![]() Πουθενά ἀλλοῦ σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει τό γεγονός αὐτό πιό σαφές καί πιό συγκεκριμένο ὅσο στίς περιπτώσεις τῆς ἀρρώστιας πού χτυπᾶ ἀνίατα καί ἄδικα ἀνθρώπους πιστούς καί ἁγίους ἀκόμη, τῆς ἀρρώστιας ἐκείνης πού τήν ὀνόμασαν «ἐπάρατη» καί θεωρεῖται κατάρα. Εἶναι συμφορά νά βρεθεῖ κάποιος μέσα στίς θανατηφόρες δαγκάνες τοῦ καρκίνου, μά ὅταν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς μπορεῖ ὁ Κύριος νά ἐπιτρέπει νά βασανίζεται ὁ δοῦλος του, πῶς δέν ἀκούει τίς προσευχές του νά τόν θεραπεύσει, πῶς ἀνέχεται νά ἐκλείπουν ἀπό τή ζωή ἔτσι ἄδοξα, ἐξευτελιστικά μέσα στήν ἐξαθλίωση καί φρικτά μέσα στούς πόνους, παιδιά δικά του, ἀφοσιωμένα; Τέτοια ἐρωτήματα ἀναπόφευκτα προσβάλλουν τή σκέψη καί τήν καρδιά μας, πειράζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή μας. Ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ ἔψαχναν μέ ἀγωνία νά βοῦν ποιά μεγάλη ἁμαρτία εἶχε διαπράξει ὁ δίκαιος φίλος τους, ὥστε νά δικαιολογοῦνται τά δεινά του, μέχρι σήμερα τό πρῶτο πού σκέφτεται κανένας ὡς ἀπάντηση εἶναι οἱ ἀνελέητες ἁμαρτίες μας.
Ἐν τούτοις, μένει πάντοτε χῶρος καί γιά μιά ἄλλη ἐξήγηση, πού ξεπερνᾶ τήν καθιερωμένη λογική περί δικαιοσύνης καί ἀνταποδόσεως, ἡ ὁποία ἰσχύει βέβαια μέσα στό θεῖο νόμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δίνει ὅμως προτεραιότητα σέ μιά ἄλλη ὑπέρλογη ἀντίληψη, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας τῆς καινῆς διαθήκης. Εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖνος πού ἄδικα πάσχει, μά μέσα ἀπό τό πάθος του δοξολογεῖ τόν Θεό, ἐκεῖνος αἴφνης πού προσβάλλεται ἀθεράπευτα ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, μά μέσα σ' αὐτήν βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί συναντᾶ τό ἴδιο τό σταυρωμένο πρόσωπό του, ὥστε νά κράζει καί νά ἀνακράζει «δόξα Σοι!», ἐκεῖνος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του μάρτυρα καί ἀναδεικνύει τήν ἀρρώστια μαρτύριο γνήσιο. Δέν ρωτᾶ τό γιατί, μήτε νιώθει τόν Θεό τιμωρό, ἀλλά οὔτε καί τόν ἑαυτό του ἀδικημένο. Μόνο ζῆ τήν περίστασή του ὡς μία ἔκτακτη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, μέ ἕναν τρόπο ἔξω ἀπό τά καθημερινά καί τά συνηθισμένα, μέ τόν τρόπο πού διάλεξε Ἐκεῖνος μέ τή σοφία του καί τήν ἀγάπη του, γιά νά χαρίσει τή συγκλονιστική παρουσία του στό δοῦλο του, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού θωροῦν τό δοῦλο του.
Ἔτσι παράδοξα ἀναμιγνύεται ἡ πίκρα τῶν σωματικῶν πόνων μέ τή γλύκα τῆς θεϊκῆς κοινωνίας, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερκεράζεται ἡ ὀδύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν ἡδονή τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὑπέρλογα ἐναρμονίζεται ἡ συμφορά μέ τήν εὐτυχία καί ἡ κατάρα γίνεται εὐλογία.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσα τά στοιχεῖα πού κάνουν τήν ἀρρώστια αὐτή ὅμοια μέ μαρτύριο. Πόνος πού βασανίζει γιά καιρό, φόβος ἀναπόφευκτου θανάτου, ἀγωνία πού σέ σπρώχνει στά ἔσχατα -στόν πανικό ἤ στήν ἀπελπισία-, ὄντως πειρασμοί πού σέ βιάζουν νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου σέ Θεό ἀγαθό καί Κύριο ἰσχυρό. Ὅταν ὅμως σκεφθεῖς τόν Ἀθῶο πάνω στό σταυρό, ὅταν θυμηθεῖς τούς χριστιανούς μέσα στά ἐργαλεῖα τῆς βασάνου, μπορεῖς νά συγκρίνεις, μπορεῖς νά ἀναλογισθεῖς· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἐπέτρεψε τότε στόν Νέρωνα ἤ στόν Διοκλητιανό νά συλλάβουν ἀμέτρητους πιστούς καί νά τούς βασανίσουν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς δημίους καί τά θηρία νά θανατώσουν τούς ἁγίους του, ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει καί σήμερα τήν ἀρρώστια αὐτή, πού σάν ἄλλο τέρας ὁρμᾶ πάνω μας, νά πιάσει καί νά δαγκάσει τούς δικούς του πρός θάνατον. Δέν θά μποροῦσε ὁ Παντοδύναμος νά σταματήσει τό κακό καί τότε καί τώρα; Δέν θά ἤθελε ὁ Πολυεύσπλαγχνος νά σώσει τούς ἀγαπητούς του; Δέν τό ἔκανε ὅμως καί δέν τό κάνει, ἀλλά χαρίζει στήν Ἐκκλησία του ἁγίους καί δωρίζει στόν κόσμο ἅλας καί φῶς παραχωρώντας τό μαρτύριο, πού ὅταν συντελεῖται μέ ὑποταγή καί ταπείνωση, μέ προσευχή καί μυστήριο, ἀναδεικνύει μάρτυρες ἰσότιμους μέ τούς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας, τούς νεομάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι κάποτε ἕνας θεοφόρος ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειγόταν νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά φτάσει ἄρτος καθαρός μπροστά στόν Κύριό του. Παρόμοια στήν ἐποχή μας ἕνας ἁγιασμένος ἀσκητής, ὁ μοναχός π. Παΐσιος, ἀντιμετώπισε μέ ἱλαρότητα τά δαγκώματα τοῦ καρκίνου κράζοντας· «Ἔλα, Κύριε!».
