Καθώς τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ἀνατέλλει καί φέτος στόν κόσμο κι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης προβάλλει λαμπρός μέσα στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφαίνονται καθάρα κάποιες σκιές, πού ξεπηδοῦν ἀπό τό χῶρο τοῦ σκότους καί ζητοῦν νά ἀμαυρώσουν τό φῶς. Χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ξεγελοῦν ἀποκρύπτοντας τίς δόλιες προθέσεις τους, καί φοροῦν τό ἔνδυμα τοῦ προοδευτισμοῦ, γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν φωσφορίζοντας μέ τήν ψεύτικη λάμψη τους. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία· θολώνουν μέσα στίς καρδιές τῶν ἀδυνάτων τήν πίστη.
Εἶναι οἱ θεωρίες πού χαρακτηρίζουν μῦθο τόν Χριστιανισμό, καί τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἁπλό μυθολογικό θέμα, πού συναντᾶται παραλλαγμένο στίς θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή στίς μυθολογίες, πολλῶν λαῶν. Εἶναι οἱ «ἐπιστημονικές» καί «κοινωνιολογικές» ἀπόψεις πού ἰσχυρίζονται ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται στήν ἱστορία, στά γεγονότα πού ἔπραξε ὁ Θεάνθρωπος στή γῆ γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ὀφείλεται στίς δοξασίες τῶν μελῶν της, στίς πεποιθήσεις πού δημιούργησαν ἱκανοποιώντας τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς νά ἐξηγήσει τή ζωή καί τόν θάνατο.
Ἔτσι, λένε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὅλα ὅσα ἔνιωσαν γιά τή γέννηση ἑνός θεοῦ, πού θά τούς λύτρωνε ἀπό τήν κοινωνική, τήν ἠθική καί πνευματική ἀθλιότητα, τά ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, πού ἐξιδανικεύθηκε ὅμως καί πῆρε τή μορφή τῶν προσδοκιῶν τους, ἤ μπορεῖ καί νά μήν ὑπῆρξε καθόλου, ἀλλά πλάστηκε καί ἔλαβε σκάρκα καί ὀστᾶ ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους! Γιά νά κατευνάσουν δέ τά εὐλαβῆ πνεύματα, διευκρινίζουν ὅτι μῦθος δέν σημαίνει παραμύθι, ὅπως εἶναι οἱ λαϊκές φανταστικές διηγήσεις, ἀλλά σημαίνει μιά βιωμένη πραγματικότητα (Erlebnis), καί στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐκεῖνα πού ἔζησε μία κοινότητα ἀνθρώπων στήν προσπάθειά της νά λύσει τά μυστήρια τοῦ κόσμου, ὄχι βέβαια στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά στόν χῶρο τοῦ ὑποκειμένου. Ἑπομένως, ὑποστηρίζουν, ὁ χαρακτηρισμός μῦθος δέν προσβάλλει τήν πίστη, ἀλλά ἀντίθετα τῆς δίνει διαστάσεις ὑπαρξιακές καί τήν προβάλλει ὡς μία ἀνώτερη μορφή ἀποκαλύψεως, τήν ἀναδεικνύει μία ἰσχυρή δύναμη ἱκανή νά δημιουργήσει ἱστορία. Ἐπιπλέον, ἡ πίστη ὡς μῦθος γίνεται εὐκολώτερα δεκτή ἀπό περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἄνετα νά ἀνεχθοῦν ἕναν Χριστό πού ἔρχεται ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο μέ τή συγκεκριμένη παρουσία του, ἀλλά γιά νά ἀνταποκριθεῖ σέ μία ὑποκειμενική ἀναγκαιότητα μέ τό μυθικό του πρόσωπο.
Πόσο ἀλλότρια εἶναι αὐτά τά πράγματα πρός τήν Ἐκκλησία καί πόσο ἀλλοτριώνουν τήν ἀληθινή πίστη μόλις εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ποῦμε. Κατ’ ἀρχήν, μία τέτοιου εἴδους θεώρηση τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας εἰσάγει μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας. Ὅπως τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία του φτιάχνει ψεύτικους θεούς, ἔτσι πάλι τό ἀνθρώπινο ἐγώ, μέ τά καταναγκαστικά βιώματά του, πλάθει τόν μῦθο τοῦ Σωτήρα. Ἔπειτα, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετατίθεται πάνω σ’ ἕναν μῦθο, πού ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι παραμύθι, δέν παύει νά ἔχει τή σαθρότητα ἑνός ὑποκειμενικοῦ παράγοντος, εἴτε φαντασία τόν ὀνομάσουμε εἴτε ὑπαρξιακή λειτουργία εἴτε ὁμαδική συνείδηση. Βάση τῆς πίστεως, δηλαδή, παρουσιάζεται ἡ «ἐμπειρία», ἡ ὁποία ὁραματίζεται προφητεῖες καί συνθέτει μυθιστορίες. Ἡ πίστη μας, ὅμως, ἑδραιώνεται πάνω σέ γερά θεμέλια, φτιαγμένα ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βάση της εἶναι ἡ ἱστορία· καί ὅταν λέμε ἱστορία, ἐννοοῦμε γεγονότα, πού συνέβησαν μέσα στόν χρόνο, ἐλέγχονται μέ τίς αἰσθήσεις καί ἐπικυρώνονται ἀπό ἀδιαμφισβήτητους μάρτυρες. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαληθεύει τήν προφητεία καί καθώς εἶναι διαρκῶς μία παροῦσα πραγματικότητα, γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τήν ἐμπειρία στόν πιστό. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τίς μυθολογίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, πού ἐκφράζεται μέ ποικίλους τρόπους μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, περιέχει πολλά στοιχεῖα ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, δέν ἔχει ὅμως οὔτε ἴχνος ἀπό στοιχεῖα ἀνιστόρητα ἤ μυθικά.
Πράγματι, μέσα σ’ ὅλη τήν ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε σέ περιόδους, ὅπου ὁ μῦθος εἶχε τήν πρωτεύουσα θέση, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δεῖγμα μύθου, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τόν ὁρίζουν οἱ κριτικοί της. Ἄν ἐξαιρέσουμε δύο ἤ τρεῖς -καί μόνο δύο ἤ τρεῖς- περιπτώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται πλαστές καί χαριτωμένες διηγήσεις, δέν βρίσκουμε τίποτε ἄλλο παρά σκέτη ἱστορία. Ἐπειδή, ὅμως, στήν ἱστορία αὐτή συνδιαλέγεται ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι μέ τόν Θεό, καί συνυφαίνεται ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, οἱ συγγραφεῖς, προκειμένου νά γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιοῦν ἀνθρωπομορφικές ἤ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις καί παραστάσεις. Ὅπως, δηλαδή, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέ κάποιον, τοῦ ὁποίου δέν γνωρίζουμε τή γλῶσσα, χρησιμοποιοῦμε νεύματα, ἔτσι, γιά νά συνεννοηθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σάν νά ἔχει χέρια, πόδια, μάτια κτλ., σάν νά ζηλοτυπεῖ, νά ὀργίζεται κ.ἄ. «Θεοπρεπῶς» νά ἐννοοῦνται αὐτά, συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες, καί ὄχι «ἀνθρωποπαθῶς».
Ἐξάλλου, εἶναι ὁλοφάνερο καί ἀπό μία μόνο ἀνάγνωση τῆς Βίβλου ὅτι ἐκεῖνο πού σφοδρότατα καταπολεμᾶ ἡ Γραφή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καί μυθολογία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά μάχεται μέ συμμάχους τούς ἐχθρούς της; Ἁρμόζει ἐδῶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐκείνους πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μθ 12,24)· «Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται, καί πᾶσα πόλις ἤ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν οὐ σταθήσεται. Καί εἰ ὁ σατανᾶς τόν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτόν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;» (Μθ,25-26). Ἄν ὁρισμένα γεγονότα τῆς Γραφῆς φαίνονται ὑπερβολικά καί ἔξω ἀπό τή γνωστή φυσική τάξη, αὐτό ἀποτελεῖ θέμα σωστῆς ἑρμηνείας, φωτισμένου νοῦ καί ταπεινῆς καρδιᾶς.
