Super User

Super User

Παρασκευή, 20 Μάρτιος 2015 00:13

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται

 fotodoxonὝμνους θεσπέσιους ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ποικίλες ἀκολουθίες της πρός τόν πολυέλεο Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του. Ὡστόσο, σ’ ἕναν ἀπό τούς Οἴκους τῆς Δ´ στά­σεως τῶν Χαιρετισμῶν ταπεινά ὁμολογοῦμε• Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου• ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­φέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα! Σάν ποταμός ξεχύνονται στήν ζωή  μας οἱ οἰκτιρμοί, τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ὕμνος μας, σάν νά θέλει νά ἀναμετρηθεῖ μ᾿ αὐτό τό ρεῦμα, σπεύδει νά ἁπλωθεῖ σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ ποταμοῦ, ἀλλά μένει πίσω. Κάθε ὕμνος νι­κᾶται, ὑστερεῖ, ὅσο κι ἄν τρέχει, δέν κατορθώ­νει νά φθάσει τό πλῆθος τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου, Κύριε. Κι ἄν ἀκόμη σοῦ προσ­­φέρου­με ὠδές ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου, ἅγιε Βασιλιᾶ, καί πάλι δέν ἐπι­τε­λοῦμε τίποτε ἄξιο πρός ὅσα ἔχεις δωρίσει σέ μᾶς πού ἀνα­φωνοῦμε «ἀλληλούϊα» (=αἰνεῖτε τόν Θεό).
 Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄπειρος Θεός• ἄπειρα εἶναι τά μεγαλεῖα του ἀλλά καί οἱ εὐεργεσίες του ἀ­πέραντες, ἀναρίθμητες. Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά καταγράψουμε ἁπλῶς στό χαρτί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, θά κυριευόμασταν ἀπό κατάπληξη, θά παρέλυε τό χέρι μας, θά γονατίζαμε συντε­τριμμένοι! Πῶς νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὕψι­στες εὐλογίες του ἐμεῖς, τά φτωχά καί ἀδύ­να­μα πλάσματά του; Κι ἄν ὅλη τήν ζωή μας ἀ­φι­- ερώναμε στό νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυ­στα τόν μέγιστο Εὐεργέτη μας, δέν θά μπο­ρούσαμε νά προσφέρουμε τήν ἀντάξια εὐχα­ριστία. Εὔ­στοχα ὁμολογοῦμε στούς Αἴνους τοῦ βαρέος ἤ­χου• «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ   πάν­­­των, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις• διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν• πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ εὐεργέτης• πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ ἐλευθερωτής• πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ ἥλιος τῆς δι­και­οσύνης• ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ὁ ἀπαθής• ἐπὶ τὸν ἅδην τὸ φῶς• ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή• ἡ ἀνά­στασις διὰ τοὺς πεσόντας•πρὸς ὃν βοή­σω­μεν•ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρω­πος μελετᾶ ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀ­θλιότητά του, τίς ἀδυναμίες του, τό χρέος του πρός τόν Θεό, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς εὐ­εργεσίες, τίς δωρεές, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θε­οῦ, τότε δέν βρίσκει λόγια νά εὐχαριστήσει τόν μέγιστο Εὐ­εργέτη του.
 Μία ἀμυδρή εἰκόνα τῶν ἀπείρων εὐεργε­σι­ῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς παρου­σι­άσω. Καί παίρνω ὡς ὁδηγό στήν προσπάθεια αὐτή δύο ζευγάρια χαιρετισμῶν πού ἀ­πευ­θύ­νουμε στήν Παναγία μας στήν Δ´στάση τῆς ἀκολουθίας.
α) «Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν͘ χαῖρε ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀνα­βλύ­ζεις ποταμόν!» Ὅλα τά φῶτα τά ὑλικά δέν μποροῦν νά φω­τίσουν οὔτε τήν συνείδηση οὔτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι οἱ προβολεῖς, ὅλες οἱ ἑστί­ες φωτός καί ἀκτινοβολίες, πού ἀνακά­λυ­ψε ἡ ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά φωτίσουν τό σκο­τεινό μνῆμα γιά νά δεῖ ὁ ἐναγώνιος ἄν­θρωπος τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτό τό ζοφερό σκοτάδι ἔρχεται καί τόν συναντᾶ ὁ πολύφωτος φωτισμός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού λέγει «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12• πρβλ. 12,46). Μέ τήν διδασκαλία του, μέ τήν ζωή του, μέ τήν ἀνάστασή του ρίχνει φῶς στά δυσεπί­λυτα προβλήματα, στά μυστήρια τῆς ζωῆς. Ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα• «νῦν πάν­τα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ ἀναστημένος Κύ­ριος μᾶς ὁδήγησε στήν ἀνθρωπογνωσία καί στήν ἀλη­θινή θεογνωσία. Ἔσπασε τίς πλάκες τοῦ μνή­ματος καί μᾶς ἀποκάλυψε ὄχι τήν ἀ­θανασία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μιλοῦσαν καί ἄλλες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες, ἀλλά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Βιώνοντας αὐτήν τήν ὕψιστη εὐ­εργεσία ἕνα γνήσιο παιδί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γ. Βερίτης, παιανίζει• «Πλάκες πού στέ­κατε βα­ρειές στά μνήματα καί στίς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!». Μέγιστος εὐερ­γέτης μας ὁ Χριστός!
 Χαρακτηρίζεται ἀκόμη ὡς «ὁ πολύρρυτος ποταμός». Ἔρχεται στήν ζωή μας γιά νά μᾶς δροσίσει, νά μᾶς ποτίσει στήν ξηρασία, στήν ἀνομβρία πού στεγνώνει τήν ψυχή. Μές στούς αἰῶνες ἀκούγεται γλυκειά ἡ φωνή του• «ἐὰν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω 7,37). Ὦ σεῖς πού διψᾶτε γιά τήν ἀλήθεια, πού διψᾶτε γιά τήν χαρά, ὦ σεῖς πού καίγεστε μέσα στά καμίνια τῶν παθῶν καί τῆς ἀθλι­ό­τητος, ἐλᾶτε νά ξεδιψάσετε, ἐλᾶτε! Ποιός δέν διψᾶ γιά ἀλήθεια; Ποιός δέν διψᾶ γιά χαρά; Ποιός δέν διψᾶ γιά λύτρωση; Ὅλοι διψοῦμε, καί τί­ποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ξεδιψάσει. Τήν δίψα αὐτήν δέν τήν σβήνουν τά ποτά καί τά ἀνα­ψυ­κτικά. Δέν τήν δροσίζουν τά ναρκωτικά. Ὄχι! Αὐτά τήν αὐξάνουν περισσότερο, ὅπως τό θα­λασσόνερο κάνει πιό ἔντονη καί πιό μαρ­τυρική τήν ἀνάγκη τοῦ διψασμένου γιά νερό. Τήν δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνον ὁ Κύ­ριος τήν ἱκανοποιεῖ. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει• «ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 4,14). Αὐτός εἶ­ναι ὁ δροσοβόλος πολύρρυτος ποταμός.
 β) Τό δεύτερο ζευγάρι τῶν χαιρετισμῶν• «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταρ­γοῦσα, χαῖρε ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τε­κοῦ­σα», εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ «φθορέας τῶν φρενῶν» μας εἶναι ὁ σατανᾶς. Αὐτός διαστρέφει τά κριτήρια γιά τήν σωστή ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων, κατα­στρέφει τόν τρόπο τῆς σκέψης. Αὐτός δημι­ουργεῖ ἀνθρώ­πους μέ «ἀδόκιμον νοῦν», μέ σά­πια καί ἄρρω­στα μυαλά. Καί ὅπως στήν φυσική μας ζωή δέν ὑπάρχει ἀρρώστια χειρότερη ἀπό τήν τρέ­λα, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή ἡ πιό σο­βα­ρή ἀρρώστια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, νά κατα­στραφεῖ ἡ πυξίδα τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς, πού ὁδηγεῖ κάθε μας βῆμα, πού κατευ­θύνει κάθε μας πράξη. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι φω­τισμένος ὁδηγούμαστε στόν σωστό δρόμο, μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ τό ψέμα, ποῦ εἶναι τό σκοτάδι καί ποῦ τό φῶς, ποῦ εἶναι ὁ δρόμος καί ποῦ ὁ κρημνός. Ἔρ­χε­ται, λοιπόν, ὁ ἀλητήριος, ὁ κακοῦργος, ὁ σα­τανᾶς καί εἰσχωρεῖ μέσα στήν σκέψη μας, ὅπως τό σκουλήκι στό μῆλο, ὅπως ὁ ἰός καί τό μικρόβιο στόν ὀργανισμό μας. Καταστρέφει τόν νοῦ μας, κι ἔτσι δέν σκεφτόμαστε καί δέν ἐνερ­γοῦμε σωστά. Δέν πλησιάζουμε τόν πατέρα μας, τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρό μας διάβολο• δέν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια ἀλλά τό ψέμα, δέν κα­τευθυνόμαστε στήν σωτηρία ἀλλά στήν κα­τα­στροφή. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός ἔρχεται καί μᾶς χαρίζει τήν «ἁγνεία», τήν σωφροσύνη, ἀποκα­θιστᾶ τήν φθορά καί μᾶς ἐπαναφέρει στό ἀρ­χαῖο κάλλος. Μέ τό Βάπτισμα μᾶς δίδει νοῦ φωτισμένο, τόν δικό του νοῦ• «ἡμεῖς νοῦν Χρι­στοῦ ἔχομεν» (Α´ Κο 2,16), διακηρύττει ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία του, καλλιεργούμενοι μέ τό Εὐαγγέλιο καί ἁγιαζό­μενοι μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων, ἀνανε­ώ­νουμε, ἀνακαινουργιώνουμε καθημερινά τόν νοῦ μας, τό φρόνημά μας. Γράφει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰ­ῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαι­νώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐά­ρε­στον καὶ τέλειον» (Ρω 12,2). Ἀνακαινουρ­γιώ­νουμε τό νοῦ μας, τό φρόνημά μας καί μπο­ροῦμε ἔτσι νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέ­- λημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γλυτώνουμε ἀπό τόν σει­σμό τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ μας πού θέλει νά καταστρέψει τόν νοῦ μας καί ἐπιστρέφουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
 Ἀλλά ἡ κορυφαία, ἡ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ πρός τό γένος μας εἶναι ὅτι μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν βραχνά τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό κατέβηκε στήν γῆ ὁ πανάγαθος Θε­ός, γιά νά γίνει, ὅπως ψάλλουμε σέ ἕναν ἄλλον Οἶκο τῶν χαιρετισμῶν «ὁ πάντων χρεω­λύτης ἀνθρώπων». Ἦρθε γιά νά σχίσει τό χειρόγρα­φο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως παρα­στα­τικά δι­δά­σκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασ­σαεῖς Ἐπιστολή (βλ. 2,14-15). Παρου­σιάζει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος μία μεγαλο­πρεπέ­στατη εἰ­κόνα θριάμβου. Ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει ὅλους δε­μένους καί μπροστά στά μάτια μας κραδαίνει ἕνα χειρόγραφο, ἕνα γραμμάτιο πού ἀποδει­κνύει ὅτι εἴμαστε σκλάβοι του, δέν μποροῦμε νά σηκώσουμε κεφάλι. Καί ἔρ­χεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἀναλαμβάνει τόν ἀγώνα. Ξεντύ­νεται, ὅπως ξεντύνονται οἱ ἀθλη­τές στό στά­διο•«ἀπεκδυσάμενος», γράφει ὁ ἀπόστο­λος, γυμνός ἀνέβηκε ἐπάνω στόν σταυ­ρό ὁ Κύριος καί ἐκεῖ κάρφωσε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρ­τι­ῶν μας. Μέ τήν θυσία του, μέ τό αἷμα του κα­τήργησε τήν ἔχθρα καί μᾶς συμ­φι­λίωσε μέ τόν Θεό, γκρέμισε τό μεσότοιχο πού μᾶς χώ­ριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας, μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα (βλ. Ἐφ 2,14-15).
 Νά, λοιπόν, ὁ μεγάλος Εὐεργέτης μας! Εἶναι ὁ «πολύφωτος φωτισμός», πού μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν σω­τη­ρία. Εἶναι ὁ «πολύρρυτος ποταμός» πού μᾶς ξεδι­ψάει καί μᾶς χαρίζει τό ἀθάνατο νερό γιά νά ἔχουμε αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτός πού κατήρ­γησε τόν «φθορέα τῶν φρενῶν» μας καί μᾶς ἀ­ποκατέ­στη­σε μέ νοῦν σώφρονα, μέ νοῦν Χρι­στοῦ. Εἶναι αὐτός πού ἀνέλαβε νά ξοφλήσει ὅλα τά χρέη μας, ὥστε ἐλεύθεροι καί πλούσιοι νά ζήσουμε στήν οὐράνια βασιλεία του. Ὅ­ποιος, βέβαια, δέν μετανόησε, ὅποιος δέν με­λετάει τήν Γραφή, ὅποιος δέν πιστεύει, ὅποιος δέν κοινωνεῖ τά ἄχραντα Μυστήρια, δέν μπο­ρεῖ νά νιώσει τόν Χριστό εὐεργέτη. Ὅποιος ὅμως γεύθηκε μέ τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὅλες αὐτές τίς εὐερ­γε­σίες, τίς μεγάλες εὐερ­γεσίες τοῦ Χριστοῦ, νιώ­θει ἐπι­τακτική τήν ἀ­νάγκη μέρα καί νύχτα νά δοξάζει, νά εὐχα­ρι­στεῖ, νά ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Εὐεργέτη. Καί μετά ἀπό πολλές δοξολογίες, μετά ἀπό ὁλόθερμες εὐχαριστίες περιορίζε­ται νά πεῖ• «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνε­σθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου•ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­­­­φέ­ρωμέν σοι, Βασι­λεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦ­μεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλ­ληλούϊ­α!». Ὁποιο­δή­ποτε ἀνταπό¬δομά μας πρός τόν Κύριο, ὅποια θερμή καί καρδιόβαλτη εὐ­χαρι­στία μας, εἶναι πάμφτωχη, ἀπελπι­στι­κά πενιχρή γιά νά εὐχα­ρι­στήσει ἐπάξια τόν Εὐερ­γέ­τη.