Εἶναι δύσκολο νά μιλᾶς γιά πόνο καί γιά θάνατο, διότι εἶναι ἀπείρως δυσκολώτερο νά ὑποφέρεις καί νά ὑπομένεις. Εὐλογητός ὁ Θεός ὅμως πού δέν ἀφήνει στό χῶρο αὐτό μόνο λόγια. Ἀρκετοί ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας οἱ πιστοί ἀδελφοί πού πέρασαν καί περνοῦν μέσα ἀπό τό πειρατήριο τῆς ἀρρώστιας ὡς πραγματικοί νεομάρτυρες. Αὐτοί μᾶς δίνουν τό δικαίωμα νά μιλοῦμε γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ὑπομονή τους καί γιά τήν ἐλπίδα τους. Κι αὐτοί μᾶς καλοῦν νά ὑπομένουμε μέ τό ἴδιο φρόνημα τά δικά μας παθήματα, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσκεψη καί πρό πάντων νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού δέν ἀφήνει τίς μέρες μας χωρίς μάρτυρες, καί νά τόν δοξάζουμε, πού ξέρει νά μεταποιεῖ τήν κατάρα τοῦ καιροῦ μας σέ εὐλογία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 49 (1994) 143-144
|
Τό κάπνισμα ἀποτελεῖ μία κακή συνήθεια, βλαπτική γιά τόν καπνιστή καί τό περιβάλλον του τό φυσικό καί κοινωνικό. Ἀλλά τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ὅτι τό κάπνισμα ἀντιβαίνει στό νόμο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού, εἴτε διότι ἀγνοοῦν εἴτε διότι θέλουν νά ἀγνοοῦν, ὑποβάλλουν τό ἐρώτημα: Ἀπαγορεύει τό κάπνισμα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ καπνίσματος ἔχει ἡλικία μόλις τεσσάρων αἰώνων. Δέν ὑπῆρχε ὅταν γράφτηκε ἡ ἁγία Γραφή. ῞Οπως εἶναι φυσικό, λοιπόν, ἡ ἀπαγόρευση «Μήν καπνίζεις» δέν ὑπάρχει στό Δεκάλογο. Οὔτε σέ κανένα ἄλλο χωρίο τῆς Παλαιᾶς ἤ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρεται κάτι τέτοιο. Αὐτό ὅμως δέν συνεπάγεται ὅτι ἐπιτρέπει τό κάπνισμα ἡ ἁγία Γραφή.
Κατ᾽ ἀρχήν, τό κάπνισμα, ὅπως ὅλοι παραδεχόμαστε, βλάπτει τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχει μία μοναδική ἀξία καί ἱερότητα τό ἀνθρώπινο σῶμα. Καμία θρησκεία στόν κόσμο, καμία φιλοσοφική διδασκαλία, κανένα κοινωνικό σύστημα δέν ἐξυψώνει τό σῶμα ὅπως ἡ ἁγία Γραφή. Ἀναφέρω ἐπιγραμματικά τίς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος:
1. ῞Ολα τά δημιουργήματα τά ἔπλασε ὁ Θεός μέ μόνο τόν δημιουργικό λόγο του «εἶπε καί ἐγενήθησαν» (Ψα 32,9). Γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὅμως ἔλαβε ἰδιαίτερη μέριμνα. Πῆρε ὁ ἴδιος χῶμα ἀπό τή γῆ κι ἔπλασε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν πνοή του μέσα σ᾽ αὐτό δημιούργησε τήν ἀθάνατη ψυχή. ῾Η ἀνθρωπομορφική αὐτή ἔκφραση φανερώνει τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀποκαλύπτει ὅτι τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλο τό σύμπαν.
2. Τό σῶμα δέν εἶναι κάτι τό κακό, ὅπως δίδασκαν οἱ διάφορες θρησκεῖες, δέν εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή οὔτε ἡ φυλακή πού τήν περιορίζει, ὅπως ἔλεγε ὁ Πλάτωνας. Ἀποτελεῖ τό ἐνδιαίτημα μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ἡ ψυχή, τό ἅρμα πού αὐτή κατευθύνει γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου προορισμοῦ, τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ψυχῆς καί σώματος.
3. Τό σῶμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ (Β´ Κο 6,16), ναός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Α´ Κο 6,19), ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ναός τῆς ἁγίας Τριάδος. Σκεφθήκαμε πώς στό ἴδιο τό σῶμα μας λειτουργεῖ ὁ ἱερότερος καί λαμπρότερος ναός τοῦ κόσμου;
4. Τά σώματα τῶν πιστῶν εἶναι μέλη Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τήν ἁγία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δικά του μέλη.
5. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, χωρίς νά ἐγκαταλείψει τή θεότητά του, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔζησε μέ ἀνθρώπινο σῶμα πάνω στή γῆ··«ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14).
6. Μετά ἀπό τή φθορά καί τή διάλυση τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου, τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν καί θά γίνουν ἄφθαρτα, σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
᾿Ἐφόσον, λοιπόν, παραδεχόμαστε ὅτι τό κάπνισμα βλάπτει καί μάλιστα σοβαρά τήν ὑγεία, ἔχουμε χρέος νά λάβουμε τά μέτρα μας. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά φθείρει τό σῶμα του, διότι αὐτό τό σῶμα δέν εἶναι κτῆμα κανενός. Ἀποτελεῖ περιουσία τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα ἱερή περιουσία, ναό τοῦ Θεοῦ. Προσβάλλουμε τόν ἴδιο τόν Θεό, ὅταν μέ τό κάπνισμα φθείρουμε τό σῶμα μας· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τόν ἴδιο τόν Θεό· «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17), διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὑπάρχει αὐστηρότερη ἀπαγόρευση ἀπό αὐτήν;
Ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα
῾Η θέση τῆς γυναίκας στό Εὐαγγέλιο, καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία γενικώτερα, εἶναι ἕνα θέμα σοβαρό καί σπουδαῖο. Εἶναι ὅμως ἐπίσης καί ἕνα θέμα ἐν πολλοῖς παρεξηγημένο. Πολλοί ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι ὑποτιμᾶται ἡ γυναίκα στήν ᾿Εκκλησία καί θεωρεῖται ἄνθρωπος «δευτέρας κατανομῆς», ὑποτακτική καί δούλη τοῦ ἄνδρα. ῎Ετσι ἀκοῦμε συχνά νά κατηγορεῖται τό Εὐαγγέλιο καί νά ἐγκαλεῖται ἡ ᾿Εκκλησία, διότι δῆθεν διδάσκουν καί καλλιεργοῦν τήν ὑποδούλωση τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα.
Οἱ κατηγορίες αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅταν δέν προέρχονται ἀπό προκατάληψη ἤ καί ἐσκεμμένη διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας, ἔχουν τήν ρίζα τους στήν ἄγνοια ἤ τήν ἡμιμάθεια πού χαρακτηρίζει πολλούς. Εἶναι ὅμως ἄδικη καί συκοφαντική αὐτή ἡ θέση, διότι τό Εὐαγγέλιο πρῶτο στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας διακήρυξε τά πραγματικά δικαιώματα τῆς γυναίκας. Αὐτό τήν τοποθέτησε στήν θέση πού ἐξ ἀρχῆς τῆς εἶχε ὁρίσει ὁ Δημιουργός της· ὀντότητα ἐλεύθερη μέ προορισμό τήν θέωση. Ὄχι δούλη ἀλλά σύντροφος καί βοηθός τοῦ ἄνδρα, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπίσης θάλπεται καί βοηθεῖται ὡς ἰσότιμη καί ἰσάξιά του.
Ἄς μελετήσουμε, λοιπόν, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή, τί λέει ἡ πίστη μας γιά τό ἐπίμαχο αὐτό ζήτημα καί ἄς δοῦμε ποιός τελικά ἀπελευθερώνει πράγματι τήν γυναίκα. Δέν θά ἐξαντλήσουμε, βέβαια, ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε μόνο τίς πιό ἀντιπροσωπευτικές, μέ ὁδηγό πάντοτε τήν φωτισμένη σκέψη τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Θά ἐξετάσει δέ ἡ μελέτη μας κατά κύριο λόγο τήν θέση τῆς γυναίκας μέσα στόν γάμο. Θά τήν παρακολουθήσει ὡς σύζυγο καί μητέρα, σημειώνοντας -ὅπου καί ὅσο κρίνεται ἀναγκαῖο- τήν θέση τοῦ Εὐαγγελίου γιά τήν ἄγαμη γυναίκα.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπερίφραστα συστήνει στίς γυναῖκες συζύγους τήν ὑποταγή στούς ἄνδρες τους. Συγκεκριμένα ἡ Καινή Διαθήκη, ὅσες φορές κάνει λόγο γιά τίς σχέσεις τῶν γυναικῶν πρός τούς συζύγους τους, παραγγέλλει ὑποταγή, ὑπακοή (᾿Εφ 5,22· Κλ 3,18· Ττ 2,5· Α΄ Πέ 3,1.5) καί φόβο, δηλαδή σεβασμό (᾿Εφ 5,33· Α΄ Πέ 3,2).