Ἀγνοοῦμε τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου στόν ὁποῖο διεξήχθησαν τά παρωχημένα γεγονότα, καί ἀδυνατοῦμε νά σταθμίσουμε τόν θεῖο παράγοντα, πού καθορίζει οὐσιαστικά τήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας. Γιά ἕνα πρᾶγμα, ὅμως, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι· ὅτι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι Θεός ζωντανός, πραγματικός, πού δίνει ἀμέτρητες μαρτυρίες τῆς ζωῆς καί τῆς παρουσίας του μέσα στόν κόσμο, δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀφήνοντας παντοῦ τά σημάδια του, καί ὄχι οἱ θεοί πού φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι προβάλλοντας τόν ἑαυτό τους σέ μυθικά πλάσματα.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀρκεῖ. Τό 1500 π.Χ. ὁ Μωϋσῆς γράφει ὅτι ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός δημιούργησε πρό ἀμνημονεύτων χρόνων τό σύμπαν. Τόν 7ο, 6ο καί 5ο ἀκόμη αἰ. π.Χ. ἡ μυθολογία λέει ὅτι μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας Οὐρανός καί μία Γῆ, πού παντρεύτηκαν καί γέννησαν τόν κόσμο. Στό πρῶτο κείμενο μιλᾶ ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια· στά ἄλλα παραληρεῖ ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ λαοί βρίθουν ἀπό μύθους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα περιστρέφονται γύρω ἀπό ὁρισμένα κοινά θέματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἐπιστημονικό καί ἀδιάβλητο συμπέρασμα ὅτι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχουν ἀρχέτυπα, δηλαδή ἔννοιες καί εἰκόνες κληρονομημένες ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκουν διάφορη ἔκφραση στούς διάφορους λαούς. Ἀλλά εἶναι λάθος ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κι αὐτός μία μυθική παραλλαγή. Ἄν στίς μυθολογίες τῶν λαῶν βρίσκεται κάποιος ἱστορικός πυρήνας, στή διδασκαλία τῆς Γραφῆς βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἁπλῆ καί ἀτόφια.
Ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη περίμενε ἕναν Λυτρωτή καί ἔπλαθε μύθους γιά τόν ἐρχομό του. Ἀλλά ὁ Λυτρωτής ἦλθε μέ ἕναν τρόπο πού κανείς δέν τόν φαντάσθηκε οὔτε μποροῦσε νά τόν φαντασθεῖ. Γεννήθηκε ἀθόρυβα ἀπό μία Παρθένο, ἄδοξος καί κατατρεγμένος, καί ἦταν τόσο τέλειος Θεός, ὅσο ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό χρονικό τῶν Χριστουγέννων, ὅπως τό διηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστές, δίνει ἕνα ράπισμα στούς ἰσχυρισμούς τῶν μυθολογικῶν σχολῶν μέ τή φυσικότητα καί τή λιτότητά του. Ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῶν καιρῶν μας προσφέρει τή δική της ἀποστομωτική ἀπάντηση. Διότι καί σήμερα ἡ ἀλύτρωτη ἀνθρωπότητα περιμένει ἕναν Σωτήρα καί πλάθει μύθους καί ἀναδεικνύει ἥρωες· ὁ μῦθος τῆς ἐπιστήμης, ὁ θρῦλος τῆς εἰρήνης καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἥρωας τραγουδιστής τῆς ρόκ, οἱ μαινάδες τοῦ σέξ, ὁ παράδεισος τῶν ναρκωτικῶν, ἡ λάμψη τῆς πολιτικῆς καί ἡ αἴγλη τῆς κουλτούρας, εἶναι ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας. Ἀρνεῖται σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας τόν Θεό. Ἀρνεῖται τό θαῦμα καί τό μυστήριο. Ἀρνεῖται τό σύμπαν ὅλο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζει μῦθο τίς θεόπνευστες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀλλά ὁ δικός της μῦθος τῆς ἀρνήσεως ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερη πίστη, γιά νά γίνει δεκτός, καί χρειάζεται αὐτός ὄντως ἀπομυθοποίηση, γιά νά δεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀλήθεια. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλή καί σαφής· ὑπάρχει Λυτρωτής γιά ὅλους καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μέσα στήν ἱστορία μας καί ἀποδείχθηκε τέλειος Θεός μέ τά μαρτυρημένα θαύματά του, μέ τήν ἅγια ζωή του καί πρό πάντων μέ τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μαζί μας.
Στέργιος Σάκκος
Πρόγραμμα Ἀκολουθιῶν Ἁγίου Δωδεκαημέρου |
|||
Τετάρτη |
24-12-14 |
Ὧρες, Ἑσπερ. Χριστουγέννων, Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου |
6.30 π.μ. |
Πέμπτη |
25-12-14 |
Ὄρθρος Χριστουγέννων Θ. Λειτουργία |
7.00 π.μ. |
Παρασκευή |
26-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Σάββατο |
27-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Κυριακή |
28-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Τετάρτη |
31-12-14 |
Ἀγρυπνία Πρωτοχρονιᾶς |
9.00 μ.μ. |
Κυριακή |
4-1-15 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Δευτέρα |
5-1-15 |
Ὧρες, Ἑσπερ. Θεοφανίων Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου Μέγας Ἁγιασμός |
7.00 π.μ. |
Τρίτη |
6-1-15 |
Ὄρθρος Θεοφανίων Θ. Λειτουργία, Μ. Ἁγιασμός |
7.00 π.μ. |
Τετάρτη |
7-1-15 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, ΟΡΘ. ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ "ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ", ΦΙΛΥΡΟ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Γνωρίζουμε καί πιστεύουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης διδασκόμαστε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Ἄρα, συμπεραίνουμε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πλάστηκε δηλαδή μέ μοντέλο τόν Χριστό, πλάστηκε γιά νά γίνει Χριστός. Ἀκριβῶς στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀξία του, ἡ ὑπεροχή του ἀπό τά ἄλλα κτίσματα καί ἡ μοναδικότητα τοῦ προορισμοῦ του.
Τά θρησκεύματα, οἱ φιλοσοφίες, οἱ ποικίλες ἀνθρωπολογικές θεωρίες καί ἡ πολιτική στηρίζουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά συστατικά του, στήν ἐφευρετικότητά του. Καί ἀντιδικοῦν αἰῶνες τώρα, γιά τό εἶδος τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἰδιαιτερότητά του ἤ τήν κοινότητά του σέ σχέση μέ τά ἄλλα πλάσματα. Ὅμως πλανῶνται στήν ἀφετηρία τῆς σκέψεώς τους καί γι’ αὐτό δέν ἐκτιμοῦν σωστά τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι τά συστατικά του, πού προσδιορίζουν τήν οὐσία, τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τά χρώματα καί τό εἶδος τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο εἶναι κατασκευασμένη μιά φωτογραφία δέν εἶναι ἐκεῖνα πού προσδιορίζουν τήν ἀξία τῆς φωτογραφίας. Τήν ἀξία τῆς ἡ φωτογραφία τήν παίρνει ἀπό τό πρόσωπο πού εἰκονίζει καί ἀπό τό πῶς καί πόσο σωστά καί καθαρά τό εἰκονίζει. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο. Τή θέση του ὡς κορωνίδα τοῦ κόσμου καί τήν ὑπαρξιακή του ἀξία τήν ὀφείλει ὄχι στά συστατικά του ἤ στό δυναμισμό του ἀλλά στό ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Καί τό πόσο σωστά καί καθαρά εἰκονίζει τόν Χριστό, αὐτό μετρᾶ τήν ἀξία του καί τήν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς του.
