Super User

Super User

Τρίτη, 02 Φεβρουάριος 2016 03:00

Ἅγιος Βλάσιος ὁ Βουκόλος

vlasios voukolos Τόν συνάντησα στό Συναξάρι τῆς 3ης Φεβρουαρίου, νά βόσκει τά πάμπολλα ζῶα τῆς οἰκογενείας του στά λιβάδια τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας. Κι εὐθύς ἀναλογίστηκα τόν μετέπειτα συγχωριανό του, τόν Μέγα τόν Βασίλειο, πού ᾿ταν κι αὐτός ἐκεῖ ποιμένας... Τρανός καί ξακουστός στή μόρφωση, στή δράση καί στή χάρη.
 Μά δές, πού ὁ ἁπλός καί ἄσημος ὁ Βλάσιος πρόλαβε τόν Βασίλειο σέ τόσα. Καί γίνονταν τά κέρδη τ᾿ ἄφθονα ἀπό τά ζωντανά ἡ βρῶσις τῶν πενήτων. Ἡ ἐλεήμων ψυχή του, λευκή ἀμνάς τοῦ μεγάλου Ποιμένος, ἦταν ἀπ᾿ τή μικρή του ἡλικία ἀναπαυμένη στά χλοερά λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού τότε διώκονταν.
 Πολλή ἐντύπωση μοῦ ἔκανε διαβάζοντάς το: Σάν βγῆκαν οἱ διῶκτες στά βουνά νά ψάξουν νά τόν βροῦν, νά τόν συλλάβουν, ἐκεῖνος -λέει- τούς ὑπεδέχθη μέ χαρά, κατά πῶς ὑποδέχεται κανείς σέ δεῖπνο φίλους καρδιακούς καί εὐεργέτες. Μακάρι, σκέφτηκα, νά ὑποδεχόμουνα κι ἐγώ τίς ὅποιες θλίψεις ἔτσι: εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς ὠφέλη.
 Δέρεται ἀλύπητα ὁ ταπεινός βοσκός, μά ἡ πίστη του θαυματουργεῖ καί τίποτα δέν νιώθει. Εὐθύς γιατρεύονται οἱ πληγές κι ὁ πωρωμένος ἡγεμών μαγεία τ᾿ ὀνομάζει.
 Προστάζει τότε νά ριχθεῖ ὁ Βλάσιος σέ καζάνι μέ βραστό νερό γιά πέντε μέρες. Μά τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγγελοι τοῦ μεταφέραν τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ στήν ψυχή καί στό σῶμα.
 Σάν πέρασαν οἱ πέντε μέρες κι ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νά τόν βγάλουν, ἔκπληκτοι τόν βλέπουν ζωντανό, νά ψάλλει μαζί μέ τούς ἀγγέλους. «Παρευθύς ἐκήρυξαν ἑαυτούς χριστιανούς!», λέει ὁ συναξαριστής. Τί χαρά! Τί δόξα!
 Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἡγεμών, στέλνει ἄλλους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συγκαταλέγονται μέ τούς προηγούμενους σέ ἕνα καινούργιο πλέον στράτευμα: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!
 Καί νά, ὁ ἡγεμών αὐτοπροσώπως σπεύδει. Θέλοντας νά ἀποδείξει στούς στρατιῶτες του πώς λάθος πίστεψαν σέ θαῦμα, ζητᾶ νερό ἀπ᾿ τό καζάνι καί τό χύνει στό πρόσωπό του νά πλυθεῖ, βέβαιος πώς τό νερό εἶχε κρυώσει. Μά τό νερό καυτό, τοῦ τύφλωσε τά μάτια καθώς τυφλή εἶχε καί τήν ψυχή.
 Καί τότε, ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ βγαίνει ἀπό τό καζάνι, γιά νά μποῦν οἱ στρατιῶτες καί νά τούς βαπτίσει! Τό νερό τοῦ μαρτυρίου του γίνεται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἐχθρῶν.
 Ἔπειτα, ἐρχόμενος στούς ἀγρούς, στή μάντρα τῶν ζώων του, παράγγειλε στή μήτερα του καί στούς συγγενεῖς του ὅσα ἔπρεπε γιά τή σωτηρία τους καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
 Ἐτάφη ἀκριβῶς ἐκεῖ. Τό σῶμα του ἀναπαύτηκε στά ἀγαπημένα του βοσκοτόπια κι ἡ ψυχή του σέ τόπο χλοερό, οὐράνιο. Κι ὅπως στιχογραφεῖ ὁ βιογράφος του,
 «Τῶν ζώων οἱ αὐλές εἶχαν πρῶτα τόν Βλάσιο. Τοῦ Κυρίου οἱ αὐλές τόν ἔχουν τώρα».
 Τό δέ ραβδί του, ἡ ἀγκλίτσα του, βλάστησε κι ἔγινε δέντρο εὐσκιόφυλλο πού σκίαζε τόν τάφο του, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι μ᾿ ἕνα τελευταῖο θαῦμα τήν πίστη τοῦ νεαροῦ βοσκόπουλου τῆς Καισάρειας.
 Ἄς ἔχουμε τήν πίστη του καί τήν εὐχή του. Ἀμήν.

