχι μόνον δέν ἔχει ἀξίαν ἀλλ' εἶναι καί ἐπιβλαβής. Εἶναι ἡ εἰρήνη «ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας».
Τό ἰδανικόν εἰς τό ὁποῖον ἀγωνίζονται νά φθάσουν οἱ πιστοί εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ «ἑνότης τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 4,13). Οἱ τείνοντες πρός τό ἰδανικόν τοῦτο πρέπει νά «σπουδάζουν», νά ἀγωνίζονται δηλαδή νά τηροῦν μεταξύ των «τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ 4,3). Ἡ ἐν Χριστῷ λοιπόν εἰρήνη συνυπάρχει μέ τήν κοινήν πίστιν, τήν ἰδεολογικήν ἑνότητα.
Προηγεῖται ἡ ὁμοφροσύνη καί ἀκολουθεῖ ἡ εἰρήνη. Χάριν τῆς ὁμοφροσύνης καί ἡ εἰρήνη θυσιάζεται καί ὁ διχασμός ἐπιβάλλεται, ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν οἰκογένειαν. Ὅταν ἕνας πιστεύει διαφορετικά στόν Χριστό, ἤ δέν πιστεύει καθόλου, δέν δυνάμεθα μετ' αὐτοῦ οὔτε εἰρήνην νά ἔχομε ἀλλά οὔτε καί χαιρετισμόν νά ἀνταλλάσσουμε. Ὅπως ἐκήρυξε αὐτός ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης (Β΄ Ἰω 10). «Τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε», γράφει πρός τούς Κορινθίους ὁ Παῦλος (Β΄ Κο 13,11. Βλ. καί Ρω 12,16· 15,5 καί Φι 2,2· 3,16· 4,2).
Ὅταν, ἀγαπητοί μας, ὁ Χριστός φέρει τόν διχασμό χάριν τῆς ἀληθείας, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νά συνάψουμε εἰρήνη εἰς βάρος τῆς ἀληθείας; Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε συγχρόνως εἰρήνη καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο καί μέ τήν ἀλήθεια καί μέ τήν πλάνη. Εἰρήνη μέ τούς ἀπίστους, τούς ἀσεβεῖς, τούς αἱρετικούς σημαίνει ἔχθρα πρός τόν Θεό. Εἰρήνη μέ τόν Θεό σημαίνει ἔχθρα πρός τούς ποικίλους ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί τούς παραχαράκτες τῆς ἀληθείας, γιά τήν ὁποία Ἐκεῖνος σταυρώθηκε. «Κρείσσων πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης ἀπό Θεοῦ».
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 22-26
ΟΙ ΠΡΑΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (Μθ 5,5)
Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραδίδει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἀρχίζει μέ τούς ἐννέα γνωστούς μακαρισμούς. Στόν τρίτο μακαρισμό ὁ Κύριος μακαρίζει τούς πράους. «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν» (Μθ 5,5).
Τί εἶναι ὁ πρᾶος καί οἱ πρᾶοι ἄνθρωποι ὅλοι γνωρίζουμε. Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ὀργίζεται, δέν θυμώνει, δέν ἐκνευρίζεται, δέν προβαίνει σέ πράξεις κινούμενος ἀπό τήν ὀργή του, αὐτός ὁ ὁποῖος ὑπομένει μέ καρτερία, γενναιοφροσύνη καί ἀκακία τίς ὕβρεις καί τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων, αὐτός εἶναι ὁ πρᾶος. Ἀλλά μέ μία διάκριση. Δέν εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος οὐδέποτε καί σέ καμιά περίπτωση δέν ὀργίζεται, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκ φύσεως καί ἰδιοσυγκρασίας δέν ὀργίζεται γιά τίποτε, δέν ἀνησυχεῖ γιά τίποτε, ἀλλά μένει ἤρεμος, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει τί εἶναι θυμός καί ὀργή. Ἐκεῖνος εἶναι ἀναίσθητος, ψυχρή καί δυσκίνητη καί ἀδιάφορη φύση. Οὔτε εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γιά λόγους ἐξωτερικούς δέν μπορεῖ νά ἐκδηλώσει τήν ὀργή του, ὁ κατ' ἀνάγκην πρᾶος. Πρᾶος εἶναι αὐτός πού ἔχει μέν ζωηρόν χαρακτήρα καί ὀργή καί θυμό, ἀλλά γιά λόγους πίστεως καί ἠθικῆς μπορεῖ νά ἀντιτάσσει στήν κακία τῶν ἄλλων τήν ἀκακία του, εἶναι ἱκανός νά συγκρατεῖ καί νά χαλιναγωγεῖ τήν ὀργή του, ὀργίζεται δέ ὅταν πρέπει.
Διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ὀργή ἐπιβάλλεται, ἡ δέ ἠρεμία καί ἡ ἀπάθεια στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ἄξιες κατακρίσεως. Καί αὐτός ὁ Κύριος, τό πρότυπο τῆς πραότητος, ὀργίστηκε ἐπανειλημμένως, ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι ὡς Θεός, ἅρπαξε φραγγέλιο (Μθ 21,12-13· Μρ 11,15-17· Λκ 19,45-46· Ἰω 2,14-16), ἤλεγξε μέ ὀργή (Μρ 3,5), καυτηρίασε τήν ὑποκρισία (Μθ 23,13-39). Εἶναι δέ γνωστό καί τό χωρίο τῶν ψαλμῶν «ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» (Ψα 4,5), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς συμβουλή πρός τούς χριστιανούς (Ἐφ 4,26).
Ἡ πραότητα στήν Γραφή προβάλλεται ὡς μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀρετές, ὡς ἀρετή πού ἔχει πολλή σχέση μέ τήν ταπεινοφροσύνη, ὡς ἀπαραίτητο γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ, ὡς καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 4,21· Β΄ Κο 10,1· Γα 5,22· 6,1· Ἐφ 4,2· Κλ 3,12· Β΄ Τι 2,25· Ττ 3,2· Ἰα 1,21· 3,13· Α΄ Πέ 3,4· 3,15). Ὁ Κύριος προφητεύθηκε ὡς «βασιλεύς πραΰς» (Ζα 9,9· Μθ 21,5) καί ὁ ἴδιος προβάλλει σ' ἐμᾶς τούς πιστούς του ὡς πρότυπο πραότητος τόν ἑαυτόν του· «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29). Ἡ ὑπομονή, ἡ αὐτοθυσία καί ἡ ταπείνωση, ὅπως φαίνεται ἀπό τούς λόγους αὐτούς τοῦ Κυρίου, εἶναι τό ἔδαφος, ὅπου ἀνθίζει τό ἄνθος τῆς πραότητος. Πῶς μακαρίζει ὁ ἴδιος τούς πράους καί τί ὑπόσχεται ὡς ἔπαθλο σ' αὐτούς, τό βλέπουμε στόν μακαρισμό πού ἑρμηνεύουμε· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν».
Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ «γῆ» πού ὑπόσχεται; Ποιό τό βραβεῖο τῆς πραότητος; Προτάθηκαν πολλές ἀλληγορικές ἑρμηνεῖες καί μία ἱστορική. Οἱ Ἀλεξανδρινοί θεολόγοι τοῦ γ΄ καί δ΄ αἰῶνος καθώς καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἱερώνυμος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐξηγώντας τό χωρίο δέχθηκαν ὅτι ἡ «γῆ» πού ἀναφέρεται ἐδῶ εἶναι νοητή, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἡ ἄνω Ἰερουσαλήμ.
Τρεῖς Λατῖνοι πατέρες, ὁ Ἱλάριος, ὁ Ἀμβρόσιος καί ὁ Λέων, εἶπαν ὅτι «γῆ» στό χωρίο αὐτό εἶναι τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ πιστοῦ μετά τήν κοινή ἀνάσταση καί κατ' ἐπέκτασιν τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου γίνονται μέτοχοι καί τρόπον τινά κατακτοῦν καί κληρονομοῦν διά τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς συμμορφώσεως πρός αὐτό. Κοινωνοῦντες δηλαδή τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα, ἀγωνιζόμενοι καί ἀσκοῦντες κάθε ἀρετή, γίνονται «σύμμορφοι» πρός τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρω 8,29· Φι 3,21).
