Ἀθάντα ὀχυρά μας!
« Ἀπ’ τό Βοριά σάν τί κακό,
σάν τί μαυρίλα νά ᾿ναι;
Ξεκίνησαν τ᾿ ἀπάτητα
τά κάστρα νά πατήσουν...»
6η Ἀπριλίου 1941. Ἕνα ἄλλο μοιραῖο πρωινό ξημερώνει γιά τήν πολύπαθη Ἑλλάδα. Ἡ σιδερόφρακτη καί μηχανοκίνητη Γερμανία ἀπό τίς 5.15΄ τά χαράματα κτυπᾶ ἀπρόκλητα τά ἑλληνικά στρατεύματα τῆς ἑλληνοβουλγαρικῆς μεθορίου. Ἡ εἰρωνεία εἶναι πώς μισή ὥρα μετά τήν ἐπίθεση ὁ πρεσβευτής τῆς Γερμανίας στήν Ἀθήνα, πρίγκιπας Ἔρμπαχ, ἐπισκέπτεται τόν ἕλληνα πρωθυπουργό Ἀλέξανδρο Κορυζῆ στό σπίτι του. Ἰταμά τοῦ ἀνακοινώνει τήν εἴσοδο τῶν χιτλερικῶν στρατευμάτων στό ἑλληνικό ἔδαφος. Ἀστράφτει τότε καί βροντᾶ ξανά τό ἡρωικό «Ὄχι».
«Τό βούιξαν οἱ ρεματιές,
τό πῆραν τ’ ἀκροβούνια
καί οἱ τάφοι σάν νά τ’ ἄκουσαν...
ξυπνῆσαν Διγενῆδες.
Στά καλντερίμια ἀκούστηκαν
τ’ ἄτια νά χλιμιντροῦνε
κι ὅλα μαζί σάν νά ᾿σμιξαν
κι εἶπαν κι ἐκεῖνα: Ὄχι !...»
Νέες ἔνδοξες σελίδες γράφονται στά ὀχυρά τῆς Μακεδονίας. Ροῦπελ, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Λίσσε, Παλιουριῶνες, Καρατάς, Κάλη, Μαλιάγκα... ἀνασταίνουν Θερμοπύλες καί Μαραθῶνες. Ἀπό τό Μπέλες μέχρι τό Νέστο μιά ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἀπό ὀχυρωματικά ἔργα, κατασκευασμένα τό 1936-1940, προασπίζουν τά σύνορά μας μέ τή Βουλγαρία. Εἶναι ἡ περίφημη «Γραμμή Μεταξᾶ».
Τί εἶχαν οἱ στρατιῶτες μας ν’ ἀντιτάξουν μπρός στήν πανίσχυρη γερμανική πολεμική μηχανή; Μέσα πενιχρά μά καρδιές γρανιτένιες. Πῆραν τή διαταγή: «Ἡ πατρίδα θέλει τή ζωή σας. Ὅποιος ἀπό σᾶς ἔχει ὑποχρεώσεις οἰκογενειακές μεγάλες ἤ ἄλλους λόγους μπορεῖ νά φύγει». Δέν σαλεύει κανείς ἀπό τή θέση του. Ἔχουν πάρει τήν ἀπόφασή τους: ἀντίσταση μέχρις ἐσχά¬ων! Καί νά, στό ὀχυρό Ροῦπελ εἶναι γραμμένο: «Κανείς δέν θά περάσει». Ἕνας στρατιώτης λέει μέ σθένος στόν διοικητή του: «Στρατηγέ μου, θά πολεμήσουμε μέ τούς στρατούς ὅλου τοῦ κόσμου!». Κι ὅταν γερμανός ἀξιωματικός καλεῖ νά παραδώσουν οἱ ἕλληνες ὑπερασπιστές τό ὀχυρό Μαλιάγκα, ἕνας πολεμιστής τούς φωνάζει στά γερμανικά: «Ὅταν πεθάνουμε, ἐλᾶτε νά τό πάρετε!».
Τέσσερα μερόνυχτα κυλοῦν. Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη. Ἡ στρατιά τοῦ φόν Λίστ θερίζεται, δέν προχωρεῖ. Τά ὀχυρά βαστοῦν γερά, παραμένουν ἄπαρτα. Ἔχουν φράξει ὅλες τίς διαβάσεις. Καί θά ἔμεναν οἱ γερμανικές στρατιές ἀμήχανες, στάσιμες πρό τῶν πυλῶν, ἄν δέν τούς ἄναβε πράσινο φῶς ἡ Γιουγκοσλαβία. Μπρός στίς μηχανοκίνητες μεραρχίες τοῦ Χίτλερ τό γιουγκοσλαβικό μέτωπο καταρρέει. Ἀκάθεκτοι οἱ εἰσβολεῖς χυμοῦν στά ἑλληνικά ἐδάφη. Κι ἐνῶ τά ὀχυρά μας ἀντιστέκονται μέ πρωτοφανῆ ἐπιτυχία, ἀγνοώντας παντελῶς τίς ἀστάθμητες ἐξελίξεις, ὑπογράφεται στή Θεσσαλονίκη -τό μεσημέρι τῆς 9ης Ἀπριλίου- τό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας Γερμανοί πληροφοροῦν τόν διοικητή τοῦ ὀχυροῦ Ροῦπελ γιά τή συνθηκολόγηση. Κι ἐκεῖνος τούς ἀπαντᾶ: «Τά ὀχυρά δέν πααδίδονται ἀλλά καταλαμβάνονται!».
Ἀργά τό βράδυ στούς στρατιῶτες τοῦ χρέους δίδεται ἡ διαταγή «παύσατε πῦρ». Ὥς τότε τά ὀχυρά παρέμεναν ἀπόρθητα. Κι ἡ λογική δέν τό χωρᾶ. Μεριάζουν καί ὑποχωροῦν οἱ ἀνίκητοι! Ὁ γερμανός στρατηγός καλεῖ τούς ὑπερασπιστές τοῦ Ροῦπελ νά τούς συγχαρεῖ γιά τήν ἡρωική τους ἀντίσταση. Παρουσιάζονται ἕνας ἔφεδρος ἀξιωματικός, ἕνας ἐπιλοχίας, δύο λοχίες καί 28 στρατιῶτες. Γεμάτος ἔκπληξη γιά τήν ἰσχνή ἄμυνα ρωτᾶ: «Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι;». Ὁ ἔφεδρος ἀξιωματικός μπαρουτοκαπνισμένος τοῦ ἀπαντᾶ: «Δέν ὑπάρχουν ἄλλοι». Τότε ὁ γερμανός στρατηγός ντροπιασμένος κρύβει τό πρόσωπό του μές στίς παλάμες του.Ἕνα παλληκάρι ἀπό τά Ἄνω Πορόια Σερρῶν, ὁ λοχίας Δημ. Ἴτσιος, διοικεῖ ἕνα πολυβολεῖο στό Ροῦπελ. Μέ τά φυσέκια του προξενεῖ μεγάλες ἀπώλειες στόν ἀντίπαλο. Ἀλλά οἱ ἐχθροί ἀνατινάζουν τή σκεπή καί μπαίνουν μέσα. Ρωτᾶ ὁ γερμανός ταγματάρχης, μέ διερμηνέα, ποιός διοικεῖ τό πολυβολεῖο. Ἐμφανίζεται μπροστά του ὁ λοχίας Ἴτσιος. Ὁ Γερμανός τόν προστάζει νά τόν ἀκολουθήσει. Βγαίνουν πιό ἔξω, ὅπου κείτονται νεκροί διακόσιοι Γερμανοί. «Τοῦτο τό μακελλειό εἶναι δικό σου ἔργο. Μοῦ σκότωσες τούς καλτερους στρατιῶτες μου. Σέ συγχαίρω!», λέει στόν λοχία καί τοῦ δίνει τό χέρι. Ὁ Ἴτσιος σέ στάση προσοχῆς τόν χαιρετᾶ στρατιωτικά. Μεμιᾶς ὁ ταγματάρχης ἀλλάζει ὕφος, κοιτάζει τόν ἐπιλοχία του καί τόν διατάζει: «Τουφέκισέ τον!».
Οἱ ἐχθροί μιλοῦν ἔκπληκτοι γιά τήν ἑλληνική ἄμυνα σ’ ὁλόκληρη τή «Γραμμή Μεταξᾶ». Τή χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδη». «Εἶστε ἀξιέπαινοι, διότι προξενήσατε ἐντύπωση μεγάλης ἰσχύος καί μεγίστης ἀφθονίας μέσων...», τονίζει ὁ γερμανός ἐπιτελάρχης στόν ἀντιστράτηγο Δέδε. Κι ἕνας ἄλλος ἐπικεφαλῆς γερμανικῶν τμημάτων ἐξομολογεῖται σ’ ἕλληνα λοχαγό: «Πολέμησα στήν Πολωνία, στό Βέλγιο, στή Γαλλία. Γιά τήν Ἑλλάδα εχαμε ὅλοι τήν ἰδέα -ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τή δυσαναλογία τῶν δυνάμεων- ὅτι θά ἐπρόκειτο γιά ἁπλό στρατιωτικό περίπατο. Ὁποιοδήποτε ἄλλος στρατός, πού θά ἀντιμετώπιζε τό πεζικό μας, τό πυροβολικό μας, τά τάνκς, τά στούκας, τά φλογοβόλα, θά πετοῦσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τά ὅπλα, ἐνῶ ἐσεῖς μέ τά πενιχρά σας μέσα ἀντισταθήκατε παντοῦ καί δέν μᾶς ἐπιτρέψατε νά περάσουμε. Τό εἶδα μόνος μου στόν τομέα πού πολέμησα».