Τήν αἰτία αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ἐπιταγῆς ἐντοπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν συνέχεια οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας σ᾿ ἐκείνη τήν παλιά θλιβερή ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. ῾Η Εὔα, ἡ πρώτη γυναίκα, ἦταν αὐτή πού πρώτη ἀπατήθηκε ἀπό τόν ὄφι -«γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε» (Α΄ Τι 2,14)- καί ἀπάτησε στήν συνέχεια τόν ἄνδρα, τόν ᾿Αδάμ. Ἔτσι ἡ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία νά μπεῖ τό κακό στήν ἀνθρωπότητα. Κι ἄκουσε ἀπό τόν Θεό τόν λόγο πού σέρνει ἀπό τότε κληρονομιά της ἀναπόδραστη· «᾿Εν λύπαις τέξῃ τέκνα, καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καί αὐτός σου κυριεύσει» (Γέ 3,16). Μετά ἀπό τό παράπτωμα αὐτό ἀφαιροῦνται τά κυριαρχικά δικαιώματα ἀπό τήν γυναίκα. Στό ἑξῆς θά ὑπακούει στόν ἴσο της ἄνδρα. Αὐτό μοιάζει σάν νά κάνουν μιά σοβαρή παράβαση δύο λοχίες, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας παρέσυρε τόν ἄλλο. Καί οἱ δύο τιμωροῦνται μέ φυλάκιση ἑνός μηνός· ἐκείνου ὅμως πού παρέσυρε τόν ἄλλο, τοῦ ξηλώνουν καί τά γαλόνια καί τόν ἀναγκάζουν νά ὑποτάσσεται στόν πρώην ἴσο του.
Κατ᾿ ἐπανάληψιν τονίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἡ γυναίκα πλάσθηκε ἴση πρός τόν ἄνδρα. «῾Ο Θεός ἀναγνωρίζει ὡς ἕνα ὄν, ὡς μία ζωντανή ὕπαρξη, τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα καί σέ καμιά περίπτωση δέν χωρίζει τό ἀνθρώπινο γένος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος στόν ἐγκωμιαστικό λόγο του «Εἰς τήν μάρτυρα ᾿Ιουλίτταν» βάζει στό στόμα τῆς ἁγίας τά ἑξῆς· «Εἴμαστε ἀπό τό ἴδιο φύραμα μέ τούς ἄνδρες. ῎Εχουμε πλασθεῖ ῾κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ᾿, ὅπως κι αὐτοί. ῾Η γυναίκα ἔγινε ἔτσι ἀπό τόν Κτίστη, ὥστε ἐξ ἴσου μέ τόν ἄνδρα νά δέχεται τήν ἀρετή. Καί πράγματι, δέν εἴμαστε καθ᾿ ὅλα συγγενεῖς μέ τούς ἄνδρες; Διότι γιά τήν κατασκευή τῆς γυναίκας δέν πῆρε μόνο σάρκα, ἀλλά καί ῾ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων᾿. Ὥστε ἡ σταθερότητα, ἡ δύναμη καί ἡ ὑπομονή δόθηκαν ἀπό τόν Δεσπότη καί σ᾿ ἐμᾶς ἐξ ἴσου μέ τούς ἄνδρες».
᾿Εν τούτοις, ἡ ἰσότητα δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἐξομοίωση τῶν δύο φύλων. Στήν περίπτωση αὐτή δηλαδή ἰσχύει, θά ἔλεγα, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τό ἀξίωμα τῆς Γεωμετρίας ὅτι τά ὅμοια τρίγωνα ἔχουν μέν ἴσες τίς γωνίες καί ἀνάλογες τίς πλευρές, ἀλλά δέν εἶναι ἴσα. ᾿Αντίστοιχα, ἡ γυναίκα εἶναι μέν ἴση μέ τόν ἄνδρα, ἀλλ᾿ ὄχι ὅμοια μέ αὐτόν. Εἶναι ἴση ὡς ὕπαρξη ἀπέναντι στόν Θεό, μέ τά ἴδια δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, μέ τίς ἴδιες δωρεές καί ὀφειλές. Εἶναι ὅμως διαφορετική στήν κατασκευή καί τόν προορισμό της, στήν λειτουργία καί τήν ἀποστολή της. ῾Ο ἄνδρας ἔχει αὐξημένη μυϊκή δύναμη κι ἄκοπα σηκώνει φορτία βαριά. ῾Η γυναίκα ἔχει εὐγένεια καί λεπτότητα, διαίσθηση καί εὐαισθησία, σύνεση καί καρτερία. Στίς καθημερινές μας ἀνάγκες, ἄλλοτε χρειαζόμαστε τήν δυνατή πυγμή τοῦ ἄνδρα καί ἄλλοτε τό ἁπαλό χάδι τῆς γυναίκας. Ὅταν καί τά δύο μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, μποροῦμε νά κάνουμε συγκρίσεις καί ἐκτιμήσεις πώς ὁ ἕνας εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν ἄλλον;
῾Η διαφορά τῶν δύο φύλων ἔγκειται στήν διαφορά τῆς ἴδιας τῆς φύσεώς τους. ῾Υποτακτική εἶναι ἡ φύση τῆς γυναίκας καί προστατευτική τοῦ ἄνδρα. Αὐτή ἡ διαφορά δέν ἀποτελεῖ μειονέκτημα γιά τήν γυναίκα, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς χαρακτηριστική τοῦ φύλου της. «῾Ομοίως ὁμότιμοι αἱ φύσεις, ἴσαι αἱ ἀρεταί· ἆθλα ἴσα, ἡ καταδίκη ὁμοία», διακηρύττει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης. Καί συνεχίζει· «Ἄς μήν παραπονεῖται, λοιπόν, ἡ γυναίκα, εἶμαι ἀδύναμη. ῾Η ἀδυναμία εἶναι στήν σάρκα, ἡ δύναμη βρίσκεται στήν ψυχή... Πότε μπορεῖ ἡ φύση τοῦ ἄνδρα νά ἀνταγωνισθεῖ τήν φύση τῆς γυναίκας, πού διάγει τήν ζωή της καρτερικά; Πότε μπορεῖ ὁ ἄνδρας νά μιμηθεῖ τήν ἀντοχή τῶν γυναικῶν στίς νηστεῖες, τήν φιλοπονία στίς προσευχές, τήν ἀφθονία στά δάκρυα, τήν ἑτοιμότητα πρός τήν φιλανθρωπία;... ῾Η ψυχή, λοιπόν, τοῦ ἄνδρα καί ἡ ψυχή τῆς γυναίκας εἶναι ὁμότιμες. ῾Η διαφορά βρίσκεται στά σώματα».
Πρίν ἀπό τήν παρακοή, διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἡ γυναίκα ἦταν ὁμότιμη μέ τόν ἄνδρα. Μετά τήν παρακοή ἀναγκάζεται νά ὑποταχθεῖ στόν ἴσο της. ᾿Αποδίδοντας ἐλεύθερα τά λόγια τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ἅγιος διδάσκαλος βάζει στό στόμα του τήν ἑξῆς ἀποστροφή πρός τήν γυναίκα· «Σέ ἔπλασα ὁμότιμη μέ τόν ἄνδρα· δέν χρησιμοποίησες καλά τήν ἐξουσία σου. Ἄντε, λοιπόν, στήν ὑποταγή. Δέν τίμησες τήν ἐλευθερία, καταδέξου τώρα τήν δουλεία». Γιά τούς εὐσκανδάλιστους σπεύδω νά σημειώσω ὅτι αὐτή ἡ δουλεία δέν εἶναι καταδυνάστευση ἀλλά ἐλεύθερη συνεργασία, ὅπου συνεισφέρουν καί οἱ δύο σύζυγοι, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια.