 Ἀλλά, θά πεῖ κανείς, τί μπορεῖ νά προσφέ­ρει στόν Θεό ἡ εὐχαριστία μας; Γιατί ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος παραγγέλλει κατ᾿ ἐπανάλη­ψη στίς Ἐπιστολές του νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό (βλ. Β´ Κο 4,15• 9,12• Ἐφ 5,4• Φι 4,6• Κλ 2,7• 4,2•  Α´ Θε 1,2• 5,18• Β´ Θε 1,3• Α´ Τι 2,1• 4,3); Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δι­κές μας εὐ­χα­ριστίες; Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ἀναμ­φί­βολα, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε κερδίζει τίποτε ἀπό μᾶς. Κι ὅ­μως, πολύ χαίρεται, ἀναπαύεται, εὐα¬ρε¬στεῖται ὁ Θεός, ὅταν τόν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι, ὅταν τόν εὐ¬χαριστοῦμε, συνδεόμαστε μαζί του καί ἀπολαμβάνουμε πλου­σιώ­τερα τήν χάρη του. Νά γιατί θέλει ὁ Θεός νά τόν εὐχα­ρι­στοῦ­με!
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἐξάλλου, εἶναι μία ἀπό τίς βασικές φυσικές ἀρετές πού πρέπει νά χαρα­κτηρίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού, δυστυχῶς, σπάνια τήν συναντοῦμε. Ἄν πικραίνονται οἱ γονεῖς ἀπό τά ἀχάριστα παιδιά τους, οἱ εὐερ­γέτες ἀπό τούς ἀγνώμονες εὐεργετημένους, πολύ περισσότερο πικραίνουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ὅταν στεκόμαστε μέ ἀχαριστία ἔναντι τῶν με­γάλων του δωρεῶν.
 Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἕνα πραγμα­τικό περιστατικό, γιά νά δείξω πόσο ἀπαίσια καί ἐγκληματική εἶναι ἡ ἀχαριστία. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας νεαρός σπούδαζε στήν Ἀθήνα ἰα­τρική. Καταγόταν ἀπό κάποιο μικρό κι ἀπό­μακρο χωριό τῆς Πίνδου.    Δούλευαν σκληρά στό χωριό οἱ φτωχοί γονεῖς καί τά ἄλλα παιδιά τῆς οἰκογένειας καί ζοῦσαν μέ πολλές στερή­σεις, γιά νά ἐξασφαλίσουν κάθε δυνατή ἄνεση στίς σπουδές τοῦ φοιτητῆ. Ἦρθε ὁ καιρός τῶν διακοπῶν καί ὁ φοιτητής γύρισε στήν οἰκογέ­νειά του. Τόν δέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά καί πολλή ἀγάπη, τόν περιποιήθηκαν ὅσο μποροῦσαν καλύτερα, τοῦ πρόσφεραν ὅ,τι ἐκλε­κτώτερο εἶχαν. Τόν καμάρωναν ὅλοι, ἦταν τό καύχημα τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ διακοπές τελείωσαν, ὁ πατέρας φόρτωσε τό μουλάρι μέ ἀγαθά, ἔβαλε καί τόν φοιτητή γιό καβάλα, γιά νά μήν κουραστεῖ, καί πεζοπορώντας ὁ ἴδιος, τόν κατέβασε στήν Καλαμπάκα, ἀπ᾿ ὅπου θά ἔπαιρνε τό τραῖνο γιά τήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στόν σι­δηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν κάποιους συμφοιτητές τοῦ παιδιοῦ ἀπό τήν γύρω περι­οχή. Σέ κάποια στιγμή, καθώς περιμένοντας μιλοῦσαν ὅλοι μαζί, ἕνας πρόσεξε τόν πατέρα, πού καθόταν παράμερα, καί ρώτησε τόν γιό: «Ὁ πατέρας σου εἶναι καί δέν μᾶς τόν σύστη­σες;». Καί ὁ νεαρός φοιτητής, πού ντράπηκε νά συστήσει τόν πατέρα του, διότι ἦταν φτω­χικά ντυμένος καί σκευρωμένος ἀπό τήν πολλή δουλειά, ἀπάντησε: «Ὄχι, εἶναι ὁ ἀγωγιάτης»! Τό ἄκουσε ὁ πατέρας καί πόνεσε πολύ, ἀλλά συγκρατήθηκε, δέν μίλησε. Ξεπροβόδισε στορ­γικά τόν γιό του καί φαρμακωμένος γύρισε στό χωριό. Ὅταν ἐκεῖ τόν καλωσόρισαν καί τόν ρώτησαν «πῶς τά πέρασες, πατέρα;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ἀγωγιάτης εἶμαι». Καί τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Τόν εἶχε σκοτώσει ἡ ἀχαριστία τοῦ παιδιοῦ του!
 Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη εἶναι, ὡστόσο, ἡ δική μας ἀχαριστία ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά τόν λέμε «πατέρα». Τόν περιφρονοῦμε, ὅ­πως ὁ νεαρός ἐκεῖνος φοιτητής τόν «ἀγω­γιά­τη». Δέν βρίσκει ὁ Θεός θέση στήν ζωή μας, δέν χωρᾶ μές στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό ἕνα ἀπό τά πικρά παράπονά του εἶναι τό παρά­πονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν παιδιῶν του. Τό μεταφέρει πολύ ζωηρά ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προφητείας του͘ «῎Α­κουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλά­λησεν» (στ. 2). Μάρτυρες ἐπικαλεῖται ὁ Θε­ός τόν οὐρανό καί τήν γῆ, πού παρακολουθοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πρώτη στι­γμή τῆς ὕπαρξής τους. Καί τί καταθέτει μπροστά σ᾿ αὐτούς τούς μάρτυρες; Τόν πόνο του, τό παράπονό του• «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (στ. 2). Γέννησα παιδιά καί τά μεγάλωσα, τά ἀνέδειξα, αὐτά ὅμως μέ καταφρόνησαν, μέ ἀρνήθηκαν. Καί συνεχίζει͘ «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φά­τνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (στ. 3). Γνω­ρί­ζει τό βόδι τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει ὅτι τό παχνί πού τρώει εἶναι τοῦ κυ­ρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως, πού τόσο τόν εὐ­ερ­γέτησα, ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ δέν μέ κα­τανόησε καί δέν μέ ἀναγνωρίζει.
Τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀν­θρώπων τό ἀκοῦμε καί στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου. Μετά τήν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ὅταν μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα ἐπέστρεψε γιά νά εὐχαριστήσει, ὁ Κύριος μέ δικαιολογημένο παράπονο ρώτησε• «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λκ 17,17). Κι ὅταν, μετά ἀπό τά τόσα σημεῖα πού ἔκανε καί τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε, ἀντιμετώπιζε σκληρή καί ἀμετανόητη τήν πό­λη τῆς Ἰερουσαλήμ, ἐξέφρασε καί πάλι μέ πό­νο τό παράπονό του• «Ἰερουσαλήμ, Ἰερου­σα­λήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Πο­σάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Μθ 23,37• πρβλ. Λκ 13,34).
 Τό παράπονο τοῦ Κυρίου τό ἀκοῦμε, καί δονεῖ καί συγκλονίζει τίς καρδιές μας, καθώς ψάλ­λεται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Λαός μου, τὶ ἐποί­­ησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τοὺς τυ­φλοὺς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκα­θάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσά­-μην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀν­τα­­πέ­δω­κας; Ἀντὶ τοῦ μάννα, χολήν• ἀντὶ τοῦ ὕ­­δατος, ὄξος• ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προ­­ση­λώσατε».
 Εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι κι ἐμεῖς, ὁ νέος Ἰσραήλ, διότι δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά κι ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐ­χα­ριστία μας πρός τόν Θεό, τάχα θά τό κατορ­θώναμε; Τί θά μπορούσαμε νά ἀνταποδώσουμε στίς τόσες δωρεές του; Ὁ μακαριστός ἐπί­σκο­πος Αὐγουστῖνος ἔλεγε στά κηρύγματά του• «Φαντασθεῖτε νά ἐρχόταν κάθε μήνα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, νά χτυπᾶ τήν πόρτα μας κρα­τών­τας ἕνα διπλότυπο καί νά μᾶς ἐνημερώνει τί ἀκριβῶς χρωστοῦμε στόν Θεό γιά τά δισεκατομμύρια κιλοβάτ ἐνέργειας πού σκορπάει ὁ ἥλιος γιά νά μᾶς θερμάνει, γιά νά μᾶς φωτίσει καί γιά νά μᾶς δώσει ζωή!». Πραγματικά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα ὁλό­κλη­ρο σύμπαν•͘ τόν ἥλιο, τήν βροχή, τά λουλούδια, τίς θάλασσες, τίς πηγές, ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.
 Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε ὅτι χρω­στοῦ­με στόν Θεό ἕνα σύμπαν, διότι ἕνα σύμπαν δη­μιούργησε ὁ Θεός καί τό δημιούργησε γιά μᾶς. Χρωστοῦμε, ἐπίσης, ἕναν ἄνθρωπο, διότι ὁ Θε­ός μᾶς ἔπλασε. Μᾶς ἔπλασε μάλιστα μέ ἰδιαί­τερη φροντίδα καί μᾶς τίμησε μέ τό «κατ᾿ εἰ­κόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἑπομένως, τοῦ ἀνήκουμε, εἴμαστε περιουσία του. Κι ὅταν μετά τήν πτώση μας χάσαμε τήν δόξα πού μᾶς χά­ρισε, Ἐκεῖνος ἦλθε καί μᾶς ἀνέπλασε. Γιά τήν ἀνάπλασή μας, δέν ἀρκέστηκε στόν παντο­δύ­ναμό του λόγο οὔτε στήν ἰδιαίτερη στοργή καί φρον­τίδα του. Γιά νά μᾶς ἀναπλάσει πρόσφερε τό ἴδιο του τό αἷμα! Θυσιάσθηκε γιά μᾶς ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἑπομένως, χρωστοῦμε στόν Θεό, ὄχι μόνον ἕνα σύμπαν, ὄχι μόνον ἕναν ἄν­θρω­πο, ἀλλά καί ἕναν Θεό!
Ἄνοιξε, Κύριε, τήν καρδιά μας, φώτισε τήν σκέψη μας νά μελετήσουμε καί νά κατανοή­σουμε αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλά μᾶς ἔχουν ἀπορ­ροφήσει τά βιοτικά, μᾶς ἔχει ἀποκοιμίσει ὁ εὐ­δαιμονισμός καί δέν σκεπτόμαστε τίποτε πέρα ἀπό τά φθαρτά, σάν νά εἴμαστε βο­σκη­ματώδη ζῶα! Ναί. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν Θεό, διότι ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυ­σιάσθηκε γιά τήν ἀναγέννησή μας καί τήν σω­τηρία μας!
 Νά δώσουμε, λοιπόν, στόν Θεό ἕνα σύμπαν; Ποῦ νά τό βροῦμε οἱ φτωχοί; Νά δώσουμε ἕναν Θεό; Οὔτε σκέψη. Τρελαίνεται ὁ νοῦς μου καί μόνο νά μελετήσω ἕνα τέτοιο θέμα. Του­λά­χι­στον νά τοῦ δώσουμε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἑ­αυ­τό μας. Καί ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός ζη­τάει τήν καρδιά μας• «δός μοι, υἱέ, σὴν καρ­δί­­αν», ἀν­τηχεῖ ἡ φωνή του μές στούς αἰ­ῶνες (Πρμ 23,26). Κύριε, τί τήν θέλεις τήν καρ­διά μου ἐσύ ὁ παντοδύναμος καί πλούσιος Θε­ός; Καί Ἐ­κεῖ­νος ἀπαντᾶ: Παιδί μου, δός μου τήν καρ­διά σου! Νά τήν ζεστάνω μέ τήν ἀγάπη μου, νά τήν ἀσφαλίσω μέ τήν στοργή μου στά παντο­δύ­ναμά μου χέρια. Δός μου τήν καρδιά σου, νά τήν ἐξευγενίσω, νά τήν ἁγιάσω, γιά νά εἶναι εὐτυχισμένη ἐδῶ, καί αἰώνια στήν βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν!
Στόν βίο τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πέ­ρασε τά χρόνια τῆς ζωῆς του στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀναφέρεται ὅτι κάποια χριστου­γεν­νιάτικη νύχτα εἶδε σέ ὅραμα τόν Κύριο νά τοῦ λέει• «Ἱερώνυμε, δέν θά μοῦ δώσεις τίποτε;». «Τί νά σοῦ δώσω, Κύριε; Ὅλα σοῦ τά δίδω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. «Δέν θέλω οὔτε τά χρήματά σου οὔτε τά συγγράμματά σου οὔτε τίς ὁμιλίες σου οὔτε τήν σοφία σου, Ἱερώνυμε». «Τί θέλεις, Κύριε, ἀπό μένα;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος, καί λαμβάνει τήν ἀπάντηση: «Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε». Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ζητάει ἀπό μᾶς τίς ἁμαρτίες μας,͘ τά πάθη μας, τήν ἀθλιότητά μας, τήν βρο­μιά μας, τόν βοῦρκο μας, αὐτό ζητάει ὁ Κύριος νά τοῦ προσφέρουμε.
 Νά γιατί ἡ ὕψιστη εὐχαριστία μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε, βέβαια, κι ὅταν τόν ἀγαποῦμε, κι ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές του καί δείχνουμε ἔτσι ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας. Τόν εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀλλά ἡ ὕψιστη μορφή εὐχαριστίας εἶναι αὐτή πού ὀνομάζεται «θεία Εὐχαριστία» καί προσ­φέρεται τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό Μυ­στήριο. Ὅταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱε­­ρᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅπου καταθέτουμε μέ συν­τριβή τά ἁμαρτήματά μας στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πλησιάζουμε καί κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», τότε ὁ Κύριος δέχεται τήν πιό δυνατή καί γνήσια εὐχαριστία μας!
Καί ὅμως, ἀλίμονο, τί τραγικό! Ὑπάρχουν χριστιανοί -δέν ἀναφέρομαι σέ ἀνθρώπους ἄθεους καί εἴρωνες- χριστιανοί πού θέλουν νά λογαριάζονται μέλη τῆς ὀρθοδό¬ξου Ἐκ­κλη­σίας, καί ὅμως δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ! Κοι­νω­νοῦν ἴσως κάποιες φορές, ἀλλά δίχως προε­τοιμασία καί Ἐξομολόγηση. «Στῶμεν κα­λῶς», ἀδέλφια μου, «στῶμεν μετὰ φόβου»! Μία τέ­τοια προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας Κοι­­νω­νίας δέν εἶναι εὐχαριστία, εἶναι περι­φρό­­νη­ση, καταφρόνια στόν Κύριο καί καταδίκη τῆς ψυ­­χῆς μας!
 Ὁ Κύριος ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος ἐκλιπαρεῖ τήν μετάνοιά μας. Ὁ Κύριος θέλει τήν Ἐξομολόγησή μας. Ξέρετε ποιός εἶναι ὁ ὕμνος πού περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τόν εὐ­φραί­νει; Ὁ ὕμνος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ• «πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐ­κέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λκ 15,21). Ὁ ὕμνος τοῦ τελώνη• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13). Ὁ ὕμνος πού ἐπάνω στόν σταυρό ἔδωσε στόν εὐγνώμονα ληστή τό κλειδί γιά νά ξεκλειδώσει τόν παράδεισο καί νά γίνει ὁ πρῶτος κάτοικός του•͘ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Στ᾿ ἀλήθεια, ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου κι ἄν εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας, πῶς νά συγκριθοῦν πρός τό ὕψος μιᾶς τέτοιας θεϊ­κῆς ἀγάπης;

Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 103-120.

Πέμπτη, 04 Απρίλιος 2024 19:00

Νέαν ἔδειξε κτίσιν

 G HairetismoiΔημιούργημα τοῦ παντοδύναμου, πάνσοφου καί πανάγαθου Θεοῦ εἶναι ὁ  πανέμορφος κόσμος πού μᾶς περιβάλλει. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ τάξη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπι­μό­τητα, ὁ ρυθμός τοῦ σύμπαντος καθιστοῦν τόν κόσμο -ὄνομα καί πρᾶγμα- πραγματικό «κό­σμη­μα». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ γοητεία τῆς θάλασσας, τά φωτεινά ἄστρα καί τά ψηλά βουνά, ἡ πλούσια βλάστηση καί τό ζωικό βασίλειο, μά πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἄνθρωπος, τό ἔκ­παγλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μαρ­τυροῦν πόσο «καλὰ λίαν» (Γέ 1,31) τά ἔπλασε ὅλα ὁ Δημιουργός.
 Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο φύτεψε ὁ Θεός τόν παράδεισο, μία σμικρογραφία τοῦ κόσμου, ὅπου συγκέντρωσε ὅλα τά καλά καί τά ὡραῖα τοῦ σύμπαντος γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε. Μέ τόν παράδεισο ὁ Κύ­ριος μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν κτίση σάν ἕναν οἶκο, γιά νά μένουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὡς οἰκοδόμος τῆς κτίσεως, ὡς οἰκονόμος της καί πρῶτος ἀξιωματικά οἰκολόγος, ἔθεσε τούς ὅρους τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτήν· μᾶς ἔβαλε μέσα στόν παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15), γιά νά τόν ἐργαζόμαστε καί νά τόν φυλάγουμε.
 Ὅλα ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τά ἔπλα­σε ὁ Θεός, καί τόν ἄνθρωπο τόν ἔπλασε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πρόδωσε τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Παρέβη τήν θεϊ­κή ἐν­το­λή, πού εἶχε σκοπό νά δοκιμάσει τήν ἐ­λεύθερη βούλησή του, κι ἔγινε ἀποστάτης, μέ ἀποτέ­λεσμα νά βρεθεῖ ἐξόριστος ἀπό τόν πα­ρά­δει­σο. Τότε ἦταν πού ἀγρίεψε καί ὅλη ἡ δη­μι­ουρ­γία· γέμισε ἀγκάθια καί τριβόλια, ἀγρί­μια καί θηρία. Ἀπό τότε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρω 8,22) μαζί μέ τόν πεσμένο ἄνθρωπο, πού ἀλλοτριωμένος ἀπό τόν Κτίστη του ταλαιπωρεῖται, αὐτοκαταστρέ­φε­ται καί συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι βλέπουμε σήμερα γύρω μας τόν παράδεισο νά ἔχει γίνει κόλαση. Ὁ οὐ­ρανός εἶναι θολός ἀπό θανατερούς καπνούς καί χά­σκει ἀνοιχτός μέ τίς τρύπες τοῦ ὄζοντος, ἀπό ὅπου μᾶς πυροβολοῦν ἀνεμπόδιστα φο­νικές κοσμικές ἀκτινοβολίες. Ὁ ἥλιος μᾶς καίει μέ τό φῶς του, ἡ γῆ σαλεύεται ἀπό τά θεμέλιά της. Οἱ πηγές στερεύουν, τά δάση καίγονται, οἱ τροφές καταστρέφουν. Οἱ θάλασσες, οἱ πο­ταμοί καί ὁ ἀέρας μολύνονται ἀπό ἐπικίνδυνα χημικά λύματα -παραγωγή τῆς τεχνολογικῆς προόδου μας- πού σκορποῦν ραγδαῖα τόν ὄλε­θρο σέ κάθε τι ζωντανό. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 8 καί 9) ζωντανεύουν ἐφιαλ­τικά μπροστά μας. Γιατί; Ποιός καταστρέφει τήν κτίση καί μᾶς ρημάζει; Κάτω ἀπό τό μα­στίγιο τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, πού χα­ράσσει ὀδυνηρά τό κορμί μας μέ δάκρυα καί αἷμα, ἀναγκαζόμαστε νά τό ὁμολογήσουμε μέ συντριβή· οἱ βάνδαλοι εἴμαστε ἐμεῖς! Ἡ ἀπλη­στία μας, ἡ μανία νά καταναλώνουμε ὅλο καί περισσότερα, ἡ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μᾶς σπρώχνουν νά ἀσχημονοῦμε εἰς βάρος τῆς φύ­σεως. Παράγουμε ὑπέρμετρα βιάζοντας τήν φύση καί σπαταλοῦμε ἄμετρα φθείροντας τόν ἑαυτό μας.
 Στήν ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτή­μασι...». Κύριε, ὁ κόσμος γήρασε, πάλιωσε, καταστράφηκε. Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; «Πολλοῖς ἁμαρτήμασι», οἱ ἁ­μαρτίες μας! Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα ὄμορφα, ἀλλά τά δικά μας πολλά ἁμαρτήματα διασά­λευσαν τήν ἁρμονία καί ἀναστάτωσαν τό σύμ­παν. Ἐπειδή διέκοψε τήν σχέση του μέ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος κατήντησε σέ δυσαρμονία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί πρός τόν συνάνθρω­πό του καί πρός τήν κτίση. Ἔτσι προέκυψε ἡ οἰκολογική καταστροφή· αὐτός πού θά φύ­λα­γε καί θά προστάτευε τήν κτίση, τήν κα­τα­στρέφει ἀσυλλόγιστα καί βάναυσα περιφρονώντας τόν Κτίστη καί ἀδιαφορώντας γιά τό ἅγιο θέλημά του. Οἰκολογική καταστροφή εἶναι ἡ ἀσπλαγχνία τῶν γονέων, ἡ ἀνταρσία τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφή τῆς φύσεως ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁμοφιλοφυλία καί τόσα ἄλλα θλι­βερά πού σάν γάγγραινα ἁπλώνονται στήν κοινωνία μας. Καί εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτό ὅτι σήμερα γίνονται σύλλογοι καί κόμματα οἰκο­λογικά, ὀρ­γανώνονται ἐκδηλώσεις καί ἐξορ­μήσεις γιά τόν περιορισμό τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, γιά τήν διάσωση τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, καί κανένα ἐνδιαφέρον δέν ἐκδη­λώνεται γιά τόν ἴδιο τόν φθορέα τῆς φύ­σεως, τόν διεφθαρμένο ἄνθρωπο.
  Τί τραγικό! Ὁ «κόσμος» ἀπό κόσμημα κα­τήν­τησε νά σημαίνει ἐκείνους πού παραβαί­νουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν ἐνάν­τια στόν Θεό καί τό σχέδιό του (βλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15-16· 5,19). Ἐντούτοις, δέν ἔ­πα­ψε ποτέ νά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί τῆς φρον­τίδας τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μο­νογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπό­ληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3, 16). Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε τρόπο ἀνα­νέωσης, ἀνάπλασης τοῦ γηρασμέ­νου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου. Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Κύριος, ὁ «κοσμήτωρ» πού ἔπλασε τόν κόσμο, νά ἀνα­καινουργιώσει τόν φθαρμένο κόσμο μας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει χαλασμένο! Ἀκοῦμε στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν· «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτο αὐτεπάγγελτος ἦλθε». Μέ τήν θέλησή του, χω­ρίς κανείς νά τόν ἀναγκάσει, μόνον ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός του, γιά νά τόν φτιάξει ξανά καινούργιο, ὄμορφο, νά τόν ἀναδημι­ουρ­γήσει.
  Αὐτήν τήν νέα δημιουργία τήν βλέπουμε πρῶτα πρῶτα στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος -«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)-, καί στόν κόσμο φα­νε­­ρώ­θηκε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Δέν ἔχει σχέση μέ τόν παλιωμένο ἄνθρωπο, διότι δέν ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ. Ἡ σύλληψή του εἶναι ἄσπορος, ἡ γέν­νη­σή του ἄφθορος, ἐκ Παρθένου. Εἶναι ὁ Ἀνα­μάρ­τητος! Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀναδημιουργία. Στήν συν­έχεια, μέ τά καταπληκτικά σημεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ ἡ ἀναδημιουργία γίνεται ὁλοένα καί πιό φανερή. Ἡ ἀνάστασή του, τέ­λος, τό πιό καταπληκτικό γεγονός τῆς ἀν­θρώ­πινης ἱστο­ρίας, γίνεται ἡ μήτρα, ὁ σπόρος, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεως ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων.
  Ὁ Ἀναστημένος μπολιάζει μέ τήν θεανθρώ­πινη φύση του τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι τήν ἀνακαινίζει. Μέ τόν λόγο του σάν μέ μαχαίρι τέμνει τό σάπιο εἶναι μας καί μέ τό μυστήριο τῆς χάριτός του χύνει μέσα στίς φλέβες μας τό Αἷμα του, βάζει μέσα στό κορμί μας τό Σῶμα του καί μᾶς δίνει νέα ζωή, θεϊκή, μᾶς κάνει θεούμενους ἀνθρώπους μέσα στήν «καινὴ κτί­σι» (Γα 6,15), στήν Ἐκκλησία του. Νά γιατί κινοῦνται σέ λανθασμένη κατεύθυνση οἱ σημερι­νοί οἰκο­λό­γοι, πού φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀδιαφορώντας γιά τήν σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν μέ τούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀνα­γνώ­ριζαν, βέβαια, τά θαύματα πού ἔκανε, ἔ­δειχναν ἐνδιαφέρον γιά τίς θεραπεῖες τοῦ σώματος, ἀλλά ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν ἤ πε­ρι­φρο­νοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τά ἔκα­νε, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Στήν ζωή τῶν ἁγίων βλέπουμε χειροπιαστή τήν νεουργία τῆς κτίσεως͘ ἰδιαίτερα στήν μορ­φή ἐκείνης πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἁγί­­ους, τῆς Παναγίας. Δίπλα στόν Υἱό της, τό πρό­τυπο τῆς νέας ἀνθρωπότητος, στέκεται, νέος κι αὐτή ἄνθρωπος, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτό­κος. Ἀποτελεῖ τήν νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία βλά­στησε χωρίς σπέρμα -δημιουργικά καί πά­λι- ἡ καινούργια ζωή. Τήν γῆ αὐτή ὁ Κτίστης τήν φυλάγει, ὅπως ἤθελε νά φυλάγουμε τόν πα­ράδεισο, ἄφθορη, παρθενική. Τήν καθιστᾶ ὁ Θεάνθρωπος τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, γιά νά δείξει σέ μᾶς ποιός εἶναι ὁ προορισμός καί ἡ ἀποστολή μας.
  Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δική μας ἀνακαίνιση; Μέ τήν ἔνταξή μας, τήν ἐνσω­μά­τωσή μας στήν νέα κτίση πού ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μετά τήν ἀνάστασή του, στήν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (6,15). «Ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ», δηλαδή στόν χριστιανισμό, δέν ἔχει καμία ἰσχύ καί ἀξία οὔτε ὁ ἰουδαϊσμός οὔ­τε ἡ εἰδωλολατρία· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά καινούργια δημιουργία.
  Γιά νά ἐνσωματωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν νέα κτί­ση τῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται νά ὁμολογή­σει τήν πίστη του στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται μέλος στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα πρα­γματοποιεῖται μία νεκρανάσταση· πεθαί­νει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί γεννιέται ὁ χριστιανός, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἐν­δεδυμένος τόν Χριστό. Ψάλλουμε κατά τήν τέ­λεση τοῦ μυστηρίου· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτί­σθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (βλ. Γα 3,27).
  Ὁ ἐνδεδυμένος τόν Χριστό ἄνθρωπος ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16), «καρδιά Χριστοῦ», «βούληση Χρι­στοῦ». Ἔχει, ἐπίσης, συνείδηση «ἐν Πνεύ­ματι ἁγίῳ». Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ μέσα στόν κόσμο ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐ­πι­στολή του· «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρ­­θη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πα­τρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μιά καινούργια ζωή ξεκινᾶ μετά τό Βά­πτισμα, ἀναστημένη ἀπό τά πάθη, ξένη πρός τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
  Ἡ καινούργια αὐτή ζωή τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ρυθμίζεται ἀπό τήν καινούργια νομο­θεσία, τήν Καινή Διαθήκη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό περιεχόμενό της ὁρίζεται ἐπι­γραμματικά ὡς ἑξῆς· «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνερ­γουμένη» (Γα 5,6). Ἡ πίστη συνδέει τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν Θεό καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι καί αὐτός ἕνας μικρός θεός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τόν συνδέει μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀδελφοποιεῖ.
  Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριο καινούργια· «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34).  Δέν ἦταν ἄγνωστο, βέβαια, ὥς τότε τό παναν­θρώ­πινο αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι, ὡστόσο, και­νούρ­για ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, διότι συμ­πλη­ρώνεται μέ τό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό και­νούρ­γιο στοι­χεῖο. Ἡ ἀγάπη αὐτή φθάνει ὥς τήν θυσία· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐ-τοῦ» (Ἰω 15,13), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Τόση εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ Κυρίου γιά μᾶς, ὥστε ἄφησε τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέμεινε γιά τήν σω­τη­ρία μας μία σειρά ταπεινώσεων (βλ. Φι 2,6-8), φθά­νοντας ὥς τήν ἔσχατη θυσία, τήν θυσία τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό, ὁ χριστοποι­η­μένος ἄνθρω­πος ἀγαπᾶ μέ θυσιαστική ἀγάπη. Ἡ ἀγά­πη του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνεξικακία. Πρόκει­ται γιά ἐκδηλώσεις ἄγνωστες στόν κόσμο πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό, στοιχεῖα ὅμως ταυτό­τη­τος γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά εἶναι γνήσιος μι­μητής τοῦ Χριστοῦ, ἄξιος νά φέρει τό ὄνομὰ του.
  Βέβαια, καθώς ζῆ μέσα στόν κόσμο ὁ χρι­στια­νός διατρέχει τόν κίνδυνο νά παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ ἀνανέωση. Ἄν ὁ πιστός δέν γίνε­ται συ­νεχῶς πιστότερος, παύει νά εἶναι πι­στός. Ἄν ὁ καλός δέν γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός. Καί ἄν ὁ ἅγιος δέν γίνεται ἁ­γιώτερος, χάνει τήν ἁγιότητά του. Γι᾿ αὐτό ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει· «ὁ ἅγιος ἁγια­σθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11). Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ πίστη, ἡ καλω­σύνη, ἡ ἁγιότητα, ὅταν συνεχῶς ἀνανεώ­νονται καί αὐξάνουν.
  Μέσα στήν Ἐκκλησία προσφέρεται ἡ δυνα­τότητα τῆς ἀνανεώσεως. Μέ τήν μαθητεία στίς ἅγιες Γραφές ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ τρέφεται καί τό φρόνημά του ἀνανεώνεται. Μέ τήν συμ­με­το­χή του στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἀνανεώνει τήν βούλησή του, τήν ἀπόφαση γιά μιά ζωή κοντά στόν Θεό. Μέ τήν μυστηριακή ζωή, τέλος, ὁ πι­στός ἀνανεώνει συνεχῶς τό αἷμα τῆς καρ­διᾶς του. Δέχεται μετάγγιση αἵματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ζῆ τήν τε­λει­ότερη αἱμοκάθαρση, ἐφόσον τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρ¬τίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Προφητικά ὁ Ἠσαΐας μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινά» (43,19). Ὁ ἀπό­στολος Παῦλος βεβαίωσε τό γεγονός· «τὰ ἀρ­χαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κο 5,17). Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ· νέαν ἔδει­ξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις. Ὁ Κύριος μέ τήν ἐναν­θρώ­πησή του, πράγματι, ἀνακαίνισε τόν ἄν­θρωπο. Ἔθεσε ἔτσι τά θεμέλια καί τήν βάση γιά τήν σωστή οἰκολογία καί τήν ἀσφάλεια τῆς κτί­σε­ως. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Ἰη­σοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο μέ τό Εὐ­αγγέλιο καί τά Μυστήριά της προσφέρει πνευ­μα­τική καλλιέργεια καί θαυμαστή ἀλλοίωση. Μέ­σα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη κι αὐτά τά φυσικά ἀγαθά ἁγιάζονται καί ἱε­ροποιοῦνται. Τό κοινό νερό γίνεται μυ­στη­ριακά «λουτρὸ παλιγγενεσίας» (Ττ 3,5), τό ἁπλό λάδι μεταβάλλεται σέ «χρῖσμα ἀγαλλιά­σεως», τό καθημερινό ψωμί καί κρασί μετα­ποιεῖται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τήν κτίση ἀποκαθίσταται. Τήν ἀπο­λαμ­βάνουμε «με­τὰ εὐχαριστίας» (Α´ Τι 4,4) καί τήν ἁγιά­ζουμε «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α´ Τι 4,5).
 Σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της, ὡστόσο, ἡ νεουργία τῆς κτίσεως θά φανεῖ μετά τήν Δευτέρα Πα­ρουσία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «ἡ γὰρ ἀποκα­ρα­δοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (8,19). Ἡ δημιουργία ἀποκαραδοκεῖ, περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἀπο­λύτρωσή μας. Τότε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀ­πολαμβάνουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σω­μάτων τους, θά ἀπολαύσει καί ἡ δημιουργία τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητος, ἀπό τήν δυνα­στεία τοῦ χρόνου καί τῆς παρακμῆς (βλ. Ρω 8,20-21). Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιά­ψευστη. Ὅπως θά «μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φι 3,21), ἔτσι θά ξαναπλάσει τήν φύση·͘ «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγλεμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν», βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέ 3,13· πρβλ. Ἠσ 65,17· 66,22). Καί ἡ Ἀποκάλυψη μιλᾶ γιά καινούργιο οὐρανό, καινούργια γῆ, και­νούργια Ἰερουσαλήμ (βλ. 21,1-2). «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀπ 21,5), προαναγγέλλει ὁ Κύ­ρι­ος. Μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐγκαινιά­ζεται μία νέα ζωή, πού δέν περιγράφεται μέ τά ἀν­θρώπινα δεδομένα· ἡ αἰώνια ζωή μαζί μέ τόν Χριστό, μέ ἀγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9).

Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 77-90.

 

Πέμπτη, 16 Μάρτιος 2017 17:40

Προσευχή μέ σταυρό

Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται

  Μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν ἔρημο Ραφιδείν ὁ ἰσραηλιτικός λαός συναντᾶ τόν πρῶτο ἐχθρικό λαό, τούς Ἀμαληκῖτες (Ἔξ 17,8-16). Οἱ ἐχθροί κάνουν ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις καί ἐμποδίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νά προχωρήσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Μωυσῆς παραγγέλλει στόν πιστό ὑπασπιστή του, τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, νά διαλέξει λίγους ἄνδρες δυνατούς καί μαζί μ’ αὐτούς νά πολεμήσει τόν Ἀμαλήκ. Ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν Ἀαρών καί τόν Ὤρ ἀνεβαίνει στό βουνό πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί, κρατώντας τήν «ῥάβδον τοῦ Θεοῦ» στά δυό του χέρια, τά ὑψώνει στόν οὐρανό καί προσεύχεται γιά τούς μαχητές τοῦ Ἰσραήλ. Καί τότε γίνεται τό θαῦμα. Ὅσην ὥρα κρατᾶ ὁ Μωυσῆς τά χέρια ὑψωμένα, νικᾶ ὁ Ἰσραήλ. Μόλις κουράζεται καί τά κατεβάζει, νικᾶ ὁ Ἀμαλήκ. Τό ἀντιλαμβάνονται αὐτό οἱ δύο συνοδοί τοῦ Μωυσῆ καί γίνονται βοηθοί του. Τόν βάζουν νά καθίσει σέ μιά πέτρα καί, ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά, ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά, κρατοῦν τά χέρια του γιά νά μήν κουράζονται. Ἔτσι, νικώντας συνεχῶς ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαχητές του κατετρόπωσε καί κατέσφαξε τόν Ἀμαλήκ.

Ἕνα γεγονός-τύπος

  Τό γεγονός τῆς ἐρήμου Ραφιδείν καί ἡ ἱστορία τοῦ Ἀμαλήκ, πού ἐξαφανίσθηκε σάν λαός ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, γεννᾶ πολλές ἀπορίες στόν ἀναγνώστη. Ὁ Θεός ξεχώρισε τόν περιούσιο λαό του ἀπό ὅλα τά ἔθνη καί καθόρισε τή στάση του πρός ἐκεῖνα. Ἀπό ἄλλα ἔθνη ἀπαγόρευσε μόνο νά παίρνουν οἱ Ἰσραηλῖτες γυναῖκες, μέ ἄλλα ἀπαγόρευσε κάθε σχέση καί μέ ἄλλα συνέστησε φιλία ἤ συμπάθεια. Ὁ Ἀμαλήκ ὅμως εἶναι τό ἔθνος γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός ἀπείλησε ὁλοκληρωτικό ἀφανισμό καί ἔδωσε ἐντολή στούς Ἰσραηλῖτες νά τό μισοῦν πάντα. Κι εὐχαριστήθηκε μέ ὅσους ὑπηρέτησαν στό σχέδιο αὐτό, ἐνῶ τιμώρησε ὅσους συμπάθησαν Ἀμαληκίτη. Ὅλα αὐτά ἑρμηνεύονται ὅταν, στό θαῦμα πού ἔγινε κατά τή μάχη τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, δοῦμε τόν τύπο τοῦ σταυροῦ. Ἔτσι ἄλλωστε βλέπουν τό γεγονός καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ

stayros  Ἀπό τούς πρώτους ἀκόμη αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιλέγοντας στήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ἰσχυρίζονται ὅτι κανένας τύπος τοῦ σταυροῦ δέν διεγράφη, καί ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Μωυσῆ εἶναι ἡ δύναμη πού νίκησε τόν Ἀμαλήκ. Βέβαια κανείς πιστός δέν ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι δύναμη μεγάλη. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή, ἡ νικηφόρα δύναμη δέν εἶναι μόνο ἡ προσευχή ἀλλά ἡ προσευχή μέ τόν σταυρό, ὅπως ἀφήνει ἡ Γραφή νά ἐννοήσουμε. Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται βέβαια συνέχεια, ἀλλά δέν ἔχει συνέχεια ὑψωμένα τά χέρια του μέ τή ράβδο, καί ἡ νίκη ἐναλλάσσεται μέ τήν ἧττα, ἀνάλογα μέ τή στάση τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς ἔχοντας ὑψωμένα τά χέρια καί κρατώντας τή ράβδο εἰκονίζει τόν Γολγοθᾶ. Οἱ δύο συνοδοί του, Ἀαρών καί Ὤρ, εἰκονίζουν τούς δύο ληστές. Ὅπως ἐκεῖνοι σταυρώθηκαν δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι αὐτοί στέκονταν ὅλη τήν ἡμέρα ἕνας στά δεξιά κι ἕνας στ’ ἀριστερά τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἀαρών, πού ἀργότερα ἔγινε ἀρχιερέας, παραστεκόταν ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἱερωσύνης, ἐνῶ ὁ Ὤρ, πού καταγόταν ἀπό τή βασιλική φυλή τοῦ Ἰούδα, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς βασιλείας. Καί οἱ δύο, μαζί μέ τόν μεγάλο προφήτη Μωυσῆ, προτύπωναν τό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου: προφητικό, ἀρχιερατικό, βασιλικό.
  Ὁ Ἀμαλήκ ὑποχωροῦσε μόνο ἐφόσον διατηροῦνταν τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Καί ὅπως ὅταν ὁ δοῦλος Μωυσῆς ἅπλωσε τά χέρια νικήθηκε ὁ Ἀμαλήκ, ἔτσι κι ὅταν ὁ Κύριός του Ἰησοῦς ἅπλωσε τά χέρια του στόν σταυρό, καταλύθηκε τό κράτος τοῦ νοητοῦ Ἀμαλήκ, τοῦ σατανᾶ. Αὐτός πού κατετρόπωσε τόν Ἀμαλήκ λεγόταν Ἰησοῦς, κι αὐτός πού κατέλυσε τό κράτος τοῦ διαβόλου ὀνομαζόταν κι αὐτός Ἰησοῦς. Καί ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔμεινε στήν ἱστορία σάν στρατηλάτης κατά τοῦ Ἀμαλήκ, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο σάν στρατηλάτης κατά τοῦ σατανᾶ. Καί ὁ ἀρχαῖος Ἰησοῦς πολέμησε μέ λίγους δυνατούς πού τούς διάλεξε μόνος του, καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔκανε τόν πόλεμό του κατά τοῦ σατανᾶ μέ λίγους ἀποστόλους, πού τούς διάλεξε ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριός μας τήν ὥρα πού ἦταν πάνω στόν σταυρό νικοῦσε τόν σατανᾶ. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά τό προτυπώσει μόνος ὁ Μωυσῆς σάν ἁπλός ἄνθρωπος, γι’ αὐτό τόν Κύριο σάν Ἐσταυρωμένο τόν προτυπώνει ὁ Μωυσῆς, ἐνῶ σάν νικητή τοῦ σατανᾶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι πολλά πρόσωπα συγχρόνως προτύπωναν τόν Κύριο.

Δυνατοί μέ τόν σταυρό

  Ὁ Ἀμαλήκ ἐμπόδιζε τόν Ἰσραήλ νά βαδίσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ σατανᾶς ἐμποδίζει τούς πιστούς νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀγκαλιάζουμε καί παίρνουμε πάνω στούς ὤμους μας τόν σταυρό, πού τότε προτύπωσε ὁ Μωυσῆς, καταδιώκουμε τόν νοητό Ἀμαλήκ καί ἀνοίγουμε τόν δρόμο πρός τούς οὐρανούς. Τῶν χριστιανῶν ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ σταυρό, ὅπως πολλές φορές διδάσκει ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Μόνο ἡ σταυρική θυσία τοῦ Θεανθρώπου δίνει νόημα στίς προσευχές μας, γιατί μόνο ἡ ἀνεξάντλητη ἀξιομισθία της δίνει ἐξιλαστική δύναμη καί ἀξία σ’ αὐτές, καθώς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Μόνο ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ἀνεβάζει τίς προσευχές μας στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτόν τά ἔργα καί ἡ θυσία τοῦ μεγαλύτερου ἁγίου εἶναι νόμισμα τοῦ ὁποίου καταργήθηκε ἡ ἀξία, καί κάθε ἅγιος εἶναι ἀνάξιος νά εἰσακουσθεῖ.
   Ἡ ἐκπομπή τῆς προσευχῆς μας φθάνει στ’ αὐτιά τοῦ Θεοῦ μόνον ὅταν μεταδοθεῖ μέ τήν κεραία τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Καί ἔχουμε τόν σταυρό τοῦ Κυρίου μόνον ὅταν ζοῦμε σταυρωμένοι. Ὅταν προσευχόμαστε, γράφουμε τόν σταυρό ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά. Ἐξωτερικά, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐσωτερικά ἔχοντας ἀγωνία, κόπο, ἱδρώτα, θυσία. Αὐτό εἶναι σταυρός καί ὄχι τά ξερά λόγια. Ἡ προσευχή μας, λοιπόν, νά γίνεται μέ σταυρό. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀρχίζουμε καί τελειώνουμε κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά τό σημεῖο αὐτό νά εἶναι ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς μας διαθέσεως καί ἀγωνίας καί ὄχι τυπική κίνηση. Μέ τυπικές κινήσεις προσεύχονται μόνον οἱ μωαμεθανοί. Τί θά διαφέρουμε ἀπό αὐτούς ἐμεῖς, ἄν ἡ κίνησή μας, πού διαγράφει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δέν εἶναι ἐνσυνείδητη, ζωντανή καί καθαρή; Πῶς θά εἰσακουσθοῦμε, ἄν λείψει τό ἐσωτερικό ἀντίκρυσμα τῆς κινήσεώς μας καί ἀντί σταυροῦ παίζουμε κιθάρα; Γιατί χωρίς τήν οὐσία του ὁ τύπος στρεβλώνεται καί παραμορφώνεται. Καί τότε παθαίνουμε ὅ,τι πάθαινε ὁ Ἰσραήλ, ὅταν ὁ Μωυσῆς κατέβαζε τά χέρια του. Νά κάνουμε, λοιπόν, τόν σταυρό μας καθαρά καί ἐνσυνείδητα, γιατί ἀλλοιῶς νικᾶ ὁ ἐχθρός.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 115-116

church c Ὁ πάπας Φραγκίσκος λίγο πρίν τήν ἐπίσκεψή του στό Φανάρι, στίς 5 Νοεμβρίου, δήλωσε: «Δέν ὑπάρχει ὑγιής Ἐκκλησία, ὅταν οἱ πιστοί, οἱ κληρικοί καί οἱ διάκονοι δέν εἶναι ἑνωμένοι περί τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέν εἶναι ἑνωμένη περί τόν Ἐπίσκοπο εἶναι μία ἄρρωστη Ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς θέλησε αὐτήν τήν ἕνωση ὅλων τῶν πιστῶν μέ τόν Ἐπίσκοπο. Τό ἴδιο καί τῶν ἱερέων καί τῶν διακόνων. Ὅλοι ὀφείλουν νά ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καθιστᾶ ὁρατό τόν δεσμό τοῦ καθενός μέ τήν Ἐκκλησία, καί τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀποστόλους καί μέ τίς ἄλλες κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἐπίσης εἶναι ἑνωμένες μέ τούς Ἐπισκόπους καί μέ τόν Πάπα στή Μία, Μοναδική Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ δική μας, ἡ Ἱεραρχική Ἁγία Μητέρα Ἐκκλησία».
 Ἀσφαλῶς οἱ τόσο βαρυσήμαντες δηλώσεις -πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι λέχθηκαν λίγες ἡμέρες πρό τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ποντίφηκα στό Φανάρι καί τῶν συμπροσευχῶν του μέ τούς Ὀρθοδόξους δημιουργοῦν πολλά ἐρωτήματα καί προσβάλλουν τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Παρά τό ἐπικοινωνιακό καί «προοδευτικό» του πρόσωπο ὁ ἰησουΐτης πάπας καθόλου δέν ἀφίσταται στά ἐκκλησιολογικά ζητήματα ἀπό τή γραμμή τοῦ προκατόχου του ὑπερσυντηρητικοῦ Βενεδίκτου οὔτε καί ἀπό τήν παπική ἐγκύκλιο «Ἵνα ἓν ὦσιν» τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ (1995). Ἐπιπλέον, ὑπερβαίνει τή Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει στήν Καθολική Ἐκκλησία, πού διοικεῖται ἀπό τόν διάδοχo τοῦ Πέτρου καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους σέ κοινωνία μαζί του». Ἐκείνη μάλιστα μιλᾶ μόνον γιά «ἐλλείψεις» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
 Αἰνιγματική σημασία ἔχει καταρχάς ἡ φράση «ἱεραρχική Ἐκκλησία», μέ τήν ὁποία ὑπονοεῖται προφανῶς ἡ ἕνωση -ἤ εὐστοχότερα ἡ ὑποταγή τῶν πιστῶν καί τῶν κατώτερων κληρικῶν μέ τούς ἐπισκόπους καί αὐτῶν μέ τήν κορυφή, τήν κεφαλή, τόν Πάπα. Στά καθ᾽ ἡμᾶς ὅμως ἡ πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἑνότητα πού ἡ ἴδια ἔχει στήν πίστη, στήν παράδοση καί στή ζωή μέ τήν ἁπανταχοῦ Ἐκκλησία. Τήν ἑνότητα αὐτή τήν ἐπιβεβαιώνει εἰδικά ὁ ἐπίσκοπος πού ἔχει ὡς ἀξίωμα καί λειτούργημά του νά διαφυλάττει καί νά διατηρεῖ σέ διαρκῆ ἑνότητα μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους τή συνέχεια καί τήν ταυτότητα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό σημαντικό ἐπίσης εἶναι ὅτι, ἄν καί ἡ τοπική ἐκκλησία ἐξαρτᾶται ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, δέν «ὑποτάσσεται» σέ καμία ἀπό αὐτές. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἴσοι κατὰ χάριν», ἐνῶ οἱ ὅποιες διακρίσεις ἀφοροῦν στήν «τάξη» καί ὄχι στήν «ὑποταγή». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἑνότητα πίστεως καί ζωῆς, ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Παράδοσης1.
 Εὔστοχα ὁ ρῶσος θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ γράφει: «Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ὑποστηρίξουν ὅτι τό μόνον “εἰδικόν” ἤ “διακριτικόν” γνώρισμα, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν θέσιν των» μέσα στόν διαιρεμένο χριστιανικό κόσμο, «εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν Ἐκκλησίαν ὅλων τῶν ἐποχῶν καί μάλιστα μέ τήν “πρώτην Ἐκκλησίαν”2. Μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι μία Ἐκκλησία ἀπό τίς πολλές, «ἀλλά ἡ Ἐκκλησία». Ἐξάλλου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε μόνον τήν ἀδιάκοπη ἱστορική συνέχεια ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων· κυρίως ἔχουμε τό ἴδιο πνεῦμα, τήν ἴδια πίστη, γιά τήν ὁποία διακηρύττουμε: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων».
Μέχρι τώρα οἱ θιασῶτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μᾶς βομβάρδιζαν μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή καμία Ἐκκλησία ἀπό μόνη της δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια θά πρέπει ὅλες νά ἑνωθοῦν. Τώρα, ὁ «ἀλάθητος» σπέρνει νέα μικρόβια.
 Ὅ,τι καί νά ποῦν ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτός καί Μητέρα καί Ἐλπίδα, τό Παιδευτήριον τῶν ψυχῶν, τό Σῶμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ κατέχει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία (πρβλ. Α΄ Τι 1,10· Ττ 2,1) καί τήν εὐαγγελίζεται στόν κόσμο μέσα στούς αἰῶνες. Ὄχι μόνον δέν εἶναι ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἴδια χαρίζει τήν ὑγεία, γιατί εἶναι ἡ μοναδική ταμιοῦχος τῆς χάριτος καί διαθέτει τά ἀποτελεσματικά καί αἰώνια «φάρμακα».
Ἔτσι, τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων, ἡ Ἐκκλησία «καθολικῶς ἰατρεύει καὶ θεραπεύει ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος»3, πού διαπράττουν τά μέλη της εἴτε μέ τήν ψυχή εἴτε μέ τό σῶμα. Ἡ ἴδια ἔχει τή δύναμη νά καταρτίζει τούς ἁγίους, διότι εἶναι «ἰατρεῖον ψυχῶν». Γι’ αὐτό καί ὅλοι ἐμεῖς, ἰδιαίτερα μάλιστα κατά τήν κατανυκτική περίοδο πού διανύουμε, βρισκόμαστε μέσα στό σπίτι τοῦ πατέρα μας, στό πνευματικό ἰατρεῖο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐπιθυμώντας καί ἀγωνιζόμενοι μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά καταστήσουμε «καθαρὰν τὴν εἰκόνα ἡμῶν».
 Σέ ὅλους τούς ἐπίβουλους καί ἀμφισβητίες τῆς μοναδικότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας  δέν ἔχουμε παρά νά ἀντιτάξουμε  τή φωνή τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, πού διασχίζοντας τούς αἰῶνες, ξεκάθαρα καί ἀπερίφραστα διακηρύττει: «Μία εἶναι ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι περισσότερες οὔτε δύο. Συναγωγές πονηρευομένων εἶναι οἱ ἐκτός αὐτῆς συγκεντρώσεις καί σύναξη παραβατῶν. Αὐτό τό φρόνημα ἔχουμε οἱ ἀληθινοί χριστιανοί, ἔτσι πιστεύουμε, ἔτσι κηρύττουμε»5.

Εὐδ. Αὐγουστίνου

1 Βλ. Ἀλ. Σμέμαν, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, σ. 114ἑ.
2 Γ. Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ,    σ. 105.
3 ΒΕΠΕΣ 39, σ. 241.
4 Γ. Φλωρόφσκυ, ἔ.ἀ., σ. 85.
5 Ἐπιστ. 284.

Παρασκευή, 20 Μάρτιος 2015 00:00

Ἡ ἀντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους

 manto mavrogΞένε, ἄν βρισκόσουν στήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου τό 1840, θά ἄκουγες καμπάνες νά χτυποῦν πένθιμα, κλαγγές ὅπλων νά ἠχοῦν δυνατά. Θά ἔβλεπες ἐπίσημα πρόσωπα, ἀξιωματικούς, πολλούς νησιῶτες νά περιστοιχίζουν ἕνα φέρετρο. Μέ ρωτᾶς ποιός εἶναι ὁ νεκρός; Μιά γυναίκα ντυμένη μέ τή στολή τοῦ ἀντιστρατήγου. Νά, δίπλα της τό πρωτοπαλλήκαρό της κι οἱ συμπολεμιστές της τή συνοδεύουν στήν τελευταία της κατοικία δακρύβρεχτοι, ἀναπολώντας τά ἔνδοξα περασμένα. Κηδεύεται μέ τιμές ἀντιστρατήγου ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου, ἡ Μαντώ Μαυρογένους.  
 Λίγα χρόνια πρίν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ νεαρή Μαντώ ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Τεργέστη. Ἐκεῖ γεννήθηκε, μορφώθηκε κι ἔμαθε τέλεια τήν ἰταλική, τή γαλλική καί τουρκική γλῶσσα. Ὁ πλούσιος ἔμπορας πατέρας της, Νικόλαος, ἐπιστρέφει στήν ἀγαπημένη του πατρίδα τή Μύκονο. Τή Μαντώ ὅμως ἀφήνει στήν Τῆνο. Κατά προτροπή του, ὁ ἐνάρετος θεῖος της ἱερέας Μαῦρος ἀναλαμβάνει τή διαπαιδαγώγησή της.
 Μάρτιος τοῦ 1821. Ἕνα ὑδραίικο ἱστιοφόρο φέρνει στό νησί τους χαρμόσυνες εἰδήσεις γιά τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στήν Πελοπόννησο. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἡ Μαντώ ζῆ, ἀναπνέει καί κινεῖται μόνο γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Ξεσηκώνει τήν πατρίδα της τή Μύκονο. Συγκινεῖ τούς προκρίτους μέ τό παράδειγμα καί τά πύρινα λόγια της: «Ἔρχομαι νά προσφέρω τήν περιουσίαν μου διά τόν ἀγῶνα τοῦ Γένους... Ἑνώσωμεν τάς δυνάμεις μας μέ τάς δυνάμεις τῶν ἀδελφῶν μας πού πολεμοῦν αὐτήν τήν ὥραν διά τήν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους! Ἀποτινάξωμεν τόν ἀτιμωτικόν ζυγόν!... Μή χάνωμεν καιρόν. Ἐμπρός! Εἰς τήν θάλασσαν τά καράβια μας!».
 Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀποβιβάστηκε στή Μύκονο πολλοί γοητεύονται ἀπό τήν ὀμορφιά της, τή χάρη καί τή γλυκύτητα τῶν τρόπων της. Μνηστῆρες τήν περιτριγυρίζουν. Ἐκείνη ὅμως ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τέτοιες σχέσεις. Προτεραιότητα ἡ λευτεριά. «Ἡ καρδία της θά ἦτο τό ἔπαθλον τοῦ νικητοῦ τῶν Τούρκων», σημειώνει ὁ Πουκεβίλ.
 Τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὑψώνουν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Μαντώ σκέφτεται πρῶτα ν' ἀσφαλίσει τή Μύκονο. Συγκροτεῖ ἐθελοντικό στρατό. Ὅλοι τήν ψηφίζουν ἀρχηγό. Χαρακτηριστικά τά λόγια της: «Ἡ πατρίς μου νά ἐλευθερωθῆ καί ἀδιάφορον τί θά ἀπογίνω». Ξοδεύει γιά τόν Ἀγώνα, δίχως νά λυπᾶται, τήν τεράστια περιουσία της. Κι ὅσο τά χρόνια διαβαίνουν καί τά χρήματα ἐξατμίζονται, μέ χαρά πουλᾶ τά χρυσαφικά της κι ἄλλα ἀκριβά πράγματα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Οἱ συγγενεῖς της, προπάντων ἡ μητέρα της, ἐξαγριώνονται.
 Ἡ φρικτή καταστροφή τῆς αἱματοβαμμένης Χίου, τόν Μάρτιο τοῦ 1822, ἀνάβει τίς καρδιές τῶν κατοίκων τῆς Μυκόνου γιά ἐκδίκηση. Εἶναι ἀποφασισμένοι νά πολεμήσουν μέ τά πλοῖα τους τούς Τούρκους στή Χίο. Τότε ἐμφανίζεται στήν πλατεία τῆς Μυκόνου ἡ Μαντώ μαυροντυμένη, μέ πένθιμο πέπλο στό κεφάλι καί μέ τά συνετά της λόγια κατευνάζει τά πνεύματα: «Ἡ δίψα τῆς ἐκδικήσεως μή σᾶς παρασύρει εἰς ἀσυνέτους πράξεις... Ἀντί νά ἀφήσετε ἀνυπερασπίστους τάς γυναῖκας ἐδῶ, τρέχοντες κατά τοῦ ἐχθροῦ, ὁπλισθῆτε διά νά εἶσθε ἕτοιμοι νά τόν ἀποκρούσετε, ἐάν τυχόν θελήση νά ἐπαναλάβη εἰς τήν Μύκονον τάς θηριωδίας πού διέπραξεν εἰς τήν Χίον».
 Πόσο ἡ ἱστορία τή δικαίωσε! Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, Τοῦρκοι καί Ἀλγερινοί, πατοῦν τή Μύκονο φωνάζοντας «Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! Θάνατος στούς ἀπίστους!». Ἡ Μαντώ ἀτρόμητη κατευθύνει τή σκληρή μάχη, κραδαίνοντας τό ξίφος της. Τά παλληκάρια της πυροδοτοῦνται ἀπό τήν πατριωτική φλόγα τῆς νεαρῆς Ἀμαζόνας. Ὁ ἐχθρός τρέπεται σέ φυγή κι ἡ Μύκονος ἀναπνέει ἐλεύθερα. Μέ τήν ἀρχηγό τους οἱ μαχητές ἀναπέμπουν μές στήν ἐκκλησία δοξολογία εὐχαριστίας.  
Καί ποῦ στή συνέχεια δέν δίνει δυναμικό τό παρών της ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου! Ἡ Εὔβοια, τό Πήλιο, ἡ Φωκίδα πόσα δέν τῆς χρωστοῦν, πού μέ αὐταπάρνηση κατεργάζεται τή λευτεριά τους!
 Ἔρχεται στιγμή πού ὁ Ἀγώνας κινδυνεύει νά χαθεῖ ἀπό τά κομματικά πάθη. Γέφυρα καί εἰρηνοποιός ἀνάμεσα στούς ἀντιμαχόμενους ἀρχηγούς τῆς Ἐπανάστασης γίνεται ἡ γλυκύτατη Μαντώ. «Τασσομένη ἀδιαφόρως ὑπό τάς διαταγάς οἱουδήποτε ἀρχηγοῦ εἴτε ἐκτελοῦσα ἡ ἰδία χρέη ἀρχηγοῦ εἰς ἕνα καί μόνον ἀπέβλεπε σκοπόν: νά ἐκδιώξη τούς Τούρκους ἐκ τῆς γῆς τῆς πατρίδος της», μαρτυροῦν ξένοι φιλέλληνες.
 Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, Ἰωάννης Καποδίστριας, τιμᾶ τή Μαντώ  καί ἐπικυρώνει ἐπίσημα τόν βαθμό τοῦ ἀντιστρατήγου πού ἤδη φέρει. Αὐτή διαλέγει ὁ Κυβερνήτης, γιά νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τοῦ ὀρφανοτροφείου στήν Αἴγινα. Περισσότερα ἀπό 500 ὀρφανά βρίσκουν θαλπωρή στήν πλούσια καρδιά της.
 Αὐτή ἡ ἀρχοντογυναίκα πού θυσίασε τά ὑπέρογκα χρηματικά ποσά της γιά τόν Ἀγώνα, αὐτή πού πρόσφερε τίς στρατιωτικές της ὑπηρεσίες σέ στεριές καί θάλασσες γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ζῆ τά τελευταῖα της χρόνια ἐντελῶς ξεχασμένη, φτωχή, προπάντων παραπονεμένη καί ἀδικημένη. Τό κράτος τῆς ἔδωσε μία πολύ μικρή σύνταξη καί τή χαρακτήρισε χήρα καί ἀπόμαχη! Δίκαια σέ ἀναφορά της στόν βασιλιά Ὄθωνα ἔντονα διαμαρτύρεται: «... ἡ ὑποφαινομένη, Μεγαλειότατε, οὔτε χήρα ἤμουν ποτέ, ἀλλ' οὔτε ὑπανδρευμένη, διά νά εἶναι δυνατόν νά κατασταθῶ χήρα, καί οὔτε εἰς τόν πόλεμον ποτέ ἐπληγώθην διά νά κατασταθῶ ἀπόμαχος...». Ἔτσι καταπικραμένη, στά 43 της χρόνια, φεύγει ἀπ' αὐτή τή ζωή.
Ξένε, σάν ἐπισκεφθεῖς τή Μύκονο, θά σέ καλωσορίσει στήν παραλία ἡ προτομή της μέ τά ὑπέροχα λόγια της πού χαράχτηκαν ἀπό κάτω:
 «Ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἡ πίστις εἰς τήν θρησκείαν μου, ἡ δίψα δικαίας ἐκδικήσεως ἐξῆραν τήν ψυχήν μου, καί μοῦ ἐνέσπειραν τόν πόθον τῶν μαχῶν».

Ἑλληνίς

Σάββατο, 19 Μάρτιος 2016 15:57

Μητέρα Του καί Μητέρα μας

platitera Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί πάλι, καί οἱ ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Παναγία μας ἀνανεώνουν μέσα μας τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί ἀπολαμβάνουμε στήν ζωή μας -καί ποιός μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει αὐτό; τήν μοναδική εὐλογία ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Θεοτόκος Μαρία, νά εἶναι καί δική μας μητέρα. Πῶς;
 Οἱ ἄνθρωποι στήν αὐγή τῆς ὕπαρξής μας, τότε στήν Ἐδέμ, γίναμε ἀντάρτες• ἐναντιωθήκαμε στόν ἴδιο τόν δημιουργό μας. Ὁ Θεός μᾶς εἶχε προειδοποιήσει: Κάτι τέτοιο, δηλαδή ἡ αὐτονόμησή μας ἀπό τόν μόνο ἀθάνατο, θά σήμαινε ἀναπότρεπτα τόν θάνατό μας• ὅπως καί ἔγινε: παραδοθήκαμε στόν θάνατο, στήν φθορά. Καί θά ἔπρεπε ὁ Κύριος νά μᾶς ἐξαφανίσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, νά μήν ὑπάρχουμε. Ὅμως ἐπειδή εἶναι ἀγάπη καί ἐπειδή δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά πεθάνουμε, θέλησε νά μᾶς σώσει. Θέλησε νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν βυθό τῆς πτώσης μας. Καί τί ἔκανε; Ἔκανε τά πάντα. Μᾶς ἔδωσε νόμο, σημεῖα, ἔστειλε γιά τόν σωφρονισμό μας δίκαιους καί προφῆτες, μέχρι πού στό τέλος ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.
 Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε δική του, τήν ἔκανε ἑαυτό του, δηλαδή ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἔγινε ἀδελφός μας (βλ. Ἑβ 2, 11-12). Καί ὄχι μόνον ἔγινε ἀδελφός μας μέ τήν γενική ἔννοια πού ἰσχύει γιά ὅλους μας, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, ἀφοῦ ὅλοι μετέχουμε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἔγινε ἀδελφός μας μ’ ἕναν τρόπο πολύ πιό οὐσιαστικό καί βαθύ. Πῶς; Ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία του.
 Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα του, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κο 12,27). Ὅλοι ὅσοι βαπτιζόμαστε στό ὄνομά Του ἀποτελοῦμε τό σῶμα του. Mέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του εἶναι παρών στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μία συλλογική ὕπαρξη, ὡς Ἐκκλησία. Καί ἐφόσον ἐμεῖς ἀποτελοῦμε τό σῶμα του, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι ἁπλῶς ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας (βλ. Ρω 8,29) ἀλλά ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας, τά σπλάχνα μας, τό εἶναι μας (βλ. Α΄ Κο 2,16• Γα 4,6• Φι 1,8).
 Ἀφοῦ λοιπόν εἴμαστε τόσο καί τέτοιοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε κατά χάριν καί υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἔχουμε κατά χάριν καί μητέρα μας τήν μητέρα του. Καί ὅπως ὁ Θεός  ἀντικρίζει στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ τόν φυσικό του Υἱό, ἀφοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία  γίναμε «σύναιμοι» καί «σύσσωμοι» μαζί Του, καί ἡ Παναγία μας στό πρόσωπο ὅλων μας, τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, βλέπει τόν Υἱό της. Καί ὅπως ἐνδιαφερόταν γιά τόν Υἱό της, καί ὅπως ἀγαπᾶ τόν Υἱό της καί ὅπως θυσίασε τόν ἑαυτό της γιά τόν Υἱό της, ἀγαπᾶ κι ἐμᾶς καί ἐνδιαφέρεται καί πρεσβεύει γιά μᾶς.
 Ἀλλά γιά νά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς πρεσβείας της, πρέπει νά τηρεῖται μιά βασική προϋπόθεση: πρέπει νά ἔχουμε προσευχή ζωντανή καί δυνατή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων εἶναι δένδρο πού καρποφορεῖ ὅταν ποτίζεται μέ τήν ἰσχυρή προσευχή μας. Αὐτή συγκινεῖ τόν Κύριο.
 Καί ἰσχυρή προσευχή δέν θά πεῖ νά κραυγάζουμε καί νά ξεσηκώνουμε  τόν τόπο, ὄχι. Ἰσχυρή προσευχή θά πεῖ προσευχή πού προέρχεται ἀπό καθαρή καρδιά. Ἡ καθαρή καρδιά εἶναι ἐκείνη πού κάνει τόν Θεό νά σκύβει πατρικά πάνω ἀπό τό πλάσμα του. Καί πῶς καθαρίζει ἡ καρδιά μας; Καθαρίζει μέ τήν μετάνοια, μέ τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό, μέ τήν ἀπόφαση νά εἴμαστε ἀγωνιστές, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος. Νά Τοῦ τά προσφέρουμε ὅλα, νά μήν κρατοῦμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Προτεραιότητά μας νά εἶναι ὁ Θεός καί ἡ βασιλεία του. Αὐτό ἑλκύει τό θεῖο ἔλεος.
 Ὄχι ὅτι θά τό κατορθώσουμε μέ τίς δυνάμεις μας. Μέ τήν δύναμή μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε στήν πραγματικότητα. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω 15,5), προειδοποιεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά τότε; Ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἡ ἀποδοχή Του, τό «ναί» πού λέμε στόν Θεό. «Ναί, θέλουμε, ἀποδεχόμαστε, Κύριε, τήν σωτήρια προσφορά σου». Ὅλα τά ἄλλα τά ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος. Ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι καρδιόβγαλτο, ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἐλευθερίας μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δεσμεύει τόν Κύριο νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, καί τήν βασιλεία του καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τήν μητέρα του νά εἶναι ὄντως μητέρα μας.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Παρασκευή, 06 Μάρτιος 2015 00:00

Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα·

Στόν διπλό αὐτό Χαιρετισμό τοῦ ἑβδόμου Οἴκου (Η), μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν, ἡ Παναγία μας συνδέεται μέ δύο μεγάλα μεγέθη, τήν πίστη καί τήν χάρη. Ὡς στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα, στέρεο καί ἀσάλευτο στήριγμα τῆς panagia60bπίστεως, τήν χαιρετίζει ὁ πρῶτος στίχος. Ἄς ξεκινήσουμε, λοιπόν, τήν προσέγγιση τοῦ Χαιρετισμοῦ ἀπό τήν σημασία τοῦ ὅρου «πίστις».