Μά «ὁ ἀετός τῆς ἑλληνικῆς δόξας ἔπρεπε τώρα νά μαζέψει τά φτερά του». Ἡ θύελλα ἀρχίζει. Ἡ γερμανική μπότα ἀντηχεῖ στούς δρόμους τῆς δύστυχης πατρίδας μας καί σφίγγει πιότερο τή σκιαγμένη καρδιά τοῦ Ἕλληνα. Κυριακή τοῦ Πάσχα, 20 Ἀπριλίου 1941. Νά, πῶς περιγράφει τή λαμπρή αὐτή μέρα ὁ Ἐλ. Εἱμαρμένος: «Καθίσαμε νά φᾶμε ἀνόρεχτα καί ἀμίλητοι. Εἴχαμε βράσει καί αὐγά, ἀλλά δέν τά βάψαμε κόκκινα• τ’ ἀφήσαμε ἄσπρα. Δέν θέλαμε τό χρῶμα τῆς χαρᾶς τοῦ Πάσχα, τό σύμβολο τῆς Ἀναστάσεως, νά πάει χαμένο, νά ἐξουδετερωθεῖ ἀπό τήν κατάσταση. Ἀναβάλλοντας τό βάψιμο εἴχαμε τό παρήγορο συναίσθημα ὅτι ἀναβάλλουμε ἁπλῶς καί τήν Ἀνάσταση, τήν ἀληθινή Ἀνάσταση τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης...».
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 109-110
Μέ τίς εὐλογίες τοῦ καινούργιου πάπα ἔχει ἀρχίσει μιά ἐκστρατεία ἀποκατάστασης τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη. Ποιό εἶναι τό ἐπιχείρημα αὐτῆς τῆς προσπάθειας; Ὁ Ἰούδας δέν ἦταν ἐσκεμμένα κακός• ἁπλῶς ἐκπλήρωνε τήν ἀποστολή του στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἀποκατάσταση εἶναι μιά διπλωματική κίνηση τοῦ πάπα Βενέδικτου πού ἀποσκοπεῖ στή βελτίωση τῶν χριστιανοεβραϊκῶν σχέσεων.
Πόσο διαφορετικοί εἴμαστε μέ τή Δύση καί τή νοοτροπία της! Ἕνας ἀλάθητος πάπας δέν διστάζει, γιά χάρη τῆς διπλωματίας καί ἴσως γιά τά οἰκονομικά συμφέροντα τοῦ Βατικανοῦ, νά ἀνατρέψει τήν αὐθεντική ἱστορία καί τήν παράδοση. Περιφρονώντας τά θεόπνευστα Εὐαγγέλια ἐνστερνίζεται τήν ἔκδοση νέου Εὐαγγελίου, τοῦ φερομένου ὡς Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα, πού κατοχυρώνει τή νεοφανῆ ἄποψη γιά τόν «παρεξηγημένο» μαθητή.
Ἡ δυσφήμηση τοῦ Ἰούδα, ὑποστηρίζουν οἱ θεολογικοί κύκλοι τοῦ παπισμοῦ, συνέβαλε στή δημιουργία τοῦ ἀντισημιτισμοῦ. Τί κρίμα ὅμως πού, ἀπαλλάσσοντας τόν Ἰούδα ἀπό τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του δέν γλυτώνουν ἀπ᾿ τά «ἀντισημιτικά μηνύματα» τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας! Κάτι πρέπει νά κάνουν καί γιά τούς φαρισαίους, τούς ἱερεῖς, τούς ἀρχιερεῖς, τούς σαδδουκαίους ἀλλά καί τόν ἰουδαϊκό ὄχλο πού ὁδήγησε στήν καταδίκη τόν Ἰησοῦ.
Ἀλλά καί μία ἀκόμη ἔνσταση: Πῶς κατάφερε ἕνας ἁπλός μαθητής μέ τή στάση του νά δημιουργήσει ρεῦμα μίσους γιά ἕναν ὁλόκληρο λαό; Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του ἦταν Ἑβραῖος, ἡ Παναγία μητέρα του ἐπίσης, οἱ ἀπόστολοι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά μήν ἀναφερθοῦμε στούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού τιμῶνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄν ἀρρωστημένα μυαλά ὁρμώμενα ἀπό προσωπικές ἐμπάθειες καί ἀπωθημένα (πρβλ. Χίτλερ) ἐξαπέλυσαν διώξεις ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου λαοῦ, δέν σημαίνει πώς φταίει γι᾿ αὐτό ἡ εὐαγγελική ἱστορία καί πρέπει νά τήν ἀνατρέψουμε.
Στήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας ἡ χριστιανική πίστη ὄχι μόνο δέν δημιούργησε κλίμα μίσους ἀπέναντι στό πολυάριθμο ἑβραϊκό στοιχεῖο πού βρισκόταν στήν πατρίδα μας ἀλλά τό ἀντίθετο. Ἐνέπνευσε τήν ἀγάπη, τό σεβασμό ἀλλά καί τήν ὑποστήριξη τῶν δεινοπαθούντων Ἑβραίων τήν περιόδο τοῦ ᾿40. Ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί οἱ ἐπίσημοι ταγοί της μέ πρωτεργάτη τόν ἀρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό προσέφεραν προστασία καί, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα, διέσωσαν πλῆθος Ἑβραίων ἀπό τά κρεματόρια.
Μήπως οἱ παπικοί, γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀντισημιτικοῦ ρεύματος, ἀντί νά προχωρήσουν σέ καινοτομίες ἐπικίνδυνες, χρειάζεται νά ἐμβαθύνουν στή διδασκαλία τῶν Εὐαγγελίων τά ὁποῖα θέλουν νά ἀνατρέψουν; Ἡ καλλιέργεια τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης πού προσφέρεται θυσιαστικά ἀκόμα καί στούς ἐχθρούς, αὐτή μόνο ἐκμηδενίζει τίς διαφορές καί γεφυρώνει τίς ἀντιθέσεις.
Κρής
Ἡ μνήμη μέσα τους καίει, αὐτά τά χώματα κάποτε ἦταν δικά τους. Σέ κεῖνο τό ποτάμι τραγουδοῦσαν, σέ κείνη τήν πέτρα κουρνιασμένα ἄκουγαν παιδιά ἀπ’ τούς παλιούς γέροντες τούς θρύλους τῆς φυλῆς τους, σέ κεῖνο τό ξέφωτο ἔθαψαν τούς γονιούς τους. Ὕστερα ἦρθαν οἱ ἄλλοι καί τά πῆραν ὅλα. Τώρα μέ τό ὅπλο στό χέρι, μέ τή μνήμη πού καίει οἱ λαοί ὁρμοῦν καί σχίζουν τά κράτη σέ χίλια κομμάτια ψάχνοντας μέσα σ’ αὐτά τήν ἀγαπημένη χαμένη πατρίδα. Κάτω τά σύνορα! ἦταν τό σύνθημα στήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα· ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα! Κι οἱ λαοί ἔμειναν δίχως πατρίδα, ἀνέστιοι. Τώρα, στόν 21ο αἰώνα, χιλιάδες νεκροί γιά μιά ἀμφισβητούμενη λωρίδα γῆς τῶν συνόρων τους...
Ὅλα τά ἔθνη τά 'πλασε ὁ Θεός ἀπό ἕνα αἷμα. Ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα. Κι ὕστερα ὕψωσε τό χέρι Του καί ὅρισε τίς ὁροθεσίες τῆς κατοικίας τους. Μές στή μεγάλη πατρίδα χάραζε τίς μικρότερες. Κάθε ἔθνος μιά πατρίδα. Ἡ πατρίδα εἶναι ἀγαθό καί τήν δικαιοῦνται ὅλοι. Στόν ἴδιο βαθμό καί μέ τόν ἴδιο τρόπο. Εἶναι ἡ γῆ τῶν πατέρων μας, τό λίκνο τῆς ζωῆς μας, φωνή πού ψιθυρίζει τήν ἱστορία μας, λήκυθος πού βαστᾶ τό αἷμα τῶν θυσιῶν μας, σημαία πού ἀνεμίζει τά ἰδανικά καί τά ὄνειρά μας. Κάθε πατρίδα εἶναι ἱερή. Καί ἡ δική μας καί οἱ ἄλλες. Κι ὅλες ἔχουν νά δώσουν στό κοινό τραπέζι τῆς γῆς κάτι καλό, μικρό ἤ μεγάλο. Ἡ κάθε μιά ἔχει νά δώσει τό δικό της λουλούδι, τό δικό της τραγούδι, τή δική της πνοή στή ζωή τοῦ κόσμου.
