Τό γεγονός τοῦ μήνα, τοῦ ἔτους, τῆς προσωπικῆς μας καί τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας εἶναι φυσικά ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού σημειώνεται στό ἡμερολόγιο τῆς ἀνθρωπότητος ὡς Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπουράνιος Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά προσεγγίσει τόν πεσμένο καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, νά τόν ἀνορθώσει καί νά τόν ξαναδεχθεῖ στήν πατρική του ἀγκαλιά, χαρίζοντάς του τή λύτρωση!
Συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας ἡ ἀσύλληπτη θεϊκή συγκατάβαση: Κατέβηκε ὁ Θεός, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο! Καί γίνεται ὁ συγκλονισμός συντριβή καί δέος, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τήν καθοριστική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀνταπόκρισης στή θεϊκή προσφορά: Μένει ἀπραγματοποίητη ἡ ποθητή συνάντηση καί ἀτελέσφορη ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, πλήν ὁλόψυχα καί εἰλικρινά, νά ἀποδεχθεῖ καί νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!
Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τό ἐκφράζει ἁπλά, σχεδόν συνθηματικά, ὁπωσδήποτε ὅμως σαφέστατα, μία φράση πατερικοῦ λόγου· τήν ἀκοῦμε στό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»! Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθοδός του στή γῆ, γιά νά γίνει ἀντιληπτή, ἀπαιτεῖ τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τόν προσανατολισμό του πρός τά ἄνω.
Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἄς προσέξουμε τό μήνυμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Νά ὑψωθοῦμε! Νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐξ οὐρανοῦ Θεό μας. Νά ξεκολλήσουμε ἀπό τό χῶμα! Καί χῶμα δέν εἶναι μόνο ἡ φθορά καί τά τόσα πάθη ὅπου μᾶς ἔχει ρίξει ἡ ἁμαρτία. Καί τά ἐπιτεύγματα καί οἱ κατακτήσεις μας στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τεχνολογίας καί κάθε καλό χῶμα εἶναι, ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ τήν πνευματική μας ἄνοδο, ὅταν καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση μέσα μας καί γίνεται ὁ θεός, τό εδωλό μας.
Χρειάζονται ἀποδείξεις; Ὑπῆρξε τάχα ποτέ ὁ ἄνθρωπος τόσο ἀνερμάτιστος καί ἀνασφαλής ἐσωτερικά ὅσο σήμερα; Θυμηθεῖτε τόν πανικό πού ζήσαμε πρίν λίγα χρόνια μέ τήν κατάρρευση τῶν διδύμων πύργων καί πρόσφατα μέ τό ξέσπασμα τοῦ τσουνάμι καί τοῦ τυφώνα Κατρίνα. Ἀναλογισθεῖτε τή φρενίτιδα πού ξεσήκωσε τελευταῖα ὁ φόβος τῆς γρίπης... τῶν πουλερικῶν. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι εμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα. Κι ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του μᾶς εἰσήγαγε στήν πνευματική μας διάσταση. Συνανέστησε μαζί του «τό πρόσλημμα», τήν ἀνθρώπινη φύση καί τή συνεκάθισε στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τόν οὐρανό καί μᾶς καλεῖ νά ὑψωθοῦμε. Πῶς; Πορευόμενοι μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή γραμμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.