Εἶναι ὁ ἄνθρωπος λογική, ἐλεύθερη καί κοινωνική ὕπαρξη, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει αἰώνια καί κοινωνεῖ ἐλεύθερα μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Λαχταρᾶ τή ζωή, τήν ἀλήθεια καί τήν εὐτυχία, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀπόλυτη μακαριότητα. Ἄρα ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε, ζῆ, ὑπάρχει καί πορεύεται ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ εἰκόνα. Γι’ αὐτό εὔστοχα παρατηροῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἄγχεται καί ἀγωνιᾶ ἕως ὅτου βρεῖ τόν Χριστό καί ἀναπαυθεῖ σ’ Αὐτόν. Δηλαδή τό ζητούμενο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἕνωση μαζί Του.
Ἀκριβῶς ἡ διαδικασία γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό καί γιά νά ἑνωθεῖ μαζί Του, ἄρχισε μέ τά Χριστούγεννα. Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ μοναδικότητα καί ἡ ἄμετρη φιλανθρωπία τῶν Χριστουγέννων. Ἐπειδή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά φτάσει τό ἀρχέτυπό του, τόν Χριστό, νά ἑνωθεῖ μαζί Του καί νά ἀπολαύσει τήν πληρότητά Του, γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἦρθε στήν εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, μέ τά Χριστούγεννα.
Τά Χριστούγεννα, δηλαδή, δέν εἶναι ὅπως οἱ θεοφάνειες, πού περιγράφονται στίς μυθολογίες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐκεῖ, στίς διηγήσεις τῶν μύθων, οἱ θεοί ἐμφανίζονται σάν ἄνθρωποι γιά μιά στιγμή καί ὕστερα ἐξαφανίζονται, διότι «Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Ἐδῶ, στά Χριστούγεννα, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἑνώθηκε αἰώνια μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Στή συνέχεια αὐτή τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη τήν ἀνέστησε καί τή θέωσε. Ἔτσι, ὑπάρχει ἔκτοτε ἡ θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, πού ἑλκύει μέ τίς ἐκκλησιαστικές διαδικασίες πρός τήν παντοδυναμία του τίς εἰκόνες του, δηλαδή τούς ἀνθρώπους.
Ἑπομένως τά Χριστούγεννα εἶναι τό μοναδικό γεγονός, πού πραγματοποιεῖ τόν προορισμό καί τήν ἀποστολή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θεωροῦμε τά Χριστούγεννα καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς τή μεγαλύετρη δωρεά τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Δωρεά πού σημαδεύει ἀνεξίτηλα τή μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Καταλαβαίνουμε, ἔτσι, γιατί ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων γιά τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς δέν ἔχει ἀναμνησιακό μόνο χαρακτήρα καί δέν γίνεται μία φορά μόνο τόν χρόνο σάν κάποια λαογραφική ἐκδήλωση. Δέν γίνεται ἔτσι ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία.
Τά Χριστούγεννα ὡς ἐρχομός τοῦ ἀρχετύπου στήν εἰκόνα του, ὡς φιλάνθρωπη ὑπαρξιακή αὐτοπροσφορά τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο, ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε περίπτωση πού ἕνας ἄνθρωπος γίνεται Χριστιανός, δηλαδή σέ κάθε τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Τή στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος βαπτίζεται, γίνεται ἡ θαυματουργική δικαίωση τῶν Χριστουγέννων. Διότι τή στιγμή τοῦ Βαπτίσματος, ὁ βαπτιζόμενος μέ θαυματουργικό τρόπο «βουτάει» μέ τήν ψυχή του καί μέ τό σῶμα του στή θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, «μπολιάζεται» μέ τόν θεάνθρωπο Χριστό, «ἑνώνεται» μέ τό ἀρχέτυπό του, «μπαίνει» στή διαδικασία τῆς χριστοποιήσεώς του, γιά τήν ὁποία ἔγιναν τά Χριστούγεννα.
Ἀκριβῶς μ’ αὐτή τήν πίστη γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Στή γιορτή τῶν Χριστουγέννων δέν πανηγυρίζουμε μόνο τά γενέθλια τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελοῦν ὡς γεγονός τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων δέν γιορτάζουμε μόνο τά γενέθλια κάθε πολιτιστικῆς καί ἀνθρωπιστικῆς προόδου, πού δημιουργήθηκε μέ τά διδάγματα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό ἦθος τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί· ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Χριστιανοί. Διότι τόν Χριστό ὡς μέγα διδάσκαλο καί ἀνακαινιστή τῆς ἀνθρωπότητος τόν τιμοῦν καί οἱ μή Χριστιανοί. Γιορτάζουν ἑπομένως καί ἐκεῖνοι τά Χριστούγεννα ὡς γενέθλια τοῦ ἀνακαινιστοῦ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουμε προπαντός ὡς προσωπική καί ταυτόχρονα ἐκκλησιαστική μας ὑπόθεση. Τά γιορτάζουμε ὡς μπόλιασμά μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τά γιορτάζουμε ὡς ἀρχή τῆς διαδικασίας γιά τήν πορεία τῆς προσωπικῆς μας κατοχυρώσεως στήν αἰωνιότητα. Κατοχυρώσεως πού γίνεται καθώς κτίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά ὑπάρχει στή γῆ μέ τά Χριστούγεννα.
Κοντολογῆς, γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τά Χριστούγεννα εἶναι ὁ προσφερόμενος παράδεισος, πού λαχταρᾶ καί ἐπιποθεῖ ἡ ὅλη ὕπαρξή μας. Γι’ αὐτό γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα δέν περιοριζόμαστε σέ παχειά λόγια καί σέ τυπικές εὐχολογίες καί φαμφαρώνικες διακοσμήσεις. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μετά ἀπό τεσσαρακονθήμερη προετοιμασία μέ τή συμμετοχή μας στήν πανδαισία τῆς χριστουγενιάτικης Λειτουργίας. Ἐκεῖ γινόμαστε σύναιμοι καί σύσσωμοι Χριστοῦ. Ἐκεῖ βιώνουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, πιστεύουμε, ὅτι δικαιώνονται τά Χριστούγεννα καί κατανοεῖται ὁ ἀγγελικός ὕμνος τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι «εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις».
Δῆμος Ματσικίδης
Οἱ μαῦρες φτεροῦγες τῆς χιτλερικῆς νύχτας ἔχουν τυλίξει πιά τή Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ. Ἰταμά ποδοπατάει τό χῶμα της τό ἑλληνικό ἡ γερμανική μπότα. Σφουγγίζει ὁ Ἕλληνας τό δάκρυ του, γιατί πληθαίνουν οἱ κατάδικοι στίς φυλακές. Ρουτίνα ἔχουν καταντήσει οἱ καθημερινές, πολλαπλές ἐκτελέσεις.
