Ναί, ἔψαχνα τόν Θεό. Τόσο ἐγώ ὅσο κι ἡ γυναίκα μου ἡ Μαίρη νιώθαμε πώς κάτι λείπει ἀπό τήν κατά τά ἄλλα εὐτυχισμένη ζωή μας. Κι αὐτό τό ἄδειο κομμάτι ἦταν ἀνυπόφορο.
Οἱ θρησκεῖες στή σύγχρονη πολυποίκιλη Ἀμερική συνθέτουν ἕνα πάζλ μέ χιλιάδες κομμάτια, πού ὅλα μιλᾶνε γιά Θεό. Ὅμως ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι σέ ὅλα. Τό νά ψάχνεις νά βρεῖς τό σωστό εἶναι σάν νά ψάχνεις βελόνα στά ἄχυρα. Κάτι, ὡστόσο, μᾶς ἔλεγε πώς μόνο ἕνα εἶναι ἀληθινό.
Προερχόμασταν ἀπό οἰκογένειες προτεσταντῶν καί πηγαίναμε τακτικά στήν ἐκκλησία. Μόνο πού ἐκεῖ ἡ κυριακάτικη σύναξη ἄλλοτε ἔμοιαζε μέ διάλεξη κι ἄλλοτε μέ χοροεσπερίδα. Ὕστερα, αὐτή ἡ ἀντίληψη ὅτι Θεός εἶναι ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας κι ὁ καθένας Τόν ἀντιλαμβάνεται διαφορετικά...
Δέν χρειάστηκε παρά κοινή λογική γιά νά ἀποκλείσουμε τά 22.000 προτεσταντικά παρακλάδια. Ὁ Θεός πρέπει νά ’ναι κάτι πιό σαφές καί πιό συγ- κεκριμένο. Ἔτσι στραφήκαμε στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἐλπίζοντας πώς ὁ Θεός βρισκόταν στό μυστικισμό τῆς Ἀνατολῆς, ἀσπαστήκαμε τόν ἰνδουισμό. Ἀλλά δέν ἦταν οὔτε ἐκεῖ. Κάπου ἐκεῖ οἱ δρόμοι ἀναζήτησης μέ τή Μαίρη, σταμάτησαν νά εἶναι κοινοί. Ἐκείνη στράφηκε στόν καθολικισμό. Ἐγώ, πάλι, δέν τόν ἐμπιστεύτηκα ποτέ.
Μόλις εἶχα ἀνακαλύψει ἕναν μικρό ὀρθόδοξο ναό, ὄχι μακριά ἀπό τό καινούργιο μας σπίτι. Ὁ ἱερέας ἦταν ἕνα συμπαθητικό γεροντάκι ἀπό τή Ρωσία. Σκέφτηκα νά δοκιμάσω. Ξυπνοῦσα νωρίτερα τό πρωί γιά νά πάω στήν ἐκκλησία πρίν ἀπό τή δουλειά. Ὅμως δέν ἔνιωσα αὐτό πού περίμενα.
Τό διάστημα ἐκεῖνο εἴχαμε ἀποκτήσει τό τρίτο μας παιδί, ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού, ὅπως ἔδειξαν οἱ ἐξετάσεις, ἦταν ἐντελῶς κουφό. Τά νέα ἔπεσαν στό κεφάλι μας σάν κεραυνός. Μόλις εἴχαμε ἀρχίσει νά συνειδητοποιοῦμε πόσο αὐτό θά ἄλλαζε τή ζωή μας. Ἀποφασίσαμε νά τό ἀντιμετωπίσουμε πολιτισμένα καί ψύχραιμα. Συμφωνήσαμε ὅτι πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε ὅτι θά ἔχουμε ἕνα ἀνάπηρο παιδί κι ἀρχίσαμε νά ψάχνουμε πληροφορίες γιά εἰδικά σχολεῖα καί εἰδική ἐκπαίδευση. Ἤμουν πολύ ἀπογοητευμένος.
Ἐκεῖνο τό πρωί ἀποφάσισα νά πάω στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιά τελευταία φορά. Δέν περίμενα τίποτα. Ἁπλῶς σκέφτηκα νά ἀποχαιρετήσω τόν γέροντα ἱερέα, πού ἦταν πάντα πολύ εὐγενικός, καί νά τόν ἐνημερώσω ὅτι δέν θά ξαναπάω. Ἐκεῖνος μέ πλησίασε καί μίλησε πρῶτος πρίν προλάβω νά τοῦ πῶ ὁτιδήποτε.
«Σάμ, φαίνεσαι πολύ στενοχωρημένος, τί σοῦ συμβαίνει, παιδί μου;». Ἔτσι, τοῦ ἐξήγησα τό πρόβλημα μέ τό μω- ρό. «Πώ, πώ, λυπᾶμαι πολύ. Ὅμως, φέρ’ το νά τοῦ διαβάσουμε μία εὐχή». Δέν ἀντέδρασα γιά νά μή φανῶ ἀγενής. «Ἐντάξει, εἶπα στόν ἑαυτό μου, δέν χάλασε ὁ κόσμος μέ μία ἀκόμη μέρα. Θά τόν ἀποχαιρετήσω αὔριο». Ἔτσι πῆγα τή μικρή στήν ἐκκλησία καί τῆς διάβασε τήν εὐχή. Εἶχα ἀργήσει κι ἔφυγα βιαστικός. Θά τόν ἀποχαιρετοῦσα τήν ἑπόμενη μέρα.
Τό ἀπόγευμα εἶχε προγραμματιστεῖ μία ἐπαναληπτική ἐξέταση στό μωρό. Δέν περιμέναμε τίποτα, ἁπλῶς μιά τελική ἐπιβεβαίωση τῆς ἤδη διαπιστωμένης βλάβης. Ὅταν στίς 4 μ.μ. χτύπησε τό τηλέφωνο στή δουλειά κι ἄκουσα τή φωνή τῆς Μαίρης νά μοῦ λέει πώς οἱ ἐξετάσεις τῆς μικρῆς ἦταν φυσιολογικές, μοῦ φάνηκε σάν παραλήρημα, σχεδόν θύμωσα μαζί της:
- Μαίρη, σέ παρακαλῶ! τῆς εἶπα σέ αὐστηρό τόνο. Τά ἔχουμε συζητήσει χιλιάδες φορές καί συμφωνήσαμε ὅτι θ’ ἀποδεχτοῦμε τό παιδί μας ὅπως εἶναι, χωρίς νά τρελαινόμαστε!
- Σάμ, μέ διέκοψε ἐκείνη, δέν κατάλαβες. Ἡ Ἄνι ἀκούει!!!
