Super User

Super User

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2017 03:00

Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ

Kyrios ihsousΜία ἀπορία διατυπώνεται σχετικά μέ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτό τό ὄνομα θά ἔπαιρνε ὁ Μεσσίας ὅπως προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καί ὅπως προεῖπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ὅμως κατά τήν ἡμέρα τῆς περιτομῆς του ὀνομάστηκε Ἰησοῦς. Τί συνέβη λοιπόν;
Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν».
Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.
Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ' ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός). Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ' αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 170-171
 
 

theotokos  Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.

  Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.

  Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.

  Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).

  Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:

* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.

* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.

* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.

* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.

* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.

  Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.

  Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.

  Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».

Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196

Τετάρτη, 09 Ιούλιος 2014 03:00

"Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς"

doksa Ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀναδείχθηκαν μέ τήν αὐτοθυσία τους στήν ὥρα τῆς μάχης. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἥρωες πού τούς ἀνέδειξαν τέτοιους ἀκόμη καί οἱ μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Ὅταν π.χ. κατάφεραν, γιά νά ὑπηρετήσουν μιά ἀνώτερη ἀξία, νά προσπεράσουν τό προσωπικό τους συμφέρον, νά δαμάσουν τά συναισθήματά τους, νά ἀνέβουν πιό πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί νά θυσιάσουν τίς πιό ἀθῶες χαρές αὐτῆς τῆς γῆς.

 Αὐτά τά χαρακτηριστικά προσδίδει στόν Ἰωάννη Βελισσαρίου, ταγματάρχη τοῦ πεζικοῦ στόν πόλεμο 1912-1913, τό περιστατικό πού διαβάζουμε στά ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Πάγκαλου:

 «Ἐνθυμοῦμαι συγκινητικήν σκηνήν ἐξ ἐκείνων πού δέν λησμονοῦνται ποτέ εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου. Εὑρισκόμεθα εἰς τό Ἀσβεστοχῶρι καί διήρχετο ἐκ τῆς κωμοπόλεως, βαδίζον πρός Γιουβέσναν, τό ἡρωϊκόν 1/38 σύνταγμα τοῦ Παπαδοπούλου. Ἡ σύζυγος τοῦ ἀειμνήστου ταγματάρχου Βελισσαρίου (στενοῦ μου φίλου) εὑρίσκετο παραπλεύρως μου, ἐφόσον εἶχεν ἔλθει νά ἐπισκεφθεῖ διά τινάς ἡμέρας τόν σύζυγόν της, ἐπωφεληθεῖσα τῆς εἰρηνικῆς περιόδου. Ὅταν ὁ διοικητής τοῦ 9ου τάγματος ἔφθασεν ἔφιππος μέχρις ἡμῶν, ἡ σύζυγός του ἐζήτησε νά σταματήσει πρός στιγμήν, ὅπως τόν ἀποχαιρετήσει, καί ὁ Ἐθνικός ἐκεῖνος ἥρως, σταματήσας πρός στιγμήν, τῆς εἶπεν ἐκτός ἑαυτοῦ ἐξ ὀργῆς καί δεικνύων διά τῆς χειρός του τήν πυρκαϊάν τῆς καιομένης Μπέροβας: “Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς, ἔχομε νά ἐκδικηθοῦμε τ᾿ ἀδέλφια μας, πού τά σφάζει ὁ Βούλγαρος. Καλήν ἀντάμωσιν”. Καί στρεφόμενος πρός ἐμέ, ὁ ἥρως προσέθεσε: “Σέ παρακαλῶ, Θόδωρε, φρόντισε, ἅμα καθαρισθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη, νά διευκολύνεις τήν ἀναχώρησή της δι᾿ Ἀθήνας”. Ἐπέπρωτο ἡ ἀτυχής σύζυγός του νά μήν τόν ξαναϊδεῖ».

 Ὁ «μαῦρος καβαλλάρης», ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων, ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ Ἰωάννης Βελισσαρίου, ἔπεσε μαχόμενος στίς 13 Ἰουλίου 1913, στή μάχη τοῦ Ὀγνιάρ Μαχαλᾶ, στό ὄρος Ὄρβηλο.

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 221

panagiaΟἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.

  Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.

  1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).

  2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).

  3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).

  4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).

  Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.

  Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.

 Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.

  Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2017 02:00

Ἦταν ἀστέρι;

asteriΘαυμαστά καί παράδοξα πράγματα! Στήν ᾿Ιουδαία -ὅπου προϋπῆρχαν οἱ προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- τό μήνυμα γιά τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τό ἔφεραν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ μάγοι ἐξ ᾿Ανατολῶν! ῎Εκαναν μακρινό ταξίδι γιά νά τόν δοῦν καί νά τόν προσκυνήσουν καί περιπλανόμενοι ρωτοῦν· «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ᾿Ιουδαίων;». Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κρύφτηκε καί τό ἀστέρι, ὥστε χάνοντας τόν ὁδηγό τους οἱ μάγοι νά ἀναγκαστοῦν νά ρωτήσουν τούς ᾿Ιουδαίους καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά τούς κινήσουν κι ἐκείνους σέ ἀναζήτηση τοῦ νεογέννητου Μεσσία.
Τό ὅτι γεννήθηκε πρόσωπο ὑψηλό καί ἐπίσημο τό ἤξεραν καλά κι ἦταν σίγουροι, διότι τούς τό μήνυσε τ᾿ ἀστέρι. ῾Ο Θεός δέν τούς ἔστειλε προφήτη, διότι δέν θά τόν παραδέχονταν· οὔτε μέ τίς Γραφές μποροῦσε νά τούς μιλήσει, διότι δέν τίς γνώριζαν. Τούς ἔστειλε, λοιπόν, ἕνα σημάδι γνώριμο καί προσιτό σ᾿ αὐτούς.
Τό ἀστέρι τῶν μάγων δέν ἦταν ἀπ᾿ αὐτά πού βλέπουμε στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ τίς νυχτερινές ὧρες. ῏Ηταν κάποια λογική κι ἀόρατη δύναμη, ἕνας ἄγγελος, πού πῆρε τό σχῆμα τοῦ ἄστρου. Πῶς εἴμαστε σίγουροι γι᾿ αὐτό; Μᾶς τό ἀποδεικνύει ἡ πορεία του· Δέν πηγαίνει ἀπ᾿ τήν ἀνατολή στή δύση ἀλλά ἀπό βορρᾶ πρός νότο, ἐφόσον ἡ Παλαιστίνη βρίσκεται στά νότια τῆς Περσίας. Διακρίνεται ἐπίσης κατά τήν ἡμέρα, πράγμα ἀφύσικο γιά ἀστέρι. Χάνεται στήν περιοχή τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ξαναεμφανίζεται ὅταν βγαίνουν οἱ μάγοι ἀπ᾿ αὐτή. ᾿Ακόμη κι ὅταν τούς ὁδήγησε στή φάτνη, δέν φαίνεται σ᾿ αὐτούς ἀπ᾿ τόν οὐρανό, ἀλλά σταματάει ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου ἦταν τό παιδί, πάνω ἀπ᾿ τό κεφάλι του. ῎Αν ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἀστέρι, δέν θά μποροῦσε νά δείξει ἕναν τόσο περιορισμένο χῶρο. Ξέρουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους δέν εἶναι δυνατόν ἕνα ἀστέρι νά προσδιορίσει οὔτε τόν τόπο μιᾶς ὁλόκληρης πόλης· πόσο μᾶλλον ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο μέσα σ᾿ αὐτή. Αὐτό ὅμως τό ἄστρο τοῦ νεογέννητου βασιλιᾶ ἔδειξε τόν μικρό τόπο τῆς φάτνης κι ἀφοῦ μέ ἀσφάλεια ὁδήγησε τούς μάγους κοντά του, ἀπομακρύνθηκε· κι αὐτό δέν εἶναι γνώρισμα κοινοῦ ἀστεριοῦ.
 