Ἐκεῖ, στό στρατόπεδο "Παύλου Μελᾶ", μία ὁλόκληρη πολιτεία ἀπό δεσμίους τῶν ναζί εἶναι ἐγκλωβισμένη. Μελανό, ἄθλιο τό σκηνικό τούτης τῆς παγερῆς φυλακῆς. Ἡ φτώχεια, ἡ πεῖνα, τό κρύο, οἱ ψεῖρες, οἱ ἀρρώστιες, ἡ δυστυχία, οἱ ἐξευτελισμοί καί τά τρελλά βασανιστήρια θερίζουν τούς φυλακισμένους. Ὅσοι τολμήσουν ν᾿ ἀνάψουν λίγη φωτιά νά ζεσταθοῦν, δέχονται τ᾿ ἀνελέητα χτυπήματα τοῦ κατακτητῆ. Ὁ Διευθυντής μέ τό στυλιάρι τοῦ κασμᾶ σαπίζει στό ξύλο ἕναν νεαρό, γιατί ἔδειξε τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του σ᾿ ἕναν ἄρρωστο καί τοῦ πρόσφερε ἕνα ζεστό. Κι οἱ κλοῦβες τῆς Κατοχῆς πᾶνε καί ἔρχονται βαρυφορτωμένες. Γεμίζουν ἀπό μελλοθανάτους κι ἐπιστρέφουν ἄδειες. Κι ἐνῶ οἱ Γκεσταπῖτες ξεβράζουν πάνω στούς κρατουμένους ὅλη τους τήν ἀγριότητα καί κτηνωδία, κάποιος ὑπόδικος, ἱλαρός λευΐτης, μέ τή θαυμαστή του δρᾶσι ἔχει μετατρέψει τό ἀποκρουστικό καί ἀνήλιαγο στρατόπεδο, τόν προθάλαμο τοῦ θανάτου, σέ φάτνη Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἡρωϊκός, ὁ ἀλύγιστος μάρτυρας Διονύσιος Χαραλάμπους, ὁ μετέπειτα ἄξιος ἐπίσκοπος Τρίκκης καί Σταγῶν. Ἄγγελος καί βακτηρία γίνεται γιά τούς ἀπελπισμένους συγκαταδίκους του. Ἀκτινοβολεῖ ἡ προσωπικότητά του μέσα καί ἔξω ἀπό τίς φυλακές. Σέ μία τέτοια ψυχή πού συγκακουχεῖται, δέν μπορεῖ ὁ Κύριος νά μή στείλει συνεργούς, Κυρηναίους, στό ἔργο της. Τό καταθέτει ὁ ἴδιος στό ἡμερολόγιο-βιβλίο του «Μάρτυρες».
«25 Δεκεμβρίου 1943. Τά δεύτερα Χριστούγεννά μας στοῦ Παύλου Μελᾶ. Μά ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν κάνει νά ξεχάσωμε τήν τραγική μας θέσι. Μ᾿ ὅλο τό κρύο, ἀπ᾿ τό πρωί καταφθάνουν καραβάνια, ἄλλοι μάγοι πρός τό Θεῖο Βρέφος, μέ τά δῶρα τους: ψωμιά, τρόφιμα, γλυκά, φροῦτα καί τσιγάρα. Εἶναι τά Κατηχητόπουλά ῾μας᾿... Τά δικά μας. Αὐτά πού ἔχουν τή φροντίδα τή δική μας, αὐτά πού ἀνέλαβαν νά μᾶς φέρουν τό χαμόγελό τους. Ἡ εὐχαριστία κυλᾶ βουβά, φουσκώνει τά στήθη μας καί βουρκώνει τά μάτια. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, πού δέ μᾶς ἄφησες μόνους... Τά παιδιά μᾶς εὔχονται χρόνια πολλά, καλή λευτεριά -αὐτό στό αὐτί-, ἀφήνουν τά δῶρα τους τά πλούσια καί φεύγουν. Χάνονται ἐκεῖ στό βάθος τοῦ δρόμου, μιά μακριά γραμμή χελιδόνια πού ἔφεραν τήν ἄνοιξι στό διπλό μεσοχείμωνο τοῦ Π. Μελᾶ».
Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, μέ τοῦ Ἀβραάμ τ᾿ ἀγαθά καί μέ πρωτοπόρους τούς ἱεροκήρυκες τῆς Ἀδελφότητος τῆς «Ζωῆς», ἐπαναλαμβάνονται πολλές φορές. Μιά μέρα ὁ π. Διονύσιος, ἡ ψυχή τῶν φυλακῶν, δέχεται ἀπό τούς πατέρες τῆς χριστιανικῆς κινήσεως ἕνα προσωπικό δῶρο. «Τ᾿ ἀνοίγω καί τί βλέπω! Ἕνα χοντρό-χοντρό κοντόρασο, γιά ν᾿ ἀντικαταστήση τά κουρέλια πού φορῶ», ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος μέ συγκίνηση. Ἰδιαίτερα βέβαια χάρηκα, ὅταν ἔμαθα πώς σ᾿ ἐκείνη τή ζεστή καί ριψοκίνδυνη προσπάθεια συμμετέχει ἐνεργά καί προσφέρει τή λογία της καί ἡ δική μας Ἀδελφότητα «Ἀπολύτρωσις», μέ τ᾿ ὄνομα τότε «Ἀποστολική Διακονία».
Κι ὁ ἀνύσταχτος ἄγγελος τῶν καταδίκων χάρις στήν ἀξιωσύνη του μετατρέπει τό ἐλεεινό κελλί τῆς φυλακῆς του σέ «Ὑπουργεῖο Προνοίας καί Περιθάλψεως». Ἐκεῖ προστρέχουν οἱ κρατούμενοι πού δέν ἔχουν στόν ἥλιο μοῖρα, νά πάρουν τά δῶρα τῶν ἀχθοφόρων τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ βρίσκουν, στή βιβλιοθηκούλα πού εἶναι στημένη, κάποιο θρησκευτικό βιβλίο, πού θά τονώσει τό ἠθικό τους. Προπάντων ἐκεῖ καταφεύγουν, γιά νά ἀποβάλουν τίς κηλῖδες τῆς ψυχῆς τους καί νά λάβουν κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ π. Διονυσίου τήν ἄφεσι. «Ὁ ἐγωισμός, πού κρατοῦσε πολλούς μακριά ἀπ᾿ τό παρήγορο καί φιλάνθρωπο τοῦτο μυστήριο, σφυροκοπήθηκε, πάνω στ᾿ ἀμόνι τοῦ στρατοπέδου, μέ τό βαριό τοῦ πόνου», γράφει χαρακτηριστικά. Ἀπό ᾿κεῖνο τό ὑγρό κελλί του ψάλλει χαμηλόφωνα ὁ τραγικός ἱερέας μέ μάτια δακρύβρεχτα τή νεκρώσιμη ἀκολουθία τῶν μελλοθανάτων, πού σέ λίγο οἱ Γερμανοί θά ἔχωναν σέ λάκκους. «Ἔλεγα», σημειώνει, «τό Δι᾿ εὐχῶν, ὅταν ἀκούστηκε ἡ ριπή τοῦ πολυβόλου. Ὕστερα οἱ χαριστικές». Ἔτσι, κάτω ἀπό τή μύτη τῆς σιδηρᾶς Αὐτοκρατορίας ὁ π. Διονύσιος ἔκανε τή δική του ἀντίσταση. Ὅσο οἱ τίγρεις διψοῦσαν γιά αἷμα, τόσο αὐτός προσπαθοῦσε, μέ τό κήρυγμα πού ἀντλοῦσε ἀπό τό χρυσωρυχεῖο τῆς Κ. Διαθήκης, νά κρατᾶ τίς καρδιές τῶν συγκαταδίκων του ἀνεξίκακες καί νά τίς ἐξαγνίζει μέ τ᾿ ἄχραντα μυστήρια.
Κάθε φορά πού περνῶ μπροστά ἀπό τό στρατόπεδο «Παύλου Μελᾶ», νιώθω ν᾿ ἀντικρύζω μιά πρωτοχριστιανική κατακόμβη. Αὐθόρμητα σιγοψάλλω «αἰωνία ἡ μνήμη» αὐτῶν πού μέσα στίς ἀπάνθρωπες φυλακές καθαγίαζαν τίς ψυχές τους καί ἀναπαύονται τώρα στήν ἄληκτη μακαριότητα.