Γύρισα στό σπίτι σάν ἀστραπή χωρίς νά ἔχω πιστέψει λέξη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Δέν ἦταν λογικό νά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οὔτε περίμενα ὅτι θά περνοῦσα ὅλο τό ἀπόγευμα προκαλώντας ἀκουστικά ἐρεθίσματα στή μικρή Ἄνι, ἡ ὁποία ὅμως τώρα πιά ἀνταποκρινόταν! Μέσα στήν ἀνείπωτη χαρά μου, θυμήθηκα τόν ἱερέα καί τήν εὐχή πού διάβασε στό μωρό τό ἴδιο πρωί κι ἔτρεξα νά τόν εὐχαριστήσω. Ὅμως ἐκεῖνος ἀπάντησε ἁπλά:
- Ὄχι ἐγώ, ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα, παιδί μου. Ὁ Θεός ἔκανε καλά τήν Ἄνι, Αὐτόν πρέπει νά εὐχαριστήσουμε κι οἱ δυό.
Τότε σκέφτηκα: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά ταπεινός, δέν μπορεῖ παρά ἐδῶ νά ἀναπαύεται ὁ Θεός».
... ... ... ...
Σέ λίγο διάστημα, ὁ Σάμ σάν δεύτερος Κορνήλιος, βαπτίστηκε ὀρθόδοξος, ὅπως καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Πρίν λίγα χρόνια ἦρθε στήν Ἑλλάδα γιά νά σπουδάσει Θεολογία, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του ὡς ὀρθόδοξος ἱερέας. «Γιατί», ὅπως λέει ὁ Σάμ, «ὅταν ψάχνεις γιά τόν Θεό, ἔρχεται νά σέ βρεῖ Ἐκεῖνος».
«...Ἐλπίζω ὅτι ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμμετάσχουν εἰς τήν Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μετ᾽ ἐμοῦ τάς παρούσας περιστάσεις... Ὅσοι λοιπόν εὑρίσκονται εἰς δημόσια ὑπουργήματα δέν εἶναι δυνατόν νά λαμβάνουν μισθούς ἀναλόγως μέ τόν βαθμόν τοῦ ὑψηλοῦ ὑπουργήματός των καί μέ τάς ἐκδουλεύσεις των, ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μισθοί οὗτοι πρέπει νά ἀναλογοῦν ἀκριβῶς μέ τά χρηματικά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἡ Κυβέρνησις εἰς τήν ἐξουσίαν της...
Ὅσον δι᾽ ἐμέ, ἐφ᾽ ὅσον τά ἰδιαίτερα εἰσοδήματά μου ἀρκοῦν διά νά ζήσω, ἀρνοῦμαι νά ἐγγίσω μέχρι καί τοῦ ὀβολοῦ τά δημόσια χρήματα, ἐνῶ εὑρισκόμεθα εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν».
Δέν πρόκειται γιά σύγχρονο πρωθυπουργικό διάγγελμα «διά τάς παρούσας περιστάσεις» τῆς κρίσης πού διέρχεται ἡ χώρα μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλωστε ἡ δυνατότητα (γιά πολλούς λόγους) νά ἀποδοθεῖ σέ τέτοια γλωσσική μορφή!...
Τό κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό ἀγόρευση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στήν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους τό 1829.
Τραγικά ἐπίκαιρα ἀκούγονται τά λόγια τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας στίς μέρες μας. Πόσο ξαστοχήσαμε ἀπό τόν κανόνα πού ὁ ἴδιος θεωροῦσε ἰδανικό στίς τότε περιστάσεις!...
«Εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν», κάποιοι, ὄχι ἁπλῶς δέν ἀρνοῦνται νά ἀγγίξουν τά δημόσια χρήματα, ἀλλά καυχῶνται ἀνερυθρίαστα ὅτι τά κατασπατάλησαν μέχρις ὀβολοῦ... Ξύπνα, κυβερνήτη Καποδίστρια... ξύπνα γιά νά μᾶς ἀφυπνίσεις ἀπό τό λήθαργο! Ξύπνα προτοῦ νά εἶναι πολύ ἀργά...
Πραγματική ἤ πλασματική ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση ἔγινε τόν τελευταῖο καιρό τό πρῶτο θέμα τῆς ἐπικαιρότητος. Συζητεῖται ἀπό ἄρχοντες καί λαό, συνταξιούχους καί μισθωτούς, ὑψηλόμισθους καί χαμηλόμισθους, μόνιμους καί ἐποχιακούς καί ὡρομίσθιους, μεγαλοεπιχειρηματίες καί μεροκαματιάρηδες, εἰδικούς καί ἄσχετους. Εἶναι ὁ ἐφιάλτης πού φοβίζει καί ἀναστατώνει ἐπιχειρήσεις καί ἑταιρεῖες, τρομοκρατεῖ μικρά καί μεγάλα νοικοκυριά καί ἄτομα, σωρεύοντας ἕνα πλῆθος ἀπό θλιβερά ἐπακόλουθα. Δέν διαθέτω, βέβαια, τήν εἰδικότητα οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα γιά νά σχολιάσω τό θέμα ἀπό ἄποψη οἰκονομική. Δέν προτίθεμαι νά συνταχθῶ ἀβασάνιστα μέ τούς ἀμέριμνους καί ὑπεραισιόδοξους οὔτε μέ τούς θιασῶτες τῆς πεσιμιστικῆς κινδυνολογίας. Θά ἤθελα ὡστόσο νά ἐπιχειρήσω μία προσέγγιση στό πρόβλημα ἀπό τήν πνευματική προοπτική καί νά ψηλαφήσω τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης.
Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν οἰκονομική κρύβεται μία ἄλλη πολύ πιό σοβαρή κρίση, ἡ πνευματική. Μελετώντας τό θέμα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ θείου λόγου, διαπιστώνουμε ὅτι θά ἦταν πολύ διαφορετικά τά πράγματα καί σαφῶς πιό ἀνάλαφρη ἡ οἰκονομική δυσπραγία, ἄν ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, διαθέταμε τήν ἀνάλογη προετοιμασία. Ἄν ἄρχοντες καί λαός εἴχαμε θωρακισθεῖ μέ τήν ἠθική κατάρτιση καί μέ μιά κάποια πνευματικότητα, ἄν διαθέταμε προπαίδεια στήν ἄσκηση, ἄν δέν εἴχαμε ἀλλοιωθεῖ, ἀλλοτριωθεῖ καί ἁλωθεῖ ἀπό τόν ἀσυγκράτητο καταναλωτισμό καί δέν εἴχαμε ἀποχαυνωθεῖ ἀπό τόν ἀχόρταγο εὐδαιμονισμό, δέν θά φθάναμε ἀσφαλῶς ποτέ σέ τέτοια πτώχευση. Οἱ σπατάλες, τά ἀλόγιστα ἔξοδα, ἡ φοροδιαφυγή, ἡ ὑπεξαίρεση μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δημοσίου χρήματος εἶναι ἀσυμβίβαστα πρός τήν χριστιανική ἰδιότητα. «Καλομάθαμε» στήν καλοπέραση καί στήν εὐμάρεια τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδή κακομάθαμε καί κακοποιήσαμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, τόν ἀποδυναμώσαμε ἀπό τίς ψυχικές του δυνάμεις. Ἔτσι τό χειρότερο δέν εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση, ἀλλά ἡ χαμηλή πνευματική στάθμη στήν ὁποία αὐτή μᾶς βρίσκει. Πάσχει, θά ἔλεγα, τό πνευματικό ἀνοσοποιητικό μας σύστημα. Θά ἀναφέρω μόνο δυό-τρία παραδείγματα.
Ὅσο κι ἄν ἀρνούμαστε νά τό δεχθοῦμε, ὅσο κι ἄν ἀδυνατοῦμε σήμερα νά τό καταλάβουμε, ὁ σταυρός εἶναι τό γνώρισμα τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κομβικό σημεῖο. Ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἐκμαυλισμένη ἀπό τήν καλοπέραση καί τήν εὐζωία, ἀπορρίπτει ἐξ ὁρισμοῦ τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ, τῆς ἄσκησης, τῆς προσφορᾶς. «Νά περνᾶς καλά», εἶναι ἡ συνηθισμένη εὐχή πού ἀνταλλάσσουμε. Νά περνᾶμε καλά, αὐτό εἶναι τό πρῶτο πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ μέγιστη ἀπολαβή μέ τήν ἐλάχιστη προσπάθεια εἶναι τό ὅραμα μικρῶν καί μεγάλων. Ἡ κακοπάθεια, ἡ στέρηση, ἡ ἀληθινή νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή ἠχοῦν παράδοξα, ἄν ὄχι ἀνόητα σήμερα καί κανείς δέν θά ἤθελε νά ἀσκήσει αὐτές τίς ἀρετές. Μᾶς ἀναστατώνει καί μόνο ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ π.χ. νά στερηθοῦμε μιά μέρα τό κινητό τηλέφωνό μας, νά περάσουμε ἕνα βράδυ χωρίς τηλεόραση, δέν λέω χωρίς ψωμί.
Κι ὅμως δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ λαός μας ἀπειλεῖται ἀπό τήν φτώχεια. Καί ἄλλοτε ἡ χώρα μας ἀντιμετώπισε κρίση οἰκονομική. Θά μνημονεύσω μόνο τήν φοβερή κατοχή τοῦ 1941-42. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τήν δυνατότητα νά σκάψουν καί νά καλλιεργήσουν τήν γῆ, νά μεταποιήσουν παλιά ροῦχα, νά ἀξιοποιήσουν ἀντικείμενα πού ἦταν γιά πέταμα. Ἡ ἐργατικότητα τούς ἄνοιγε δρόμους καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα. Ἔπειτα ἡ ὀλιγάρκεια, αὐτή ἡ ξεχασμένη ἀρετή, ἡ «τό ἀπροσδεές τῶν ἀγγέλων μιμουμένη», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, περιόριζε πολύ τίς ἀπαιτήσεις καί ἀπάλλασσε ἀπό τίς πλασματικές ἀνάγκες. Ἦταν εὐχαριστημένοι μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί κι εὐτυχισμένοι ὅταν αὐτό μποροῦσε νά συνοδεύεται ἀπό δυό ἐλιές ἤ ἕνα κρεμμύδι. Ἔνιωθαν ἱκανοποιημένοι μέ τά λίγα, διότι πλούσιος δέν εἶναι ὅποιος ἔχει πολλά, ἀλλά ὅποιος δέν χρειάζεται πολλά. Εἶναι πλουτισμός ἡ αὐτάρκεια, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «ἐγώ γάρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσι μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾶν, καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι» (Φι 4, 11-12).
Στόν χριστιανικό κόσμο σήμερα ἔχουμε πολλά, θέλουμε περισσότερα. Τά θέλουμε ὅλα ἄφθονα, ἀμέσως καί ἀκόπως. Μέ τήν νοοτροπία αὐτή μπορεῖ, βέβαια, κάποιος νά μήν ἀρνεῖται θεωρητικά τήν χριστιανική του ἰδιότητα, ἴσως μάλιστα καί νά καυχᾶται γι’ αὐτήν. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν ἀνάσταση τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Νά τό ποῦμε ἁπλά, δέν λογίζεται χριστιανός ὅποιος δέν ἐνστερνίζεται τήν θυσιαστική ἀγάπη, ὅποιος στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου δέν βλέπει τόν ἀδελφό, τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό καί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καί ἐννοεῖ, βέβαια, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Δέν μπορεῖ νά καταναλώνει ἀνενόχλητος καί νά σπαταλᾶ ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι γύρω του ὑποφέρουν οἱ πεινασμένοι, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄνεργοι, οἱ δυστυχισμένοι. Ἡ ἀγάπη τόν κάνει ἐπινοητικό. Κι ἄν δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά λύσει τά προβλήματα τῶν φτωχῶν, τουλάχιστον φροντίζει κάτι νά οἰκονομήσει, νά περιορίσει κάπως τήν δική του εὐδαιμονία καί ἄνεση, ὥστε νά «κοινωνεῖ» στήν χρεία τῶν ἀδελφῶν.
Δέν ζῆ χριστιανικά ὅποιος δέν βιώνει τήν ἐλπίδα πού, χαρίζοντας τήν πρόγευση τῆς μέλλουσας πραγματικότητας, ἐμπνέει τό ἀσκητικό φρόνημα. Μέ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι «δέν πρέπει νά ὑπηρετοῦμε δουλικά τό σῶμα, ἐκτός ἀπό τίς ἀπαραίτητες ἀνάγκες». Κάποτε μάλιστα «πρέπει νά στερούμαστε καί αὐτά τά ἐπιτρεπόμενα καί ἀπαραίτητα γιά τήν ζωή, ὅταν ἡ στέρηση αὐτή ἀποβλέπει στήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν μας». Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ἄν θέλαμε νά ἐφαρμόσουμε τήν συμβουλή τοῦ Οὐρανοφάντορος -λίγο νά ἐγκρατευθοῦμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν- θά μπορούσαμε καί οἱ πιό φτωχοί νά ἐξοικονομήσουμε τουλάχιστον ἕνα πιάτο ἀπό τό φαγητό τῆς ἡμέρας. Ἕνα πιάτο γιά νά χορτάσουμε τήν πεῖνα τοῦ ἀδελφοῦ.
Σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, εἶναι ἀνάγκη νά σταθοῦμε ὄρθιοι στόν χαλασμό. Νά ἐπιδοθοῦμε, δηλαδή, μέ ζῆλο στήν πνευματική μας καλλιέργεια, μέ τήν μαθητεία μας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή στήν θεία λατρεία. Εἶναι τά δοκιμασμένα μέσα πού θά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν πνευματική κρίση. Καί ἡ ἔξοδος αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση γιά τήν ἀποσόβηση κάθε ἄλλης κρίσης.
![]() Πουθενά ἀλλοῦ σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει τό γεγονός αὐτό πιό σαφές καί πιό συγκεκριμένο ὅσο στίς περιπτώσεις τῆς ἀρρώστιας πού χτυπᾶ ἀνίατα καί ἄδικα ἀνθρώπους πιστούς καί ἁγίους ἀκόμη, τῆς ἀρρώστιας ἐκείνης πού τήν ὀνόμασαν «ἐπάρατη» καί θεωρεῖται κατάρα. Εἶναι συμφορά νά βρεθεῖ κάποιος μέσα στίς θανατηφόρες δαγκάνες τοῦ καρκίνου, μά ὅταν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς μπορεῖ ὁ Κύριος νά ἐπιτρέπει νά βασανίζεται ὁ δοῦλος του, πῶς δέν ἀκούει τίς προσευχές του νά τόν θεραπεύσει, πῶς ἀνέχεται νά ἐκλείπουν ἀπό τή ζωή ἔτσι ἄδοξα, ἐξευτελιστικά μέσα στήν ἐξαθλίωση καί φρικτά μέσα στούς πόνους, παιδιά δικά του, ἀφοσιωμένα; Τέτοια ἐρωτήματα ἀναπόφευκτα προσβάλλουν τή σκέψη καί τήν καρδιά μας, πειράζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή μας. Ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ ἔψαχναν μέ ἀγωνία νά βοῦν ποιά μεγάλη ἁμαρτία εἶχε διαπράξει ὁ δίκαιος φίλος τους, ὥστε νά δικαιολογοῦνται τά δεινά του, μέχρι σήμερα τό πρῶτο πού σκέφτεται κανένας ὡς ἀπάντηση εἶναι οἱ ἀνελέητες ἁμαρτίες μας.
Ἐν τούτοις, μένει πάντοτε χῶρος καί γιά μιά ἄλλη ἐξήγηση, πού ξεπερνᾶ τήν καθιερωμένη λογική περί δικαιοσύνης καί ἀνταποδόσεως, ἡ ὁποία ἰσχύει βέβαια μέσα στό θεῖο νόμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δίνει ὅμως προτεραιότητα σέ μιά ἄλλη ὑπέρλογη ἀντίληψη, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας τῆς καινῆς διαθήκης. Εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖνος πού ἄδικα πάσχει, μά μέσα ἀπό τό πάθος του δοξολογεῖ τόν Θεό, ἐκεῖνος αἴφνης πού προσβάλλεται ἀθεράπευτα ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, μά μέσα σ' αὐτήν βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί συναντᾶ τό ἴδιο τό σταυρωμένο πρόσωπό του, ὥστε νά κράζει καί νά ἀνακράζει «δόξα Σοι!», ἐκεῖνος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του μάρτυρα καί ἀναδεικνύει τήν ἀρρώστια μαρτύριο γνήσιο. Δέν ρωτᾶ τό γιατί, μήτε νιώθει τόν Θεό τιμωρό, ἀλλά οὔτε καί τόν ἑαυτό του ἀδικημένο. Μόνο ζῆ τήν περίστασή του ὡς μία ἔκτακτη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, μέ ἕναν τρόπο ἔξω ἀπό τά καθημερινά καί τά συνηθισμένα, μέ τόν τρόπο πού διάλεξε Ἐκεῖνος μέ τή σοφία του καί τήν ἀγάπη του, γιά νά χαρίσει τή συγκλονιστική παρουσία του στό δοῦλο του, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού θωροῦν τό δοῦλο του.
Ἔτσι παράδοξα ἀναμιγνύεται ἡ πίκρα τῶν σωματικῶν πόνων μέ τή γλύκα τῆς θεϊκῆς κοινωνίας, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερκεράζεται ἡ ὀδύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν ἡδονή τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὑπέρλογα ἐναρμονίζεται ἡ συμφορά μέ τήν εὐτυχία καί ἡ κατάρα γίνεται εὐλογία.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσα τά στοιχεῖα πού κάνουν τήν ἀρρώστια αὐτή ὅμοια μέ μαρτύριο. Πόνος πού βασανίζει γιά καιρό, φόβος ἀναπόφευκτου θανάτου, ἀγωνία πού σέ σπρώχνει στά ἔσχατα -στόν πανικό ἤ στήν ἀπελπισία-, ὄντως πειρασμοί πού σέ βιάζουν νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου σέ Θεό ἀγαθό καί Κύριο ἰσχυρό. Ὅταν ὅμως σκεφθεῖς τόν Ἀθῶο πάνω στό σταυρό, ὅταν θυμηθεῖς τούς χριστιανούς μέσα στά ἐργαλεῖα τῆς βασάνου, μπορεῖς νά συγκρίνεις, μπορεῖς νά ἀναλογισθεῖς· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἐπέτρεψε τότε στόν Νέρωνα ἤ στόν Διοκλητιανό νά συλλάβουν ἀμέτρητους πιστούς καί νά τούς βασανίσουν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς δημίους καί τά θηρία νά θανατώσουν τούς ἁγίους του, ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει καί σήμερα τήν ἀρρώστια αὐτή, πού σάν ἄλλο τέρας ὁρμᾶ πάνω μας, νά πιάσει καί νά δαγκάσει τούς δικούς του πρός θάνατον. Δέν θά μποροῦσε ὁ Παντοδύναμος νά σταματήσει τό κακό καί τότε καί τώρα; Δέν θά ἤθελε ὁ Πολυεύσπλαγχνος νά σώσει τούς ἀγαπητούς του; Δέν τό ἔκανε ὅμως καί δέν τό κάνει, ἀλλά χαρίζει στήν Ἐκκλησία του ἁγίους καί δωρίζει στόν κόσμο ἅλας καί φῶς παραχωρώντας τό μαρτύριο, πού ὅταν συντελεῖται μέ ὑποταγή καί ταπείνωση, μέ προσευχή καί μυστήριο, ἀναδεικνύει μάρτυρες ἰσότιμους μέ τούς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας, τούς νεομάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι κάποτε ἕνας θεοφόρος ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειγόταν νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά φτάσει ἄρτος καθαρός μπροστά στόν Κύριό του. Παρόμοια στήν ἐποχή μας ἕνας ἁγιασμένος ἀσκητής, ὁ μοναχός π. Παΐσιος, ἀντιμετώπισε μέ ἱλαρότητα τά δαγκώματα τοῦ καρκίνου κράζοντας· «Ἔλα, Κύριε!».
