Ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, πού διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες. Στή διάρκειά της οἱ πιστοί ἀσκοῦνται στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, μεθοδικά καί ἱεραρχημένα, μέ τή λατρεία καί τήν ὅλη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Κάθε ἑβδομάδα ἐπικεντρώνεται ἡ προσοχή τους σ᾿ ἕνα μήνυμα καί σέ μία ἀρετή. Τό σύνθημα, γιά τό μήνυμα καί τήν ἀρετή τῆς ἑβδομάδας, τό δίνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς κυριακάτικης Λειτουργίας. Μετά ἡ ὑμνολογία, τό κήρυγμα καί ἡ ὅλη λατρεία τῆς ἑβδομάδας ἀναλύουν τό προβαλλόμενο μήνυμα καί δημιουργοῦν προϋποθέσεις, πού χρειάζονται οἱ πιστοί, γιά νά βιώσουν καί νά κάνουν πράξη τήν προβαλλόμενη ἀρετή.
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου διηγεῖται τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου. ῾Η ὑμνολογία, ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή, προβάλλει τό μήνυμα τῆς πρώτης ἑβδομάδας τοῦ Τριωδίου μέ τό στίχο· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
῾Η ὅλη ὑμνολογία τῆς ἑβδομάδας ἀποδίδει στόν φαρισαῖο τά ἑξῆς χαρακτηριστικά·
* ᾿Απόνοια· ῾Ο φαρισαῖος παθαίνει ἀπόκλιση ἀπό τό λογικό καί τό σωστό, διότι διακατέχεται ἀπό τήν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι αὐτοδύναμος καί αὐτάρκης, ἐνῶ ἡ λογική βοᾶ ὅτι ὡς κτιστός εἶναι θνητός καί ἐξαρτημένος.
* Οἴηση· Εἶναι φαντασμένος. Νομίζει ὅτι τά ᾿χει ὅλα. Δέν βλέπει τίς ἐλλείψεις του. ῎Ετσι ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τή δυνατότητα γιά διόρθωση.
* ῎Επαρση· Βάζει τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι κοινή ἡ ἀνθρώπινη φύση σ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
* Κενοδοξία· Μανιακή ἀναζήτηση τῆς κούφιας δόξας. Συνεχῶς ἄγχεται καί ἀγωνίζεται νά πείσει τούς ἄλλους νά τόν θαυμάζουν καί νά τόν ἐπαινοῦν. ῎Ετσι ποτέ δέν μπορεῖ νά ἠρεμήσει καί νά εἰρηνεύσει.
* Ψυχικό τύφο· Σύνθεση τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς κενοδοξίας, πού τόν κάνουν νά ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά χωρίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Μέ τήν ἀνάλυση αὐτή δείχνει ἡ ὑμνολογία ὅτι ὁ φαρισαϊσμός ὡς ἀπόνοια καί ἀνοησία, ὡς φαντασίωση καί ψευδαίσθηση, ὡς ὕβρις καί νοσηρός δονκιχωτισμός, ὡς ἄρνηση κοινωνίας μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει δυστυχισμένο. Τοῦ στερεῖ τή δυνατότητα νά ἀναπαύεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά χαίρεται τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πλησίον του. ῾Ο φαρισαϊκός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι δέν τή ζητᾶ. Δέν μπορεῖ ἑπομένως ὁ φαρισαῖος νά χριστοποιηθεῖ. Θά λιμοκτονεῖ στή μίζερη θνητότητά του. Θά εἶναι δυστυχισμένος στή δαιμονική μοναξιά του.
῞Ομως τό μήνυμα τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι μόνο ἀρνητικό. Συμπληρώνεται καί μέ τή θετική διατύπωση· «Τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
῾Η τελωνική ταπείνωση φυσικά δέν εἶναι ὑποκριτική ταπεινολογία οὔτε ἡττοπάθεια καί μειονεκτικότητα. ῾Η τελωνική ταπείνωση, πού προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία ὡς ἀρετή, εἶναι ἡ συναίσθηση ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό καί κοινότητας μέ τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ βαθειά ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος Θεοῦ καί σύνδουλος τῶν ἀνθρώπων.
῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής προσδιορίζει τήν οὐσία τῆς ταπείνωσης ὡς ἑξῆς· «Ταπεινοφροσύνη εἶναι συνεχής προσευχή... Διότι αὐτή, ἐπικαλούμενη πάντοτε τόν Θεό σέ βοήθεια, δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά πιστεύει ἀνόητα στή δική του δύναμη καί σοφία οὔτε νά ταπεινώνει ἄλλους. Αὐτή ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τή βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τήν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τήν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
῾Η ταπεινοφροσύνη εἶναι ρεαλιστική προσαρμογή στή ζωή.
῾Ο λογικός καί ἰσορροπημένος ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων του στή ζωή. Γνωρίζει καλά πώς ὅ,τι εἶναι, ὅ,τι ἔχει, ἄλλος τοῦ τά ἔδωσε καί ὅποτε θέλει τοῦ τά παίρνει. Συνειδητοποεῖ ὅτι ὅλα στή ζωή εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ συναίσθηση κάνει τόν ἄνθρωπο ἰσορροπημένο καί ρεαλιστή καί προσγειωμένο. Τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς, ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία, πού προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο οἱ αὐτονομημένες ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης. ῾Ο ταπεινός δέν πετάει στά σύννεφα. Φροντίζει τίς ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τίς αὐτονομεῖ. Τίς καλύπτει ἱεραρχημένα μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή,\ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς ρεαλιστική θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή ματαιοδοξία, τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. ᾿Εξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο ψυχική γαλήνη, τή βασικότερη προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας.
᾿Ακόμα, ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό βασικότερο θεμέλιο τῆς οἰκογένειας.
῾Η κυριότερη προϋπόθεση γιά τήν οἰκογενειακή ζωή εἶναι ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν της. Κανένα ἀγαθό, καμία προσφορά δέν ἀνταλλάσσεται στήν οἰκογένεια μέ τήν τιμή. Μέ τίποτα δέν ἀντικαθίσταται ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν συζύγων, τῶν γονέων καί παιδιῶν. ῞Ομως αὐτή ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας ὑπάρχει μόνο ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση. ῞Οταν οἱ σύζυγοι εἶναι ἐγωιστές, δέν ἀναγνωρίζουν τίποτα καλό στόν ἄλλο. Συνεχῶς ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, ἀλληλοκατηγοροῦνται, ἀλληλοκατακρίνονται. ῎Αν οἱ γονεῖς ἤ τά παιδιά δέν εἶναι ταπεινοί, δέν μποροῦν νά ἀλληλοεκτιμηθοῦν.
Μόνο οἱ ταπεινόφρονες σύζυγοι δέν ἔχουν προβλήματα ἀνυπέρβλητα μεταξύ τους. Διότι ἡ ταπείνωση τούς βοηθᾶ ἄλλοτε νά παραβλέπουν, ἄλλοτε νά συζητοῦν μέ ψυχραιμία, πάντοτε νά γαληνεύουν καί νά τά βρίσκουν μεταξύ τους.
Οἱ ταπεινόφρονες γονεῖς δέν ἐρεθίζουν τά παιδιά τους, τά ἐμπνέουν σεβασμό, τά καθοδηγοῦν μέ ὑπομονή, ἔχουν συνεχῆ ἐποικοδομητικό διάλογο μαζί τους.
Τά ταπεινόφρονα παιδιά ἐπωφελοῦνται ἀπό τήν πείρα τῶν γονιῶν τους, ψύχραιμα συνθέτουν τήν παράδοση μέ τήν πρόοδο, προκόβουν μέ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῶν γονιῶν τους. Καί ὅταν, ὅπως εἶναι πολύ φυσικό, δέν συμφωνοῦν μέ τούς γονεῖς τους, μποροῦν νά κάνουν αὐτό πού θεωροῦν σωστό, χωρίς νά ὀξύνουν τίς σχέσεις τους μαζί τους.
᾿Επίσης ἡ ταπεινοφροσύνη στηρίζει τήν πραγματική κοινωνικότητα.
Φυσικά, κοινωνικότητα δέν εἶναι ἡ τυπική κοσμικότητα, ἀλλά τό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος πρόσωπο. Δηλαδή, νά ὑπερβεῖ τήν ἀτομικότητά του καί νά νιώθει ἑνωμένος μέ τούς ἄλλους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στή βυζαντινή περίοδο καί στή διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας, πού προβάλλονταν ἡ χριστιανική ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀναπτύχθηκε ἡ ῾Ελληνική Κοινότητα πού συντηροῦσε τό γένος.
᾿Εξάλλου ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή στερέωση τῆς δημοκρατίας.
῞Οπου δέν ὑπάρχει ἡ ταπείνωση -παρά τίς δημοκρατικολογίες- καλλιεργεῖται χωρισμός καί διχασμός τῶν πολιτῶν καί τελικά ρατσισμός καί φασισμός. ῾Η ταπείνωση ἐναρμονίζει τίς σχέσεις τῶν πολιτῶν καί στερεώνει τή συνύπαρξή τους.
Πολύ περισσότερο ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας.
Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία σωτηρία λέμε τήν πνευματική, τή βουλητική καί ὑπαρξιακή ἕνωση μέ τόν Θεό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή γίνεται μέν ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλά γιά νά ὑπάρξει αὐτή ἡ ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀναγνωρίζει τήν ἀνεπάρκειά του, δηλαδή νά εἶναι ταπεινός. Γι᾿ αὐτό λέμε ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία χωρίς ταπείνωση. ῾Ο φαρισαῖος ἔμεινε ἀδικαίωτος, ἐπειδή δέν ζήτησε δικαίωση. Καί δέν ζήτησε δικαίωση, ἐπειδή δέν ἦταν ταπεινός καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του αὐτάρκη. ῾Ο τελώνης, πού ἦταν ταπεινός καί ἔνιωθε τήν ἀνεπάρκειά του, ζήτησε καί πῆρε τή σωτηρία.
Λοιπόν, εἶναι φανερό ὅτι ὅ,τι λέμε ἁμαρτία στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα καί ὅ,τι λέμε πλέγματα στήν Ψυχολογία εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους, σκορπᾶ τή δυστυχία στή ζωή τους, ματαιώνει τή σωτηρία τους.
᾿Αντίθετα, ἡ πορεία πρός τήν ἐπιτυχία, πρός τήν ψυχική γαλήνη, τήν εἰρηνική οἰκογενειακή καί κοινωνική ζωή, πρός τή χριστοποίηση γίνεται μέ τήν ταπείνωση. Αὐτό βεβαιώνει ἡ πείρα τῆς ζωῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτό τό Τριώδιο ἀρχίζει μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου καί ἡ ᾿Εκκλησία βάζει ὡς πρῶτο σύνθημα τή διατύπωση· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
Δ. Ματσκίδης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 28-30
Αὔξησε τόν πλοῦτο σου!
Σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τό Πάσχα πέφτει ἀργά, κατά τήν περίοδο πρό τοῦ Τριωδίου διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἡ παραβολή τῶν ταλάντων: Ἕνας πλούσιος ἄρχοντας ἀναθέτει στούς δούλους του νά διαχειρισθοῦν ἕνα μέρος τῆς περιουσίας του, κάποια τάλαντα. Δίνει σ᾿ ἄλλον πέντε τάλαντα, σ᾿ ἄλλον δύο, σ᾿ ἄλλον ἕνα κι ἀνταμείβει ἔπειτα τόν κάθε δοῦλο, ἀνάλογα μέ τό πῶς ἐκεῖνος ἀξιοποίησε τά τάλαντά του. Τούς δύο πρώτους, πού εἶχαν διπλασιάσει τήν περιουσία, τούς ἐπαινεῖ καί τούς ὑπόσχεται κυριαρχία «ἐπί πολλῶν», ἀφοῦ φάνηκαν ἄξιοι στά λίγα. Τόν τρίτο, ὁ ὁποῖος μέ ἀχαριστία καταχώνιασε τό τάλαντο καί μέ ἀναισχυντία αὐθαδίασε στόν εὐεργέτη, τόν τιμωρεῖ σκληρά (Μθ 25,14-30).
Σέ δύο σημεῖα αὐτῆς τῆς πρωτότυπης καί ἐνδιαφέρουσας παραβολῆς ἐπικεντρώνεται τό μήνυμά μας. Πρῶτον, τάλαντα εἶναι τά δῶρα μέ τά ὁποῖα μᾶς πλούτισε ὅλους ἀνεξαιρέτως ὁ πανάγαθος Θεός. Ἀπό τή φυσική δημιουργία καί τά ἀγαθά, πού ὁ καθένας μας ἔχει στήν κατοχή του, μέχρι τίς ἀρετές, τίς ποικίλες ἱκανότητες καί τά χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα προοδεύουμε στή ζωή καί ἀναδεικνυόμαστε στήν κοινωνία, ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄ Κο 4,7), μᾶς προσγειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πόσο εὐγνώμονη, γεμάτη εὐχαριστία πρός τόν Θεό θά ἔπρεπε νά ᾿ναι ἡ καρδιά μας γιά τά ἄπειρα δῶρα του πού καθημερινά ἀπολαμβάνουμε; Ἀλλά καί πόσο πιό προσεκτική, πιό ταπεινή καί σεμνή νά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ἀφοῦ εἴμαστε ἁπλοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού ὁ Θεός μᾶς ἔχει χαρίσει! Ἡ αὐθάδεια τοῦ τρίτου δούλου τῆς παραβολῆς εἶναι ἔκφραση τῆς ἀχαριστίας του κι ἐπιβεβαιώνει τό λόγο τοῦ Ξενοφώντα: «τῆς ἀχαριστίας ἕπεται ἡ ἀναισχυντία».
Τό δεύτερο σημεῖο τοῦ μηνύματός μας εἶναι τό χρέος μας νά δουλέψει ὁ καθένας στόν ἑαυτό του, γιά νά ἀξιοποιήσει τά τάλαντα πού ὁ Θεός τοῦ ἔχει χαρίσει. Ἄν ἄλλος πῆρε λίγα κι ἄλλος πολλά, δέν ἔχει σημασία. Τή διανομή ἔκανε ὁ Κύριος «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν», διότι γιά τόν καθένα ἐνδιαφέρεται καί φροντίζει προσωπικά ὁ Χριστός. Αὐτό πού μᾶς καταξιώνει ἐνώπιόν του εἶναι ἡ φιλότιμη ἐργασία πού ὁ καθένας καταβάλλει, γιά νά ἀξιοποιήσει καί ν’ αὐξήσει τά δικά του τάλαντα. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κάνει πρακτική τή διδαχή: Θ᾿ ἀξιοποιήσεις τά τάλαντά σου, λέγει, μέ τό νά δραστηριοποιηθεῖς γιά τό ἀγαθό τῆς κοινωνίας. Διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο ἀρεστό στόν Θεό ὅσο «τό κοινωφελῶς ζῆν».