Ἑλληνίς
«Πολλά δέ θέλει ὁ ἄνθρωπος
νά ᾽ν᾽ ἥμερος νά ᾽ναι ἄκακος·
λίγο φαΐ, λίγο κρασί,
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση»,
εἶναι στίχοι τοῦ νομπελίστα μας ποιητῆ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Τά Χριστούγεννα, πράγματι, προσφέρουν μία εὐκαιρία νά ξαναβροῦμε τούς παλιούς μας φίλους, ποιητές καί συγγραφεῖς, πού μέ δύναμη ψυχῆς τραγούδησαν τόν νεογέννητο Χριστό. Ἴσως ἔτσι κι ἐμεῖς γίνουμε λίγο «ἥμεροι καί ἄκακοι».
Ξεκινῶ ἀπό τόν πρίγκιπα τῶν λογοτεχνῶν, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γιά τόν ὁποῖο ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης πίστευε ὅτι ἦταν ὁ «καλύτερος ποιητής» πού εἶχε γνωρίσει. Στό διήγημα «Στό Χριστό στό Κάστρο» ὑπάρχει ἕνα ποίημα πού ἀναφέρεται στόν ναό τῆς Γεννήσεως:
«Μέ χρόνους μέ καιρούς καί ἥμισυ καιροῦ,
κάποιος ἀμαθής, ἁμαρτωλός χυδαῖος,
καμμία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχή
σ᾽ ἐνθυμεῖται κι ἔρχεται νά σοῦ φέρ᾽
ὄχι χρυσόν, ἀλλά ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί κι ὀλίγο λάδι στήν μποτίλια
σ᾽ ἐσέ πού εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ».
Ὁ μεγάλος ποιητής μας Κωστῆς Παλαμᾶς μέ ξεχωριστή κατάνυξη στέκεται μπροστά στό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ («Ἀστέρι Θεϊκό») καί θαυμάζει:
«Τί φῶς καί χρῶμα κι ὀμορφιά
νά σκόρπιζε τό ἀστέρι,
ὅπου στήν κούνια τοῦ Χριστοῦ
τούς μάγους ἔχει φέρει;».
Τήν τρυφερότητά του ἀπέναντι στόν νεογέννητο Χριστό ἐκφράζει μέ τό ποίημά του:
«Νά ᾽μουν τοῦ σταύλου ἕν᾽ ἄχυρο, ἕνα φτωχό κομμάτι,
τήν ὥρα π᾽ ἄνοιξ᾽ ὁ Χριστός στόν ἥλιο του τό μάτι!».
Τό ποίημά του «Ἕνας Θεός» ἀποκαλύπτει τήν «καλή ἀλλοίωση» πού συμβαίνει στά μύχια τῆς ὑπάρξεως, ὅταν γεννιέται μέσα της ὁ Χριστός:
«Ὤ, μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός
καί τό κορμί μου γίνεται ναός,
δέν εἶναι ὡς πρῶτα φάτνη ταπεινή,
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί».
Γενικά, στά χριστουγεννιάτικα ποιήματα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συνηθισμένο μοτίβο ἀποτελεῖ τό πυκνό χιόνι, τό ἀναμμένο τζάκι, τό λαμπρό ἀστέρι, οἱ μάγοι, οἱ ἄγγελοι, ἡ ἐκκλησία πού καλεῖ τούς πιστούς νά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα τῆς Ρωμιοσύνης.
Γνωστό καί γεμάτο νοσταλγία εἶναι τοῦ Στέλιου Σπεράντζα τό «Χιόνια στό καμπαναριό», ὅπως καί τό «Στή γωνιά μας κόκκινο/ τ᾽ ἀναμμένο τζάκι...».
Ὁ Τέλλος Ἄγρας (φιλολογικό ψευδώνυμο τοῦ ποιητῆ Εὐαγγέλου Ἰωάννου) μᾶς μεταφέρει κι αὐτός στό λευκό τοπίο:
«Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπο καί πυκνό τό χιόνι,
... ... ... ...
στόν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά».
Ὁ Γ. Δροσίνης ἀναφέρεται μέ ἔξαρση στή «Χριστουγεννιάτικη νύχτα»:
«Τήν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη - ποιός δέν τό ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τά μεσάνυχτα λάμπει τ᾽ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τό βρεῖ μές στ᾽ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα καί δέν τό χάσει
σέ μιά ἄλλη Βηθλεέμ ἀκολουθώντας το μπορεῖ νά φτάσει».
Ὁ Σ. Σκίπης ἀποκαλύπτοντας τή μυστική του σχέση μέ τό θεῖο Βρέφος γίνεται ἕνα ἀκόμη μεγαλόπνοο ἀντηχεῖο καί ἐξομολογεῖται:
«Τό Ἀστέρι αὐτό, πού ὁδήγησε τούς μάγους νά Σέ βροῦνε,
κάθε πιστός μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια τό θωρεῖ,
τό Ἀστέρι αὐτό στή φάτνη Σου κι ἐμένα μ᾽ ὁδηγεῖ».
Ὁ ποιητής τοῦ βουνοῦ καί τῆς στάνης Κ. Κρυστάλλης δίνει παραστατικά τήν περιρρέουσα ἑορταστική ἀτμόσφαιρα:
«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οἱ ἐκκλησιές σημαίνουν,
κουνιοῦνται τά καμπαναριά κι οἱ φωνές πού βγαίνουν
ἀπ᾽ τό βαθύ καί διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σάν ἀπ᾽ τό οὐράνιο δῶμα.
Χιλιάδες τά Χριστούγεννα τά τραγουδοῦν ἀγγέλοι,
καί κάθε ἀχτίδα ἀπό ψηλά, πού κάθε ἀστέρι στέλλει,
μοιάζει ἀγγελική ματιά».
Μέ ἔκφραση ἀπέριττη ἀλλά ἐξαιρετικά πολυδύναμη ὁ Στέφανος Μπολέτσης ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο:
«Χριστούγεννα! Στόν οὐρανό λάμπει τ᾽ ἀστέρι,
ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἀστέρια πιό λαμπρό,
... ... ...
Θεέ μου, οἱ ψυχές, ἄς γίνουν φάτνες ταπεινές,
φῶς ὁ Χριστός κι ἀγάπη νά μᾶς φέρει.
Ἂς λάμπουν ἥλιοι μέσα στούς χειμῶνες,
νά διώξουνε τά νέφη τοῦ βοριᾶ.
Κι ἄς ἔρθει Ἀπρίλης μέσα στά χιόνια τά βαριά,
κῆποι ν᾽ ἀνθίσουν κεῖ πού πέρασαν κυκλῶνες».
Ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς παραλληλίζει τήν πίστη μέ τό ὁδηγητικό ἀστέρι καί εὔχεται:
«Στά σκοτάδια τοῦ κόσμου μία μέρα
πάλι ἐκείνη σάν ἄστρο ἄς φανεῖ (ἡ πίστη)
πού τούς Μάγους ὁδήγησε πέρα
νά λατρέψουν τό οὐράνιο παιδί».
Θά πρέπει ἐπίσης νά μνημονεύσουμε τά μεστά θεολογικοῦ βάθους ποιήματα τοῦ Γ. Βερίτη γραμμένα μέ δύναμη καί βίωμα καί στά ὁποῖα διακρίνεται ἔντονα ἡ ἐπίδραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑμνολογίας. Μνημονεύουμε ἀπό τά πολλά τό «Τ᾽ ἄστρο στήν Ἀνατολή», στό ὁποῖο μέ θριαμβικό τόνο παρουσιάζει τήν κατάρρευση τῆς εἰδωλολατρίας, γιά νά καταλήξει ἀποφθεγματικά:
«Τώρα πεθαίνουν οἱ πολλοί.
Γεννιέται ὁ Ἕνας».
Στό ἔμπνοο ὀρατόριό του «Ἡ γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ» μέ θάλπος καί ἄφατη γλυκύτητα παρακινεῖ:
«Χαρά στίς ψυχές
πού στέλλουν στό Βρέφος λατρείας εὐχές».
Μέ τό ποίημά του «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί» ὑποστασιάζει τήν «προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», τόν ἐρχομό τοῦ μεγάλου Ἀναμενόμενου ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν, ἀγγίζοντας ὥς τά κατάβαθα τήν ὕπαρξή μας.
Πράγματι, ἡ ὑμνητική στάση τοῦ ποιητῆ μᾶς συνεπαίρνει καί ὁδηγεῖ καί τά δικά μας βήματα στή φάτνη, γιά νά γιορτάζουμε «Αἰώνια μέσα μας Χριστούγεννα». Κι ἐμεῖς μαζί του δεητικά ἀναφωνοῦμε:
«Τ᾽ ἅγια σου σπάργανα φιλοῦμε
μπροστά σου ἐδῶ γονατισμένοι,
καί ταπεινά παρακαλοῦμε·
... ... ...
Δέξου, Χριστέ, τήν προσευχή μας,
κι ἄς γίνει Φάτνη σου ἡ ψυχή μας».
Εὐδ. Αὐγουστίνου
Ἡ μεγαλόνησος τῆς Μεσογείου Κύπρος τόν γέννησε καί ἀπολαμβάνει τήν εὐεργετική μεσιτεία του ἀπό τήν ἐπίγεια βιοτή του, τόν 4ο αἰώνα, μέχρι σήμερα. Ἡ κορώνα τοῦ Ἰονίου Κέρκυρα κρατᾶ τό σκήνωμά του καί σεμνύνεται γιά τά θαυμάσιά του. Ἡ παγκόσμια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τόν τιμᾶ στή χορεία τῶν μεγάλων πατέρων της, καθώς μνημονεύει «Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος τοῦ θαυματουργοῦ». Κι ἐμεῖς σκύβουμε νά πάρουμε τήν εὐχή του καί νά ἐνωτισθοῦμε τό μήνυμά του τόν μήνα αὐτό πού τιμοῦμε τή μνήμη του (12/12).
Στά χνάρια τῶν μεγάλων πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὑπῆρξε ποιμένας προβάτων. Ἀπό τήν ποίμνη τόν κάλεσε ὁ Ἀρχιποιμένας Χριστός γιά νά τοῦ ἀναθέσει τή διαποίμανση τῶν λογικῶν προβάτων του. Ἡ κλήση στήν ἱερoσύνη τόν βρῆκε φημισμένο γιά τίς ἐλεημοσύνες του καί ὥριμο πλέον ἀπό τόν πόνο τοῦ θανάτου τῆς συζύγου του. Ἡ σοφία καί ἡ καλοσύνη του, τά φλογερά κηρύγματά του στούς πονεμένους, ἡ καλή διοίκηση τοῦ οἴκου του τόν ἀνέδειξαν ἱερέα καί σέ λίγο ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος.
Ἀπέραντα ἐλεήμων, χαρισματικά ταπεινός, παρά τά πλούτη του, καί ἁπλός, ἁπλοϊκός, εἶναι αὐτός πού κατατρόπωσε τούς ἀρειανούς κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Μέ τό παράδειγμα τῆς κεραμίδας ἔδειξε ἐποπτικά τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀγγελική καθαρότητα τοῦ βίου του ἐπιβραβεύθηκε ἀπό τόν Θεό, πού τόν ἀξίωσε νά ἔχει «ἀγγέλους συλλειτουργοῦντας», ὅπως ψάλλεται στό Ἀπολυτίκιό του καί νά ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὡς θαυματουργός θαυμάσθηκε ἀπό τούς συγχρόνους του ἀλλά καί ἀπό τίς μετέπειτα γενιές μέχρι σήμερα. Ὅλοι ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες καί τήν παρέμβασή του γιά τή λύση τῶν προβλημάτων πού μᾶς ταλαιπωροῦν.
Ὡστόσο, τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο αἴτημα εἶναι νά ζητήσουμε ἀπό τόν ἁπλό Ἅγιο νά παρακαλέσει τόν Κύριο νά σταλάξει καί στίς δικές μας ψυχές λίγη ταπείνωση καί ἁπλότητα. Εἶναι τά στοιχεῖα πού σίγουρα προσελκύουν τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἀναπαύουν τόν Θεό. Ἐξάλλου καί ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἔτσι δέν περπάτησε πάνω στή γῆ, ταπεινός καί ἁπλός;
Περιμένοντας, λοιπόν, τά Χριστούγεννα, ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνoς γίνεται γιά τούς πιστούς μία ἔντονη ὑπόμνηση ἀλλά καί ὑπόδειγμα θεάρεστης προετοιμασίας γιά τή συνάντηση μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο. Μπορεῖ μάλιστα νά γίνει καί τό πρότυπο γιά νά ξεπεράσουμε καί νά ἀξιοποιήσουμε θετικά τίς δυσάρεστες συγκυρίες τῶν ἡμερῶν μας, τήν αὐξανόμενη φτώχια καί τήν ἐξουθένωση πού ταλανίζει τόν λαό μας. Ὁ Ἅγιος πού ἑκούσια πτώχευσε καί θεληματικά ταπεινώθηκε, ἀλλά καί τόσο τιμήθηκε ἀπό τόν Θεό, μᾶς ἐνθαρρύνει νά μήν πτοηθοῦμε ἀπό τά δυσάρεστα. Νά ἀγαπήσουμε τήν ἁπλότητα καί μέσα ἀπό αὐτήν νά ὑψωθοῦμε πρός τήν ἁγιότητα. Σᾶς τό εὐχόμαστε ὁλόψυχα. Καλά Χριστούγεννα!
Ἀ.
Ἀπολύτρωσις 69 (2014) 299
Ἕνας πατέρας γυρνώντας ἀργά στό σπίτι του ἀπό τήν ἐργασία, κουρασμένος καί ἐκνευρισμένος, βρῆκε τόν γιό του νά τόν περιμένει στό πλατύσκαλο τοῦ σπιτιοῦ καί μέ δειλή φωνή καί ἱκετευτικό βλέμμα τοῦ εἶπε:
-Μπαμπά, πόσα παίρνεις τήν ὥρα στή δουλειά σου;
- Μέ μεγάλη ἔκπληξη ὁ πατέρας τοῦ ἔρριξε ἕνα θυμωμένο βλέμμα καί τοῦ εἶπε αὐστηρά:
- Αὐτό δέν εἶναι δική σου δουλειά, μή μέ ἐνοχλεῖς τώρα, εἶμαι κουρασμένος.
- Μπαμπά, ἁπλῶς πές μου, σέ παρακαλῶ, πόσα παίρνεις σέ μία ὥρα; ἐπέμενε τό ἀγόρι.
Ὁ πατέρας γιά νά σταματήσει νά ρωτάει ὁ γιός τοῦ ἀπάντησε:
- Εἴκοσι εὐρώ τήν ὥρα, ἄν θέλεις νά ξέρεις.
-Ἐντάξει, μπαμπά, θά μποροῦσες νά μοῦ δανείσεις δέκα; ρώτησε τό ἀγόρι.
Ἐξαγριωμένος ὁ πατέρας φώναξε:
- Λοιπόν, αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού ρωτοῦσες πόσα κερδίζω; Πήγαινε γιά ὕπνο καί μή μέ ἐνοχλήσεις ξανά! Ἀκοῦς;
Ἤδη εἶχε νυχτώσει καί ὁ πατέρας σκεφτόταν τή συμπεριφορά του ἀπέναντι στόν γιό του καί ἔνιωθε αἰσθήματα ἐνοχῆς. Σκέφτηκε πώς ὁ γιός του ἴσως ἤθελε νά ἀγοράσει κάποιο παιχνίδι. Προσπάθησε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά αἰσθήματα πού ἔνιωθε καί πῆγε στό δωμάτιο τοῦ γιοῦ του.