Σύμφωνα μέ ἄλλη, νεώτερη ἑρμηνεία, «γῆ» εἶναι τό σῶμα καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος, τῶν ὁποίων ὁ πρᾶος εἶναι κύριος καί καλός ἡνίοχος διά τῆς πραότητος. Χαλιναγωγεῖ μέ αὐτήν τά πάθη του καί τήν ὀργή του καί μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς κύριος καί κληρονόμος τοῦ ἑαυτοῦ του.
Μία τέταρτη, ἐπίσης νεώτερη, ἑρμηνεία δέχεται ὅτι «γῆ» εἶναι κάθε ἄνθρωπος, πάνω στόν ὁποῖο ἐπιβάλλεται καί τόν ὁποῖο κατακτᾶ ὁ πρᾶος μέ τήν πραότητά του.
Ἡ πέμπτη καί ἱστορική ἑρμηνεία ἐπικρατεῖ καί ἐπιδοκιμάζεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη στήν Ἐκκλησία καί κατά τήν ἀρχαιότητα καί μεταγενέστερα. Εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τήν ὁποία δέχονται καί ἐπιδοκιμάζουν μετά ἀπό αὐτόν ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός καί τέσσερις ἄλλοι ἀνώνυμοι ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές. Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή τό χωρίο εἶναι ἁπλό. Ἡ «γῆ» δέν εἶναι καμία νοερή γῆ, ἀλλά αὐτή ἡ γῆ πού κατοικοῦμε τώρα. Ὁ μακαρισμός τῶν πράων ἀποδίδει ἐπιγραμματικά τό νόημα τοῦ 36 ψαλμοῦ. Στόν ψαλμό αὐτό, καί ἰδιαίτερα στούς στίχους 3, 9, 11, 20, 22, 28, 29, 34, 37, 38, ὁ Δαβίδ ψάλλει διδάσκοντας ὅτι οἱ μέν φαῦλοι καί ἄδικοι καί ἀσεβεῖς, παρ' ὅλες τίς προσπάθειές τους νά ἐπικρατήσουν καί νά ποδοπατήσουν τούς δικαίους καί νά ἁρπάσουν γιά τούς ἑαυτούς τους, εἰ δυνατόν, ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς, ἀφανίζονται «ὡσεί καπνός» καί «τό σπέρμα αὐτῶν ἐξολοθρευθήσεται», οἱ δέ «πραεῖς», «οἱ ποιοῦντες χρηστότητα», «οἱ ὑπομένοντες τόν Κύριον», δηλαδή τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, «οἱ εἰρηνικοί», «οἱ εὐλογοῦντες τόν Κύριον», αὐτοί «κληρονομήσουσι γῆν». Ὁ Δαβίδ ἐννοεῖ τήν γῆ τήν παροῦσα, τά ἀγαθά αὐτῆς, τήν μακροζωία, καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ἐπικράτηση καί προκοπή τῶν ἀπογόνων τοῦ πράου.