Εἶναι δύσκολο νά μιλᾶς γιά πόνο καί γιά θάνατο, διότι εἶναι ἀπείρως δυσκολώτερο νά ὑποφέρεις καί νά ὑπομένεις. Εὐλογητός ὁ Θεός ὅμως πού δέν ἀφήνει στό χῶρο αὐτό μόνο λόγια. Ἀρκετοί ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας οἱ πιστοί ἀδελφοί πού πέρασαν καί περνοῦν μέσα ἀπό τό πειρατήριο τῆς ἀρρώστιας ὡς πραγματικοί νεομάρτυρες. Αὐτοί μᾶς δίνουν τό δικαίωμα νά μιλοῦμε γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ὑπομονή τους καί γιά τήν ἐλπίδα τους. Κι αὐτοί μᾶς καλοῦν νά ὑπομένουμε μέ τό ἴδιο φρόνημα τά δικά μας παθήματα, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσκεψη καί πρό πάντων νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού δέν ἀφήνει τίς μέρες μας χωρίς μάρτυρες, καί νά τόν δοξάζουμε, πού ξέρει νά μεταποιεῖ τήν κατάρα τοῦ καιροῦ μας σέ εὐλογία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 49 (1994) 143-144
|
Τό κάπνισμα ἀποτελεῖ μία κακή συνήθεια, βλαπτική γιά τόν καπνιστή καί τό περιβάλλον του τό φυσικό καί κοινωνικό. Ἀλλά τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ὅτι τό κάπνισμα ἀντιβαίνει στό νόμο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού, εἴτε διότι ἀγνοοῦν εἴτε διότι θέλουν νά ἀγνοοῦν, ὑποβάλλουν τό ἐρώτημα: Ἀπαγορεύει τό κάπνισμα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ καπνίσματος ἔχει ἡλικία μόλις τεσσάρων αἰώνων. Δέν ὑπῆρχε ὅταν γράφτηκε ἡ ἁγία Γραφή. ῞Οπως εἶναι φυσικό, λοιπόν, ἡ ἀπαγόρευση «Μήν καπνίζεις» δέν ὑπάρχει στό Δεκάλογο. Οὔτε σέ κανένα ἄλλο χωρίο τῆς Παλαιᾶς ἤ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρεται κάτι τέτοιο. Αὐτό ὅμως δέν συνεπάγεται ὅτι ἐπιτρέπει τό κάπνισμα ἡ ἁγία Γραφή.
Κατ᾽ ἀρχήν, τό κάπνισμα, ὅπως ὅλοι παραδεχόμαστε, βλάπτει τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχει μία μοναδική ἀξία καί ἱερότητα τό ἀνθρώπινο σῶμα. Καμία θρησκεία στόν κόσμο, καμία φιλοσοφική διδασκαλία, κανένα κοινωνικό σύστημα δέν ἐξυψώνει τό σῶμα ὅπως ἡ ἁγία Γραφή. Ἀναφέρω ἐπιγραμματικά τίς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος:
1. ῞Ολα τά δημιουργήματα τά ἔπλασε ὁ Θεός μέ μόνο τόν δημιουργικό λόγο του «εἶπε καί ἐγενήθησαν» (Ψα 32,9). Γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὅμως ἔλαβε ἰδιαίτερη μέριμνα. Πῆρε ὁ ἴδιος χῶμα ἀπό τή γῆ κι ἔπλασε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν πνοή του μέσα σ᾽ αὐτό δημιούργησε τήν ἀθάνατη ψυχή. ῾Η ἀνθρωπομορφική αὐτή ἔκφραση φανερώνει τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀποκαλύπτει ὅτι τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλο τό σύμπαν.
2. Τό σῶμα δέν εἶναι κάτι τό κακό, ὅπως δίδασκαν οἱ διάφορες θρησκεῖες, δέν εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή οὔτε ἡ φυλακή πού τήν περιορίζει, ὅπως ἔλεγε ὁ Πλάτωνας. Ἀποτελεῖ τό ἐνδιαίτημα μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ἡ ψυχή, τό ἅρμα πού αὐτή κατευθύνει γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου προορισμοῦ, τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ψυχῆς καί σώματος.
3. Τό σῶμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ (Β´ Κο 6,16), ναός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Α´ Κο 6,19), ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ναός τῆς ἁγίας Τριάδος. Σκεφθήκαμε πώς στό ἴδιο τό σῶμα μας λειτουργεῖ ὁ ἱερότερος καί λαμπρότερος ναός τοῦ κόσμου;
4. Τά σώματα τῶν πιστῶν εἶναι μέλη Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τήν ἁγία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δικά του μέλη.
5. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, χωρίς νά ἐγκαταλείψει τή θεότητά του, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔζησε μέ ἀνθρώπινο σῶμα πάνω στή γῆ··«ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14).
