Προβλημάτισε πολλούς καί σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως ἡ κατάσταση τοῦ τόπου μας τόν τελευταῖο καιρό. Τώρα πού χρονικά τουλάχιστον ἀπομακρυνθήκαμε κάπως ἀπό τά... «Δεκεμβριανά» γεγονότα καί φαίνεται νά ἔχει ἐπέλθει κάποια ἐκτόνωση τῆς ἔντασης, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τή συναισθηματική φόρτιση μποροῦμε ἴσως νά δοῦμε τά πράγματα πιό καθαρά. ᾿Εκείνη ἡ ἀναστάτωση, σχεδόν ἐξέγερση, τῶν νέων -καί ὄχι μόνο- ἐκεῖνο τό μένος ἐναντίον τῆς ἐξουσίας καί μάλιστα ἐναντίον τῶν ὀργάνων τῆς τάξεως, πού κορυφώθηκε μέ τόν ὄντως ἄδικο καί τραγικό θάνατο ἑνός δεκαεξάχρονου μαθητῆ, κάτι σοβαρό ἔχει νά μᾶς πεῖ. Εἶναι μόνον ἡ κορυφή τοῦ παγόβουνου καί μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς πέρασμα ἀπό τό ὁποῖο θά προχωρήσει κανείς στό βάθος, ἄν τό ἐπιθυμεῖ, καί θά ἔρθει ἀντιμέτωπος μέ τήν βαθειά σήψη τοῦ κοινωνικοῦ μας ἱστοῦ.
Κατ᾿ ἀρχήν, δέν εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ρίχνουν τόν λίθο τοῦ ἀναθέματος στά παιδιά. ῾Η ἀναστροφή καί τριβή μου μαζί τους, πού ξεπερνᾶ τίς πέντε συναπτές δεκαετίες, μέ ἔχει γυμνάσει, ἄς πῶ, στό νά τά κατανοῶ ἀκόμη καί ὅταν δέν τά δικαιολογῶ. ῞Ενας θάνατος εἶναι ὁπωσδήποτε τραγικό γεγονός, πολύ περισσότερο ὅταν πρόκειται γιά τόν θάνατο ἑνός ἐφήβου. Κλάψαμε καί πονέσαμε ὅλοι γι᾿ αὐτόν. Κανείς ὅμως δέν ἔχει τό δικαίωμα νά σκυλεύει τήν μνήμη ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ μέ τό ἄλλοθι τῆς δῆθεν ἀγωνιστικότητας. Κανείς δέν μπορεῖ νά καμουφλάρει πίσω ἀπό μία ἐπίφαση μαχητικότητας τήν βανδαλιστική καταστροφικότητα καί τήν χαώδη ἀναρχία.
Τό νιώσαμε ὅλοι, ἦταν ἡλίου φαεινότερο, ὅτι ἐκείνη ἡ ὁρμή καί ἐπαναστατικότητα πού κατέλαβε τά μέχρι χθές «παιδιά τοῦ καναπέ», ἐκείνη ἡ μανία νά πετροβολήσουν, νά κάψουν ζωντανούς τούς ἀστυνομικούς, πού τούς βρίζουν ὅλους συλλήβδην καί ἐμπαικτικά τούς ἀποκαλοῦν «μπάτσους, γουρούνια, δολοφόνους», δέν ἦταν «αὐτοφυής»· κάποιος τήν ὑπαγόρευε. Μέ πόνο ψυχῆς μάλιστα εἴδαμε κουκουλοφόρους νά ρυπαίνουν τούς τοίχους ἱερῶν ναῶν μέ ἀσεβῆ καί βλάσφημα συνθήματα, νά εἰσελαύνουν σέ ναούς καί νά βεβηλώνουν εἰκόνες καί ἰερά σκεύη ἐκδηλώνοντας ποικιλοτρόπως τό ἀντιεκκλησιαστικό μένος τους. Παρόμοιες βεβηλώσεις εἶχε καταγράψει μέχρι τώρα ἡ ἱστορία μέ δράστες μόνο ἀλλόθρησκους, ἀλλόφυλους, ἀντιχρίστους καί ἀντίχριστους.
᾿Αναρωτηθήκαμε ὅμως γιατί τόσο ἀνενόχλητα δρᾶ τό κακό καί πῶς καταντήσαμε τά παιδιά μας τόσο δεκτικά στά ἀρνητικά μηνύματα, τόσο εὐάλωτα στά ἐμπρηστικά συνθήματα; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα πού ἀφορᾶ ὅλους· τήν οἰκογένεια, τό σχολεῖο, τήν πολιτεία, τήν κοινωνία καί τήν ἐκκλησία βεβαίως. ῞Ολοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, διότι ὅλοι -ἀπό τήν πλευρά του καί μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας- πληγώσαμε τήν κοινωνία μας, τήν «ἀφυδατώσαμε» καί τήν καταστήσαμε ἀκοινώνητη. Τῆς ροκανίσαμε τίς ρίζες τῆς ζωῆς, ἐπιδιώξαμε τήν αὐτονόμησή της ἀπό τόν ἄσειστο Λίθο, τήν ἀλλοτρίωσή της ἀπό τά ζείδωρα νάματα τοῦ Εὐαγγελίου. Μεθυσμένοι ἀπό τήν ἀπληστία τῆς ὑπερκατανάλωσης, φλεγόμενοι ἀπό τόν πυρετό τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ καί τῆς προβολῆς, ἀποψιλώσαμε τήν ζωή μας ἀπό τόν πνευματικό πλοῦτο. Καταστήσαμε τόν συνάνθρωπο ἀντίδικο καί ἀνταγωνιστή καί καταντήσαμε τήν κοινωνία μας ζούγκλα. Περιφρονώντας τίς παραδόσεις μας καί υἱοθετώντας ἀσυλλόγιστα ξενικά πρότυπα ἀπογυμνώσαμε τήν οἰκογένεια ἀπό τήν ἱερότητά της. Φθάσαμε νά προτείνουμε νομοθεσίες πού εὐτελίζουν καί ἐξευτελίζουν τόν θεσμό της.