Ἡ λέξη «πίστις» χρησιμοποιεῖται στήν Καινή Διαθήκη μέ τίς ἑξῆς τέσσερις σημασίες:
α) Ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φερέγγυα ἐπαγγελία, ἡ ἀξιόπιστη πρότασή του πρός τούς ἀνθρώπους. Τό ὅτι π.χ. ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ, ὅπως κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους (Πρξ 17, 31), εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐγγύηση τήν ὁποία παρέχει στούς ἀνθρώπους.
β) Ἀπό πλευρᾶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἐπίμονη ἀφοσίωση, ἡ ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη, τό νά πιστεύουν τά μή βλεπόμενα πράγματα καί νά κατέχουν τά ἐλπιζόμενα (βλ. Ἑβ 11,1). Εἶναι ἡ μυστική ἐκείνη φλόγα πού σέ κινητοποιεῖ νά τολμήσεις τά ἀδύνατα, «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν» (Α´Κο 13,2· πρβλ. Μθ 17,20· 21,21· Μρ 11,23).
γ) Πίστη ὀνομάζεται, ἀκόμη, ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τό δόγμα τοῦ χριστιανισμοῦ· «τό ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν» (Ρω 10,8· πρβλ. Ἐφ 4,5).
δ) Ὁ χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία (βλ. Γα 6,10· Φι 1,25). Αὐτό πού κακῶς ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα χριστιανική θρησκεία ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ὀνομάζει πίστη ἤ ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τίς δύο λέξεις ὡς συνώνυμες (βλ. Γα 1,13.23).
 Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἐγκωμιάζει τήν πανάμωμη Κόρη τῆς Ναζαρέτ γιά τήν ἄσπιλη ἁγνότητά της, ἄν τήν μεγαλύνει γιά τήν ἀπόλυτη ταπεινοφροσύνη της, ἄν τήν θαυμάζει γιά τήν ἄριστη γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φανερώνεται στόν ὑπέροχο ὕμνο πού ἡ ἴδια συνέθεσε (βλ. Λκ 1,46-55), ἄν μένει ἔκθαμβη μπροστά στήν δυνατή προσευχή της, στήν ἄμετρη ὑπομονή της, στήν ἄκρα ἐχεμύθεια καί στά τόσα ἄλλα χαρίσματά της, πρωτίστως καί κυρίως εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἐξαιρετική πίστη τῆς Παρθένου. Στό πρόσωπο τῆς Κεχαριτωμένης ἀπαντοῦν καί οἱ τέσσερις ἔννοιες τῆς πίστεως πού ἀνέφερα: Ὅ,τι φανέρωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, ὅ,τι δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Θεάνθρωπος, ὅλα συνδέονται ἀδιάρρηκτα μέ Ἐκείνην πού ἔγινε ἡ μητέρα του, ὁ χρυσός κρίκος μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, Ἐκείνην πού χάρισε στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη σάρκα της, ὥστε νά περπατήσει ὡς ἄνθρωπος στήν γῆ ὁ Θεός!
 Οὐρανομήκης ἡ πίστη τῆς Παναγίας μας! Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς, ὅταν προσπαθεῖ νά τήν συλλάβει! Ἄς γονατίσουμε ταπεινά, ἀδελφοί μου, γιά νά μαθητεύσουμε σ᾿ αὐτόν τόν κολοσσό τῆς πίστεως. Ποιά φλόγα, ποιά φωτιά πυρπολοῦσε τήν ὕπαρξή της, ὥστε νά ἐκδηλώσει τήν μέγιστη ἀνταπόκριση στήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, μέ ἀπόλυτη ἀφοσίωση νά θέσει τόν ἑαυτό της στήν ὑπηρεσία τοῦ θείου σχεδίου, νά ἐνστερνισθεῖ τήν διδαχή τοῦ Θεανθρώπου καί νά καταστεῖ ὄχι μόνον τό πρῶτο καί ἐξέχον μέλος τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, ἀλλά καί ἡ προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας καί τό παντέλειο πρότυπο κάθε πιστοῦ, τό στήριγμα τῆς πίστεως;
 «Χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι» (Ἑβ 11,6), κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρέσει στόν Θεό χωρίς πίστη. Στήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού μέ τήν πίστη τους εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἕναν μακρύ κατάλογο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (κεφ. 11). Καί συνεχίζεται ὁ κατάλογος στό διάβα τῶν αἰώνων μέ τά πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μέ τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού σέ τόσες ταλαιπωρίες ὑποβλήθηκαν καί στό μαρτύριο ὁδηγήθηκαν ὁμολογώντας ἔτσι τήν ἀσάλευτη πίστη τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλά ἡ πανάσπιλη Παρθένος ξεχωρίζει ἀπό ὅλους αὐτούς -καί ἀπό ὅσους μέχρι τήν συντέλεια τοῦ κόσμου θά ἀναφανοῦν-, ὅσο λαμπρότερη φαντάζει στά μάτια μας ἡ σελήνη ἀπό τά ἄπειρα ἀστέρια πού φωτίζουν τόν οὐρανό. Ἡ μοναδική πίστη της εἵλκυσε τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν πίστη της δέχθηκε τήν ἀγγελική διαβεβαίωση «εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ» (Λκ 1,30).
 Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ πάνσεπτη Μαριάμ ἄρεσε στόν Θεό καί συνδέθηκε μαζί του. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη της γιά Ἐκεῖνον, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁπλότητα καί ὅλα τά ἄλλα χαρίσματά της ἦταν τῆς πίστεως βλαστοί, ἀπό τήν πίστη της ἀρδεύονταν καί τήν κατέστησαν ἕναν χριστομίμητο ἄνθρωπο. Ἀλλά τό ὕψος καί ἡ ἔνταση τῆς πίστεως ἐκδηλώνεται κυρίως μέ τήν ὑποταγή. Ὤ ἡ ὑποταγή της στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀνέδειξε χωρίο τοῦ Ἀχωρήτου, Μητέρα τοῦ Ἀνάρχου!
 Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό ἄγγελος τῆς φανερώνει τήν θεία βουλή, ὁ Θεός περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς Μαρίας. Ζητᾶ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς δούλης του, ὅπως ὁ νυμφίος περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς ὑποψήφιας νύμφης. Καί Ἐκείνη ἐλεύθερα, ὑπεύθυνα καί ἑκούσια δέχεται νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Πιστεύει ὅτι ὅσα λέχθηκαν θά πραγματοποιηθοῦν καί ἐμπιστεύεται ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό της στά χέρια τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38). Τήν μακαρίζει γιά τήν γιγάντια πίστη της ἡ συγγενής της Ἐλισάβετ· «μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λκ 1,45) καί ὁ διδάσκαλος τοῦ γένους Ἠλίας Μηνιάτης συγκλονισμένος ἀναφωνεῖ: «Ὦ θαυμαστή δύναμις μιᾶς Παρθένου, ὁπού μέ ἕνα γένοιτο κάμνει τόν Θεό νά ἀλλάζει μέ τήν γῆν τούς ἀστέρας»!
 Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Θεοτόκος ἐνταφιάζει τόν ἑαυτό της μέσα στήν Θεότητα καί ὁ Θεός ἀνασταίνει ἐν Χριστῷ τήν κεχαριτωμένη ὕπαρξή της στήν ζωή τῆς πίστεως. Αὐτό εἶναι πίστη, ἀδελφοί μου, ἕνας θάνατος καί μία ἀνάσταση: Πεθαίνω γιά τόν κόσμο καί ζῶ γιά τόν Θεό. Πεθαίνει ἡ δική μου λογική, καί ἀνασταίνεται μέσα μου τό ὑπέρλογο τοῦ Θεοῦ. Πεθαίνει τό δικό μου θέλημα καί ζῶ πλέον μία νέα, ἀναστημένη ζωή, ὅπως ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Αὐτή τήν πίστη στόν ὑπέρτατο καί ὑπερτέλειο βαθμό διέθετε ἡ πανάχραντη Δέσποινα. Μ᾿ αὐτή τήν πίστη παρακολούθησε βῆμα πρός βῆμα, στιγμή πρός στιγμή τήν ἐπίγεια ζωή καί τήν δράση τοῦ Θεανθρώπου Υἱοῦ της· ἀπό τότε πού ὡς βρέφος τόν θήλαζε καί συνοδευόμενη ἀπό τόν μνήστορα Ἰωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἔπαιρνε τόν σκληρό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς στήν Αἴγυπτο, γιά νά σώσει τό νεογέννητο ἀπό τήν μανία τοῦ Ἡρώδη, μέχρι τήν ὥρα πού κάτω ἀπό τόν σταυρό ἔνιωθε τήν ρομφαία τοῦ πόνου νά διαπερνᾶ τά μητρικά σπλάγχνα της. Κατανοώντας ὅσο κανείς ἄλλος τό κάθε τι, ἀφοῦ τό ἅγιο Πνεῦμα τήν εἶχε ἐπισκιάσει, ὑποτασσόταν ταπεινά καί σιωπηλά σέ ὅ,τι ὅριζε ὁ Θεός. Νά ἡ «ὑπερβάλλουσα» πίστη τῆς Θεοτόκου, γιά τήν ὁποία ἀναδείχθηκε τό στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα. Ἔγινε τό ἀσάλευτο στήριγμα γιά τήν πίστη μας τήν προσωπική, ἀλλά ἐπίσης στήριγμα καί κριτήριο γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες.
 «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά καί τό Εὐαγγέλιό του καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία του. Παρόμοια καί ἡ κεχαριτωμένη Μητέρα του εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Σύνοδοι Οἰκουμενικές θέσπισαν μαζί μέ τό Χριστολογικό καί τό Θεομητορικό δόγμα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύει ὅτι λανθασμένη τοποθέτηση στό δόγμα τῆς Παρθένου σαλεύει ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Καί σήμερα ἀποτελεῖ σημεῖο καί κριτήριο, βάθρο σταθερό τῆς πίστεως τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ παπικοί τήν ὑπερτιμοῦν. Μέ τό ἀνυπόστατο δόγμα πού ἐπινόησαν ὅτι ἡ Παρθένος συνελήφθη «ἀσπόρως», ὄχι μέ τόν φυσικό τρόπο, καί μέ τήν ἀπέραντη «Μαριολογία» νομίζουν ὅτι τιμοῦν τήν Παναγία μας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τήν προσβάλλουν καί τήν ἀδικοῦν, διότι τήν παρουσιάζουν περίπου σάν θεά. Οἱ προτεστάντες ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τήν ὑποτιμοῦν καί τήν θεωροῦν σάν μία ἁπλή γυναίκα, πού γέννησε μέν τόν 'Ιησοῦ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλά στήν συνέχεια γέννησε μέ τόν Ἰωσήφ καί ἄλλα παιδιά. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ καί μεγαλύνει ὅπως πρέπει τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τήν προβάλλει ὡς βάση καί στήριγμά της.
 Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπαναλάβω κάτι πού πρέπει πολύ βαθιά νά χαραχθεῖ στήν σκέψη καί στήν καρδιά μας γιά νά μήν παρασυρθοῦμε σέ πλάνη καί λαθέψουμε στήν πίστη μας: Θεμέλιο μοναδικό καί ἀναντικατάστατο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (βλ. Α´ Κο 3,11). Εἶναι δέ αὐτάρκης καί αὐτοδύναμος ὁ μοναδικός Σωτήρας μας. Δέν χρειάζεται βοήθεια ἀπό κανέναν, οὔτε ἄνθρωπο οὔτε ἄγγελο. Θέλει ὅμως καί εὐδοκεῖ ὁ πανάγαθος Κύριος νά δίνει καί στούς δικούς του, στούς ἀγαπητούς του, τήν χαρά νά συμμετέχουν καί αὐτοί στό ψυχοσωτήριο ἔργο του, νά ἀπολαμβάνουν τήν παντοδυναμία του καί νά κοινωνοῦν στήν λαμπρότητα τῆς δόξας του. Ἔτσι χρησιμοποιεῖ τούς ἀγγέλους ὡς «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβ 1,14). Παρόμοια καθιστᾶ τούς ἁγίους ἀποστόλους θεμελίους λίθους τῆς Ἐκκλησίας του (βλ. Ἐφ 2,20· Ἀπ 21,14), ἀλλά καί τούς τόσους ἄλλους ἁγίους, πού διακρίθηκαν μέσα στήν Ἐκκλησία, τούς ἐπικαλούμαστε οἱ πιστοί ὡς «στύλους τῆς Ἐκκλησίας» (π.χ. τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Στυλιανό κ.ἄ.). Ἐξαιρέτως καί πολύ περισσότερο ἰσχύει αὐτή ἡ τιμή γιά τήν παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Τήν τιμοῦμε καί τήν προσκυνοῦμε «δουλικῶς ἀλλ᾿ οὐ λατρευτικῶς». Ἡ λατρευτική προσκύνηση ἀνήκει μόνο στόν Θεό.
Στόν δεύτερο στίχο χαιρετίζοντας τήν Παναγία μας τήν χαρακτηρίζουμε ὡς λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα. Εἶναι ἡ «Κεχαριτωμένη» (Λκ 1,28), πού σημαίνει «ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος». Γιά νά καταλάβουμε, λοιπόν, τό νόημα τοῦ Χαιρετισμοῦ πρέπει νά γνωρίζουμε τί σημαίνει «χάρις».
Χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα τήν λέξη χάρη. Λέμε π.χ. «κάνε μου μιά χάρη», «γιά χάρη μου...» ἤ «ἔδωσε χάρη, ἀμνηστεία». Μέσα στήν θεόπνευστη Γραφή, ὡστόσο, ἡ ἔννοια «χάρις» εἶναι ἀσύγκριτα πλουσιώτερη καί βαθύτερη. Ἔχει τόσο θεολογικό πλοῦτο καί βάθος, ὥστε δύσκολα μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψει καί νά τήν ἐκφράσει. Εἶναι ὅ,τι διαθέτει ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία μας. Ἕνα μόνον μᾶς σώζει, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· «χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ 2,5), «ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Ττ 2,11), διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
«Χάρις» στήν γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί συγκεκριμένα ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἁμαρτωλούς. ῾Ο Θεός, ὁ πλάστης μας καί δημιουργός τοῦ κόσμου, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶχε ἀρχικά τήν ὑποχρέωση νά ἀγαπάει τά πλάσματά του. ᾿Από τότε ὅμως πού ἐμεῖς γίναμε ἀντάρτες, ἀναρχικοί, ἀποστάτες, ἀφοῦ καταπατήσαμε τήν ἐντολή του καί συμμαχήσαμε μέ τόν ἐχθρό, ὁ Θεός εἶχε κάθε δικαίωμα νά μᾶς ἀποβάλει ἀπό τήν ἀγάπη του, νά μᾶς ἀποπαιδώσει. Καί ὅμως, καί μετά τήν πτώση μας ἐξακολουθεῖ νά μᾶς ἀγαπάει. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ὀνομάζεται «χάρις».
Ἔκφραση τῆς θείας χάριτος ἀποτελεῖ τό θαυμαστό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Ἔτσι ἐκδηλώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε νά ἀναζητήσει καί νά ἀγκαλιάσει τόν παραστρατημένο ἄνθρωπο, νά τόν σηκώσει καί νά τόν καθαρίσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, νά τόν σώσει καί νά τόν ἀνεβάσει στόν οὐρανό. Κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός, ὑπέμεινε σταυρό καί θάνατο, ἔφθασε ὥς τόν ᾅδη, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς τήν λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί δέν ἀρκέσθηκε μόνο σ᾽ αὐτήν τήν δωρεά. Ἡ ἀγάπη του μᾶς χάρισε, ἐπιπλέον, τήν υἱοθεσία, καί μᾶς κατέστησε κληρονόμους τῆς βασιλείας του, συγκληρονόμους τοῦ Υἱοῦ του (βλ. Ρω 8,17· Γα 4,7)! Ποιό ἀνθρώπινο παράδειγμα θά μποροῦσε νά ἐκφράσει μιά τέτοια ἀγάπη;
῎Αν ἤμουν ζωγράφος, θά ζωγράφιζα ἕναν κόκκινο οὐρανό μ᾽ ἕνα λευκό σύννεφο πού θά ἔπεφτε στήν ἄγονη γῆ ὡς εὐεργετική βροχή καί θά τήν μετέβαλλε σέ παράδεισο. ῾Η εἰκόνα αὐτή θά ἦταν μία συμβολική ἀναπαράσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόκκινος οὐρανός συμβολίζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· τό λευκό σύννεφο τήν χάρη του, τήν ἀγάπη του εἰδικά γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς· καί ἡ εὐεργετική βροχή παριστάνει τό ἔλεος πού μᾶς συγχωρεῖ, τό φῶς πού μᾶς φωτίζει, τήν δύναμη πού μᾶς δυναμώνει ἐγκαθιστώντας στόν κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν στρατευομένη ἐκκλησία του.
 Σύμβολο ἐκφραστικό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Καθώς ἑνώνει οὐρανό καί γῆ, ἀνατολή καί δύση, εἰκονίζει τήν ἀπέραντη ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, πού χωρᾶ ὅλα τά πλάσματά του, καί τούς ταπεινούς δικαίους καί τούς μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς. Αὐτό εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεϊκή ἀγκαλιά πού μᾶς συνέχει ὅλους (βλ. Β´ Κο 5,14). Καί «θρόνος τῆς χάριτος», στόν ὁποῖο μέ παρρησία μποροῦμε νά πλησιάζουμε «ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Ἑβ 4,16), εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό αὐτόν ἀναβλύζει ἡ θεία χάρις.
 Ἀλλά ὅπως ἡ λέξη «πίστις» ἔτσι καί ἡ «χάρις» σέ ὁρισμένα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς δηλώνει τήν Ἐκκλησία. Στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή π.χ. ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι διά τῆς πίστεως ὁ Κύριος μᾶς πῆρε ἀπό τό χέρι καί μᾶς ἔφερε καί μᾶς τοποθέτησε σ᾽ ἕνα καθεστώς, στό καθεστώς τῆς χάριτος, τήν Ἐκκλησία του (βλ. Ρω 5,1-2). Καί ὅταν γράφει πρός τόν μαθητή του Τίτο ὅτι φανερώθηκε ἡ σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ «παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (2,12), στήν Ἐκκλησία ἀναφέρεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τά Ἐκπαιδευτήρια τοῦ Θεοῦ· μᾶς ἐκπαιδεύει, ὥστε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, καί νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη, δικαιοσύνη καί εὐσέβεια. Ἡ Ἐκκλησία, ἐπίσης, εἶναι ὁ διαχειριστής τῆς θείας χάριτος. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν ἀκόμη κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἀγαθοεργίες, καί σημεῖα ἄν ἐπιτελεῖ, ἐφόσον δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία καί δέν ζῆ μυστηριακή ζωή, στερεῖται τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί βρίσκεται ἐκτός σωτηρίας.
 Πῶς ἐφαρμόζεται στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἐκδηλώνεται στήν φυσική πραγματικότητα; Ὅπως, ἄν θέλαμε νά μελετήσουμε π.χ. τήν ἀξία τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, θά μελετούσαμε τίς ἐφαρμογές του, ἔτσι γιά νά κατανοήσουμε τί σημαίνει «χάρις Θεοῦ», θά ἐντρυφήσουμε στούς βίους τῶν ἁγίων μας. Αὐτοί ἀποτελοῦν τήν ἐφαρμογή, τό ἐπιτυχημένο πείραμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία. Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὅσιοι, πατέρες καί διδάσκαλοι, ὁμολογητές, νεομάρτυρες εἶναι βλαστοί ἀλλά καί γνωρίσματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παραχώρησαν τήν προσπάθεια, τόν ἀγώνα τους στήν θεία χάρη καί, σέ συνεργασία μαζί της, ξεπέρασαν τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, συνέτριψαν τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἔμειναν ἀπρόσβλητοι στούς πειρασμούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔφθασαν στά ὕψη τῆς ἁγιότητος. Στήν χάρη τοῦ Θεοῦ χρωστοῦν καί οἱ δίκαιοι τήν δικαιοσύνη τους καί οἱ ἁμαρτωλοί τήν κάθαρση καί τήν σωτηρία τους.
 Στήν κορυφή τῆς θαυμαστῆς χορείας τῶν ἁγίων, τό ἐξοχώτερο ἀπό ὅλα τά παραδείγματα, τό ἀπαράμιλλο λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα εἶναι ἀναντίρρητα ἡ Παναγία μας, ἡ «κεχαριτωμένη» Παρθένος. Ἡ ὑπεραγία προσωπικότητά της εἵλκυσε τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (βλ. πρβλ. Πρμ 3,34· Ἰα 4,6· Α´ Πέ 5,5). Αὐτή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ λάμπρυνε τόσο τήν ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ, ὥστε τήν ἀνέδειξε λαμπρότερη κι ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, «λαμπροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», τήν κατέστησε τό «πυρίμορφον ὄχημα τοῦ Λόγου». Ὡς «μητέρα τοῦ Φωτός» μεσουρανεῖ στό πνευματικό στερέωμα δίπλα στόν ἄδυτο νοητό Ἥλιο, τόν Μονογενῆ Υἱό της. Ἐκείνου τήν ἄρρητη λαμπρότητα ἀντικατοπτρίζει ἡ Θεομήτωρ καί τήν διαχέει σέ ὅλη τήν πλάση· καταυγάζει τίς ψυχές τῶν ἁγίων καί τίς ἑλκύει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἀνά τούς αἰῶνες οἱ πιστοί μέ βαθύτατη εὐγνωμοσύνη κλίνουν γόνυ εὐλαβικά στήν Κεχαριτωμένη καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς τήν χαιρετίζουν· χαῖρε λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα!
 Ὅλοι ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τό χρωστοῦμε στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένο τό ὄνομά του καί δοξασμένη ἡ ἀγάπη του! Πόσες φορές πέ-σαμε καί μέ τήν χάρη του μᾶς σήκωσε, μᾶς ἀνέστησε! Πόσες φορές ἡ ἁμαρτία λέρωσε τήν ψυχή μας καί ἡ χάρη του μᾶς καθάρισε! Πόσες φορές πληγωθήκαμε ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ καί ἡ θεία χάρη μᾶς θεράπευσε! ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μόνον -προσοχή!«μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς» (Β´ Κο 6,1), παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μήν πάει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ χαμένη. Δέν θά πάει χαμένη, ἄν πλησιάζουμε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας μέ μετάνοια, ἄν προσερχόμαστε τακτικά καί συνειδητά στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν μένουμε σταθεροί στό καθεστώς αὐτό τῆς θείας χάριτος.
 Κάθε ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιθυμεῖ νά βάλει στήν ζωή του πρότυπο τήν Κεχαριτωμένη καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζεται νά βαδίσει στά ἴχνη της. Ἔτσι ὁ πιστός ἀξιώνεται νά συλλάβει κι αὐτός μέσα του τόν Χριστό! Ἀξιώνεται νά χαρίσει μέ τήν σειρά του στήν ἀνθρωπότητα ἕναν μικρό Χριστό, τόν ἑαυτό του ἀναγεννημένο, γνήσιο μιμητή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γίνεται καί αὐτός μέσα στόν κόσμο ἕνα γνώρισμα τῆς χάριτος, πού ἀκτινοβολεῖ λίγη ἀπό τήν ἀτέλειωτη λαμπρότητα τῆς Παναγίας μας.

Στεργίου Σάκκου, Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, σελ. 97-111.

Παρασκευή, 19 Μάρτιος 2021 20:00

Οὐσία καί γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας

 iero  Πολλοί πολλά λένε καί γράφουν γιά τήν Ὀρθοδοξία. Θά εἶναι ἴσως χρήσιμο νά διατυπωθοῦν στό ἄρθρο αὐτό μερικές σκέψεις γιά τήν οὐσία καί γιά τά βασικά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό τήν ἀρχή τονίζουμε μέ ἔμφαση ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κάποια πολιτιστικά στοιχεῖα ἤ λαογραφικά ἀπολιθώματα τοῦ παρελθόντος, ὅπως λαθεμένα φαντάζονται μερικοί.
   Ἐπίσης δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία κάποια ἰδεολογία ἤ κάποιο σύστημα ἀρχῶν ἤ τέλος πάντων κάποια κοσμοθεωρία καί βιοθεωρία, ὅπως φαίνεται νά πιστεύουν μερικοί πού αὐτοαποκαλοῦνται νεοορθόδοξοι.
   Ἀκόμα ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μία ἀπό τίς ἐκδοχές πού ὑπάρχουν γιά τόν Χριστιανισμό, ὅπως νομίζουν καί ἰσχυρίζονται μερικοί θεολογοῦντες διανοούμενοι καί πολιτικοί.
   Ἡ Ὀρθοδοξία στήν οὐσία της εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ Ὀρθοδοξία ἰδέες ἤ ἀρχές ἤ ἀφηρημένες θεωρίες ἤ ὀρθές ἔστω ἀπόψεις γιά τόν Χριστιανισμό. Εἶναι συγκεκριμένα πρόσωπα ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ ἀναρίθμητοι ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, οἱ ἀμέτρητες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού δύο χιλιάδες τώρα χρόνια χριστώνονται καί θεώνονται στίς ἐκκλησιαστικές διαδικασίες, αὐτοί ὅλοι συναποτελοῦν τήν εὐλογημένη «Καινή Κτίση», τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτό, ἐπειδή δέν εἶναι ἀφηρημένες ἰδέες, ἀλλά εἶναι συγκεκριμένα πρόσωπα ἡ Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτό ὁ ἑορτασμός της τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας συνδυάζεται μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἁγίων εἰκόνων στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἰδέες καί οἱ θεωρίες ἀσφαλῶς δέν εἰκονίζονται, γιά νά μή γίνουν εἴδωλα. Ὅμως τά ὑπαρκτά πρόσωπα, πού συναποτελοῦν τήν Ὀρθοδοξία, εἶναι ἀνάγκη νά εἰκονίζονται στήν Ἐκκλησία, γιά νά τά προσκυνοῦν μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί, νά κοινωνοῦν μέ ἀγάπη μαζί τους, νά χαριτώνονται ἀπό τή χάρη τους, νά ἀσφαλίζονται στήν ἁγιότητά τους.
   Αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία, δηλαδή ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχει μερικά βασικά χαρακτηριστικά, πού θά ἀναφέρουμε παρακάτω.
   Εἶναι πρῶτα ἡ ὀρθή πίστη.
   Ἡ πίστη στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο διανοητική ἀναγνώριση κάποιας ἀρχῆς τοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι γενικά ἡ θρησκευτική καί ἡ φιλοσοφική πίστη. Ἐπίσης στήν Ὀρθοδοξία ἡ πίστη δέν εἶναι μόνο πειθαρχία σέ κάποια ἐκκλησιαστική αὐθεντία καί ὀργάνωση, ὅπως ὑπερτονίζει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός. Ἀκόμα ἡ πίστη στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μονομερῶς διδάσκει ὁ Προτεσταντισμός. Στήν Ὀρθοδοξία ἡ πίστη εἶναι κοινωνία μέ τά πρόσωπα, πού συναποτελοῦν τήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι κοινωνία μέ τήν ἁγία Τριάδα, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁγίους, μέ τούς ἀδελφούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ζῶντες καί κεκοιμημένους. Ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία ἀπό τήν κοινωνία αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή πίστη στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἡ κοινωνία αὐτή δέν γίνεται θεωρητικά καί μοναχικά, ἀλλά μέ συγκεκριμένες πράξεις τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἀτομική, ἀλλά ἐκκλησιαστική.
   Ὕστερα εἶναι ἡ ὀρθή λατρεία.
   Στήν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία δέν εἶναι μόνο ἔκφραση εὐσεβείας, οὔτε εἶναι μόνο ἐκζήτηση τῆς θείας βοηθείας. Στήν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία εἶναι θαύματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα χαρίζουν τήν πίστη, δηλαδή τήν κοινωνία μέ τά πρόσωπα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ τήν ὀρθή λατρεία στήν Ὀρθοδοξία διαθλᾶται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στούς πιστούς, πού ἑνώνονται μαζί Του, γίνονται σῶμα του καί θεώνονται ἀπό τή χάρη Του. Τέτοιες θαυματουργικές ἐνέργειες εἶναι στήν Ὀρθοδοξία τό Βάπτισμα, ἡ θεία Εὐχαριστία καί ὅλες οἱ ἄλλες ἁγιαστικές πράξεις τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς ὁποῖες ἀνακαινίζονται καί μεταποιοῦνται καί ἁγιάζονται οἱ πιστοί.
   Κύριο γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι καί ἡ ὀρθή ζωή.
   Στήν Ὀρθοδοξία οἱ πιστοί δέν φιλοσοφοῦν μόνο σωστά. Προπαντός προσπαθοῦν νά ζοῦν σωστά. Καί σωστή ζωή στήν Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτή πού ἔχει πρότυπό της τόν Κύριο καί τούς ἁγίους.
   Βασικό χαρακτηριστικό τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς εἶναι ἡ ἐλεύθερη συγχώρηση. Ὁποιαδήποτε ἀρετή δέν ἀσκεῖται ἐλεύθερα καί δέν στηρίζεται στή συγχώρηση, δηλαδή στήν ἑνότητα καί στή συνύπαρξη μέ τούς ἀδελφούς, θεωρεῖται στήν Ὀρθοδοξία δαιμονική. Ὁποιαδήποτε ἄσκηση, νηστεία, ἀγρυπνία κτλ. δέν γίνεται ἐλεύθερα, καί μέ τή συγχώρηση, χαρακτηρίζεται στήν Ὀρθοδοξία ὡς μανία. Γι’ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς συναίσθηση ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό καί κοινότητος μέ τούς ἀδελφούς.
   Ἀκόμα βασικό γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητα.
   Τήν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὅτι δηλαδή ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐγγυᾶται ἡ ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ἐπιβεβαιώνει τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία διατηρεῖ ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα ἡ ἀποστολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπιφορτίζει τούς πιστούς της μέ τό χρέος τῆς ἱεραποστολῆς. Δέν νοεῖται ὀρθόδοξος χριστιανός, πού νά μή νιώθει ὡς ἀνάγκη τήν ἱεραποστολή.
   Μερικοί φοβοῦνται γιά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἑλλάδα, ἐπειδή συγχρωτίζονται οἱ Ἕλληνες μέ τούς ἑτεροδόξους. Ὁ φόβος τους δέν δικαιολογεῖται. Δείχνει ὀλιγοπιστία στήν ἀποστολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει θεόσδοτη ἀνακαινιστική δύναμη. Δέν στηρίζεται σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις ἡ Ὀρθοδοξία. Στηρίζεται στή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού παραγγέλλει στούς πιστούς «μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη».
   Ἡ συνοδικότητα, ἡ ἀφοσίωση στήν ἀποστολική παράδοση καί ὁ ἐσχατολογικός χαρακτήρας ἀσφαλῶς εἶναι ἀκόμα μερικά βασικά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας.
   Ἡ Ὀρθοδοξία σίγουρα εἶναι ἡ θεανθρώπινη «Καινή Κτίση», πού θά κατανικήσει τόν θάνατο καί θά σώσει τόν κόσμο. Μποροῦμε καί πρέπει μέ αὐτοπεποίθηση νά διακηρύξουμε στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, ὅτι ἡ κουρασμένη μεταϊδεολογική ἐποχή μας περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο χρειάζεται τήν πίστη, τή λατρεία καί τή ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Δῆμος Ματσκίδης
Θεολόγος

Πέμπτη, 07 Μάρτιος 2019 20:42

Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει

05 01 Μεγάλο καί σπουδαῖο θέμα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ χαρά. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά νά ἀπολαμβάνει τήν χαρά τοῦ παραδείσου καί τήν βίωνε πράγματι μέσα σ᾿ ἐκείνη τήν πρώτη κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ἀπό τότε πού ἡ παρακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁμαρτία, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο ἔνιωσε τήν μεγάλη φτώχεια πού τοῦ προξενεῖ ἡ ἔλλειψη τῆς χαρᾶς καί δέν παύει νά τήν ἀναζητᾶ ὁπουδήποτε ὑποπτεύεται ὅτι μπορεῖ νά βρεῖ ἔστω ἕνα ἴχνος, μία σταγόνα χαρᾶς. Θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ «ζητιάνος τῆς χαρᾶς καί κυνηγός τῆς ἀλήθειας» ἤ ἀλλιῶς «ζητιάνος καί κυνηγός τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς».