-Κοιμᾶσαι, γιόκα μου; ψιθύρισε ὁ πατέρας.
-Ὄχι, μπαμπά. Γιατί; ἀπάντησε μισοκοιμισμένο τό μικρό ἀγόρι.
-Ἐδῶ εἶναι τά χρήματα πού μοῦ ζήτησες νωρίτερα, εἶπε ὁ πατέρας.
-Εὐχαριστῶ, μπαμπά! ἀπάντησε χαρούμενος ὁ γιός καί βάζοντας τό χέρι του κάτω ἀπό τό προσκέφαλό του ἔβγαλε κάποια χρήματα.
-Τώρα ἔχω ἀρκετά! Τώρα ἔχω εἴκοσι εὐρώ! εἶπε τό μικρό ἀγόρι στόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τά εἶχε χαμένα, καθώς τό κοιτοῦσε. Ὁ μικρός γιός του συνέχισε:
-Μπαμπά, θά μποροῦσες νά μοῦ πουλήσεις μία ὥρα ἀπό τό χρόνο σου;
Οἱ ἔρευνες μᾶς βεβαιώνουν ὅτι τά μικρά παιδιά πού ἔχουν γονεῖς οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μαζί τους εἶναι πιό ἐξωστρεφῆ, προσαρμόζονται εὔκολα καί νιώθουν ἀσφαλῆ σέ σχέση μέ ἄλλα συνομήλικά τους πού οἱ πατεράδες τους δέν ἀσχολοῦνται μαζί τους ἤ ἀπουσιάζουν ἀπό τήν οἰκογένεια. Καθώς τά παιδιά μεγαλώνουν, ἡ σχέση μέ τόν πατέρα τους ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους. Οἱ κοινωνικές σχέσεις πού ἔμαθαν ἐκδηλώνονται ποικιλοτρόπως. Θά βοηθήσουν τά παιδιά πῶς νά κάνουν σωστές ἐπιλογές καί πῶς νά συμπεριφέρονται σέ κάθε περίπτωση. Ἐπίσης οἱ κοινωνικές δεξιότητες ἐπηρεάζουν τή συμπεριφορά τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων, τίς ἀκαδημαϊκές τους ἐπιδόσεις καί τίς οἰκογενειακές σχέσεις. Οἱ ἐρευνητές ἀκόμη ἔχουν παρατηρήσει λιγότερες ἀσυνείδητες συμπεριφορές.
Πολλοί ἀπό τούς σημερινούς γονεῖς εἶχαν πατεράδες πού ἦταν ἀμέτοχοι στή δική τους παιδική ἡλικία. Ἔτσι δέν ἔχουν πρότυπο γιά νά μιμηθοῦν καί ἴσως τούς εἶναι λίγο δύσκολο νά «παίξουν» ἕνα ρόλο πού δέν διδάχτηκαν. Ὁ γονιός δάσκαλος καί τό πρότυπό τους δέν ἦταν αὐτό πού διδάχτηκαν καί τώρα καλοῦνται νά ἐνσαρκώσουν. Οἱ νέοι πατεράδες δέν μποροῦν νά γνωρίζουν πῶς νά πάρουν μέρος καί νά συμμετέχουν στή συναισθηματική ζωή τῶν παιδιῶν τους καί κυρίως τῶν μικρῶν ἀγοριῶν. Μποροῦν νά θεωρήσουν μία τέτοια προσπάθεια ὡς ἐπιχείρηση ἐκφοβισμοῦ.
Ἡ θεωρητική κατάρτιση σχετικά μέ τήν παιδική ἀνάπτυξη εἶναι σημαντική. Καθώς τά παιδιά μεγαλώνουν, τά ἀγόρια ἐξιδανικεύουν τόν πατέρα τους καί θεωροῦν ὅτι εἶναι τέλειος. Ἐσωτερικεύουν τή μορφή του καί ταυτίζονται μαζί του. Εἶναι μία φυσιολογική φάση τῆς πορείας πρός τήν ἀνάπτυξή τους. Ὁ μικρός γιός περπατάει ὅπως ὁ πατέρας του, χειρονομεῖ ὅπως ἐκεῖνος, μιλάει σάν ἐκεῖνον. Μπορεῖ νά παρουσιάζει καλές κοινωνικές δεξιότητες, νά δημιουργεῖ σωστές φιλίες, νά φέρεται εὐγενικά πρός τή μητέρα του μιμούμενος τόν πατέρα του. Ὁ γιός θέλει νά εὐχαριστήσει τόν μπαμπά του, νά ἔχει τήν ἔγκρισή του γιά ὅ,τι κάνει καθώς καί τήν ἀποδοχή του. Καί ὑπόνοια ἀπόρριψής του ἀπό τόν πατέρα τοῦ εἶναι πολύ ὀδυνηρή, τόν ἀναστατώνει καί τοῦ προξενεῖ ἀγιάτρευτο ψυχικό τραῦμα πού κλονίζει τήν ψυχική του ἰσορροπία καί ἐπιδρᾶ ἀρνητικά στήν αὐτοεκτίμησή του.
Ἐάν ὅμως σέ μία οἰκογένεια ὁ πατέρας θυμώνει, ἀντιδράει βίαια καί υἱοθετεῖ ἀρνητικές μορφές συμπεριφορᾶς, εἶναι πολύ πιθανό καί ὁ μικρός γιός του νά υἱοθετήσει τίς ἴδιες μορφές συμπεριφορᾶς καί νά τίς μιμηθεῖ. Ἡ εὐθύνη, λοιπόν, τοῦ πατέρα εἶναι πολύ μεγάλη καί θά πρέπει νά σκεφθεῖ πολύ σοβαρά γιά τή θέση καί τόν ρόλο πού κατέχει καί καλεῖται νά διαδραματίσει μέσα στήν οἰκογένειά του.
Τά θεμέλια γιά μία σωστή καί ὡραία ἐπικοινωνία μέ τόν γιό του, ὁ πατέρας ἀρχίζει νά τά χτίζει πολύ νωρίς, ἀπό τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ, ὅταν τρυφερά γιά πρώτη φορά τόν κρατάει στά χέρια του! Καί αὐτή ἡ σχέση συνεχίζεται νά οἰκοδομεῖται σταθερά μέ στοργή, ὑπομονή καί ἀγάπη ἄνευ ὅρων μέχρι τήν πολύ κρίσιμη ἡλικία τῶν ἕξι χρόνων. Ἀργότερα, ὅταν ὁ γιός του φτάσει στό γυμνάσιο καί τό λύκειο καί ὁ συναισθηματικός του κόσμος θά εἶναι ἕτοιμος νά ἐκραγεῖ, θά εἶναι εὐκολότερο στόν πατέρα νά μπορέσει νά ἔχει πρόσβαση στόν κόσμο αὐτό καί νά βοηθήσει τόν γιό του. Ἡ διακριτική στάση τοῦ πατέρα ἰσχυροποιεῖ αὐτή τή σχέση γιά νά ἀντέξει στόν χρόνο, νά μήν παρουσιάσει πισωγυρίσματα ἀλλά νά βαθαίνει καί νά ὡριμάζει.