᾿Ιω. Χρυσοστόμου, ῾Ομιλία στό ναό τοῦ ἀπ. Παύλου 5· ΡG 63,507-508
 
(᾿Ελεύθερη ἀπόδοση Β.Σ.)
Παρασκευή, 01 Αύγουστος 2025 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Β΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Β΄)

Γιατί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας;
metamorfosi Στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου παρευρίσκονται ὡς ἐκπρόσωποι τῆς καινῆς διαθήκης οἱ τρεῖς μαθητές Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, καί ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης οἱ δύο προφῆτες Μωϋσῆς καί Ἠλίας. Γιατί ὅμως ὁ Χριστός διάλεξε νά παρουσιάσει ἐκεῖ ἐπάνω στό ὄρος ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα τῆς παλαιᾶς διαθήκης;
 Ἀπαντώντας στό ἐρώτημα αὐτό ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν κατ' ἀρχήν τά κοινά στοιχεῖα τῶν δύο ἀνδρῶν:

  • Εἶναι καί οἱ δύο μεγάλοι προφῆτες, πού προφήτευσαν τόν Μεσσία. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού ἔγραψαν βιβλία, καί ὁ Ἠλίας, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού δέν ἔγραψαν.
  •  Ἐγκαινιάζουν καί οἱ δύο τήν ἀρχή δύο νέων σημαντικῶν περιόδων. Μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσῆ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γινόταν στούς ἀνθρώπους προφορικά. Αὐτός πρῶτος τήν καταγράφει στήν Πεντάτευχο, δηλ. στά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἐποχή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού δόθηκε μέ τόν Μωϋσῆ. Ἀντίστοιχα, ὁ Ἠλίας ἐγκαινιάζει τήν ἀρχή τοῦ προφητικοῦ νόμου, πού κηρύχθηκε πρώτη φορά ἀπό αὐτόν. Παραδίδει ἄγραφη τήν προφητεία του. Θά γράψουν ἀργότερα οἱ ἄλλοι προφῆτες. Αὐτός μέ μόνο τό προφορικό κήρυγμα καθιερώνεται στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς ὁ μεγάλος προφήτης καί ἡ διδασκαλία του μεταδίδεται προφορικά ἀπό γενιά σέ γενιά.
  •  Ἐπιτελοῦν καί οἱ δύο θαυμαστά σημεῖα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
  • Νηστεύουν καί οἱ δύο ἐπί 40 ἡμέρες· ὁ Μωϋσῆς ὅταν ἐπρόκειτο νά παραλάβει ἀπό τόν Θεό τό νόμο, καί ὁ Ἠλίας ὅταν καταδιωκόταν ἀπό τήν Ἰεζάβελ.
  • Συνδέονται καί οἱ δύο μέ τά ὄρη. Στό ὄρος Σινᾶ ὁ Μωϋσῆς πῆρε τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου. Στό ὄρος Χωρήβ ὁ Ἠλίας δέχθηκε τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, ὅταν κυνηγημένος ἀπό τόν Ἀχαάβ λιποψύχησε καί φοβήθηκε πώς ἔχει μείνει μόνος λάτρης τοῦ Γιαχβέ. Καί τώρα πάλι σέ «ὄρος ὑψηλόν» (Μθ 17,1· Μρ 9,2) συναντῶνται οἱ δύο μαζί μέ τόν Κύριο καί συνομιλοῦν μαζί του.
  •  Ἔχουν καί οἱ δύο τόν τίτλο τοῦ θεόπτη. Δέν εἶδαν ὅμως τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν γνόφο καί τό φῶς στό Σινᾶ, ὁ Ἠλίας αἰσθάνθηκε τή λεπτά αὔρα στό ὄρος Χωρήβ. Καί μέ τούς δύο τρόπους ὁ Θεός ἁπλῶς ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία του. Δέν ἐμφάνισε τό πρόσωπό του. Τούς τό ἐμφανίζει τώρα ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κατά τή Μεταμόρφωσή του.
  •  Εἶναι δύο ἐξέχουσες προσωπικότητες «οἱ ἐπισημότεροι» τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κατά τόν Ζιγαβηνό, πού ἐπηρέασαν καί στήριξαν τόν λαό. Γι' αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, λέει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, τούς παρουσιάζει ὁ Κύριος στούς μαθητές του ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς· «ἠβούλετο γάρ αὐτούς καί τό δημαγωγικόν τό ἐκείνων ζηλῶσαι καί τό εὔτονον, καί τό ἀκαμπές· καί γενέσθαι ἐπιεικεῖς κατά Μωϋσέα καί ζηλωτάς καί τόν Ἠλίαν καί κηδεμονικούς ὁμοίως».
  •  Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ὁ μέγιστος νομοθέτης καί ὁ Ἠλίας ὁ σπουδαιότερος προφήτης, ὁ πυρπολούμενος ἀπό τόν ζῆλο τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τους, λοιπόν, μαρτυροῦν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὑποσχέθηκαν ὅλα τά κείμενα τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. Ἡ συζήτηση τῶν δύο, ἐπισημαίνει ὁ Κύριλλος, δείχνει ὅτι «οὐκ ἀσύμβατα τοῖς διά τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν».
 Ἐπιπλέον, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐπειδή οἱ ὄχλοι ἔλεγαν γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας ἤ ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς ἀρχαίους προφῆτες, παρουσιάζει ἐδῶ τούς δύο κορυφαίους, ὥστε παραβάλλοντάς τους μαζί νά διαπιστώσουν τή μεγάλη διαφορά πού χωρίζει τούς δούλους ἀπό τόν Δεσπότη.
 Ἐπίσης, ὁ ὄχλος κατηγοροῦσε τόν Χριστό ὡς καταπατητή τοῦ νόμου καί σφετεριστή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι παρουσιαζόταν ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν στή Μεταμόρφωση ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες αὐτές οἱ κατηγορίες τοῦ ὄχλου. Διότι, ὁ Μωϋσῆς δέν θά ἀνεχόταν τήν καταπάτηση τοῦ νόμου καί ὁ ζηλωτής Ἠλίας δέν θά παρέστεκε κοντά σ' ἕναν πού ἐξίσωσε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, χωρίς νά εἶναι ὁ Θεός.