![]() Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός συνδέεται ἄμεσα μέ τό φῶς, συμβολικά καί προφητικά. Εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀλλά καί ὁ ἴδιος κατοικεῖ μές σ' αὐτό «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» καί ντύνεται τό φῶς, «ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψα 103,2). Ὁ νόμος του λυχνάρι θά φωτίζει τά μονοπάτια τοῦ πιστοῦ καί θά τόν προφυλάγει ἀπό κάθε κίνδυνο καί κακοτοπιά (Ψα 118,105). Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας θά εἶναι τό «μέγα φῶς» (Ἠσ 9,2), ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Μλ 4,2), ἡ Ἀνατολή ἀνατολῶν (βλ. Ζα 3,9). Θά καταυγάσει καί θά δοξάσει τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά θά εἶναι ἐπίσης καί «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6). Τό ἐσχατολογικό φῶς τῆς προφητείας γίνεται πραγματικότητα στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πανωραῖος «κάλλει» Νυμφίος, πού δημιούργησε τόν ἥλιο καί ὅλη τήν κτιστή δημιουργία, καταδέχτηκε νά γίνει κτιστός ὁ ἄκτιστος, ὁρατός ὁ ἀόρατος. Μέ τήν σάρκωση καί ἐνανθρώπησή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν νοῦ μας, ὥστε καί τήν κτιστή δημιουργία νά ἑρμηνεύσουμε καί τήν ἄκτιστη νά προσεγγίσουμε. Χαιρετίζεται στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὡς «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9). Μέ τίς πράξεις καί τά λόγια του ἀποκαλύπτεται ὡς «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12· 9,5· 12,46). Σ' Αὐτόν ἔχει τήν ἀρχή του κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό φῶς. Αὐτός ἔδωσε ὑπόσταση στό φυσικό φῶς, ὅταν μέ τόν δημιουργικό λόγο του εἶπε «γενηθήτω φῶς! καί ἐγένετο φῶς» (Γέ 1,3). Αὐτός παρέχει τόν πνευματικό φωτισμό, πού φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίσουμε στό πρόσωπό του τόν ἔνδοξο Θεό (βλ. Β΄ Κο 4,6). Μᾶς καθιστᾶ «φωτισθέντας» (Ἑβ 6,4) μέ τό Βάπτισμα, ὥστε νά ἐγκαταλείψουμε τό σκότος καί νά γίνουμε «φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8), πού σημαίνει νά πολιτευόμαστε «ὡς τέκνα φωτός» (Ἐφ 5,8· Α΄ Θε 5,5). Στήν δική του παρουσία εἶναι ὅλα φῶς καί ζωή καί χαρά, ἀσκίαστη εὐτυχία καί ἐκπλήρωση κάθε εὐγενικοῦ πόθου τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού μόνο κοντά στόν Χριστό βρίσκει τόν προορισμό καί τήν πληρότητά της. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ὁ κτιστός ἥλιος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ, δέν ἐξυπηρετεῖ, ἀλλά καί ἐνοχλεῖ ἐκείνους πού ἔχουν ἄρρωστα μάτια, ἔτσι καί ὁ Ἥλιος-Χριστός ἐνοχλεῖ ὅσους ἔχουν βλάβη στά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅσους κατευθύνονται ἀπό «διεφθαρμένον νοῦν» (Α΄ Τι 6,5) καί «ἀδόκιμον» (Ρω 1,28). Μάλιστα πολλοί ἐνοχλούμενοι ἀπό τόν Ἥλιο-Χριστό, ἀντί νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς τους ὁράσεως, ἀντιστέκονται στό φῶς του· φλυαροῦν, συκοφαντοῦν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά τόν περιθωριοποιήσουν. Θέλουν νά τόν ἀντικαταστήσουν μέ ἄλλες δικῆς τους ἀποτιμήσεως πηγές φωτός. Τό ἀποτέλεσμα; Ἁπλῶς βυθίζονται σέ βαθύτερα σκοτάδια. Εἶναι, βέβαια, ἀδύνατη ἡ ἀντικατάσταση καί ἡ κατάργηση τοῦ φυσικοῦ ἡλίου. Κανείς νουνεχής δέν διανοήθηκε ποτέ νά σβήσει ἤ νά γκρεμίσει τόν ἥλιο φτύνοντας ἤ πετροβολώντας πρός τό μέρος του ἤ πετώντας χῶμα καί δημιουργώντας ἀντάρα στήν ἀτμόσφαιρα, οὔτε ἐπιχείρησε κανείς νά ἀντικαταστήσει τόν ἥλιο μέ κάποια ἀπό τίς τεχνητές πηγές φωτός. Παρόμοια ἀδυνατοῦν νά σβήσουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τά νέφη τῶν παθῶν καί ἡ μυωπική αὐταρέσκεια τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τροφοδοτοῦν τόν κουρνιαχτό τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ἀπιστίας. Ἀπό τότε πού ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, παραμένει Αὐτός ἡ μοναδική καί ἐγγυημένη πηγή φωτός, ἡ ἀκατάπαυστη γεννήτρια φωτισμοῦ, ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Παντοδύναμο τό φῶς τοῦ προσώπου Του διαλύει κάθε σκοτάδι πού τυφλώνει τόν νοῦ καί ἀναστατώνει τήν καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἱστορίας, ἡ μαρτυρία ὅλων ἐκείνων πού ἀποδέχθηκαν τό Φῶς-Χριστό καί μέ τόν δικό του φωτισμό πορεύονται. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι δέν θέλησαν νά ἡλιαστοῦν στό φῶς τοῦ ἀνεσπέρου Ἡλίου-Χριστοῦ καί ὅσοι ἀρκέσθηκαν σέ μία ἐπιδερμική, τυπική σχέση μαζί του, χωρίς οὐσιαστική ἔνταξη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στόν χῶρο ὅπου Ἐκεῖνος ἀκτινοβολεῖ καί καταυγάζει τίς ψυχές, δέν ἔχουν λόγο. Οἱ πρῶτοι, διότι παραμένουν ἄπιστοι, ἐνίοτε καί ἀντίχριστοι. Οἱ δεύτεροι, διότι βολεύονται στόν τύπο καί ἀγνοοῦν ἤ ἀδιαφοροῦν γιά τήν οὐσία τῆς πίστεως. Τραγικές καί οἱ δύο ὁμάδες ἐπαναλαμβάνουν θλιβερό μοιρολόγι τήν ἐμπειρία τους· «Ἰδού ἐγώ μέ τόσα φῶτα τυφλός, τυφλός ὅπως καί πρῶτα». Αὐτοί δέν μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Χριστό πού δέν γνώρισαν ἤ παραποίησαν κατά τήν δική τους βουλή καί βολή. Μυριάδες ὅμως πιστῶν, πού δέχονται τήν εὐεργετική, τήν ζωογόνο καί σωστική ἐπίδραση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία, παλιά καί σήμερα καί σέ κάθε ἐποχή, εὐγνώμονα καταθέτουν τήν πλούσια καί ἀδιαμφισβήτητη ἐμπειρία τους ὅτι διατέλεσαν κάποτε σκότος, «νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8). Ὁ Χριστός τούς εἵλκυσε ἀπό τό σκοτάδι, τούς φώτισε καί τούς ζωογονεῖ μέσα στό φῶς τῆς χάριτος. Κι αὐτοί εὐφρόσυνα ὁμολογοῦν ὅτι «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί εὐγνώμονα τοῦ ἀναπέμπουν τήν καρδιόβγαλτη δοξολογία τους «δόξα σοι, τῷ δείξαντι τό φῶς»! Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού τήν γιορτάζουν οἱ πιστοί ἐπίσημα, λαμπρά καί πνευματικά κάθε χρόνο. Ἐκφράζουν τήν λατρεία τους στόν ἀνατείλαντα Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τόν προσκυνοῦν μέ τήν ἁπλότητα τῶν ποιμένων καί μέ τήν λαχτάρα τῶν μάγων. Καί δέν περιορίζεται ἡ προσκύνηση μόνο στήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, μιά φορά τόν χρόνο. Κάθε πρωί, πού ἀντικρίζουν τήν ἀνατολή νά πυρώνει τόν ὁρίζοντα, κάθε ἑσπέρα, ὅταν τό φῶς τοῦ ἥλιου ἱλαρό χρυσώνει τήν ἀτμόσφαιρα, ἀλλά καί κάθε στιγμή μέ τά μάτια τῆς πίστεως βλέπουν στό φυσικό φῶς τόν κατοπτρισμό τοῦ ἀνεσπέρου φωτός Χριστοῦ κι Ἐκεῖνον δοξολογοῦν καί ὑμνοῦν καί προσκυνοῦν. Τροφοδοτεῖται δέ καί ἀνανεώνεται αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη καί ἀέναη λατρεία στήν μυστηριακή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, πού κατακλείεται κάθε φορά μέ τήν πανηγυρική διακήρυξη «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Καί κορυφώνεται ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τόν Κύριο, «τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9), μέσα στό εὐλογημένο Δωδεκαήμερο, ὅπου μαζί μέ τήν λατρεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή, ἔχουμε καί τήν προσκύνηση τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου Θεότητος. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 324-326
|
Τά προσωπεῖα καί τό πρόσωπο
Στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού νιώθει τήν ἀνάγκη πιά νά φορᾶ μάσκα, γιά νά κινεῖται ἄνετα καί "καθώς πρέπει" στήν κοινωνία μας, στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀριθμεῖ ἀναρίθμητα προσωπεῖα τοῦ ἑαυτοῦ του γιά κάθε περίσταση, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού ἔχασε πιά τό πρόσωπό του, χρειάζεται προπάντων ἡ ὑπενθύμιση· «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27). Δοκίμασες, ἀδελφέ, ὅλη τήν πίκρα τῆς κάθε ἀπάτης τοῦ συνανθρώπου ἀπέναντί σου· δοκίμασες ὅλη τήν ἀηδία τοῦ κάθε δικοῦ σου ψεύδους ἀπέναντί του. Εἶναι καιρός νά θυμηθεῖς κι ἐκείνη τήν ξεχασμένη ὥρα τῆς ζωῆς σου, πού στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος βυθιζόσουν στά νερά τῆς κολυμβήθρας, ἐνῶ τό ἅγιο Πνεῦμα βυθιζόταν στήν ὕπαρξή σου καί σοῦ ἔδινε τό μεγάλο δικαίωμα νά ντυθεῖς τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ μάσκες οἱ ὕπουλες, πού μᾶς ξεγελοῦν, σχίζονται. Δέν ἀντέχουν μπρός στή δύναμη τῆς ἀληθινῆς λαχτάρας μας, μπρός στήν ὁρμή τῆς γνήσιας ἀναζητήσεώς μας. Καυτή ἡ πνοή πού βγαίνει ἀπό τά στήθη μας τά ἀνήσυχα γιά ἐλευθερία, γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά ἀλήθεια, καί καίει τό ψεύτικο καί τό ὑποκατάστατο. Ἡ ἐλευθερία, πού μᾶς πουλᾶ ὁ «νῦν αἰώνας», ἀποδεικνύεται σκέτη σκλαβιά, ἡ εἰρήνη ὑποκρισία, ἡ ἀγάπη μόνο ἀπάτη, ἡ ἀλήθεια ψέμα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τόσο ἀλλοτριωθεῖ οἱ ταλαίπωροι, πού τίς φορέσαμε κι οἱ ἴδιοι αὐτές τίς μάσκες· γιά νά συνθλίψουμε ἀκόμη περισσότερο τήν προδομένη μας καρδιά, νά κάνουμε ἀκόμη πιό δυστυχισμένο τόν δύσπιστο πλησίον. Τώρα, ἄν κάτω ἀπό τόσες στάχτες ζῆ ἀκόμη μέσα μας ἡ σπίθα ἡ ἀρχέγονη τῆς προσδοκίας ἑνός Σωτήρα, δέν μένει παρά νά ἀρνηθοῦμε τήν ἄρνησή μας, νά ἀπορρίψουμε τήν ὑποκρισία μας καί νά ἐπιστρέψουμε στόν Χριστό.
Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι προσωπεῖο, γιά νά τόν φορέσουμε· εἶναι πρόσωπο. Καί τό νά ντυθεῖς ἕνα πρόσωπο σημαίνει νά ἀποκτήσεις τά χαρακτηριστικά του, νά ἀφομοιώσεις τή νοοτροπία του, νά κάνεις τούς στόχους του στόχους σου, τήν ὑπόθεσή του δική σου. Νοῦς, καρδιά, θέληση, ὅλα νά χρωματισθοῦν, νά ἐμβολιασθοῦν ἀπό τό δικό του νεῦρο. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει «ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρω 13, 14), ἐννοεῖ αὐτό πού λέει ἀλλοῦ μέ περισσότερα λόγια σαφέστερα· «ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀλήθειας» (Ἐφ 4,21). Καινούργιος ἄνθρωπος! Νά, τί θά πεῖ φορῶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· γίνομαι ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας ἀληθινός χριστιανός.
Ἴσως μᾶς τρομάζει στήν ἀρχή μιά τέτοια ἀλλαγή. Δύσκολο νά παραιτηθεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά σπρώξεις μακριά σου ὅσα τόσα χρόνια ἀγκάλιαζες, νά διώξεις τά ὄνειρα πού σέ ἔτρεφαν μέχρι τώρα, τούς στηριγμούς πού σέ ἔφεραν μέχρις ἐδῶ. Κι ἔπειτα, σκληρό κι ἀπάνθρωπο νά χάσεις τό δικό σου πρόσωπο, γιά νά ντυθεῖς τόν Ἄλλο -ἔστω κι ἄν αὐτός γράφεται με κεφαλαῖο Α-, νά ξεχάσεις καί νά καταργήσεις τό ἐγώ σου, γιά νά ζήσεις στό ἐγώ τοῦ Ξένου. Κι ὅμως -ἐδῶ εἶναι τό παράδοξο-, μόλις τολμήσεις, θά καταλάβεις ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μόνος δρόμος γιά νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί προπάντων γιά νά τόν σώσεις, ὁ μόνος τρόπος γιά νά μείνεις πράγματι πρόσωπο καί, κάτι περισσότερο, γιά νά γίνεις προσωπικότης. Γιατί ὁ Χριστός δέν πολτοποιεῖ ἀλλά πλάθει, δέν ἀφανίζει ἀλλά ἀναγεννᾶ. Τό ἔργο του εἶναι θετικό, καί τό ὑλικό μας, τό πρόσωπό μας, τοῦ χρειάζεται γιά νά ἀποτυπώσει πάνω του τή σφραγίδα "τοῦ ἀρχαίου κάλλους". Ναί, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος ἀλλά καί ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος γεννιέται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ!
Δέν ὑπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη προσφορά ἀπ’ αὐτήν γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα στούς δαιδάλους τῆς νέας φιλοσοφίας, ὅπου πλανᾶται χαμένος, φτάνουν σάν ἀκτῖνες ὁδηγητικοῦ φωτός οἱ λάμψεις τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ὑπόσχεται ἐλευθερία ἐσωτερική, εἰρήνη οὐσιαστική, ἀγάπη εἰλικρινῆ, ἀλήθεια γνήσια καί ἀνόθευτη. Καί δίνει, δίνει σ’ ὅσους ἀκολουθοῦν, σ’ ὅσους ἀποφασίζουν καί πετοῦν πέρα τά ἀπαίσια προσωπεῖα, πού χαλάσαν τή ζωή μας, δίνει τό δικό του πρόσωπο, γιά νά κάνει τό δικό μας, ἐπί τέλους, ἀληθινό.
Στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).