6. Μετά ἀπό τή φθορά καί τή διάλυση τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου, τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν καί θά γίνουν ἄφθαρτα, σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
᾿Ἐφόσον, λοιπόν, παραδεχόμαστε ὅτι τό κάπνισμα βλάπτει καί μάλιστα σοβαρά τήν ὑγεία, ἔχουμε χρέος νά λάβουμε τά μέτρα μας. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά φθείρει τό σῶμα του, διότι αὐτό τό σῶμα δέν εἶναι κτῆμα κανενός. Ἀποτελεῖ περιουσία τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα ἱερή περιουσία, ναό τοῦ Θεοῦ. Προσβάλλουμε τόν ἴδιο τόν Θεό, ὅταν μέ τό κάπνισμα φθείρουμε τό σῶμα μας· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τόν ἴδιο τόν Θεό· «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17), διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὑπάρχει αὐστηρότερη ἀπαγόρευση ἀπό αὐτήν;
Ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα
῾Η θέση τῆς γυναίκας στό Εὐαγγέλιο, καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία γενικώτερα, εἶναι ἕνα θέμα σοβαρό καί σπουδαῖο. Εἶναι ὅμως ἐπίσης καί ἕνα θέμα ἐν πολλοῖς παρεξηγημένο. Πολλοί ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι ὑποτιμᾶται ἡ γυναίκα στήν ᾿Εκκλησία καί θεωρεῖται ἄνθρωπος «δευτέρας κατανομῆς», ὑποτακτική καί δούλη τοῦ ἄνδρα. ῎Ετσι ἀκοῦμε συχνά νά κατηγορεῖται τό Εὐαγγέλιο καί νά ἐγκαλεῖται ἡ ᾿Εκκλησία, διότι δῆθεν διδάσκουν καί καλλιεργοῦν τήν ὑποδούλωση τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα.
Οἱ κατηγορίες αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅταν δέν προέρχονται ἀπό προκατάληψη ἤ καί ἐσκεμμένη διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας, ἔχουν τήν ρίζα τους στήν ἄγνοια ἤ τήν ἡμιμάθεια πού χαρακτηρίζει πολλούς. Εἶναι ὅμως ἄδικη καί συκοφαντική αὐτή ἡ θέση, διότι τό Εὐαγγέλιο πρῶτο στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας διακήρυξε τά πραγματικά δικαιώματα τῆς γυναίκας. Αὐτό τήν τοποθέτησε στήν θέση πού ἐξ ἀρχῆς τῆς εἶχε ὁρίσει ὁ Δημιουργός της· ὀντότητα ἐλεύθερη μέ προορισμό τήν θέωση. Ὄχι δούλη ἀλλά σύντροφος καί βοηθός τοῦ ἄνδρα, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπίσης θάλπεται καί βοηθεῖται ὡς ἰσότιμη καί ἰσάξιά του.
Ἄς μελετήσουμε, λοιπόν, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή, τί λέει ἡ πίστη μας γιά τό ἐπίμαχο αὐτό ζήτημα καί ἄς δοῦμε ποιός τελικά ἀπελευθερώνει πράγματι τήν γυναίκα. Δέν θά ἐξαντλήσουμε, βέβαια, ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε μόνο τίς πιό ἀντιπροσωπευτικές, μέ ὁδηγό πάντοτε τήν φωτισμένη σκέψη τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Θά ἐξετάσει δέ ἡ μελέτη μας κατά κύριο λόγο τήν θέση τῆς γυναίκας μέσα στόν γάμο. Θά τήν παρακολουθήσει ὡς σύζυγο καί μητέρα, σημειώνοντας -ὅπου καί ὅσο κρίνεται ἀναγκαῖο- τήν θέση τοῦ Εὐαγγελίου γιά τήν ἄγαμη γυναίκα.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπερίφραστα συστήνει στίς γυναῖκες συζύγους τήν ὑποταγή στούς ἄνδρες τους. Συγκεκριμένα ἡ Καινή Διαθήκη, ὅσες φορές κάνει λόγο γιά τίς σχέσεις τῶν γυναικῶν πρός τούς συζύγους τους, παραγγέλλει ὑποταγή, ὑπακοή (᾿Εφ 5,22· Κλ 3,18· Ττ 2,5· Α΄ Πέ 3,1.5) καί φόβο, δηλαδή σεβασμό (᾿Εφ 5,33· Α΄ Πέ 3,2).
Τήν αἰτία αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ἐπιταγῆς ἐντοπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν συνέχεια οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας σ᾿ ἐκείνη τήν παλιά θλιβερή ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. ῾Η Εὔα, ἡ πρώτη γυναίκα, ἦταν αὐτή πού πρώτη ἀπατήθηκε ἀπό τόν ὄφι -«γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε» (Α΄ Τι 2,14)- καί ἀπάτησε στήν συνέχεια τόν ἄνδρα, τόν ᾿Αδάμ. Ἔτσι ἡ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία νά μπεῖ τό κακό στήν ἀνθρωπότητα. Κι ἄκουσε ἀπό τόν Θεό τόν λόγο πού σέρνει ἀπό τότε κληρονομιά της ἀναπόδραστη· «᾿Εν λύπαις τέξῃ τέκνα, καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καί αὐτός σου κυριεύσει» (Γέ 3,16). Μετά ἀπό τό παράπτωμα αὐτό ἀφαιροῦνται τά κυριαρχικά δικαιώματα ἀπό τήν γυναίκα. Στό ἑξῆς θά ὑπακούει στόν ἴσο της ἄνδρα. Αὐτό μοιάζει σάν νά κάνουν μιά σοβαρή παράβαση δύο λοχίες, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας παρέσυρε τόν ἄλλο. Καί οἱ δύο τιμωροῦνται μέ φυλάκιση ἑνός μηνός· ἐκείνου ὅμως πού παρέσυρε τόν ἄλλο, τοῦ ξηλώνουν καί τά γαλόνια καί τόν ἀναγκάζουν νά ὑποτάσσεται στόν πρώην ἴσο του.
Κατ᾿ ἐπανάληψιν τονίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἡ γυναίκα πλάσθηκε ἴση πρός τόν ἄνδρα. «῾Ο Θεός ἀναγνωρίζει ὡς ἕνα ὄν, ὡς μία ζωντανή ὕπαρξη, τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα καί σέ καμιά περίπτωση δέν χωρίζει τό ἀνθρώπινο γένος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος στόν ἐγκωμιαστικό λόγο του «Εἰς τήν μάρτυρα ᾿Ιουλίτταν» βάζει στό στόμα τῆς ἁγίας τά ἑξῆς· «Εἴμαστε ἀπό τό ἴδιο φύραμα μέ τούς ἄνδρες. ῎Εχουμε πλασθεῖ ῾κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ᾿, ὅπως κι αὐτοί. ῾Η γυναίκα ἔγινε ἔτσι ἀπό τόν Κτίστη, ὥστε ἐξ ἴσου μέ τόν ἄνδρα νά δέχεται τήν ἀρετή. Καί πράγματι, δέν εἴμαστε καθ᾿ ὅλα συγγενεῖς μέ τούς ἄνδρες; Διότι γιά τήν κατασκευή τῆς γυναίκας δέν πῆρε μόνο σάρκα, ἀλλά καί ῾ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων᾿. Ὥστε ἡ σταθερότητα, ἡ δύναμη καί ἡ ὑπομονή δόθηκαν ἀπό τόν Δεσπότη καί σ᾿ ἐμᾶς ἐξ ἴσου μέ τούς ἄνδρες».