 

Δείχνουν τόν προφητευόμενο
 Μαζί μέ ὅλους τούς παραπάνω λόγους νομίζω ὅτι ἐξηγεῖται πλήρως ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν καί κατανοεῖται ἀπόλυτα, ὅταν ἐξετασθεῖ ἐπί πλέον ὁ ρόλος της μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί εὑρεθεῖ ἡ σημασία της μέσα στή θεία οἰκονομία.
 Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή γῆ, τήν ἐνσάρκωσή του καί τό σωτήριο ἔργο του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους προφητεύει ὅλη ἡ παλαιά διαθήκη κατ' ἐξοχήν μέ τούς ἁγίους ἄνδρες της, τούς προφῆτες. Στή χορεία τῶν μεγάλων προφητῶν διακρίνονται κυρίως τρεῖς κορυφαῖοι· ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὁ τελευταῖος, πού ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο προφήτευσε γι' αὐτόν, ἀλλά καί τόν παρουσίασε στά πλήθη διαβεβαιώνοντας· «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 1,36). Ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἔζησαν σέ προηγούμενες ἐποχές, προφήτευσαν βέβαια μέ δύναμη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἀλλά κάποτε ἡ δράση τους ἔληξε καί αὐτοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας.
 Νά, ὅμως τώρα πού ἡ προφητεία τους ἐκπληρώθηκε καί ὁ Θεός φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους, οἱ δύο ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔρχονται, τήν ὥρα τῆς μεγαλοπρεποῦς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου, τή στιγμή πού ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύση του ἀφήνει νά φανεῖ ἔκπαγλη ἡ θεότητά του, ἔρχονται γιά νά δείξουν καί αὐτοί τόν προφητευόμενο καί νά ἀποδείξουν στόν κόσμο ὅτι εἶναι ἀληθινά ὅσα προφήτευσαν. Δέν μοιάζουν αὐτοί μέ τούς ψευδοπροφῆτες, πού ὅσο ἔχουν καιρό μιλοῦν γιά τά μελλούμενα καί μόλις πλησιάσει ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως ἐξαφανίζονται. Οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ προκειμένου γιά ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, ὅπως ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Σωτῆρος στόν κόσμο, ἀκόμα κι ὅταν λείπουν ἀναπόφευκτα τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως, σπᾶνε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά φυσικά ὅρια καί ἐμφανίζονται γιά νά ἐπικυρώσουν τήν προφητεία τους. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας φανερώνονται στή Μεταμόρφωση καί μ' αὐτόν τόν τρόπο καθιστοῦν τήν προφητεία τους ἱστορία καί οἱ ἴδιοι γίνονται πλέον αὐτόπτες. Ὑπῆρξαν θεόπτες, ὅπως εἶπα παραπάνω, τώρα ὅμως καταξιώνεται πραγματικά ἐκεῖνος ὁ χαρακτηρισμός τους, καθόσον βλέπουν τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
 Γιά τούς λόγους αὐτούς νομίζω κυρίως ὅτι ὄχι μόνο δικαιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ἀνδρῶν κατά τή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἦταν καί ἡ πιό ἐνδεδειγμένη καί λειτουργικά δεμένη μέ τό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Μπροστά στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό συναντῶνται τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη· ἡ Παλαιά μέ τούς ἐκπροσώπους της προφῆτες νά δείχνει ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας, καί ἡ Καινή μέ τούς ἐκπροσώπους της μαθητές νά δέχεται τή μαρτυρία τῶν προφητῶν ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων. Τί ἄλλο μποροῦσε, πράγματι, νά καταστήσει πιό ἔγκυρο τόν λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί πιό ἀξιόπιστη τή μαρτυρία καί τό κήρυγμα τῆς Καινῆς;
Ὅτι αὐτό, ἐξ ἄλλου, ἦταν ὄντως ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικό μάθημα πού ἤθελε νά δώσει ὁ Ἰησοῦς μέ τή Μεταμόρφωση, μᾶς τό βεβαιώνει ἕνας ἀπό τούς μαθητές πού ἦταν παρόντες στό γεγονός. Ὁ ἀπ. Πέτρος γράφοντας ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια πρός τούς χριστιανούς τή δεύτερη Ἐπιστολή του καί θέλοντας νά ἀποδείξει τό κῦρος τῆς μαρτυρίας τῶν ἀποστόλων διαλέγει ἀπό ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς του μέ τόν Ἰησοῦ τή Μεταμόρφωση, γιά νά πεῖ ὅτι τότε οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέ 1,16) καί ἀπό τότε κατέχουν «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον» (Β΄Πέ 1,19). Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῶν ἀποστόλων εἶναι καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία τίποτε δέν μπορεῖ νά θολώσει ἤ νά σβήσει, ἀλλά μένει μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν σάν φωτεινό λυχνάρι, μία λαμπρή ἀλήθεια πού μᾶς φωτίζει.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 123-125

 
 
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2025 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Α΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Α΄)

Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου
moysis-ilias A Περιγράφοντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τά Εὐαγγέλια (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36) μνημονεύουν καί τούς πέντε μάρτυρες τοῦ γεγονότος, δηλαδή τούς τρεῖς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί τούς δύο προφῆτες Μωϋσῆ καί Ἠλία. Καί ἡ μέν παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν δέν μᾶς προβληματίζει, διότι καί ἄλλοτε, ὅπως π.χ. στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), καί ἀργότερα στή Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ 14,33) ὁ Κύριος τούς ξεχωρίζει ἀπό τή συντροφιά τῶν δώδεκα καί τούς παίρνει μαζί του. «Οὗτοι τῶν ἄλλων ἦσαν ὑπερέχοντες», ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀποτελοῦσαν, θά λέγαμε, τόν πυρήνα τῆς συντροφιᾶς καί εἶναι φυσικό νά παρευρίσκονται μόνο αὐτοί σέ ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο μάλιστα, ὅπως σημειώνεται στά Εὐαγγέλια, ὁ Κύριος ἤθελε νά κρατήσει μυστικό (Μθ 17,9· Μρ 9,9· Λκ 9,36).
 Ἡ παρουσία ὅμως τῶν δύο προφητῶν δημιουργεῖ ὁρισμένα ἐρωτήματα. Πρῶτα-πρῶτα, πῶς ἀναγνωρίσθηκε ἡ ταυτότητά τους. Πῶς, δηλαδή, κατάλαβαν οἱ μαθητές ὅτι οἱ δύο ἄνδρες μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας; Ἔπειτα, γιατί ὁ Χριστός παίρνει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του ὄχι μόνο τούς μαθητές, ἀλλά καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί τρίτον, γιατί διαλέγει εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία;
 Τά παραπάνω ἐρωτήματα παρουσιάζουν ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ὄχι μόνο μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε στήν ἱερή ἱστορία, ἀλλά καί μᾶς βοηθοῦν νά προσεγγίσουμε τή Μεταμόρφωση, πού εἶναι ἕνας σημαντικός σταθμός τῆς πίστεώς μας.

Πῶς ἀναγνωρίσθηκαν
 Στό πρῶτο ἐρώτημα, πῶς δηλαδή ἔγινε γνωστή στούς μαθητές ἡ ταυτότητα τῶν δύο προφητῶν, προτείνονται ἀπό τούς ἑρμηνευτές τρεῖς ἀπαντήσεις. Πρῶτον, οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πιθανόν νά ἐμφανίσθηκαν πάνω στό ὄρος μέ τά γνωρίσματα ἐκεῖνα πού τούς χαρακτηρίζουν στήν ἱστορία. Ὅπως στή χριστιανική εἰκονογραφία π.χ. ὁ ἅγιος Δημήτριος εἰκονίζεται καβαλάρης σέ κόκκινο ἄλογο καί ὁ ἅγιος Γεώργιος σέ ἄσπρο ἄλογο καί ὅλοι τούς ἀναγνωρίζουν ἀπό τίς παραστάσεις αὐτές, ἔτσι καί στόν ἰουδαϊκό κόσμο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας εἶχαν τή χαρακτηριστική τους παράσταση ὁ καθένας. Ὁ Μωϋσῆς εἰκονίζονταν μέ τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου στίς ὁποῖες, ὅπως ἱστορεῖ τό Ἔξ 34,29, τοῦ παρέδωσε ὁ Θεός τόν νόμο στό ὄρος Σινᾶ. Τοῦ Ἠλία τό χαρακτηριστικό εἶναι τό πύρινο ἅρμα, πάνω στό ὁποῖο κατά τή μαρτυρία τοῦ Δ΄ Βα 2,11 ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
 Δεύτερον, μερικοί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος ἀποκάλυψε στούς μαθητές τήν ταυτότητα τῶν δύο ἀνδρῶν τούς ὁποίους εἶχαν δεῖ προηγουμένως νά συζητοῦν μαζί του.
 Ἄν καί ἡ ἐκδοχή αὐτή, ὅπως καί ἡ προηγούμενη, δέν φαίνεται ἀπίθανη, ἐν τούτοις νομίζω ὅτι δέν μποροῦμε νά τίς υἱοθετήσουμε ἀνεπιφύλακτα, διότι δέν ἀναφέρει τίποτε σχετικό ἡ εὐαγγελική διήγηση.
Πιθανότερη θεωρῶ μία τρίτη πρόταση· ὅτι οἱ δύο προφῆτες ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τή συζήτηση πού εἶχαν μέ τόν Κύριο κατά τή Μεταμόρφωση. Ἀναφέροντας τούς δύο ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ εὐαγγελιστές σημειώνουν ὅτι «ὤφθησαν μετ' αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ) συλλαλοῦντες» (Μθ 17,3· πρβλ. Μρ 9,4· Λκ 9,31). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει καί τό περιεχόμενο τῆς συζητήσεως· «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἰερουσαλήμ». Μιλοῦσαν, δηλαδή, γιά τό πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δέν ἀποκλείεται στή συζήτηση αὐτή νά ἀναφέρθηκαν τά ὀνόματα τῶν δύο ἀνδρῶν· μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά τούς προσφώνησε, καθώς μιλοῦσε μαζί τους. Δέν εἶναι ἀπίθανο ἐπίσης νά ἐπανέλαβε ὁ καθένας κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε προφητεύσει γιά τόν Μεσσία. Ἔτσι οἱ μαθητές πού τούς ἄκουγαν, κατάλαβαν ὅτι ἔχουν μπροστά τους τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία.
 Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τή συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπισκίασε καί φώτισε τούς μαθητές. Ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἕναν ἁπλό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως οἱ μαθητές ἔζησαν κάτι ἐντελῶς ἰδιαίτερο καί ἔκτακτο. Καθώς ὁ Ἰησοῦς «μικρόν παραγυμνωσάμενος τῆς θεότητος», ξεσκεπάζοντας γιά λίγο τή θεότητα, ἄφησε νά λάμψει τό θεϊκό του φῶς, κατηύγασε μέ τό φῶς αὐτό τή σκέψη τῶν μαθητῶν καί τούς μετέφερε στήν πνευματική συχνότητα. Μέ τήν ἀποκαλυπτική δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ἀπόστολοι μπόρεσαν νά ἀναγνωρίσουν τούς δύο προφῆτες.