Μ. Ἰ. Λαμψίδου

Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 40-41

Παρασκευή, 31 Ιανουάριος 2025 03:00

Στά χέρια τοῦ Συμεών

ypapanti2 Ὁ εὐσεβής Συμεών καί ἡ προφήτιδα Ἄννα ὑπῆρξαν οἱ ἄνθρωποι πού εὐλογήθηκαν ἀπό τόν Θεό νά δοῦν καί νά πιάσουν στά χέρια τους τόν Μεσσία, πού ἦταν ἡ λαχτάρα καί ἡ νοσταλγία ὅλης τους τῆς ζωῆς. Χρόνια μέσα στό ναό ζοῦσαν καί τρέφονταν μέ τόν πόθο τοῦ Λυτρωτῆ, πού θά ἐλευθέρωνε καί θά δόξαζε τόν Ἰσραήλ. Λές κι αὐτός ὁ πόθος τούς κρατοῦσε στή ζωή μέχρι πού ἡ ἐλπίδα τους βραβεύτηκε καί ὁ Συμεών σηκώνοντας ψηλά τό θεῖο βρέφος ἀνέκραξε· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα».
   Τό περιστατικό αὐτό ἔγινε κατά τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεως τοῦ Ἰησοῦ στό ναό, πού ἦταν μία ἀπό τίς καθιερωμένες διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου γιά ὅλα τά πρωτότοκα τῶν Ἰουδαίων. Κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο (Ἔξ κεφ. 13), ὁ Κύριος θέσπισε νά ἀφιερώνουν σ’ αὐτόν οἱ Ἰσραηλῖτες τά πρωτότοκά τους «ἀντί τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων ᾗ ἡμέρᾳ ἐπάταξεν πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους». Μέσα στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀκόμη μία μαρτυρία γιά τό πόσο τέλειος ἄνθρωπος ἦταν, ἀκόμη μία ἀπόδειξη γιά τό πόσο ταπεινός ἔγινε, ἀκόμη μία ἀφορμή εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά ὅσους πίστεψαν στ’ ὄνομά του. Τά βιώματα πού δημιουργεῖ στήν Ἐκκλησία αὐτό τό γεγονός εἶναι ἀποτυπωμένα στούς ὕμνους πού ψάλλονται τήν ἡμέρα αὐτῆς τῆς γιορτῆς.
   * Ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν», ὁ ἀΐδιος καί ἄχρονος, πού ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα, ἐναποτίθεται σάν ἕνα σαρανταήμερο παιδί στά χέρια τοῦ σεβάσμιου λευΐτη. Ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, ἐκεῖνος πού μέ τά θεϊκά του χέρια ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας κρατᾶ στήν παλάμη του τό σύμπαν, κάνει τήν πρώτη δημόσια ἐμφάνισή του στόν κόσμο. Ἀναγαλλιάζοντας ἀπό εὐφροσύνη ὁ γέροντας δέχεται αὐτόν πού κινεῖται πάνω στά Χερουβίμ καί δοξολογεῖται ἀκατάπαυστα ἀπό τά Σεραφίμ. Κόλπος τοῦ Πατρός καί θρόνος τῆς χάριτος γίνεται ἡ ἀγκαλιά τοῦ πρεσβύτη Συμεών, καθώς κλείνει μέσα της Ἐκεῖνον πού μ’ ἕνα του βλέμμα σείει τή γῆ καί μ’ ἕνα ἄγγιγμά του κάνει τά ὄρη νά καπνίζονται. Ὁ χορός τῶν ἀγγέλων γεμάτος κατάπληξη παρακολουθεῖ τό θαῦμα· αὐτόν πού τρέμουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις τώρα τόν ἐναγκαλίζονται τά γηρασμένα χέρια τοῦ Συμεών.
   * Ὁ Νομοδότης, πού χάραξε κάποτε πάνω σέ πλάκες τόν νόμο καί ἔσεισε τό Σινά ὅταν τόν παρέδιδε στόν Μωϋσῆ, ἔρχεται τώρα νά ἐκπληρώσει πειθαρχικά αὐτόν τόν νόμο σάν ἕνας ἁπλός καί ταπεινός ὑπήκοός του. Κι ὁ λευκασμένος λευΐτης, πόσο ἀνώτερος ἀπό τόν Μωϋσῆ ἀναδεικνύεται! Ἐκεῖνος ἀξιώθηκε νά δεῖ πολύ ἀμυδρά τά ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ μέσα στό γνόφο καί τή θύελλα κι αὐτός τώρα κρατᾶ «σωματωθέντα τόν προαιώνιον Λόγον τοῦ Πατρός».
   * Ὅλα αὐτά τά ὑπομένει ὁ Κύριος «ἵνα μου πιστώσῃ τήν σάρκα», γιά νά μοῦ ἐπιβεβαιώσει τήν ἐνανθρώπησή του.
   * Στό πρόσωπο τοῦ γέροντα Συμεών ὁ ὑμνωδός βλέπει τόν γηρασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμο, πού ὑποδέχεται τόν Θεό μέ μορφή νηπίου.
    Ἄν καί «προβεβηκώς τῇ ἡλικίᾳ» καί ὑπέρακμος ἀπό τό γῆρας ὁ Συμεών, διατηροῦσε τό νεανικό φρόνημα τῆς πίστεως θέλοντας νά δεῖ τόν Παντέλειο Θεό, πού μέ τόν ἐρχομό του στή γῆ, ἀνακαίνισε τόν κόσμο τόν γηρασμένο ἀπό τίς ἐπιθέσεις καί τούς πολέμους τοῦ παλαιοῦ ἐχθροῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τή θεία συγκατάβαση ἔκθαμβος ὁ ὑμνωδός ἀνακράζει· «πάρτε κουράγιο χέρια τοῦ Συμεών, κουρασμένα ἀπό τά γηρατειά, καί πόδια τοῦ πρεσβύτη ἀποσταμένα, τρέξτε γιά νά ὑπαντήσετε τόν Χριστό. Κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἑνωμένη σέ χορωδία μαζί μέ τά ἀσώματα πλάσματα ἄς ψάλλουμε στόν Κύριο, πού ἀπέραντα δοξάσθηκε». Τά λόγια του, «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ», δίδουν ἀφορμή στόν ὑμνωδό νά μᾶς μιλήσει γιά τήν κάθοδο τοῦ Συμεών στόν Ἅδη, πού ἔφθασε σάν δροσιά στούς νεκρούς, σάν εὐχάριστη εἴδηση, εὐαγγέλιο στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα. «Μοῦ ἔδωσες, ἀναφώνησε ὁ Συμεών, τήν ἀγαλλίαση τοῦ σωτηρίου σου, Χριστέ. Παράλαβε τόν λάτρη σου, πού κουράσθηκε στή σκιά, νέο κήρυκα καί μύστη τῆς χάριτος, πού σέ ὑμνεῖ καί σέ δοξάζει».
   * Φωτισμένοι ἀπό τήν προφητεία ἡ εὐτυχής Ἄννα καί ὁ θεόπνευστος Συμεών καί ἐνῶ εἶχαν ἀποδειχθεῖ ἄμεμπτοι κατά τόν νόμο, εἶδαν καί προσκύνησαν τόν δοτῆρα τοῦ νόμου, πού ἔγινε βρέφος σάν καί μᾶς. Αὐτῶν τήν μνήμη χαρούμενοι γιορτάζουμε σήμερα δοξάζοντας ὅπως πρέπει τόν φιλάνθρωπο Ἰησοῦ.

«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 24-25
    

Τετάρτη, 21 Μάιος 2014 03:00

Οἱ ἀντιλέγοντες

 Μέ μύρια περιστατικά καί παραδείγματα ἡ ἱστορία ἐπιβεβαίωσε κι ἐξακολουθεῖ νά ἐπιβεβαιώνει ὥς τίς μέρες μας τήν προφητεία τοῦ γέροντα Συμεών, πού κρατώντας στήν ἀγκαλιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «βρέφος τεσσαρακονθήμερον» τόν ὀνομάζει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).
 Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἄνοιξε τά μάτια του σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἵλκυσε τή λατρευτική ἀγάπη ἀλλά καί τήν ἀσίγαστη ἐχθρότητα, ἀκόμη καί τό μίσος τῶν ἀνθρώπων, πού μάλιστα φάνηκε νά θριαμβεύει, ἀφοῦ τόν ὕψωσε στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ. Πρίν ὅμως σηκώσει στούς ἀχράντους ὤμους του ἐκεῖνον τό σταυρό, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπέμεινε καί δύο ἄλλους: τό σταυρό τῆς ἀντιλογίας καί ἀντίρρησης καί τό σταυρό τῆς καταφρόνιας καί ἀποδοκιμασίας. Τόν καταφρόνησαν καί τόν ἀποδοκίμασαν οἱ συντοπίτες του Ναζαρηνοί, πού μέ δυσπιστία ἀναρωτιοῦνταν: «Δέν εἶναι αὐτός ὁ γιός τῆς Μαρίας καί τοῦ Ἰωσήφ; Ποῦ τή βρῆκε τόση σοφία;» (βλ. Μθ 13,54-55). Ἀλλά τόν ἀποδοκίμασαν σκληρά καί οἱ φαρισαῖοι, οἱ πρωτοκλασάτοι τῆς πνευματικῆς κοινωνίας καί οἱ σαδδουκαῖοι, οἱ κορυφαῖοι τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου. Ὅλοι αὐτοί εἶναι, θά λέγαμε, οἱ πρόδρομοι τῶν ἀντιθέων καί ἀντιχρίστων ἀνά τούς αἰῶνες· τῶν ποικιλώνυμων πού ἐπίμονα καί μανιακά ἐπιστράτευσαν κάθε δύναμη καί χρησιμοποίησαν κάθε μέσον γιά νά πολεμήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό.
 Ἀλλά καί οἱ ἐγγύς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν κατενόησαν καί δέν ἐνστερνίσθηκαν ὅλοι τους τή διδασκαλία του οὔτε δέχθηκαν ἀνεπιφύλακτα τό σχέδιό του. Ἡ ἀντιλογία εἰσχώρησε καί σ᾿ αὐτή τή συντροφιά τῶν δώδεκα. Πρίν ἀκόμη ἐκδηλωθεῖ ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἐκδήλωσε τή συνειδητή ἀντίστασή του στό σχέδιο τοῦ Διδασκάλου καί γι᾿ αὐτό χαρακτηρίσθηκε «σατανᾶς», πού θά πεῖ ἀντιρρησίας, πνεῦμα ἀντιλογίας.
  Ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τώρα δέν ἔπαυσαν νά ἐμφανίζονται στή σκηνή τῆς ἱστορίας οἱ ψυχές πού σαγηνευμένες ἀπό τή μορφή τοῦ γλυκυτάτου Ναζωραίου τά θυσίασαν ὅλα γιά τήν ἀγάπη του καί ἀδιαμαρτύρητα τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στό θάνατο. Ἀλλά δέν ἔπαυσαν νά παρουσιάζονται ἐπίσης τόσο οἱ καταφρονητές, πού ἀναφανδόν ἀποδοκιμάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὅσο καί οἱ ἀντιρρησίες, πού ἀντιλέγουν καί ἀντιστέκονται στό θέλημά του. Ὑπάρχουν οἱ χριστιανοί καί οἱ ἀντίχριστοι, οἱ τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἀντιλέγοντες.
 Τό ἄρθρο αὐτό θέλει νά ἑστιάσει σέ μία εἰδική μερίδα ἀντιλεγόντων. Βρίσκονται πλησιέστερα στόν Χριστό καί εἶναι οἱ πιό ἐπικίνδυνοι. Αὐτοί δέν ἀπέρριψαν, ἀλλά δέχθηκαν τόν Χριστό καί ὡς χριστιανούς τούς ξέρει ὁ κόσμος. Δέν τούς ἀποδεικνύει ὅμως τέτοιους ἡ ζωή τους. Δέν ἔχουν τά διαπιστευτήρια τοῦ πιστοῦ στήν καθημερινή τους πράξη. Καί τοῦτο ὄχι ἀπό συγγνωστή ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό προσωπική τους ἐπιλογή καί φιλοσοφία. Γιά παράδειγμα, κριτήριο τῆς ἀγάπης στό πρόσωπό του ὅρισε ὁ Κύριος τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπαναλαμβάνοντας τό ἀποστολικό κήρυγμα, προτρέπουν· «Εἰ ἀνεδέξω (ἄν δέχθηκες) τό εἶναι χριστιανός, ἐπείχθητι (σπεῦσε) γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν» (Μ. Βασίλειος). Οἱ ἀντιλέγοντες «χριστιανοί» ὅμως, πού ἔχουν τόν χριστιανισμό ὡς ὄνομα καί ὄχι ὡς τρόπο ζωῆς, δέν θέλουν νά μοιάσουν στόν Χριστό. Ὁδηγό τους δέν δέχονται τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τή δική τους λογική. Σέ κάθε λόγο τοῦ Εὐαγγελίου προβάλλουν τόν δικό τους ἀντίλογο. Ὅλα τά κρίνουν, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν καί τά ὑπονομεύουν. Σοφίζονται μύριους τρόπους νά ἀποφύγουν τίς θεϊκές ἐντολές. Σαρκάζουν μάλιστα ὡς «εὐσεβισμό» τήν τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν.
 Φυσικά, αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ «χριστιανοί» στεροῦνται τήν εὐλογία τῆς θείας χάριτος. Δέν νιώθουν τήν πληρότητα τῆς ἀναστροφῆς μέ τόν Θεό. Ἀλλά καί στό περιβάλλον τους γίνονται ἀνασταλτικοί καί συχνά ἀποτρεπτικοί καί ἀνατρεπτικοί. Τό ὀλέθριο ἔργο αὐτῶν τῶν ἀντιλεγόντων «χριστιανῶν» τό ἐπισημαίνει ἡ χρυσόφθογγη γλώσσα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, πού μέ πόνο ἀποκαλύπτει: «Ἐμεῖς εἴμαστε αἰτία, ἐμεῖς, πού μένουν στήν πλάνη τόσοι ἄνθρωποι. Ὅταν σέ βλέπουν ἐσένα, τόν λεγόμενο χριστιανό, νά ἐκδηλώνεις πλεονεξία, νά ἁρπάζεις, νά ἀντιμετωπίζεις τούς ἄλλους ἀνθρώπους σάν θηρία, ἐσύ πού ἔχεις τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς καί τούς ἐχθρούς, (μέ τό δίκιο τους) λένε ὅτι εἶναι ἀνυπόστατα λόγια τό Εὐαγγέλιο».
 Γιορτάζοντας καί φέτος τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου (2/2), ἄς σκεφθοῦμε μήπως ἡ ἀντιλογία, γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Συμεών, δέν βρίσκεται μακριά μας. Μήπως κάποιες φορές βρίσκει τόπο καί στή δική μας ψυχή. Λέω, μήπως...

Στέργιος Ν. Σάκκος
   

 Ἀπολάμβανα μυστικά τά ὑπέροχα βυζαντινά μελωδήματα στήν ὀρθρινή ἀκολουθία τῆς 3ης τοῦ Γενάρη. Ἐκεῖ, κάπου ἀνάμεσα στούς ὕμνους, πού συνεπαίρνουν τήν ψυχή, μνημόνευσε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τά ὀνόματα ἐκείνων πού τώρα ὑμνοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀγγέλους του στή συντροφιά τοῦ παραδείσου: «Τῇ τρίτῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῶν ἁγίων...». Μέσα στά τόσα ἀτίμητα ὀνόματα ὁσίων, προφητῶν, μαρτύρων σκάλωσε ἡ προσοχή μου στήν περίεργη φράση πού ἔκλεινε τό συναξάρι τῆς μέρας: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἅγιοι μάρτυρες, Μήτηρ καί δύο τέκνα, πυρί τελειοῦνται».

 Στάλαξαν μιά-μιά στήν ψυχή μου οἱ λέξεις,τόσο ἱερές μέσα στ᾿ ἁπλό τους νόημα. Ἄγνωστη ἡ καταγωγή, ἡ ἡλικία, ἡ κοινωνική θέση τῆς μάρτυρος· ἄγνωστο κάθε ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς της πέρα ἀπ᾿ τό «πυρί τελειοῦνται». Ἀτίμητο δικό της ὄνομα μονάχα ἡ λέξη πού τή λέν κομματιαστά στά πρῶτα τους ψελλίσματα τ᾿ ἀθῶα νήπια καί πού τήν κράζουνε σάν τά παιδιά οἱ μεγάλοι μές στόν πόνο τους· ἡ λέξη πού τήν τραγουδοῦν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων, αἶνο μαζί καί προσευχή, στή Δέσποινα τοῦ κόσμου: Μητέρα. Ἔτσι τήν ξέρει ἡ Ἐκκλησία τήν ἄγνωστη μάρτυρα μές στούς ἁγίους της· ἔτσι ζητᾶ καί τίς ἀσίγαστες πρεσβεῖες της στόν Οὐρανό...

 ...Τή βλέπω ἐκεῖ ν᾿ ἀποθέτει ἀντίδωρο στά χέρια τοῦ Θεοῦ ὅ,τι πιό ἀκριβό τῆς εἶχε Αὐτός δωρήσει: τά παιδιά της· αὐτά πού ὕφαναν τά σπλάχνα της, πού λίκνισαν τά χέρια της καί βάσταξαν, βάρος γλυκό, τά γόνατά της· αὐτά πού τῆς ματῶσαν τή θηλή καί τήν καρδιά της.

 Τά φέρνει καμένα στή φωτιά τοῦ μαρτυρίου τους μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ «θυσίαν ὁλοκαυτώματος», λιβάνι ἀτίμητο πού καίει ἀπό τό θυμιατήρι τῆς ψυχῆς της ὡς «ὀσμή εὐωδίας». Τοῦ τά προσφέρει ταπεινά, γιά νά τά στέψει ἁγίους, νά χαίρονται αἰώνια τήν παιδική μακαριότητα μέσα στήν ἀγκαλιά της στήν ἄρρητη εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου.

 Ἐκεῖ ἀνταμώνει ἡ Μητέρα μάρτυς κι ὅλες τίς ἀδελφές της, ἐπώνυμες κι ἀνώνυμες, πού ἔφθασαν στόν Θεό φέρνοντας δῶρο τόν ἀκριβό βλαστό τους: τή Μόνικα, πού τά πληγωμένα γόνατά της Τοῦ ἔφεραν πίσω γονατιστό τόν Αὐγουστίνο της, γιά νά τόν κάνει πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας· τήν Ἀνθούσα, πού ἡ ὑπομονή μές στή χηρεία της Τοῦ ἀνέθρεψε τόν Ἰωάννη της, γιά νά τόν κάνει χρυσορρήμονα Ἱεράρχη· τήν Εὐνίκη, πού ἡ ἀνυπόκριτη πίστη της Τοῦ παρέδωσε τόν Τιμόθεο, γιά νά τόν ἀναδείξει ἀπόστολο· τήν Ἰουλίττα, πού ἡ ἀγάπη της Τοῦ χάρισε τόν τρίχρονό της Κήρυκο, γιά νά τόν στεφανώσει παιδομάρτυρα· τίς τόσες ἄλλες πού δέν λατρέψαν τά παιδιά τους ματαιόδοξα σάν ἄλλα εἴδωλα, μά τά προσφέρανε λατρεία ἀγάπης στόν Θεό νά τά δοξάσει αἰώνια. Καί συνευφραίνονται τώρα ὅλες μαζί αἰώνια στήν ἀτέρμονη γιορτή τοῦ παραδείσου πλάι στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ὁδήγησε τό θεῖο της Παιδί κι αὐτή σάν κάθε ἁπλή μητέρα στό ναό μέσα στήν ἀγκαλιά της, τάμα στόν Οὐράνιο Πατέρα καί τήν εὐλόγησε ὁ πρεσβύτης Συμεών...

 Μήνυμα ζωντανό ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν ἡ Μόνικα, ἡ Ἀνθούσα, ἡ μάρτυς τῆς 3ης τοῦ Γενάρη σ᾿ ὅλες τίς μάνες τῶν καιρῶν μας: ν᾿ ἀκουμπήσουν τά παιδιά πού κλείνουν οἱ μητρικές τους ἀγκαλιές στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Σήμερα δέν τ᾿ ἀπειλεῖ τά παιδιά μήτε τό ξίφος τῶν διωγμῶν μήτε ἡ φωτιά τοῦ μαρτυρίου. Τά ζώνει τό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ, πού ὁρμᾶ ἀπειλητικά νά μαραζώσει τήν ψυχή τους. Τά δέρνει ἡ καταιγίδα τοῦ κακοῦ μέ τά χίλια ὀνόματα: οἰνόπνευμα, ναρκωτικά, ΑΙDS, διαφθορά... Κι ἀνοίγει σήμερα ὁ Θεός καταφυγή γιά τά παιδιά τήν ἀγκαλιά του, ὅπως καί τότε πού τά εὐλόγησε. Καλεῖ τίς μητέρες τους μέ τά ἴδια ἐκεῖνα λόγια: «Ἄφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με»· «Ἀφῆστε, μητέρες, τά παιδιά σας στή στοργική καί παντοδύναμη ἀγκαλιά μου, πού λέγεται “Ἐκκλησία”, στήν ἁγιοπλάστρα Κιβωτό πού θά φυλάξει ἀπ᾿ τόν κατακλυσμό τόσου κακοῦ τό μητρικό σας ὄνειρο, νά ᾿ναι ἡ ζωή τῶν νιόβγαλτων ἀνθῶν σας τραγούδι παιδικῆς χαρᾶς, σήμερα, αὔριο, αἰώνια...».