Ἀλλά ὅπως ὅλα τ’ ἀγαθά, καί ἡ πατρίδα ἀλλοιώθηκε, κακοποιήθηκε. Ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα! φώναζε ὁ διεθνισμός καί πολτοποίησε τίς πατρίδες μέσα στό χωνευτήρι τῶν συνομοσπονδιῶν. Ἡ δική μας πατρίδα νά σκεπάσει ὅλη τή γῆ! φώναζε ὁ σωβινισμός καί ἐξαφάνισε τίς ἄλλες πατρίδες. Στούς πρώτους ἡ πατρίδα καταργεῖται, στούς δεύτερους θεοποιεῖται, καί στούς δυό γίνεται ἀπό εὐλογία κατάρα. Κι ὅμως, τά σύνορα πρέπει νά ὑπάρχουν καί νά 'ναι ἀπαραβίαστα, ἀφοῦ τά ὅρισε χέρι Θεοῦ. Τό χρέος πού μένει σέ μᾶς εἶναι ὄχι νά μεγαλώνουμε τήν πατρίδα, ἀλλά νά τήν φυλᾶμε καί νά τήν ἐργαζόμαστε, νά δίνει τήν ὀμορφιά της σέ μᾶς καί στούς ἄλλους.
Μέσα στίς πατρίδες τοῦ κόσμου, ἡ πατρίδα μας. Στόν παγκόσμιο χάρτη ἡ Ἑλλάδα, μία κουκίδα. Εἶναι ἀπ’ τίς φτωχές, τίς μικρές, τίς ἀγνοημένες πατρίδες. Ἀγνοημένη κι ἀπ’ τά παιδιά της κι ἀπ’ τούς φίλους της κι ἀπ’ τούς προστάτες. Πατρίδα μικρή μέ πολλές χαμένες πατρίδες, πού κόπηκαν ἀπ’ τό σῶμα της μέ βία ἤ προδοσία. Ἡ Ἑλλάδα μέσα στή γῆ εἶναι μόνη της. Κανείς ἄλλος δέν μιλᾶ τή γλῶσσα της, κανείς δέν ἔχει τή φυλή της. Ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει ἀδελφούς λαούς· ἔχει μόνο Πατέρα. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός τήν ξεχώρισε στήν ἀγάπη, τήν ξεχώρισε ὅμως στήν ἀποστολή! Σήμερα στήν ἑνωμένη Εὐρώπη, στήν ἔξαρση τοῦ ἐθνικισμοῦ, στό κοινό τραπέζι τοῦ ταραγμένου κόσμου ἡ Ἑλλάδα ἔχει νά φέρει πάνω καί πρίν ἀπ’ ὅλα τήν πιό ἀκριβή πραμάτεια, τό πιό γλυκό τραγούδι, τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτήν ἔχει νά δώσει στόν κόσμο, ἡ Ἑλλάδα, πού πέρα ἀπό τό λίκνο πολιτισμοῦ εἶναι ἐδῶ καί αἰῶνες καί λίκνο Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ δόξα, τό μεγαλεῖο, ἡ δύναμή της. Κι αὐτή ἡ μικρή πατρίδα, ὅσο κι ἄν πολεμεῖται, θά ὑπάρχει ὅσο δέχεται τόν ἀληθινό Θεό. Ἄν τόν ἀρνηθεῖ, θά 'χει τή μοῖρα τοῦ ἀσώτου καί τήν κατάντια του.
Οἱ πατρίδες ὕψιστο ἀγαθό ἀλλά ἐπίγειο. Μιά μέρα θά πάψουν πιά νά ὑπάρχουν. Ζώντας μέσα σ’ αὐτές, μέσα στ’ ἀγαθά τους, μήν ξεχαστοῦμε. Σάν ἐκείνους τούς πατριάρχες πού μέσα στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μέσα στήν πατρίδα τῶν ὀνείρων τους, ζοῦσαν σάν ξένοι καί προσωρινοί λαχταρώντας ἄλλη πατρίδα καλύτερη, τόν οὐρανό.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Θαλερές κι ἀμάραντες οἱ δάφνες πού στεφανώνουν τό μνημειῶδες κυπριακό ἔπος 1955-59. Ὁ Ἕλληνας ἔγραψε καί στό παρελθόν λαμπρές ἐποποιίες. Τοῦτο ὅμως τό μεγαλούργημα ἔχει κάτι τό ἰδιαίτερο. Εἶναι ἀποκλειστικό ἐπίτευγμα τῆς κυπριακῆς νεολαίας.
«Μιά χώρα ἀξίζει ὅ,τι ἀξίζει ἡ νεολαία της», διασαλπίζει ὁ ἀρχηγός τῆς ΕΟΚΑ «Διγενής». Καί τό βασανισμένο τοῦτο νησί μπορεῖ νά καυχηθεῖ γιά τά «ἄγουρα» νιάτα του. Μικρά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ, ἔφηβοι τῶν γυμνασιακῶν τάξεων, ἐργατόπαιδα κι ἀγροτόπαιδα, σάν ἄλλοι ἱερολοχίτες, μεθοῦν ἀπό ἐνθουσιασμό καί ρίχνονται στόν ἀγώνα γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ἀγγλικοῦ ζυγοῦ. Μαθητές καί μαθήτριες ἀφήνουν τίς ἀθῶες χαρές τους, τά ὄμορφα παιχνίδια τους, τίς πορεῖες κι ἐκδρομές τους, τήν καλοπέραση κι ἀνεμελιά τους καί κατατάσσονται στήν Ἄλκιμη Νεολαία τῆς ΕΟΚΑ (Α.Ν.Ε.).
Οἱ ἀποικιοκράτες δέν πιστεύουν στά μάτια τους. Τόσα χρόνια δέν ἐφάρμοζαν τό σχέδιο τοῦ Διευθυντῆ τῆς Παιδείας Πάλμερ, γιά νά ἀποχρωματίσουν τούς σκλάβους; Τόν ἀγγλικό ὕμνο δέν τούς δίδασκαν; Ἀπό τήν ἱστορία τους, τό ἔνδοξο παρελθόν τους δέν προσπαθοῦσαν συστηματικά νά τούς ἀποκόψουν; Τίς ἑλληνικές σημαῖες δέν τούς εἶχαν ἀπαγορεύσει; Κι ὅμως στόν ἐθνικό τοῦτο συναγερμό τῆς 1ης Ἀπριλίου 1955 τί θωροῦν; Μαθητικά νιάτα, πού δέν ναρκώθηκαν ἀπό τό βόλευμα, ἀσυμβίβαστα μέ τήν ἀνθελληνική πολιτική τοῦ δυνάστη, νά ὀργανώνουν διαδηλώσεις σέ πόλεις καί σέ χωριά, νά ξεχύνονται στίς πλατεῖες, στούς δρόμους, μέ καθάριο σπινθηροβόλο βλέμμα νά ἀνεμίζουν τίς γαλανόλευκες σημαῖες καί μέ καμάρι νά ψέλνουν γλυκόλαλα τόν ἑλληνικό ἐθνικό ὕμνο, φωνάζοντας μ’ ὅλη τή φλόγα τῆς καρδιᾶς τους τά δίκαια χρόνια αἰτήματά τους, Λευτεριά καί Ἕνωση:
«Δῶστε μας πκιόν στήν Μάνναν μας
τζ’ ἄν ἔνι τζιαί γραμμένον
νά τρῶμεν τό ψουμίν ξερόν
ἄς ἔν τζιαί κλιθθαρένον».
Κι αὐτά τά τρυφερά βλαστάρια, πού μέ τ’ ἁπαλό χάδι καί τό γλυκό φιλί τῆς μάνας μεγάλωναν, δοκιμάζουν πρόωρα τή βαρβαρότητα τοῦ κατακτητῆ. Μέ ἀσπίδες, κράνη, γκλόμπς, δακρυγόνες βόμβες ὁρμᾶ ὁ Ἄγγλος νά χτυπήσει τά παιδιά τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου τῆς Λευκωσίας. Ἐρεθίζεται ἀπό τή μαχητικότητά τους. Καί στό λιοντάρι πού βρυχᾶται τολμοῦν ν’ ἀντισταθοῦν τά μαθητούδια μέ πέτρες, χαλίκια, κεραμίδια καί μ’ ὅ,τι ἄλλο ἔβρισκαν μπροστά τους. Ποῦ ἔμαθαν αὐτά τ’ ἀγύμναστα, ἀμούστακα παλληκαράκια νά ἔχουν τέτοια ἑτοιμότητα καί μαστοριά, ὥστε τίς δακρυγόνες βόμβες πού τούς πετοῦσαν νά τίς στέλνουν, πρίν ἐκραγοῦν, ἀμέσως πίσω, προξενώντας καταστροφές στίς ἐχθρικές δυνάμεις;
Ἀνελέητες σκηνές ξετυλίγονται. Σέ μιά μαθητική διαδήλωση στή Λευκωσία ἕνας Βρετανός τραβᾶ μιά μαθήτρια ἀπό τά μαλλιά. Ἐνῶ τήν κακοποιεῖ ἀλύπητα μέ τόν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου του, αὐτή γενναῖα ὑψώνει τή φωνή της: «Εἶσαι δειλός. Ἄν εἶσαι ἄντρας, πέταξε τό ὅπλο, βγάλε τό κράνος, ἄφησε τήν ἀσπίδα κι ἔλα νά παλαίψουμε μέ τά χέρια!».