Τί ἐξυπηρετοῦν οἱ μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Τό δεύτερο ἐρώτημα, γιατί δηλαδή παρευρίσκονται στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δύο πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατανοεῖται καί βρίσκει τήν ἀπάντησή του, ὅταν σταθμίσουμε σωστά τή σπουδαιότητα τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως.
 Παρ' ὅλο πού ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί βασικό γεγονός τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ἡ Μεταμόρφωση κατέχει τά πρωτεῖα σέ δόξα καί μεγαλεῖο μπροστά στά ἀνθρώπινα μάτια. Διότι τήν Ἀνάσταση δέν τήν εἶδε κανένας καί ὁ ἀναστημένος Χριστός ἐμφανιζόταν μπαίνοντας στή δική μας συχνότητα καί παίρνοντας τίς δικές μας διαστάσεις. Τή Μεταμόρφωση ὅμως τήν ἀντίκρυσαν οἱ μαθητές μπαίνοντας οἱ ἴδιοι στή συχνότητα τοῦ Πνεύματος. Ἔγιναν «ἐπόπται τῆς μεγαλειότητος» τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά καταθέσει ἀργότερα ὁ ἀπ. Πέτρος (Β΄Πέ 1,16). Πρώτη φορά συμβαίνει αὐτό ἀπό καταβολῆς κόσμου, διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω 1,18· πρβλ. Μθ 11,27· Κλ 1,15· Ἑβ 11,27 κ.ἄ.). Τώρα ὁ Θεός φανερώνει τόν ἑαυτό του, ἕνα μέρος βέβαια, ὅσο μποροῦσαν ν' ἀντέξουν τά ἀνθρώπινα μάτια. Καί, ἐφαρμόζοντας τό νόμο ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15), «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,2· Μρ 9,3). Σ' αὐτή τήν ἐπίσημη, τήν ἱστορική στιγμή ὁ Ἰησοῦς παίρνει μάρτυρες· μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς συγχρόνους, τούς τρεῖς μαθητές του, καί μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη ἀπέλθει ἀπό αὐτό τόν κόσμο. Μ' αὐτό, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ὁ Χριστός δείχνει στόν κόσμο ὅτι «καί θανάτου καί ζωῆς ἐξουσίαν ἔχει». Καί σ' ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς ἀξιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
 Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρατήρηση ἑνός ἀρχαίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τιμοθέου Ἀντιοχείας, ὅτι μέ τήν παρουσία εἰδικά αὐτῶν τῶν δύο προσώπων, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἠλία, ὁ Κύριος παίρνει μάρτυρες στή Μεταμόρφωσή του ὄχι μόνο ἀπό τή γῆ (τούς μαθητές), ἀλλά καί ἀπό τόν οὐρανό (τόν Ἠλία, πού δέν εἶχε πεθάνει) καί ἀπό τόν ἅδη (τόν Μωϋσῆ).
 Ἡ παρουσία τῶν μαρτύρων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπίσης, ἐγγυᾶται τή μέλλουσα δόξα, τήν κοινή ἀνάσταση, βεβαιώνει ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ζωντανοί, καί μαρτυρεῖ ὅτι ὑπάρχει σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν πνευμάτων. Γνωρίζονται καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ψυχές στήν ἄλλη ζωή.
 Τέλος, ὁ ἱερός Χρυσόστομος δίνει καί ἕναν ἄλλο λόγο τῆς παρουσίας τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή Μεταμόρφωση. Ἀναφερόμενος στή συζήτησή τους μέ τόν Ἰησοῦ, κατά τήν ὁποία «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ» (Λκ 9,31), μιλοῦσαν γιά τό Πάθος, ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παρουσία τους ἔχει σκοπό νά γνωστοποιήσει στούς μαθητές τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά παρηγορήσει τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους πού δέν ἤθελαν τόν σταυρό. Ἡ ἄποψη αὐτή μαρτυρεῖται καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε· «…καί ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἵνα, ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον…».
 Γιατί ὅμως ἀπό ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Ἰησοῦς διαλέγει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία; Στό ἐρώτημα αὐτό θά ἀπαντήσουμε στό ἑπόμενο ἄρθρο.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 108-110

    