Τό ἴδιο νόημα δίδει καί ὁ Κύριος στόν μακαρισμό αὐτό. Ὑποδεικνύει αἰσθητό ἔπαθλο. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἀποκλείει τά αἰσθητά ἔπαθλα τῶν ἀρετῶν οὔτε τίς αἰσθητές ποινές τῶν κακιῶν. Ὁ Κύριος στήν ἴδια ὁμιλία του θεωρεῖ ὡς ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου αὐτόν πού θά ἀποκαλέσει τόν ἀδελφό του «ρακά». Αὐτό εἶναι μία τιμωρία στήν παροῦσα ζωή. Στήν Κυριακή προσευχή μᾶς διδάσκει νά ζητᾶμε καί ὑλικά ἀγαθά, ὅπως εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος. Ὁ Παῦλος ὡς ἔπαθλο τοῦ παρθενικοῦ βίου, ἐκτός ἀπό τά πνευματικά ἔπαθλα στήν μέλλουσα ζωή, ὑποδεικνύει καί γιά τήν παροῦσα ζωή τήν ἀμεριμνησία (Α΄Κο 7,26. 28. 32). Καί πάλι ὁ Κύριος λέγει γι' αὐτούς πού ἀπαρνοῦνται τόν ἑαυτόν τους ὅτι «οὐδείς ἐστιν ὅς ἀφῆκεν οἰκίαν ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν ἐμοῦ..., ἐάν μή λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ... καί ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωήν αἰώνιον» (Μρ 10,29-30). Ἡ χαρά δηλαδή καί ἡ εὐτυχία τήν ὁποία θά αἰσθανθεῖ αὐτός πού θά ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, πού θεωροῦνται ὅτι φέρνουν χαρά, θά εἶναι μεγάλη καί στήν παροῦσα ζωή.
Ἀλλά μή νομίσει κανείς ὅτι οἱ ὑλικές ἀμοιβές ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου εἶναι σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητος. Σέ καμιά περίπτωση. Στούς περισσότερους ἄλλωστε μακαρισμούς μακαρίζονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται καί ὑποφέρουν στόν παρόντα κόσμο γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Τό βαθύτερο νόημα τοῦ παρόντος μακαρισμοῦ, στόν ὁποῖο δέν ἀποκλείεται ἡ ὑλική ἀμοιβή, εἶναι ἄλλο. Κατ' ἀρχήν ὁ Κύριος θέλει νά πεῖ· Μήν νομίσετε ὅτι οἱ ἅρπαγες, οἱ ἄδικοι, οἱ κυλιόμενοι στίς ἀπολαύσεις τῆς παρούσης ζωῆς, ἀπολαμβάνουν αὐτά πού φαίνονται ὅτι ἀπολαμβάνουν καί στά ὁποῖα ρίπτονται ὡς κόρακες πειναλέοι. Ὄχι. Αὐτοί ἀπολαμβάνουν πολύ λιγώτερο τά ἀγαθά τῆς γῆς καί τήν ἐδῶ χαρά παρά οἱ δίκαιοι πού τά στεροῦνται. Ὁ ἁμαρτωλός δέν ἀποκομίζει χαρά ἀπό τήν ἁμαρτία του, καί ὁ ἄδικος δέν ἀποκομίζει ἱκανοποίηση ἀπό τήν ἀδικία του, καί ὁ ἅρπαγας δέν βρίσκει ἀπόλαυση στήν ἁρπαγή του. Πολύ περισσότερο αἰσθάνεται χαρά καί ἱκανοποίηση καί ἀθώα ὑλική ἀπόλαυση ὁ στερούμενος μέσα στήν στέρησή του, ὁ ἀδικούμενος στήν καταδίωξή του, καί ὁ πρᾶος στήν ὑπομονή του.
Ἄλλο βαθύ νόημα τοῦ μακαρισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ παροῦσα ζωή, ὅταν εἶναι ὅπως τήν θέλει ὁ Κύριος, εἶναι τμῆμα τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἔχει ἐξ ἀρχῆς τόσο τίς πνευματικές ὅσο καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ἐφ' ὅσον ζοῦμε ἐν σώματι. Μόνο πού οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις πρῶτον μέν εἶναι πάντοτε ἁπλές καί ἀθῶες, δεύτερον δέ ὑποχωροῦν ἔναντι τῶν πνευματικῶν, διότι στήν ζωή τήν κατά Χριστόν κυριαρχεῖ τό πνεῦμα. Ὁ πιστός, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι ἀμέτοχος τῶν ἀναγκαίων καί ἀθώων ὑλικῶν ἀπολαύσεων. Τίς ἀπαρνεῖται ὅμως, ὅταν ἡ διατήρησή τους συνεπάγεται ἄρνηση τῆς πίστεως, ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, συμβιβασμό πρός τήν ἁμαρτωλή ζωή τοῦ κόσμου.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 17-21