Δυστυχῶς καί ὡς ἐπίσημη ἐκκλησία δέν λάβαμε ἐν πολλοῖς τό μήνυμα τῶν καιρῶν· δέν σταθήκαμε στό ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Δέν στοιχηθήκαμε στήν γραμμή τῶν ἁγίων πατέρων μας. Δέν ἀκολουθήσαμε τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «μή ἐκστάς τῆς (θείας) φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου (ἀνθρωπίνου) φυράματος». Νομίσαμε πώς πρέπει νά κολακεύσουμε τόν κόσμο. Δέν τολμήσαμε νά τοῦ ποῦμε τήν ἀλήθεια. ῎Αλλοτε πάλι δέν μπορέσαμε νά τοῦ τήν δείξουμε ἐφαρμοσμένη στήν ζωή μας, ὅπως θά ἔπρεπε. Καί, τό χειρότερο, δέν εἴχαμε τήν τόλμη νά παραδεχθοῦμε τό λάθος, τήν ἀδυναμία μας, ἀλλά θελήσαμε νά τήν προβάλουμε ὡς νόμο καί πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς. ῎Ετσι καταντήσαμε ἀφερέγγυοι. ῾Ο κόσμος δέν μᾶς πιστεύει, ἀφοῦ δέν βλέπει ἡ δική μας, ἡ χριστιανική ζωή νά διαφέρει ἀπό τήν κοσμική. Σκανδαλίζεται μάλιστα, θεωρώντας ὅτι οὔτε καί ἡ χριστιανική πίστη ἔχει νά προσφέρει κάτι τό θετικό!
Μέ ὅλα αὐτά καί μέ ἄλλα παρόμοια, οἱ νεοέλληνες καταντήσαμε -σ᾿ ἕνα βαθμό- πνευματικῶς ὑπανάπτυκτοι καί στήν ἴδια κατάσταση ὁδηγοῦμε τά παιδιά μας στερώντας τους τά πνευματικά ἐρείσματα τῆς ζωῆς. Τί ἄλλο κάνουμε
«Νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης καί τῶν ὅρων ἀποστατήσας τῆς φύσεως ἐπιθυμεῖ τῶν ἀλλοτρίων» ἀποφαίνεται ἡ πατερική σοφία ἤ, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν Ντοστογιέφσκυ, «χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται». ᾿Αλλά ἔτσι χαϊρι καί προκοπή δέν γίνεται!
Καιρός νά σκεφθοῦμε σοβαρά καί νά πράξουμε τά ὀρθά. Στίς ἡμέρες μας τίς «πονηρές», ὅπως θά τίς χαρακτήριζε ὁ ἀπόστολος (᾿Εφ 5,16), τό κακό ὀγκώνεται. ῾Ωστόσο, πρός τό παρόν, τουλάχιστον, ἡ σήψη δέν εἶναι τόσο καθολική ὅσο θρασύτατα ἐπιχειρεῖ νά παρουσιάζεται. Μπορεῖ νά προληφθεῖ· νά καταπραϋνθεῖ ἡ ἀγριότητα τῶν παιδιῶν μας, νά παταχθεῖ ἡ μανιακή καταστροφικότητα, νά χειραγωγηθεῖ δημιουργικά ἡ ἀγωνιστικότητά τους. Αὐτά πραγματοποιοῦνται μέ τήν κατάλληλη ἀγωγή, ὅπου ἔχει τή θέση της καί ἡ σωτήρια διαταγή.
Θυμᾶμαι πόσο ζεστή, πόσο ἀνθρώπινη ἔκαναν τά παιδιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Θεσσαλονίκης κάθε Δεκέμβριο· Παραμονές τῶν Χριστουγέννων ἔβγαιναν στούς δρόμους ἕνα πλῆθος ὁμάδων. Μέ τά τρίγωνα, τά καραβάκια, τίς φάτνες στά χέρια, μέ τή λάμψη τῆς παιδικῆς ἁπλότητας στό πρόσωπο σκορποῦσαν γύρω τους χαρά καί ἐλπίδα σέ χρόνια πολύ πιό δύσκολα ἀπό τά σημερινά. Αὐτούς τούς ἴδιους δρόμους ἄλλα παιδιά σήμερα τούς μετέβαλαν σέ πεδία μάχης σκορπώντας τή φωτιά τῶν μολότωφ. Κι ὅμως -δόξα τῷ Θεῷ- καί στίς μέρες μας εἴδαμε στούς δρόμους παιδιά μέ πρόσωπα καθαρά, μέ μάτια φωτεινά πού ἔψαλλαν τό «Χριστός γεννᾶται». Βέβαια οἱ δημοσιογράφοι καί οἱ ρεπόρτερ δέν συνηθίζουν νά φωτογραφίζουν τίς δραστηριότητες αὐτῶν τῶν παιδιῶν, δέν τίς προβάλλουν ἀπό τόν ἔντυπο καί ἡλεκτρονικό τύπο. ᾿Αλλά τί μ᾿ αὐτό; Σημασία ἔχει ὅτι ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν πολλές σχέσεις μέ τήν ᾿Εκκλησία τά χαίρονται, τά καμαρώνουν, τά χειροκροτοῦν. Εἶναι ἕνα μήνυμα αἰσιοδοξίας.
῞Οσοι πονοῦμε αὐτόν τόν τόπο καλούμαστε νά ἑνώσουμε τίς δυνάμεις μας γιά νά σώσουμε τά παιδιά μας. «Κρεῖσσον τό πορθῆσαι Τροίαν ἤ παιδεῦσαι νεότητα», εἶχε πεῖ ὁ μεγάλος παιδαγωγός Κομένιος. ῞Οπως γιά τήν ἐκπόρθηση τῆς Τροίας ἑνωμένοι οἱ Πανέλληνες πάλεψαν καί νίκησαν, ἔτσι καί τώρα. ᾿Απαιτεῖται ἑνότητα καί ἁρμονική συνεργασία ὅλων τῶν δυνάμεων. Δέν θά τά ἰσοπεδώσει ὅλα ἡ λαίλαπα τοῦ κακοῦ. ᾿Από μᾶς ἐξαρτᾶται νά νικήσει τό καλό. ᾿Από τό δικό μας ξύπνημα μέ τήν κατάλληλη δραστηριοποίηση.
Ἕνα γεγονός τραγωδία, ἕνα πλοῖο θρύλος, μία ἀποτίμηση ἄκρως διδακτική ἔχουν 100χρονη ἐπέτειο φέτος.
Στίς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1912, λίγο μετά τά μεσάνυχτα, χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά ὁ κώδικας διάσωσης S.O.S. Ἕνα παγόβουνο στόν βόρειο Ἀτλαντικό ἀπειλεῖ τό τεράστιο ὑπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο, τόν -τί τραγική εἰρωνία!- ἀβύθιστο Τιτανικό.
Δούλεψαν 15.000 ἄνθρωποι περίπου 4 χρόνια μέ προδιαγραφές πού στοίχισαν τότε 7,5 ἑκατομμύρια δολάρια (σήμερα 400) καί καθιστοῦσαν τό πλοῖο ἀβύθιστο σύμφωνα μέ τούς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Ἦταν σάν νά ὑπῆρχε ἕνα πλοῖο μέσα σέ ἕνα ἄλλο, ὥστε κι ἄν τό ἐξωτερικό γιά κάποιο λόγο βυθιζόταν, τό ἐσωτερικό νά συνέχιζε ἀνεπηρέαστο τό ταξίδι του. Χρειάστηκαν ὅμως μόνο δύο ὧρες γιά νά βυθιστεῖ ἐξ ὁλοκλήρου καί νά παρασύρει στήν ἄβυσσο τοῦ ὠκεανοῦ περισσότερα ἀπό 1.500 ἄτομα.
Τρία ἦταν τά βασικά λάθη: Ὁ θρύλος τοῦ ἀβύθιστου ἔδωσε τήν ἄνεση στόν κυβερνήτη νά μήν ὑπολογίσει τόν κίνδυνο τῶν ἕξι παγόβουνων πού ἐντοπίστηκαν γύρω του. Ἡ ἀνταγωνιστική λογική τῆς πλοιοκτήτριας ἑταιρείας ὑπαγόρευσε τή μέγιστη ταχύτητα γιά νά φτάσει στό λιμάνι τῆς Νέας Ὑόρκης πρίν τόν προβλεπόμενο χρόνο. Ἡ πεποίθηση στή «θαυματουργική» δύναμη τῆς τεχνολογίας ἀπέκοψε τήν τελευταία ἐλπίδα διάσωσης. Τό πλοῖο ἀνοίχτηκε στόν ὠκεανό μέ 20 σωσίβιες λέμβους πού χωροῦσαν λιγότερους ἀπό τούς μισούς ταξιδιῶτες. Ὁ Τιτανικός κατασκευάστηκε ἀβύθιστος, ἐντούτοις ἔγινε γνωστός ὡς ναυάγιο.
Βρίσκεται τσακισμένος στά ὠκεάνια βάθη τοῦ Ἀτλαντικοῦ ὡς σύμβολο τοῦ περασμένου -20οῦ- αἰώνα, καθώς ἐνσαρκώνει τήν ὕβρη τοῦ τεχνοκράτη ἀνθρώπου πού στηρίχτηκε στά «θαύματα τῶν χειρῶν του», παραθεώρησε παντελῶς τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀγνόησε τελείως τόν παράγοντα Θεό. Εἶναι, ὅπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, «ὁ πύργος Βαβέλ τῆς ἐποχῆς μας».
![]() Ὑπερεκπερισσοῦ. Ὅλα εἶναι δῶρα μιᾶς ἀγάπης ὑπερβολικῆς, ἀποκλειστικῆς καί τελείας. Ἡ δημιουργία, ὁ χρόνος, ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ αἰωνιότητα. Καί ὅ,τι χωράει μέσα σ’ αὐτά. Τά ἄν, τά πότε, τά πόσο, τά πῶς, τά γιατί. Εὐχαριστῶ, λοιπόν, γιά τά «ἄν» πού περίμενα, ἀλλά πού δέν πραγματοποιήθηκαν ποτέ στή ζωή μου καί γιά τά «πότε» πού ἄργησαν τελικά πολύ νά ’ρθοῦν, ἐνῶ ἐγώ ἀδημονοῦσα ἤδη στό πρῶτο πεντάλεπτο. Εὐχαριστῶ γιά τό «πόσο» πού παρά τίς δικές μου ρυθμίσεις δέν ἦταν οὔτε πολύ οὔτε λίγο· ἦταν τόσο πού ἔφτανε γιά νά καταλάβω. Εὐχαριστῶ γιά τό «πῶς», γιατί πραγματικά δέν κατάλαβα πῶς ἦρθαν τά πράγματα στή ζωή μου, πῶς ἐξελίχτηκαν, πῶς ἀνατράπηκαν. Εὐχαριστῶ γιά τά «γιατί», πού δέν ἀπαντήθηκαν ποτέ. Μέ ὅλα αὐτά ἔμαθα λίγο νά ἀφήνομαι. Χωρίς φόβο καί χωρίς γογγυσμό, σ’ αὐτά πού ἀνοίγονται μπροστά μου κάθε ἀρχή τοῦ χρόνου. Γι’ αὐτό ὅταν πάει νά μέ καταβάλει ὁ φόβος λέω: Εὐχαριστῶ πού μέ ἀγαπᾶς, κι ἔτσι ἡ τελεία ἀγάπη ἡ δική Σου, ὄχι ἡ δική μου, «ἔξω βάλλει τόν φόβον». Κι ὅταν πάει νά Σέ διαβάλει ὁ γογγυσμός λέω: Εὐχαριστῶ, γιατί τί ἔχω πού νά μήν μοῦ εἶναι δοσμένο; Ἀντί, λοιπόν, ἀπόψε νά σκεφτῶ ὁτιδήποτε ἄλλο, τί ἔχω ἤ τί δέν ἔχω, ἄς σκεφτῶ μόνον αὐτό, ὅτι ἀντί γιά ἄνθρωπος θά μποροῦσα νά εἶμαι μιά σταγόνα σκοτάδι πού στροβιλίζεται στό χάος καί πού ἀπόψε εἰδικά θά τή φώτιζαν τά πυροτεχνήματα τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Ραντίζει αὐτή ἡ εὐχαριστία σάν ἁπαλή, ἤρεμη βροχή τό ξερό χῶμα τῶν αὐτονόητων διεκδικήσεων καί ἀπαιτήσεων πού ἔχουμε ἀπ’ τόν Θεό κι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους. Τίκ-τάκ· ἡ βροχή μιᾶς ἀδιάλειπτης εὐχαριστίας· καί μαλακώνει τό ἀδιαπέραστο στρῶμα τοῦ δεδομένου. Καί νά! Ἰριδισμοί πάνω στόν οὐρανό. Πανέμορφο καί ἐλπιδοφόρο τό οὐράνιο τόξο μετά τή βροχή. Σάν μιά ἀγκαλιά πού σηκώνει καί μένα καί αὐτό πού κουβαλάω. Σάν μιά θάλασσα πού μέ ταξιδεύει μακριά χωρίς τίς ἀποσκευές τῶν θλίψεων. Αὐτές ἔμειναν στήν ἀποβάθρα καί θά ’ρθοῦν μέ τό ἑπόμενο καράβι. Τελικά αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστικό. Δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐξασφαλίσει κανείς ὅτι δέν θά φυλλορροήσουν τά ρόδα στόν κῆπο μας ἀπό μιά ξαφνική μπόρα ἤ ὅτι δέν θά σκίσουν τά πανιά τοῦ καραβιοῦ μας οἱ ἐνάντιοι ἄνεμοι πού θά φυσήξουν γιά κάποιους ἀπό μᾶς στίς μέρες πού ἔρχονται. Μποροῦμε ὅμως μόνον ἐμεῖς μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά ἀσφαλίσουμε τήν εἰρήνη πού μᾶς δίνεται, ἄν τήν ὥρα πού πάει νά βγεῖ ἀπ’ τό στόμα μας πικρό τό «γιατί» προλάβουμε καί τό σκεπάσουμε μέ λόγο εὐχαριστίας. Ὦ Ἐσύ, πού ἐπειδή ὑπάρχεις ὑπάρχω. Μόνο μία λέξη γιά Σένα, πρώτη καί τελευταία: «Εὐχαριστῶ! Πάντοτε, ἐν παντί, κατά πάντα καί διά πάντα». Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
|
Ἡ γκρίζα πόρτα στό τέλος τοῦ δρόμου δέν ἄφηνε νά φαίνεται τίποτε ἀπό τό φῶς καί τή χαρά ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ...
Κυριακή, μετά τή θ. Λειτουργία καί τό κατηχητικό τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς γειτονικῆς ἐνορίας, ἐπισκέφτηκα καί πάλι τό μικρό νοικοκυρεμένο δωμάτιο μέ τίς δύο παράλυτες ἀδελφές. Ἡ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία στόν τοῖχο ἔδειχνε ὅτι ἡ ἀναπηρία συνόδευε τίς ἀδελφές ἀπό τήν πολύ μικρή τους ἡλικία.
Τώρα, ἀρκετές δεκαετίες ἀργότερα, μοιάζουν σάν μικροσκοπικές, ἀκίνητες κουκλίτσες· ἡ ἀναπηρία ἐπιτρέπει νά κινοῦνται μόνο τά χέρια καί τό κεφάλι, ἐνῶ τά πρόσωπα εἶναι ἰδιαίτερα ἐκφραστικά καί χαρούμενα.
Τραγουδήσαμε, μεταφέραμε τό κήρυγμα τοῦ ἱερέα πού ἀκούσαμε στό ναό καί ἑτοιμάστηκα νά φύγω.
- Θέλουμε νά ἀκούσουμε καί τήν ἱστορία πού εἶπες στά παιδάκια σήμερα! Δέν εἴμαστε κουρασμένες! ἔλεγαν μέ μάτια λαμπερά πού σέ ἀνάγκαζαν νά συνεχίσεις...
Φεύγοντας, πῆρα τό σοκάκι γιά τόν κεντρικό δρόμο μέ ὁλοζώντανη μέσα μου τήν εἰκόνα ἐκείνων τῶν ματιῶν πού ἔλαμπαν, καθώς ἄκουγαν γιά τόν Θεό.
Πῶς γίνεται τάχα τά μάτια νά λάμπουν, ἐνῶ τό σῶμα παραμένει καθηλωμένο ἐδῶ καί χρόνια μακριά κι ἀπό τίς πιό μικρές ἀνθρώπινες χαρές; Ἔφερα στή μνήμη μου τήν ἱστορία τῆς ζωῆς τους.
Βαπτίστηκαν κρυφά μιά νύχτα μέσα σ’ αὐτό τό δωμάτιο τά χρόνια πού ἀπαγορευόταν κάτι τέτοιο. Ἡ σύλληψή τους μποροῦσε νά ὁδηγήσει τό λιγότερο σέ ἰσόβια φυλάκιση. Ἀπό φόβο, κρέμασαν κουβέρτες στά παράθυρα... Κι αὐτός ὁ φόβος ἦρθε κι ἔγινε χαρά, πίστη ζωντανή πού γεμίζει αὐτές τίς ψυχές, πού πληρώνει τήν ἐσωτερική τους ὕπαρξη, τόσο ὥστε νά γίνονται γιά μένα ἔλεγχος καί δείκτης πορείας!
Γλυκό χειμωνιάτικο δειλινό κι ὁ ἥλιος κόκκινος σβήνει στόν ὁρίζοντα. Ὅλα τά μάτια βυθισμένα σ’ αὐτή τή φωτιά, σ’ αὐτή τήν ὀμορφιά πού καίει τά σύννεφα. Δυό μάτια μόνο δέν βλέπουν ἐκεῖ -ἥλιοι σβησμένοι, μάτια νεκρά. Ὁ τυφλός νεαρός κάθεται δίπλα μου στό λεωφορεῖο πού ταξιδεύει. Μοῦ θυμίζει ἔρημο στό χειμώνα πουλί. Μολυβένιο σύννεφο ἡ μορφή του. Στήν ἔκφρασή του ἁπλωμένο ἀμείλικτο «γιατί» σέ μαστιγώνει. Ἔνιωσα ἔνοχος. Ἔκλεισα τά μάτια μου νά μή βλέπω τόν κόκκινο ἥλιο. Ἤ θέλω νά βρῶ κάτι πιό ὄμορφο ἀπό κείνη τήν ὀμορφιά πού ὁ νεαρός στεροῦνταν -ἀπάντηση στό «γιατί» πού εἶχε μπεῖ πιά μέσα μου. Ἔκλεισα τά μάτια μου… κι ἄρχισα νά προσεύχομαι.
«Γιατί;». Σκοτεινό, βαρύ, πιεστικό ὑψώνεται μέσα μας κάθε φορά πού ἀγγίζουμε τόν πόνο. Τῶν ἄλλων ἤ τόν δικό μας. Τόν σωματικό ἤ τόν ψυχικό. Τόν πόνο τόν μεγάλο ἤ τόν μικρό· τήν ἀναπηρία, τήν ἀρρώστια, τό πένθος. Τήν πεῖνα, τή σκλαβιά, τή μοναξιά. Τήν προδοσία, τόν διωγμό. Ἀλλά καί τίς ἀποτυχίες, τήν ἀνικανοποίηση, τή διάψευση. Ὅλα αὐτά πού περιμέναμε καί δέν ἦρθαν. Ὅλα ἐκεῖνα πού δέν θέλαμε κι ἦρθαν στή ζωή μας.
Κάθε ἄνθρωπος καί μιά ἱστορία. Προσωπική ἱστορία φτιαγμένη ἀπό μᾶς κι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ’ τήν εὐθύνη μας κι ἀπ’ τή βούλησή του. Ἀπ’ τίς πράξεις μας κι ἀπ’ τό θέλημά του. Κάθε ἱστορία καί μιά πληγή μεγάλη ἤ μικρή. Εἶναι κάποιες τέτοιες ἱστορίες τόσο πικρές πού σέ κάνουν νά πεῖς «γιατί;». Κι ἄλλες τόσο θολές, μπερδεμένες, πού σέ κάνουν νά τίς βρεῖς παράλογες. Ἄν τότε δεῖς τή ζωή μέ τή λογική, ἀστόχησες. Θά σοῦ φανεῖ σχεδία ταλαντευόμενη στό χάος. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνα τίποτα. Πίστη. Τότε χρειάζεται πίστη. Κι ἡ ἀκυβέρνητη σχεδία τῆς ζωῆς σου θά γίνει σοφό σχέδιο κατευθυνόμενο ἀπ’ τόν Θεό στήν ἑτοίμη σωτηρία. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνας Σταυρός.
Εἶν’ ὁ Σταυρός μόνο πού μπορεῖ νά σέ βαστάζει στόν πόνο νά μή ζήσεις τήν ἐγκατάλειψη. Ἄν πονᾶμε σήμερα ἐμεῖς, πόνεσε πρίν ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Πονᾶμε γιά νά συντροφέψουμε τόν πόνο του. Πονᾶμε γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μέ τόν πόνο μας εἶναι πιό κοντά μας. Μᾶς ἀγαπάει πολύ. Μᾶς ἀγάπησε πρῶτος καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος». Πόνεσε πρῶτος καί πόνεσε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Ἄν πονᾶμε σήμερα, δέν θά πονᾶμε γιά πάντα. Αὔριο θά Τόν συντροφεύουμε στήν Ἀνάσταση.
Ἀπ’ τή μιά ἱστορίες πικρές. Κι ἀπ’ τήν ἄλλη θολές, ἀνεξήγητες, σκοτεινές. Γιά τή λογική μας παράλογες. Τότε μᾶς χρειάζεται πίστη γιά νά δοῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι παράλογος. Παράδοξος, ναί. Ξεπερνάει τή λογική μας. Ὁ Θεός ἐργάζεται σωτηρία καί γι’ αὐτό μακρόπνοα, μυστικά, αἰνιγματικά κι ἀνεξιχνίαστα. Σοφά. Ποιός φανταζόταν πώς γιά χρόνους ἑφτά δέν ἔβγαζε στάχυα ἡ γῆ γιά τή δόξα τοῦ Ἰωσήφ; Μέσα ἀπ’ τά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός ἑτοιμάζει πάντα τό καλύτερο.
…Πέρα ἀπ’ τόν κόκκινο ἥλιο ὑπάρχει μιά πατρίδα οὐράνια, αἰώνια, ὡραία, ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Ὑπάρχει Αὐτός πού, ὅταν φανέρωσε ποιός εἶναι, «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος» κι οἱ μαθητές ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, γιατί δέν ἄντεχαν νά βλέπουν. Νά μπορούσαμε γιά τή δική Του ἀγάπη νά ψελλίζουμε μέσα στόν πόνο «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! Νά μπορούσαμε γι’ αὐτά πού μᾶς ἑτοίμασε ν’ ἀναφωνοῦμε στά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας: «Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ».
«Ἔκανα ἀπό 48.000 ἕως 62.000 ἐκτρώσεις!!!», ἀκούγεται στό διαδίκτυο ἡ σπαραξικάρδια οἰμωγή τοῦ Στογιάν Ἀδάσεβιτς, γνωστοῦ χειρούργου - γυναικολόγου στή Σερβία, σέ συνέντευξή του στό περιοδικό τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «Ὀρθοδοξία». Ἡ συνέντευξη εἶναι ἡ περίληψη τοῦ βιβλίου πού τελευταῖα ἐξέδωσε ὁ γιατρός Ἀδάσεβιτς στά σερβικά, μέ τίτλο «Ἡ ἁγιότης τῆς ζωῆς». Μεταφέρουμε κάποια σημεῖα ἀπό τή συνέντευξή του, ὅπως δημοσιεύεται στό forum «Ἀρχονταρίκι»:
«Εἶμαι γιατρός, γνωρίζω τίς πράξεις μου, καί εἶμαι ἔνοχος γιά ὅλες τίς φρικαλεότητες πού διέπραξα ἐργαζόμενος ὡς γυναικολόγος. Εἶμαι ὅμως ὑποχρεωμένος νά μαρτυρήσω, νά ἀφυπνίσω, νά προειδοποιήσω τόν κόσμο ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐγκυμοσύνης εἶναι στήν πραγματικότητα φόνος ἑνός ἀνυπεράσπιστου παιδιοῦ...
Τότε δέν γνώριζα ὅτι διέπραττα φόνους, τώρα ὅμως ὑποστηρίζω καί γνωρίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλη. Στό Πανεπιστήμιο μᾶς ἔλεγαν ὅτι τό παιδί θεωρεῖται ζωντανό μόλις γεννηθεῖ, μέ τό πρῶτο κλάμα. Πρίν τό πρῶτο κλάμα στήν οὐσία δέν εἶναι τίποτα, ἀλλά εἶναι ὅπως ἕνα ἐσωτερικό ὄργανο τῆς γυναίκας, ὅπως τό νεφρό, ἡ σκωληκοειδής ἀπόφυση ἤ ὅπως ἕνα δόντι. Αὐτά μᾶς δίδασκαν...
Ἔκανα ἀπό 48.000 ἕως 62.000 ἐκτρώσεις!!! Αὐτό εἶναι σάν νά ἔχω ἐξαφανίσει μία ὁλόκληρη πολιτεία... Τό Βελιγράδι ἔχει πολλά Νοσοκομεῖα ἀλλά καί ἰδιωτικές κλινικές, ὅπου γίνονται καθημερινά ἑκατοντάδες ἐκτρώσεις.
Στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 ἐμφανίστηκε τό ὑπερηχογράφημα καί μέ τή διαγνωστική του δυνατότητα μοῦ δημιούργησε πολλές ἐκπλήξεις. Εἶδα ζωντανό πιά τό ἔμβρυο, ἄκουγα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς του, ἔβλεπα τίς κινήσεις του, τό στόμα του, καθώς τό ἀνοιγόκλεινε...
Στά μεγαλύτερα ἔμβρυα παρατηροῦσα ἀκόμη τό πιπίλισμα τῶν δακτύλων τους, μία συνήθεια πού ἔχουν καί τά παιδιά, ὅταν εἶναι ἤδη γεννημένα. Ἔβλεπα ἀκόμη ὅτι τό ἔμβρυο σκεπτόταν καί καταλάβαινε, μιά καί ἀντιδροῦσε ἐνεργά στούς βαθεῖς καί διαπεραστικούς ἤχους, ἐπιταχύνοντας τίς κινήσεις του... Καί ὕστερα ἀπό 4-5 λεπτά, ὅσο διαρκεῖ ἡ λεγόμενη διακοπή κυήσεως, τό ἔμβρυο αὐτό τό ἔβλεπα τεμαχισμένο, κομματιασμένο στά νυστέρια, ἀνάμεσα στά ἐργαλεῖα, πεταμένο στό τραπέζι...
Πρός θλίψη καί δυστυχία μου, τό 1988 ἔκανα μία ἄμβλωση σέ μία προχωρημένη ἐγκυμοσύνη τῶν 4,5 μηνῶν. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐπέμβασης, πού ὅταν τή θυμᾶμαι μοῦ φέρνει πάντοτε ταραχή, μέ φρίκη κατάλαβα ὅτι εἶχα ἕναν φονιά μέσα μου. Μία ἐγχείρηση, πού ἦταν πάντοτε γιά μένα πράξη ρουτίνας, μοῦ ἔγινε τελικά ἕνας πραγματικός ἐφιάλτης...
Μέ τήν πρώτη κίνηση τῆς λαβίδας συνθλίψεως ἔβγαλα τό χεράκι καί τό πέταξα ματωμένο πάνω στό τραπέζι τῶν ἐργαλείων... Καί ξαφνικά παρατήρησα ὅτι τό νεῦρο τοῦ χεριοῦ πού κρεμόταν, καθώς ἀκούμπησε στό βαμβάκι μέ τό ἰώδιο πάνω στό τραπέζι, ἐρεθίστηκε ἀπό τήν ὀξύτητα τοῦ ἰωδίου κι ἄρχισε ἔντονα τό μικρούλικο χεράκι νά συσπᾶται... Μέ τήν ἑπόμενη κίνηση ἔβγαλα καί τό ποδαράκι. Συνέβη πάλι τό ἴδιο. Τώρα ἔτρεμε καί ταρακουνιόταν τό πόδι. Τέτοιο πράγμα δέν μοῦ εἶχε ποτέ ξαναγίνει. Ὕστερα μέ τήν ἁρπάγη τῆς λαβίδας ἔπιασα τήν καρδιά τοῦ μωροῦ, ἡ ὁποία κτυποῦσε ἀκόμη. Ἔβλεπα τίς συσπάσεις της, ὁλοένα πιό ἀργά μέχρι πού στό τέλος σταμάτησε... Τότε συνειδητοποίησα ὅτι εἶχα διαπράξει φόνο, ὅτι εἶχα θανατώσει ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο!
Ἡ γυναίκα παρουσίασε ἀκατάσχετη αἱμορραγία, κινδύνευε πιά ἡ ζωή της... Προσευχήθηκα στόν Θεό καί τοῦ εἶπα: “Κύριε, βοήθησέ με νά σώσω αὐτή τή γυναίκα καί τιμώρησε ἐμένα!”.
Ἀπό τότε ποτέ μου δέν ξανάκανα ἔκτρωση. Καί ἔτυχε ἡ νέα μου γνώση νά συμπίπτει μέ τή θέση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανό ἀνθρώπινο πλάσμα ἀπό τήν πρώτη στιγμή γονιμοποίησης τοῦ ὠαρίου.
Ἡ ἐνδομήτριος παιδοκτονία εἶναι πολύ μεγαλύτερη καί βαρύτερη ἁμαρτία ἀπό ἕναν ἁπλό φόνο, ἀπέναντι ἑνός ἀδύναμου παιδιοῦ πού δέν μᾶς φταίει σέ τίποτα.
Λέγονται πολλά γιά τά ὑπολείμματα τῶν ἐκτρώσεων, τί τά κάνουν καί ποῦ χρησιμοποιοῦνται. Ὁ κόσμος δέν ξέρει, καί σπανίως διερωτᾶται τί τά κάνουν τά Νοσοκομεῖα. Ἐδῶ στή Σερβία κανείς δέν λέει τίποτε. Ἡ φαρμακευτική ἐμπορική βιομηχανία -πού συνήθως τά χρησιμοποιεῖ γιά γυναικεῖα καλλυντικά προσώπου- δέν ἔχει τήν κατάλληλη ὑποδομή χρήσεως. Ἐμεῖς στά Νοσοκομεῖα ἐδῶ τά βάζουμε σέ μαύρους σάκκους, μαζί μέ τά ἀπόβλητα χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων, καί τά πᾶμε γιά ἀποτέφρωση».
Ὁ ἥλιος ἀποχαιρετοῦσε τή μικρή μας πόλη· ὥρα Ἑσπερινοῦ! Ὁδηγήσαμε τά βήματά μας ἀπό τίς διάφορες γειτονιές στό μητροπολιτικό ναό. Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» μέσα στό ἁπαλό φῶς τῶν καντηλιῶν ἀντικρύζοντας τή φωτεινή μορφή Ἐκείνου πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου». Καί ξεκινήσαμε γιά μιά ἐπίσκεψη στό νοσοκομεῖο καί τό γηροκομεῖο τῆς πόλης μας.
Στό νοσοκομεῖο ἀφοῦ ψάλαμε μερικούς ὕμνους στό διάδρομο, μπήκαμε στούς θαλάμους νά δώσουμε τό χριστιανικό μας περιοδικό, μία εἰκόνα, ἕνα ἀδελφικό χαμόγελο καί μία θερμή εὐχή: «Περαστικά σας!».
Ἦταν παραμονές τῆς γιορτῆς τοῦ «ΟΧΙ» καί μοιράζαμε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Συγκινήθηκα, ὅταν μία ἡλικιωμένη κυρία ἀνασηκώθηκε, πῆρε τήν εἰκόνα, τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί εἶπε: «Μήπως τήν ἔχετε σέ ξύλο, νά τήν κρατήσω νά μή μοῦ χαλάσει;».
Αὐτό τό ἀγκάλιασμα τῆς εἰκόνας αὐθόρμητα μοῦ ἔφερε στό νοῦ τίς Ἑλληνίδες τοῦ ᾿40. Ἐκεῖνες πού τήν ἐλπίδα τους τή στήριζαν στήν Σκέπη τῆς Παναγίας· σφιχταγκάλιαζαν τήν εἰκόνα της κι ἔκαναν τήν πιό δυνατή προσευχή γιά τά παιδιά τους στό μέτωπο.
- Τί ἔχετε; Εἶστε μέρες ἐδῶ; τή ρώτησα.
-Μέ δάγκωσε ἕνα φίδι καθώς συμμάζευα τόν κῆπο. Μόλις πού μέ πρόλαβαν. Λίγο ἀκόμα ἄν ἀργοῦσα, δέν θά ζοῦσα τώρα. Ἡ χάρη τῆς Παναγιᾶς μέ φύλαξε...
Στό διάδρομο, στήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ θαλάμου μᾶς περίμενε ἕνα ζευγάρι.
-Ἄν σᾶς χειροκροτήσουμε, θά παρεξηγηθοῦμε; Πρίν δώσουμε ἀπάντηση ἄρχισαν αὐθόρμητα νά χειροκροτοῦν. Ἦταν ἀπό ἄλλη πόλη. Μέρα Κυριακή, μόνοι, ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους. Ἡ γυναίκα καθηλωμένη σέ μία ἀναπηρική καρέκλα...
-Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε τό «Φῶς ἱλαρόν»;
Ἀπό τό διάδρομο τοῦ Νοσοκομείου ξεχύθηκε ἡ ψαλμωδία σέ ὅλους τούς θαλάμους. Κι ἄλλες φωνές ἑνώθηκαν μέ τίς δικές μας.
Πρίν λίγο στό ναό νιώσαμε τό ἱλαρό γλυκό φῶς νά πληρώνει τίς καρδιές μας. Τώρα, στό ναό τοῦ πόνου ἱκετεύσαμε τό φῶς τό ἀληθινό, τόν Κύριό μας, νά θερμάνει τίς πονεμένες καρδιές τῶν ἀσθενῶν καί νά φωτίσει ὅλους μας.
Συνεχίσαμε τήν πορεία ἀγάπης μέ μία ἐπίσκεψη καί στό γηροκομεῖο, ὅπου φιλοξενοῦνται ὀγδόντα ἄνθρωποι. Σκορπίσαμε τά τραγούδια μας σέ ὅλους τούς ὀρόφους. Ἀνοίξαμε τίς πόρτες καί ἀντικρύσαμε τόν πόνο καί τή μοναξιά ζωγραφισμένη ἔντονα σέ κάποια πρόσωπα· τούς χαρίσαμε ἕνα μικρό δωράκι. Κάποια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν, καί στό τέλος τοῦ διαδρόμου πάλι μία ἔκπληξη: Καθώς πλησιάζαμε ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ τελευταίου δωματίου, καί ἐμφανίστηκε μία γιαγιά πού συνόδευε τήν τυφλή συγκάτοικό της. Ἔβγαλε μία καρέκλα καί τήν ἔβαλε νά καθίσει στό διάδρομο. Ἀρχίσαμε συγκινημένες νά ψέλνουμε γιά μία ἀκόμη φορά τό «Φῶς ἱλαρόν»· μαζί μας καί ἡ τυφλή γιαγιά.
Τό πρόσωπό της σάν νά φωτίστηκε καί γλύκανε. Μέ τό τέλος τοῦ ὕμνου μᾶς γέμισε εὐχές: «Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάει· νά σᾶς δίνει τίς εὐλογίες του· τό φῶς του νά σᾶς δίνει νά πορεύεστε!».
Κάθε φορά πού ψάλλω τό «Φῶς ἱλαρόν», αὐθόρμητα λέω:. «Κύριε, λοῦσε μας μέσα στό Φῶς σου καί φώτισε τό σκότος τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά μποροῦμε νά σέ δοξάζουμε!».
Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι γιά τόν πιστό ἕνα ξερό κοινωνικό ἔργο οὔτε ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλά συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας στοχεύει βέβαια νά ἱκανοποιήσει τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν ἀδιαφορεῖ καί γιά τίς ὑλικές. Ἀντίθετα, τίς ἐντάσσει μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί τίς κατοχυρώνει μέ πνευματικούς λόγους. Μέσα στίς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία ντύνονται μέ αἰώνια ἀξία, ζωντανεύουν ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐλεημοσύνη ὀνομάζεται σπορά (Β΄Κο 9,6) καί περιγράφεται, πράγματι, πολύ παραστατικά ἔτσι ἡ ἔννοιά της. Ὅπως στή σπορά παίρνεις ἐνῶ δίνεις, κερδίζεις ἐνῶ πετᾶς, μαζεύεις ἐνῶ σκορπίζεις, ἔτσι καί στήν ἐλεημοσύνη· σπέρνεις, γιά νά θερίσεις. Κι ὅποιος σπείρει μέ τσιγγουνιά, μέ τσιγγουνιά καί θά θερίσει, ὅποιος ὅμως σπείρει ἁπλόχερα, ἁπλόχερα καί θά θερίσει. Ὁ καρπός τῆς ἐλεημοσύνης ἐπιστρέφεται μέ τό ἴδιο τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό χέρι πού κρατᾶ τά σύμπαντα στήν παλάμη, τό χέρι πού τρυπήθηκε ἀπό τά καρφιά τοῦ σταυροῦ γιά τή σωτηρία μας, τό χέρι πού μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς φυλάσσει. Ὤ, τό ἁπλωμένο χέρι τοῦ Θεοῦ! Πόσο πολύ μᾶς συμφέρει νά θερίζει γιά μᾶς ἄφθονη τή συγκομιδή τῆς ἐλεημοσύνης μας!
Δέν φθάνει ὅμως νά δώσεις ἀτσιγγούνευτα· χρειάζεται νά ἐλεήσεις μέ τήν καρδιά σου, ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, καί μέ ἱλαρότητα, χαρούμενα κι εὐχάριστα. Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι δυνατός νά σοῦ ἐξασφαλίσει κάθε ἀνάγκη σου, ὥστε πάντοτε νά ἔχεις τήν εὐχέρεια νά ἀγαθοποιεῖς; Ἅπλωσε τότε τό χέρι σου στόν φτωχό ἀδελφό σου μέ προθυμία καί γενναιοδωρία. Κοίταξε γύρω σου! Ὁ Κύριος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα!» (Β΄Κο 9,9). Εἶναι αὐτός πού δίνει τά σπέρματα, πού ἑτοιμάζει τό ψωμί, πού πληθαίνει τά ἀγαθά πάνω στή γῆ. Καί θά τά πληθαίνει τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο ἐμεῖς ἐλεοῦμε.
Ἀλλά ὁ πλοῦτος πού κερδίζουμε ἐπιτελώντας τήν ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη ἡ εὔνοιά του καί ἡ χάρη του. Δέν εἶναι μόνο ὅσα παίρνουμε ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά. Μέ τήν ἐλεημοσύνη γινόμαστε τόσο πλούσιοι, ὥστε νά πλουτίζουμε καί τόν Θεό, νά προσφέρουμε σ’ αὐτόν ἀκριβά καί πλούσια δῶρα. Πῶς; Ὅταν γινόμαστε αἰτία νά τόν εὐχαριστοῦν καί νά τόν δοξολογοῦν οἱ συνάνθρωποί μας, νά τόν ὁμολογοῦν καί νά τοῦ ἀναθέτουν μέ εὐγνωμοσύνη τίς καρδιές τους. Ἕνα δάκρυ εὐχαριστίας ζυγίζει στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πλούτη καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ἀξίζει πολύ περισσότερο ἀπό τούς λαμπροστόλιστους ναούς. Καί μιά πράξη ἐλεημοσύνης, πού προκαλεῖ τέτοια δάκρυα, ἑλκύει πολλή τή θεία χάρη πάνω στόν ἐλεήμονα.
Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36). Ὅπως τά γνήσια παιδιά μοιάζουν μέ τόν πατέρα τους στά χαρακτηριστικά, ἔτσι τά γνήσια παιδιά τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν νά μοιάζουν μέ τόν Θεό στήν οἰκτιρμοσύνη, νά ἔχουν σπλάγχνα ἐλέους καί οἰκτιρμῶν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν καλύτερη ἀποταμίευση τῆς περιουσίας μας, ἀφοῦ τήν καταθέτουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν πρακτικότερη δοξολογία μας· δίνοντας ὅλο καί περισσότερο, πλουτίζουμε ὅλο καί περισσότερο καί ὅλο καί περισσότερο πλουτίζει ὁ Θεός σέ εὐχαριστίες.