Πέμπτη, 20 Ιανουάριος 2022 03:00

Τά ἄγνωστα χρόνια τοῦ Ἰησοῦ

   Μετά ἀπό τό περιστατικό τῆς ἐπισκέψεως τοῦ 12ετοῦς Ἰησοῦ στό ναό τοῦ Σολομῶντος, τά Εὐαγγέλια μᾶς παρουσιάζουν τόν Κύριο στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς του, ὅταν σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἔρχεται νά βαπτιστεῖ στόν Ἰορδάνη. Αὐτό γέννησε σέ μερικούς τό ἐρώτημα.
  Ποῦ καί πῶς πέρασε ὁ Ἰησοῦς τό ἐνδιάμεσο χρονικό διάστημα; Καί βέβαια τό ἐρώτημα εἶναι ἴσως εὔλογο. Περιπλέκεται ὅμως ἀπό μιά ἀπάντηση, πού δίνεται ἀπό μερικούς μέ πλήρη ἀνευθυνότητα. Πρίν δοῦμε τήν ἀπάντηση τῶν Εὐαγγελίων, ἀξίζει νά ἀσχοληθοῦμε λίγο μέ τήν ἀνεύθυνη ἀπάντηση, τήν ὁποία συζητοῦν μεταξύ ἐφημερίδας καί καφέ ὁρισμένοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι ὅλα τά ξέρουν καί γιά ὅλα μποροῦν νά ἔχουν γνώμη. Λένε, λοιπόν, ὅτι σ' αὐτά τά χρόνια, γιά τά ὁποῖα, ὅπως νομίζουν, δέν κάνει λόγο ἡ Γραφή, ὁ Ἰησοῦς εἶχε πάει στίς Ἰνδίες, ὅπου πῆρε μαθήματα ἀπό Ἰνδούς φακίρηδες. Μέ τή βοήθεια αὐτῶν τῶν μαθημάτων, ὅταν γύρισε στήν πατρίδα του καί ἐμφανίστηκε πλέον δημόσια, μποροῦσε σάν πεπειραμένος φακίρης νά κάνει τά διάφορα θαύματα, ἀκόμη καί τίς νεκραναστάσεις καί τή δική του ἀνάσταση.
  Παραβλέποντας τό ἐρώτημα πόσο μοιάζουν τά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ μέ τά θαύματα τῶν φακίρηδων, καί κατά πόσον μπορεῖ ἕνας φακίρης, ἀφοῦ πεθάνει καί ταφεῖ κανονικά, νά βγεῖ ζωντανός ἀπό τόν τάφο του, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, εἶναι φυσικό νά ρωτήσουμε: Ἀπό ποῦ μαθαίνουμε τά περί μαθητείας τοῦ Ἰησοῦ στίς Ἰνδίες; Μαρτυροῦνται μήπως ἀπό κάποιο ἰνδικό βιβλίο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἤ μήπως καταθέτουν κάτι σχετικό οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ; Βεβαίως τίποτε ἀπό τά δύο δέν συμβαίνει. Ἔτσι ἡ ἐντυπωσιακή καί περισπούδαστη ἀπάντηση ἀποδεικνύεται ἐντελῶς ἀστήρικτη ὑπόθεση καί φαντασία, μιά σαπουνόφουσκα.
  Καί ἐρχόμαστε τώρα στήν ἀπάντηση τῶν Εὐαγγελίων. Κατ' ἀρχήν, πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δίνει τόσα μόνο στοιχεῖα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὅσα μᾶς χρειάζονται γιά τή σωτηρία μας. Σέ πολλά σημεῖα ἀφήνει «κενά», χωρίς νά κάνει καμία προσπάθεια γιά τήν κάλυψή τους. Δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς περιέργειάς μας οὔτε μᾶς δίνει ἀπάντηση σέ ἐρωτήσεις πού πηγάζουν ἀπ' αὐτή. Ἔτσι, στή συγκεκριμένη περίπτωση, μετά ἀπό τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ἀναφέρει τό περιστατικό τῆς ἐπισκέψεώς του στό ναό, ὅταν ἦταν 12 χρονῶν (Λκ 2,41-52), γιατί θέλει νά μᾶς δώσει ἕνα περιστατικό ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Συνεχίζει δέ μέ τή δημόσια δράση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἀρχίζει στά 30 του χρόνια -ὅπως συνέβαινε μέ ὅλους τούς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς του-, γιατί αὐτή εἶναι πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Σ' αὐτή ὁ Ἰησοῦς κήρυξε, ἔδωσε τά διαπιστευτήρια τῆς θεότητός του καί τέλος θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία μας.
  Ἀλλά καί τό ἐνδιάμεσο διάστημα δέν μένει «κενό». Ὁ σοβαρός καί προσεκτικός μελετητής τῶν Εὐαγγελίων μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ ἀπόλυτα γι' αὐτό. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, μετά ἀπό τό περιστατικό στό ναό τοῦ Σολομῶντος, σημειώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀκολούθησε τή μητέρα του καί τόν Ἰωσήφ «καί ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς». Καί ἀκόμη «ὅτι προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις» (Λκ 2,52). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔμεινε στή Ναζαρέτ. Ἔτσι, ἄλλωστε, ἐξηγεῖται καί τό παρόνομα «Ναζωραῖος», μέ τό ὁποῖο τόν ἀποκαλοῦσαν οἱ ἐχθροί του.
tekton  Ἐξ ἄλλου, παρ' ὅλο πού δέν ἔχουμε λεπτομερῆ περιγραφή τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά 12 μέχρι τά 30 του χρόνια, φαίνεται ὁλοκάθαρα στή Γραφή ὅτι ζοῦσε ἁπλά σάν ἕνα μέλος τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰωσήφ καί ἦταν γνωστός στή μικρή κοινωνία τῆς Ναζαρέτ ὡς ὁ υἱός τοῦ τέκτονος. Ἔκανε δέ καί ὁ ἴδιος τή δουλειά τοῦ τέκτονα. Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητη μιά παρέκβαση γιά νά ἐξηγήσουμε τί ἦταν αὐτή ἡ δουλειά. Τέκτονες λέγονταν οἱ μάστορες, οἱ τεχνίτες τοῦ ξύλου, τοῦ σιδήρου καί τοῦ λίθου, δηλαδή οἱ οἰκοδόμοι, σιδεράδες, καρροποιοί, ξυλουργοί καί ἐπιπλοποιοί. Ποιά ἀπ' ὅλες αὐτές τίς δουλειές ἔκανε ὁ Ἰησοῦς δέν διευκρινίζεται. Μᾶλλον τίς ἔκανε ὅλες, γιατί τότε τά ἐπαγγέλματα δέν ἦταν τόσο χωρισμένα, ὅπως σήμερα, ἀλλά πολλά μαζί ἑνωμένα σ' ἕνα ἐπάγγελμα. Σάν ἕνας τέκτονας ἦταν γνωστός στή μικρή κοινωνία τῆς Ναζαρέτ. Ἔτσι, ὅταν μετά τήν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεώς του καί τήν συγκρότηση τῆς ὁμάδας τῶν μαθητῶν στήν Καπερναούμ, ἔρχεται νά κηρύξει στήν ἰδιαιτέρα πατρίδα του, δέν τό χωράει ὁ νοῦς τῶν Ναζαρηνῶν ὅτι εἶναι ἕνας σπουδαῖος διδάσκαλος καί «ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ» (Μθ 13,57), σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν τό φαινόμενο. Καί μέ τό δίκιο τους, ἀφοῦ ἤξεραν πολύ καλά τήν οἰκογένειά του, τόν πατέρα καί τή μητέρα του, τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές του. Ὅλα αὐτά τά χρόνια τόν ἔβλεπαν στό χωριό τους σάν ἕνα ἁπλό μαστοράκι κι ἀργότερα σάν ἕνα μάστορα, τοῦ ἀνέθεταν ἴσως κάποιες δουλειές τους, τόν συναναστρέφονταν καθημερινά καί ἤξεραν τή ζωή του. Ὁπωσδήποτε, δέν θά ἀποροῦσαν καθόλου, ἄν ὁ Ἰησοῦς γυρνοῦσε στή Ναζαρέτ, μετά ἀπό χρόνια τά ὁποῖα εἶχε ἀφιερώσει γιά σπουδές σέ ξένες χῶρες.
  Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τό θέμα, μποροῦμε νά τό μεταφέρουμε στήν ἐποχή μας. Φαντασθεῖτε δυό συνομήλικους νέους σ' ἕνα χωριό. Ὁ ἕνας πηγαίνει γιά σπουδές στό ἐξωτερικό. Ὁ ἄλλος παραμένει καί δουλεύει μέσα στό χωριό. Μετά ἀπό χρόνια ἐπιστρέφει ἀπό τό ἐξωτερικό ὁ μορφωμένος καί κάνει μία διάλεξη στούς συγχωριανούς του. Κάνει μία διάλεξη καί ὁ νέος πού παρέμεινε ὅλο τό χρόνο στό χωριό δουλεύοντας σέ χειρωνακτικές ἐργασίες. Ἀσφαλῶς ἡ ἀντιμετώπιση τῶν χωρικῶν θά εἶναι ἐντελῶς διαφορετική γιά τόν κάθε ὁμιλητή. Τόν πρῶτο θά τόν συγχαροῦν γιά τίς σπουδές του καί θά δικαιολογήσουν τήν ὡραία ὁμιλία του μέ τήν μακροχρόνια ἀπουσία του, κατά τήν ὁποία ἀπέκτησε τόσες γνώσεις. Γιά τόν δεύτερο θά ἀπορήσουν, πῶς ξέρει τόσα πράγματα, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι εἶναι μάρτυρες τῆς ἀγραμματοσύνης του καί ξέρουν πολύ καλά ὅτι δέν πῆγε νά σπουδάσει σέ σχολές, ἀλλά ἔζησε ὅλο τόν καιρό κοντά τους.
  Ὅτι δέν σπούδασε ὁ Ἰησοῦς οὔτε στό ἐξωτερικό οὔτε στήν Παλαιστίνη, τό βεβαιώνουν αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί του Ἰουδαῖοι, πού σίγουρα, ἄν εἶχε συμβεῖ κάτι τέτοιο, δέν θά τό ἀποσιωποῦσαν. Κι ὅμως, ὅταν ἄκουσαν τόν Ἰησοῦ νά κηρύττει στά Ἰεροσόλυμα, γεμάτοι ἀπορία διερωτῶνται «πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μή μεμαθηκώς;» (Ἰω 7,15). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λοιπόν, πρίν ἐμφανισθεῖ στή δημόσια δράση του, ἔζησε ἁπλά σάν ἕνας τέκτονας στή μικρή Ναζαρέτ. Εἶχε διδαχθεῖ τόσα μόνο γράμματα ὅσα διδασκόταν κάθε συγχωριανόπουλό του. Αὐτό συνάγεται ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σ' ἐκείνους πού, παρ' ὅλα αὐτά, ἀρέσκονται σέ φανταστικές ὑποθέσεις γιά ταξίδια καί σπουδές τοῦ Ἰησοῦ στίς Ἰνδίες ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μιά ἀπάντηση ἔχουμε νά δώσουμε· «πλανᾶσθε μή εἰδότες τάς γραφάς» (Μθ 22,29).