Ξαναμμένοι ἀπό τόν πυρετό τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί συνεπαρμένοι ἀπό τήν πλημμύρα τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τήν ἀπάτη τοῦ εὔκολου κέρδους, συχνά πέφτουμε σέ δύο τραγικά λάθη. Ἄλλοτε δραστηριοποιούμαστε ὑπερβολικά μέ τήν ψευδαίσθηση τοῦ ἐπιτυχημένου, σφετεριζόμαστε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ κι ἀχάριστα αὐτονομούμαστε ἀπό τό θέλημά του. Ἄλλοτε πάλι, μίζεροι καί φυγόπονοι ἀφηνόμαστε στήν ἀδράνεια καί τήν ὀκνηρία μ᾿ ὅλα τά δυσάρεστα ἐπακόλουθα. Τό μήνυμα τοῦ θείου λόγου μᾶς ἀνακαλεῖ στήν τάξη. Μᾶς συνιστᾶ ἐργασία μέ φιλότιμο καί ταπείνωση· γιά τή δική μας αἰώνια καταξίωση καί γιά τό καλό τῆς κοινωνίας μας.
Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 27
Τό περιστατικό τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἀπό τίς ἱστορίες ἐκεῖνες τῆς Καινῆς Διαθήκης πού συμπυκνώνουν στά διαδραματιζόμενά τους τό νόημα καί τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς καί ὅλων τῶν καιρῶν. Σ' αὐτήν τήν ἁπλή ἱστορία τῆς συναντήσεως τοῦ Ζακχαίου μέ τόν Ἰησοῦ βλέπουμε τό πανανθρώπινο δρᾶμα καί τήν λύση του. Ἕνα δρᾶμα πού ἄρχισε ἀμέσως μετά τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ἀκούστηκε ὁ Θεός νά ἀναζητᾶ τόν ἀποστάτη μέ ἐκείνη τήν σπαρακτική γιά τήν διαπίστωσή της ἐρώτηση· «Ἀδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»· καί πού τότε θά βρεῖ τήν λύση του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύσει πιά νά μένει κρυμμένος καί ἀρχίσει αὐτός τώρα νά ἀναζητᾶ τόν Θεό, ὥσπου νά τόν συναντήσει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ μεγάλος κατακτητής
«Καί εἰσελθών (ὁ Ἰησοῦς) διήρχετο τήν Ἰεριχώ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (19,1). Πρίν ἀπό αἰῶνες κάποιος ἄλλος Ἰησοῦς, ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱός τοῦ Ναυή, εἶχε μπεῖ θαυματουργικά σ᾿ αὐτήν τήν πόλη, σαλπίζοντας ἐν ὀνόματι Κυρίου παντοκράτορος. Τώρα ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται κι αὐτός κατακτητής στήν Ἰεριχώ. Ἀλλά στόχος του δέν εἶναι τά ψηλά τείχη τῆς Ἰεριχοῦς· στόχος του εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων της, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐγκαθιδρύει τήν δική του βασιλεία. Ἤδη πρίν φθάσει στήν Ἰεριχώ, στά σύνορα Γαλιλαίας καί Σαμαρείας, τόν εἴδαμε νά γκρεμίζει τό φρούριο πού εἶχε στήσει ὁ σατανᾶς σέ δέκα λεπρά σώματα. Διότι ὁ ἀνθρώπινος πόνος μαρτυρεῖ τό ἠθικό κακό, τήν ἁμαρτία, πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρωπότητα καί δημιούργησε τήν ἀρρώστια, τήν φτώχια, τόν πόνο, τήν λέπρα, τήν τύφλωση καί τά τόσα κακά. Ἔτσι, στό φρούριο πού ἔχτισε ὁ σατανᾶς μέ τούς δέκα πονεμένους ἀνθρώπους, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς σάν κατακτητής καί ἐλευθερώνει τούς σκλάβους ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ πόνου. Ἀκόμη, στήν εἴσοδο τῆς πόλεως, ἀπελευθερώνει ὁ Ἰησοῦς ἕναν τυφλό ἀπό τό σκοτάδι, στό ὁποῖο τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ πόνος, ἡ τύφλωση καί πίσω ἀπό αὐτήν ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος. «Καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης, καί οὗτος ἦν πλούσιος» (Λκ 19,2). Νά, τό τρίτο λάφυρο τοῦ Ἰησοῦ! Ἕνας ἁμαρτωλός μέ ὑψηλή κοινωνική θέση.
Ζακχαῖε, ποιός εἶσαι;
Εἶναι περιττό, νομίζω, νά ἐξηγήσω τί σημαίνει ἀρχιτελώνης, ὅταν ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ λέξη τελώνης εἶναι συνώνυμη μέ τόν μεγάλο ἁμαρτωλό. Πόρνες καί τελῶνες εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀποτελοῦν τό σῆμα κατατεθέν τῆς διεφθαρμένης καί παραστρατημένης κοινωνίας στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν ἕνας τελώνης εἶναι ἁμαρτωλός, φαντασθεῖτε πόσο ἁμαρτωλός ἦταν ὁ Ζακχαῖος, πού ἦταν ἀρχιτελώνης, «γδάρτης» τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, πού ἤπιε αἷμα, πού πάτησε ἐπί πτωμάτων, πού ἀδίκησε, πού ἐκμεταλλεύθηκε. Οἱ τελῶνες ἦταν σκληροί καί ἀπάνθρωποι ἐπιχειρηματίες, πού ἀγόραζαν τούς φόρους ἀπό τό κράτος καί τούς εἰσέ¬πρατταν ἔπειτα γιά λογαριασμό τους ἀπό τόν πτωχό λαό, μέ ἀφάνταστες πιέσεις. Διευθυντής σέ μιά φορολογική ἑταιρεία τελωνῶν ἦταν ὁ Ζακχαῖος καί μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ὅλοι μας μέ τί δάκρυα καί τί πόνο ἀδικημένων ἀνθρώπων ἦταν ζυμωμένο ἐκεῖνο τό «πλούσιος», πού συνοδεύει τό ὄνομά του. Κι ὅμως, αὐτός ὁ Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι» (Λκ 19,3). Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν φράση κλείνεται ἡ καρδιά τοῦ Ζακχαίου. Οἱ ἄλλοι χαρακτηρισμοί ἀποτελοῦν ἁπλῶς γνωρίσματά του ἐξωτερικά· αὐτό πού πράγματι εἶναι ὁ Ζακχαῖος, λέγεται ἀναζήτησις τοῦ Σωτῆρος, καί εἶναι αὐτό πού πράγματι εἶναι κάθε ἀληθινός ἄνθρωπος. Ὅσο κι ἄν ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό-Πατέρα, ὅσο κι ἄν κυλιέται μέσα στήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος πού κράτησε ἀναμμένη μέσα του τήν σπίθα τῆς θεϊκῆς καταγωγῆς του, νοσταλγεῖ καί ἐπιθυμεῖ τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα, λαχταρᾶ τήν λύτρωση. Μόνο πού χρειάζεται δύναμη γιά νά τήν ἀποφασίσει. Κι ὁ Ζακχαῖος βρῆκε αὐτήν τήν δύναμη· «οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρός ἦν. Καί προδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι» (Λκ 19,3-4). Ὁ πλούσιος κύριος σάν τό τελευταῖο χαμίνι τοῦ δρόμου προσπαθεῖ νά δεῖ καί ἀνεβαίνει πάνω σέ μιά συκομουριά! Ὁ ἄρχοντας σκαρφαλωμένος πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο!
Ἄ, πόσο πρέπει στ᾿ ἀλήθεια νά ζητοῦσες τόν Κύριο, Ζακχαῖε! Καί πόσο μέ ἐλέγχεις, ὅταν σέ βλέπω νά παραμερίζεις καί ἀξιοπρέπεια καί ὑπόληψη, ὅταν σέ βλέπω νά ὑπερπηδᾶς καί φυσικές ἀδυναμίες καί ἐμπόδια, νά νικᾶς τό μικρό σου ἀνάστημα καί νά τό κάνεις ψηλό ὅσο τό δέντρο, προκειμένου νά δεῖς τόν Ἰησοῦ, νά ἀπολαύσεις τήν σωτηρία! Δέν χορταίνεις μέ τά πλούτη πού ἔχεις, καί καταλαβαίνεις ὅτι τά πλούτη κρύβουν μέσα τους τό δηλητήριο τῆς ἀδικίας, τῆς πλεονεξίας, τό κεντρί τῆς ἀπάτης. Σέ πικραίνει αὐτό, πονᾶς, ἀναστενάζεις. Καί τό ὄνομά σου, Ζακχαῖε, σημαίνει ἀθῶος. Μά ἐσύ φόρτωσες τήν ἀθωότητά σου μέ τόσες κακίες, τόσες ἀδικίες. Κι ὅμως ὅλη αὐτή ἡ σαβούρα, ὅλη ἡ κακία καί ὅλα τά βάρη, τῆς πλεονεξίας, τῆς κακομεταχειρίσεως, δέν μπόρεσαν νά σβήσουν τήν σπίθα πού κρύβεται μέσα στήν ὕπαρξή σου. Καί νά, τώρα, σέ σπρώχνει αὐτή γιά νά δεῖς τόν Ἰησοῦ. Κι εἶναι τόσο δυνατός ὁ πόθος, πού νικᾶς τό μικρό σου ἀνάστημα καί τό κάνεις μεγάλο, νικᾶς τό πλῆθος πού περικυκλώνει τόν Ἰησοῦ καί εἶσαι ἀνάμεσα σέ ὅλους ὁ πιό ψηλός καί βλέπεις καλύτερα ἀπό ὅλους τόν Ἰησοῦ καί σέ βλέπει ἐσένα περισσότερο ἀπό ὅλους ὁ Ἰησοῦς. Εὖγε, Ζακχαῖε. Πέτυχες μιά μεγάλη νίκη.
Ἡ σωτήρια συνάντηση
Ἀλλά δέν ζητοῦσε μόνον ὁ Ζακχαῖος τόν Κύριο. Πρῶτος ὁ Ἰησοῦς ζητοῦσε αὐτόν· «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λκ 19,10). Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά πλησιάσει τόν ἁμαρτωλό καί νά τοῦ δώσει τήν εὐκαιρία τῆς συναντήσεως μαζί του. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία. Ἤ μᾶλλον ἀπό αὐτήν τήν συνάντηση ἀρχίζει ἡ σωτηρία. Ὁ Ἰησοῦς ἀπό Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἐπισκεφθεῖ μιά μέρα τήν Ἰεριχώ, νά ζητήσει καί νά βρεῖ τόν Ζακχαῖο, τό χαμένο αὐτό πρόβατο, καί νά τό ὁδηγήσει στήν λύτρωση. Καί νά, πού βλέπει τό χαμένο πρόβατο σκαρφαλωμένο πάνω στήν συκομουριά. Ὑψώνει τά βλέμματά του· «Ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» (Λκ 19,5). Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ βρῆκε τό βλέμμα τοῦ Ζακχαίου καί ἐλεύθερο πέρασε ὥς μέσα στήν καρδιά του. Ἐκεῖ συντελέσθηκε ἡ μετάνοια.
Μετά τήν ἐπίσκεψη στό σπίτι του «σταθείς ὁ Ζακχαῖος εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λκ 19,8). Εἶναι ἀλήθεια, Ζακχαῖε, ὅτι ὅσο εἰλικρινής κι ἄν μοῦ φαίνεται ἡ ἀναζήτησή σου, δέν θά μέ ἔπειθες ἄν ἔλειπε τοῦτο τό τελευταῖο· ἡ ἀπόφασή σου, ἡ ὁμολογία σου, ἡ μεγάλη αὐτή πράξη τῆς μετανοίας σου. Χρειάζεται, στ᾿ ἀλήθεια, μεγάλη θυσία γιά νά σφραγίσει τήν μεγάλη ἀπόφαση.
Τήν ἐπιθυμία του νά δεῖ τόν Ἰησοῦ ὁ Ζακχαῖος τήν ἐκδηλώνει, τήν πραγματοποιεῖ στήν ἀπόφασή του νά μετανοήσει. Καί ἡ ἀπόφασή του νά μετανοήσει φαίνεται ξεκάθαρα ὄχι μόνο ἀπό τόν καρδιογνώστη Ἰησοῦ, πού μέ τό βλέμμα του μπαίνει μέσα στά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ζακχαίου, ἀλλά καί ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους γύρω του, ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐπικριτές του. Γιατί ὁ Ζακχαῖος ἤδη ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του στέκεται καί κάνει μία μεγάλη διακήρυξη, ὅτι σκορπάει τήν περιουσία του στούς πτωχούς. Νά, τό παλληκάρι, νά, ὁ μεγάλος κατακτητής τῆς ζωῆς, νά, ὁ νικητής τῆς πιό μεγάλης νίκης. Νίκησε τόν ἑαυτό του, νίκησε τά πάθη του, νίκησε τά πλούτη του καί ἀποφασίζει τό παλληκάρι αὐτό τῆς μετανοίας νά ζήσει πλέον σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν λογαριάζει ἄν δίδοντας τήν μισή του περιουσία κι ἄν ἀποζημιώνοντας στό τετραπλάσιο ὅσους ἀδίκησε δέν θά τοῦ ἔμενε στό τέλος τίποτε καί θά καταντοῦσε ὁ τελευταῖος φτωχός, ἕνας ζητιάνος. Ὅπως τά παιδιά, ἕνα παιδί κι αὐτός στίς συκομουριές τῆς Ἰεριχοῦς, φθάνει νά εἶναι μέ τόν Ἰησοῦ, τόν Σωτήρα καί λυτρωτή τῆς ψυχῆς του, αὐτόν πού ἀπό Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, κατέβηκε, περπάτησε στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ Ζακχαῖος, γιά νά ζητήσει νά βρεῖ τό χαμένο πρόβατο, νά τό ἀγκαλιάσει καί νά τό φέρει στό μαντρί, στήν σωτηρία, στήν λύτρωση, στήν αἰώνια βασιλεία. Ἡ πράξη τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου εἶναι πράγματι μία εὔγλωττη θυσία καί μία δυνατή ἐξομολόγηση ἀληθινῆς μετανοίας.
Τό ἀνθρώπινο δρᾶμα καί ἡ λύση του
Ἀγαπητοί μου, ὁ καθένας μας κουβαλᾶ μέσα του τήν λαχτάρα νά δεῖ τόν Ἰησοῦ, νά συστηθεῖ μαζί του καί νά συνομιλήσει. Ὁ καθένας, ναί, ὁ καθένας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, κι ἐκεῖνοι πού φαίνονται ἄπιστοι κι ἐκεῖνοι πού βλασφημοῦν τόν Ἰησοῦ καί ἄλλοι πού ὀργανώνονται σέ διάφορα συγκροτήματα καί ὑψώνουν σημαῖες καί ζητοῦν εἰρήνη καί ψάχνουν γιά ἀλήθεια καί λαχταροῦν τήν δικαιοσύνη, ζητοῦν τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ποθεῖ τήν ἀλήθεια στόν κόσμο, ποθεῖ τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ψάχνει γιά δικαιοσύνη, ψάχνει τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ὁδοιπορεῖ γιά τήν εἰρήνη, ὁδοιπορεῖ γιά τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος θέλει χαρά, ζητιανεύει τήν εὐτυχία, ζητιανεύει καί θέλει τόν Ἰησοῦ. Ὅλοι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι, πού ᾿ναι ζητιάνοι τῆς χαρᾶς καί κυνηγοί τῆς ἀλήθειας, σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ζητιάνοι τοῦ Ἰησοῦ, κυνηγοί τοῦ Ἰησοῦ, ψάχνουν νά βροῦν τόν Ἰησοῦ. Ἄν δέν κατορθώνουν νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ εἶναι γιατί δέν ἔχουν τήν δύναμη νά νικήσουν τά πάθη τους, τίς ἀδυναμίες τους. Δέν ἔχουν τήν δύναμη νά γίνουν παιδιά, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, πού ἐπαλήθευσε τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μθ 18,3). Στ᾿ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, δέν μπορεῖ νά πιστέψει καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Ἰησοῦ μόνον ἐκεῖνος πού δέν θέλει νά μετανοήσει.
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ζωντανός. «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Ἀναστημένος ὁ Ἰησοῦς. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν αἰώνια βασιλεία του, τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς καλεῖ νά μποῦμε σ᾿ αὐτήν τήν βασιλεία. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Ἰησοῦ; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει νά πλησιάσουμε τόν Ἰησοῦ, ἐνῶ ψάχνουμε καί ζητοῦμε νά τόν βροῦμε; Εἶναι τά πάθη μας, οἱ ἀδυναμίες μας, τά ἁμαρτήματά μας, μικρά ἤ μεγάλα. Καί πράγματι, δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε, ὅταν δέν θέλουμε νά μετανοήσουμε. Οἱ φωνές τοῦ κόσμου, οἱ μέριμνες καί τά πάθη μας, οἱ ἀδυναμίες τῆς σαρκός, μᾶς ἐμποδίζουν νά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας αὐτήν τήν λαχτάρα καί πολύ περισσότερο νά τήν ἱκανοποιήσουμε. Ἄν ὅμως ἔστω καί γιά μιά στιγμή, σκύψουμε τό αὐτί μας πάνω στήν καρδιά μας, τότε ὁπωσδήποτε θά ὁμολογήσουμε μέ τό στόμα ἑνός τραγικοῦ ἀνθρώπου, πού ἔψαχνε κι αὐτός νά βρεῖ τήν ἀλήθεια:
«Στοῦ στήθους μας τήν καθάρια μεριά
ἕναν πόθο ἀκοῦμε,
σ᾿ ἕναν Ὕψιστο, Ἅγιο, Ἄγνωστο
μ᾿ εὐγνωμοσύνης χαρά
θεληματικά νά δοθοῦμε».
Ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου μᾶς δείχνει τόν τρόπο γιά τήν σωτηρία μας, γιά τήν συνάντησή μας μέ τόν Θεό· κόντρα στό ἄρρωστο θέλημά μας, κόντρα στόν ψεύτικο κόσμο! Ἄν ὁ κόσμος γράφει τό Εὐαγγέλιο στά παλιά του τά παπούτσια καί θέλει νά μ᾿ ἐμποδίσει νά δῶ τόν Θεό, θά κάνω ἐγώ τό ἴδιο γι᾿ αὐτόν καί θά τρέξω μέ λαχτάρα νά βρῶ τόν Ἰησοῦ. Ἄν ὁ ἑαυτός μου μέ κρατᾶ μέ χίλιες δυό προφάσεις καί ἀναστολές μακριά ἀπό τόν Θεό, μέσα στήν ἀξιοπρέπεια μιᾶς ἀπαίσιας συμβατικότητας, θά πῶ ὄχι στήν μιζέρια μου καί θά πέσω στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί θά τοῦ πῶ:
Κύριε, μέχρι τώρα ἀρκετά δούλεψα στό κακό καί στήν ἁμαρτία, στήν πλεονεξία καί στήν διαφθορά. Κουράστηκα. Δέν ἀντέχω πιά ἄλλο νά ἁμαρτάνω! Κύριε, δέξου με, σέ παρακαλῶ. Κύριε, ἔλα, κάνε λίγα βήματα σέ μένα, πού δέν μπορῶ περισσότερο νά περπατήσω. Ἀπό δῶ καί πέρα «παρελθέτω κόσμος καί ἐλθέτω χάρις». Θέλω, Κύριε, ἀπό δῶ καί πέρα νά ζῶ στήν φιλία σου, στήν συντροφιά σου, σέ ὅλη μου τήν ζωή μέ σένα αἰώνια στόν οὐρανό, μέ σένα, Κύριε.
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 24-26
Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ
2,22. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ.
Σύμφωνα μέ τό μωσαϊκό τελετουργικό, σαράντα ἡμέρες μετά τήν γέννηση τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ καί ὀγδόντα μετά τήν γέννηση τοῦ θηλυκοῦ, ἔπρεπε ἡ μητέρα μέ τό νεογέννητο νά παρουσιασθεῖ στόν ναό καί νά προσφέρει τήν ὁρισμένη θυσία γιά τήν νομική κάθαρση τῆς λεχώνας (βλ. Λε κεφ. 12). Ἡ πάναγνος Παρθένος βέβαια δέν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, διότι ὑπερφυσικά ἐκ Πνεύματος ἁγίου συνέλαβε τόν υἱό της καί τόν γέννησε δίχως νά ὑποστεῖ τήν παραμικρή φθορά. Δέχθηκε, ὡστόσο, τόν καθαρισμό, ὅπως ὁ υἱός της τήν περιτομή, γιά νά μή φανεῖ ὅτι παραβαίνει τόν μωσαϊκό νόμο.
Πολλοί πατέρες καί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος γέννησε τόν Ἰησοῦ χωρίς ὠδίνες. Αὐτό εἶναι, πράγματι, πολύ πιθανό, τόσο διότι τό βρέφος εἶχε θεία προέλευση ὅσο καί διότι ἡ μητέρα ἦταν ἐξαιρετικῆς ἁγιότητος. Ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν συμπεριλήφθηκε στήν κατάρα ἐκείνη πού λέχθηκε γιά τήν Εὔα, ὅταν ἁμάρτησε· «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γέ 3,16). Στό 12ο κεφάλαιο, βέβαια, τῆς Ἀποκαλύψεως ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», σύμβολο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἐμφανίζεται νά ἔχει ὠδίνες τοκετοῦ (βλ. Ἀπ 12,1-2). Ἀλλά ἐκεῖ πρόκειται γιά συμβολική ἔκφραση· δηλώνει τόν πόνο πού σάν ρομφαία πλήγωσε τήν καρδιά τῆς Θεοτόκου κατά τήν προφητεία τοῦ Συμεών (βλ. στ. 35), καθώς ἐπίσης τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού σέ ὅλους τούς αἰῶνες ἀντιμετωπίζει ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία.
Παράλληλα μέ τόν καθαρισμό τῆς μητέρας γινόταν ἡ ἀφιέρωση τοῦ πρωτοτόκου ἀγοριοῦ στόν Θεό. Τό ρῆμα παραστῆσαι ἀπαντᾶ πολύ συχνά στήν ἁγία Γραφή ὡς ὅρος πού δηλώνει τήν παρουσίαση τῶν θυμάτων στό θυσιαστήριο κατά τήν λευϊτική λατρεία. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, γιά τήν παρουσίαση τῶν δούλων στούς κυρίους, τῶν ἐργατῶν στούς ἐργοδότες, τῶν ὑπηκόων στόν βασιλιά, τῶν στρατιωτῶν στόν στρατηγό, τῆς νύμφης στόν νυμφίο· τέλος, γιά τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο τῶν πιστῶν στόν Θεό (βλ. Ρω 12,1).
2,23. καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται.
Κατά τήν νύκτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο ὁ Θεός πάταξε τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Τά πρωτότοκα τῶν Ἰουδαίων σώθηκαν χάρη στό αἷμα τοῦ ἀρνίου, μέ τό ὁποῖο ἄλειψαν τίς παραστάδες τῆς πόρτας τῶν σπιτιῶν τους. Ἀπό τότε κάθε πρωτότοκος υἱός ἦταν «ἅγιος», ἀφιερωμένος στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἔξ 13,2). Ἐπειδή ὁ Θεός ἀντί αὐτῶν τῶν πρωτοτόκων διάλεξε τούς λευΐτες νά τόν ὑπηρετοῦν (βλ. Ἀρ 3,12), οἱ Ἰουδαῖοι μποροῦσαν νά ἐξαγοράσουν τά πρωτότοκά τους καταθέτοντας στόν ναό τό ἀντίτιμο τῶν 5 σίκλων (βλ. Ἀρ 18,15-16). «Ἅγια» θεωροῦνταν ὄχι μόνο τά πρωτότοκα παιδιά ἀλλά καί τά πρωτότοκα τῶν κατοικιδίων ζώων καί οἱ ἀπαρχές τῶν καρπῶν (βλ. Ἔξ 22,29-30) τά ὁποῖα προσφέρονταν στόν ναό.
2,24. καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.
Κατά τήν ἡμέρα τοῦ καθαρισμοῦ τῆς μητέρας καί τῆς ἀφιερώσεως τοῦ παιδιοῦ οἱ γονεῖς ἐκτός ἀπό τό ποσό τῶν 5 σίκλων πού κατέθεταν στόν ναό, θυσίαζαν ἕνα ἀρνί ἑνός ἔτους καί ἕνα μικρό περιστέρι ἤ τρυγόνι. Ἄν ἦταν φτωχοί, ὁ νόμος ὅριζε νά προσφέρουν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο μικρά περιστέρια (βλ. Λε 12,6.8). Ἀπό τό γεγονός ὅτι στόν στίχο αὐτό ἀναφέρεται μόνο ἡ δεύτερη περίπτωση, συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία ἦταν φτωχοί.
2,25. Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν.
Τό γεγονός τοῦ νομικοῦ καθαρισμοῦ τῆς παναγίας Μητέρας καί τῆς ἀφιερώσεως τοῦ Ἰησοῦ συνδέεται μέ μία συνάντηση. Δύο ἄνθρωποι ἀπό τό ἐκλεκτό κατάλοιπο τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Συμεών καί ἡ Ἄννα, συναντοῦν τόν Μεσσία, τόν ὁποῖο μέ λαχτάρα περίμεναν. Γι’ αὐτό, ἡ ἀντίστοιχη δεσποτική γιορτή πού ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας σαράντα ἡμέρες μετά τά Χριστούγεννα ὀνομάζεται «Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου» (ὑπαπαντή = συνάντηση).
Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Συμεών ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα πού μετέφρασαν τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ἦταν ἀρχιερέας ἤ ραββῖνος, πατέρας τοῦ Γαμαλιήλ. Τά στοιχεῖα αὐτά, ὡστόσο, εἶναι ἀνακριβῆ· προέρχονται κυρίως ἀπό ἀπόκρυφα κείμενα. Ἄν ὁ Συμεών εἶχε σχέση μέ τήν ἱερωσύνη, θά τό δήλωνε μέ σαφήνεια ὁ Λουκᾶς μαζί μέ τά ἄλλα στοιχεῖα τῆς ταυτότητός του. Ὁ Συμεών ἦταν ἕνας ἁπλός καί πιστός ἄνθρωπος, ὅπως οἱ ποιμένες καί ἡ προφήτιδα Ἄννα.
Ἐκτός ἀπό τό ὄνομα καί τόν τόπο κατοικίας του πληροφορούμαστε ἐπίσης ὅτι ἦταν δίκαιος καί εὐλαβής, πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁρισμένοι ἑρμηνευτές θεωροῦν ὅτι ὁ χαρακτηρισμός εὐλαβής ἀναφέρεται στήν σχέση του μέ τόν Θεό, ἐνῶ τό δίκαιος στήν σχέση του μέ τούς ἀνθρώπους. Στήν ἁγία Γραφή ὅμως «δίκαιος» χαρακτηρίζεται καί ὁ εὐλαβής, ὁ εὐσεβής (βλ. σχόλια στό 1,6). Χρησιμοποιοῦνται, δηλαδή, ἐδῶ δύο λέξεις πού ἐκφράζουν τό ἴδιο νόημα (σχῆμα «ἕν διά δυοῖν»).
Ὁ Συμεών ἦταν προσδεχόμενος, πρόσμενε μέ ζωηρό πόθο καί μεγάλη λαχτάρα, τήν παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδή τόν Μεσσία. Τό ρῆμα «παρακαλῶ» σημαίνει «παρηγορῶ, στηρίζω». Γενικά δηλώνει τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στηριγμοῦ καί τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας. Ὁ Συμεών περίμενε νά στείλει ὁ Θεός τόν παράκλητο Μεσσία, γιά νά ἐνισχύσει καί νά καλλιεργήσει τό ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά ἐκπληρώσει τίς προσδοκίες του.
Τονίζεται, τέλος, ὅτι Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν, γιά νά φανεῖ τό προφητικό χάρισμα τοῦ Συμεών. Αὐτός, μετά ἀπό τήν Ἐλισάβετ (1,42-45) καί τόν Ζαχαρία (1,68-79), διακηρύττει ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας.
2,26. καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.
Ὁ Συμεών εἶχε πληροφορία ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου -εἴτε δι’ ἀγγέλου εἴτε δι’ ὁράματος-, ὅτι δέν θά δεῖ θάνατο, δέν θά πεθάνει, προτοῦ δεῖ τόν Μεσσία. Χριστὸς Κυρίου ὀνομάζεται ὁ χρισμένος ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ὁ ἀπεσταλμένος νά φέρει τήν σωτηρία στό γένος τῶν ἀνθρώπων (βλ. 2,11).
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι, πράγματι, ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός.
2,27-28. Καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε.
Ὁ Συμεών ἦλθε ἐν τῷ Πνεύματι, μέ τήν παρακίνηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, στό ἱερό. Τήν ὥρα ἐκείνη ἔφθανε ἐκεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια, γιά νά ἐκτελέσει ὅ,τι ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος. Ὁ Λουκᾶς δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει γιά τήν παρθένο Μαρία καί τόν Ἰωσήφ τήν λέξη γονεῖς. Μ’ αὐτή τήν ἰδιότητα, σύμφωνα μέ τήν θεία βουλή, ἐμφανίζονταν καί ἐνεργοῦσαν κατά τήν στιγμή ἐκείνη.
Ὁ γέροντας Συμεών ὀνομάζεται «θεοδόχος», διότι δέχθηκε στήν ἀγκαλιά του τό θεῖο βρέφος. Ἀκούμπησε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν καρδιά του, πού πλημμυρισμένη ἀπό ἀγάπη καί εὐτυχία ξέσπασε σέ ὕμνο καί δοξολογία.
2,29-32. νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.
Τό ρῆμα «ἀπολύω» (πρβλ. Γέ 15,2· Ἀρ 20,29) εἶναι συνώνυμο μέ τό «ἀναλύω» (βλ. Φι 1,23· Β´ Τι 4,6). Τό «ἀναλύω» κυριολεκτεῖται στούς στρατιῶτες καί στούς ὁδοιπόρους, οἱ ὁποῖοι, ὅταν φθάνουν στόν προορισμό τους, «ἀναλύουν», ξεφορτώνουν τό φορτίο τους. Τό «ἀπολύω» κυριολεκτεῖται στά πλοῖα πού εἶναι δεμένα στό λιμάνι· τά «ἀπολύουν», τά λύνουν γιά νά φύγουν ἀπό τό λιμάνι καί νά ἀνοιχτοῦν στό πέλαγος. Ὁ θάνατος εἶναι μιά ἀνάλυση καί μιά ἀπόλυση. Ἡ ψυχή ξεφορτώνεται τό φορτίο τοῦ σώματος καί ἐλεύθερη ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γῆ αὐτή γιά τό λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ Συμεών ὀνομάζει τόν ἑαυτό του δοῦλον καί ἀπευθύνεται στόν Θεό προσφωνώντας τον δέσποτα. Ἡ ἰδιότητα τοῦ δούλου εἶναι σίγουρα ὅ,τι πιό φοβερό καί ὑποτιμητικό γιά τόν ἄνθρωπο πού πλάστηκε ἐλεύθερος. Γιά τούς πιστούς ὅμως ἀποτελεῖ τίτλο τιμῆς νά ἀποκαλοῦνται «δοῦλοι Κυρίου». Μέ σεμνή καύχηση οἱ ἀπόστολοι ἀναφέρονται σ’ αὐτόν τόν τίτλο (βλ. Ρω 1,1· Φι 1,1· Ττ 1,1· Ἰα 1,1· Ἰδ 1· Ἀπ 1,1).
Ὁ σεβάσμιος γέροντας ἀξιώθηκε νά πάρει στήν ἀγκαλιά του τόν λυτρωτή πού περίμεναν οἱ αἰῶνες. Ἐκπληρώθηκε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τήν θεϊκή ὑπόσχεση, ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία τῆς ζωῆς του. Εἶδε ὄχι μέ τήν πίστη οὔτε μέ τόν πόθο καί τήν ἐλπίδα ἀλλά μέ τά ἴδια τά μάτια του τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Γι’ αὐτό φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἐν εἰρήνῃ.
Ἡ λέξη σωτήριον, πού ἀναφέρεται συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη, σημαίνει γενικά τό σωτήριο καί λυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου ἀλλά καί εἰδικά αὐτόν τόν ἴδιο τόν σωτήρα. Ὅ,τι περίμεναν καί λαχταροῦσαν νά δοῦν ὅλοι οἱ προφῆτες, αὐτό ἀξιώνεται νά δεῖ ὁ Συμεών στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Θεός σχεδίασε καί προετοίμασε τήν σωτηρία γιά ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Στήν καθολικότητα τῆς σωτηρίας ἀναφέρεται ὁ Συμεών λέγοντας ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. Ἀλλά καί στίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρά τό στενό ἐθνικιστικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γίνεται ξεκάθαρα λόγος γιά τήν παγκόσμια σωτηρία. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας μέ σαφήνεια διακηρύσσει· «ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (52,10).
Τό σωτήριον ἀναλύεται σέ φῶς καί δόξαν, καί τό λαῶν σέ ἔθνη καί Ἰσραήλ. Γιά τά ἔθνη, τά ὁποῖα στεροῦνταν τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν θεϊκή ἀποκάλυψη, κατάλληλα λέγεται ὅτι θά τούς δοθεῖ τό φῶς πού θά διαλύσει τά σκοτάδια τῆς πλάνης καί τῆς ἄγνοιας, ὥστε νά λάμψει στά μάτια τους ἡ ἀλήθεια. Ἡ μεσσιανική σωτηρία καί ὁ Μεσσίας ἀναγγέλθηκε ἤδη ἀπό τούς προφῆτες ὡς «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6· 51,4). Γιά τόν Ἰσραήλ, τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας εἶναι δόξα, διότι «ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν» (Ἰω 4,22).
Ὁ ὕμνος τοῦ Συμεών κατέχει ξεχωριστή θέση στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκούγεται ἀπό τόν ἱερέα στό τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ. Στήν κατανυκτική αὐτή ἀκολουθία, πού ὑπενθυμίζει ὅτι ὅπως τελειώνει ἡ ἡμέρα θά τελειώσει καί ἡ ζωή μας, ὁ ὕμνος τοῦ Συμεών ἀποτελεῖ μία προτροπή· νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἕτοιμοι νά παραδώσουμε τόν ἑαυτό μας στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου καί νά βρεθοῦμε μαζί του στήν χώρα τῶν ζώντων.
2,33. Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ.
Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ μέ θαυμασμό ἄκουγαν τά προφητικά λόγια τοῦ Συμεών (πρβλ. Λκ 2,18).
2,34. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
Ὁ γέροντας Συμεών, μέ τό δικαίωμα πού τοῦ ἔδινε ἡ ἡλικία του, εὐλόγησεν τόν Ἰωσήφ καί τήν Μαρία, ἐπικαλέσθηκε γι’ αὐτούς τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Στήν συνέχεια, στράφηκε μόνο πρὸς Μαριάμ, διότι φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα γνώριζε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ ἐνῶ ὁ Ἰωσήφ μόνο ὁ προστάτης τους.
Τό καλύτερο ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα γιά τήν προφητεία τοῦ Συμεών, ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ Κύριος δικαίως χαρακτηρίσθηκε ὡς «λίθος προσκόμματος καὶ πέτρα σκανδάλου» (Ρω 9,33· πρβλ. Ἠσ 8,14)· ὅσοι προσέκρουσαν σ’ αὐτόν ἤ κατρακύλησαν στήν ἄβυσσο ἤ ἐκσφενδονίσθηκαν στά ὕψη τῆς θείας χάριτος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά· «ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (A´ Κο 1,18). Ὅσοι σκανδαλισμένοι ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ σταυροῦ ἀπέρριψαν τόν Χριστό ἀποκόπηκαν ἀπό τήν σωτηρία. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἀσπάσθηκαν τόν σταυρό τοῦ Κυρίου ἔγιναν κοινωνοί τῆς ἀναστάσεώς του. Ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι ἦλθε στόν κόσμο ὡς φῶς. Ὅσοι ἐκτελοῦν πονηρά ἔργα μισοῦν τό φῶς καί τό ἀποφεύγουν. Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι πού συνδέονται μέ τήν ἀλήθεια πλησιάζουν ἄφοβα καί μέ ἀγάπη κοντά του (βλ. Ἰω 3,19-21). Εἶναι γεγονός ὅτι κανένα ὄνομα δέν πολεμήθηκε μέ τόση σκληρότητα, μέ τόση φοβερή μανία, μέ συκοφαντίες βδελυρές καί μέ ἀβυσσαλέα κακία ὅσο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλά καί κανένα ὄνομα δέν ἀγαπήθηκε μέ περισσότερη δύναμη καί συγκινητική ἀφοσίωση ἀπ’ ὅσο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ὅπως χώρισε τήν ἱστορία στήν π.Χ. καί μ.Χ. ἐποχή, ἔτσι διαιρεῖ τήν ἀνθρωπότητα σέ δύο παρατάξεις· Σ’ ἐκείνους πού τόν ἐχθρεύονται καί τόν πολεμοῦν καί σ’ ἐκείνους πού τόν πιστεύουν καί τόν ἀγαποῦν.
2,35. Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
Ὁρισμένοι ἑρμηνευτές, ἐκλαμβάνοντας κυριολεκτικά τήν λέξη ῥομφαία, ὑποστήριξαν ὅτι ἡ Παναγία πέθανε μέ μαρτυρικό θάνατο. Αὐτό ὅμως δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση. Ὁ Συμεών ἐδῶ δέν ἀναφέρεται σέ μαρτύριο τοῦ σώματος ἀλλά τῆς ψυχῆς. Χρησιμοποιεῖ μιά πολύ χαρακτηριστική ἔκφραση, γιά νά προφητεύσει τόν πόνο τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ γιά τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ της. Ἡ προφητεία αὐτή ἐκπληρώθηκε, ὅταν ἡ Παναγία ἀντίκρυσε τόν Ἰησοῦ πάνω στόν σταυρό. Ὁ Συμεών ἔμμεσα προφητεύει ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι παθητός. Ὡς ἀναμάρτητος, βέβαια, ἦταν ἀθάνατος. Ἑκούσια ὅμως ὑπέμεινε τήν σταύρωση καί τήν ταφή, γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία. Μέ τήν προφητεία τοῦ Συμεών προετοιμάζεται καί ἡ Παρθένος γιά τήν θλίψη πού θά τρυπήσει τά σωθικά της.
Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Κυρίου ἔκανε, πράγματι, φανερούς τούς διαλογισμούς πολλῶν, κατά τήν προφητεία τοῦ Συμεών ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Ἡ διαφορετική στάση πού κράτησαν ἔναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου οἱ δύο ληστές (βλ. Λκ 23,39-43), ἡ ὁμολογία τοῦ ἑκατοντάρχου (βλ. Μθ 27,54· Μρ 15,39· Λκ 23,47), ἡ παρρησία τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία (Μθ 27,57· Μρ 15,43· Λκ 23,50· Ἰω 19,38), ἀλλά καί ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα (Μθ 26,47-51· Μρ 14,43-46· Λκ 22,47-48· Ἰω 18,3-5), ἀποτελοῦν κάποιες ἀπό τίς ἐκπληρώσεις αὐτῆς τῆς προφητείας.
2,36-37. Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν.
Στήν σειρά τῶν προφητῶν πού προφητεύουν γιά τόν Ἰησοῦ προστίθεται τώρα καί μία σεβάσμια χήρα. «Προφήτευσε ὁ Συμεών, εἶχε προφητεύσει ἡ παρθένος, εἶχε προφητεύσει ἡ ἔγγαμος (Ἐλισάβετ), ἔπρεπε νά προφητεύσει καί ἡ χήρα, ὥστε νά μήν παραλείπεται καμία κατάσταση τῆς ζωῆς καί κανένα φῦλο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς δίδει τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῆς χήρας. Ὀνομάζεται Ἄννα, ὄνομα ἑβραϊκό πού σημαίνει «χάρις», καί χαρακτηρίζεται προφῆτις. «Προφήτης» εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχοντας Πνεῦμα ἅγιο μέ τόν λόγο του παρηγορεῖ, οἰκοδομεῖ, στηρίζει, καί ἐπιπλέον πολλές φορές ἀποκαλύπτει μυστικά καρδιῶν ἤ προφητεύει τά μέλλοντα (βλ. A´ Κο 14,1-5). Ἡ Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ καί ἀνῆκε στήν φυλή τοῦ Ἀσήρ. Ἦταν προχωρημένης ἡλικίας. Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια ἔγγαμου βίου ἔμεινε χήρα. Τό ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων ἴσως ἀναφέρεται στά χρόνια τῆς χηρείας της, ἀλλά τό πιθανότερο προσδιορίζει τήν ἡλικία της.
Ἡ ἔκφραση οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι κατοικοῦσε στό ἱερό. Μέ ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς ὁ Λουκᾶς δείχνει ὅτι ἡ Ἄννα ἐπίμονα λάτρευε τόν Θεό μέ νηστεῖες καί προσευχές· δέν παρέλειπε καμία ἀπό τίς ἀκολουθίες πού γίνονταν στό ἱερό.
Ἡ σεβάσμια ἡλικία της, ἡ τίμια χηρεία της καί ἡ μεγάλη της ἀφοσίωση στόν Θεό τήν καθιστοῦσαν ἄξια τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος.
2,38. καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἰερουσαλήμ.
Τήν ὥρα πού ὁ Συμεών προφητεύει, ἡ Ἄννα ἐπιστᾶσα, ἀφοῦ στάθηκε κοντά, ὡς δεύτερος μάρτυρας ἕνωσε μαζί του τήν προφητεία καί τήν εὐχαριστία της πρός τόν Κύριο. Εἶναι γραφικός ὁ λόγος· «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15).
Ἡ πρόθεση «ἀντί» στό ρῆμα ἀνθωμολογεῖτο περιέχει τήν ἔννοια τῆς ὀφειλομένης εὐχαριστίας γιά κάποια εὐεργεσία. Δέν διασώζει τά λόγια τῆς Ἄννας ὁ εὐαγγελιστής. Πιθανόν ὅμως ἡ εὐλαβής γερόντισσα ἐπανέλαβε τήν προφητεία τοῦ Συμεών. Μετά τήν ἀποχώρησή της ἀπό τό ἱερό ἐλάλει περὶ αὐτοῦ, μιλοῦσε γιά τόν Ἰησοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν, σέ ὅλους ἐκείνους πού μέ λαχτάρα περίμεναν τήν λύτρωση πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Ταπεινά καί μυστικά γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ἀλλά ὁ οὐρανός διακήρυξε τό γεγονός μέ τό ἀστέρι καί τούς ἀγγέλους. Παρόμοια τώρα ὁ Συμεών καί ἡ Ἄννα ἀποκαλύπτουν σ’ ἐκείνους πού μέ λαχτάρα περίμεναν τόν Μεσσία ποιό εἶναι αὐτό τό βρέφος πού ἀνεπίσημα, σάν ἕνα τυχαῖο Ἑβραιόπουλο, ἔρχεται στό ἱερό. Διαβεβαιώνουν ὅτι εἶναι αὐτός πού κατά τήν ἐποχή τοῦ Σολομῶντος σάν φωτεινή νεφέλη κάλυψε τόν τότε νεόκτιστο ναό. Τώρα τό ἀπρόσιτο μεγαλεῖο του κρύβεται κάτω ἀπό τά φτωχικά σπάργανα μέσα στήν ἀγκαλιά μιᾶς ταπεινῆς μητέρας, διότι ποιά σαρκικά μάτια θά ἄντεχαν νά ἀντικρύσουν τήν θεία του δόξα καί τήν συνοδεία τῶν ἀγγέλων του;
2,39. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.
Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ παρθένος Μαρία ἀφοῦ τέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, τά σχετικά μέ τόν καθαρισμό τῆς μητέρας καί τήν ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ, τόν μόνιμο τόπο διαμονῆς τους.
Ὁ στίχος αὐτός χρησιμοποιήθηκε ἀπό ὁρισμένους ὡς ἐπιχείρημα κατά τῆς ἀξιοπιστίας καί θεοπνευστίας τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου. Ἐπισήμαναν στό σημεῖο αὐτό δῆθεν διαφωνία τοῦ κατά Λουκᾶν πρός τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἱστορεῖ τήν προσκύνηση τῶν μάγων, τήν σφαγή τῶν νηπίων καί τήν φυγή στήν Αἴγυπτο (βλ. κεφ. 2). Ἐντούτοις, δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία διαφωνία ἤ ἀντίφαση. Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο Εὐαγγελίων μᾶς βοηθᾶ νά ἀνασυνθέσουμε ὅλο τό σκηνικό τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωσήφ, ἐνημερωμένος μέ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γιά τό θεϊκό σχέδιο πού καλεῖται νά ὑπηρετήσει ὡς προστάτης τοῦ Μεσσία, ἀποφασίζει νά ἀφοσιωθεῖ σ’ αὐτό τό ἔργο. Ἡ ἀναγκαστική μετακίνησή του στήν Βηθλεέμ λόγῳ τῆς ἀπογραφῆς τοῦ δίνει τήν ἀφορμή νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κακόφημο χωριό τῆς Ναζαρέτ ἀλλά καί ἀπό τά παιδιά του πού πλέον εἶχαν ἐνηλικιωθεῖ καί μποροῦσαν νά ζήσουν μόνα τους. Μαζί του ὁ Ἰωσήφ παίρνει καί τήν παρθένο Μαρία, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως ὡς γυναίκα δέν ἦταν ὑποχρεωμένη νά ἀπογραφεῖ.
Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰωσήφ ὡς «τέκτων», δηλαδή τεχνίτης, βρῆκε εὔκολα δουλειά καί ἐγκαταστάθηκε στήν Βηθλεέμ. Ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν μαζί μέ τό βρέφος καί τήν μητέρα του γιά νά τελέσουν τόν σαραντισμό στόν ναό τῶν Ἰεροσολύμων (βλ. Λκ 2,22-38) καί ἐπιστρέφουν καί πάλι στήν Βηθλεέμ, «εἰς τήν οἰκίαν», ὅπου κατά τόν Ματθαῖο (2,11) οἱ Μάγοι βρῆκαν τόν νεογέννητο βασιλιά. Βέβαια οἱ Μάγοι χρειάστηκαν περίπου ἕνα ἑξάμηνο ἤ ἴσως καί ἕνα χρόνο γιά νά ἑτοιμαστοῦν καί νά πραγματοποιήσουν τό μακρινό ταξίδι τους «ἀπὸ ἀνατολῶν» (Μθ 2,1). Ὁ Ἡρώδης πού «ἠκρίβωσε παρ’ αὐτῶν τὸν χρόνον» γιά νά εἶναι σίγουρος ὅρισε νά σφαγοῦν τά παιδιά «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω». Μετά τήν προσκύνηση τῶν Μάγων ὁ Ἰωσήφ, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, παραλαμβάνει τό παιδί καί τήν μητέρα του, ἐγκαταλείπει τήν Βηθλεέμ καί ἀναχωρεῖ γιά τήν Αἴγυπτο (βλ. Μθ 2,13-14).
Ὅταν ὁ κίνδυνος γιά τήν ζωή τοῦ νεογέννητου ἐξέλιπε, ἀφοῦ πέθανε ὁ Ἡρώδης, ὁ Ἰωσήφ παίρνει πάλι ἐντολή νά ἐπιστρέψει (βλ. Μθ 2,19-21). Σχεδιάζει νά ἐγκατασταθεῖ στήν Βηθλεέμ μέχρι νά τόν κατευθύνει καί πάλι ὁ Θεός, ἀλλά φοβᾶται τόν καινούργιο βασιλιά τῆς Ἰουδαίας, τόν Ἀρχέλαο, γιό τοῦ σφαγέα Ἡρώδη. Μέ θεία παρότρυνση κατευθύνεται πρός τήν Γαλιλαία καί ἐγκαθίσταται στήν Ναζαρέτ. Ἐκπληρώνεται ἔτσι ἡ προφητεία «ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» ὁ Μεσσίας (βλ. Μθ 2,21-23). Αὐτό ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· νά ὀνομάζεται ὁ Ἰησοῦς Ναζωραῖος, νά νομίζεται υἱός Ἰωσήφ, «ἄχρι καιροῦ», μέχρι νά ἀποκαλυφθεῖ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Ὁ Λουκᾶς παραλείπει ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος καί φθάνει ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου κλείνει ἡ ἱστορία τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ, μέ τήν ἐγκατάσταση τῆς ἁγίας οἰκογενείας στήν Ναζαρέτ. Ἐκεῖ θά διαμένει ὁ Ἰησοῦς μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα γιά τήν δημόσια δράση του.
2,40. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό.
Στήν διήγηση τοῦ κατά Λουκᾶν συναντοῦμε ἐκφράσεις πού χαρακτηρίζουν τά διάφορα στάδια τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως· «καρπὸς τῆς κοιλίας» (1,42)· «βρέφος» (2,12)· «παιδίον» (2,40)· «παῖς» (2,43), «ἀνὴρ» (24,19). Οἱ ἐκφράσεις αὐτές σημειώνουν ὅτι ὁ Κύριος δέν ἐμφανίσθηκε μέ πλῆρες ἀνάστημα, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι. Ἀκολούθησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος τήν φυσική αὔξηση, ἁγιάζοντας καί τήν βρεφική καί τήν παιδική ἡλικία.
Ἡ ἔκφραση τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Λουκᾶ καί γιά τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο (βλ. 1,80). Σημαίνει τήν σωματική ἀνάπτυξη καί τήν πνευματική ὡρίμανση πού παρουσιάζει ἕνα παιδί καθώς μεγαλώνει. Ἡ θεότητα, βέβαια, πού ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, παρέμενε ἄτρεπτη.
Ὁ θεόπνευστος συγγραφέας προσθέτει πληρούμενον σοφίας, γιά νά δηλώσει ὅτι μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων τελειοποιοῦνταν ἡ σοφία πού εἶχε ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος. Ὅπως τό σῶμα του παρουσίαζε μία φυσιολογική ἀνάπτυξη, ἔτσι καί ἡ διάνοιά του δεχόταν σταδιακά διάφορες γνώσεις. Σέ κάθε ἡλικία, βέβαια, εἶχε τήν τέλεια μορφή τῆς γνώσεως πού κανείς ἄλλος ἄνθρωπος δέν τήν εἶχε σ’ αὐτό τόν βαθμό. Δέν θέλησε ὅμως νά κάνει χρήση τῆς παντογνωσίας του. Προόδευε στήν σοφία μέσα ἀπό τίς ποικίλες ἐμπειρίες πού εἶχε ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τήν θεία του δύναμη (πρβλ. στ. 52).
Ἡ λέξη χάρις δηλώνει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τήν πλήρη εὐαρέσκειά του πρός τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ, τόν ἀγαπητό Υἱό του.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν, τόμ. Α΄, σελ. 108-121.
Ἀναζητώντας τήν εὐτυχία
Μιά πανανθρώπινη ἀγωνία
Ἡ λέξη πού συμπυκνώνει στό νόημά της τόν μεγαλύτερο πόθο τοῦ ἀνθρώπου, τόν ποθεινότερο στόχο του, ἀλλά καί τό ἄπιαστο συνήθως ὄνειρό του, εἶναι ἡ λέξη εὐτυχία. Ποιό ὅμως εἶναι τό ἀκριβές περιεχόμενο αὐτῆς τῆς λέξεως, δέν μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νά τό καθορίσει κι ἴσως γι’ αὐτό δέν μπόρεσε ποτέ νά τήν βρεῖ μόνος του. Ἔτσι τό ἐρώτημα παραμένει πάντα ἀνοιχτό σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μακριά ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶναι ἡ εὐτυχία καί ποῦ μπορῶ νά τήν βρῶ; Αὐτό ἦταν τό ἐρώτημα πού διετύπωσε ὁ πλούσιος νέος –τύπος ὅλων τῶν νέων ὅλων τῶν ἐποχῶν– στόν θεάνθρωπο Κύριο, ὅταν τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἐρώτηση φωτίζει τό πρόβλημα μοναδικά. Μέσα στήν ἔκφραση «αἰώνιος ζωή» δίνεται ἁπλᾶ τό πλῆρες καί ἀκριβές περιεχόμενο τῆς εὐτυχίας· μία ζωή, πού νά εἶναι ὄντως ζωή, καί νά εἶναι ἀτελείωτη. Τό σημαντικό ὅμως δέν εἶναι αὐτό· τό σημαντικό εἶναι ἡ ἀπάντηση πού δίνει ὁ Κύριος· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι». Ἄν θέλεις, λοιπόν, νά εἶσαι τέλειος· νά τί σημαίνει εὐτυχία, γιά κεῖνον πού μᾶς ἔπλασε καί ξέρει καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τίς ἀνάγκες μας· ἡ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό θά πεῖ, ἡ ὁλοκλήρωσή του καί ἡ ἐκπλήρωση τοῦ ἀνώτερου προορισμοῦ του.
Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι ἡ τελειότητα συνδέεται μέ τήν εὐτυχία. Κι ἄν ἀκόμη ἦταν δυνατόν νά δώσουμε μία ἄπειρη εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, δέν θά 'ταν εὐτυχισμένος ἄν δέν ἦταν τέλειος. Γιατί δέν θά εἶχε δεκτικότητα νά δεχθεῖ τήν εὐτυχία· δέν θά εἶχε τρόπο νά τήν ἀπολαύσει. Γι’ αὐτό, ὅσο αὐξάνει ἡ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόσο αὐξάνει καί ἡ δύναμη, ἡ δεκτικότητα νά ἀπολαμβάνει τήν εὐτυχία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν τελειότητα, τότε ἔχει ὅλες τίς δυνατότητες καί ὅλες τίς συχνότητες νά ἐπικοινωνεῖ, νά ἐναρμονίζεται μέ τήν εὐτυχία, ἡ ἴδια δέ ἡ τελειότητά του γίνεται ἡ πηγή τῆς εὐτυχίας καί τῆς χαρᾶς του.
Ὄχι καλός ἀλλά πιστός
Ἀλλά ἄς δοῦμε τά πράγματα ἀπό κοντά. Ἕνας πλούσιος νέος πλησιάζει τόν Ἰησοῦ καί ρωτᾶ μέ ἀγωνία: «τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω αἰώνια ζωή;». Εἶναι νέος καί ὅμως δέν χορταίνει μέ τά νιάτα του, εἶναι πλούσιος καί ὅμως δέν ἱκανοποιεῖται μέ τά πλούτη του, εἶναι καί ἀξιωματοῦχος, ἄρχοντας, ἀλλά δέν τόν ἀναπαύει τό ἀξίωμά του. Καί ὁ Διδάσκαλος δίνει τήν πρώτη ἀπάντηση· ἡ εὐτυχία βρίσκεται στήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν πού ἔδωσε ὁ Θεός μέ τόν Δεκάλογο. Στόν Νόμο εἶναι γραμμένο νά μή μοιχεύσεις, νά μή φονεύσεις, νά μή κλέψεις, νά μή ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου. Καί ὁ πλούσιος ἄρχοντας νέος, εὐχαριστημένος ἀπαντᾶ στόν Κύριο καί βεβαιώνει ὅτι ὅλα αὐτά τά φύλαξε καί μάλιστα «ἐκ νεότητός του», ἀπό παιδί ἀκόμη. Σπουδαῖος στ’ ἀλήθεια, συμπαθέστατος ὁ νέος αὐτός· γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἔρριξε ἕνα βλέμμα καί τόν συμπάθησε, τόν ἀγάπησε. Κι εἶναι πολύ συμπαθής καί ἀγαπητός αὐτός πού ἀπό τά νιάτα του, ἀπό τά παιδικά του χρόνια, φυλάγει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἐξομολογεῖται στόν Κύριο ὁ νέος: Κύριε, προσπάθησα νά ρυθμίσω τή ζωή μου σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δέν μόλυνα τά χέρια μου μέ αἵματα ἀθώων ὑπάρξεων. Δέν πρόσβαλα τήν οἰκογενειακή τιμή τοῦ ἄλλου. Δέν ἀδίκησα. Δέν ἔκλεψα. Δέν πῆγα στά δικαστήρια νά ψευδορκήσω, νά ψευδομαρτυρήσω. Δέν ἀσέβησα στούς γονεῖς μου, ἀλλά τούς τίμησα καί τούς σεβάστηκα. Ἀλλά αὐτά ὅλα ἄραγε φθάνουν, γιά νά μοῦ δώσουν τό εἰσιτήριο γιά τήν αἰώνια ζωή; Μήπως ἔχω κάποια ἠθική ἔλλειψη; «Κύριε, τί ἔτι ὑστερῶ;». Ὅλες τίς ἐντολές τίς τηρεῖ ὁ νέος, ἀλλά δέν χορταίνει. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει νά κάνει κάτι ἀκόμη. Γιατί; Γιατί ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι εἶναι μόνο καλός ἄνθρωπος. Δέν φτάνει ὅμως νά εἶσαι μόνο καλός ἄνθρωπος, ὅπως γίνεται φανερό ἀπό ὅλη τή Γραφή καί κηρύσσεται καθαρά ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν αὐτό μόνον ἔφτανε, γιατί ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο; Χρειάζεται νά εἶναι κανείς καλός ἄνθρωπος, ἀλλά τό τέλειο εἶναι ὁ σύνδεσμός μας μέ τόν Χριστό, κι αὐτό σημαίνει νά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Νά εἴμαστε καλοί μέ τή συνείδηση, ἀλλά νά γίνουμε καί πιστοί μέ τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά μυστήριά του. Δέν ἦλθε ὁ Χριστός νά ἱδρύσει ἕνα καλοκομεῖο καί νά μαζέψει τούς καλούς ἀνθρώπους. Ἦλθε νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα του, τό κράτος του, ἡ βασιλεία του. Καί ἐκεῖ νά συγκεντρώσει ὅλους ἐκείνους πού λαχταροῦν γιά εὐτυχία καί πού ἔχουν ἀνάγκη γιά τελειότητα καί γιά αἰώνια ζωή. Μ’ αὐτό τόν σύνδεσμό του μέ τόν ἀρχηγό, μέ τόν Χριστό μας, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν αἰώνια ζωή.
Αὐταπάρνηση καί θυσία
Πῶς ὅμως θά γίνει αὐτό; Γιατί δέν φτάνει νά ξέρεις ποῦ εἶναι ἡ εὐτυχία· πρέπει καί νά βρεῖς τόν δρόμο καί τό θάρρος, γιά νά τήν φθάσεις. Τό καθορίζει ὁ Κύριος μέ τή δεύτερη ἀπάντηση πού δίνει στόν νέο: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Τό βάρος τῆς περικοπῆς πέφτει στό δεύτερο σκέλος τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, «ἀκολούθει μοι», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στή γεμάτη ἀγωνία ἀναζήτηση τοῦ νέου γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό πρῶτο σκέλος «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς», δέν εἶναι παρά ἡ προϋπόθεση καί ἡ προπαρασκευή γι’ αὐτό, στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ τόν νέο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς γίνεται τό λάθος· οἱ περισσότεροι μένουν σ’ αὐτή τή δευτερεύουσα πρόταση καί βλέπουν στήν περικοπή ἕνα κήρυγμα ἐλεημοσύνης καί ἔμπρακτης φιλανθρωπίας, ἤ ἀκόμη ἕνα κήρυγμα παρατάξεως τοῦ πλούτου καί καταδίκης τῶν πλουσίων. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη. Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν πλούσιο νέο εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία. Καί γνωρίζει σάν παντογνώστης ὅτι γιά αὐτήν τήν συγκεκριμένη ψυχή, πού ἔχει ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει, ἡ φλογερώτερη ἀπόδειξη τῆς ἐπιθυμίας του γιά τελειότητα, γιά αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό καί τοῦ λέει: «πήγαινε καί πούλησε τά ὑπάρχοντά σου». Ἴσως ἄν εἶχε μπροστά του κάποιον ἄλλο, ἡ προτροπή θά ἦταν διαφορετική· θά εἶχε ὅμως πάντα γνώρισμα τήν αὐταπάρνηση, τό σταύρωμα τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐξ ἄλλου ὁ πλοῦτος αὐτός καθ' ἑαυτόν εἶναι πάντοτε μιά ἀπό τίς μεγάλες ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπό τήν περιουσία του. Δέν χρειάζεται μάλιστα κἄν νά πρόκειται γιά περιουσία· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπ’ αὐτά πού θεωρεῖ δικά του. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τά πράγματα, μέ τό περιβάλλον του, καί εἶναι πάντα πράξη θυσίας ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάρνηση, νά μπορεῖς νά ἀρνηθεῖς αὐτό μέ τό ὁποῖο εἶσαι συνδεδεμένος. Στήν περίπτωση τοῦ πλουσίου νέου ὁ Κύριος μ’ ἕνα ἁπλό βλέμμα διασχίζει ὅλη τήν ὕπαρξή του καί φτάνει στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του. Τόν συμπάθησε. Διακρίνει ὅμως μέσα του, μέσα στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του μιά φρικτή ἀρρώστια, διακρίνει τή φιλαργυρία. Αὐτή ἡ ἀρρώστια τόν κρατάει δεμένο καί δέν τόν ἀφήνει νά φτερουγίσει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο παντογνώστης ὁ Κύριος, εἶναι καί ἰατρός. Δέν περιορίζεται σέ μιά ἁπλή διάγνωση. Δίνει καί τό κατάλληλο φάρμακο. Καί τό φάρμακο ἐναντίον τῆς ὀλέθριας ἀρρώστιας τῆς φιλαργυρίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐκείνη πού φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νά θυσιάσει τά πάντα γιά τούς πάσχοντες ἀδελφούς. Φάρμακο πολύ δραστικό, πού θεραπεύει ὁριστικά τήν κατάσταση. Ἀλλά ὁ νέος τρέμει. Ὁ λόγος εἶναι τρομερός. Εἶναι πολύ πικρό τό φάρμακο γιά τίς φιλάργυρες ψυχές. Ὁ ἄρρωστος δέν θέλει νά πάρει ἀπό τόν Χριστό τό σωτήριο φάρμακο, νά θεραπευθεῖ καί νά σωθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ νέος «ἀπῆλθε στυγνάζων».
Γιατί φεύγουν;
«Στυγνάζοντες» φεύγουν καί σήμερα πολλοί μετά ἀπό μιά γνήσια ἐπαφή μέ τό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι ὅμως φεύγουν χαίροντες. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τή διάθεση νά ἐγκαταλείψουν ὅ,τι κακό καί ἄσχημο καί ἐπικίνδυνο κρατοῦν καί νά δεχθοῦν αὐτό πού προσφέρει ὁ Χριστός. Στυγνάζοντες φεύγουν ὅσοι θέλουν βέβαια τόν Χριστό, θέλουν τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά ἐννοοῦν νά κρατήσουν καί κάτι δικό τους, κάτι πού ἀγάπησαν καί συνδέθηκαν μ’ αὐτό. «Στυγνάζων» ἔφυγε ὁ νέος καί φεύγουν κι ὅλοι ὅσοι δέν ἀντέχουν τήν αὐταπάρνηση. Ὄχι γιατί δέν τούς ἱκανοποιεῖ ἡ ἀπάντηση, ἀλλά γιατί δέν βρίσκουν τή δύναμη νά τήν πραγματώσουν· γιατί ἔχουν ἄρρωστη θέληση.
Ἄρρωστοι, ἄλλοι λίγο κι ἄλλοι περισσότερο, εἴμαστε ὅλοι. Ἀρρώστιες εἶναι τά ψυχοφθόρα πάθη, πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, νά γίνουμε μαθητές του. Ὁ καθένας ἔχει κάποια ἔλλειψη, τήν ἀχίλλειο πτέρνα του, θά ἔλεγα, τήν ἀδύνατη πλευρά τοῦ χαρακτῆρος του. Ἀλλά ἡ πίστη μας εἶναι πίστη τῶν τελείων. Μᾶς δείχνει τίς κορυφές τῆς ἀρετῆς καί μᾶς λέει: - Ἐμπρός, βαδίζετε διαρκῶς πρός τά ἄνω, γίνεσθε τέλειοι! Κι αὐτός πού τολμᾶ ἀνεβαίνει.
Μ’ αὐτές τίς ἀναλύσεις καταλήγουμε στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Φυσικά ἡ τελειότητα δέν περιορίζεται στά στενά πλαίσια τῆς ἐλεημοσύνης. Οὔτε μόνο στήν ἀγάπη. Βρίσκεται ὅμως στό «ἀκολούθει μοι», στή γεμάτη ὑποταγή μίμηση τοῦ Σωτῆρος. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς θυσίας, πού προϋποθέτει αὐτή ἡ μίμηση καί πού εἶναι πολύ εὐκολώτερη ἀπό αὐτήν. Ἄν δέν ἔχεις τή διάθεση νά πτωχεύσεις ἑκούσια, οὐδέποτε θά βρεῖς τόν δρόμο νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Καί ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος, ἡ τελειότης δέν μετρᾶται μέ τό μέγεθος τῆς ἀνέχειας καί τῆς κακοπάθειας, ἀλλά μέ τήν ποιότητα καί τό ὕψος τῆς θυσίας. Ὅταν τό ζενίθ τῆς αὐταπαρνήσεώς σου βρίσκεται στήν ἀπάρνηση τοῦ πλούτου, εἶναι αὐτή πού θά σέ φέρει πιό κοντά στήν τελειότητα, γιατί σέ φέρνει πιό κοντά στόν Χριστό.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 145-146
Ψυχή καί Χριστός
«Anima naturaliter christiana est», εἶπε κάποτε ὁ σοφός Τερτυλλιανός καί ἀπό τότε πολλές φορές ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἐπαλήθευσε αὐτόν τόν λόγο. «Ἡ ψυχή εἶναι ἀπό τήν φύση της χριστιανική», εἴτε ἀνήκει σέ χριστιανό εἴτε ὄχι, διότι ἔτσι ἔχει βγεῖ μέσα ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, νά ἀναπαύεται μόνο στόν ἐν Χριστῷ Θεό. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ ζωή τῆς χάριτος, πού αὐτός χαρίζει, ἀποτελοῦν τό μόνο ἔνδυμα πού τήν καλύπτει, τήν μόνη τροφή πού τήν χορταίνει, τό μοναδικό καθεστώς πού τήν ἰσορροπεῖ.
Φαίνεται αὐτό πρῶτα-πρῶτα ἀπό τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τίς ἀνησυχίες του, πού τόν σπρώχνουν νά παίρνει χίλιους δρόμους ψάχνοντας τήν εὐτυχία, καί ἀπό τίς ἀπογοητεύσεις του, πού τόν γεμίζουν πικρία, καθώς φθάνει κάθε φορά στά σκληρά ἀδιέξοδα. Κυνηγᾶ τήν δόξα ὁ φιλόδοξος, τό χρῆμα ὁ φιλάργυρος, τήν ἡδονή ὁ φιλήδονος, μέ πάθος καί μανία, ἀλλά γιατί ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται ἀπό τό θήραμά του; Γιατί ὅσο πιό πολύ κορέννεται, τόσο πιό ἄδειος νιώθει, ὅσο πιό ἀδηφάγα ρουφᾶ, τόσο πιό ἄπληστα διψᾶ; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρανή μαρτυρία πώς κάτι ἄλλο ζητᾶ, ἄπειρο καί αἰώνιο καί πολύ προσωπικό, κάτι πού θά ἀναγνωρίσει καί θά τιμήσει τήν ἀξία τῆς ὑπάρξεώς του περισσότερο ἀπό τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού θά ἀσφαλίσει τήν ζωή του καλύτερα ἀπό τό χρῆμα, κάτι πού θά γλυκάνει τό εἶναι του βαθύτερα καί δυνατώτερα ἀπό τήν ἡδονή;
Λέει ὁ ἄφρονας πλούσιος στήν ψυχή του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λκ 12,19). Ἀλλά ἡ ψυχή μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ξεκουράζεται· μόνο φορτώνεται καί βαραίνει. Δέν εὐφραίνεται· μόνο ταράσσεται καί ὑποφέρει. Διότι ἐκεῖνο πού τῆς λείπει καί ἐκεῖνο πού τῆς χρειάζεται εἶναι τά ἀγαθά ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί στόν ὁποῖο ἀνήκει· ἀγαθά ὄχι τῆς γῆς, ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε ἁπλῶς «πολλά», ἀλλά ἀτελεύτητα, καί ὄχι μόνο γιά «ἔτη πολλά», ἀλλά γιά τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ναί, ἐκεῖνο πού λαχταρᾶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὁ Θεός.
Ποιός θεός ὅμως; Μέσα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἱστορίας ἀναδύονται ἑκατοντάδες θεοί, μέ ποικίλες μορφές, ἀναιρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος, μέχρι σήμερα δέν θά βρεῖτε οὔτε ἕνα λαό οὔτε μία ἐποχή χωρίς θεό. Ἀλλά δέν θά βρεῖτε ἐπίσης οὔτε καί τήν ἱκανοποίηση τῆς ψυχῆς. Στέκεται ἡ ψυχή κάθε φορά μέ πόθο καί δέος μπροστά στήν θεότητα πού ὑψώνει, γιά νά στραφεῖ σέ λίγο ἀπογοητευμένη ἀλλοῦ, ἀναζητώντας ξανά καί ξανά τόν ἄγνωστο θεό της. Νεκροί καί ψεύτικοι οἱ θεοί τῶν ἀνθρώπων! Διότι δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ θεοί πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν γιά τόν δικό τους ἑαυτό, στομώνοντας ἔτσι μέ σκύβαλα τήν θεϊκή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους. Δέν εἶναι ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός, πού θέλει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι τά φόβητρα καί τά θέλγητρα τῶν ἀνθρώπων, πού θεοποιοῦνται γιά νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία τους.
Ρίξτε ἕνα βλέμμα στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἰνδία, στήν ζούγκλα τῆς Ἀφρικῆς καί στόν κάμπο τῆς Μεσοποταμίας θεός γίνεται ὁ ἥλιος καί ὁ ποταμός, τό φετίχ καί τό τοτέμ, ὅσα συντηροῦν καί ὅσα ἀπειλοῦν τήν ἀνθρώπινη ζωή. Στήν Ἑλλάδα; Ἀποθεώνονται οἱ ἀρετές, ἀλλά καί τά πάθη· καί ἐπειδή ἕνας θεός δέν μπορεῖ νά παίζει ὅλους τούς ρόλους, γεννιοῦνται πολλοί, ἄλλοι ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, γιά νά εὐνοοῦν τίς ἀνώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, καί ἄλλοι ἀπό τά ὑπογάστριά του, γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς κατώτερες ὁρμές. Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαῖοι, στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀληθινός Θεός, ὅταν ξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταντοῦσαν σέ μία ἀνούσια τυπολατρία καί ἀλλοίωναν τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου του σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους. Κι ἐκεῖνοι ὅμως πού πίστευαν μέ μία ἁγνή πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν χόρταιναν μ' αὐτήν τήν πίστη, ἀλλά προσδοκοῦσαν καί καρτεροῦσαν τήν συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική συνάντηση μαζί του.
Καί ὁ Θεός ἦλθε. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανέρωσε ποιός εἶναι καί μᾶς κάλεσε νά τόν γνωρίσουμε. Ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση βεβαιώνουν μέ τήν ἐμπειρία τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς ψυχῆς μας καί μαρτυροῦν ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι ὄχι ἁπλῶς θεϊκή, ἀλλά χριστιανική, διότι θεός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πόσο πλανῶνται ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἐφησυχάζουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄθεοι, ἀλλά πιστεύουν σέ μία ἀνώτερη δύναμη, σέ κάποιο ὑπερβατικό ὄν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐφόσον παραμένουν ἄπιστοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον δέν θέλουν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μάταια βαυκαλίζονται ὅτι ἔχουν Θεό. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καί αὐτοί ἄθεοι, ὅσους θεούς κι ἄν ἐπικαλοῦνται.
Ἐνασμενίζονται νά νομίζουν μερικοί στήν ἐποχή μας ὅτι ὅλη αὐτή ἡ κίνηση καί ἡ ἀνακίνηση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού παρατηρεῖται, ἡ ἕλξη καί ἡ γοητεία τῶν γκουρού, ἡ διάδοση τῆς μαύρης καί τῆς λευκῆς μαγείας, ἡ ἔξαρση τῆς θρησκευτικῆς μουσικῆς, ἀποτελοῦν δείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν Θεό. Χαίρονται οἱ ἀφελεῖς καί φιλοσοφοῦν οἱ κουλτουριάρηδες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἀκριβῶς τά δείγματα πού δείχνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν Θεό καί γι' αὐτό φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιους καί ὅλο πιό ἀπατηλούς θεούς. Τό θεῖον δέν τό ἀσφαλίζει οὔτε τό ὄνομα οὔτε ἡ λατρεία οὔτε τό ἱερατεῖο. Μπορεῖ αὐτά νά εἶναι τά πιό ἰσχυρά ὑποκατάστατα, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, πού ἀφήνουν γυμνή τήν ψυχή, πεινασμένη καί ἀπορρυθμισμένη μέσα στίς ἀπεγνωσμένες ἀναζητήσεις της.
Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός δέν εἶναι ὁ Ἀλλάχ οὔτε εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ σύμπαντος οὔτε μία συγκεχυμένη δύναμη πού μπορεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, ὅσο καί πουθενά. Εἶναι ἕνας συγκεκριμένος Θεός, πού μπῆκε στήν ἱστορία μας, μᾶς ἔδωσε τά διαπιστευτήριά του, μᾶς ἔδειξε τήν τέλεια ἀγάπη του καί ζήτησε τήν καρδιά μας. Ὁ Θεός αὐτός ἔχει πρόσωπο, ἔχει εὐαγγέλιο, ἔχει σχέδιο καί ἀναπτύσσει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀγκαλιά του ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας, ἀπό τά τρυπημένα χέρια του παίρνει ζωή, μέ τόν λόγο του στηρίζεται, στήν παρουσία του εὐφραίνεται «ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς» (Σοφονία 3,17). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καί ἡ ψυχή μας ἀπό τήν φύση της τοῦ ἀνήκει.
Ἄν ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ τό φανερώνει αὐτό μιά φορά, τό διατρανώνει πολλές φορές ἡ ὑποταγή στόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί γευθεῖ πόσο χρηστός εἶναι ὁ Κύριος, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ὅταν χρειαστεῖ γιά τό ὄνομά του νά ἀντιμετωπίσει διωγμούς, νά σηκώσει σταυρούς, νά ὑποστεῖ θυσίες καί θλίψεις, δέν ἀνταλλάσσει τόν Χριστό μέ καμία ἄνεση καί καμία δόξα. Ἀλλά τό πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ὄχι μόνον ὑπομένει, ἀλλά ξέρει καί νά χαίρεται στά παθήματά του. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἀναφαίρετη καί πεπληρωμένη χαρά τοῦ χριστιανοῦ, πιό ἱκανό νά μᾶς πείσει γιά τόν σύνδεσμο πού ἔχουν ἡ ψυχή καί ὁ Χριστός;
Τό μήνυμα αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει ἄμεσα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλοτε μέ τήν ἀγωνία του μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς καί ἄλλοτε μέ τήν ἱλαρότητά του μέσα στόν ἀγώνα γιά τήν θέωση. Ὁ κόσμος ἀναπόφευκτα χωρίζεται σ' αὐτούς πού ἔχουν Θεό, καί εἶναι οἱ χριστιανοί, καί σ' αὐτούς πού δέν ἔχουν Θεό, καί εἶναι ὄχι μόνον οἱ ἄθεοι ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄπιστοι. Μάταια γυρεύουν οἱ τελευταῖοι τήν γαλήνη καί τήν ἠρεμία στήν γιόγκα καί στό νιρβάνα, στόν στοχασμό καί στήν διανόηση, στά μεταφυσικά ταξίδια καί στίς ἐπικοινωνίες μέ τό ὑπερπέραν. Ἡ μακαριότητα καί ἡ εὐτυχία δέν βρίσκονται μακριά μας οὔτε εἶναι κρυμμένες μέσα στό μισοσκόταδο τῶν ἀποκρύφων θρησκειῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὁ Θεός μᾶς ἐγγίζει μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦλθε ἀνάμεσά μας ὅλο φῶς καί γλυκύτητα. «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (Ἰω 3,19). Κι ἕνας μεγάλος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, σφραγίζει μέ τό ἀδιαφιλονίκητο κῦρος τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας τό γεγονός· «Κύριε, μᾶς ἔπλασες γιά σένα καί ἡ ψυχή μας ἀγωνιᾶ, ἕως ὅτου ἀναπαυθεῖ στούς κόλπους σου!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 145-147
Στή γραφικότατη παραβολή τοῦ σπορέως ὁ Κύριος παρουσιάζει ἁπλά ἀλλά πολύ παραστατικά τή διαδικασία τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας, πού εἶναι τό πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτή τή θεία διδαχή σχολιάζουν καί ἁπλοποιοῦν μέ τόν τρόπο τους τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά μεταφέρουμε ἐδῶ μερικά ἀπό αὐτά τά ὑμνολογικά ἑρμηνεύματα· Καταρχήν οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά τόν σποριά, τόν «ἀθάνατον γεωργόν», πού ἀνέθεσε τό ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου Του στούς ἀποστόλους, τούς «σπορέας ἁπάντων τῶν καλῶν». Οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων προσδιορίζονται ἐπίσης μέ τόν ἴδιο χαρακτηρισμό· «σπορεύς καλῶν» ὀνομάζεται ὁ ἅγιος ᾿Αβέρκιος (22 ᾿Οκτωβρίου), ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (25 ᾿Ιανουαρίου), ὁ ὁποῖος συνέβαλε στή διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀποκαλεῖται «σπορεύς ὀρθῶν δογμάτων».
Σύμφωνα μέ τά Εὐαγγέλια ὁ σπόρος εἶναι «ὁ λόγος» (Μρ 4,14), «ὁ λόγος τῆς βασιλείας» (Μθ 13,19), «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λκ 8,11). Καί οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά «σπόρον τοῦ λόγου» ἤ «σπέρματα τοῦ λόγου» ἤ «λογικά σπέρματα». Δέν εἶναι ἀνθρώπινος λόγος ἀλλά θεῖος, ἔνθεος, οὐράνιος, εἶναι ὁ σπόρος τοῦ Πνεύματος, τά τῆς χάριτος σπέρματα. ῾Ως ἐκ τούτου ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία· εἶναι σπόρος πολύτιμος, σωτήρια σπέρματα.
Τήν ἀπόδοση τῆς θείας σπορᾶς περιορίζουν ποικίλοι παράγοντες. Οἱ ὑμνογράφοι μνημονεύουν·
α) «Τάς ἀκάνθας τῶν τοῦ βίου συμπτωμάτων», πού εἶναι οἱ μέριμνες τοῦ αἰῶνος τούτου ἀλλά καί ἡ «ἀπάτη τοῦ πλούτου».
β) «Τάς ἀκάνθας τῶν ἡδονῶν», «τήν ἄκανθαν τήν φιλήδονον», δηλαδή τίς ἡδονές τοῦ βίου.
γ) «Τάς ἀκάνθας τῶν παθῶν», τάς «ἀκανθώδεις ἐννοίας τῆς καρδίας», «ὕλην κακίας».
῾Η ρίζα τῶν ἀκανθῶν βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο, τονίζουν.
δ) «Τάς ἀκάνθας τῆς πλάνης», τήν «ἀκανθώδη θρησκείαν τῶν εἰδώλων», δηλαδή τήν εἰδωλολατρία. ᾿Εκ πρώτης ὄψεως αὐτό ἀποκλίνει ἀπό τό ἁγιογραφικό κείμενο. Στήν πραγματικότητα ὅμως ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Κύριος ὡς ἀγκάθια συνιστοῦν εἰδωλολατρία μέ τήν εὐρεία ἔννοια, μέσα στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ στενή θρησκευτική ἔννοια τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ ὑμνογράφοι.
῾Η «καλή γῆ» τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου χαρακτηρίζεται στά τροπάρια ἐπίσης «καλή» ἀλλά καί «ἀγαθή» καί «πίων». Εἶναι ἡ «καρδία», κατά τόν Λουκᾶ, ἤ, κατά τή συχνή ὑμνογραφική ἔκφραση, ἡ «ψυχή», ἡ «διάνοια». Δέχεται τά σπέρματα τοῦ λόγου «προθύμως», τά κατέχει, τά κατανοεῖ, τά παραδέχεται, τά καλλιεργεῖ καί γίνεται γῆ καρποφόρος, εὔκαρπος, κατάκαρπος, εὐφοροτάτη.
Ποικίλοι εἶναι οἱ ὑμνογραφικοί χαρακτηρισμοί γιά τόν καρπό τῆς «καλῆς γῆς». ᾿Ονομάζεται συνήθως «στάχυς» ἤ «ἄσταχυς» (=στάχυς) καί σπανιότερα «καρπός», «σῖτος», «γεώργιον».
Πολύ συχνά τονίζεται ἡ πλούσια καρποφορία μέ τόν ὅρο «ἑκατοστεύοντα» καρπόν καί λιγότερο συχνά μέ τούς χαρακτηρισμούς «πολύχουν», «πολύφορον». Δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά τίς ἄλλες διαβαθμίσεις τῆς ποσότητας τῆς καρποφορίας -«τριάκοντα», «ἑξήκοντα»- τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό εὐαγγελικό κείμενο. Στήν τάξη τῶν καρποφορούντων «ἑκατόν» κατατάσσουν οἱ ὑμνογράφοι ἀποστόλους, ἐπισκόπους, μάρτυρες, ἱερομάρτυρες, ὁσιομάρτυρες, ὁσίους, μοναχούς, παρθένους ἀλλά καί ἐγγάμους. Παρόμοια εἶναι καί ἡ ἄποψη τῶν ἑρμηνευτῶν πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους αὐτήν τήν ποσότητα καρποφορίας ἐπέτυχαν· α) ῞Ολοι οἱ μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι χάριν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θυσίασαν τή ζωή τους, καί ὅσοι ὑπέμειναν ποικίλους ἐξωτερικούς πειρασμούς. β) ῞Οσοι ἔφθασαν στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσεβείας. γ) Οἱ παρθένοι καί ἀφιερωμένοι στόν Θεό. δ) Οἱ ἐρημίτες μοναχοί.
Οἱ ὑμνογράφοι δέν ἀρκοῦνται νά παρουσιάσουν τήν πλούσια καρποφορία πού ἀπήλαυσαν οἱ ἅγιοι μέ τή σπορά καί καλλιέργεια στή δική τους ψυχή καί στίς ψυχές τῶν συνανθρώπων τους. ᾿Ασχολοῦνται καί μέ τά μέσα πού συνέβαλαν στήν καλλιέργεια καί εὐκαρπία. Συγκεκριμένα τονίζουν τήν «πρόρριζον ἐκκοπήν» τῶν ἀκανθῶν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές καί τή θεία ἀγάπη.
᾿Εξάλλου, ἡ καλλιέργεια, τό ὄργωμα, ἡ ἄρδευση γίνονται μέ τή μελέτη καί διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, τήν ἄσκηση καί τήν κακοπάθεια, «τά πικρά βάσανα», «τῇ φιλοπόνῳ πολιτείᾳ».
᾿Αλλά, γιά νά ἔρθει ἡ καρποφορία, δέν ἀρκεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια. Σ᾿ αὐτήν προστίθεται ὡς ἐνίσχυση ἡ θεία χάρη, ἡ μεσιτεία τῆς Θεοτόκου καί οἱ πρεσβεῖες τῶν ἁγίων.
Σ. Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας
Ὁ μακάριος ἄνθρωπος
(Ψα 1)
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος
πού στή συντροφιά τῶν ἀπίστων δέν πηγαίνει,
στό δρόμο τῶν ἁμαρτωλῶν δέν στέκεται
καί στό κάθισμα τῶν λοιμικῶν δέν κάθεται.
Μέσα στή Βίβλο τοῦ Κυρίου
αὐτός εὐχαριστιέται
κι ὁλημερίς κι ὁλονυχτίς
τήν ἔχει στό μυαλό του.
Μοιάζει ἔτσι μέ τό δένδρο,
πού εἶναι δίπλα σέ ποτάμι φυτεμένο
καί στόν κατάλληλο καιρό
θά δώσει τόν καρπό του
καί πάντοτε τά φύλλα του
τά ἔχει θαλλερά.
Ὅ,τι κι ἄν κάνει, τοῦ εἶναι προκομμένο.
Ἀπρόκοποι οἱ ἄπιστοι, ἀπρόκοποι!
Ἐκεῖνοι μέ τό χνούδι μοιάζουν
πού τό σκορπίζει ὁ ἄνεμος
καί τό ἐξαφανίζει.
Ἔτσι, πῶς νά σταθοῦνε ὄρθιοι
οἱ ἀσεβεῖς στήν κρίση;
Οὔτε καί οἱ ἁμαρτωλοί
στή σύναξη δικαίων!
Τή ζωή τῶν εὐσεβῶν
ὁ Κύριος τήν προσέχει,
ἐνῶ ἡ ζωή τῶν ἀσεβῶν
μόνη της πάει χαμένη.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ὁ ψαλμός συσφίγγει τή φιλία· ἑνώνει τά χωρισμένα· συμφιλιώνει τούς ἐχθρούς. Διότι, ποιός μπορεῖ νά ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ ἐχθρό ἐκεῖνον μαζί μέ τόν ὁποῖο ὕψωσε τήν ἴδια φωνή πρός τόν Θεό; Ὥστε ἡ ψαλμωδία χορηγεῖ καί τό μέγιστο ἀγαθό, τήν ἀγάπη, διότι ἐπινόησε σάν συνδετικό κρίκο γιά τήν ἕνωση τήν ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία καί συναρμονίζει τό λαό στή συμφωνία ἑνός χοροῦ. Ὁ ψαλμός τρέπει σέ φυγή τούς δαίμονες, ἐπιφέρει τή βοήθεια τῶν ἀγγέλων· εἶναι ὅπλο στούς φόβους τῆς νυκτός καί ἀνάπαυση στούς κόπους τῆς ἡμέρας· ἀσφάλεια γιά τά νήπια· κόσμημα γιά τούς ἀκμαίους στήν ἡλικία ἄνδρες· παρηγοριά γιά τούς μεγάλους· στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό γιά τίς γυναῖκες.
Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία 1η εἰς τόν Α΄ Ψαλμόν,
μετάφραση Σ. Καρακασίδου
Κάνει διακρίσεις ὁ Θεός; Αὐτό τό ἐρώτημα ὑποβάλλει ὁ ἀναγνώστης μας μέ ἀφορμή τό ἁγιογραφικό χωρίο "ὅς (ὁ Θεός) ἐστι σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν" (Α΄ Τι 4,10).
"Δεδομένου ὅτι τό "μάλιστα" σημαίνει "πάρα πολύ, ἰδιαίτερα", τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Θεός σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀλλά στούς πιστούς χαρίζει κάτι παραπάνω, μιά ἄλλου εἴδους σωτηρία; Δηλαδή, κάνει διακρίσεις;"
Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός μέ τό κηρυγμά τῶν προφητῶν καλλιεργεῖ τό λαό καί τόν ἑτοιμάζει γιά τήν ἐσχατολογική σωτηρία, πού θά φέρει ὁ Μεσσίας. Σ’ αὐτή τή σωτηρία εἶναι στραμμένη ἡ ψυχή τοῦ Ἰσραήλ τίς παραμονές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας μας (Λκ 2,11), ὅπως δείχνει καί τό ὄνομά του «Ἰησοῦς» (ἑβρ. Γεσουάχ=ὁ Γιαχβέ πού σώζει, ὁ Θεός σωτήρας). Τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσε, οἱ θεραπεῖες ἀσθενῶν καί οἱ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του στό λαό τόν ἀπέδειξαν σωτήρα. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γιά τήν ἐπιτέλεση τῶν σημεῖων, τήν παραχώρηση τῆς σωτηρίας πού ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἦταν ἡ πίστη τους στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὁ Χριστός φέρνει στόν κόσμο μία σωτηρία πολύ σημαντικότερη ἀπό τή σωματική, τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν (Λκ 17, 12-19). Ὅλοι ζητοῦν καί λαμβάνουν ἀπό τόν Χριστό τή σωτηρία τοῦ σώματός τους, τή θεραπεία. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐπέστρεψε εὐγνώμονα στόν Λυτρωτή ἔλαβε καί τῆς ψυχῆς του τή σωτηρία.
Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς προσφέρεται σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τι 2,4). Ὄπως σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους χαρίζει τόν ἥλιο, τόν ἀέρα, τά φυσικά ἀγαθά, ἔτσι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔστειλε τόν Υἱό του, πού χαρακτηρίζεται ὡς σωτήρας τοῦ κόσμου (Α΄ Ἰω 4,14). Μετά τήν ἐνανθρώπηση καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνοιχτή γιά ὅλους ἡ πύλη τῆς σωτηρίας. Σώζονται ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού ἀποφασίζουν νά διαβοῦν αὐτή τήν πύλη. Καί πῶς τή διαβαίνει κανείς; Μέ τή μετάνοια καί τήν πίστη. Αὐτά εἶναι πού κάνουν ὑποκειμενική γιά τόν καθένα τή σωτηρία πού ἀντικειμενικά προσφέρεται σ’ ὅλους.
Γιά νά ἁπλουστεύσω τά παραπάνω, θά ἀναφέρω ἁπλά παραδείγματα ἀπό τή φυσική πραγματικότητα: Ὡς σωτήρας ὅλων ὁ Χριστός ἔχει στρώσει τό τραπέζι καί καλεῖ ὅλους τούς πεινασμένους νά χορτάσουν ἔχει ἀνοίξει τήν πηγή, γιά νά ξεδιψάσουν ὅλοι οἱ διψασμένοι. Χορταίνουν ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού τρῶνε καί πίνουν τά προσφερόμενα. Γιά νά ἀπολαύσει κανείς τή σωτηρία, πού προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Χριστός, πρέπει ὁ ἴδιος νά πιστέψει στόν Χριστό, ν’ ἀποδεχθεῖ τό Εὐαγγέλιο του, πού εἶναι «δύναμις... εἰς σωηρίαν» ((Ρω 1,16), καί ν’ ἀποκηρύξει κάθε παράβαση πού ἔκανε στή ζωή του, δηλαδή νά μετανοήσει. Κι ἐπειδή πίστη και μετάνοια ἐκδηλώνουν μόνο οἱ πιστοί, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο ὅτι ὁ Θεός εἶναι «σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Τά λόγια αὐτά, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι συγχρόνως μία ἐνθάρρυνση γιά τόν Τιμόθεο νά μήν ἀποθαρρυνθεῖ, ἀφοῦ ἔχει ἕναν τέτοιο Θεό, οὔτε νά ζητᾶ ἀπό ἀλλοῦ βοήθεια «ἀλλ’ ἑκοντί πάντα φέρειν γενναίως». Ἀξίζει κάθε προσπάθεια καί κάθε θυσία γιά νά οἰκειοποιηθεῖς ὑποκειμενικά τή σωτηρία, πού ἀντικειμενικά προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Θεός.
Δέν κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Θεός. Διακρίνονται ὅμως μόνοι τους ὅσοι δέχονται ἤ ὄχι τήν ἀγάπη του, τή σωτηρία, πού αὐτός σ’ ὅλους προσφέρει. Οἱ πρῶτοι ἀρκοῦνται στά φυσικά ἀγθά τῆς παρούσης ζωῆς, χωρίς πολλές φορές νά ἀναγνωρίζουν ὅτι στόν Θεό χρωστοῦν τήν εὐεργεσία. Οἱ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἀποδέχονται καί ἀπολαμβάνουν τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 30-31
Ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης
Ἡ ἀξία τῆς γλωσσολαλίας
῞Εναν ἀθάνατο καί αἰώνιο ὁδηγό, ἱκανό γιά κάθε περίσταση καί κατάλληλο γιά κάθε ἐποχή, πού μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἀτομική, οἰκογενειακή καί κοινωνική μας εὐτυχία ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι «ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης», στό 13ο κεφ. τῆς Α' πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς.
᾿Απαρτίζεται ἀπό τρεῖς ἑνότητες. ῾Η πρώτη συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ ἄλλα χαρίσματα καί ἀρετές καί τήν ἀναδεικνύει ἀνώτερη (στίχ. 1-3). ῾Η δεύτερη μᾶς χαρίζει μία καταπληκτική ἀνάλυση τῆς ἀγάπης στά συστατικά της (στίχ. 4-7). ῾Η τρίτη ἀποκαλύπτει τό αἰώνιο βεληνεκές τῆς ἀγάπης (στίχ. 8-13).
Διαχρονική ἀξία ἔχουν τά λόγια τοῦ θείου διδασκάλου. Τό μήνυμά τους ἐνδιαφέρει ἄμεσα καί προσωπικά ὄχι μόνο τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, πού κινδυνεύουμε νά γίνουμε ἕρμαια τῆς φιλοσοφίας τῶν καιρῶν μας καί νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας στά ἀποτυχημένα συνθήματά της.
῾Ο ὕμνος ἀρχίζει μέ μία σύγκριση· «᾿Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον» (στίχ. 1). ᾿Εάν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἔχει ἀποσυνδέσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία ἀγάπη, μοιάζει μέ χάλκινο ἀντικείμενο ἤ μουσικό ὄργανο, πού ἁπλῶς παράγει θόρυβο.
Οἱ περισσότεροι Κορίνθιοι ἐκτιμοῦσαν πολύ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Νόμιζαν πώς αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο, διότι εἶναι πολύ ἐντυπωσιακό. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἀρχίζει τή σύγκριση ἀκριβῶς ἀπό αὐτό τό προσόν, τό ὁποῖο μάλιστα ἐκλαμβάνει στήν ὑπερβολική του μορφή, σ᾿ ἕνα βαθμό ὑπεράνθρωπο, σέ μία κατάσταση ἀπραγματοποίητη. ῾Υποθέτει δηλαδή ὅτι κάποιος μπορεῖ νά μιλᾶ ὄχι μία ἤ δύο γλῶσσες ἀλλά ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων κι ἀκόμη καί τίς γλῶσσες τῶν ἀγγέλων. Βέβαια οἱ ἄγγελοι ὡς ἄυλα καί πνευματικά ὄντα δέν ἔχουν γλῶσσα. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὡς λογικά πνεύματα ἔχουν ἕνα τρόπο, γιά νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό. Αὐτό ὀνομάζει ὁ Παῦλος «γλῶσσα τῶν ἀγγέλων». ᾿Ενῶ λοιπόν οἱ Κορίνθιοι ὑπολογίζουν καί θαυμάζουν ἀφάνταστα τή γλωσσολαλία, ὁ μεγάλος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου τήν θεωρεῖ μηδέν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού τήν διαθέτει δέν ἔχει μέσα του ἀγάπη. Κι ὅπως τά χάλκινα ἀντικείμενα καί τά κύμβαλα, τά ὑποτυπώδη αὐτά μουσικά ὄργανα, δέν παράγουν ἦχο μελωδικό ἀλλά θόρυβο ἄσημο καί ἐκκωφαντικό, παρόμοια καί τά λόγια ἐκείνου πού γλωσσολαλεῖ δίχως ἀγάπη δέν ἔχουν περιεχόμενο καί νόημα, γλυκύτητα καί ἁρμονία. Γι᾿ αὐτό δέν ὠφελοῦν, ἀλλά κουράζουν καί ἐνοχλοῦν.
῾Υπεράνω τοῦ χαρίσματος τῆς γλωσσολαλίας, πολύ πιό ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ἀγαθό, τό μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα· εἶναι ἡ ἀγάπη, «ἡ καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδός». Τί κι ἄν μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες τῆς γῆς καί μάλιστα μέ τή μεγαλύτερη ἀκρίβεια, κομψότητα καί εὐφράδεια; Τί κι ἄν μπορεῖ νά μιλᾶ σάν ἄγγελος; Τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη; Εἶναι «οὐδέν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγαπῶσα καρδία ἑλκύει τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ρέουσα γλῶσσα. Πραγματικά, ὅσο ἐπιβλητικό κι ἄν εἶναι τό χάρισμα, ἄν ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη, ἄν δηλαδή δέν ξεπηδάει ἀπό ἕναν εἰλικρινῆ καί θερμό ζῆλο γιά τόν Θεό καί ἀπό μία φιλάνθρωπη διάθεση πρός τούς ἀδελφούς ἐν Χριστῷ καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἶναι ἄχρηστο, κενό.
῾Η ἀλήθεια αὐτή ἔχει διαχρονική σημασία, διότι ἡ γλωσσολαλία δέν ἦταν φαινόμενο μόνο τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Μήπως καί σήμερα δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἐκμάθηση καί γνώση ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρων ξένων γλωσσῶν; Καί βέβαια δέν ἀντιλέγει κανείς ὅτι πρόκειται γιά κάτι τό ἀξιόλογο, μία ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη. Μέ τίς νέες συνθῆκες ζωῆς οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν περιοχῶν ἔχουν ἐκμηδενισθεῖ. ῎Ετσι π.χ. σήμερα ἡ Νέα ῾Υόρκη εἶναι πιό κοντά στή Θεσσαλονίκη ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν παλαιότερα ἡ Βέροια. ῞Ολη ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τή μορφή μιᾶς οἰκογένειας. Εἶναι, λοιπόν, μία ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῆς ζωῆς, τῆς προόδου, τοῦ ἐμπορίου, τῆς ἐπιστήμης, τῆς κοινῆς ἀγορᾶς καί τόσων ἄλλων παραγόντων νά μάθουμε γλῶσσες.
῾Υπάρχουν σήμερα, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ γλωσσολόγοι, περισσότερες ἀπό 1.300 γλῶσσες καί διάλεκτοι. Κάποιοι ἄνθρωποι κατόρθωσαν νά μάθουν μέχρι καί 30 γλῶσσες. Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι. ῾Ο θεόπνευστος ἀπόστολος ὅμως συστήνει πώς κι ὅλες τίς γλῶσσες κι ἄν μάθει κανείς καί ὁποιοδήποτε κατόρθωμα κι ἄν κάνη, χωρίς τήν ἀγάπη δέν ἔχει καμία ἀξία. Δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε ὅλες οἱ γλῶσσες, ἄν δέν κατέχουμε τή μία γλῶσσα, τή γλῶσσα τοῦ θεοῦ, τήν πατρική ἤ, ὅπως λέμε, τή μητρική γλῶσσα.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια φαίνεται πολύ καθαρά στή ζωή τῶν ἱεραποστόλων πού δροῦν σέ ξένες χῶρες. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν μάθει ἀκόμη τή γλῶσσα τῶν ἰθαγενῶν, συνεννοοῦνται ὅμως ἄριστα μαζί τους μέ τήν παγκόσμια γλῶσσα, τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Σ᾿ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς τό γέλιο καί τό κλάμα, ὁ πόνος κι ἡ χαρά, τό χάδι κι ἡ καλωσύνη εἶναι τά ἴδια. ᾿Αδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, ὅταν γιά ὅλα διαθέτουμε χρόνο πολύ, ὅταν ἔχουμε ὄρεξη καί ζῆλο νά μαθαίνουμε ξένες γλῶσσες, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε συστηματικά γιά τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι μία ἁπλῆ συναισθηματική κατάσταση. Εἶναι μία ἐπιστήμη, πού ἀπαιτεῖ εἰδίκευση, μία σπάνια τέχνη, πού συνιστᾶ κατόρθωμα ἀξιοθαύμαστο. Εἶναι ὁδός καί τρόπος ζωῆς ἡ ἀγάπη. ῾Η κατάκτησή της προϋποθέτει κόπο καί προσπάθεια καί ἡ διατήρησή της συνυπονοεῖ σπουδή καί ἀγῶνα, δράση καί ἐνδιαφέρον.
Πόσοι ἄνθρωποι στίς μέρες μας κατακτοῦν τίς κορφές τῆς γνώσεως, διεισδύουν στά ἀνεξερεύνητα βάθη τῆς ἐπιστήμης, ζοῦν καί εἰδικεύονται σέ περίπλοκες τέχνες, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιμετωπίζουν μία τραγικότητα μέσα στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη! Βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄγευστοι τῆς χαρᾶς πού χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἀκόμα κατόρθωνα νά μάθω ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ἔμενα μακριά ἀπό τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἤμουν τίποτε περισσότερο παρά ἕνας ἄνθρωπος πού ἐπιφανειακά μόνο φαίνεται πολιτισμένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ρυμουλκεῖται ἀπό τίς μηχανές· χωρίς νά ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε τί εἶναι οὔτε ποῦ πάει. Αὐτή ἡ ἐξαθλίωση σηματοδοτεῖ τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ἀπό τή ζωή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 214-215