Ζηναίδα

Τετάρτη, 21 Μάιος 2014 03:00

Μητέρες του κόσμου

Κάθισα βιαστικά στή μόνη θέση τοῦ λεωφορείου πού ἀπόμενε ἀδειανή, κρατώντας προστατευτικά τ᾿ ὁλόφρεσκο μπουκέτο τριαντάφυλλα· θά τ᾿ ἄφηνα στά χέρια αὐτῆς πού ἀπό μικρό παιδί μ᾿ ἀκούμπησε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μές στ᾿ ἀνοιγμένα ροδοπέταλα μετροῦσε ἡ μνήμη τίς στιγμές πού ἔσκυψε ἡ εὐλογημένη κατηχήτρια πάνω ἀπ᾿ τή διψασμένη μου ψυχή, γιά νά ζωντανέψει μαραμένα τριαντάφυλλα. Πάνω στή χρυσαφένια δέση τοῦ μπουκέτου μου ἔμενε ἀκόμα ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς κι ὅλες οἱ λέξεις φάνταξαν λειψές...
 «Ὑπάρχει καί ἡ γλώσσα τῆς καρδιᾶς», σκέφτηκα μ᾿ ἀνακούφιση· κι ἔσκυψα νά συγκεντρωθῶ στούς στίχους ἀπ᾿ τήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, πού ἔμενε ἀνώφελα ἀνοιχτή πάνω στά γόνατα. Αὔριο παρουσίαζα τήν ἐργασία μου, πρωτοετής φοιτήτρια τῆς φιλοσοφικῆς... «φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος» (Εὐριπίδη, Φοίνισσαι, στ. 356)
  Ἔρριξα μιά ματιά στίς σημειώσεις τῆς μετάφρασης: «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας» (μτφ. Ν. Ποριώτη)... Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά της, ἀφανισμένη ἀπ᾿ τήν ἀκούσια ἁμαρτία της, παγιδευμένη μές στά δίχτυα τῶν θεῶν, πού ὁ μεγάλος τραγικός πάσχιζε ἀπελπισμένα νά τρυπήσει, κατά πώς τό ᾿πε ὁ Σεφέρης μας. Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη, μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο...
 Τούς συνειρμούς μου ἔκοψε ἀπότομα μία χαρούμενη καί θριαμβευτική φωνή παιδιοῦ:
 - Πρῶτος! ἀλάφιαζε λαχανιασμένα ὁ μπόμπιρας, καί πίσω του ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα προσωπάκια ξαναμμένα καί ἀνάστατα.
  - Δέν ἤσουν πρῶτος! Μ᾿ ἔσπρωξες! Μοῦ πῆρες τή σειρά! φώναξε μέ θυμό ἕνα ἀγοράκι κοκκινόμαλλο πού ἄσθμαινε πίσω ἀπό τό λιλιπούτειο νικητή.
  - Ἄχ, Κωνσταντίνε, Ἄγγελε! ἀκούστηκε ξοπίσω τους γλυκειά μαζί καί αὐστηρή ἡ μητρική φωνή. Πάλι τά ἴδια! Πῶς θά στεναχωριοῦνται τώρα τ᾿ ἀγγελούδια σας!
 - Μαμά, διψάω, κλαψούρισε γκρινιάρικα ἕνα μικρό γαλανομάτικο, κρυμμένο στό φουστάνι της.
 - Κι ἐγώ, μαμά! Νερό! πετάχτηκε μιά ἀκόμη πιό λεπτή φωνούλα κοριτσιοῦ. Ξεφύτρωναν σάν μανιτάρια δίπλα της, ἔτσι κοντά καί τοσοδούλικα μέσα στόν κόσμο πού τά κύκλωνε.
 Βόλεψε τίς μικρές στά γόνατα εὐχαριστώντας γιά τίς θέσεις πού τῆς δώσαμε.
 - Μά... πόσα ἔχετε; ρώτησε ἔκπληκτα ὁ συνεπιβάτης μου, βλέποντας παιδικά κορμάκια νά στρυμώχνονται στό πλάι της.
 - Ἕξι, ἀπάντησε, καί βάθυναν περίεργα τά δυό μεγάλα σκοῦρα μάτια της. Πάνω στό στῆθος της εἶχαν ἀποκαρώσει τά μικρά· καί κεῖ ὅπου χτύπαγε ἡ καρδιά σμίγαν ἀπ᾿ τά γερμένα κεφαλάκια τους μπουκλίτσες μαῦρες καί ξανθές, τόσο πού δύσκολα θά τό ᾿λεγες πώς ἦταν ἀδελφές, ἄν καί τά δυό δέν τή φωνάζανε «μαμά». Ἔμεινα νά κοιτῶ τοῦτο τ᾿ ἀγαπημένο σύμπλεγμα: τή μάνα τή σκυμμένη στοργικά πάνω ἀπ᾿ τίς δύο παρθενικές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, πού ζύμωσαν οἱ ὠδίνες τοῦ κορμιοῦ της... «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας»· σάλευαν μέσα μου οἱ λέξεις τοῦ Εὐριπίδη.
 Ξάφνου:
 - Φτάσαμε! ξεφώνισε ὁ Ἄγγελος κολλώντας τό μουτράκι του στό τζάμι τοῦ παράθυρου. Νά, περιμένει τ᾿ αὐτοκίνητο!
 Γύρισα αὐθόρμητα γιά νά κοιτάξω τόν πατέρα τους. Ἀπέναντι στήν ἄκρη τῆς στροφῆς εἶδα ἕνα μικρό λεωφορειάκι, ἄσπρο καί μικρό· πάνω στή μισανοιγμένη πόρτα του τρία παιδιά ζωγραφιστά κάτω ἀπό μιά κυρτή χρωματιστή γραμμή· δίπλα ἡ γνώριμη λεζάντα τῆς εἰκόνας: Ἑλληνικό Παιδικό Χωριό... Ὥστε...
 - Ἄχ, τά πουλάκια μου· ἀπό τό Παιδικό Χωριό, ἔκανε συμπονετικά μία μεσόκοπη κυρία... -
  Δέν ἤτανε δικά της τά παιδιά;
 - Ὄχι! Αὐτά εἶναι ὀρφανά, ἐγκαταλελειμμένα...
 - Τί λές! Κι αὐτή;
 - Αὐτή ἁπλά τά μεγαλώνει.
 - Καί τή φωνάζανε «μαμά»! Μιά σκεφτική σιγή ἁπλώθηκε στίς λέξεις μας. Ἔσκυψα πάλι στίς σελίδες μου: «Φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος». Ἡ Ἰοκάστη -μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο· ἀπό τόν πόνο τόν ἀσώπαστο, πού ἔγινε θρύλος γιά ν᾿ ἀντέξουμε τό βάρος του- μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά, πού πλήρωναν τ᾿ ἀκούσιο λάθος της...
 Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες μιά μητρική μορφή μέ τήν καρδιά λυτή πάνω ἀπ᾿ τῆς Ἰοκάστης τά παιδιά· τό στῆθος της μιά ἀγκαλιά, γιά νά θηλάσουν τή ζωή, ὅπως ἐκείνου τοῦ πουλιοῦ πού τρέφει τά μικρά του μέ τό αἷμα του...
 Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες ἄλικα τριαντάφυλλα κι ἕνα συγκινημένο δάκρυο, στά μάτια ἐκείνης πού τά δέχτηκε, ζεστό καί τρυφερό, ὅπως τό δάκρυο τῆς προσευχῆς της πού τά πότισε μέσα σέ μιά ἀτιθάσευτη νεανική ψυχή.
 Κι εἶδα νά ἀνταμώνουνε μές στή δεκαοκτάχρονη ψυχή μου οἱ δύο μορφές, ἡ ἄγνωστη «μητέρα» ἀπό τό Παιδικό χωριό κι ἡ ἀγαπημένη κατηχήτρια, νά σμίγουν μυστικά τά χέρια τους κάτω ἀπ᾿ τό βλέμμα τοῦ Σταυροῦ καί νά σκορπίζονται, γιά νά ἀγκαλιάσουνε τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά μιᾶς Ἰοκάστης· νά τ᾿ ἀναστήσουν μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἔγνοια τους... μάνες αὐτές τοῦ ὀρφανεμένου κόσμου μας.
 Ἔμενε ἀκόμη ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς, μά τώρα οἱ λέξεις σκίρταγαν στούς κτύπους τῆς καρδιᾶς:
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού βάλατε τόν ἄγγελο νά σκέπει τά ὀρφανά μας βήματα καί νά ζεσταίνει στίς φτεροῦγες του τίς πληγωμένες μας καρδιές, ἔτσι πού νά μή νιώθεται τό βάθος τῆς πληγῆς!
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού μᾶς κυοφορήσατε μέ τίς ὠδίνες τῆς καρδιᾶς, γιά νά μορφώσετε μέ μόχθο μές στά σπλάχνα μας τή λατρευτή μορφή Ἐκείνου πού μᾶς λύτρωσε!
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού ἀνοίξατε τά χέρια σας, δυό χοῦφτες τῆς στοργῆς, γιά νά κουρνιάσουνε πουλάκια ὀρφανά, νά βροῦν μιά ἄνοιξη στίς χειμωνιές τοῦ κόσμου μας, μία γωνιά μέ τριαντάφυλλα στίς γειτονιές τοῦ αὔριο...
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 σάν θά ἀνοίξουμε φτερά μέσ᾿ ἀπ᾿ τά χέρια σας, γιά νά μαζέψουμε χάδια ἀπό φῶς στά χρυσοφόρα πλάτια τοῦ οὐρανοῦ, θά ᾿ρθοῦμε φέρνοντας μιά ἀγκαλίδα τριαντάφυλλα ἀπό τήν ἄνοιξη πού ἐσεῖς μᾶς δώσατε·θά τ᾿ ἀποθέσουμε στά χέρια σας μετρώντας τό συγκινημένο δάκρυ σας, ξεχύνοντας τά μύρα μας ἀπάνω στ᾿ ἀνοιχτά τους ροδοπέταλα, πού θά ψελλίσουνε βουβά στή γλώσσα τῆς καρδιᾶς:
 «Μητέρες τοῦ κόσμου,
 εὐχαριστοῦμε!».

Ζηναΐδα

Τετάρτη, 29 Ιανουάριος 2025 02:00

Μάνες καί μάνες

1 may flowerbinding lamp Σήμερα, τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ξετυλίχτηκε τό μεσημέρι στό σπίτι μία ὄμορφη τρυφερή σκηνή, πού ζέστανε τά φυλλοκάρδια μου.

 Χτυπᾶ τό κουδούνι. Ἀνοίγω τήν πόρτα καί βλέπω τά πέντε μου παιδιά νά κρατοῦν στό ἕνα τους χέρι τή σχολική τους τσάντα καί στό ἄλλο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ἦταν σάν μιά ζωγραφιά. Δέν πρόλαβα νά συνέλθω ἀπό τήν ἔκπληξη καί τ᾿ ἀκούω ὅλα μαζί συντονισμένα νά μοῦ εὔχονται: «Σήμερα στή γιορτή σου, μαμά, θέλουμε νά σοῦ ποῦμε χρόνια πολλά καί σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι κάνεις γιά μᾶς».
 Τούτη ἡ χαριτωμένη χειρονομία τῶν παιδιῶν διαπότισε τήν ὑπόλοιπη μέρα μου. Ἑστίασα τή σκέψη μου σ᾿ ὅλες τίς χριστιανές μητέρες, πού τέτοια μέρα ἔχουν τήν τιμητική τους. Στήν καθεμιά ἔστειλα καρδιόβγαλτη τήν εὐχή μου:
 «Χριστιανή μάνα, μήν ἀποκάμεις. Κράτα καλά τό μετερίζι σου.
Χριστιανή μάνα, πού μαζί μέ τήν κούνια τοῦ παιδιοῦ σου κινεῖς τά νήματα τοῦ αὔριο, συνέχιζε ν᾿ ἀνατρέφεις τά παιδιά σου "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου".
 Χριστιανή μάνα, τώρα πού τό κακό ἔρχεται κατακλυσμιαῖο νά καταπιεῖ τά βλαστάρια σου, κλίνε πιό συχνά τά γόνατα καί δεήσου θερμά στόν Κύριο γιά τήν πνευματική προκοπή τους.
 Χριστιανή μάνα, ἡ Ἐκκλησία περιμένει πολλά ἀπό σένα».
 Κι ἡ σκέψη μου ἁπλώθηκε κι ἀγκάλιασε μαζί μέ τίς χριστιανές μάνες κι ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκλεκτές μορφές, πού διάλεξαν τήν ὑψηλή ἀποστολή νά διακονήσουν ἀπερίσπαστα στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
 Λαχεῖο στή ζωή μας πού σᾶς ἀνταμώσαμε, πνευματικές μας μάνες.
 Δέν μᾶς θηλάσατε μέ γάλα φυσικό, ἀλλά μᾶς γαλουχήσατε μέ τά νάματα τῆς πίστεως.
 Δέν μᾶς ταΐσατε ψωμί, ἀλλά μᾶς θρέψατε πλούσια μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
 Δέν μᾶς προσφέρατε νερό, ἀλλά μᾶς ξεδιψάσατε μέ τό νέκταρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.
 Δέν μᾶς συνδέσατε μέ τόν ἑαυτό σας ἀλλά μέ τή μάνα Ἐκκλησία καί μέσῳ αὐτῆς μᾶς μάθατε ν᾿ ἀφηνόμαστε μ᾿ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
 Δέν μᾶς κληροδοτήσατε περιουσίες ὑλικές, ἀλλά μᾶς ἀφήσατε ἱερή παρακαταθήκη νά κάνουμε τά σπίτια μας «κατ᾿ οἶκον» ἐκκλησίες καί νά στοχεύουμε στήν οὐράνια πατρίδα.
 Δέν μᾶς ντύσατε μέ ροῦχα ὑλικά, ἀλλά μᾶς μεταγγίσατε τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σας νά κοσμήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ στολίδια πνευματικά, μέ ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, ἀγάπη, ἀνεξικακία. Καί μ᾿ αὐτό τό ἰσχυρό ὁπλοστάσιο μπήκαμε στό στίβο τῆς οἰκογένειας.
  Καθώς βλέπω τήν εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς, τήν Παναγία Μητέρα μας νά προσάγει στό ναό τό σαραντάμερο βρέφος της, τόν Ἰησοῦ, θέλω κι ἐγώ ν᾿ ἀποθέσω σήμερα λουλούδια εὐγνωμοσύνης σ᾿ ὅλες ἐκεῖνες πού χρόνια τώρα, μυστικά καί ἀθόρυβα, ἀναλώνουν τόν ἑαυτό τους σέ κατηχητικές αἴθουσες, σέ χριστιανικά φοιτητικά οἰκοτροφεῖα, σέ χριστιανικές κατασκηνώσεις, σέ κύκλους μελέτης ἁγίας Γραφῆς, σέ προσπάθειες φιλανθρωπίας καί σέ ποικίλους ἄλλους ἀφανεῖς τομεῖς· πού στέκονται δίπλα σ᾿ ἐμᾶς καί στά παιδιά μας καί μᾶς προσάγουν στόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας· πού πυροδοτοῦν πνευματικά τίς καρδιές μας, γιά νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀσωτείας καί νά κρατήσουμε, σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, τή λαμπάδα τῆς πίστεως ἀναμμένη· πού μέ τόν κόπο τῆς ἀγάπης τους νοστιμίζουν τή ζωή μας κι ἀνακόπτουν τή σήψη τῆς κοινωνίας μας.
  «Αἰωνία ἡ μνήμη» καί ἐκείνων, πού παρέδωσαν τή σκυτάλη τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς στίς ἑπόμενες καί ἀναπαύονται μακαριστές στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι ἡ ταπεινή αὐτή μνεία ἕνα ἁγιοκέρι στή μνήμη τους.