Ὁ πατέρας λειτουργεῖ καί ὡς πρότυπο ἀνδρικῆς συμπεριφορᾶς γιά τόν γιό του. Ἄν ὅμως δίνει τήν εἰκόνα ἑνός ἄκαμπτου, βλοσυροῦ, θυμωμένου καί ἀνυπόμονου προτύπου, ὁ γιός θά εἶναι ἀπρόθυμος νά μοιραστεῖ τά συναισθήματα μαζί του. Ὀφείλουμε νά παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτή τοῦ πατέρα φαίνεται τρομακτική γιά ἕνα ἀγόρι πού διανύει τό στάδιο τῆς ἀνάπτυξης καί ἐπιπλέον τοῦ προκαλεῖ σύγχυση. Τά ἀγόρια ἔρχονται σέ ἕναν ἄξενο κόσμο καί πρέπει νά φροντίσουμε νά τά ἀγαπήσουμε ἄνευ ὅρων. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού πραγματικά χρειάζονται.
Τέλος, θά μποροῦσε κανείς νά ἀραδιάσει ἕνα μακρόσυρτο κατάλογο συμβουλῶν γιά τόν νεαρό πατέρα ὥστε ἡ σχέση του μέ τόν γιό του νά εἶναι σωστή. Θαρρῶ ὅμως ὅτι εἶναι ὑπεραρκετός ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἰερεμία γιά νά καταδείξει τήν εὐθύνη τοῦ κάθε πατέρα ἀπέναντι στόν γιό του καθώς καί τίς συνέπειες πού συνεπάγεται μία ἄστοχη συμπεριφορά του: «οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα, καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν» (Ἰε 38,29). Οἱ πατεράδες ἔφαγαν τά ἄγουρα σταφύλια καί τά δόντια τῶν παιδιῶν μούδιασαν.
Ἀθανάσιος Γκάτζιος
Δεκέμβριος, ὁδεύοντας πρός τά Χριστούγεννα. Εἶναι ἡ ἐποχή τοῦ χρόνου πού γεμίζει τίς καρδιές μας μέ εὐφροσύνη καί μέ γλυκειά προσμονή γιά τό παιδί πού θά γεννηθεῖ. Διότι αὐτό τό «παιδίον» ξεχωρίζει ἀπό ὅλα τά παιδιά πού γεννήθηκαν ἤ θά γεννηθοῦν. Εἶναι, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος» (9,5), δηλαδή ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας• εἶναι ὁ «ἄρχων εἰρήνης», ὁ μέγας εἰρηνοποιός πού μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Θεό• εἶναι ὁ ἴδιος ὁ «Θεὸς ἰσχυρός», ὁ ὁποῖος σαρκώνεται γιά νά μᾶς θεώσει.
Πρόκειται, λοιπόν, νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ποῦ ὅμως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, πού ἀφηγεῖται τά περιστατικά τῆς γέννησής του τότε, στήν Βηθλεέμ, λέει ὅτι γεννήθηκε σ᾽ ἕνα στάβλο καί ὅτι γιά πρώτη βρεφική του κούνια χρησιμοποιήθηκε ἡ «φάτνη», τό παχνί τῶν ζώων. Αὐτό δέ ἔγινε διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ εὐαγγελιστής, «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λκ 2,7), δέν ὑπῆρχε κατάλληλος τόπος ἐκεῖ πού πῆγαν ὁ Ἰωσήφ μέ τήν παρθένο Μαρία νά καταλύσουν. Τά πανδοχεῖα τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως καί μέχρι τίς ἀρχές περίπου τοῦ 20οῦ αἰ., ἦταν μεγάλοι χῶροι χωρίς δωμάτια. Ὁ καθένας ἀπό τούς διανυκτερεύοντες, καί μάλιστα σέ καιρό ἀπογραφῆς, βολευόταν ὅπου καί ὅπως μποροῦσε ἀνάμεσα σέ ἄλλους πολλούς. Συνεπῶς ἦταν ἀδύνατο νά γεννήσει μία γυναίκα μέσα σέ τόσο κόσμο. Γι’ αὐτό καί προτιμήθηκε ὁ στάβλος.
Αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, τότε, «ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις» (Λκ 2,1). Ἀλλά Χριστούγεννα ἑορτάζουμε καί σήμερα. Καί σήμερα ὁ «Χριστός γεννᾶται», καί σήμερα ἀναζητᾶ τόπο κατάλληλο γιά τήν γέννησή του. Καί ἄν τότε γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο, σήμερα θέλει νά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας. Θέλει τό ἱστορικό γεγονός τῆς γέννησής του νά γίνει ὑπόθεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, προσωπική ἐμ πειρία.
Εἶναι ὅμως ἡ καρδιά μας ἕτοιμη νά Τόν δεχθεῖ; Εἶναι ἕτοιμη γιά τόν μεγάλο ἐπισκέπτη; Τότε ὁ Κύριος ἐπισκέφθηκε τήν Βηθλεέμ ἀφανῶς, σάν ἔμβρυο στά σπλάγχνα μιᾶς ἄσημης Ναζωραίας. Κανείς στό πανδοχεῖο δέν γνώριζε τήν ταυτότητά του, γι’ αὐτό προφανῶς καί κανείς δέν ἐνδιαφέρθηκε. Γιά ὅλους ἐπρόκειτο νά γεννηθεῖ ἕνας ἀκόμη δοῦλος τοῦ Καίσαρα. Γιά ποιόν λόγο ἄξιζε κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα στάβλο κι ἕνα παχνί;
Ὅμως σήμερα γνωρίζουμε ὅλοι. Γνωρίζουμε ὅτι τό παιδί πού θά γεννηθεῖ εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός. Καί γνωρίζουμε ἀκόμη πολύ καλά, ὅπως ἀνέφερα ἤδη, καί τόν σκοπό τῆς γέννησής του: εἶναι ἡ σωτηρία μας. Θέλει νά μᾶς σώσει, νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν ἐφιάλτη στόν ὁποῖο μᾶς ἐνέπλεξε ἡ ἁμαρτία. Γεννιέται ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεός γιά νά ἀναλάβει τό βαρύ φορτίο μας. Δέν γινόταν ἀλλιῶς. Κατεστραμμένοι ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ Ἀδάμ μέσα στήν Ἐδέμ ἀδυνατούσαμε νά ξεπεράσουμε τήν φθορά. Ὁ θάνατος κυριάρχησε σ’ ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων σάν ἀδυσώπητη κληρονομικότητα. Ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν ἦταν ὑπόθεση μόνον μετάνοιας, ὅπως λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, διότι τότε τό πρᾶγμα θά ἦταν ἁπλό. Αὐτό πού χρειαζόταν πλέον ἦταν ἀναστήλωση καί ἀνοικοδόμηση. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔπρεπε νά ἀνακαινισθεῖ.
Αὐτό λοιπόν κάνει ὁ Θεός Λόγος μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ἑνώνει τήν φύση μας μέ τήν φύση του. Συνδέει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο κι ἔτσι χαρίζει καί πάλι σ’ ὅλους μας τήν προοπτική τῆς ἀφθαρσίας.
Τό ἐρώτημα ὡστόσο παραμένει. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε αὐτή τήν προσφορά; Γιατί πρόκειται πράγματι γιά προσφορά, γιά δῶρο, γιά χάρη. Δέν ἐπιβάλλεται. Νά καθαρίσει ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία γιά νά ’ρθει νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μέσα της. Νά μήν Τόν ξαναστείλουμε στόν στάβλο. Διότι ἄν οἱ Βηθλεε μῖτες ἐκεῖνοι, τότε, ἦταν δικαιολογημένοι λόγῳ τῆς ἄγνοιάς τους, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τοῦ 21ου αἰώνα ὄχι, δέν ἔχουμε καμιά δικαιολογία.
Εἶναι καιρός λοιπόν νά ἀγωνισθοῦμε φιλότιμα. Νά προσπαθήσουμε, ὥστε τά φετινά Χριστούγεννα νά ἀποτελέσουν γιά ὅλους μας μιά καινούργια εὐλογημένη ἀρχή.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας