Super User

Super User

Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2016 03:00

Ὑψωθεῖτε!

gennisi 4Τό γεγονός τοῦ μήνα, τοῦ ἔτους, τῆς προσωπικῆς μας καί τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας εἶναι φυσικά ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού σημειώνεται στό ἡμερολόγιο τῆς ἀνθρωπότητος ὡς Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπουράνιος Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά προσεγγίσει τόν πεσμένο καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, νά τόν ἀνορθώσει καί νά τόν ξαναδεχθεῖ στήν πατρική του ἀγκαλιά, χαρίζοντάς του τή λύτρωση!
 Συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας ἡ ἀσύλληπτη θεϊκή συγκατάβαση: Κατέβηκε ὁ Θεός, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο! Καί γίνεται ὁ συγκλονισμός συντριβή καί δέος, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τήν καθοριστική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀνταπόκρισης στή θεϊκή προσφορά: Μένει ἀπραγματοποίητη ἡ ποθητή συνάντηση καί ἀτελέσφορη ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, πλήν ὁλόψυχα καί εἰλικρινά, νά ἀποδεχθεῖ καί νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!
 Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τό ἐκφράζει ἁπλά, σχεδόν συνθηματικά, ὁπωσδήποτε ὅμως σαφέστατα, μία φράση πατερικοῦ λόγου· τήν ἀκοῦμε στό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»! Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθοδός του στή γῆ, γιά νά γίνει ἀντιληπτή, ἀπαιτεῖ τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τόν προσανατολισμό του πρός τά ἄνω.
Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἄς προσέξουμε τό μήνυμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Νά ὑψωθοῦμε! Νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐξ οὐρανοῦ Θεό μας. Νά ξεκολλήσουμε ἀπό τό χῶμα! Καί χῶμα δέν εἶναι μόνο ἡ φθορά καί τά τόσα πάθη ὅπου μᾶς ἔχει ρίξει ἡ ἁμαρτία. Καί τά ἐπιτεύγματα καί οἱ κατακτήσεις μας στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τεχνολογίας καί κάθε καλό χῶμα εἶναι, ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ τήν πνευματική μας ἄνοδο, ὅταν καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση μέσα μας καί γίνεται ὁ θεός, τό εδωλό μας.
 Χρειάζονται ἀποδείξεις; Ὑπῆρξε τάχα ποτέ ὁ ἄνθρωπος τόσο ἀνερμάτιστος καί ἀνασφαλής ἐσωτερικά ὅσο σήμερα; Θυμηθεῖτε τόν πανικό πού ζήσαμε πρίν λίγα χρόνια μέ τήν κατάρρευση τῶν διδύμων πύργων καί πρόσφατα μέ τό ξέσπασμα τοῦ τσουνάμι καί τοῦ τυφώνα Κατρίνα. Ἀναλογισθεῖτε τή φρενίτιδα πού ξεσήκωσε τελευταῖα ὁ φόβος τῆς γρίπης... τῶν πουλερικῶν. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι εμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα. Κι ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του μᾶς εἰσήγαγε στήν πνευματική μας διάσταση. Συνανέστησε μαζί του «τό πρόσλημμα», τήν ἀνθρώπινη φύση καί τή συνεκάθισε στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τόν οὐρανό καί μᾶς καλεῖ νά ὑψωθοῦμε. Πῶς; Πορευόμενοι μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή γραμμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 323
Παρασκευή, 24 Δεκέμβριος 2021 02:00

Ἡ πρόκληση

gennisi 3Εἶναι, πράγματι, πρόκληση φοβερή γιά τή σκέψη μας, ἐμπόδιο ἀξεπέραστο γιά τήν «τετράγωνη λογική» μας ὅτι ὁ Σωτήρας ἦρθε στόν κόσμο μέ τήν πιό ταπεινή μορφή, σάν ἕνα ἀδύναμο βρέφος. Καί σ᾿ αὐτό τό ἀδιανόητο προστίθεται καί τό ἄλλο: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καί πού γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. Δέν δίνει ὑποχρεωτικά τή σωτηρία. Μέ ἀπόλυτο σεβασμό πρός τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, περιμένει ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως νά συγκατατεθεῖ ἐλεύθερα στή θεϊκή προσφορά.
 Αὐτή ἡ θεϊκή συγκατάβαση εἶναι καί ἡ μεγαλύτερη πρόκληση γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀπαιτεῖ τήν ἑκούσια ὑποταγή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὑπόθεση προσωπική τοῦ καθενός ἡ σωτηρία. Ἀπαιτεῖ τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί δέν εἶναι ἀνώδυνη αὐτή ἡ συνάντηση. Ἄν καί ἔχει γίνει τό πρῶτο καί σπουδαιότερο βῆμα ἀπό τόν Θεό -πού γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κατέβηκε στή γῆ, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο- μένει ἀπραγματοποίητη ἡ σωτηρία γιά τό κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο, ἐφόσον αὐτό δέν ἀποδέχεται τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνταποκρίνεται στήν υἱοθεσία πού Ἐκεῖνος τοῦ προτείνει.
 Εἶναι διαφωτιστικό τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου· «Εἰς τά ἴδια ἦλθε (ὁ Χριστός), καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰω 1,11 -12). Ὁ Χριστός ἔρχεται ὄχι σέ τόπο ξένο καί ἄγνωστο ἀλλά στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔπλασε. Καί περιμένει νά τοῦ ἀνοίξει αὐτόβουλα ὁ ἄνθρωπος, νά τοῦ προσφέρει κατάλυμα. Τότε -καί μόνο τότε- μπαίνει φέρνοντας μαζί του ὅλα τά θεϊκά του δῶρα: τή χαρά, τήν εἰρήνη, τή λύτρωση, τή σωτηρία. Ἄν δέν τόν δεχθεῖ καί δέν τόν παραλάβει ὁ ἄνθρωπος, δέν θά μπεῖ ποτέ μόνος Του! Σέβεται ἀπαράβατα τίς κλειστές πόρτες, ὅπως τίς σεβάστηκε ἐκείνη τή νύχτα τῆς Γέννησης πού δέν προσφέρθηκε κατάλυμα στήν ἁγία οἰκογένεια.
 Πῶς ἀνοίγει κανείς τήν πόρτα στόν Χριστό καί πῶς τόν παραλαμβάνει; Μέ τήν ἀποδοχή τοῦ θείου λόγου καί τῆς ἁγιαστικῆς χάρης τῶν μυστηρίων. Ἤδη μέ τό Βάπτισμα λάβαμε ὅλοι τό χάρισμα καί τήν ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας. Ἔχουμε δική μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε τίς προϋποθέσεις νά φθάσουμε ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα στό καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ἐνταγμένοι στήν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας του εἴμαστε «οἱ ἴδιοι», οἱ δικοί του. Ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα συνεπάγεται καί τή μεγάλη μας εὐθύνη· τήν ἑκούσια παράδοση τῆς ἐλευθερίας μας στόν Σωτήρα σέ καθημερινή βάση, τήν ὁλόψυχη ὑποταγή μας στό θέλημά του σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
 Μ᾿αὐτή καί μόνο τήν προϋπόθεση ἀξιοποιοῦμε τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀπολαμβάνουμε ὡς προσωπική μας ἀναγέννηση. Ἔτσι γίνονται τά Χριστούγεννα ὄχι μιά γιορτινή μέρα τοῦ χρόνου ἀλλά ἡ ἀπαρχή μιᾶς γιορτινῆς, νέας ζωῆς. Τέτοια, εὐχόμαστε, νά ᾿ναι τά φετινά Χριστούγεννα!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 243

Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2022 02:00

Εὐδοκία Θεοῦ καί ἀνθρώπων

gennisi 2 Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
 Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
 Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
 Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
 Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
 Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
 Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
 Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
 Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
 Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 244-247
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς

ilios Κορώνα καί στολίδι ἀλλά καί ἀπαραίτητος παράγοντας γιά τήν ζωή τῆς φυσικῆς δημιουργίας ὁ ἥλιος. Στήν τροχιά του βλέπει ὁ Ψαλμωδός τήν ὀμορφιά τοῦ νυμφίου πού προβάλλει ἀπό τήν νυμφική παστάδα καί τήν λεβεντιά τοῦ «γίγαντα». Καθώς διατρέχει καθημερινά τό οὐράνιο στερέωμα, θερμαίνει μέ τό πέρασμά του, ζωογονεῖ, λαμπρύνει τήν πλάση. Ἀλλά καί στόν κόσμο τοῦ ὑπεραισθητοῦ μᾶς ἀνάγει τό λαμπρό ἄστρο τῆς ἡμέρας μέ ἕναν ἐντελῶς ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄν σέ ὅλα τά δημιουργήματα «καθορᾶται» (Ρω 1,20), γίνεται ὁρατή σάν σέ καθρέφτη, ἡ αἰσθητή παρουσία τοῦ ἀοράτου Θεοῦ καί οἱ θεῖες ἰδιότητές του, πολύ πιό ζωηρά νιώθουμε τήν παρουσία Του στόν ἥλιο.
 Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός συνδέεται ἄμεσα μέ τό φῶς, συμβολικά καί προφητικά. Εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀλλά καί ὁ ἴδιος κατοικεῖ μές σ' αὐτό «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» καί ντύνεται τό φῶς, «ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψα 103,2). Ὁ νόμος του λυχνάρι θά φωτίζει τά μονοπάτια τοῦ πιστοῦ καί θά τόν προφυλάγει ἀπό κάθε κίνδυνο καί κακοτοπιά (Ψα 118,105). Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας θά εἶναι τό «μέγα φῶς» (Ἠσ 9,2), ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Μλ 4,2), ἡ Ἀνατολή ἀνατολῶν (βλ. Ζα 3,9). Θά καταυγάσει καί θά δοξάσει τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά θά εἶναι ἐπίσης καί «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6).
Τό ἐσχατολογικό φῶς τῆς προφητείας γίνεται πραγματικότητα στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πανωραῖος «κάλλει» Νυμφίος, πού δημιούργησε τόν ἥλιο καί ὅλη τήν κτιστή δημιουργία, καταδέχτηκε νά γίνει κτιστός ὁ ἄκτιστος, ὁρατός ὁ ἀόρατος. Μέ τήν σάρκωση καί ἐνανθρώπησή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν νοῦ μας, ὥστε καί τήν κτιστή δημιουργία νά ἑρμηνεύσουμε καί τήν ἄκτιστη νά προσεγγίσουμε. Χαιρετίζεται στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὡς «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9). Μέ τίς πράξεις καί τά λόγια του ἀποκαλύπτεται ὡς «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12· 9,5· 12,46). Σ' Αὐτόν ἔχει τήν ἀρχή του κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό φῶς. Αὐτός ἔδωσε ὑπόσταση στό φυσικό φῶς, ὅταν μέ τόν δημιουργικό λόγο του εἶπε «γενηθήτω φῶς! καί ἐγένετο φῶς» (Γέ 1,3). Αὐτός παρέχει τόν πνευματικό φωτισμό, πού φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίσουμε στό πρόσωπό του τόν ἔνδοξο Θεό (βλ. Β΄ Κο 4,6). Μᾶς καθιστᾶ «φωτισθέντας» (Ἑβ 6,4) μέ τό Βάπτισμα, ὥστε νά ἐγκαταλείψουμε τό σκότος καί νά γίνουμε «φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8), πού σημαίνει νά πολιτευόμαστε «ὡς τέκνα φωτός» (Ἐφ 5,8· Α΄ Θε 5,5). Στήν δική του παρουσία εἶναι ὅλα φῶς καί ζωή καί χαρά, ἀσκίαστη εὐτυχία καί ἐκπλήρωση κάθε εὐγενικοῦ πόθου τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού μόνο κοντά στόν Χριστό βρίσκει τόν προορισμό καί τήν πληρότητά της.
 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ὁ κτιστός ἥλιος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ, δέν ἐξυπηρετεῖ, ἀλλά καί ἐνοχλεῖ ἐκείνους πού ἔχουν ἄρρωστα μάτια, ἔτσι καί ὁ Ἥλιος-Χριστός ἐνοχλεῖ ὅσους ἔχουν βλάβη στά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅσους κατευθύνονται ἀπό «διεφθαρμένον νοῦν» (Α΄ Τι 6,5) καί «ἀδόκιμον» (Ρω 1,28). Μάλιστα πολλοί ἐνοχλούμενοι ἀπό τόν Ἥλιο-Χριστό, ἀντί νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς τους ὁράσεως, ἀντιστέκονται στό φῶς του· φλυαροῦν, συκοφαντοῦν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά τόν περιθωριοποιήσουν. Θέλουν νά τόν ἀντικαταστήσουν μέ ἄλλες δικῆς τους ἀποτιμήσεως πηγές φωτός.
 Τό ἀποτέλεσμα; Ἁπλῶς βυθίζονται σέ βαθύτερα σκοτάδια. Εἶναι, βέβαια, ἀδύνατη ἡ ἀντικατάσταση καί ἡ κατάργηση τοῦ φυσικοῦ ἡλίου. Κανείς νουνεχής δέν διανοήθηκε ποτέ νά σβήσει ἤ νά γκρεμίσει τόν ἥλιο φτύνοντας ἤ πετροβολώντας πρός τό μέρος του ἤ πετώντας χῶμα καί δημιουργώντας ἀντάρα στήν ἀτμόσφαιρα, οὔτε ἐπιχείρησε κανείς νά ἀντικαταστήσει τόν ἥλιο μέ κάποια ἀπό τίς τεχνητές πηγές φωτός. Παρόμοια ἀδυνατοῦν νά σβήσουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τά νέφη τῶν παθῶν καί ἡ μυωπική αὐταρέσκεια τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τροφοδοτοῦν τόν κουρνιαχτό τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ἀπιστίας. Ἀπό τότε πού ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, παραμένει Αὐτός ἡ μοναδική καί ἐγγυημένη πηγή φωτός, ἡ ἀκατάπαυστη γεννήτρια φωτισμοῦ, ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Παντοδύναμο τό φῶς τοῦ προσώπου Του διαλύει κάθε σκοτάδι πού τυφλώνει τόν νοῦ καί ἀναστατώνει τήν καρδιά.
  Αὐτή εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἱστορίας, ἡ μαρτυρία ὅλων ἐκείνων πού ἀποδέχθηκαν τό Φῶς-Χριστό καί μέ τόν δικό του φωτισμό πορεύονται. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι δέν θέλησαν νά ἡλιαστοῦν στό φῶς τοῦ ἀνεσπέρου Ἡλίου-Χριστοῦ καί ὅσοι ἀρκέσθηκαν σέ μία ἐπιδερμική, τυπική σχέση μαζί του, χωρίς οὐσιαστική ἔνταξη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στόν χῶρο ὅπου Ἐκεῖνος ἀκτινοβολεῖ καί καταυγάζει τίς ψυχές, δέν ἔχουν λόγο. Οἱ πρῶτοι, διότι παραμένουν ἄπιστοι, ἐνίοτε καί ἀντίχριστοι. Οἱ δεύτεροι, διότι βολεύονται στόν τύπο καί ἀγνοοῦν ἤ ἀδιαφοροῦν γιά τήν οὐσία τῆς πίστεως. Τραγικές καί οἱ δύο ὁμάδες ἐπαναλαμβάνουν θλιβερό μοιρολόγι τήν ἐμπειρία τους· «Ἰδού ἐγώ μέ τόσα φῶτα τυφλός, τυφλός ὅπως καί πρῶτα». Αὐτοί δέν μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Χριστό πού δέν γνώρισαν ἤ παραποίησαν κατά τήν δική τους βουλή καί βολή. Μυριάδες ὅμως πιστῶν, πού δέχονται τήν εὐεργετική, τήν ζωογόνο καί σωστική ἐπίδραση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία, παλιά καί σήμερα καί σέ κάθε ἐποχή, εὐγνώμονα καταθέτουν τήν πλούσια καί ἀδιαμφισβήτητη ἐμπειρία τους ὅτι διατέλεσαν κάποτε σκότος, «νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8). Ὁ Χριστός τούς εἵλκυσε ἀπό τό σκοτάδι, τούς φώτισε καί τούς ζωογονεῖ μέσα στό φῶς τῆς χάριτος. Κι αὐτοί εὐφρόσυνα ὁμολογοῦν ὅτι «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί εὐγνώμονα τοῦ ἀναπέμπουν τήν καρδιόβγαλτη δοξολογία τους «δόξα σοι, τῷ δείξαντι τό φῶς»!
Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού τήν γιορτάζουν οἱ πιστοί ἐπίσημα, λαμπρά καί πνευματικά κάθε χρόνο. Ἐκφράζουν τήν λατρεία τους στόν ἀνατείλαντα Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τόν προσκυνοῦν μέ τήν ἁπλότητα τῶν ποιμένων καί μέ τήν λαχτάρα τῶν μάγων. Καί δέν περιορίζεται ἡ προσκύνηση μόνο στήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, μιά φορά τόν χρόνο. Κάθε πρωί, πού ἀντικρίζουν τήν ἀνατολή νά πυρώνει τόν ὁρίζοντα, κάθε ἑσπέρα, ὅταν τό φῶς τοῦ ἥλιου ἱλαρό χρυσώνει τήν ἀτμόσφαιρα, ἀλλά καί κάθε στιγμή μέ τά μάτια τῆς πίστεως βλέπουν στό φυσικό φῶς τόν κατοπτρισμό τοῦ ἀνεσπέρου φωτός Χριστοῦ κι Ἐκεῖνον δοξολογοῦν καί ὑμνοῦν καί προσκυνοῦν. Τροφοδοτεῖται δέ καί ἀνανεώνεται αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη καί ἀέναη λατρεία στήν μυστηριακή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, πού κατακλείεται κάθε φορά μέ τήν πανηγυρική διακήρυξη «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Καί κορυφώνεται ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τόν Κύριο, «τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9), μέσα στό εὐλογημένο Δωδεκαήμερο, ὅπου μαζί μέ τήν λατρεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή, ἔχουμε καί τήν προσκύνηση τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου Θεότητος.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 324-326
 
 
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Γα 3,27

Τά προσωπεῖα καί τό πρόσωπο

kolymbithraΣτόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού νιώθει τήν ἀνάγκη πιά νά φορᾶ μάσκα, γιά νά κινεῖται ἄνετα καί "καθώς πρέπει" στήν κοινωνία μας, στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀριθμεῖ ἀναρίθμητα προσωπεῖα τοῦ ἑαυτοῦ του γιά κάθε περίσταση, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού ἔχασε πιά τό πρόσωπό του, χρειάζεται προπάντων ἡ ὑπενθύμιση· «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27). Δοκίμασες, ἀδελφέ, ὅλη τήν πίκρα τῆς κάθε ἀπάτης τοῦ συνανθρώπου ἀπέναντί σου· δοκίμασες ὅλη τήν ἀηδία τοῦ κάθε δικοῦ σου ψεύδους ἀπέναντί του. Εἶναι καιρός νά θυμηθεῖς κι ἐκείνη τήν ξεχασμένη ὥρα τῆς ζωῆς σου, πού στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος βυθιζόσουν στά νερά τῆς κολυμβήθρας, ἐνῶ τό ἅγιο Πνεῦμα βυθιζόταν στήν ὕπαρξή σου καί σοῦ ἔδινε τό μεγάλο δικαίωμα νά ντυθεῖς τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. 

 Οἱ μάσκες οἱ ὕπουλες, πού μᾶς ξεγελοῦν, σχίζονται. Δέν ἀντέχουν μπρός στή δύναμη τῆς ἀληθινῆς λαχτάρας μας, μπρός στήν ὁρμή τῆς γνήσιας ἀναζητήσεώς μας. Καυτή ἡ πνοή πού βγαίνει ἀπό τά στήθη μας τά ἀνήσυχα γιά ἐλευθερία, γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά ἀλήθεια, καί καίει τό ψεύτικο καί τό ὑποκατάστατο. Ἡ ἐλευθερία, πού μᾶς πουλᾶ ὁ «νῦν αἰώνας», ἀποδεικνύεται σκέτη σκλαβιά, ἡ εἰρήνη ὑποκρισία, ἡ ἀγάπη μόνο ἀπάτη, ἡ ἀλήθεια ψέμα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τόσο ἀλλοτριωθεῖ οἱ ταλαίπωροι, πού τίς φορέσαμε κι οἱ ἴδιοι αὐτές τίς μάσκες· γιά νά συνθλίψουμε ἀκόμη περισσότερο τήν προδομένη μας καρδιά, νά κάνουμε ἀκόμη πιό δυστυχισμένο τόν δύσπιστο πλησίον. Τώρα, ἄν κάτω ἀπό τόσες στάχτες ζῆ ἀκόμη μέσα μας ἡ σπίθα ἡ ἀρχέγονη τῆς προσδοκίας ἑνός Σωτήρα, δέν μένει παρά νά ἀρνηθοῦμε τήν ἄρνησή μας, νά ἀπορρίψουμε τήν ὑποκρισία μας καί νά ἐπιστρέψουμε στόν Χριστό.
 Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι προσωπεῖο, γιά νά τόν φορέσουμε· εἶναι πρόσωπο. Καί τό νά ντυθεῖς ἕνα πρόσωπο σημαίνει νά ἀποκτήσεις τά χαρακτηριστικά του, νά ἀφομοιώσεις τή νοοτροπία του, νά κάνεις τούς στόχους του στόχους σου, τήν ὑπόθεσή του δική σου. Νοῦς, καρδιά, θέληση, ὅλα νά χρωματισθοῦν, νά ἐμβολιασθοῦν ἀπό τό δικό του νεῦρο. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει «ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρω 13, 14), ἐννοεῖ αὐτό πού λέει ἀλλοῦ μέ περισσότερα λόγια σαφέστερα· «ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀλήθειας» (Ἐφ 4,21). Καινούργιος ἄνθρωπος! Νά, τί θά πεῖ φορῶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· γίνομαι ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας ἀληθινός χριστιανός.
 
Ἴσως μᾶς τρομάζει στήν ἀρχή μιά τέτοια ἀλλαγή. Δύσκολο νά παραιτηθεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά σπρώξεις μακριά σου ὅσα τόσα χρόνια ἀγκάλιαζες, νά διώξεις τά ὄνειρα πού σέ ἔτρεφαν μέχρι τώρα, τούς στηριγμούς πού σέ ἔφεραν μέχρις ἐδῶ. Κι ἔπειτα, σκληρό κι ἀπάνθρωπο νά χάσεις τό δικό σου πρόσωπο, γιά νά ντυθεῖς τόν Ἄλλο -ἔστω κι ἄν αὐτός γράφεται με κεφαλαῖο Α-, νά ξεχάσεις καί νά καταργήσεις τό ἐγώ σου, γιά νά ζήσεις στό ἐγώ τοῦ Ξένου. Κι ὅμως -ἐδῶ εἶναι τό παράδοξο-, μόλις τολμήσεις, θά καταλάβεις ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μόνος δρόμος γιά νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί προπάντων γιά νά τόν σώσεις, ὁ μόνος τρόπος γιά νά μείνεις πράγματι πρόσωπο καί, κάτι περισσότερο, γιά νά γίνεις προσωπικότης. Γιατί ὁ Χριστός δέν πολτοποιεῖ ἀλλά πλάθει, δέν ἀφανίζει ἀλλά ἀναγεννᾶ. Τό ἔργο του εἶναι θετικό, καί τό ὑλικό μας, τό πρόσωπό μας, τοῦ χρειάζεται γιά νά ἀποτυπώσει πάνω του τή σφραγίδα "τοῦ ἀρχαίου κάλλους". Ναί, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος ἀλλά καί ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος γεννιέται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ!
 Δέν ὑπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη προσφορά ἀπ’ αὐτήν γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα στούς δαιδάλους τῆς νέας φιλοσοφίας, ὅπου πλανᾶται χαμένος, φτάνουν σάν ἀκτῖνες ὁδηγητικοῦ φωτός οἱ λάμψεις τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ὑπόσχεται ἐλευθερία ἐσωτερική, εἰρήνη οὐσιαστική, ἀγάπη εἰλικρινῆ, ἀλήθεια γνήσια καί ἀνόθευτη. Καί δίνει, δίνει σ’ ὅσους ἀκολουθοῦν, σ’ ὅσους ἀποφασίζουν καί πετοῦν πέρα τά ἀπαίσια προσωπεῖα, πού χαλάσαν τή ζωή μας, δίνει τό δικό του πρόσωπο, γιά νά κάνει τό δικό μας, ἐπί τέλους, ἀληθινό.

 Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 2-3
Σάββατο, 20 Φεβρουάριος 2021 02:00

Πίστη καί μετάνοια

025-LΣτό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
  Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
 Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
  Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
 Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
 Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 17-18
Κυριακή, 05 Μάιος 2024 03:00

Νίκη καί δόξα

arnion esfagmenon Ἡ ἐξουθένωση τοῦ Σταυροῦ καί ἡ δόξα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι οἱ δύο ἄξονες τῆς πορείας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας πάνω στή γῆ. Ταπεινώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8). «Χωρίς νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν οὐσία τοῦ θανάτου, κατέβηκε στό χῶμα τοῦ θανάτου», γράφει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ἐντούτοις, συνεχίζει ὁ ἅγιος πατέρας, δέν παρέμεινε νεκρό τό σῶμα του. Κάτι τέτοιο «δέν ἦταν δυνατόν, διότι αὐτό (τό σῶμα του) εἶχε γίνει ναός ζωῆς. Γι᾿ αὐτό, πέθανε μέν ὡς θνητό, ἀνέζησε ὅμως λόγῳ τῆς ζωῆς πού εἶχε μέσα του».
  Ἡ πιό ἐκφραστική εἰκόνα, ὅπου παρουσιάζεται ὁ Χριστός σταυρωμένος καί ἀναστημένος ταυτόχρονα, εἶναι ἐκείνη τήν ὁποία καταχωρίζει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ «λέων» ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα (Γε 49,9), ὁ δυνατός βασιλιάς τῶν βασιλιάδων καί Κύριος τῶν κυρίων ἐμφανίζεται μέ τή μορφή ἑνός ἀρνίου, τό ὁποῖο μάλιστα ἔχει δύο παράδοξα χαρακτηριστικά: Εἶναι «ἐσφαγμένο», σφαγιασμένο, ἀλλά καί «ἑστηκός», στέκει ὄρθιο (Ἀπ 5,6).
 Ὁ συμβολισμός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἀρνίου ξεκινᾶ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ πασχάλιος ἀμνός πού συνδέεται μέ τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑβραίων ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου, ὁ ἀποδιοπομπαῖος τράγος πού θυσιαζόταν στή γιορτή τοῦ ἐξιλασμοῦ, μαζί μέ πολλές ἄλλες σχετικές ἀναφορές ἀποτελοῦν προτυπώσεις τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ἀποκορύφωμα ὅλων αὐτῶν τῶν προφητειῶν εἶναι ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα γιά τόν πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος» (53,7) ὑπομένει τίς κακοποιήσεις καί θυσιάζεται ἑκούσια. Ὅλες τίς μεσσιανικές προφητεῖες τίς συνοψίζει ὁ τελευταῖος προφήτης, ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος δείχνει μέ τό δάκτυλό του τόν Ἰησοῦ κι ἀναφωνεῖ· «δε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29). Διακηρύττει ἔτσι τήν ἀκριβῆ ἐφαρμογή τῶν παλαιοδιαθηκικῶν προφητειῶν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ πασχάλιος ἀμνός τῶν Χριστιανῶν (Α΄ Κο 5,7· Α΄ Πε 1, 19). Συνδυάζοντας τήν ὑπέρτατη δύναμη μέ τήν ἔσχατη ἀδυναμία «τό ἀρνίον τό ἐσφαγμένον ὡς ἑστηκός» ἔσωσε τόν κόσμο ὄχι μέ τή θεϊκή του παντοδυναμία ἀλλά μέ τήν ἔσχατη ταπείνωση καί ἀδυναμία, μέ τή σταυρική του θυσία.
 Ἔτσι μᾶς λυτρώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, καί μᾶς ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά διαβοῦμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. «Εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό Θεό πού σαρκώθηκε καί πέθανε, γιά νά ζήσουμε», θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
 Στή μακροχρόνια πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου τό ἐσφαγμένο καί ἑστηκός ἀρνίο δέχεται τίς σκληρότερες ἐπιθέσεις. Ἐναντίον του διεξάγεται μάχη κραταιά. Καί τό ἀποτέλεσμα τῆς μάχης; Παράδοξο: Ἐνῶ ὅλοι περιμένουν νά κατασπαραχθεῖ τό ἀρνίο ἀπό τά φοβερά θηρία πού ὁρμοῦν πάνω του, αὐτό κυριαρχεῖ ὡς νικητής. «Ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀπ 6,2). Νίκησε τό θάνατο, τήν ἁμαρτία, τόν ἴδιο τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου. Αὐτή ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ ἀρνίου μέσα στίς ἀντιθέσεις καί ἐπιθέσεις τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τή διαρκῆ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως.
  Ὁ ἀναστημένος Χριστός, πού ἐπί σαράντα ἡμέρες ἐμφανιζόταν στούς μαθητές του (Πρξ 1,3), ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Παρότι μέ μύριους τρόπους βάλλεται, προσβάλλεται, διαβάλλεται καί ἐκβάλλεται ἀπό τή ζωή πολλῶν σάν ἕνα ἀπεχθές κατεστημένο, ἡ Ἐκκλησία ὁδεύει νικηφόρα στό διάβα τοῦ χρόνου. Ἡ πίστη στόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριο καί ἡ πορεία στά δικά του ἴχνη εἶναι ἡ ἐγγύηση καί βεβαιότητα γιά τή νίκη της.
 Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν κάθε πιστό πού καθημερινά διαπλέει πελάγη θλίψεων, διασχίζει ὠκεανούς κινδύνων, ἀντιμετωπίζει φουρτοῦνες πειρασμῶν καί λογισμῶν, περνᾶ ἀπό συμπληγάδες διλημμάτων, παθῶν καί ἀδυναμιῶν. Βγαίνοντας ἀπό τόν τάφο ὁ ἀναστημένος Χριστός, «πού γιά χάρη μας ἐπισκέφθηκε τόν κόσμο», χαρίζει στούς πιστούς του τή δύναμη καί τή χάρη του, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
  Τήν πρακτική αὐτῆς τῆς οἰκειοποιήσεως τῆς νίκης ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ὑποδεικνύει ἁπλά ἡ ἁγία Γραφή (Γα 5,18· Ἐφ 4,1ἑ· Φι 2,12· Κλ 3,1-2 κ.ἄ.) καί οἱ σεπτοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἔχουμε πεθάνει μαζί του (μέ τόν Χριστό) κατά τό βάπτισμά μας, γιά νά καθαρισθοῦμε. Ἔχουμε ἀνασυσταθεῖ μαζί του ἐπειδή ἔχουμε συναποθάνει, καί ἔχουμε δοξασθεῖ ἐπειδή ἔχουμε συναναστηθεῖ», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καί ὁ ἄλλος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος, συνιστᾶ νά μιμοῦνται οἱ χριστιανοί τά Πάθη τοῦ Κυρίου μέ τή μετάνοια καί τήν ὑπακοή τους. «Αὐτοί πού δέν θά μιμηθοῦν τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ μέ τή μετάνοια καί τήν ὑπακοή», γράφει, «δέν θά γίνουν μέτοχοι τοῦ θανάτου του... αὐτοί οὔτε τῆς πνευματικῆς του ἀναστάσεως θά γίνουν συμμέτοχοι οὔτε Πνεῦμα ἅγιο θά λάβουν».
 Ἐφαρμογή τῆς πατερικῆς διδασκαλίας προσφέρουν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ἄνθρωποι ἦταν κι αὐτοί. Πολλοί μάλιστα ὑπῆρξαν φοβερά ἁμαρτωλοί. Κι ὅμως, ὄχι μόνο λυτρώθηκαν, ἀλλά ἔγιναν ἅγιοι καί μάρτυρες. Μέ τήν πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νίκησαν καί ἐξευτέλισαν τόν πονηρό. Ζοῦσαν πραγματοποιημένη τήν ὑπόσχεση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου· «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» (Μθ 28,20), τήν ὑπόσχεση πού ἔγινε θριαμβευτική ἰαχή στά χείλη τῆς Ἐκκλησίας· «Ὤ θείας, ὤ φίλης, ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς· μεθ᾿ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ...».
 Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Κύριος ὑπόσχεται, βεβαιώνει, ἐγγυᾶται τή νίκη, τή σωτηρία μας, τή δόξα μας, τή συνάντησή μας μαζί του στόν οὐρανό. Μέ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅμως: νά μείνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτή τή συνοδοιπορία καί συστράτευση μέ τόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριο, πού ἐγγυᾶται τή νίκη καί τή δόξα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 76-77
Παρασκευή, 11 Αύγουστος 2023 03:00

Μήνυμα - ἔκκληση

 Δύο μῆνες γεμάτοι μνῆμες καί γιορτές οἱ καλοκαιρινοί μῆνες, Ἰούλιος καί Αὔγουστος. Τονώνουν τό φρόνημα, θερμαίνουν τήν πίστη, ἀναζωογονοῦν τήν ἐλπίδα κι ὑποδεικνύουν τό χρέος, καθώς ἐκπέμπουν ἄφθονα, ἐπίκαιρα καί ἐνθαρρυντικά τά μηνύματά τους. Θά σταθοῦμε σέ κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού ἡ μορφή τῆς Παναγίας μας ὑπαγορεύει, κάτι πού ἀπό τή μνήμη τῆς σεπτῆς Κοιμήσεώς της ἀπορρέει.
panagia 2 Εἶναι ἡ ἱκεσία στήν ὁποία καταλήγει τό Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς γιορτῆς, ἕνα ποίημα σπάνιας τέχνης καί ἰδιότροπης μουσικῆς σύνθεσης, ὅπου συναρμόζονται οἱ ὀκτώ ἦχοι τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἐκεῖ ὁ ἀνώνυμος, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἱκανός καί εὐλαβής ὑμνογράφος, μεταφέρει στήν «Παντάνασσα θεόπαιδα» τήν ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πιό τρυφερό καί ὄμορφο ἀλλά καί τό πιό δυσκολοκυβέρνητο, «δυσήνιον», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, μέρος της, τή νεότητα. Καταλήγει, λοιπόν, τό Δοξαστικό: «Διό ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεί σύν ζωηφόρῳ βασιλεῖ καί τόκω ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς περιφρουρῆσαι καί σῶσαι ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας τήν νεολαίαν σου· τήν γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα».
 Ἡ δέηση συγκινεῖ. Ὅλοι τρέφουμε μιά ἰδιαίτερη στοργή καί συμπάθεια γιά τούς νέους μας καί λίγο ἤ περισσότερο κατανοοῦμε πώς ἄν πάψουμε νά συμπαθοῦμε τή νεότητα, ὁ ρόλος μας στόν κόσμο αὐτό ἔχει πιά ὁριστικά τελειώσει». Ὅλοι νοιαζόμαστε νά δοῦμε τά παιδιά μας νά πετυχαίνουν στή ζωή, νά προκόβουν. Διότι αὐτά τά παιδιά εἶναι «ἡ ζωή» μας, ὅπως συχνά τούς τό λέμε, ξεχειλίζοντας ἀπό στοργή γι᾿ αὐτά. Εἶναι ἡ χρυσή μας ἐλπίδα, ὁ θησαυρός καί τό χρηματιστήριο, πού ἀξιώνει τίς μεγαλύτερες ἐπενδύσεις καί τό πιό καυτό ἐνδιαφέρον μας.
 Σημαντική καί ἀναγκαία γιά τούς νέους ἡ ἔγνοια μας! Τήν χρειάζονται ὄχι μόνο αὐτοί πού μέ τήν ἄκριτη ὁρμή τῆς ἡλικίας τους ἀφήνιασαν κι ἐγκαταλείποντας τή θαλπωρή καί τήν ἀσφάλεια τῆς πατρικῆς στέγης περιφέρονται ἀνέστιοι καί ἀνερμάτιστοι, εὔκολη λεία γιά τούς πάσης φύσεως κακοποιούς. Οὔτε μόνο ἐκεῖνοι πού ξεστράτισαν καί παραπαίουν μεθυσμένοι ἀπό τά δελεάσματα τῶν ψεύτικων παραδείσων, ὅπου ἔντεχνα τούς παρασύρουν οἱ ἐπιτήδειοι. Κινδυνεύουν κι ἐκεῖνοι οἱ νέοι πού, κι ἄν δέν φαίνονται παραστρατημένοι, εἶναι κοντά στήν καταστροφή καί στό γκρεμοτσάκισμα τό πνευματικό, διότι μένουν μακριά ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκοινώνητοι κι ἀλειτούργητοι, χωρίς τό λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς τό φόβο τῶν ἐντολῶν του, ἀκατήχητοι κι ἄγευστοι ἀπό πνευματική ζωή. Πῶς θά ἀντέξουν στίς προσβολές τοῦ πονηροῦ καί πῶς θά παλαίψουν τή ζωή; Μέ ποιά ἐφόδια, μέ ποιά χειραγωγία; Μέ ποιό στήριγμα καί ποιά φόντα;
  Ἡ δέηση τοῦ ὑμνωδοῦ γιά τήν ἀσφάλεια τῆς νεολαίας μας «ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας» μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς χρεώνει νά τήν ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι πάντοτε καί ἰδιαίτερα αὐτό τόν καιρό. Στήν ἄχραντη Θεοτόκο, πού βρίσκεται κοντά στόν ζωοδότη Κύριο, τόν Υἱό της καί Θεό, ν᾿ ἀποθέσουμε τίς ἀγωνίες καί τούς πόθους γιά τούς νέους μας. Ἡ Μεγαλόχαρη Μάνα ἔχει τόν τρόπο νά ἀσφαλίσει τούς νέους μας κάτω ἀπό τήν περιφρούρηση καί τήν προστασία τοῦ παντοδύναμου Κυρίου μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 147
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Α΄ Βα 15,22

Ὑπακοή καί θυσίες

 thysies Εἶναι μιά ἱστορία σκληρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική. Ὁ Κύριος μήνυσε μέ τόν προφήτη του Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ νά πάει νά πατάξει τούς ἐχθρούς Ἀμαληκῖτες καί νά ἐξολοθρεύσει τούς πάντες καί τά πάντα τῆς χώρας τους. Τίποτε νά μην κρατήσει καί κανέναν νά μή λυπηθεῖ, ἀπό ἄνδρα μέχρι γυναίκα καί ἀπό νήπιο μέχρι βρέφος καί ἀπό μοσχάρι μέχρι πρόβατο καί ἀπό καμήλα μέχρι ὄνο (Α’ Βα 15,3). Ὁ Σαούλ ὅμως θέλησε νά φανεῖ σπλαχνικότερος ἀπό τόν Γιαχβέ καί καλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτσι, εἰδοποίησε τούς συμμάχους του Κιναίους, πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς Ἀμαληκῖτες, καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τή σφαγή· συνέλαβε τό βασιλιά Ἀγάγ ζωντανό, γιά νά στολίσει τό θρίαμβό του, καί φύλαξε τά ἐκλεκτότερα ἀγαθά τῆς χώρας, ζῶα καί καρπούς γιά νά τά προσφέρει θυσία στόν Θεό.
   Ἀλλά τότε σάν κεραυνός ἔπεσε πάνω του τό ρῆμα τοῦ Κυρίου καί τόν κατέκαψε καί τόν ξεγύμνωσε καί τόν πέταξε ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν ὑπόθεσή του. «Καί εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητόν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὡς τό ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; Ἰδού ἀκοή ὑπέρ θυσίαν ἀγαθήν καί ἡ ἐπακρόαση ὑπέρ στέαρ κριῶν» (Α’ Βα 15,22). Νομίζεις ὅτι ὁ Κύριος προτιμᾶ ὁλοκαυτώματα καί θυσίες ἀπό τό νά ὑπακούσεις στή φωνή του; Ὄχι, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐκλεκτή θυσία, καί ἡ ὑποταγή ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν. Πίστεψες, Σαούλ, ὅτι θα εὐχαριστήσεις τόν Κύριο μέ τό δικό σου αἴσθημα καί τή δική σου λογική, πίστεψες ὅτι θα τόν ξεγελάσεις μέ προσφορές καί κολακεῖες, παραβαίνοντας τήν ἐντολή του μέ τό ἀζημίωτο; Ἀλλά ὁ Κύριος δέν θέλει τά δικά μας, θέλει ἐμᾶς.
  Γνήσιο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τό πλάσμα του, πού αἰώνια ἀγαπᾶ, τήν ὁλοτελῆ καί ἐντελῆ ὑποταγή στό θέλημά του. Ἀλλά καί γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει εἰλικρινέστερος τρόπος νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη του στόν Θεό ἀπό τό νά τοῦ δείξει ἀπόλυτη καί εὐχάριστη ὑπακοή. Μέ τίς ἄλλες θυσίες, πού συνηθίζουμε, ὅσο ἀκριβές καί σπουδαῖες κι ἄν εἶναι, θυσιάζουμε μόνο τό βιό μας καί ὑπηρετοῦμε ἁπλᾶ τό θρησκευτικό μας ἔνστικτο. Ἀντίθετα, μέ τήν ὑπακοή μας θυσιάζουμε αὐτόν τόν ἑαυτό μας καί ἀσκοῦμε τήν ἀληθινή πίστη ἀπέναντι στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει – καί συνήθως στοιχίζει τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου. Εἶναι πολύ εὐκολότερο, πράγματι, νά φέρεις ἕνα μοσχάρι ἤ ἕνα ἀρνί νά καεῖ πάνω στό βωμό ἀπό τό νά φέρεις «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον» τῆς σκέψεώς σου σέ ὑπακοή στόν Θεό, νά θυσιάσεις κάθε σου θέλημα στό θέλημά του.
  «Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν», λέει ἀλλοῦ (Ὠσ 6,6). Ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, πού ἀποτελεῖ κύρια ἐντολή τοῦ θείου νόμου, τό ἔλεος καί τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν, εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἐκλεκτότερα σφάγια.
 «Βλέπεις μέ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός;», κηρύττει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. «Διότι ἐκεῖνες μέν εἶναι τοῦ πλούτου καί τῶν πλουσίων, ἐνῶ αὐτές τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες ἀπό ἔξω, αὐτές ἀπό μέσα· ἐκεῖνες μπορεῖ νά τίς κάνει καί ὁ τυχών, αὐτές ὅμως λίγοι. Ὅσο εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο, τόσο εἶναι αὐτή ἀπό ἐκείνη τή θυσία· διότι ἐδῶ τήν ψυχή σου προσφέρεις θῦμα… Νά, θυσία καλή, πού δέν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλά αὐτόν πού τήν προσφέρει· θυσία καλή, πού ἐπιτελεῖται μέν κάτω, ἀλλά ἀμέσως ἀναλαμβάνεται πάνω» (PG 63,164-165).
  Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός καταργεῖ τίς προσφορές καί τίς θυσίες· τίς δέχεται, τίς ἀπαιτεῖ μάλιστα καί τίς ζηλεύει. Ἀλλά τίς θέλει ὡς ἐκδηλώσεις πίστεως, ὡς ἐκφράσεις ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης. Ἡ ταπεινή κι ὁλόψυχη συμμόρφωσή μας μέ τίς ἐντολές του ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση καί τόν ὅρο γιά νά γίνουν εὐάρεστες καί δεκτές οἱ ἄλλες μας προσφορές. Ὅταν αὐτή λείπει, τότε οἱ θυσίες μας εἶναι στάχτη στά μάτια, μάσκα καί ὑπόκριση, προπέτασμα καπνοῦ, κάλυψη καί παραλλαγή, πού δέν ἀνέχεται ὁ Κύριος ἀπό τούς πιστούς του. Τίποτε δέν εἶναι τόσο προκλητικό στόν Θεό ὅσο τό νά βάζουμε τό θέλημά μας σέ ἀνταγωνισμό μέ τό δικό του. Αὐτό καλεῖται ἐπανάσταση, ἀνταρσία, καί λέγεται ἐδῶ μέ τό στόμα τοῦ Σαμουήλ ὅτι εἶναι τόσο κακό ὅσο ἡ μαγεία καί ἡ εἰδωλολατρία (στίχ. 23). Διότι στό τέλος–τέλος ἡ κακοήθεια καί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνυπακοή. Αὐτή μᾶς ἔκανε ἁμαρτωλούς, παραβάτες τοῦ νόμου καί ἐχθρούς μέ τόν Θεό, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή.
  Ἡ ὑπακοή ἦταν ὁ νόμος τῆς ἀθωότητος, αὐτός πού ρύθμιζε τίς σχέσεις Θεοῦ καί πρωτοπλάστων. Ἀντίθετα, οἱ θυσίες προϋποθέτουν τήν ἁμαρτία πού ἦλθε στόν κόσμο καί δέν εἶναι παρά μιά ἀδύναμη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνει ἐκεῖνο πού ἡ ὑπακοή δέν θά ἄφηνε κἄν νά συμβεῖ. Ἀλλά «ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρω 5,19). Μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπακοή γίνεται καί πάλι ὁ νόμος τῆς χάριτος, πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συναντᾶμε τήν τέλεια περίπτωση. Ἐδῶ θυσία καί ὑπακοή ταυτίζονται. Μέ πρότυπο καί ὑπόδειγμα, λοιπόν, τόν Κύριο ὁ κάθε πιστός ζῆ τή χριστιανική ζωή, πού ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο, καθώς συνεχῶς, ὑπακούοντας στό Εὐαγγέλιο, ἀποκεφαλίζει τό θέλημά του, σταυρώνει τό ἐγώ του, κατακαίει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί μέ τή φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζουμε τήν πιό «θελητή» θυσία, τό ὁλοκαύτωμα τῆς καρδιᾶς μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 145-146

Τετάρτη, 20 Δεκέμβριος 2023 03:00

Μή ἀποδεκτή προσφορά

  Ἀσύλληπτο καί ἀπροσπέλαστο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὡστόσο προσιτή στούς ἀνθρώπους ἡ παρουσία του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ ἄπειρος Θεός, γιά νά συνευρεθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεώσει. Μέ συντομία καί θεολογική ἀκρίβεια ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τό σκοπό τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός πῆρε σάρκα, διότι ἔπρεπε νά ἁγιάσει αὐτή τή σάρκα μας τήν καταραμένη, νά ἐνδυναμώσει τήν ἐξασθενημένη, τήν ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό νά τήν καταστήσει οἰκεία σ᾿ αὐτόν, τήν πεσμένη ἀπό τόν παράδεισο νά τήν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς». Δέχθηκε νά γίνει ταπεινός ἄνθρωπος γιά νά δώσει στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά ἐνταχθοῦν στήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία του, νά οἰκειωθοῦν τή θέωση. Περπάτησε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά κυριαρχήσει πάνω στή γῆ ἡ παρουσία του, ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀγάπη του· νά γίνει ἡ γῆ παράδεισος!
  Κι ὅμως σήμερα, διανύοντας ἤδη τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα ἀπό ἐκείνη τή μοναδική νύχτα τῆς Βηθλεέμ, ἔχουμε συχνά τήν αἴσθηση πώς ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Δέν ἀπολαμβάνουμε, δέν νιώθουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἔχουν ξεθωριάσει πολύ τά ἴχνη ἀπό τό περπάτημά του στή γῆ: Τά ἔθνη ταράσσονται, οἱ λαοί ἀλληλοσπαράσσονται, ἡ κοινωνία σαλεύεται, οἱ συνάδελφοι ἀνταγωνίζονται, ἡ οἰκογενειακή ἑστία διαλύεται, οἱ ἀδελφοί μισοῦνται. Ἡ φιλία ὑπονομεύεται, ἡ ἀλληλεγγύη σπανίζει, ἡ ἀνθρωπιά ἐκλείπει. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη τήν ὁποία ἔψαλαν οἱ ἄγγελοι; Ποῦ ἡ χαρά καί τά ἄλλα δῶρα πού ἔφερε ὁ Θεός στή γῆ;
  Ἡ εἰλικρινής ἀπάντηση στόν παραπάνω προβληματισμό ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Πρῶτον, νά μελετήσουμε τήν ἱστορία ἀπό τότε πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14) καί δεύτερον, νά σκύψουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας, νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
  Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀνθρώπους μέ Χριστό ἤ χωρίς Χριστό. Καί τό κριτήριο τοῦ χωρισμοῦ τό κλείνει μέσα της ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὑπαντήθηκε ἀπό τόν θεοδόχο Συμεών ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀναγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες ὡς «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου». Προσφέρει σέ ὅλους τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια του. Ἄλλοι μ᾿ αὐτά οἰκοδομοῦν θεϊκό στόχο κι ἄλλοι τά παραθεωροῦν σάν πέτρες τοῦ δρόμου. Οἱ πρῶτοι χαίρονται τήν οἰκείωση μέ τόν Θεό· οἱ ἄλλοι γεύονται ἀναπόφευκτα τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς τους.
xristougenna  Βρέφος νεογέννητο ὁ Χριστός κι ἦρθαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ ἀγράμματοι καί ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ, ἐνῶ οἱ πολυδιαβασμένοι καί γνῶστες τῶν Γραφῶν φαρισαῖοι καί σαδδουκαῖοι στάθηκαν στήν ἀρχή ἀδιάφοροι καί ἐπιφυλακτικοί κι ἔπειτα ἐκτόξευσαν ἐναντίον του ὅλη τήν ἐχθρότητα καί τήν κακία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς ξεκίνησαν γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ σοφοί μάγοι, ἐνῶ στά Ἰεροσόλυμα ὁ Ἡρώδης σχεδίαζε νά σφάξει τόν τεχθέντα βασιλέα καί -νήπιο ἀκόμη- τόν ἀνάγκασε νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας καί τῆς προσφυγιᾶς.
  Στή συνέχεια ὁ Κύριος κήρυξε τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας του καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) κάθε ἀνθρώπινο πόνο. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν πίστεψαν. Ἔγιναν οἱ μαθητές, τά παιδιά του κι ἐξάρτησαν ἀπ᾿ αὐτόν τή ζωή καί τή σωτηρία τους. Ἀνάμεσά τους οἱ δαιμονισμένοι πού ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια, οἱ παράλυτοι πού ἀνορθώθηκαν, οἱ τυφλοί πού ἀνέβλεψαν, οἱ ἀσθενεῖς πού βρῆκαν τήν ὑγεία κοντά στόν μέγα ἰατρό. Μέ εὐγνωμοσύνη τό ὁμολογεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ πρώην δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν νά τόν ἀκολουθήσει, τήν ὥρα πού οἱ συντοπίτες του ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν χοίρων τόν παρακαλοῦσαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους (βλ. Λκ 8,37-38).
  Δέν ἀποστράφηκε ὁ Ἰησοῦς τούς βδελυρούς τελῶνες καί τίς μιαρές πόρνες πού τόν πλησίασαν. Ἦταν ὁ γιατρός, πού ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τούς νοσοῦντες ἀπό κάθε νόσημα, σωματικό καί πνευματικό. Οἱ ἁμαρτωλοί πού ὁμολογοῦσαν τήν ἀσθένειά τους ἔπαιρναν τή θεραπεία σώματος καί ψυχῆς, ζοῦσαν τόν παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ φαρισαῖοι καί οἱ σαδδουκαῖοι, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας καί τήν τύφλωση τῆς ἀλαζονείας τους, δέν ἐπέτρεπαν στόν Θεραπευτή νά τούς πλησιάσει. Καί παρέμεναν στήν ἀσθένεια, στήν ἀθλιότητα, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
  Ἄν σήμερα, ἀπουσιάζουν ἀπό τήν κοινωνία μας τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μή βιαστοῦμε νά κατηγορήσουμε Ἐκεῖνον. Ἐφόσον ἡ στάση μας ἀπέναντί του εἶναι ἀδιάφορη ἤ καί ἀπορριπτική, δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν κατάντια μας. Μπορῶ νά κατηγορήσω τόν γιατρό, ὅταν δέν χρησιμοποίησα τίς ὁδηγίες καί τά φάρμακα πού μοῦ ἔδωσε καί, φυσικά, παραμένω ἀσθενής; Ἔτσι δέν ἔχω δικαίωμα νά κατηγορήσω τόν Χριστό, ὅταν δέν ἐφαρμόζω τό Εὐαγγέλιό του, δέν κοινωνῶ στά ἱερά μυστήρια, ἀδιαφορῶ γιά τό θέλημά του.
   Ἀλλά κι ἄν εἶμαι βαφτισμένος χριστιανός, ἄν κάποτε ξεκίνησα τή χριστιανική ζωή, ἀλλά τώρα νιώθω πώς αὐτή δέν μέ «χορταίνει», δέν φταίει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Μή βιαστῶ νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά νά ἐλέγξω πρῶτα τήν ποιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ μου. Μήπως ὑποβόσκει μέσα μου κάποια θρησκευτική αὐτάρκεια; Μήπως ἡ πεποίθηση στά κατορθώματά μου μέ ὁδηγεῖ διά μέσου τῆς ὑπερηφανίας σέ μία πνευματική τύφλωση; Ἡ ὑπεροψία ἐξουδετερώνει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἀφήνει νά ἐνεργήσει στήν ψυχή.
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἕνα φοβερό ἱστορικό παράδειγμα, τούς Ἰουδαίους. Ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός, πού αἰῶνες τόν ἀφύπνιζε καί τόν προετοίμαζε ὁ Θεός μέ τό προφητικό κήρυγμα γιά νά περιμένει τόν Μεσσία. Μά ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε κοντά τους, δέν τόν δέχθηκαν. Ἰταμότατα ἀπέκρουσαν τό κάλεσμά του καί ἀρνήθηκαν νά τόν παραλάβουν. Γιατί; Δέν τούς ἄρεσε! Εἶχε ἔλθει, ὅπως τό ἀπεδείκνυε, «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός», ἀλλά αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν ἕναν Μεσσία κατά τό δικό τους θέλημα. Δέν ἀναγνώριζαν τή θεϊκή δύναμη στά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε· τά ἀπέδιδαν στόν Βεελζεβούλ, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ζητοῦσαν νά στήσουν τή δική τους δικαιοσύνη, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πίστη σημαίνει πλήρης ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτό πού θέλει νά μᾶς δώσει, κι ὅταν αὐτό δέν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, δέν μᾶς ἀρέσει. Διαφορετικά, δείχνουμε πώς δέν τόν χρειαζόμαστε καί ἀναπόφευκτα μένουμε ἔξω ἀπό τήν εὐλογία, ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του.
   Εἶναι θλιβερό ὅτι καί σήμερα ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιάζονται ἀρκετά συχνά, κάνουν καί κάποιες ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως τούς μιλήσεις γιά ἐξομολόγηση, σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους. «Μά ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν βλάπτω κανέναν», εἶναι ἡ ἀπάντηση πίσω ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνονται. Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, ἡ αὐτοδικαίωση. Ἐξισώνει τόν πιστό μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποδέχεται ἀλλά ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή θεία χάρη καί ἀρνεῖται νά δεχθεῖ τά δῶρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
   Ἐπίκαιρη καί διδακτική ἡ διδαχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου προσφέρεται γιά ἕνα γόνιμο προβληματισμό: «Ἄν μποροῦσες μόνος σου νά σωθεῖς, ποιά ἀνάγκη νά ἔλθει ὁ Κύριος; Ὅπως δέν ἔχει ὅραση τό μάτι χωρίς φῶς οὔτε μπορεῖ κανείς νά μιλήσει χωρίς γλώσσα ἤ νά ἀκούσει χωρίς αὐτιά ἤ νά περπατήσει χωρίς πόδια ἤ νά ἐργάζεται χωρίς χέρια, ἔτσι χωρίς τόν Ἰησοῦ δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἤ νά μπεῖς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 324-326