Σέ μιά διαδήλωση διαμαρτυρίας τῶν μαθητῶν τῆς Λάρnακας οἱ «πολιτισμένοι» Ἄγγλοι τούς ἀπαντοῦν μέ δακρυγόνες βόμβες. Μερικά παιδιά χτυποῦν τίς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, ἄλλα πετοῦν πέτρες κι ἄλλα τρέχουν νά σωθοῦν. Ἕνας στρατιώτης πυροβολεῖ πρός τό μέρος τους. Ἐκεῖνοι σκορπίζουν. Μονάχα ὁ ἑπτάχρονος Δημητράκης Δημητριάδης, ὁ ἀνθοπώλης-μαθητής, μένει νά τούς πολεμήσει. Φτωχό παιδάκι ὁ Δημητράκης μπῆκε ἀπό νωρίς στή βιοπάλη. Σάν τέλειωνε τό σχολεῖο, πουλοῦσε καθημερινά λουλούδια. Μά σήμερα τά παράτησε ὅλα. Ποθεῖ νά κάνει κι αὐτός κάτι γιά τήν πολύπαθη πατρίδα του. Μέ τό τρυφερό χεράκι του σηκώνει πέτρες καί τίς ἐκσφενδονίζει στούς ὁπλισμένους Ἄγγλους, κραυγάζοντας: «Ἕνωση! Ἕνωση!». Ἕνας κρότος ἠχεῖ κι ἡ σφαίρα τόν ρίχνει κάτω θανάσιμα. Τό ἄψυχο κορμάκι του κολυμπᾶ μές στό αἷμα. Πένθιμα χτυπᾶ ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, διασαλπίζοντας τή θυσία τοῦ μικρότερου ἥρωα τῆς κυπριακῆς ἐποποιίας. Ἀπαρηγόρητη ἡ γιαγιά του στολίζει τό φέρετρο τοῦ ἐγγονοῦ της μέ τά λουλούδια, πού ἔμειναν ἀπούλητα ἐκείνη τή μέρα.
Ἀθάνατα, ἔνδοξα μαθητικά νιάτα τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου μας! Ἐσεῖς ἀψηφήσατε κινδύνους, γιά νά μεταφέρετε τήν ἀλληλογραφία τῆς Ὀργάνωσης. Ἐσεῖς ἤ¬σασταν ὁ συνδετικός κρίκος μέ τούς πολεμιστές τῆς πόλεως καί τοῦ βουνοῦ. Ἐσεῖς τίς νύχτες κουβαλούσατε τροφές γιά τούς ἀντάρτες, ἐνῶ τήν ἄλλη μέρα ξεκινούσατε γιά τό σχολειό σας, δίχως νά κινεῖτε τήν ὑποψία τοῦ δυνάστη ἀλλ’ οὔτε καί τῶν γο¬νιῶν σας. Ἐσεῖς παρακολουθούσατε τίς κινήσεις τοῦ ἀντιπάλου καί μέ ταχύτητα εἰδοποιούσατε τούς συμπατριῶτες σας. Οἱ τσάντες σας ἦταν γεμάτες ἀπό προκηρύξεις τῆς ΕΟΚΑ καί πυρομαχικά γιά τόν ἐφοδιασμό τῶν παλληκαριῶν.
Πῶς νά ἐγκωμιάσει κανείς τ’ ἀνδραγαθήματά σας; Ἕνας καθηγητής σας ἔπλεξε τοῦτο τόν ὕμνο πρός τιμήν σας:
«Τί νά σᾶς πῶ γιά Θερμοπύλες,
Μαραθῶνες,
ὅταν τή μάχη δίνετε μέ πέτρες
στήν αὐλή μας;...
Τί νά σᾶς μάθω ἡρωικούς
ἑξάμετρους τοῦ Ὁμήρου,
ὅταν μετρᾶτε λίγα δευτερόλεπτα
κι ὕστερα ρίχνετε τή χειροβομβίδα;...
Τί νά ζητῶ καλλιγραφίες
ἀπό τά χέρια πού ἔσκαβαν
ὅλο τό βράδυ χτές κρησφύγετα;...
Ποιό τραγούδι ὀμορφότερο νά πῶ
ἀπ’ τή σιωπή σας
μπρός στά βασανιστήρια; ....»
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Ἰούλ.-Αὔγ. 2005
Δεῖτε ἐδῶ καί κατεβάστε σχετικές παρουσιάσεις, κείμενα καί τραγούδια.
Μία ἀπό τίς δύσκολες παραβατικές συμπεριφορές τῶν παιδιῶν εἶναι ἡ κλοπή. Ἕνα φαινόμενο συχνό στήν παιδική ἡλικία πού ἀναστατώνει τούς γονεῖς καί γίνεται πιό σοβαρό ὅταν τά παιδιά εἰσέρχονται στήν ἐφηβεία. Ἄν, λοιπόν, ἕνα παιδί ἤ ἕνας ἔφηβος κλέβει, οἱ γονεῖς του εἶναι πολύ φυσικό νά ἀνησυχοῦν καί νά διερωτῶνται τί ὁδήγησε τό παιδί τους στήν κλοπή. Φοβοῦνται μήπως μέ τήν παραβατική αὐτή συμπεριφορά ἐξελιχθεῖ σέ ἕναν «ἀνήλικο ἐγκληματία».
Εἶναι βέβαια φυσιολογικό γιά ἕνα πολύ μικρό παιδί νά πάρει κάτι, π.χ ἕνα παιχνιδάκι πού τό σχῆμα ἤ τό χρῶμα του τοῦ ἔχει διεγείρει τή φαντασία, τό ἐνδιαφέρον ἤ τήν περιέργεια. Αὐτό δέν θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς κλοπή. Συνήθως στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἕως πέντε ἐτῶν, τά παιδιά καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι λάθος νά παίρνουν κάτι πού ἀνήκει σέ ἄλλο πρόσωπο.
Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά διδάσκουν στά παιδιά τους μέ τρόπο ἐνεργητικό τόν σεβασμό ἀπέναντι στούς συνανθρώπους καί στά πράγματά τους, τά ὁποῖα δέν μᾶς ἀνήκουν. Παρότι τά μεγαλύτερα παιδιά καί οἱ ἔφηβοι γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι ἡ κλοπή εἶναι συμπεριφορά μή ἀποδεκτή, ἐντούτοις κλέβουν γιά διάφορους λόγους:
Οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ἐξετάσουν κατά πόσο τό παιδί τους ἔκλεψε ἀπό μία ἐσωτερική ψυχική ἀνάγκη, ὥστε νά δείξουν περισσότερη προσοχή, ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον οἱ ἴδιοι ἀπέναντί του. Σέ αὐτή τήν περίπτωση τό παιδί μπορεῖ νά ἐκφράσει τόν θυμό του. Θά προσπαθήσει νά «πάρει ἐκδίκηση» ἀπό τούς γονεῖς του. Τό κλεμμένο ἀντικείμενο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό ὑποκατάστατο γιά τήν ἀγάπη καί τή στοργή πού ζητάει ἀπό τούς γονεῖς του καί ἡ ὁποία τοῦ λείπει. Οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ἔχουν εὐαίσθητες κεραῖες καί νά ἀνταποκριθοῦν θετικά, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία τοῦ παιδιοῦ τους καί τή θέση του ὡς σπουδαίου μέλους τῆς οἰκογένειάς τους.
Ἄν οἱ γονεῖς λάβουν τά κατάλληλα μέτρα, στίς περισσότερες περιπτώσεις ἡ κλοπή σταματάει καθώς τό παιδί μεγαλώνει. Πῶς θά διαχειριστοῦν οἱ γονεῖς τό θέμα, ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι τό παιδί τους ἔχει κλέψει;
Ἀναλόγως τῆς ἡλικίας καθιστοῦν σαφές στό παιδί τους ὅτι ἡ συμπεριφορά του εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη γιά τήν οἰκογενειακή παράδοση, τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Κάνουν ἀναφορά στόν νόμο τοῦ Θεοῦ «οὐ κλέψεις» (Ἔξ 20,14) καί κυρίως στήν πηγή τοῦ κακοῦ «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Ἔξ 20,17). Δέν θά ἐπιθυμήσεις ὅ,τι ἀνήκει στόν συνάνθρωπό σου. Σχολιάζοντας τή θεϊκή ἐντολή ἐπισημαίνουν τή ρίζα τοῦ κακοῦ, τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία γιά κατοχή ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τήν ἐξάρτησή μας ἀπό αὐτά.
Ὅταν τό παιδί ἔχει πληρώσει ἤ ἔχει ἐπιστρέψει τό κλεμμένο ἀντικείμενο, τό θέμα ἔχει λήξει πλέον καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἐπανέλθουν. Τοῦ δίνουν ἔτσι τή δυνατότητα νά κάνει μία νέα ἀρχή στή ζωή του, ἀφοῦ ἔχει ἤδη ἐναποθέσει καί τό ψυχικό βάρος σέ διακριτικό πνευματικό.
Ἄν ὅμως ἡ κλοπή εἶναι ἐπίμονη καί συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλες προβληματικές ἤ παραβατικές συμπεριφορές, μπορεῖ νά ἀποτελεῖ μία ἔνδειξη γιά πιό σοβαρό πρόβλημα στή συναισθηματική ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ ἤ γιά δυσλειτουργία καί προβλήματα στήν οἰκογένεια. Τά παιδιά πού κλέβουν ἐπανειλημμένα μπορεῖ νά ἔχουν δυσκολία νά ἐμπιστευτοῦν τούς ἄλλους καί νά δημιουργήσουν στενές σχέσεις μαζί τους. Ἀντί νά αἰσθάνονται τά ἴδια ἔνοχα γιά τήν πράξη τους, κατηγοροῦν τούς ἄλλους γιά τή συμπεριφορά τους μέ τό σαθρό ἐπιχείρημα: «Ἀπό τή στιγμή πού ἀρνοῦνται νά μοῦ δώσουν ὅ,τι μοῦ χρειάζεται, θά τό πάρω»! Ἐάν, παρ᾽ ὅλες τίς προσπάθειες πού καταβάλλουν οἱ γονεῖς, ἡ κατάσταση δέν διορθώνεται ἀλλά μᾶλλον χειροτερεύει, οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ζητήσουν τή βοήθεια τοῦ εἰδικοῦ παιδοψυχιάτρου.
Ἀθανάσιος Γκάτζιος
Τελείωσε καί τό ἀποκριάτικο ξεφάντωμα. Ἀσφαλῶς ἡ οἰκονομική κρίση δέν ἐπέτρεψε νά ἐπαναληφθοῦν οἱ σπατάλες τοῦ παρελθόντος, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι ἔλειψαν αὐτές παντελῶς. Σέ κάθε δῆμο διετέθησαν κονδύλια γιά τίς ἀποκριάτικες ἐκδηλώσεις.
Ὑποστηρίζουν κάποιοι: «Εἶναι ἀνάγκη γιά τούς ἀνθρώπους τό πανηγύρι, πόσο μᾶλλον γιά ἀνθρώπους πού δυσκολεύονται ἤ ἀκόμη καί συνθλίβονται οἰκονομικά. Εἶναι κάποια, ἔστω καί βραχύβια, ἐκτόνωση, μετά ἀπό τήν ὁποία ἐπανέρχονται στή σκληρή πραγματικότητα ἀνανεωμένοι. Ἡ μέθεξη στά δρώμενα δρᾶ ἀντικαταθλιπτικά».
Τή θέση αὐτή ὑποστήριξαν στό παρελθόν ξένοι ταξιδιῶτες, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σέ γιορτές τοῦ ὑπόδουλου στούς Τούρκους Γένους. Ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν κατανοήσει ἐκεῖνοι ἦταν ὅτι ὁ πανηγυρισμός εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τήν Ἐκκλησία καί ὅτι τό πανηγύρι ἦταν πρωτίστως θρησκευτικό. Οἱ πιστοί προσέρχονταν μέ πίστη νά τιμήσουν τόν Θεό καί τούς ἁγίους του καί προσπαθοῦσαν νά δομήσουν τήν προσωπική, οἰκογενειακή καί κοινωνική τους ζωή μέ βάση τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἦταν τό πανηγύρι φυγή ἀπό τή σκληρή πραγματικότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἦταν ἡ ἐνδυνάμωση, γιά νά ἀντέξουν αὐτήν. Δέν ἰσχύει τό ἀνάλογο στή μέθεξη τῶν ἀποκριάτικων δρωμένων, ὥστε νά δίδεται ἡ ἴδια ἑρμηνεία ἀπό «γόητες πού προκόβουν στό κακό πλανώντας καί πλανώμενοι» (βλ. Β΄ Τι 3,13).
Ἡ φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα σέ καμιά περίπτωση δέν συνιστᾶ λύση τοῦ προβλήματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντλήσει κάποιος δυνάμεις, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σωρευμένων βιοτικῶν προβλημάτων μετέχοντας σέ ἐπιχείρηση ἐκχυδαϊσμοῦ καί ἐξαχρείωσης. Βέβαια, πρέπει νά δεχθοῦμε καί κάτι σημαντικό, πού διαφεύγει συνήθως ἀπό τούς ἐλάχιστους ἐπικριτές τῶν δρωμένων: Ὁ ἐκχυδαϊσμός καί ἡ ἐξαχρείωση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἔχει ὑπερβεῖ πλέον κατά πολύ τά ἀντίστοιχα τῆς περιόδου τῆς ἀποκριᾶς. Μάλιστα ἡ μικρή ὀθόνη ἔχει καταστεῖ ὀχετός, πού ἀποβάλλει τά λύματα πνευματικοῦ βορβόρου στό ἐσωτερικό κάθε οἰκίας!
Ἡ χώρα μας διέρχεται κρίση πρωτίστως ἀξιῶν καί ὄχι οἰκονομική. Ἔχουμε καταστεῖ περίγελως τῶν οἰκονομικά εὐρωστότερων λαῶν τῆς Εὐρώπης καί ἐμμένουμε στήν ἀθλιότητα μή ἔχοντας τήν παραμικρή διάθεση αὐτοκριτικῆς. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι οἱ πρωταγωνιστές τῶν δρωμένων κατά τήν περίοδο τῆς ἀποκριᾶς τονίζουν κατά κόρον τήν προσήλωση στήν παράδοσή μας. Καί ἐννοοῦν παράδοση κάθε τι πού ἀντιμάχεται τήν Ἐκκλησία, ἀπό τά κατάλοιπα τῆς ἀφροδισιακῆς καί διονυσιακῆς λατρείας μέχρι τήν ἀπαξίωση τοῦ ἐτήσιου θρησκευτικοῦ πανηγυριοῦ, ἐπίκεντρο τοῦ ὁποίου ἔχει καταστεῖ πλέον ἡ ὁλονύκτια διασκέδαση κατά τήν παραμονή καί ἡ ἀποκοπή του ἀπό τή θεία Λειτουργία τῆς ἑπομένης. Γιά ὅλα αὐτά ἔχουμε ἐθιστεῖ στό ψεῦδος καί τό ἀποδεχόμαστε μέ εὐχαρίστηση, καθώς ἡ ἀλήθεια εἶναι συνήθως πικρή καί μᾶς πονᾶ.
Τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μᾶς εἰσάγει σέ περίοδο ἑτοιμασίας μέ νηστεία, προσευχή καί ἐγκράτεια. Ἔχοντας, ὅσοι νηστεύουμε, παρεξηγήσει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων ἐπιδιώκουμε τήν ἐξεζητημένη νηστεία τῶν ἐναλλακτικῶν ἀπολαύσεων, πού στηρίζεται στά πανάκριβα θαλασσινά καί σέ ὑποκατάστατα ζωικῶν τροφῶν μέ βάση τή βιομηχανική ἐπεξεργασία τῆς σόγιας, τοῦ συμβόλου τῆς νέας τάξης στό χῶρο τῆς γεωργίας. Χωρίς νά συνειδητοποιοῦμε, ἀναλαμβάνουμε τόν ρόλο τοῦ Φαρισαίου, παρά τήν ἔγκαιρη ἐπισήμανση τοῦ τρομεροῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας κατά τήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά προβάλουμε τήν ὑπεροχή μας ἔναντι τῶν ἄλλων πού δέν εἶναι σάν ἐμᾶς καί νά στηλιτεύσουμε τή σάπια κοινωνία, γιά τό κατάντημα τῆς ὁποίας φταῖνε μόνο οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως «πολλά πταίομεν ἅπαντες». Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τήν κατάντιά μας καί νά ἐπανέλθουμε στήν ὁδό τῆς μετανοίας, ἀπό τήν ὁποία μᾶς ἀπομάκρυνε ἡ ἀλαζονεία μας. Ἡ νύχτα τῶν δεινῶν μας θά εἶναι μακρᾶς διαρκείας, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου διατυμπανιζόμενα. Μέ τή μετάνοια μποροῦμε νά δώσουμε νόημα στά ὅσα συμβαίνουν, ὥστε νά πορευθοῦμε μέ ὑπομονή καί ἀντοχή πρός μιά αἴσια ἔκβαση. Χωρίς νόημα οἱ δοκιμασίες γίνονται ἀφόρητες καί δέν ἀρκοῦν τότε οἱ ὀλιγοήμερες διαφυγές, ἀλλά ἀναζητοῦνται διέξοδοι διαρκείας, ὅπως ὁ ἐθισμός σέ ποικίλες οὐσίες πού ἐγγυῶνται τή λήθη, τόν κατευνασμό ἤ τήν ψευδῆ εὐφορία, καί ὁ τερματισμός τοῦ βίου, ὅταν αὐτός μᾶς συντρίβει ἤ ἔχει καταστεῖ χωρίς νόημα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέξει. Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι ὑπεύθυνος.
Ἀπ. Παπαδημητρίου
Σωτήριος ἱστορικός σταθμός
Στενός καί αἰωνόβιος ὁ δεσμός τῆς πατρίδος μας μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτή ἡ πίστη ἀνέστησε ἀπό τήν στάχτη τήν Ἑλλάδα, πού παρέπαιε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, ρημαγμένη ἀπό τήν διχόνοια καί στερημένη ἀπό τήν ἀρχαία δόξα της. Ὅταν ταπεινωμένη καί ἐξαθλιωμένη κατακτήθηκε ἀπό τούς Ρωμαίους (146 π.Χ.), ὅλοι μιλοῦσαν γιά τό τέλος τῆς Ἑλλάδος· «finis Graeciae»! Πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης Ἑλλάδος; Πῶς; Ὁ νεκρεγέρτης Ἰησοῦς Χριστός μας, πού μέ τόν λόγο του ἀνόρθωσε παραλύτους καί ἀνέστησε νεκρούς, εὐδόκησε καί ἔστειλε στήν πατρίδα μας τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖνος δίδαξε τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί ἔφερε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού ἐξαγγέλλει τό γεγονός τοῦ θανάτου καί τῆς άναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μεταγγίζει τήν ἀληθινή ζωή.
Ἡ Ἑλλάδα ἀποδέχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί βίωσε ἕνα διπλό θαῦμα: Ὄχι μόνο ξανάζησε ἡ νεκρή, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπό ἐξαθλιωμένη σκλάβα βρέθηκε ἀρχόντισσα κυρίαρχη τοῦ κόσμου. Τήν τίμησε ὁ Θεός μέ εὔνοια ξεχωριστή. Ἔντυσε μέ ἱερότητα τήν προικισμένη γλῶσσα της. Στά ἑλληνικά μεταφράστηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τήν μετάφραση αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία. Στά ἑλληνικά, ἐπίσης, γράφτηκαν τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί διατυπώθηκαν ἔννοιες καί ὅροι θεολογικοί. Ἀπό τήν πρώτη γνωριμία της μέ τόν Χριστό ἡ Ἑλλάδα βάδισε σφιχτοδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε ἡ φημισμένη Ρωμανία, ἡ ἔνδοξη Ρωμιοσύνη. Ἔγραψε λαμπρές σελίδες στήν ἱστορία της στηριγμένη στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί στήν προστασία τῆς Παναγίας Μητέρας του, πού κατέστη ἡ κραταιά προστασία, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Ἔθνους μας.
Μία ἐπιπλέον μαρτυρία, ἕνα ζωντανό μνημεῖο αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν πίστη ἀποτελεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή σχετίζεται μέ δύο γεγονότα· τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους. ῎Ετσι συνδέεται ἡ ἱστορία τῆς πατρίδος μας μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἱστορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρωτεύουσας τῆς Ρωμιοσύνης, μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.
Ἱστορικό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Στόν καιρό τῆς δόξας της ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ὀρθότερα τῆς Ρωμανίας, ἐκτεινόταν σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Περιλάμβανε καί τούς Ἁγίους Τόπους. Τόν 7ο αἰ. οἱ Πέρσες καταπάτησαν ἀνατολικές περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, εἰσέβαλαν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ἅρπαξαν τόν τίμιο Σταυρό, πού ἦταν ὑψωμένος ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας ῾Ελένης. Τόν μετέφεραν στήν πρωτεύουσά τους, τήν Κτησιφώντα. Μεγάλη συμφορά γιά τούς Ὀρθοδόξους· ὅπως ἐκείνη πού ἔζησαν οἱ ᾿Ισραηλῖτες στά χρόνια τοῦ Σαμουήλ, ὅταν ἀλλόφυλοι ἅρπαξαν τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης! Καί τότε εἶχε γίνει σάλος. Κι ὅταν οἱ Ἰσραηλῖτες κατώρθωσαν νά ἐπαναφέρουν στήν θέση της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης γιόρτασαν καί πανηγύρισαν τό γεγονός (βλ. Α´Βα κεφ. 4-6). Ὁμοίως καί ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τήν λαχτάρα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, θεώρησε μεγάλη ζημία καί ὄλεθρο τήν ἁρπαγή τοῦ Σταυροῦ. Σάν ἄλλος Μέγας ᾿Αλέξανδρος, λοιπόν, μέ μιά γενναία ἐκστρατεία διέσχισε χῶρες καί χῶρες πρός τήν ἀνατολή, ἔφθασε μέχρι ἔξω ἀπό τήν Κτησιφώντα, νίκησε σέ ἀλλεπάλληλες μάχες τούς Πέρσες καί πῆρε πίσω τόν τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου 628).
᾿Αλλά τόν καιρό πού ὁ αὐτοκράτορας μέ τόν στρατό του ἀπουσίαζε σ᾿ αὐτήν τήν ἐκστρατεία, ἔγινε μία παρασπονδία. Οἱ ῎Αβαροι, ἄλλοι ἐχθροί, παραβίασαν τήν συνθήκη τους μέ τήν αὐτοκρατορία καί ἔκαναν μιά φοβερή, λυσσώδη ἐπιδρομή, γιά νά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄμυνα τῆς Πόλης ἦταν μικρή, διότι ὁ στρατός ἔλειπε. Ὁ πρωθυπουργός Βῶνος καί ὁ πατριάρχης Σέργιος κινητοποιήθηκαν δραστήρια, γιά νά τήν σώσουν. Ὁ Ἡράκλειος, πού βρισκόταν στήν Σεβάστεια, μόλις πληρορορήθηκε τό γεγονός, ἔστειλε δώδεκα χιλιάδες στρατό. Ὁ πατριάρχης κάλεσε τούς πιστούς νά πέσουν στά γόνατα, στήν προσευχή, νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Περιέφερε τήν εἰκόνα της στά τείχη, γιά νά ἐμψυχώσει τούς λιγοστούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης. Καί τό μεγάλο θαῦμα ἔγινε! Τό ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, τό κατέγραψαν οἱ ἱστορικοί: Ἡ πολιοῦχος τῆς Πόλης Παναγία, ἀναδείχθηκε «ὑπέρμαχος Στρατηγός» καί τήν ἔσωσε. Ἀσφάλισε τά φρούρια στήν στεριά, καί στήν θάλασσα σήκωσε ἀνεμοστρόβιλο καί τρικυμία, ὥστε νά καταποντισθοῦν τά καράβια καί οἱ ἐχθροί νά κατατροπωθοῦν τήν νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή σωτηρία, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί μέ δάκρυα ἀνέπεμψαν τήν ὁλόθερμη εὐχαριστία τους στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, πού τούς χάρισε τήν νίκη. Ἔψαλαν τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ παρακλητικοί κανόνες. Ἐπειδή μάλιστα, ὅπως ἐξηγεῖ τό Συνναξάρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, «ὀρθοστάδην (=ἱστάμενος ὄρθιος) τότε πᾶς ὁ λαός» ἔψαλε τόν Ὕμνο πρός τήν Θεοτόκο, ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ποιός καί πότε συνέθεσε τόν Ὕμνο
Προφανῶς ὁ Ὕμνος δέν συντέθηκε ἐκείνη τήν στιγμή, μέσα στίς κλαγγές τῶν ὅπλων. Δέν ἀποπνέει πολεμικό τόνο. Δέν περιέχει σαφεῖς ἀναφορές οὔτε ὑπαινιγμούς γιά ἐχθρική ἀπειλή, ὅπως θά ἔπρεπε, ἄν σχετιζόταν μέ τήν πολιορκία τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίθετα μάλιστα διακρίνεται γιά τόν βαθιά εἰρηνικό, λυρικό καί δεητικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα, καλή καί ἤρεμη ἐκκλησιαστική κατάσταση. Οὔτε πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συντέθηκε, ἀφοῦ κατατροπώθηκαν οἱ ἐχθροί, διότι ὁ ὑμνωδός θά ἀναφερόταν στήν πολιορκία, στίς δεινές συμφορές τοῦ λαοῦ, καθώς καί στό θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἀσφαλῶς προϋπῆρχε καί ψαλλόταν πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἐκεῖνες τίς ὧρες συντέθηκε τό Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό «Τό προσταχθέν μυστικῶς», γιά νά ἀποδώσει μέ εὐγνωμοσύνη στήν ὑπεραγία Θεοτόκο τά εὐχαριστήρια γιά τήν νίκη. Παρόμοια θαύμ¬ατα σω-τηρίας ἀπό ἐχθρικές ἐπιθέσεις σημειώθηκαν καί ἀργότερα. Τό ἴδιο Συναξάρι μνημονεύει καί δύο ἐπίσης ἀποτυχημένες πολιορκίες τῶν Ἀράβων· ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (Σεπτέμβριος 673) καί ἐπί Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (16 Αύγούστου 717/8). Καί τότε ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως ἀποδόθηκε στήν Παναγία καί ὁ λαός τήν χαιρέτισε μέ εὐγνωμοσύνη γιά τήν προστασία της. Τό ἴδιο συνέβη καί ἐπί Μιχαήλ Γ´ (18 Ἰουνίου 860).
Ὑποθέτω -παρατρέχοντας τίς διαφωνίες διαφόρων εἰδικῶν- ὅτι εἴτε μετά τή θαυμαστή διάσωση τοῦ 626 εἴτε μετά ἀπό κάποια παρόμοια πε-ρίσταση, ἔχει συντεθεῖ καί τό 5ο δίστιχο Χαιρετισμῶν στόν 23ο Οἶκο (Ψ), «Χαῖρε δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, χαῖρε δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό. Ἐνῶ οἱ προηγούμενοι Χαιρετισμοί ἀναφέρονται στήν πνευματική προστασία τῆς Παναγίας, ἐδῶ τό ὕφος ἀλλάζει, γίνεται ἐπικό, γιά νά τῆς ἀποδοθεῖ ἡ συμβολή στήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἄν καί δέν ὑπάρχουν μέχρι σήμερα τεκμήρια ἀπό τήν χειρόγραφη παράδοση, νομίζω ὅτι ἡ ἱστορία εὐοδώνει τήν ὑπόθεση αὐτή, διότι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στήν σημερινή της μορφή παγιώθηκε μόλις τόν 11ο αἰώνα. Δεδομένου ὅτι οἱ Χαιρετισμοί ἦταν ἕνα πολυχρησιμοποιούμενο Κοντάκιο, σειρά ὕμνων, δέν θά ἦταν ἀπίθανο σέ κάποια σημεῖα ἕνας στίχος νά ἀντικαταστάθηκε, γιά νά ἐκφράσει ἀκριβέστερα τά αἰσθήματα τῆς στιγμῆς. Ἐξάλλου, μέχρι σήμερα, ὁ ποιητής αὐτοῦ τοῦ τόσο λαοφιλοῦς Ὕμνου παραμένει ἄγνωστος. Ἡ ἀνωνυμία προσδίδει στόν Ὕμνο μία ἰδιαιτερότητα· ὁ καθένας μπορεῖ νά τόν θεωρεῖ δικό του, νά τόν προσ¬οικειώνεται, νά τόν ψάλλει μέ τήν καρδιά του καί κάποιες φορές ἴσως νά τόν προσαρμόζει στά συγκεκριμένα αἰσθήματά του.
Οἱ ἐρευνητές ὑποθέτουν ὡς ποιητές τοῦ Κοντακίου τῶν Χαιρετισμῶν διάφορα πρόσωπα, πού ἔζησαν ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ὅπως: τόν Ρωμανό Μελωδό (6ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο (7ος αἰ.), τόν Γεώργιο Πισίδη (7ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό τόν Α´ (7ος-8ος αἰ.), τόν Κοσμᾶ Μελωδό (8ος αἰ.), τόν Γεώργιο Νικομηδείας (Σικελιώτη) (9ος αἰ.), τόν ἱερό Φώτιο (9ος αἰ.). Γιά κανέναν ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτα βέβαιοι.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται μέ τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐξυμνεῖ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ψάλλεται κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μία εὔλογη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἑορτάζεται πάντοτε, ὅπως γνωρίζουμε, κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή καί λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς περιόδου στερεῖται προεορτίων καί μεθεορτίων. Τήν ἔλλειψη αὐτή καλύπτει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τμηματικά ψάλλεται στό Μικρό Ἀπόδειπνο κάθε Παρασκευή κατά τίς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν Παρασκευή τῆς Ε' Ἑβδομάδος. Τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀνήκει λειτουργικά στό Σάββατο. Ὅλα τά Σάββατα, ἐκτός ἀπό τό Μέγα, καί οἱ Κυριακές ἀποτελοῦν τίς μόνες ἡμέρες τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ ἑορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων.
Ἡ ἱστορία τοῦ Κοντακίου
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Χαιρετισμοί) ἀνήκει στήν ὁμάδα ἐκείνη τῶν θρησκευτικῶν ὕμνων πού ὀνομάζονται Κοντάκια. Βέβαια σήμερα ὡς Κοντάκιο νοεῖται συνήθως ἕνα Τροπάριο, τό Προοίμιο, ἡ ἀπαρχή τοῦ πολύστροφου Κοντακίου. Ἀποτελεῖ κατάλοιπο ἀπό τά ἀρχαῖα. Τέτοια σύντομα Κοντάκια ὑπάρχουν στήν λειτουργική χρήση γιά κάθε ἡμέρα τοῦ ἔτους καί χρησιμοποιοῦνται στόν Ὄρθρο, στήν Θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες.
Τό ὄνομα Κοντάκιο προῆλθε πιθανόν ἀπό τό «κοντόν» ξύλο, ὅπου τύλιγαν τήν μεμβράνη, στήν ὁποία ἦταν γραμμένο τό Κοντάκιο. Τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κοντακίου λέγεται «Προοίμιον» ἤ «Κουκούλιον». Περιέχει συνοπτικά τήν ὑπόθεση γιά τήν ὁποία συντέθηκε ὁ ὕμνος. Οἱ ἑπόμενες στροφές ὀνομάζονται Οἶκοι καί περιέχουν λεπτομέρειες. Τά Κοντάκια εἶχαν μελωδία, ψάλλονταν δηλαδή.
Γιά τήν ἱστορία σημειώνω ὅτι ἡ ἀρχαία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας περιλάμβανε πολλά ἀναγνώσματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί λίγους ὕμνους. Τό ἀρχέγονο αὐτό τυπικό μέ τά πολλά ἀναγνώσματα διατηρεῖται σήμερα στίς Ἀκολουθίες τῶν Μεγάλων Ὡρῶν, πού τελοῦνται κατά τήν παραμονή τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν. Στήν συνέχεια καλλιεργήθηκε μία πλούσια ποιητική παραγωγή, ἡ ὁποία ἐκτόπισε τά ἀναγνώσματα. Κάτι ἀνάλογο συνέβη μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Κανόνων· μέ τήν μεγάλη μουσική ποικιλία τους παραγκώνισαν, ἀκρωτηρίασαν ἤ καί μετέτρεψαν σέ ἀναγνώσεις τά ἄσματα τῶν Κοντακίων καί τούς ἄλλους ὕμνους. Τό μοναδικό χρησιμοποιούμενο μέχρι καί σήμερα πλῆρες Κοντάκιο εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, μέ ἐμμελῶς ἀπαγγελλόμενο κείμενο. Ἀποτελεῖ καί αὐτό ἀπόδειξη τῆς λειτουργικῆς μοναδικότητος καί τῆς μεγάλης ἀπήχησης πού εἶχε στόν λαό.
Ἡ δομή τοῦ Κοντακίου
Τό ἀρχικό Προοίμιο τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι:
«Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Μετά τό Προοίμιο ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι», πού διατάσσονται μέ ἀλφαβητική ἀκροστιχίδα (Α-Ω). Σύμφωνα μέ τούς μελετητές τοῦ Ὕμνου οἱ δώδεκα πρῶτοι Οἶκοι (Α-Μ) συνιστοῦν τό ἱστορικό-διηγηματικό μέρος. Ἀναφέρονται στόν Εὐαγγελισμό, τήν ἐπί¬σκεψη τῆς Παρθένου στήν Ἐλισάβετ, τίς ὑποψίες τοῦ μνήστορος καί προστάτη τῆς Παρθένου Ἰωσήφ, τήν Γέννηση, τούς ποιμένες, τούς μάγους, τόν Ἡρώδη, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων, τήν φυγή τοῦ Χριστοῦ στήν Αἴγυπτο, τήν Ὑπα- παντή τοῦ Κυρίου.
Τό δεύτερο μέρος (Οἶκοι Ν-Ω) εἶναι τό δογματικό-θεολογικό. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν ἄσπορο σύλληψη καί σάρκωση τοῦ Κυρίου, τήν θεότητα καί ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν θέωση τῶν ἀνθρώπων καί τήν θεομητορική ἀξία τῆς Παναγίας. Στοιχεῖα τῆς μιᾶς ἑνότητος, βέβαια, ἀπαντῶνται καί στήν ἄλλη.
Πολλοί θεωροῦν ὅτι τό θεολογικό μέρος προέρχεται ἀπό τά ἀπόκρυφα. Ἐντούτοις, δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεσθοῦμε τά ἀπόκρυφα, γιά θέματα πού ἡ ἁγία Γραφή ἀναφέρει. Ἕνα τέτοιο θέμα π.χ. εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁγίας οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο. Τά ἀπόκρυφα παρουσιάζουν λεπτομέρειες καί περιστατικά κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας, γιά τά ὁποῖα δέν κάνει λόγο πουθενά οὔτε ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος καί φυσικά οὔτε ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ἐξάλλου, στό Ἠσ 19,1 διαβάζουμε: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἡ καρδία αὐτῶν ἡττηθήσεται ἐν αὐτοῖς». Ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν ὑπέρθεο Κύριο καθήμενον «ἐπί νεφέλης κούφης» -ἡ νεφέλη, ὡς γνωστόν, ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς Παναγίας- νά ἔρχεται στήν γῆ πού εἶναι γεμάτη εἴδωλα, ὅπως ἡ παλαιά Αἴγυπτος, καί νά καταλύει τήν πλάνη καί τό σκότος. Ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μέ τό «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Μθ 2,15) μνημομεύει τήν σχετική προφητεία τοῦ Ὠσηέ 11,1, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται καί λαμβάνει ἀφορμή ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, γιά νά γράψει στόν 11ο Οἶκο (Λ): «Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης, Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν, οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον...».
Στό ἱστορικό μέρος ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται κυρίως ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο καί κατά δεύτερο λόγο ἀπό τό κατά Ματθαῖον. Στό διδακτικό μέρος τροφοδοτεῖ τήν ποίηση τοῦ ὑμνογράφου κυρίως ὁ δάσκαλος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐνδεικτικά μνημονεύω μερικές φράσεις καί παραπέμπω στά ἀντίστοιχα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης: «ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγα¬γοῦ¬σα» (πρβλ. Ἐφ 2,14), «πέτρα ἡ ποτίσασα» (πρβλ. Α´ Κο 10,4), «σοφίας Θεοῦ δοχεῖον» (πρβλ. Α´ Κο 1,24), «ἀρχηγὸς νοητῆς ἀναπλάσεως» (πρβλ. Α´ Κο 15,45-46), «σχίσας τὸ χειρόγραφον» (πρβλ. Κλ 2,14· Ἐφ 2,14), «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον» (πρβλ. Α´ Τι 2,4). Ἐπίσης «ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν» (πρβλ. Ἰω 1,13)
Οἱ περιττοί Οἶκοι (Α, Γ, Ε, Η κτλ.) ἀκολουθοῦνται ἀπό ἕξι διπλές ἀπο-στροφές πρός τήν Παναγία, οἱ ὁποῖες ἀρχίζουν μέ τό «Χαῖρε»· ἀπό αὐτό προῆλθε καί τό λαϊκό ὄνομα τοῦ ὕμνου «Χαιρετισμοί». Στό τέλος κάθε Οἴκου ὑπάρχει τό «ἐφύμνιο», δηλαδή ἡ τελευταία λέ¬ξη ἤ φράση πού ἐπαναλαμβάνεται ὡς ἐπωδός. Στόν Ἀκάθιστο διακρίνουμε δύο ἐφύμνια: Τό «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε» γιά τούς περιττούς Οἴκους· καί γιά τούς ἄρτιους τό «Ἀλληλούια» (=αἰνεῖτε τόν Θεό, βλ. Ἀπ 19,1.6).
Οὐσιαστικά ὁ χαιρετισμός μας πρός τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν «ἀνύμφευτη νύμφη» καί «Θεόνυμφη», εἶναι χαιρετισμός πρός τόν Κύριο. Ἐκεῖνον τιμοῦμε, προσ¬κυνοῦμε καί λατρεύουμε τιμώντας καί ἐγκωμιάζοντας τήν Παναγία μητέρα του, ἡ ὁποία τόσο ἰδιαίτερα καί μοναδικά συνδέεται μαζί του. Συνεπῶς, ὅσο κι ἄν φαίνονται πληθωρικά τά ἐγκώμια, κανένα δέν εἶναι ὑπερβολικό, διότι ὅ,τι κι ἄν λεχθεῖ εἶναι φτωχό καί ἐλάχιστο μπροστά στήν σωτήρια προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡραιότατα τό διατυπώνει ὁ 20ός Οἶκος (Υ) τοῦ Ἀκαθίστου: «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου. Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρομέν σοι, βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν».
Ὡς πρός τήν μορφή ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καί ὡραιότητα, πού συναγωνίζεται τό ὑψηλό του περιεχόμενο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλῶσσα πλουσιώτατη καί ρέουσα, διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιοτέλευτα καί διάφορα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θριαμβικό.
Ἀσματικός Κανόνας τῶν Χαιρετισμῶν
Ἐκτός ἀπό τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιέχει καί τόν πανηγυρικό μεγαλειωδέστατο ἀσματικό Κανόνα «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον...». Πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ὑμνογράφου ἁγίου Ἰωσήφ. Ἡ λέξη «Κανών» σημαίνει τήν εὐθεῖα ράβδο, πού χρησιμεύει γιά τήν μέτρηση, τόν καθορισμό· γενικά τό μέτρο, τό ὑπόδειγμα, τόν ρυθμιστή, τήν γενική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία λειτουργεῖ κάτι. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα ἡ λέξη εἶναι πολυσήμαντη καί μπορεῖ νά σημαίνει:
1. Τόν κανόνα τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης· γι᾽ αὐτό ὀνομάζονται «κανονικά», γιά νά ἀντιδιαστέλλονται ἀπό τά ἀπόκρυφα καί τά ψευδεπίγραφα.
2. Κάθε ἀπόφαση Τοπικῆς ἤ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά θέματα ζωῆς καί λατρείας. Οἱ συνοδικές ἀποφάσεις γιά δογματικά ζητήματα ὀνομάζονται Ὅροι.
3. Τήν πνευματική θεραπευτική ἀγωγή («ἐπιτίμιο»), πού ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός στόν πιστό πρός συναίσθηση καί παιδαγωγία.
4. Στήν ὑμνολογία «Κανών» λέγεται ὁ μεγάλος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό «ᾨδές» (ἀπό τό ρῆμα «ᾄδω»)· ὁ ἀριθμός τους ποικίλλει, χωρίς ὅμως νά ὑπερ¬βαί¬νουν τίς ἐννέα, ὅσες δηλαδή εἶναι καί οἱ ᾨδές πού περιέχονται στήν ἁγία Γραφή, τίς ὁποῖες ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε στήν λατρεία της. Συνήθως παραλείπεται ἡ δεύτερη ᾨδή. Ἔτσι οἱ περισσότεροι Κανόνες ἔχουν ὀκτώ ᾨδές.
Κάθε ᾨδή ἀποτελεῖται ἀπό τόν «Εἱρμό» καί ἀπό τρία ὥς ἕξι τροπάρια. Εἱρμός (ἀπό τό ρῆμα «εἵρω» = συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω) λέγεται ἡ πρώτη στροφή κάθε ᾨδῆς, σύμφωνα πρός τήν ὁποία ρυθμίζονται καί ἐκτελοῦνται, «τρέπονται» οἱ ὑπόλοιπες στροφές (Τροπάρια).
Οἱ Κανόνες -ὅπως καί τά Κοντάκια- πολλές φορές ἔχουν «ἀκροστιχίδα». Ὁ «Κανών» τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου περιέχει ὀκτώ ᾨδές. Κάθε ᾨδή του περιέχει τόν Εἱρμό καί τέσσερα ἤ πέντε Τροπάρια. Ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα ξεχείλισμα δοξολογίας καί ἐγκωμίων, καθώς δονεῖται ἀπό τά 60 περίπου «Χαῖρε». Μέ τά 37 Τροπάριά του σχηματίζει τήν ἀκροστιχίδα «Χαρᾶς δοχεῖον, σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῃ Ἰωσήφ». Τό ὄνομα Ἰωσήφ ἀποκαλύπτει τόν ποιητή τοῦ Κανόνα. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰωσήφ (ἑορτάζει στίς 3 Ἀπριλίου) ἀπό τήν Σικελία, μέγιστο ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε διω-γμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἔζησε τόν 9ο αἰώνα καί συνέθεσε πλῆθος Κανόνων σφραγίζοντάς τους μέ τό ὄνομά του. Οἱ Εἱρμοί στόν παρόντα Κανόνα δέν εἶναι δικοί του· τούς δανείστηκε ἀπό τόν Κανόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πιθανώτατα ἀνήκουν στόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ψάλλεται ἐδῶ καί δεκατρεῖς αἰῶνες ἐπίσημα καί πανηγυρικά στούς ναούς μας καί πληρώνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ εὐφροσύνη καί κατάνυξη. Οἱ ἱερές μονές ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί τόν ἔχουν ἐντάξει στήν καθημερινή τους προσευχή, ἀπαγγέλλουν καθημερινά τούς Χαιρετισμούς, συνήθως στό Ἀπόδειπνο. Κανένα ἄλλο κείμενο δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ ὅσο αὐτό, γιά νά ἐκφράσει τά ἐγκώμια, τήν δοξολογία καί τήν δέησή μας πρός τήν μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί δική μας μητέρα.
Στεργίου Σάκκου, Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ, σελ.15-31.