Τήν θεόσδοτη ἰσοτιμία, λοιπόν, καταστρέφει ἡ ἁμαρτία. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως καθόλου δέν ἐννοεῖ πώς ἡ γυναίκα, ὑποταγμένη στόν ἄνδρα της, εἶναι σκλάβα ἤ ἕνα κατώτερο εἶδος ἀνθρώπου. Τέτοια καί χειρότερη θέση κατέχει στήν ἀρχαία ῾Ελλάδα. ᾿Εκεῖ τήν βλέπουμε ἐγκλωβισμένη στόν γυναικωνίτη, πού φράσσεται ἀπό ἀμπάρες καί κάγκελλα. Μόνο μέχρι τήν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ της ἐπιτρέπεται νά βγαίνει. ᾿Εξαιρεῖται ἡ γυναίκα τῆς Σπάρτης, πού ἀπολαμβάνει μεγάλη ἐλευθερία κι ἔχει ἐξομοιωθεῖ σχεδόν μέ τόν ἄνδρα. ῾Η εὐφυής σκέψη τοῦ φιλοσόφου Πλάτωνα δέν μπορεῖ νά δεῖ στήν γυναίκα τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ζῶο. Γι᾿ αὐτό καί χαρακτηρίζει τόν ἄνδρα ὡς φύλακα μιᾶς ἀγέλης. Στήν "Μήδεια" τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Εὐριπίδη ἡ γυναίκα εἶναι «τό πιό ἄθλιο ἀπ᾿ ὅλα τά ἔμψυχα καί λογικά γεννήματα». Κι ἐκεῖνος ὁ τετράγωνος νοῦς τοῦ ᾿Αριστοτέλη θεωρεῖ τήν δούλη ὅμοια μέ τά κατοικίδια ζῶα καί ἀποφαίνεται ὅτι «τό ἄρρεν» εἶναι ἐκ φύσεως «ἄρχον» καί «δεσπόζον», τό δέ «θῆλυ» εἶναι ἐκ φύσεως «ἀρχόμενον» καί «δοῦλον».
Στέργιος Σάκκος
Κάποιοι τά εἴπανε ὀργισμένα νιάτα. Κάποιοι ἄλλοι τά ὀνόμασαν ἐπαναστατημένη γενιά. Ἔτσι δικαιολόγησαν ὅλους τούς βανδαλισμούς καί ὅλες τίς βαρβαρότητες πού διαπράξανε στό ὄνομα τῆς δημοκρατίας καί τῆς συμπαράστασης στό θάνατο τοῦ Ἀλέξη. Μά ἐγώ πού ἔζησα μαζί μέ τούς δικούς μου μαθητές τά τελευταῖα γεγονότα, ἐγώ πού ἔσκυψα κι ἀφουγκράστηκα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς τους, ἄκουσα τό θρηνητικό τους παράπονο: «Ὅλοι μᾶς γέλασαν φοβερά, μᾶς σπάσαν τῆς ψυχῆς τά φτερά».
Μέ τό μήνυμα στό κινητό γιά καταλήψεις καί ἀποχές ξεκίνησαν τήν καινούργια ἑβδομάδα. Ἄραγε ἀπασχόλησε κανένα μαθητή ἤ γονιό ποιός ἔστειλε ὅλα αὐτά τά μηνύματα καί γιατί; Δυό φοβερές ἐκμεταλλεύσεις μείνανε σχεδόν ἀσχολίαστες: Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς μνήμης ἑνός παιδιοῦ καί ἡ ἐκμετάλλευση τῆς εὐαισθησίας τῶν ἐφήβων ἀφενός καί τῆς ἐπιπολαιότητας καί δυναμικότητάς τους ἀφετέρου.
- Κυρία, θέλουμε νά πᾶμε στήν πορεία!
- Συμπαράσταση στόν Ἀλέξη!
- Μά δέν κάνατε γιά τό λόγο αὐτό ἀποχή ἀπό τά μαθήματά σας τή Δευτέρα; Δέν σᾶς ἔδωσε τό Ὑπουργεῖο ἐλεύθερη καί τήν Τρίτη;
- Ὅλα τά σχολεῖα θά πᾶνε!
- Θά πᾶτε νά ρημάξετε τό ἀστυνομικό τμῆμα;
- Τί λέτε, κυρία; Ἁπλά, θά διαμαρτυρηθοῦμε.
Εἶπαν, εἶπα... Τό δεκαπενταμελές πείστηκε πώς δέν εἶχε καμιά δουλειά στήν πορεία. Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν μεγάλη σάν εἶδα ξεσηκωμένα στήν πόρτα, ἕτοιμα νά φύγουν, τά... πρωτάκια!
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν κουράστηκα καί πολύ νά τά στείλω στήν τάξη τους, μά ἕνα αἴσθημα ἀγανάκτησης μέ ἔκανε νά σταθῶ στήν πόρτα καί νά φωνάξω στά παιδιά μου: «Ἀπό τό σχολεῖο δέν θά βγεῖ κανένας πρίν τελειώσει καί ἡ ἕβδομη ὥρα. Θά στέκομαι ἐδῶ μέχρι τότε!».
Καί στάθηκα! Καί τότε ἦταν πού εἶδα μιά μαθήτρια τῆς Γ´ νά ἔρχεται τρέμοντας πρός τό μέρος μου.
- Κυρία, ἔρχομαι ἀπό τήν κόλαση, μοῦ εἶπε. Εἴχατε δίκιο. Δέν φανταζόμουν ὅτι θά γίνουν τέτοια πράγματα. Τό ἔσκασα ἀπό τά κάγκελα καί πῆγα στήν πορεία. Συγγνώμη, κυρία, συγχωρέστε με πού δέν σᾶς ἄκουσα.
Ἔμεινα νά τήν κοιτάω. Κι εἶδα στήν τρομαγμένη της μορφή ὅλα τά νιάτα τοῦ καιροῦ μας πού, ὅταν μᾶς βολεύει ἐμᾶς τούς μεγάλους, τά λέμε «νιάτα», καί ὅπου πάλι μᾶς βολεύει τά λέμε «παιδιά».
Ναί, ἐκείνη τή μέρα κάποιοι καπηλευτές τῆς ἔννοιας «ἀγώνας» ὅπλισαν τά χέρια δεκατριάχρονων καί δεκατετράχρονων παιδιῶν, μικρότερων ἀκόμη καί ἀπό τόν Ἀλέξη, μέ πέτρες, λοστούς, αὐγά καί γιαούρτια καί τά ἔστρεψαν ἐναντίον τῶν ἀστυνομικῶν τῆς μικρῆς ἐπαρχιακῆς πόλης ὅπου ζοῦμε.
Κι ἀναρωτιέμαι: Ποιός σκοτώνει τή νεολαία μας; Ποιοί ἀσυνείδητοι καιροσκόποι θυσιάζουν σέ ἀνίερους βωμούς τήν ἰκμάδα τῆς πατρίδας μας; Ἐπαναστατημένη γενιά! Ἄν ἡ καταστροφή λέγεται ἐπανάσταση, τό τρίξιμο ἀπό τά κόκκαλα τῶν ἐπαναστατῶν δέν θά ἔχει ὅρια. Προδομένη, ναί! Ἀδικημένη καί ἀπογυμνωμένη ἀπό ἀξίες καί ἰδανικά, ναί! Ὄχι ὅμως καί ἀγώνας τό ξετσίπωτο βρίσιμο καί οἱ βανδαλισμοί.
Ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά σφίξω στήν ἀγκαλιά μου τό κορίτσι πού ἔτρεμε μπροστά μου, γιά νά ἀκουμπήσω πάνω στήν καρδιά μου ὅλο τόν πόνο μιᾶς γενιᾶς πού ὅλοι τήν γέλασαν. Κι εἶπα πώς ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε ἡ ὥρα νά δώσουμε σέ τούτη τή γενιά ἐλπίδα καί φῶς. Καί πῆρα μιά ἀπόφαση: Νά σταθῶ πολύ κοντά σέ κεῖνα τά παιδιά πού γυρίζουν ἀπό τήν κόλαση. Σίγουρα ἐκεῖνο πού ψάχνουν εἶναι ὁ παράδεισος, κι αὐτόν πρέπει κάποιοι πού τά ἀγαποῦν ἀληθινά νά τούς τόν δείξουν. Ὅσοι πιστοί!
Ἑλένη Βασιλείου
Διευθύντρια Γυμνασίου
Προβλημάτισε πολλούς καί σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως ἡ κατάσταση τοῦ τόπου μας τόν τελευταῖο καιρό. Τώρα πού χρονικά τουλάχιστον ἀπομακρυνθήκαμε κάπως ἀπό τά... «Δεκεμβριανά» γεγονότα καί φαίνεται νά ἔχει ἐπέλθει κάποια ἐκτόνωση τῆς ἔντασης, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τή συναισθηματική φόρτιση μποροῦμε ἴσως νά δοῦμε τά πράγματα πιό καθαρά. ᾿Εκείνη ἡ ἀναστάτωση, σχεδόν ἐξέγερση, τῶν νέων -καί ὄχι μόνο- ἐκεῖνο τό μένος ἐναντίον τῆς ἐξουσίας καί μάλιστα ἐναντίον τῶν ὀργάνων τῆς τάξεως, πού κορυφώθηκε μέ τόν ὄντως ἄδικο καί τραγικό θάνατο ἑνός δεκαεξάχρονου μαθητῆ, κάτι σοβαρό ἔχει νά μᾶς πεῖ. Εἶναι μόνον ἡ κορυφή τοῦ παγόβουνου καί μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς πέρασμα ἀπό τό ὁποῖο θά προχωρήσει κανείς στό βάθος, ἄν τό ἐπιθυμεῖ, καί θά ἔρθει ἀντιμέτωπος μέ τήν βαθειά σήψη τοῦ κοινωνικοῦ μας ἱστοῦ.
Κατ᾿ ἀρχήν, δέν εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ρίχνουν τόν λίθο τοῦ ἀναθέματος στά παιδιά. ῾Η ἀναστροφή καί τριβή μου μαζί τους, πού ξεπερνᾶ τίς πέντε συναπτές δεκαετίες, μέ ἔχει γυμνάσει, ἄς πῶ, στό νά τά κατανοῶ ἀκόμη καί ὅταν δέν τά δικαιολογῶ. ῞Ενας θάνατος εἶναι ὁπωσδήποτε τραγικό γεγονός, πολύ περισσότερο ὅταν πρόκειται γιά τόν θάνατο ἑνός ἐφήβου. Κλάψαμε καί πονέσαμε ὅλοι γι᾿ αὐτόν. Κανείς ὅμως δέν ἔχει τό δικαίωμα νά σκυλεύει τήν μνήμη ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ μέ τό ἄλλοθι τῆς δῆθεν ἀγωνιστικότητας. Κανείς δέν μπορεῖ νά καμουφλάρει πίσω ἀπό μία ἐπίφαση μαχητικότητας τήν βανδαλιστική καταστροφικότητα καί τήν χαώδη ἀναρχία.
Τό νιώσαμε ὅλοι, ἦταν ἡλίου φαεινότερο, ὅτι ἐκείνη ἡ ὁρμή καί ἐπαναστατικότητα πού κατέλαβε τά μέχρι χθές «παιδιά τοῦ καναπέ», ἐκείνη ἡ μανία νά πετροβολήσουν, νά κάψουν ζωντανούς τούς ἀστυνομικούς, πού τούς βρίζουν ὅλους συλλήβδην καί ἐμπαικτικά τούς ἀποκαλοῦν «μπάτσους, γουρούνια, δολοφόνους», δέν ἦταν «αὐτοφυής»· κάποιος τήν ὑπαγόρευε. Μέ πόνο ψυχῆς μάλιστα εἴδαμε κουκουλοφόρους νά ρυπαίνουν τούς τοίχους ἱερῶν ναῶν μέ ἀσεβῆ καί βλάσφημα συνθήματα, νά εἰσελαύνουν σέ ναούς καί νά βεβηλώνουν εἰκόνες καί ἰερά σκεύη ἐκδηλώνοντας ποικιλοτρόπως τό ἀντιεκκλησιαστικό μένος τους. Παρόμοιες βεβηλώσεις εἶχε καταγράψει μέχρι τώρα ἡ ἱστορία μέ δράστες μόνο ἀλλόθρησκους, ἀλλόφυλους, ἀντιχρίστους καί ἀντίχριστους.
᾿Αναρωτηθήκαμε ὅμως γιατί τόσο ἀνενόχλητα δρᾶ τό κακό καί πῶς καταντήσαμε τά παιδιά μας τόσο δεκτικά στά ἀρνητικά μηνύματα, τόσο εὐάλωτα στά ἐμπρηστικά συνθήματα; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα πού ἀφορᾶ ὅλους· τήν οἰκογένεια, τό σχολεῖο, τήν πολιτεία, τήν κοινωνία καί τήν ἐκκλησία βεβαίως. ῞Ολοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, διότι ὅλοι -ἀπό τήν πλευρά του καί μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας- πληγώσαμε τήν κοινωνία μας, τήν «ἀφυδατώσαμε» καί τήν καταστήσαμε ἀκοινώνητη. Τῆς ροκανίσαμε τίς ρίζες τῆς ζωῆς, ἐπιδιώξαμε τήν αὐτονόμησή της ἀπό τόν ἄσειστο Λίθο, τήν ἀλλοτρίωσή της ἀπό τά ζείδωρα νάματα τοῦ Εὐαγγελίου. Μεθυσμένοι ἀπό τήν ἀπληστία τῆς ὑπερκατανάλωσης, φλεγόμενοι ἀπό τόν πυρετό τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ καί τῆς προβολῆς, ἀποψιλώσαμε τήν ζωή μας ἀπό τόν πνευματικό πλοῦτο. Καταστήσαμε τόν συνάνθρωπο ἀντίδικο καί ἀνταγωνιστή καί καταντήσαμε τήν κοινωνία μας ζούγκλα. Περιφρονώντας τίς παραδόσεις μας καί υἱοθετώντας ἀσυλλόγιστα ξενικά πρότυπα ἀπογυμνώσαμε τήν οἰκογένεια ἀπό τήν ἱερότητά της. Φθάσαμε νά προτείνουμε νομοθεσίες πού εὐτελίζουν καί ἐξευτελίζουν τόν θεσμό της.
Δυστυχῶς καί ὡς ἐπίσημη ἐκκλησία δέν λάβαμε ἐν πολλοῖς τό μήνυμα τῶν καιρῶν· δέν σταθήκαμε στό ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Δέν στοιχηθήκαμε στήν γραμμή τῶν ἁγίων πατέρων μας. Δέν ἀκολουθήσαμε τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «μή ἐκστάς τῆς (θείας) φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου (ἀνθρωπίνου) φυράματος». Νομίσαμε πώς πρέπει νά κολακεύσουμε τόν κόσμο. Δέν τολμήσαμε νά τοῦ ποῦμε τήν ἀλήθεια. ῎Αλλοτε πάλι δέν μπορέσαμε νά τοῦ τήν δείξουμε ἐφαρμοσμένη στήν ζωή μας, ὅπως θά ἔπρεπε. Καί, τό χειρότερο, δέν εἴχαμε τήν τόλμη νά παραδεχθοῦμε τό λάθος, τήν ἀδυναμία μας, ἀλλά θελήσαμε νά τήν προβάλουμε ὡς νόμο καί πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς. ῎Ετσι καταντήσαμε ἀφερέγγυοι. ῾Ο κόσμος δέν μᾶς πιστεύει, ἀφοῦ δέν βλέπει ἡ δική μας, ἡ χριστιανική ζωή νά διαφέρει ἀπό τήν κοσμική. Σκανδαλίζεται μάλιστα, θεωρώντας ὅτι οὔτε καί ἡ χριστιανική πίστη ἔχει νά προσφέρει κάτι τό θετικό!
Μέ ὅλα αὐτά καί μέ ἄλλα παρόμοια, οἱ νεοέλληνες καταντήσαμε -σ᾿ ἕνα βαθμό- πνευματικῶς ὑπανάπτυκτοι καί στήν ἴδια κατάσταση ὁδηγοῦμε τά παιδιά μας στερώντας τους τά πνευματικά ἐρείσματα τῆς ζωῆς. Τί ἄλλο κάνουμε
«Νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης καί τῶν ὅρων ἀποστατήσας τῆς φύσεως ἐπιθυμεῖ τῶν ἀλλοτρίων» ἀποφαίνεται ἡ πατερική σοφία ἤ, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν Ντοστογιέφσκυ, «χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται». ᾿Αλλά ἔτσι χαϊρι καί προκοπή δέν γίνεται!
Καιρός νά σκεφθοῦμε σοβαρά καί νά πράξουμε τά ὀρθά. Στίς ἡμέρες μας τίς «πονηρές», ὅπως θά τίς χαρακτήριζε ὁ ἀπόστολος (᾿Εφ 5,16), τό κακό ὀγκώνεται. ῾Ωστόσο, πρός τό παρόν, τουλάχιστον, ἡ σήψη δέν εἶναι τόσο καθολική ὅσο θρασύτατα ἐπιχειρεῖ νά παρουσιάζεται. Μπορεῖ νά προληφθεῖ· νά καταπραϋνθεῖ ἡ ἀγριότητα τῶν παιδιῶν μας, νά παταχθεῖ ἡ μανιακή καταστροφικότητα, νά χειραγωγηθεῖ δημιουργικά ἡ ἀγωνιστικότητά τους. Αὐτά πραγματοποιοῦνται μέ τήν κατάλληλη ἀγωγή, ὅπου ἔχει τή θέση της καί ἡ σωτήρια διαταγή.
Θυμᾶμαι πόσο ζεστή, πόσο ἀνθρώπινη ἔκαναν τά παιδιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Θεσσαλονίκης κάθε Δεκέμβριο· Παραμονές τῶν Χριστουγέννων ἔβγαιναν στούς δρόμους ἕνα πλῆθος ὁμάδων. Μέ τά τρίγωνα, τά καραβάκια, τίς φάτνες στά χέρια, μέ τή λάμψη τῆς παιδικῆς ἁπλότητας στό πρόσωπο σκορποῦσαν γύρω τους χαρά καί ἐλπίδα σέ χρόνια πολύ πιό δύσκολα ἀπό τά σημερινά. Αὐτούς τούς ἴδιους δρόμους ἄλλα παιδιά σήμερα τούς μετέβαλαν σέ πεδία μάχης σκορπώντας τή φωτιά τῶν μολότωφ. Κι ὅμως -δόξα τῷ Θεῷ- καί στίς μέρες μας εἴδαμε στούς δρόμους παιδιά μέ πρόσωπα καθαρά, μέ μάτια φωτεινά πού ἔψαλλαν τό «Χριστός γεννᾶται». Βέβαια οἱ δημοσιογράφοι καί οἱ ρεπόρτερ δέν συνηθίζουν νά φωτογραφίζουν τίς δραστηριότητες αὐτῶν τῶν παιδιῶν, δέν τίς προβάλλουν ἀπό τόν ἔντυπο καί ἡλεκτρονικό τύπο. ᾿Αλλά τί μ᾿ αὐτό; Σημασία ἔχει ὅτι ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν πολλές σχέσεις μέ τήν ᾿Εκκλησία τά χαίρονται, τά καμαρώνουν, τά χειροκροτοῦν. Εἶναι ἕνα μήνυμα αἰσιοδοξίας.
῞Οσοι πονοῦμε αὐτόν τόν τόπο καλούμαστε νά ἑνώσουμε τίς δυνάμεις μας γιά νά σώσουμε τά παιδιά μας. «Κρεῖσσον τό πορθῆσαι Τροίαν ἤ παιδεῦσαι νεότητα», εἶχε πεῖ ὁ μεγάλος παιδαγωγός Κομένιος. ῞Οπως γιά τήν ἐκπόρθηση τῆς Τροίας ἑνωμένοι οἱ Πανέλληνες πάλεψαν καί νίκησαν, ἔτσι καί τώρα. ᾿Απαιτεῖται ἑνότητα καί ἁρμονική συνεργασία ὅλων τῶν δυνάμεων. Δέν θά τά ἰσοπεδώσει ὅλα ἡ λαίλαπα τοῦ κακοῦ. ᾿Από μᾶς ἐξαρτᾶται νά νικήσει τό καλό. ᾿Από τό δικό μας ξύπνημα μέ τήν κατάλληλη δραστηριοποίηση.
Ἕνα γεγονός τραγωδία, ἕνα πλοῖο θρύλος, μία ἀποτίμηση ἄκρως διδακτική ἔχουν 100χρονη ἐπέτειο φέτος.
Στίς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1912, λίγο μετά τά μεσάνυχτα, χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά ὁ κώδικας διάσωσης S.O.S. Ἕνα παγόβουνο στόν βόρειο Ἀτλαντικό ἀπειλεῖ τό τεράστιο ὑπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο, τόν -τί τραγική εἰρωνία!- ἀβύθιστο Τιτανικό.
Δούλεψαν 15.000 ἄνθρωποι περίπου 4 χρόνια μέ προδιαγραφές πού στοίχισαν τότε 7,5 ἑκατομμύρια δολάρια (σήμερα 400) καί καθιστοῦσαν τό πλοῖο ἀβύθιστο σύμφωνα μέ τούς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Ἦταν σάν νά ὑπῆρχε ἕνα πλοῖο μέσα σέ ἕνα ἄλλο, ὥστε κι ἄν τό ἐξωτερικό γιά κάποιο λόγο βυθιζόταν, τό ἐσωτερικό νά συνέχιζε ἀνεπηρέαστο τό ταξίδι του. Χρειάστηκαν ὅμως μόνο δύο ὧρες γιά νά βυθιστεῖ ἐξ ὁλοκλήρου καί νά παρασύρει στήν ἄβυσσο τοῦ ὠκεανοῦ περισσότερα ἀπό 1.500 ἄτομα.
Τρία ἦταν τά βασικά λάθη: Ὁ θρύλος τοῦ ἀβύθιστου ἔδωσε τήν ἄνεση στόν κυβερνήτη νά μήν ὑπολογίσει τόν κίνδυνο τῶν ἕξι παγόβουνων πού ἐντοπίστηκαν γύρω του. Ἡ ἀνταγωνιστική λογική τῆς πλοιοκτήτριας ἑταιρείας ὑπαγόρευσε τή μέγιστη ταχύτητα γιά νά φτάσει στό λιμάνι τῆς Νέας Ὑόρκης πρίν τόν προβλεπόμενο χρόνο. Ἡ πεποίθηση στή «θαυματουργική» δύναμη τῆς τεχνολογίας ἀπέκοψε τήν τελευταία ἐλπίδα διάσωσης. Τό πλοῖο ἀνοίχτηκε στόν ὠκεανό μέ 20 σωσίβιες λέμβους πού χωροῦσαν λιγότερους ἀπό τούς μισούς ταξιδιῶτες. Ὁ Τιτανικός κατασκευάστηκε ἀβύθιστος, ἐντούτοις ἔγινε γνωστός ὡς ναυάγιο.
Βρίσκεται τσακισμένος στά ὠκεάνια βάθη τοῦ Ἀτλαντικοῦ ὡς σύμβολο τοῦ περασμένου -20οῦ- αἰώνα, καθώς ἐνσαρκώνει τήν ὕβρη τοῦ τεχνοκράτη ἀνθρώπου πού στηρίχτηκε στά «θαύματα τῶν χειρῶν του», παραθεώρησε παντελῶς τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀγνόησε τελείως τόν παράγοντα Θεό. Εἶναι, ὅπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, «ὁ πύργος Βαβέλ τῆς ἐποχῆς μας».
![]() Ὑπερεκπερισσοῦ. Ὅλα εἶναι δῶρα μιᾶς ἀγάπης ὑπερβολικῆς, ἀποκλειστικῆς καί τελείας. Ἡ δημιουργία, ὁ χρόνος, ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ αἰωνιότητα. Καί ὅ,τι χωράει μέσα σ’ αὐτά. Τά ἄν, τά πότε, τά πόσο, τά πῶς, τά γιατί. Εὐχαριστῶ, λοιπόν, γιά τά «ἄν» πού περίμενα, ἀλλά πού δέν πραγματοποιήθηκαν ποτέ στή ζωή μου καί γιά τά «πότε» πού ἄργησαν τελικά πολύ νά ’ρθοῦν, ἐνῶ ἐγώ ἀδημονοῦσα ἤδη στό πρῶτο πεντάλεπτο. Εὐχαριστῶ γιά τό «πόσο» πού παρά τίς δικές μου ρυθμίσεις δέν ἦταν οὔτε πολύ οὔτε λίγο· ἦταν τόσο πού ἔφτανε γιά νά καταλάβω. Εὐχαριστῶ γιά τό «πῶς», γιατί πραγματικά δέν κατάλαβα πῶς ἦρθαν τά πράγματα στή ζωή μου, πῶς ἐξελίχτηκαν, πῶς ἀνατράπηκαν. Εὐχαριστῶ γιά τά «γιατί», πού δέν ἀπαντήθηκαν ποτέ. Μέ ὅλα αὐτά ἔμαθα λίγο νά ἀφήνομαι. Χωρίς φόβο καί χωρίς γογγυσμό, σ’ αὐτά πού ἀνοίγονται μπροστά μου κάθε ἀρχή τοῦ χρόνου. Γι’ αὐτό ὅταν πάει νά μέ καταβάλει ὁ φόβος λέω: Εὐχαριστῶ πού μέ ἀγαπᾶς, κι ἔτσι ἡ τελεία ἀγάπη ἡ δική Σου, ὄχι ἡ δική μου, «ἔξω βάλλει τόν φόβον». Κι ὅταν πάει νά Σέ διαβάλει ὁ γογγυσμός λέω: Εὐχαριστῶ, γιατί τί ἔχω πού νά μήν μοῦ εἶναι δοσμένο; Ἀντί, λοιπόν, ἀπόψε νά σκεφτῶ ὁτιδήποτε ἄλλο, τί ἔχω ἤ τί δέν ἔχω, ἄς σκεφτῶ μόνον αὐτό, ὅτι ἀντί γιά ἄνθρωπος θά μποροῦσα νά εἶμαι μιά σταγόνα σκοτάδι πού στροβιλίζεται στό χάος καί πού ἀπόψε εἰδικά θά τή φώτιζαν τά πυροτεχνήματα τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Ραντίζει αὐτή ἡ εὐχαριστία σάν ἁπαλή, ἤρεμη βροχή τό ξερό χῶμα τῶν αὐτονόητων διεκδικήσεων καί ἀπαιτήσεων πού ἔχουμε ἀπ’ τόν Θεό κι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους. Τίκ-τάκ· ἡ βροχή μιᾶς ἀδιάλειπτης εὐχαριστίας· καί μαλακώνει τό ἀδιαπέραστο στρῶμα τοῦ δεδομένου. Καί νά! Ἰριδισμοί πάνω στόν οὐρανό. Πανέμορφο καί ἐλπιδοφόρο τό οὐράνιο τόξο μετά τή βροχή. Σάν μιά ἀγκαλιά πού σηκώνει καί μένα καί αὐτό πού κουβαλάω. Σάν μιά θάλασσα πού μέ ταξιδεύει μακριά χωρίς τίς ἀποσκευές τῶν θλίψεων. Αὐτές ἔμειναν στήν ἀποβάθρα καί θά ’ρθοῦν μέ τό ἑπόμενο καράβι. Τελικά αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστικό. Δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐξασφαλίσει κανείς ὅτι δέν θά φυλλορροήσουν τά ρόδα στόν κῆπο μας ἀπό μιά ξαφνική μπόρα ἤ ὅτι δέν θά σκίσουν τά πανιά τοῦ καραβιοῦ μας οἱ ἐνάντιοι ἄνεμοι πού θά φυσήξουν γιά κάποιους ἀπό μᾶς στίς μέρες πού ἔρχονται. Μποροῦμε ὅμως μόνον ἐμεῖς μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά ἀσφαλίσουμε τήν εἰρήνη πού μᾶς δίνεται, ἄν τήν ὥρα πού πάει νά βγεῖ ἀπ’ τό στόμα μας πικρό τό «γιατί» προλάβουμε καί τό σκεπάσουμε μέ λόγο εὐχαριστίας. Ὦ Ἐσύ, πού ἐπειδή ὑπάρχεις ὑπάρχω. Μόνο μία λέξη γιά Σένα, πρώτη καί τελευταία: «Εὐχαριστῶ! Πάντοτε, ἐν παντί, κατά πάντα καί διά πάντα». Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
|
Ἡ γκρίζα πόρτα στό τέλος τοῦ δρόμου δέν ἄφηνε νά φαίνεται τίποτε ἀπό τό φῶς καί τή χαρά ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ...
Κυριακή, μετά τή θ. Λειτουργία καί τό κατηχητικό τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς γειτονικῆς ἐνορίας, ἐπισκέφτηκα καί πάλι τό μικρό νοικοκυρεμένο δωμάτιο μέ τίς δύο παράλυτες ἀδελφές. Ἡ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία στόν τοῖχο ἔδειχνε ὅτι ἡ ἀναπηρία συνόδευε τίς ἀδελφές ἀπό τήν πολύ μικρή τους ἡλικία.
Τώρα, ἀρκετές δεκαετίες ἀργότερα, μοιάζουν σάν μικροσκοπικές, ἀκίνητες κουκλίτσες· ἡ ἀναπηρία ἐπιτρέπει νά κινοῦνται μόνο τά χέρια καί τό κεφάλι, ἐνῶ τά πρόσωπα εἶναι ἰδιαίτερα ἐκφραστικά καί χαρούμενα.
Τραγουδήσαμε, μεταφέραμε τό κήρυγμα τοῦ ἱερέα πού ἀκούσαμε στό ναό καί ἑτοιμάστηκα νά φύγω.
- Θέλουμε νά ἀκούσουμε καί τήν ἱστορία πού εἶπες στά παιδάκια σήμερα! Δέν εἴμαστε κουρασμένες! ἔλεγαν μέ μάτια λαμπερά πού σέ ἀνάγκαζαν νά συνεχίσεις...
Φεύγοντας, πῆρα τό σοκάκι γιά τόν κεντρικό δρόμο μέ ὁλοζώντανη μέσα μου τήν εἰκόνα ἐκείνων τῶν ματιῶν πού ἔλαμπαν, καθώς ἄκουγαν γιά τόν Θεό.
Πῶς γίνεται τάχα τά μάτια νά λάμπουν, ἐνῶ τό σῶμα παραμένει καθηλωμένο ἐδῶ καί χρόνια μακριά κι ἀπό τίς πιό μικρές ἀνθρώπινες χαρές; Ἔφερα στή μνήμη μου τήν ἱστορία τῆς ζωῆς τους.
Βαπτίστηκαν κρυφά μιά νύχτα μέσα σ’ αὐτό τό δωμάτιο τά χρόνια πού ἀπαγορευόταν κάτι τέτοιο. Ἡ σύλληψή τους μποροῦσε νά ὁδηγήσει τό λιγότερο σέ ἰσόβια φυλάκιση. Ἀπό φόβο, κρέμασαν κουβέρτες στά παράθυρα... Κι αὐτός ὁ φόβος ἦρθε κι ἔγινε χαρά, πίστη ζωντανή πού γεμίζει αὐτές τίς ψυχές, πού πληρώνει τήν ἐσωτερική τους ὕπαρξη, τόσο ὥστε νά γίνονται γιά μένα ἔλεγχος καί δείκτης πορείας!
Γλυκό χειμωνιάτικο δειλινό κι ὁ ἥλιος κόκκινος σβήνει στόν ὁρίζοντα. Ὅλα τά μάτια βυθισμένα σ’ αὐτή τή φωτιά, σ’ αὐτή τήν ὀμορφιά πού καίει τά σύννεφα. Δυό μάτια μόνο δέν βλέπουν ἐκεῖ -ἥλιοι σβησμένοι, μάτια νεκρά. Ὁ τυφλός νεαρός κάθεται δίπλα μου στό λεωφορεῖο πού ταξιδεύει. Μοῦ θυμίζει ἔρημο στό χειμώνα πουλί. Μολυβένιο σύννεφο ἡ μορφή του. Στήν ἔκφρασή του ἁπλωμένο ἀμείλικτο «γιατί» σέ μαστιγώνει. Ἔνιωσα ἔνοχος. Ἔκλεισα τά μάτια μου νά μή βλέπω τόν κόκκινο ἥλιο. Ἤ θέλω νά βρῶ κάτι πιό ὄμορφο ἀπό κείνη τήν ὀμορφιά πού ὁ νεαρός στεροῦνταν -ἀπάντηση στό «γιατί» πού εἶχε μπεῖ πιά μέσα μου. Ἔκλεισα τά μάτια μου… κι ἄρχισα νά προσεύχομαι.
«Γιατί;». Σκοτεινό, βαρύ, πιεστικό ὑψώνεται μέσα μας κάθε φορά πού ἀγγίζουμε τόν πόνο. Τῶν ἄλλων ἤ τόν δικό μας. Τόν σωματικό ἤ τόν ψυχικό. Τόν πόνο τόν μεγάλο ἤ τόν μικρό· τήν ἀναπηρία, τήν ἀρρώστια, τό πένθος. Τήν πεῖνα, τή σκλαβιά, τή μοναξιά. Τήν προδοσία, τόν διωγμό. Ἀλλά καί τίς ἀποτυχίες, τήν ἀνικανοποίηση, τή διάψευση. Ὅλα αὐτά πού περιμέναμε καί δέν ἦρθαν. Ὅλα ἐκεῖνα πού δέν θέλαμε κι ἦρθαν στή ζωή μας.
Κάθε ἄνθρωπος καί μιά ἱστορία. Προσωπική ἱστορία φτιαγμένη ἀπό μᾶς κι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ’ τήν εὐθύνη μας κι ἀπ’ τή βούλησή του. Ἀπ’ τίς πράξεις μας κι ἀπ’ τό θέλημά του. Κάθε ἱστορία καί μιά πληγή μεγάλη ἤ μικρή. Εἶναι κάποιες τέτοιες ἱστορίες τόσο πικρές πού σέ κάνουν νά πεῖς «γιατί;». Κι ἄλλες τόσο θολές, μπερδεμένες, πού σέ κάνουν νά τίς βρεῖς παράλογες. Ἄν τότε δεῖς τή ζωή μέ τή λογική, ἀστόχησες. Θά σοῦ φανεῖ σχεδία ταλαντευόμενη στό χάος. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνα τίποτα. Πίστη. Τότε χρειάζεται πίστη. Κι ἡ ἀκυβέρνητη σχεδία τῆς ζωῆς σου θά γίνει σοφό σχέδιο κατευθυνόμενο ἀπ’ τόν Θεό στήν ἑτοίμη σωτηρία. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνας Σταυρός.
Εἶν’ ὁ Σταυρός μόνο πού μπορεῖ νά σέ βαστάζει στόν πόνο νά μή ζήσεις τήν ἐγκατάλειψη. Ἄν πονᾶμε σήμερα ἐμεῖς, πόνεσε πρίν ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Πονᾶμε γιά νά συντροφέψουμε τόν πόνο του. Πονᾶμε γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μέ τόν πόνο μας εἶναι πιό κοντά μας. Μᾶς ἀγαπάει πολύ. Μᾶς ἀγάπησε πρῶτος καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος». Πόνεσε πρῶτος καί πόνεσε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Ἄν πονᾶμε σήμερα, δέν θά πονᾶμε γιά πάντα. Αὔριο θά Τόν συντροφεύουμε στήν Ἀνάσταση.
Ἀπ’ τή μιά ἱστορίες πικρές. Κι ἀπ’ τήν ἄλλη θολές, ἀνεξήγητες, σκοτεινές. Γιά τή λογική μας παράλογες. Τότε μᾶς χρειάζεται πίστη γιά νά δοῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι παράλογος. Παράδοξος, ναί. Ξεπερνάει τή λογική μας. Ὁ Θεός ἐργάζεται σωτηρία καί γι’ αὐτό μακρόπνοα, μυστικά, αἰνιγματικά κι ἀνεξιχνίαστα. Σοφά. Ποιός φανταζόταν πώς γιά χρόνους ἑφτά δέν ἔβγαζε στάχυα ἡ γῆ γιά τή δόξα τοῦ Ἰωσήφ; Μέσα ἀπ’ τά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός ἑτοιμάζει πάντα τό καλύτερο.
…Πέρα ἀπ’ τόν κόκκινο ἥλιο ὑπάρχει μιά πατρίδα οὐράνια, αἰώνια, ὡραία, ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Ὑπάρχει Αὐτός πού, ὅταν φανέρωσε ποιός εἶναι, «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος» κι οἱ μαθητές ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, γιατί δέν ἄντεχαν νά βλέπουν. Νά μπορούσαμε γιά τή δική Του ἀγάπη νά ψελλίζουμε μέσα στόν πόνο «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! Νά μπορούσαμε γι’ αὐτά πού μᾶς ἑτοίμασε ν’ ἀναφωνοῦμε στά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας: «Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ».