Στέργιος Ν. Σάκκος Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44 |
Μελετώντας τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ, καθώς συμπλέκονται μέ τήν δική μας ἱστορία, μποροῦμε καλύτερα νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί βαθύτερα νά χαροῦμε τήν πίστη μας. Κι ὅταν κάποιες φορές προβάλλουν σημεῖα πού ἐμποδίζουν τάχα τήν ἱστορική κατοχύρωση τῶν γεγονότων, μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε νά τά παρατρέξουμε φοβισμένα μέ τήν ἀνυπόστατη αἰτολογία «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Ὄχι! Ἡ πίστη μας πού ἱστορεῖται στήν ἁγία Γραφή δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα!
Ἕνα σημεῖο πού φαίνεται ὅτι παρακωλύει τήν ὁμαλή ἐξιστόρηση τῶν πραγμάτων καί σαλεύει τήν ἁρμονία τῶν εὐαγγελίων συνδέεται μέ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου καί μέ τήν σφαγή τοῦ Ἡρώδη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ὁ καθορισμένος ἀπό τόν νόμο, ἡ Παρθένος καί ὁ Ἰωσήφ «ἀνήγαγον» τό βρέφος Ἰησοῦ «εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λκ 2,22). Ὁ Ματθαῖος ἐξ ἄλλου μᾶς παραδίδει ὅτι ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων, πού ἦρθαν νά προσκυνήσουν τόν «τεχθέντα βασιλέα», ὁ Ἰωσήφ μέ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου πῆρε «τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» καί ἔφυγε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης «ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν» καί ἔδωσε ἐντολή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω (Μθ 2,13-18). Εὔλογη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἀπορία: Πότε πῆγε στόν Ναό ὁ Ἰησοῦς καί πῶς συμβιβάζεται ἡ διήγηση τοῦ Ματθαίου μέ ἐκείνην τοῦ Λουκᾶ;
Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο διηγήσεων βοηθᾶ νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα καί δείχνει ὅτι καμία ἀντίφαση δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, μετά τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» καί τήν θαυμαστή παρουσία πλήθους «στρατιᾶς οὐρανίου», πού δοξολογοῦσε τόν Θεό, «οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες» ἦρθαν στήν Βηθλεέμ, ὅπου βρῆκαν τήν Παρθένο μαζί μέ τόν Ἰωσήφ «καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λκ 2,8-20). Ὅλα αὐτά συνέβησαν τό βράδυ τῆς Γεννήσεως. Στήν συνέχεια ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Ναό.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Γεννήσεως, κάνει λόγο γιά τήν προσκύνηση τῶν μάγων, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἦταν ἡγέτες τῶν ἀνατολικῶν λαῶν Χαλδαίων, Βαβυλωνίων, Περσῶν κτλ., ἀσχολοῦνταν δέ μέ τήν μελέτη τῶν ἄστρων, καί διά τοῦ ἄστρου τούς κάλεσε ὁ Θεός. Δέν ξέρουμε τόν συγκεκριμένο τόπο καταγωγῆς καί διαμονῆς τους. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ μάγοι δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν πατρίδα τους ἀμέσως μόλις εἶδαν τό ἄστρο. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος ὥσπου νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, νά ἑτοιμάσουν τά δῶρα καί τίς ἀποσκευές, τούς δούλους πού θά τούς συνόδευαν. Ὅταν τό καραβάνι τους ἔφθασε στήν Ἰερουσαλήμ καί παρουσιάσθηκαν στόν Ἡρώδη γιά νά ζητήσουν ἀπό αὐτόν πληροφορίες γιά τόν νεογέννητο βασιλιά, εἶχε περάσει καιρός ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁπωσδήποτε ἀρκετοί μῆνες. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν διαταγή τοῦ Ἡρώδη νά σφαγοῦν τά παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ἴσως εἶχε περάσει κι ἕνας χρόνος. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι δέν ἦρθαν στό σπήλαιο νά προσκυνήσουν τόν Χριστό, ἀλλά «ἐν τῇ οἰκίᾳ», ὅπου στό μεταξύ εἶχε μεταφερθεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια. Ἤδη στό διάστημα αὐτό, πού δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη οἱ ἄγριες διαθέσεις τοῦ Ἠρώδη, μποροῦσαν ἄφοβα ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία νά τελέσουν τήν ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Αὐτό τό περιστατικό ἱστορεῖ ὁ Λουκᾶς στό 2,22-38. Ἡ προσκύνηση τῶν μάγων καί ἡ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη, πού διηγεῖται ὁ Ματθαῖος στό 2ο κεφ. τοῦ εὐαγγελίου του, συνέβησαν ἀργότερα.
Ὅτι σ' ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ματθαίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Κατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου φαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ εἶχε σκοπό νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Βηθλεέμ καί γι' αὐτό παρέμεινε ἐκεῖ μετά τήν ἀπογραφή. Ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό σχέδιο καί τόν στέλνει μαζί μέ τήν Πρθένο καί τόν Ἰησοῦ στήν Αἴγυπτο. Καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί πάλι ὁ Ἰωσήφ στήν Ἰουδαία κατευθύνεται, ἀλλά καί πάλι ὁ Θεός μέ ὄνειρο τόν καθοδηγεῖ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ναζαρέτ, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Μθ 2,23).