᾿Εν τούτοις, ἡ ἰσότητα δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἐξομοίωση τῶν δύο φύλων. Στήν περίπτωση αὐτή δηλαδή ἰσχύει, θά ἔλεγα, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τό ἀξίωμα τῆς Γεωμετρίας ὅτι τά ὅμοια τρίγωνα ἔχουν μέν ἴσες τίς γωνίες καί ἀνάλογες τίς πλευρές, ἀλλά δέν εἶναι ἴσα. ᾿Αντίστοιχα, ἡ γυναίκα εἶναι μέν ἴση μέ τόν ἄνδρα, ἀλλ᾿ ὄχι ὅμοια μέ αὐτόν. Εἶναι ἴση ὡς ὕπαρξη ἀπέναντι στόν Θεό, μέ τά ἴδια δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, μέ τίς ἴδιες δωρεές καί ὀφειλές. Εἶναι ὅμως διαφορετική στήν κατασκευή καί τόν προορισμό της, στήν λειτουργία καί τήν ἀποστολή της. ῾Ο ἄνδρας ἔχει αὐξημένη μυϊκή δύναμη κι ἄκοπα σηκώνει φορτία βαριά. ῾Η γυναίκα ἔχει εὐγένεια καί λεπτότητα, διαίσθηση καί εὐαισθησία, σύνεση καί καρτερία. Στίς καθημερινές μας ἀνάγκες, ἄλλοτε χρειαζόμαστε τήν δυνατή πυγμή τοῦ ἄνδρα καί ἄλλοτε τό ἁπαλό χάδι τῆς γυναίκας. Ὅταν καί τά δύο μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, μποροῦμε νά κάνουμε συγκρίσεις καί ἐκτιμήσεις πώς ὁ ἕνας εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν ἄλλον;
῾Η διαφορά τῶν δύο φύλων ἔγκειται στήν διαφορά τῆς ἴδιας τῆς φύσεώς τους. ῾Υποτακτική εἶναι ἡ φύση τῆς γυναίκας καί προστατευτική τοῦ ἄνδρα. Αὐτή ἡ διαφορά δέν ἀποτελεῖ μειονέκτημα γιά τήν γυναίκα, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς χαρακτηριστική τοῦ φύλου της. «῾Ομοίως ὁμότιμοι αἱ φύσεις, ἴσαι αἱ ἀρεταί· ἆθλα ἴσα, ἡ καταδίκη ὁμοία», διακηρύττει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης. Καί συνεχίζει· «Ἄς μήν παραπονεῖται, λοιπόν, ἡ γυναίκα, εἶμαι ἀδύναμη. ῾Η ἀδυναμία εἶναι στήν σάρκα, ἡ δύναμη βρίσκεται στήν ψυχή... Πότε μπορεῖ ἡ φύση τοῦ ἄνδρα νά ἀνταγωνισθεῖ τήν φύση τῆς γυναίκας, πού διάγει τήν ζωή της καρτερικά; Πότε μπορεῖ ὁ ἄνδρας νά μιμηθεῖ τήν ἀντοχή τῶν γυναικῶν στίς νηστεῖες, τήν φιλοπονία στίς προσευχές, τήν ἀφθονία στά δάκρυα, τήν ἑτοιμότητα πρός τήν φιλανθρωπία;... ῾Η ψυχή, λοιπόν, τοῦ ἄνδρα καί ἡ ψυχή τῆς γυναίκας εἶναι ὁμότιμες. ῾Η διαφορά βρίσκεται στά σώματα».
Πρίν ἀπό τήν παρακοή, διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἡ γυναίκα ἦταν ὁμότιμη μέ τόν ἄνδρα. Μετά τήν παρακοή ἀναγκάζεται νά ὑποταχθεῖ στόν ἴσο της. ᾿Αποδίδοντας ἐλεύθερα τά λόγια τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ἅγιος διδάσκαλος βάζει στό στόμα του τήν ἑξῆς ἀποστροφή πρός τήν γυναίκα· «Σέ ἔπλασα ὁμότιμη μέ τόν ἄνδρα· δέν χρησιμοποίησες καλά τήν ἐξουσία σου. Ἄντε, λοιπόν, στήν ὑποταγή. Δέν τίμησες τήν ἐλευθερία, καταδέξου τώρα τήν δουλεία». Γιά τούς εὐσκανδάλιστους σπεύδω νά σημειώσω ὅτι αὐτή ἡ δουλεία δέν εἶναι καταδυνάστευση ἀλλά ἐλεύθερη συνεργασία, ὅπου συνεισφέρουν καί οἱ δύο σύζυγοι, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια.
Τήν θεόσδοτη ἰσοτιμία, λοιπόν, καταστρέφει ἡ ἁμαρτία. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως καθόλου δέν ἐννοεῖ πώς ἡ γυναίκα, ὑποταγμένη στόν ἄνδρα της, εἶναι σκλάβα ἤ ἕνα κατώτερο εἶδος ἀνθρώπου. Τέτοια καί χειρότερη θέση κατέχει στήν ἀρχαία ῾Ελλάδα. ᾿Εκεῖ τήν βλέπουμε ἐγκλωβισμένη στόν γυναικωνίτη, πού φράσσεται ἀπό ἀμπάρες καί κάγκελλα. Μόνο μέχρι τήν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ της ἐπιτρέπεται νά βγαίνει. ᾿Εξαιρεῖται ἡ γυναίκα τῆς Σπάρτης, πού ἀπολαμβάνει μεγάλη ἐλευθερία κι ἔχει ἐξομοιωθεῖ σχεδόν μέ τόν ἄνδρα. ῾Η εὐφυής σκέψη τοῦ φιλοσόφου Πλάτωνα δέν μπορεῖ νά δεῖ στήν γυναίκα τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ζῶο. Γι᾿ αὐτό καί χαρακτηρίζει τόν ἄνδρα ὡς φύλακα μιᾶς ἀγέλης. Στήν "Μήδεια" τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Εὐριπίδη ἡ γυναίκα εἶναι «τό πιό ἄθλιο ἀπ᾿ ὅλα τά ἔμψυχα καί λογικά γεννήματα». Κι ἐκεῖνος ὁ τετράγωνος νοῦς τοῦ ᾿Αριστοτέλη θεωρεῖ τήν δούλη ὅμοια μέ τά κατοικίδια ζῶα καί ἀποφαίνεται ὅτι «τό ἄρρεν» εἶναι ἐκ φύσεως «ἄρχον» καί «δεσπόζον», τό δέ «θῆλυ» εἶναι ἐκ φύσεως «ἀρχόμενον» καί «δοῦλον».