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 122-123
Παρασκευή, 21 Ιούλιος 2023 03:00

Νεομάρτυς Θεόφιλος

Ἄρωμα πίστεως καί ἁγνότητας


AgoosTheofilos02  Σάν ξημερώνουν οἱ παγωμένες μέρες τοῦ χειμώνα ἀλλά καί τά καυτά πρωινά τοῦ καλοκαιριοῦ, ἡ Ἐκκλησία σημαίνει τήν καμπάνα τῆς χαρᾶς. Καλεῖ τά παιδιά της σ᾿ ἕνα μοναδικό πανηγύρι, ὅπου μυστικά καί θαυμαστά σμίγει ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων, τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀληθινοῦ. Χειμώνα-καλοκαίρι ἡ γῆ μας δέν παύει νά στέλνει ψυχές στόν οὐρανό. Κι ἐμεῖς δέν παύουμε νά τούς θυμόμαστε σεβαστικά καί νά τούς μιλοῦμε παρακλητικά γιά τούς ἀγῶνες καί τίς ἀγωνίες μας, στούς χειμῶνες καί τά καλοκαίρια τοῦ 21ου αἰώνα.
  Στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ, 24 Ἰουλίου, χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες στή Ζάκυνθο. Σπεδουν οἱ πιστοί νά τιμήσουν τόν Θεόφιλο τόν νεομάρτυρα. Τό γενναῖο παλληκάρι πού ἕνα μόνο φοβήθηκε πάνω στή γῆ: Μήν τύχει καί χάσει τήν ἁγνότητά του, μήν προδώσει τόν Σωτήρα Χριστό, μήν ἀρνηθεῖ τήν Ἑλλάδα! Λιθαράκι-λιθαράκι τό ᾿χτισε τό οἰκοδόμημα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου δυνατό καί καθαρό, μέ προσευχή γιά τά μεγάλα καί προσοχή γιά τά μικρά.
  Στά 1630 ἐγκαταλείπει τό καράβι, ὅπου εἶχε ἀναζητήσει δουλειά, μόλις αὐτό ἀράζει στή Χίο, γιά νά φυλάξει τή νιότη του μακριά ἀπό τήν πονηριά καί τή διαφθορά. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ παραδίδει τόν ἑαυτό του, κι Ἐκεῖνος μέλλει νά τόν ὁδηγήσει σέ δρόμους θαυμαστούς. Ὅταν πέφτει στή μανία τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁμο-λογεῖ μέ σθένος καί σεμνότητα τήν πίστη του στόν Χριστό: «Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός θά πεθάνω!». Εἶναι 24 Ἰουλίου τοῦ 1635, ὅταν τόν καταδικάζουν στόν διά πυρός θάνατο. Τό δεκαοκτάχρονο παλληκάρι ἔχει στραμμένο τό βλέμμα στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκεῖ ἀντλεῖ δύναμη καί χάρη. «Φιλῶν τόν Θεόν Θεό-φιλος, προθύμως πρός πῦρ δι᾿ Αὐτόν κινεῖται θαρσαλέως».
  Τόν ἀντικρύζουμε μέ ἔκπληξη τόν ἡρωικό ἀδελφό μας νά μαζεύει μόνος του ξύλα γιά τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου, βεβαιώνοντας πώς μέ χαρά προσφέρει τόν ἑαυτό του «θυσίαν ζῶσαν» (Ρω 12,1) στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ. Τό σῶμα του, πού φιλοξενεῖ μιά καρδιά πυρωμένη ἀπό τήν πίστη τῶν πατέρων, τό τυλίγουν οἱ φλόγες. Κι ἐνῶ ἡ ψυχή του συντάσσεται στή χορεία τῶν μαρτύρων, μία ἄρρητη εὐωδία ξεχύνεται ἀπό τό ἅγιο σκήνωμά του, καθώς αὐτό καίγεται, καί πλημμυρίζει ὅλο τόν τόπο. Οἱ Ὀθωμανοί δέν ἀντέχουν τή νίκη τοῦ χριστιανοῦ. Πῶς νά ἀντέξουν στό μύρο τά κοράκια; Ἁρπάζουν ἕνα χοῖρο καί τόν ρίχνουν στή φωτιά. Τό ζωντανό ξεφεύγει ὅμως, καί τά ἀρώματα τῆς θυσίας τοῦ Θεόφιλου γε-μίζουν τήν ἀτμόσφαιρα ἐνισχύοντας τούς χριστιανούς καί καταισχύνοντας τούς ἐ-χθρούς. «Θεόν τόν σαρκωθέντα εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, τά Ἀγαρηνῶν καταπτύσας ἀπιστίας διδάγματα, πυρί δέ ὑπ᾿ αὐτῶν κατακαείς ἀρώμασι ἐπλήρωσας τήν γῆν, τοῦ Θεοῦ φίλε γνήσιε».
  Ἀσπαζόμαστε εὐλαβικά τά λείψανά σου, μάρτυρα Θεόφιλε, καί σέ παρακαλοῦμε νά πρεσβεύεις στόν αἰώνιο Νέο γιά τά νιάτα τῆς πατρίδας μας· νά νικοῦν τή φωτιά τῶν πειρασμῶν καί νά σκορπίζουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς ἁγνότητας.

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 201-202

 

Σάββατο, 22 Φεβρουάριος 2025 02:00

Κυριακή τῆς Κρίσεως

Παγκόσμια δίκη

 krisi Τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, πού εἶναι καί ἡ ἡμέρα τῆς τελικῆς κρίσεως, θά στηθεῖ μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν λογικῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ ἕνα παγκόσμιο δικαστήριο. Κριτής ὁ παντοδύναμος καί δίκαιος Κύριος, μάρτυρες ὅλη ἡ πολιτεία τῶν ἀγγέλων καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, κατηγορούμενος ἕνας-ἕνας, ὅλοι ὅσοι ἔζησαν στούς ἀμέτρητους αἰῶνες πάνω στό φλοιό τῆς γῆς. Φοβερό τό κριτήριο!
 «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κο 5,10). Τότε θά γίνει τό ἐπίσημο δικαστήριό μας, τότε θά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο ἡ ἀληθινή ταυτότητά μας, τότε θά μᾶς ἀναγγελθεῖ δημόσια ἡ ἀπόφαση τῆς σωτηρίας ἤ τῆς ἀπωλείας μας. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη θά εἶναι πράγματι ἡμέρα δικαιοσύνης, πού θά κάνει τούς δικαίους νά ξεχειλίσουν ἀπό εὐγνωμοσύνη καί τούς ἀδίκους νά σκύψουν ἀναπολόγητοι τό κεφάλι. Ἔπειτα θά πάει ὁ καθένας, ἄλλος «εἰς κόλασιν αἰώνιον» κι ἄλλος «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Μθ 25,46 - Ἰω 5,29), ἀνάλογα μέ τό τί διάλεξε ὁ ἴδιος καί τί ἀποφάσισε μόνος του στήν πρώτη κρίσιμη κρίση τῆς πίστεως καί στή δεύτερη ἀποφασιστική κρίση τοῦ θανάτου.