Εἶναι μιά ἱστορία σκληρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική. Ὁ Κύριος μήνυσε μέ τόν προφήτη του Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ νά πάει νά πατάξει τούς ἐχθρούς Ἀμαληκῖτες καί νά ἐξολοθρεύσει τούς πάντες καί τά πάντα τῆς χώρας τους. Τίποτε νά μην κρατήσει καί κανέναν νά μή λυπηθεῖ, ἀπό ἄνδρα μέχρι γυναίκα καί ἀπό νήπιο μέχρι βρέφος καί ἀπό μοσχάρι μέχρι πρόβατο καί ἀπό καμήλα μέχρι ὄνο (Α’ Βα 15,3). Ὁ Σαούλ ὅμως θέλησε νά φανεῖ σπλαχνικότερος ἀπό τόν Γιαχβέ καί καλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτσι, εἰδοποίησε τούς συμμάχους του Κιναίους, πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς Ἀμαληκῖτες, καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τή σφαγή· συνέλαβε τό βασιλιά Ἀγάγ ζωντανό, γιά νά στολίσει τό θρίαμβό του, καί φύλαξε τά ἐκλεκτότερα ἀγαθά τῆς χώρας, ζῶα καί καρπούς γιά νά τά προσφέρει θυσία στόν Θεό.
Ἀλλά τότε σάν κεραυνός ἔπεσε πάνω του τό ρῆμα τοῦ Κυρίου καί τόν κατέκαψε καί τόν ξεγύμνωσε καί τόν πέταξε ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν ὑπόθεσή του. «Καί εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητόν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὡς τό ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; Ἰδού ἀκοή ὑπέρ θυσίαν ἀγαθήν καί ἡ ἐπακρόαση ὑπέρ στέαρ κριῶν» (Α’ Βα 15,22). Νομίζεις ὅτι ὁ Κύριος προτιμᾶ ὁλοκαυτώματα καί θυσίες ἀπό τό νά ὑπακούσεις στή φωνή του; Ὄχι, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐκλεκτή θυσία, καί ἡ ὑποταγή ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν. Πίστεψες, Σαούλ, ὅτι θα εὐχαριστήσεις τόν Κύριο μέ τό δικό σου αἴσθημα καί τή δική σου λογική, πίστεψες ὅτι θα τόν ξεγελάσεις μέ προσφορές καί κολακεῖες, παραβαίνοντας τήν ἐντολή του μέ τό ἀζημίωτο; Ἀλλά ὁ Κύριος δέν θέλει τά δικά μας, θέλει ἐμᾶς.
Γνήσιο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τό πλάσμα του, πού αἰώνια ἀγαπᾶ, τήν ὁλοτελῆ καί ἐντελῆ ὑποταγή στό θέλημά του. Ἀλλά καί γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει εἰλικρινέστερος τρόπος νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη του στόν Θεό ἀπό τό νά τοῦ δείξει ἀπόλυτη καί εὐχάριστη ὑπακοή. Μέ τίς ἄλλες θυσίες, πού συνηθίζουμε, ὅσο ἀκριβές καί σπουδαῖες κι ἄν εἶναι, θυσιάζουμε μόνο τό βιό μας καί ὑπηρετοῦμε ἁπλᾶ τό θρησκευτικό μας ἔνστικτο. Ἀντίθετα, μέ τήν ὑπακοή μας θυσιάζουμε αὐτόν τόν ἑαυτό μας καί ἀσκοῦμε τήν ἀληθινή πίστη ἀπέναντι στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει – καί συνήθως στοιχίζει τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου. Εἶναι πολύ εὐκολότερο, πράγματι, νά φέρεις ἕνα μοσχάρι ἤ ἕνα ἀρνί νά καεῖ πάνω στό βωμό ἀπό τό νά φέρεις «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον» τῆς σκέψεώς σου σέ ὑπακοή στόν Θεό, νά θυσιάσεις κάθε σου θέλημα στό θέλημά του.
«Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν», λέει ἀλλοῦ (Ὠσ 6,6). Ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, πού ἀποτελεῖ κύρια ἐντολή τοῦ θείου νόμου, τό ἔλεος καί τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν, εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἐκλεκτότερα σφάγια.