Δέν διαφωνοῦν λοιπόν μεταξύ τους οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές. Εὔστοχα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρατηρεῖ: «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε εὐαγγελιστής συνυφαίνει ἔτσι τήν ἀφήγησή του, ὥστε ἡ σειρά τῶν γεγονότων νά φαίνεται ὅτι εἶναι διευθετημένη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν παραλείπει τίτοτε». Ἔτσι κάθε εὐαγγέλιο ἔχει τήν αὐτοτέλειά του, ἀλλά καί ἡ παράλληλη μελέτη ὅλων μᾶς δίνει τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 46 (1991) 27-28
![]() Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν».
Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.
Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ' ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός). Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ' αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 170-171
|
Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.
Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.
Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.
Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).
Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:
* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.
* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.
* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.
* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.
* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.
Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.
Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.
Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».
Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196
Ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀναδείχθηκαν μέ τήν αὐτοθυσία τους στήν ὥρα τῆς μάχης. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἥρωες πού τούς ἀνέδειξαν τέτοιους ἀκόμη καί οἱ μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Ὅταν π.χ. κατάφεραν, γιά νά ὑπηρετήσουν μιά ἀνώτερη ἀξία, νά προσπεράσουν τό προσωπικό τους συμφέρον, νά δαμάσουν τά συναισθήματά τους, νά ἀνέβουν πιό πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί νά θυσιάσουν τίς πιό ἀθῶες χαρές αὐτῆς τῆς γῆς.
Αὐτά τά χαρακτηριστικά προσδίδει στόν Ἰωάννη Βελισσαρίου, ταγματάρχη τοῦ πεζικοῦ στόν πόλεμο 1912-1913, τό περιστατικό πού διαβάζουμε στά ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Πάγκαλου:
«Ἐνθυμοῦμαι συγκινητικήν σκηνήν ἐξ ἐκείνων πού δέν λησμονοῦνται ποτέ εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου. Εὑρισκόμεθα εἰς τό Ἀσβεστοχῶρι καί διήρχετο ἐκ τῆς κωμοπόλεως, βαδίζον πρός Γιουβέσναν, τό ἡρωϊκόν 1/38 σύνταγμα τοῦ Παπαδοπούλου. Ἡ σύζυγος τοῦ ἀειμνήστου ταγματάρχου Βελισσαρίου (στενοῦ μου φίλου) εὑρίσκετο παραπλεύρως μου, ἐφόσον εἶχεν ἔλθει νά ἐπισκεφθεῖ διά τινάς ἡμέρας τόν σύζυγόν της, ἐπωφεληθεῖσα τῆς εἰρηνικῆς περιόδου. Ὅταν ὁ διοικητής τοῦ 9ου τάγματος ἔφθασεν ἔφιππος μέχρις ἡμῶν, ἡ σύζυγός του ἐζήτησε νά σταματήσει πρός στιγμήν, ὅπως τόν ἀποχαιρετήσει, καί ὁ Ἐθνικός ἐκεῖνος ἥρως, σταματήσας πρός στιγμήν, τῆς εἶπεν ἐκτός ἑαυτοῦ ἐξ ὀργῆς καί δεικνύων διά τῆς χειρός του τήν πυρκαϊάν τῆς καιομένης Μπέροβας: “Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς, ἔχομε νά ἐκδικηθοῦμε τ᾿ ἀδέλφια μας, πού τά σφάζει ὁ Βούλγαρος. Καλήν ἀντάμωσιν”. Καί στρεφόμενος πρός ἐμέ, ὁ ἥρως προσέθεσε: “Σέ παρακαλῶ, Θόδωρε, φρόντισε, ἅμα καθαρισθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη, νά διευκολύνεις τήν ἀναχώρησή της δι᾿ Ἀθήνας”. Ἐπέπρωτο ἡ ἀτυχής σύζυγός του νά μήν τόν ξαναϊδεῖ».
Ὁ «μαῦρος καβαλλάρης», ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων, ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ Ἰωάννης Βελισσαρίου, ἔπεσε μαχόμενος στίς 13 Ἰουλίου 1913, στή μάχη τοῦ Ὀγνιάρ Μαχαλᾶ, στό ὄρος Ὄρβηλο.
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 221
Οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.
Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.
1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).
2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).
3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).
4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).
Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.
Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.
Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.
Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192
ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Β΄) Γιατί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας;
Ἐπίσης, ὁ ὄχλος κατηγοροῦσε τόν Χριστό ὡς καταπατητή τοῦ νόμου καί σφετεριστή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι παρουσιαζόταν ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν στή Μεταμόρφωση ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες αὐτές οἱ κατηγορίες τοῦ ὄχλου. Διότι, ὁ Μωϋσῆς δέν θά ἀνεχόταν τήν καταπάτηση τοῦ νόμου καί ὁ ζηλωτής Ἠλίας δέν θά παρέστεκε κοντά σ' ἕναν πού ἐξίσωσε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, χωρίς νά εἶναι ὁ Θεός.
Δείχνουν τόν προφητευόμενο Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 123-125 |