Ἔρχεται - Ἦρθε - Θά ξαναέρθει

 Γιά τή Δευτέρα Παρουσία καί τήν τελική κρίση μιλᾶ μέ ἰδιαίτερη δύναμη ἡ Καινή Διαθήκη ἀλλά καί ὅλη ἡ ἁγία Γραφή. Θά μποροῦσα πράγματι νά συνοψίσω τήν ἁγία Γραφή σέ τρία ρήματα.
   Τό πρῶτο ρῆμα ἀκούγεται σέ ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη καί εἶναι: ΕΡΧΕΤΑΙ, ΕΡΧΕΤΑΙ, ΕΡΧΕΤΑΙ ὁ Μεσσίας, αὐτός πού θά σώσει τό λαό ἀπό τίς ἁμαρτίες του.
   Τό δεύτερο ρῆμα ἀντηχεῖ στήν Καινή Διαθήκη, στά ἱστορικά καί στά διδακτικά βιβλία της, καί εἶναι: ΗΡΘΕ, ΗΡΘΕ, ΗΡΘΕ ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου.
   Τό τρίτο ρῆμα τό κραυγάζει ἐπίσης ἡ Καινή Διαθήκη, στό μοναδικό προφητικό της βιβλίο, στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου καί εἶναι: ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ, ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ, ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ δίκαιος Κριτής, γιά νά κρίνει τόν κόσμο. Τήν πρώτη φορά ἦρθε ταπεινός γιά νά μᾶς σώσει, τή δεύτερη θά ᾿ρθει ἔνδοξος νά μᾶς δικάσει.
 Ὁ ἱδιος ὁ Κύριος μέ παραβολές καί προφητεῖες, μέ ἁπλές εἰκόνες, μᾶς μίλησε πολλές φορές γιά τή Δευτέρα Παρουσία καί τή μέλλουσα κρίση. Ἀρκεῖ νά διαβάσουμε τό 24ο καί 25ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου ἤ τό 13ο τοῦ κατά Μᾶρκον ἤ τό 17ο, 20ο καί 21ο τοῦ κατά Λουκᾶν, γιά ν’ ἀκούσουμε ἀπό τό ἴδιο τό στόμα του ὅλη τή σχετική διδασκαλία γιά τά σημεῖα πού θά προηγηθοῦν, γιά τό πῶς θά κρίνει ὁ ἴδιος προσωπικά τόν κόσμο, γιά τήν αἰώνια ζωή καί τόν αἰώνιο ὄλεθρο.
 Πότε θά ξανάρθει ὁ Κύριος εἶναι ἄγνωστο εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι θά ξανάρθει. Κι ὅταν ἕνα πράγμα εἶναι βέβαιο ὅτι θά συμβεῖ, ἀλλά εἶναι ἄγνωστη ἡ ὥρα πού θά συμβεῖ, οἱ συνετοί καί φρόνιμοι ἄνθρωποι τό περιμένουν κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή. Ἔτσι περιμένουν οἱ πιστοί τόν Κύριο. Ἀντίθετα, γιά τούς ἀπίστους καί τούς ἀδίκους ὁ Κύριος θά ἔρθει ὅπως ὁ κλέφτης τή νύχτα στό σπίτι τοῦ νοικοκύρη πού κοιμᾶται.

«Ἔρχου, Κύριε!» (Ἀπ 22,20)

  Εἶναι πολλοί αὐτοί πού δέν πιστεύουν οὔτε στή Δευτέρα Παρουσία οὔτε στή μέλλουσα κρίση οὔτε στήν αἰωνιότητα. Πόσο δυστυχισμένοι εἶναι! Ἡ ζωή χωρίς τήν αἰώνια προέκτασή της χάνει τό νόημά της, γίνεται παράλογη καί βαρετή, κι ὁ ἄνθρωπος μπλέκεται σ’ ἕνα σωρό ἄλυτα προβλήματα, πού γεννοῦν κρίσεις φοβερές κι ἀξεπέραστες.
 Γιά κείνους ὅμως πού νίκησαν τήν κρίση τῆς ἀπιστίας καί γεύονται ἀπό τώρα τίς χαρές τῆς αἰώνιας ζωῆς, δέν ὑπάρχει τίποτε πραγματικότερο ἀπό τήν αἰωνιότητα καί τή μέλλουσα βασιλεία. Ἡ ἐσωτερική τους ἁρμονία, ἡ εἰρήνη καί ἡ χαρά τους, ἡ γλυκύτητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης εἶναι γι’ αὐτούς τό ἐγγυητήριο γιά τή δόξα πού τούς περιμένει στό μέλλον. Πῶς εἶναι δυνατόν ἐδῶ μέ τόσες στενοχώριες καί θλίψεις, μέ τόσα πάθη καί λάθη ν’ ἀπολαμβάνουν μιά τέτοια χαρμονή, καί νά μήν τούς περιμένει ἐκεῖ ἡ πληρότητα καί ἡ τελειότητα;
 Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος φεύγοντας μᾶς ἄφησε ἕνα ἱερό παράγγελμα «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καί οἱ λύχνοι καιόμενοι» (Λκ 12,35). Ζῶστε καλά τή μέση σας, ἀνάψτε τά λυχνάρια σας, καί περιμένετε! Αὐτό σημαίνει νά ζωστοῦμε τήν ἀλήθεια καί τήν ἁγνότητα καί ν’ ἀνάψουμε τά λυχνάρια τῆς ἀγάπης. Νά ὁπλισθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια, μέ τήν ὀρθοδοξία καί τήν ὀρθοπραξία καί νά περιμένουμε τόν κριτή Κύριο. Θά ξανάρθει ὁ Χριστός. «Καί πᾶς ὁ ἔχων τήν ἐλπίδα ταύτην ἐπ’ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι», λέγει ὁ Ἰωάννης (Α΄ Ἰω 3,3). Ὅποιος τό πιστεύει αὐτό ἀγωνίζεται νά μείνει ἁγνός, σταθερός καί καθαρός, ὥστε ὅταν ὁ Κύριος ἔλθει στή γῆ, νά βρεῖ τήν πίστη στήν καρδιά του. Κι ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε καί περιμένουμε. Κι ὅσο περιμένουμε, τόσο δυναμώνουμε. Ὅσο περιμένουμε, τόσο ἀγαποῦμε, τόσο νοσταλγοῦμε καί γίνεται γιά μᾶς ὅλο καί πιό γλυκειά, ἡ γλυκύτερη φωνή τοῦ κόσμου, ἡ ἀπόκριση τοῦ θριαμβευτοῦ Κυρίου  «Ναί, ἔρχομαι, ἔρχομαι ταχύ!».
«Ἀμήν, ναί ἔρχου, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀπ 22,20)

Στεργίου Σάκκου, Παράδεισος καί Κόλαση, 39-43