 

Μαρία Γούδα

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 33-34 

agramatimana «Γειά σου, γιαγιά!», εἶπε καί τεντώθηκε τό παιδικό προσωπάκι νά ἀκουμπήσει τό φιλί τῆς ἀγάπης στό γηρασμένο πρόσωπο. Ἀνταποκρίθηκε τό λευκό της κεφάλι κι ἔσκυψε νά ἀσπαστεῖ σάν εἰκόνισμα τήν ἀγαθή φυσιογνωμία τοῦ παιδιοῦ. Κι ἔτσι ὅπως βρέθηκε τόσο σιμά του, τοῦ ψιθύρισε μία στοργική συμβουλή - εὐχή τῆς καρδιᾶς της: «Χαρά μου, νά ᾿σαι κι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μας!».
 Ἡ ἐξώπορτα ἔκλεισε ἁπαλά πίσω του καί ἡ γιαγιά ἔμεινε νά κοιτᾶ ἀπ᾿ τό παράθυρο· κατευόδωσε τό παιδί μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ψιθύρισε: «“ Ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια”. Τί ἄλλο μπορῶ, μικρέ μου Ἀνέστη, νά σοῦ χαρίσω γιά τή ζωή πιό πολύτιμο καί πιό μεγάλο; Τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πάνω ἀπ᾿ τή γνώση πού παίρνεις στό σχολεῖο σου· καί πάνω ἀπ᾿ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων πού μαθαίνεις». Ἕνα χαμόγελο ἱκανοποίησης ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό της: «Χαρά μου! Νά ᾿χεις χαρά σου τό Χριστό!».
 Αὐτή εἶναι ἡ γιαγιά μας, ἡ μάνα μου, ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος μέσα στήν οἰκογένειά μας. Νιώθω νά τή ζηλεύω· ἔχει τή νιότη μέσα στά γηρατειά της· ἔχει τήν εἰρήνη μέσα στίς τόσες θλίψεις της· ἔχει ὁλόκληρη τή χαρά.
 Μιά μέρα μοῦ ἀποκάλυψε τό μυστικό της: «Θά σοῦ μιλήσω στή γλώσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι γλυκιά σάν μέλι. “Τά δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν”».
 Νά γιατί ἡ μάνα μᾶς φώναζε πάντα λέγοντας «Χαρά μου!». Γιατί τή χαρά τήν εἶχε μέσα της μόνιμη καί ἀναφαίρετη.
 Χρόνια καθηγήτρια καί νιώθω νά μαθητεύω κοντά στήν ἀγράμματη μάνα, πού ἔχει μία ἄλλου εἴδους γνώση.
 Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Ἀνέστης, ὁ μικρός μου γιός, μέ ρώτησε:
 «Γιατί ἐσύ, μαμά, δέν μπορεῖς νά ἔχεις τό χαρούμενο πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, καί νά μᾶς μιλᾶς γλυκά ὅπως αὐτή; Ξέρεις κάτι; Μιά φορά, ἐκεῖ πάνω στό παλιό ντουλάπι, δίπλα στή μεγάλη πολυθρόνα, βρῆκα ἕνα μεγάλο βιβλίο. Εἶναι τό ἀγαπημένο τῆς γιαγιᾶς. Λές ἀπό κεῖ νά βρίσκει τίς ἱστορίες πού μοῦ διηγεῖται καί πού μ᾿ ἀρέσουν πολύ; Ὅμως στό γραφεῖο σου δέν εἶδα κανένα τέτοιο βιβλίο ἀνάμεσα στά τόσα πού ἔχεις! Γιά δές το! Θά σοῦ ἀρέσει!», κι ἔτρεξε νά μοῦ τό φέρει.
 Τό ἄνοιξα κι ἄρχισα νά μελετῶ ἐδῶ κι ἐκεῖ... «Νά, ἡ πολύτιμη γνώση τῆς ἀγράμματης μάνας μου!», μονολόγησα. «Ἡ ἁγία Γραφή!». Μιά περίεργη δύναμη μέ κράτησε γιά πολύ μπροστά στίς σελίδες τοῦ μεγάλου βιβλίου. Ἡ μάνα διακριτικά δέν ἀναζήτησε τό ἀγαπημένο της βιβλίο... καί κεῖνο τό βράδυ καί γιά πολλά ἀκόμη βράδια. Κι ἐγώ ἔβρισκα τήν εὐκαιρία νά καταφεύγω στήν καθοδήγησή του, νά ἀνακουφίζομαι ἀπό τίς συμβουλές του, νά ἀνακαλύπτω τά μυστικά κλειδιά τῆς εὐτυχίας τήν ὥρα τῆς μελέτης μου αὐτῆς... Πόσο εἶχε δίκιο, ἡ μητέρα μου! «Τά κρίματα Κυρίου ἀληθινά»... ἐπιθυμητά.
 Τό μεγάλο βιβλίο ἀπό τότε δέν ἐπέστρεψε στό παλιό ντουλάπι. Ὥσπου δέν ἄντεξε ἡ μάνα μου καί χαριτολογώντας μοῦ εἶπε: «Μοῦ ἔκλεψες τό βιβλίο, κυρία μου!». Κι ἔπειτα πρόσθεσε σοβαρά: «Ξέρεις τί λέω τώρα πιά μέ βεβαιότητα; “Ὁ νόμος Κυρίου ἐπιστρέφων ψυχάς”. Κι εἴμαστε κι ἐσύ κι ἐγώ οἱ εὐεργετημένοι, πού ἄλλαξε ἡ ζωή μας καί ἔγινε στ’ ἀλήθεια εὐτυχισμένη».
 Τήν κοίταξα μέ εὐχαριστία καί σκέφτηκα: «Εὐλογημένη νά ᾿σαι, ἀγράμματη μάνα μου, πού ἄφησες τήν αἰώνια γνώση σου πολύτιμη κληρονομιά μές στήν οἰκογένειά μου»!

Εὐγ. Χ. Χατζηιωαννίδου

Τετάρτη, 21 Μάιος 2014 03:00

Ἐκ τῆς φθορᾶς μου ἀπόλυσον

 Μιά ζωή ἔκκλησης μυστικῆς. Ἡμέρες προσδοκίας, «καθ᾽ ἡμέραν προστιθείς τῇ θέρμῃ τήν θέρμην, τῷ πόθῳ τόν πόθον μέχρι τῆς αὐτοῦ ἐξόδου». Τόσο ταιριαστά μποροῦμε νά ἀποδώσουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος στόν πρεσβύτη Συμεών.
 Τά μέτρα τοῦ καιροῦ του δέν ἦταν καί δικά του μέτρα. Δέν εἶναι μέτρο ὁ χρόνος πού φεύγει. Μέτρο του ὁ Αναμενόμενος. Οὔτε οἱ ἀτελεύτητες μέριμνες πού εἶναι τά δικά μας μέτρα, σέ μιά προσπάθεια νά προλάβουμε (τί;) καί νά καλύψουμε τούς φόβους μας. Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε σ᾽ ἕναν αἰώνα γεμάτο φόβους. Κι ἀπ᾽ ὅλα πιό πολύ μᾶς διακατέχει ὁ φόβος τοῦ θανάτου· ἤ μᾶλλον ὄχι: ἡ πίστη στό θάνατο. Ἡ πίστη αὐτή εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή κι ἡ πιό διαδεδομένη στίς ἡμέρες μας. Ὁ θάνατος ὁ τελειωτικός. Κι εἶναι αὐτή πού φέρνει τήν άγωνία και ὁδηγεῖ στά ἀδιέξοδα.
 Ἀλλ´ ὁ Συμεών ἔμαθε στή συνείδησή του νά ἀγρυπνεῖ καί νά περιμένει. Μέσα σιωπή ἀποκαλυπτική, διότι συμπορεύεται μέ μιά ψυχή πού δέν μένει βουβή. «Λέγε, Συμεών, τίνι κράζεις καί βοᾶς;». Ὁ κόσμος γύρω του γερνάει· ὁ Συμεών ὡριμάζει γιά τήν αἰωνιότητα. Γνωρίζει τί σημαίνει ἀθανασία. Ἡ ἀναμονή του δέν εἶναι στατική· εἶναι βαθιά πνευματική. Ὅταν ἡ ζωή βιώνεται ἀπνευμάτιστα, ὁ θάνατος εἶναι σκληρός. Στή ζωή ὅμως πού γίνεται βίωμα πίστεως, ὁ ἄνθρωπος κρέμεται ἀπό τόν οὐρανό.
 Κι ἔτσι μιά μέρα, ξαφνικά, ἀνάβουν φῶτα ἀπροσδόκητα. Βρίσκεται «κατενώπιον Θεοῦ». Δέχεται τή δωρεά νά Τόν δεῖ καί νά Τόν ἀγγίξει. Κι ἡ ἀναμονή του δικαιώνεται. Τώρα, βιώνει τήν ἀθανασία. Ἡ ἔκκληση του γίνεται ἐπίκληση. «Ἀπόλυσον με ἐκ τῆς φθορᾶς, ὅτι εἶδον σε σήμερον». Αὐτός πού βλέπει ὁ Συμεών ἀνατρέπει τά φυσικά· γιατί εἶναι ἡ Ζωή. «Φέρων οὗτος» στά χέρια του «τήν Ζωήν, τῆς ζωῆς ἠτεῖτο λύσιν». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος· κι ἡ ζωή τοῦ κόσμου εἶναι φθορά. Συντελεῖται μιά θαυμαστή ὑπέρβαση κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ζῆ μιά μεταγωγή στόν Παράδεισο. «Ἀνοιγέσθω ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ σήμερον», ψάλλουμε στόν Ἑσπερινό τῆς Ὑπαπαντῆς.
 Τοῦ Κυρίου ἡ Ὑπαπαντή μᾶς προσφέρει διέξοδο. Ὁ Κύριος προσφέρεται σ᾽ ἀνθρώπινα χέρια, γιά νά γίνουν αὐτοί -οἱ ἄνθρωποι- προσφορά στόν Θεό. Κι ἔτσι, «θά πεθάνουμε μέ χαρά», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Κι ὁ πρεσβύτης Συμεών ὑποδεικνύει τήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ζωῆς. Μά, ὅταν βρίσκεσαι στή θεωρία τῆς Ζωῆς; Ὅταν ἀγγίζεις τή Ζωή καί τρέφεσαι μ᾽ αὐτήν ἐν μυστηρίῳ; Τότε, ἡ ζωή παίρνει ἄλλο νόημα. Γίνεται μυστική ἀναμονή. Γίνεται ζωή ἐσωτερική, μέσα στή σιωπή καί κοπιαστική πορεία. «Δεῦτε καί ἡμεῖς Χριστῷ συναντηθῶμεν καί δεξώμεθα Αὐτόν». Ὑπάρχει ὅμως πάντοτε ἡ προϋπόθεση νά δοῦν «οἱ ὀφθαλμοί» μας «τό σωτήριον» τοῦ Θεοῦ καί τό «φῶς» του ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Εἶναι γι᾽ αὐτό ἀναπότρεπτη ἡ ἀνάγκη, μέτρα μας νά μήν εἶναι τά μέτρα τῶν καιρῶν μας· καί νά προσθέτουμε τόν «καθ᾽ ἡμέραν πόθον πόθῳ» στόν Κύριό μας «μέχρι τῆς ἐξόδου» μας.

Κύριλλος

Παρασκευή, 01 Φεβρουάριος 2019 03:00

Γράμμα στή μητέρα


᾿Αγαπημένη μου μητέρα,

kalathi louloudia Σήμερα, τῆς ῾Υπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, πού γιορτάζουν οἱ χριστιανές μάνες, θέλω ν᾿ ἀφήσω τήν καρδιά μου νά ξεχύσει τά μύρα τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή δική σου ἀκριβή προσφορά στή ζωή μου.
Μικρό παιδάκι ἤμουνα πού μ᾿ ἔπαιρνες στή ζεστή σου ἀγκαλιά, μοῦ ᾿πιανες τά τρία μου δάχτυλα καί μοῦ μάθαινες νά κάνω τό σταυρό μου. Κι ἐγώ συνέχεια τόν μπέρδευα...
 Σάν ἔφευγα γιά τό σχολεῖο, πάντα κάτι νόστιμο ἡ ἀγάπη σου ἑτοίμαζε γιά τό διάλειμμα. ᾿Ακόμη ἀντηχεῖ στ᾿ αὐτιά μου ἡ συμβουλή σου· «Μαρία μου, φώναξε κι ἄλλο παιδάκι νά τό μοιραστεῖτε. Μήν τό φᾶς ὅλο μόνη σου». Θυμᾶμαι, ἤμουνα στήν Γ' Δημοτικοῦ, ὅταν μοῦ μίλησες σοβαρά καί γιά ἕνα ἄλλο σχολεῖο, τό Κατηχητικό. Μέ πόση ἀγωνία, τήν πρώτη φορά πού γύρισα, μέ ρώτησες ἄν μοῦ ἄρεσε.
 Τότε πού ἀρρώστησα βαριά γιά βδομάδες πολλές κι ὁ γιατρός "σήκωνε τά χέρια", δέν θά ξεχάσω, μάνα, πού γονατισμένη ἐσύ -μαζί μέ τόν πατέρα- κάτω ἀπό τό εἰκονοστάσι μας προσευχόσουν σιωπηλά καί ἐμπιστευόσουν σ᾿ Αὐτόν ὅλη τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σου.
 Δύο ὅμως πράγματα, μάνα μου, χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου, πού ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ χρόνου δέν πρόκειται νά τά ἐξαλείψει. Πόσες φορές τά βράδια, πού ἑτοιμαζόμασταν νά κάνουμε τήν προσευχή μας, πήγαινες καί ζητοῦσες πρώτη ἐσύ συγγνώμη ἀπό τόν πατέρα κι ἄς μήν ἔφταιγες πάντα ἐσύ! Κείνη τή γλυκειά ὥρα τῆς συμφιλίωσης, κρυφά σέ καμάρωνα, μάνα.
 Λόγῳ τῆς δουλειᾶς τοῦ πατέρα ἀναγκαζόμασταν ν᾿ ἀλλάζουμε συχνά πόλεις. ῞Οταν κάπως τακτοποιούμασταν στή νέα μας κατοικία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πού δέν ρωτοῦσες τούς καινούργιους γειτόνους μας σέ ποιό σχολεῖο νά μέ στείλεις, σέ ποιό φροντιστήριο γιά ἀγγλικά..., ἀλλά ζητοῦσες μ᾿ ἐνδιαφέρον νά μάθεις πρῶτα ποιά εἶναι ἡ ἐνορία μας, ποῦ γίνονται πνευματικά καί παιδαγωγικά θέματα κι ἄν ὑπάρχουν φωτισμένοι ἐξομολόγοι. Τούτη τήν ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων πού διέκρινε τή ζωή σου, τώρα πού μεγάλωσα, κατάλαβα καί θαύμασα.
 Καλή μου μητέρα, ἕνα καρδιόβγαλτο εὐχαριστῶ θέλω νά σοῦ ἐκφράσω σήμερα πού γιορτάζεις. Γιατί ἤσουν συνεχῶς μέσα στό σπίτι μας μέ τό παράδειγμά σου, τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τή θυσία σου ἕνα κήρυγμα ζωντανό, ἕνα βιβλίο ἀνοιχτό. Προπάντων σ᾿ εὐχαριστῶ, γιατί φύτεψες μέσα μου τά πρῶτα σπέρματα τῆς πίστεως, γιά νά μπορῶ σήμερα μέσα στόν κυκεώνα τῶν προβλημάτων νά βρίσκω καταφύγιο, νά ᾿χω στήριγμα κι ἐλπίδα. ῾Υποκλίνομαι μπροστά σου, λευκασμένη μου μάνα, καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς φορές πού σέ πίκρανα, γιά τά λάθη μου πού σκίαζαν τή χαρά σου. Φιλῶ εὐγνώμονα τό ροζιασμένο σου χέρι, πού ὕψωνες ἱκετευτικά σέ προσευχή γιά μένα καί ζητοῦσες ἐπίμονα τή διόρθωσή μου. Γιά τήν προσφορά σου πού ἀντιλήφθηκα καί γιά κείνη πού ἔμεινε μυστική καί ἀφανής, σ᾿ εὐχαριστῶ.

 

Μέ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη
῾Η κόρη σου
Μαρία

Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 32

Τετάρτη, 21 Μάιος 2014 03:00

Ἅγιον τῳ Κυρίῳ


 agionKyrioὍλη τή νύχτα ἔμεινα στό πλάι του. Καιγότανε στόν πυρετό. Μόνο κατά τό χάραμα ἔκλεισε κάπως ἀνακουφισμένο τά ματάκια του κι ἀποκοιμήθηκε σάν κουρασμένος ἄγγελος... Τό παιδί μου... Τό πρῶτο μου ξενύχτι πάνω ἀπό τήν κούνια του. Κοίταξα τό ρολόι μου. Σέ λίγη ὥρα ὁ ἥλιος ἀχνοκόκκινος θά ᾿φερνε πάνω ἀπό τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τήν καινούργια μέρα τοῦ Θεοῦ. 2 Φεβρουαρίου, Ὑπαπαντή· ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία τιμάει τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή μητέρα...
  Ἔνιωσα μιά παράξενη συγκίνηση. Κρύωνε τό κορμί μου ἀπ᾿ τήν ἀγρύπνια κι ἔγειρα λίγο νά ξεκουραστῶ ἐκεῖ κοντά, πάντοτε θέλοντας νά βλέπω τό παιδί. Αὔριο, σκέφτηκα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τιμᾶ ἐμένα τήν ἀσήμαντη. Θυμίζει πώς ἐγώ ἡ ἀσήμαντη εἶμαι μιά τιμημένη τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκε νά ζήσει τήν πληρότητα τῆς φύσης της, τήν ἴδια ὥρα πού δίπλα μου τόσες γυναῖκες σηκώνουν τό σταυρό τῆς ἀτεκνίας τους· ἐγώ, μιά τιμημένη τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ χαρίστηκε νά γίνω συνδημιουργός, ν᾿ ἀποδεχθῶ μέσα στά χέρια μου τό δῶρο Του, ἔτσι ὅπως καταδέχεται ὁ Θεός ν᾿ ἀγγίζουνε τά τίμια Δῶρα χέρια ἀνθρώπινα στό ἱερό θυσιαστήριο, πάντοτε χρησιμοποιώντας ἀγαπητικά τόν ἄνθρωπο γιά νά διακονεῖ τά πιό μεγάλα θαύματα.
 Μέτρησα μέ εὐγνωμοσύνη τή μεγάλη δωρεά· κι ἴσως μέ κάποιους μυστικούς νυγμούς γιά ὅσες φορές διαμαρτυρήθηκα γι᾿ αὐτόν τόν κόπο τῆς μητρότητας...
 Σέ λίγο θά ξημέρωνε· θά ἠχοῦσαν ὀρθρινά ἀπ᾿ τούς ναούς τά σήμαντρα. Ἄνοιξα τή Γραφή, γιά νά διαβάσω τήν περικοπή: «...πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται». Σταμάτησα σ᾿ αὐτές τίς λέξεις πού ἔμειναν στή μνήμη μου. Αὔριο, σκέφτηκα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά μοῦ θυμίσει τό ὄνομα πού εἶναι προορισμένο γιά τό παιδί πού μοῦ χαρίστηκε: «ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»· ἐτούτη ἡ ἄπλαστη ψυχή, ἡ ἀνυπεράσπιστη, εἶναι πλασμένη γιά τήν ἁγιότητα· εἶναι ἠγαπημένη τοῦ Θεοῦ, λελυτρωμένη μέ τό αἷμα Του... Ἤθελα νά σταθῶ εὐλαβικά πάνω ἀπ᾿ τήν κούνια του· ἕνας «δυνάμει» ἅγιος, ἀκουμπισμένος μές στά χέρια μου. Μέτρησα τήν ἀδυναμία μά καί τήν εὐθύνη τους: νά σεβασθοῦν τήν παιδικότητα, τό αὐτονόητο δικαίωμά της στή χαρά καί στήν ἀσφάλεια· νά τήν ἀγγίζουν μέ εὐλάβεια, μήν τύχει καί τήν τραυματίσουνε ἀδέξια κι ἀνοίξουν μέσα της ρωγμές πού θά αἱμορραγοῦν ἀδιάκοπα, πληγώνοντας τό κάλλος τοῦ Θεοῦ. Γιά νά μπορέσει μές στό «κατ᾿ εἰκόνα», μές στήν πληρότητα καί τήν ἰσορροπία τῶν δυνάμεων πού ἀπαρτίζουνε τ᾿ ἀνθρώπινό μας πρόσωπο, ν᾿ ἀναπτυχθεῖ δίχως προσκόμματα τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τό αὐτονόητο δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ μου νά ἀνήκει στόν Δημιουργό Θεό...
 Κοίταξα τή μικρή εἰκόνα πού σηματοδοτοῦσε στό ἡμερολόγιο τοῦ τοίχου τήν αὐριανή γιορτή: ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγεῖ στή στοργική της ἀγκαλιά τό Θεῖο Βρέφος στό ναό...
 Αὔριο -σκέφτηκα- ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά μοῦ θυμίσει τό αὐτονόητο, αὐτό πού τόσο εὔκολα ξεχνῶ: ὅτι ἐκείνη ἡ μικρή καί κτητική λεξούλα πού ἀβίαστα προφέρω ὅταν λέω «τό παιδί μου», δέν εἶναι παρά μία παραχώρηση. Μιά παραχώρηση εὐθύνης καί τιμῆς ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ ἐμπιστεύεται σάν δάνειο ὅ,τι δικό Του καί ἀγαπημένο γνώρισε: μιά παιδική ψυχή, ὅπως ἐκεῖνες πού ἐναγκαλίστηκε ἐλέγχοντας τούς μαθητές -«ἄφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με»- ὑπογραμμίζοντας σέ μένα τήν ἀδύναμη τό χρέος καί τόν κίνδυνο νά μήν σφετεριστῶ τή δωρεά. Νά μήν θαρρέψω πώς εἶναι τό παιδί μου κτῆμα μου, προέκταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τιποτένιου μου «ἐγώ» κι ἔτσι θελήσω νά τοῦ ἐπιβάλω αὐτάρεσκα δικά μου σχέδια, ματαιώνοντας κάποτε τό σχέδιο τό Θεοῦ. Νά μή μορφώσω μέσα του ἀσυνείδητα ἕνα δικό μου εδωλο, σβήνοντας τήν εἰκόνα Του. Νά μήν πιστέψω, ἐπιπόλαια, πώς εἶναι μόνο τά δικά μου χέρια ἱκανά νά τό φυλάξουν ἀπ᾿ τοῦ κόσμου τό κακό κι ἔτσι τό ἀποκόψω ἀνώριμα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τή μόνη Κιβωτό πού ἀσφαλίζει μές στίς θύελλες, τόν μόνο χῶρο πού μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»· αὐτός ὁ πιό ἀνόσιος σφετερισμός, ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος πού ἐλλοχεύει ἀκόμα καί γιά μέ, πού λέω πώς θέλω νά ᾿μαι μία μητέρα χριστιανή...
 Χτυποῦσαν οἱ καμπάνες τοῦ ναοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά ζωγραφίσει πάλι μπρός μου τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Πίσω της μιά εὐλογημένη στρατιά ἀπό μητέρες πού δέν σφετερίστηκαν: μιά Ἀνθούσα πού προσκόμισε ἅγιο ἀκόμη ἀπό τήν ἀγκαλιά τόν Ἰωάννη της, μιά Ἀνθία, μία Μόνικα... Σταμάτησα αὐθόρμητα σ᾿ αὐτό τό τελευταῖο ὄνομα. Μιά κεντιά πόνου διαπέρασε τό μέσα μου. Μιά Μόνικα πού, ὄχι, δέν σφετερίστηκε τόν Αὐγουστῖνο της κι ὅμως τόν εἶδε νά περιπλανιέται εκοσι χρόνια στήν ἀπώλεια... Κοίταξα τ᾿ ἀγγελούδι μου. Αὔριο χιλιάδες πειρασμοί κακοῦ θά ᾿ρθουνε νά κυκλώσουνε τήν ἀθωότητα· κι σως εἶναι ταγμένος καί γιά μένα ὁ σταυρός τῆς Μόνικας...
 Αὐθόρμητα γονάτισα, αὐτή ἡ μόνη στάση πού ταιριάζει στή μητρότητα, στάση τῆς Μόνικας καί τῆς Ἀνθούσας, ἀδιάκριτα. Κοίταξα στό εἰκονοστάσι τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δίπλα τήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού προστατεύουν εὐλογητικά τήν ἐργασία μου. Γαλήνεψα... Ἅγιος ὁ Ἰωάννης, σκέφτηκα, μά καί ὁ Αὐγουστῖνος ἅγιος... Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μοῦ θυμίζει στοργικά πώς, ἄν τά γόνατά μου μένουν πάντα λυγισμένα στόν Θεό, ὅποιοι κι ἄν εἶναι οἱ δρόμοι τοῦ παιδιοῦ μου οἱ μελλούμενοι, τό τέρμα τους θά εἶναι πάντα ὁ παράδεισος...
 Μιά μικρή φωνούλα ἔκοψε τίς σκέψεις μου. Ξυπνοῦσε τ᾿ ἀγγελούδι μου. Σέ λίγο θά ζητοῦσε πάλι τή φροντίδα μου. Πρίν σηκωθῶ, ἔστειλα στόν Θεό τήν καρδιακή μου προσευχή: ὅταν θά φτάσω μπρός στό θρόνο Του, πλάι στούς ἁγίους Του, πού θά Τοῦ δείχνουν ἄλλος τά πληγωμένα μέλη του, ἄλλος τά πύρινα συγγράμματα γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄλλος τό σῶμα τό λιγοστεμένο ἀπό τήν ἄσκηση, ἐγώ νά ἔχω νά Τοῦ δείξω ἕναν ἅγιο. Χρυσόστομο ἤ Αὐγουστῖνο. Νά ἔχω νά Τοῦ δείξω μιά ἀγκαλιά πού ἀκούραστα ξαγρύπνησε καί δύο πληγωμένα γόνατα πού ἐπίμονα παρακαλέσανε τούς οὐρανούς. Μ᾿ αὐτά, φτωχά μου ἀντίδωρα στό θεϊκό Δωρεοδότη μου, νά μπῶ μές στούς ἁγίους Του· πλάι στίς τάξεις τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν ἐγκρατευτῶν... στήν τίμια χορεία πού ἔχει διακριτικό διάσημό της τή μητρότητα· ἐκεῖ πού τώρα τέρπονται ἡ Ἀνθούσα καί ἡ Μόνικα, οἱ ἅγιες μητέρες πού Τόν εὐηρέστησαν. Ἀμήν.

Μία μητέρα