Στέργιος Σάκκος
Κάποιοι τά εἴπανε ὀργισμένα νιάτα. Κάποιοι ἄλλοι τά ὀνόμασαν ἐπαναστατημένη γενιά. Ἔτσι δικαιολόγησαν ὅλους τούς βανδαλισμούς καί ὅλες τίς βαρβαρότητες πού διαπράξανε στό ὄνομα τῆς δημοκρατίας καί τῆς συμπαράστασης στό θάνατο τοῦ Ἀλέξη. Μά ἐγώ πού ἔζησα μαζί μέ τούς δικούς μου μαθητές τά τελευταῖα γεγονότα, ἐγώ πού ἔσκυψα κι ἀφουγκράστηκα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς τους, ἄκουσα τό θρηνητικό τους παράπονο: «Ὅλοι μᾶς γέλασαν φοβερά, μᾶς σπάσαν τῆς ψυχῆς τά φτερά».
Μέ τό μήνυμα στό κινητό γιά καταλήψεις καί ἀποχές ξεκίνησαν τήν καινούργια ἑβδομάδα. Ἄραγε ἀπασχόλησε κανένα μαθητή ἤ γονιό ποιός ἔστειλε ὅλα αὐτά τά μηνύματα καί γιατί; Δυό φοβερές ἐκμεταλλεύσεις μείνανε σχεδόν ἀσχολίαστες: Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς μνήμης ἑνός παιδιοῦ καί ἡ ἐκμετάλλευση τῆς εὐαισθησίας τῶν ἐφήβων ἀφενός καί τῆς ἐπιπολαιότητας καί δυναμικότητάς τους ἀφετέρου.
- Κυρία, θέλουμε νά πᾶμε στήν πορεία!
- Συμπαράσταση στόν Ἀλέξη!
- Μά δέν κάνατε γιά τό λόγο αὐτό ἀποχή ἀπό τά μαθήματά σας τή Δευτέρα; Δέν σᾶς ἔδωσε τό Ὑπουργεῖο ἐλεύθερη καί τήν Τρίτη;
- Ὅλα τά σχολεῖα θά πᾶνε!
- Θά πᾶτε νά ρημάξετε τό ἀστυνομικό τμῆμα;
- Τί λέτε, κυρία; Ἁπλά, θά διαμαρτυρηθοῦμε.
Εἶπαν, εἶπα... Τό δεκαπενταμελές πείστηκε πώς δέν εἶχε καμιά δουλειά στήν πορεία. Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν μεγάλη σάν εἶδα ξεσηκωμένα στήν πόρτα, ἕτοιμα νά φύγουν, τά... πρωτάκια!
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν κουράστηκα καί πολύ νά τά στείλω στήν τάξη τους, μά ἕνα αἴσθημα ἀγανάκτησης μέ ἔκανε νά σταθῶ στήν πόρτα καί νά φωνάξω στά παιδιά μου: «Ἀπό τό σχολεῖο δέν θά βγεῖ κανένας πρίν τελειώσει καί ἡ ἕβδομη ὥρα. Θά στέκομαι ἐδῶ μέχρι τότε!».
Καί στάθηκα! Καί τότε ἦταν πού εἶδα μιά μαθήτρια τῆς Γ´ νά ἔρχεται τρέμοντας πρός τό μέρος μου.
- Κυρία, ἔρχομαι ἀπό τήν κόλαση, μοῦ εἶπε. Εἴχατε δίκιο. Δέν φανταζόμουν ὅτι θά γίνουν τέτοια πράγματα. Τό ἔσκασα ἀπό τά κάγκελα καί πῆγα στήν πορεία. Συγγνώμη, κυρία, συγχωρέστε με πού δέν σᾶς ἄκουσα.
Ἔμεινα νά τήν κοιτάω. Κι εἶδα στήν τρομαγμένη της μορφή ὅλα τά νιάτα τοῦ καιροῦ μας πού, ὅταν μᾶς βολεύει ἐμᾶς τούς μεγάλους, τά λέμε «νιάτα», καί ὅπου πάλι μᾶς βολεύει τά λέμε «παιδιά».
Ναί, ἐκείνη τή μέρα κάποιοι καπηλευτές τῆς ἔννοιας «ἀγώνας» ὅπλισαν τά χέρια δεκατριάχρονων καί δεκατετράχρονων παιδιῶν, μικρότερων ἀκόμη καί ἀπό τόν Ἀλέξη, μέ πέτρες, λοστούς, αὐγά καί γιαούρτια καί τά ἔστρεψαν ἐναντίον τῶν ἀστυνομικῶν τῆς μικρῆς ἐπαρχιακῆς πόλης ὅπου ζοῦμε.
Κι ἀναρωτιέμαι: Ποιός σκοτώνει τή νεολαία μας; Ποιοί ἀσυνείδητοι καιροσκόποι θυσιάζουν σέ ἀνίερους βωμούς τήν ἰκμάδα τῆς πατρίδας μας; Ἐπαναστατημένη γενιά! Ἄν ἡ καταστροφή λέγεται ἐπανάσταση, τό τρίξιμο ἀπό τά κόκκαλα τῶν ἐπαναστατῶν δέν θά ἔχει ὅρια. Προδομένη, ναί! Ἀδικημένη καί ἀπογυμνωμένη ἀπό ἀξίες καί ἰδανικά, ναί! Ὄχι ὅμως καί ἀγώνας τό ξετσίπωτο βρίσιμο καί οἱ βανδαλισμοί.
Ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά σφίξω στήν ἀγκαλιά μου τό κορίτσι πού ἔτρεμε μπροστά μου, γιά νά ἀκουμπήσω πάνω στήν καρδιά μου ὅλο τόν πόνο μιᾶς γενιᾶς πού ὅλοι τήν γέλασαν. Κι εἶπα πώς ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε ἡ ὥρα νά δώσουμε σέ τούτη τή γενιά ἐλπίδα καί φῶς. Καί πῆρα μιά ἀπόφαση: Νά σταθῶ πολύ κοντά σέ κεῖνα τά παιδιά πού γυρίζουν ἀπό τήν κόλαση. Σίγουρα ἐκεῖνο πού ψάχνουν εἶναι ὁ παράδεισος, κι αὐτόν πρέπει κάποιοι πού τά ἀγαποῦν ἀληθινά νά τούς τόν δείξουν. Ὅσοι πιστοί!
Ἑλένη Βασιλείου
Διευθύντρια Γυμνασίου