 Βέβαια, στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Κύριος μακαρίζει ἐκείνους πού πενθοῦν (Μθ 5,4) καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος προτρέπει• «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν» (Ἰα 4,9). Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε καί ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τονίζει ἔντονα τό πένθος, τήν μετάνοια, τήν κατάνυξη, τήν συντριβή. Ἴσως αὐτό συντέλεσε ὥστε νά δημιουργηθεῖ μία παρεξήγηση: ὅτι οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σχέση μέ τήν χαρά ἀλλά μόνο μέ τό πένθος. Κάποιοι μάλιστα ταυτίζουν τήν χριστιανική ἰδιότητα μέ τήν σκυθρωπότητα. Ἰσχυρίζονται ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀντίθετο πρός τήν χαρά, ὅτι δέν ἐπιτρέπει δῆθεν στούς χριστιανούς νά γελοῦν καί νά χαίρονται.

 Ὅλα αὐτά λέγονται ἀπό ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν τήν πίστη μας, δέν κατέχουν τίς πηγές της, ἀγνοοῦν τήν ἁγία μας Γραφή. Ἄν διάβαζαν -ἔστω καί μία μόνο φοράτό Ψαλτήρι, θά διαπίστωναν πόσο συχνά ἀναφέρεται στήν χαρά, καί μάλιστα στήν ὁλοκληρωμένη, στήν τέλεια χαρά. Ἡ τέλεια χαρά εἶναι καί ἐσωτερική καί ἐξωτερική κατάσταση. Πηγάζει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς καί ἐκφράζεται μέ ποικίλες ἐκδηλώσεις• «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει», διαβάζουμε στίς θεόπνευστες Παροιμίες (15,13). Ἀντίστοιχα τό Ψαλτήρι κάνει λόγο γιά εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Ἀπό τίς πάμπολλες μαρτυρίες ἀναφέρω ἐνδεικτικά μερικές• «ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου» (Ψα 15,9), «ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ ἐλέει σου» (Ψα 30,8), «εὐφρανθήτωσαν καὶ ἀγαλλιάσθωσαν ἔθνη» (Ψα 66,5)!

 Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὑπάρχουν δύο «χαρές»: ἡ ἀληθινή καί ἡ ψεύτικη• ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου• ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χαρά τοῦ σατανᾶ• ἡ χαρά τῆς ἁγνότητος καί τῆς ἁγιότητος καί ἡ χαρά τῆς κραιπάλης καί τῆς ἀσωτίας. Ὁ Κύριός μας ξεκαθάρισε τά πράγματα. Μᾶς ἔδωσε τά γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς δικῆς του χαρᾶς.

 Καί ποιά εἶναι, Χριστέ, ἡ δική σου χαρά; Πῶς ξεχωρίζει ἀπό τήν χαρά τοῦ κόσμου; ῾Η χαρά τοῦ Χριστοῦ ἔχει δύο βασικά γνωρίσματα• τήν μονιμότητα, «τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ἰω 16,22), καί τήν πληρότητα, «ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰω 17,13• πρβλ. 15,11). Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στούς πιστούς• «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Φι 4,4• πρβλ. Α´ Θε 5,16).

 Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν περίφημη ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία πρός τούς μαθητές του, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τριαδικός. Σ᾽ ἐκείνη τήν ἴδια ὁμιλία (βλ. Ἰω 13-16) ὁ Κύριος προβάλλει καί μιά ἄλλη τριάδα ἁγία καί ἱερή, πού ἔχει σχέση μέ τήν πνευματικότητά μας, μέ τόν ἁγιασμό μας. Μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν χαρά, τά ὁποῖα μάλιστα διακρίνει ἀπό τά ἀντίστοιχα τοῦ κόσμου• ἀναφέρεται στήν δική του ἀγάπη, στήν δική του εἰρήνη, στήν δική του χαρά• «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾽ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται» (Ἰω 16,20).

 Αὐτά τά τρία μεγάλα καί σπουδαῖα ἀγαθά πού ὁ Χριστός χαρίζει στούς μαθητές του -τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνηκαί τά ὁποῖα συνδέονται μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστικοῦ του Δείπνου, αὐτά καταγράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς τούς τρεῖς πρώτους καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος• «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γα 5,22). Τί καταπληκτικός συνδυασμός! Πόσα μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς διδάσκει! ῞Ωστε, λοιπόν, γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη ὅπως τήν θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν εἰρήνη τήν ἀληθινή καί τήν χαρά τήν μόνιμη καί ὁλοκληρωμένη, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀποκτοῦμε αὐτά τά μεγάλα πράγματα, διότι εἶναι καρποί δικοί του.

 Νά γιατί ἡ Παναγία μας ἀκτινοβολεῖ ἀπό χαρά! Εἶναι αὐτή πού δέχθηκε στήν ζωή της τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μ᾽ ἕναν τρόπο μοναδικό, ὅπως τῆς τό προανήγγειλε ὁ ἄγγελος· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ῾Υψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ συνέλαβε καί κυοφόρησε τόν καρπό τῆς ζωῆς, τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο λυτρωτή, τόν χορηγό τῆς ἀληθινῆς, τῆς ὁλοκληρωμένης καί ἀναφαίρετης χαρᾶς. Πῶς, λοιπόν, νά μήν λάμπει σάν τόν ἥλιο; Ἀκτινοβολεῖ τήν λάμψη τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι τήν ἀντίκρυσε καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅπως γράφει στήν Ἀποκάλυψη· «γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ 12,1). Ἔτσι τήν νιώθει ἡ Ἐκκλησία, πού στόν πρῶτο Οἶκο (Α) τοῦ Ἀκαθίστου, στόν πρῶτο Χαιρετισμό, τήν χαιρετίζει μέ τό δίστιχο· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει!

 Θέλετε, λοιπόν, νά δεῖτε τήν χαρά ὄχι ζωγραφισμένη σέ μιά ζωγραφιά, οὔτε ἀποτυπωμένη σ᾿ ἕνα ποίημα, ἀλλά ἐνσαρκωμένη σ᾽ ἕνα πρόσωπο; Ἀτενίστε μέ εὐλάβεια τήν Παναγία μας. Εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγή τῆς χαρᾶς καί τό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Στόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα ψάλλουμε: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα». ῞Οσοι θέλουν νά μελετήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά φυλάξουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά χαροῦν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ψάλουν καί νά ὑμνήσουν τήν ἐνσαρκωμένη χαρά δέν ἔχουν παρά νά γονατίσουν μπροστά στό πρόσωπο τῆς ὑπερευλογημένης καί χαριτωμένης Μαρίας. Στήν παναγία μορφή της θά συναντήσουν τήν χαρά στόν ὑψηλότερο, στόν τέλειο βαθμό.

 «Ἡ γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλουμε στήν γιορτή τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι αὐτή πού γέννησε τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἐντελῶς ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό τήν κατέστησε ἥλιο πνευματικό, πού ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά σέ ὅλους, μικρούς καί μεγάλους• στούς χαρούμενους, γιά νά φιλτράρουν τήν χαρά τους καί στούς θλιμμένους, γιά νά διασκεδάσουν τήν θλίψη τους. Δέν ἔπαυσε νά ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά ἀκόμη καί κατά τίς σκληρές ὧρες τοῦ πόνου. Τότε πού εἶδε τόν Υἱό της γυμνό, ἐξευτελισμένο, πληγωμένο, κρεμασμένο ἐπάνω στόν σταυρό• τότε πού διῆλθε ἀπό τήν καρδιά της ἡ ρομφαία, ὅπως ἀκρι-βῶς τό εἶχε προφητεύσει ὁ Συμεών (βλ. Λκ 2,35). Ἐκεῖνες τίς στιγμές πού τρυποῦσε τά σωθικά της ἡ ὀδύνη -καί μεγαλύτερη ἀπ᾽ αὐτήν τήν ὀδύνη δέν ἔζησε ποτέ καμία ἄλλη μάναἡ Παναγία μας καρτερικά ὑπέμενε. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα της τήν παρηγοροῦσε καί τήν χειραγωγοῦσε, ὥστε νά ἑρμηνεύει τό Πάθος τοῦ Κυρίου, νά βλέπει μέσα σ᾿ αὐτό τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τό διατυπώνουν θαυμάσια πολλά Θεοτοκία καί μάλιστα Σταυροθεοτοκία, πού ψάλλονται στίς Ἀκολουθίες τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ἡ Παρθένος φαίνεται νά ἔχει σαφῆ βεβαιότητα γιά τήν Ἀνάσταση πού θά ἀκολουθήσει τό Πάθος. Μέ αὐτήν τήν βεβαιότητα διατήρησε τήν χαρά της μέσα στόν πόνο· στάθηκε ὄρθια καί ἱεροπρεπής (βλ. Ἰω 19,25) καί παραμένει στούς αἰῶνες ἡ καταφυγή ὅλων τῶν πονε-μένων, ἡ βοήθεια καί ὁ στηριγμός τους. Ὅπως ψάλλουμε στήν Παράκληση, αὐτή εἶναι «πάντων θλιβομένων ἡ χαρά».

 Ἡ ἀξία τοῦ καλοῦ καί ὥριμου καρποῦ γίνεται ὁλοφάνερη, ὅταν τόν τοποθετήσουμε κοντά σέ ἕναν σάπιο καί ἄγουρο• καί τό γνήσιο νόμισμα ἐκτιμᾶται καλύτερα, ὅταν ἀντιπαρατεθεῖ στό κίβδηλο καί νόθο. Παρόμοια, ἡ χαρά τῆς Παναγίας μας, τῆς Κεχαριτωμένης καί ὑπάκουης δούλης τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε συνεργός στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, λάμπει πιό ἐκθαμβωτικά, ὅταν τήν συγκρίνουμε μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία ὁδήγησε τό γένος μας ἡ παρακοή τῆς Εὔας. Αὐτό ἐπισημαίνει ὁ δεύτερος στίχος• χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει!

 Ἡ Παναγία μας ἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καί χαρίζει σέ ὅλους μας τήν πιό μεγάλη, τήν πιό δυνατή χαρά, διότι διαδραμάτισε ἕναν μοναδικό ρόλο στήν παγκόσμια ἱστορία. Ἔγινε ἡ συνεργάτρια τοῦ Θεοῦ γιά νά πραγματοποιηθεῖ τό Πρωτευαγγέλιο (βλ. Γέ 3,15), νά συντριβεῖ ὁ πονηρός, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν «ἀρά», τήν κατάρα τῆς ἁμαρτίας, ὅπου μᾶς ἔφερε ἡ παρακοή τῆς Εὔας καί νά ὁδηγηθοῦμε στήν σωτηρία. Καί ἐνῶ ἡ προμήτωρ τοῦ γένους μας, ἡ Εὔα, μέ τήν παρακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μᾶς κερνᾶ τήν κατάρα, ἡ Παρθένος Μαρία μέ τήν ἐλεύθερη ὑποταγή της στήν κλήση τοῦ Θεοῦ ἔφερε στόν κόσμο τό ἀντίδοτο ἐκείνης τῆς πρώτης κατάρας, τήν λύτρωση, καί μᾶς κερνᾶ τήν χαρά.

 Βέβαια, ὁ λυτρωτής τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ μοναδικός καί ἀναντικατάστατος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό γράφει ἁπλά καί ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή• «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γα 3,13) καί τό ψάλλει εὐγνώμονα ἡ Ἐκκλησία μας στό Ἐξαποστειλάριο τῆς Μεγάλης Πέμπτης• «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι• τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι». Ἡ ὑπεραγία Μητέρα του μεγαλύνεται καί τιμᾶται γιά τήν ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Λυτρωτή. Τό δικό της αἷμα πῆρε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά γίνει ἄνθρωπος καί αὐτό τό αἷμα ἔχυσε πάνω στόν σταυρό γιά τήν λύτρωσή μας!

 «Κοιλάδα κλαυθμῶνος» χαρακτηρίσθηκε ἡ ζωή μας. Εἶναι τόσο συνυφασμένη μέ τίς θλίψεις καί τά δάκρυα! Κι ὅμως οἱ χριστιανοί, μέ τήν πίστη στόν Σωτήρα Κύριο καί μέ τήν πρεσβεία τῆς παναγίας Μητέρας του, μποροῦν νά ἐκπληρώνουν τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου· «πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰα 1,2). Νά χαίρουν μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μέσα στίς περιπέτειες καί στά βάσανα δέν ἔχασε ποτέ τήν χαρά· «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», γράφει στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή του (1,24) μέσα ἀπό τήν φυλακή τῆς Ρώμης, ὅπου ἔγραψε καί τήν πρός Φιλιππησίους, τήν περίφημη Ἐπιστολή τῆς χαρᾶς.

 Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ χριστιανοί παραμένουν ἀναίσθητοι στίς θλίψεις καί στίς διάφορες μορφές πόνου. Κάθε ἄλλο! Ζοῦν ὅμως ἕνα μυστήριο• καί μέσα στόν πόνο διατηροῦν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀποδεικνύεται πολλές φορές θλιβερή, ἡ ἡδονή του ὀδυνηρή. Ἀντίθετα, μέσα στήν πίστη ἡ θλίψη γίνεται χαρούμενη, ἡ ὀδύνη μεταβάλλεται σέ γλυκειά ἡδονή! Ἀκόμη καί ἡ μεγαλύτερη ὀδύνη, αὐτή τήν ὁποία προξενεῖ ἡ ἁμαρτία πού εἶναι ἡ ρίζα καί αἰτία ὅλων τῶν πόνων τῆς ζωῆς μας, ἐξουδετερώνεται μέσα στήν πίστη, διότι τό λυτρωτικό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω 1,7). Μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ τήν συνειδητή μυστηριακή ζωή, ἀπαλλασσόμαστε ἀπό τό βάρος τους καί ζοῦμε ἐκεῖνο τό ἰδιότυπο εἶδος χα-ρᾶς, πού οἱ ἅγιοι πατέρες ὀνομάζουν «χαρμολύπη».

 Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν καταλλαγή, τήν συμφιλίωση μέ τόν Θεό, τότε ὅλα τά ἄλλα βάρη, ὅλα τά βάσανα καί τά προβλήματα, ὅσο σοβαρά κι ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά τοῦ ἀφαιρέσουν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦν τόν σταυρό του, διά τοῦ ὁποίου θά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνάσταση. Τό διακηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Κι ἔπειτα, δέν εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι ἡ χαρά τῶν δικῶν του θά εἶναι ὁλοκληρωμένη καί κανείς δέν θά μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει; Μά οὔτε ἡ ἀρρώστια; Οὔτε! Οὔτε οἱ συκοφαντίες, οἱ κατατρεγμοί καί τά χτυπήματα, οὔτε ὅταν ὁ κόσμος μᾶς διασύρει καί ὅταν ἀκόμη οἱ φίλτατοι μᾶς προδίδουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν καί μεταβάλλονται σέ θανάσιμους ἐχθρούς; ῎Οχι! Οὔτε καί ὁ θάνατος; Οὔτε! (βλ. Ρω 8,35-39). Κανείς καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς κλέψει τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, τήν χαρά τῆς Παναγίας μας, τήν ἀληθινή χαρά πού μᾶς ἁγιάζει, μᾶς φωτίζει καί μᾶς κατευθύνει στήν αἰώνια χώρα τῆς χαρᾶς, στόν παράδεισο τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Παναγία μας μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἐκεῖ ὅπου ὅλοι λαχταροῦμε νά φθάσουμε. Μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες της νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο νά λέγει καί γιά μᾶς· «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ... εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Μθ 25,21.23)!

Στεργίου Σάκκου, "Ὦ πανύμνητε Μῆτερ", σελ. 35-45

panagia-b     

"ΑΥΓΗ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΗΜΕΡΑΣ"
Στ. Ν. Σάκκου

Ἡ Παναγία ὡς "αὐγή μυστικῆς ἡμέρας"ρίχνει φῶς στόν δρόμο μας καί μᾶς φανερώνει τά μυστικά ἐκεῖνα μονοπάτια πού ὁδηγοῦν στήν ὄντως νέα ζωή.

     
 cover panagia a    

"Ω ΠΑΝΥΜΝΗΤΕ ΜΗΤΕΡ"
 Στ. Ν. Σάκκου

Τά "Χαῖρε" τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἀποτελοῦν τόν πιό ὑπέροχο ὕμνο πού μποροῦμε νά ἀπευθύνουμε στήν Παναγία. Μία ἀνάλυση 25 "Χαιρετισμῶν" θά μελετήσουμε στό παρόν βιβλίο.

ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΜΑΣ

"ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ", ΤΗΛ. 2310 274518

https://www.apolytrosis-books.gr