«Βλέπεις μέ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός;», κηρύττει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. «Διότι ἐκεῖνες μέν εἶναι τοῦ πλούτου καί τῶν πλουσίων, ἐνῶ αὐτές τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες ἀπό ἔξω, αὐτές ἀπό μέσα· ἐκεῖνες μπορεῖ νά τίς κάνει καί ὁ τυχών, αὐτές ὅμως λίγοι. Ὅσο εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο, τόσο εἶναι αὐτή ἀπό ἐκείνη τή θυσία· διότι ἐδῶ τήν ψυχή σου προσφέρεις θῦμα… Νά, θυσία καλή, πού δέν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλά αὐτόν πού τήν προσφέρει· θυσία καλή, πού ἐπιτελεῖται μέν κάτω, ἀλλά ἀμέσως ἀναλαμβάνεται πάνω» (PG 63,164-165).
Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός καταργεῖ τίς προσφορές καί τίς θυσίες· τίς δέχεται, τίς ἀπαιτεῖ μάλιστα καί τίς ζηλεύει. Ἀλλά τίς θέλει ὡς ἐκδηλώσεις πίστεως, ὡς ἐκφράσεις ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης. Ἡ ταπεινή κι ὁλόψυχη συμμόρφωσή μας μέ τίς ἐντολές του ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση καί τόν ὅρο γιά νά γίνουν εὐάρεστες καί δεκτές οἱ ἄλλες μας προσφορές. Ὅταν αὐτή λείπει, τότε οἱ θυσίες μας εἶναι στάχτη στά μάτια, μάσκα καί ὑπόκριση, προπέτασμα καπνοῦ, κάλυψη καί παραλλαγή, πού δέν ἀνέχεται ὁ Κύριος ἀπό τούς πιστούς του. Τίποτε δέν εἶναι τόσο προκλητικό στόν Θεό ὅσο τό νά βάζουμε τό θέλημά μας σέ ἀνταγωνισμό μέ τό δικό του. Αὐτό καλεῖται ἐπανάσταση, ἀνταρσία, καί λέγεται ἐδῶ μέ τό στόμα τοῦ Σαμουήλ ὅτι εἶναι τόσο κακό ὅσο ἡ μαγεία καί ἡ εἰδωλολατρία (στίχ. 23). Διότι στό τέλος–τέλος ἡ κακοήθεια καί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνυπακοή. Αὐτή μᾶς ἔκανε ἁμαρτωλούς, παραβάτες τοῦ νόμου καί ἐχθρούς μέ τόν Θεό, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή.
Ἡ ὑπακοή ἦταν ὁ νόμος τῆς ἀθωότητος, αὐτός πού ρύθμιζε τίς σχέσεις Θεοῦ καί πρωτοπλάστων. Ἀντίθετα, οἱ θυσίες προϋποθέτουν τήν ἁμαρτία πού ἦλθε στόν κόσμο καί δέν εἶναι παρά μιά ἀδύναμη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνει ἐκεῖνο πού ἡ ὑπακοή δέν θά ἄφηνε κἄν νά συμβεῖ. Ἀλλά «ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρω 5,19). Μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπακοή γίνεται καί πάλι ὁ νόμος τῆς χάριτος, πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συναντᾶμε τήν τέλεια περίπτωση. Ἐδῶ θυσία καί ὑπακοή ταυτίζονται. Μέ πρότυπο καί ὑπόδειγμα, λοιπόν, τόν Κύριο ὁ κάθε πιστός ζῆ τή χριστιανική ζωή, πού ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο, καθώς συνεχῶς, ὑπακούοντας στό Εὐαγγέλιο, ἀποκεφαλίζει τό θέλημά του, σταυρώνει τό ἐγώ του, κατακαίει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί μέ τή φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζουμε τήν πιό «θελητή» θυσία, τό ὁλοκαύτωμα τῆς καρδιᾶς μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 145-146