Super User

Super User

Τρίτη, 24 Δεκέμβριος 2024 03:00

Ἡ λύση - λύτρωση

82263952HmcrdV phΠερπατώντας μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μένουμε συχνά προβληματισμένοι μπροστά σέ κάποια σκοτεινά αἰνίγματα, σέ κάποιες ἀδιεξόδους καί σέ κάποιους κόμπους, πού προβάλλουν μέσα ἀπό τίς δοξασίες τῶν λαῶν ἐπίμονα καί ἐπιβλητικά. Ἄν περιορισθοῦμε μόνο στή δική μας ἀρχαία ἐλληνική ἱστορία -ἡ ὁποία ὡστόσο εἶναι ἡ πλουσιότερη καί ἀντιπροσωπευτικότερη τοῦ κόσμου-, βρίσκουμε ἕνα πλῆθος τέτοιων γρίφων, μέ τίς ρίζες τους νά βυθίζονται μέσα στούς χώρους τῆς μυθολογίας καί τά κλαδιά τους νά ἁπλώνονται πάνω στά γεγονότα τῆς ἱστορίας. Ὁ λαβύρινθος τοῦ Μίνωα καί τό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας, ὁ πίθος τῶν Δαναΐδων καί ὁ λίθος τοῦ Σισύφου, τό μαρτύριο τοῦ Ταντάλου καί τοῦ Προμηθέα δεσμώτη εἶναι μερικοί ἀπό τούς μύθους μέ τούς ὁποίους ὁ φιλόσοφος νοῦς τοῦ Ἕλληνα ἐξέφραζε τά δύσκολα καί ἀπαιτητικά προβλήματα πού θέτει ἡ ζωή καί δήλωνε τίς τραγικές καί ἀπεγνωσμένες προσπάθειες πού ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά λύσει.
 Πράγματι, σέ ὅλες αὐτές καί τίς παρόμοιες ὑποθέσεις ὁ πυρήνας εἶναι μία κατάσταση ἀνυπέρβλητης δυσκολίας, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς ὁποίας ὅμως ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία προσώπων καί λαῶν. Τό πρόβλημα τοῦ μύθου ἤ μένει ἄλυτο ἤ λύνεται μέ ἕναν τρόπο ὑπερφυσικό. Λέει ὁ θρύλος πώς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού θέλησε νά δώσει τή λύση καταργώντας τόν μύθο καί ἀπαντώντας στήν πρόκλησή του μέ τίς δικές του ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἦταν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, πού πάνω στήν ὁρμή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί μέσα στή μέθη τῶν νικηφόρων ἐκστρατειῶν του συνάντησε μπροστά του τόν Γόρδιο δεσμό, τόν ἄλυτο ἐκεῖνο κόμπο πού κρατοῦσε δεμένη τή Μ. Ἀσία, γιά νά τήν δώσει σέ ὅποιον τόν ἔλυνε. Τότε ὁ περήφανος ἕλληνας στρατηλάτης δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ξίφος του καί νά τόν κόψει· νά τόν λύσει ὅμως δέν μπόρεσε οὔτε αὐτός. Καί τή Μ. Ἀσία τήν κατέκτησε ὄντως, ἀλλά δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, διότι τό νῆμα τῆς ζωῆς του τό ἔκοψε καί τοῦ ἴδιου ὁ θάνατος, ἀδίστακτος καί ἀνελέητος· ὁ θάνατος ἀκριβῶς, πού κρύβεται πίσω ἀπό ὅλα τά προσωπεῖα καί τά σχήματα τῶν μύθων, αὐτός πού ἀποτελεῖ τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας, πού κρατᾶ τήν ψυχή μας σέ ἀγωνία καί τήν ὕπαρξή μας σέ ταραχή.
 Διότι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν συμπυκνώσουμε ὅλους τούς φόβους μας, περιλαμβάνονται μέσα στόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄν ἀποστάξουμε ὅλους τούς πόθους μας, ἡ οὐσία εἶναι ὁ πόθος τῆς καταργήσεώς του. Ὅσο βαθειά φθάνει μές στούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος ἡ ἱστορική συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος προβάλλει πίσω ἀπό ὅλα τά δεινά του σάν τό κεντρί πού συνέχεια τόν πληγώνει, τόν ταράσσει καί τόν σπρώχνει ἄλλοτε στήν ἀπελπισία κι ἄλλοτε στήν ὑπεροψία. Ζώντας τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς καί τῆς καταστροφῆς μας γινόμαστε ἐπιθετικοί, ἅρπαγες καί ἄδικοι, ἀλαζόνες καί καταφρονητές, πολεμόχαροι. Νιώθοντας πάνω μας τήν ἀποπνικτική ὀσμή τῆς ἀποσυνθέσεως καί τήν παγερή πνοή τῆς νεκρώσεως γεμίζουμε πανικό, ἄγχος γιά τά μικροπράγματα πού μᾶς συνδέουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μελαγχολία, διότι τίποτε δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ, κενό, διότι τίποτε δέν μᾶς χορταίνει. Ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς εἰρήνη καί χωρίς ἀνάπαυση.
 Ἐμεῖς ψάχνουμε τήν εἰρήνη στήν κατάπαυση τῶν πολέμων, τήν γυρεύουμε στίς καλές σχέσεις τῶν ἐθνῶν. Πιστεύουμε ὅτι ἐξασφαλίζεται μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζουμε ὅτι καλλιεργεῖται μέ τόν πολιτισμό καί τή διανόηση. Ἀλλά εἰρήνη δέν βρίσκουμε, διότι τήν ἀγνοοῦμε. Πῶς νά ἀναγνωρίσεις κάτι, ὅταν δέν γνωρίσεις πῶς εἶναι ἤ ὅταν -τό χειρότερο- ἔχεις λανθασμένη γνώση γι’ αυτό; Κάποιοι φιλόσοφοι καί κάποιοι θρησκευτές εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφθασαν στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος· σχίζοντας τά πέπλα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας ἀντίκρυσαν τό ἀποτρόπαιο πρόσωπο τοῦ θανάτου. Κατάλαβαν ὅτι τό τρομερό του σκέλεθρο μᾶς κλέβει τήν εἰρήνη καί… παραδόθηκαν κι αὐτοί στήν ἀδυσώπητη κυριαρχία του. Ναί, ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση πρῶτα ἐσωτερική καί ἔπειτα ἐξωτερική, εἶναι τό καθεστώς, στό ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Ποιός εἶναι ὅμως ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτή τή νίκη;
 Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως στίς πρῶτες σελίδες του, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά προβάλλεται μέ εἰκόνες ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, συναντοῦμε πάλι τό μεγάλο αἴνιγμα τῆς ζωῆς. «Καί εἶδον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐπί τήν δεξιάν τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καί ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. Καί εἶδον ἄγγελον ἰσχυρόν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί λῦσαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ; Καί οὐδείς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπί τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί ἐγώ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδείς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μή κλαῖε· Ἰδού ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί τάς ἑπτά σφραγῖδας αὐτοῦ. Καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον…» (Ἀπ 5,1-6). Αὐτό τό ἀρνάκι, πού ἄν καί σφαγμένο στεκόταν ὄρθιο, πῆρε στά χέρια του τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας καί τόν ἔλυσε, ὄχι κόβοντάς τον μέ τή δύναμη τοῦ λιονταριοῦ, πού εἶχε, ἀλλά διαλύοντάς τον μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό τοῦ τραγουδοῦν «ᾠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους» (Ἀπ 5,9).
 Αὐτή τή φορά δέν πρόκειται γιά μύθο. Μπροστά μας παρουσιάζεται, ἁπλῶς μέ σύμβολα, ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. Ἑπτασφράγιστο βιβλίο εἶναι ἡ δεμένη ἀπό τόν διάβολο καί σκλαβωμένη στόν θάνατο ἀνθρωπότητα, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἐλευθερώσει. Εἶμαι ἐγώ καί εἶσαι ἐσύ, πού παλεύουμε ἀνειρήνευτοι μές στά δεσμά τῆς φθορᾶς, ἀνίκανοι νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της, καί κλαῖμε πολύ μαζί μέ τόν Ἰωάννη γι’ αὐτό. Κι ὁ παράδοξος ἐλευθερωτής, λιοντάρι καί ἀρνάκι συγχρόνως ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας μοναδικό, ὁ γιός τῆς παρθένου Μαρίας καί τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι «ἀρνίον ἐσφαγμένον», ἀλλά εἶναι «ἑστηκός»· θυσιάστηκε, ἀλλά ὑπάρχει. Εἶναι ἐσταυρωμένος, ἀλλά εἶναι καί ἀναστάς· πέθανε, ἀλλά ζῆ. Μή κλαῖς, Ἰωάννη, κι ἐσύ, μή κλαῖς, ψυχή μου!
Ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ εἰρήνη βρέθηκε. Ὁ καθένας μας, σέ ὅποιο λαό κι ἄν ἀνήκει, ὅποια γλῶσσα κι ἄν μιλᾶ, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ, ἀρκεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στή βασιλεία του· μπορεῖ νά κάνει κτῆμα του τήν εἰρήνη, ἀρκεῖ νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης.
 «Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6) ἔρχεται ἐπίσημα καί πάλι αὐτά τά Χριστούγεννα. Ἕνα «παιδίον» μικρό καί ἀδύναμο, πού ἀνακλίνεται μέσα στά ἄχυρα μιᾶς φάτνης, κρατᾶ στά παιδικά του χέρια τό πολύτιμο ἀγαθό μας. Αὐτό γιορτάζουμε, γι’ αὐτό χαιρόμαστε, σ’ αὐτό προσβλέπουμε. Γύρω μας βέβαια πλανιέται μία εἰρήνη, ἀλλά εἶναι μόνο τό φάντασμά της... Στήν ἐλεύθερη χώρα μας δέν μπορεῖς νά ζῆς μέ εἰρήνη· μέρα μεσημέρι ἀνεξέλεγκτα σέ σημαδεύουν μέ τήν καραμπίνα καί σέ ρίχνουν νεκρό, ἐνῶ ἐργάζεσαι τά ἔργα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐπιστήμης. Στά χρόνια τοῦ πολέμου εἴχαμε τά καταφύγια γιά ἀσφάλεια ἀπό τόν βομβαρδισμό· σήμερα στήν εἰρήνη ἔχουμε καταφύγια τά στέκια, ὅπου μέσα σ’ αὐτά βομβαρδίζονται οἱ νέοι μέ τά ναρκωτικά. Ἑκατοντάδες οἱ νεκροί στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί χιλιάδες τά βρέφη πού σφάζονται μές στίς κοιλιές τῶν μητέρων τους. Γιά ποιά εἰρήνη μποροῦμε νά μιλᾶμε; Καί ἔχουμε εἰρήνη, ὅταν τά νιάτα ἔξαλλα βρυχῶνται καί πηδοῦν ἀλλόφρονα, γιά νά διασκεδάσουν; Πότε θά τό καταλάβουμε ὅτι ἡ εἰρήνη χωρίς τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης χάνει τήν ἀρχοντιά της καί εἶναι ψεύτικη καί γίνεται ἐπικίνδυνη;
 
Δεῖξε μας, Κύριε, τόν δρόμο νά φθάσουμε κοντά σου, μάθε μας τόν τρόπο νά σέ προσκυνήσουμε μέ λατρεία καί δέξου μας ἀνάμεσα στούς δικούς σου, στούς μάγους, στούς βοσκούς, στούς ἁγίους καί στούς ἀγγέλους, μέ τίς εὐχές τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὅλοι μαζί μέσα στήν Ἐκκλησία σου νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα «ἐν εἰρήνη»!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 161-163
Τρίτη, 31 Δεκέμβριος 2024 03:00

Πέντε παραγγέλματα

papyrosἩ καινούργια χρονιά ἦλθε στή ζωή μας καί ἀρχίσαμε πλέον νά κινούμαστε στό ρυθμό της. Ὅσοι μέ φόβο καί τρόμο θέλουμε νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας, μέσα σ’ ὅλες τίς ἀγωνίες πού μᾶς γεννᾶ τό ἄγνωστο ζοῦμε ἔντονα καί τούτη· μή χάσουμε τό στόχο μας, μή ξεκλίνουμε ἀπό τήν πορεία μας καί πλανηθοῦμε στά δελεαστικά ὅσο καί ἐπικίνδυνα μονοπάτια τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ταπεινά στρεφόμαστε σ’ Αὐτόν στόν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χρόνου μας, καί δυνατά ζητοῦμε τήν ἀγαθή του καθοδήγηση. Ἀνοίγουμε τά αὐτιά μας στό λόγο του, ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χἐρια του καί περιμένουμε νά λαλήσει στούς δούλους του.
 Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συμβουλῶν του ξεχωρίζουμε γιά τόν ἀγώνα τῆς νέας χρονιᾶς πέντε παραγγέλματα, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική εἶναι ἕνας πόλεμος, ἡ Ἐκκλησία μας στρατευομένη καί ἐμεῖς στρατιῶτες τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πέντε παραγγέλματα πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φθάνουν μέχρι ἐμᾶς, τούς σημερινούς χριστιανούς, ἠχοῦν ζωηρά καί παρηγορητικά μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιπαλαίσουμε τούς σύγχρονους πειρασμούς μας· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω!» (Α’ Κορ. 16,13-14).
 Τό πρῶτο· «Νά εἶστε ἄγρυπνοι!». Ὅπως ὁ φύλακας στή βάρδια του, ὅπως ὁ στρατιώτης στή σκοπιά του, ὅπως ὁ καραβοκύρης στό τιμόνι του, ἔτσι κι ὁ χριστιανός στή ζωή του πρέπει νά μένει ἄγρυπνος, ξύπνιος καί ἕτοιμος. Ὁ ἐχθρός του εἶναι πονηρός, ὕπουλος καί δέν κάνει ποτέ ἀνακωχή. Γι’ αὐτό, τό «γρηγορεῖτε!» ἀκούγεται συχνά μέσα στήν ἁγία Γραφή καί δίνει τό ρυθμό στόν ἀγώνα μας. Τό λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ στούς Κορινθίους, τό εἶπε ἀργότερα στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου, στή Μίλητο (Πρξ 20,31), τό παρήγγειλε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τήν προδοσία (Μθ 26,38-41) καί τό ἄφησε αἰώνιο παράγγελμα σέ ὅλους τούς χριστιανούς μέχρι τή συντέλεια· «Ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε!» (Μρ 13,37).
 Ὁ κόσμος γύρω μας θέλει νά μᾶς κοιμίσει· μᾶς ἀποχαυνώνει μέ τά θεάματα, μᾶς νανουρίζει μέ τίς φιλοσοφίες του, μᾶς ναρκώνει μέ τά ὑποκατάστατα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία καί νίκη τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, δέν ὑπάρχει πόλεμος, δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ ἴδιος, κι ἔτσι μποροῦμε νά κοιμόμαστε ἥσυχοι. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄν πιστέψουμε στήν ψεύτικη εἰρήνη του. Κινδυνεύουμε νά μᾶς πιάσει ὁ πανοῦργος στόν ὕπνο καί νά μᾶς νικήσει χωρίς νά τό καταλάβουμε καί –τί ντροπή!– πρίν νά δώσουμε κἄν τή μάχη μας. Κύριε, μέσα στή νύχτα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσέβειας φώτιζε τά μάτια μου καί κράτα τα πάντα ἀνοιχτά, «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρός αὐτόν!».
 Καί ποιός εἶναι ὀ λόγος νά βρισκόμαστε ἕτοιμοι πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης; Γιά νά ὑπερασπίσουμε ἀσφαλῶς τό ἔδαφός μας, νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πιστοί στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, τό δεύτερο παράγγελμα λέει: «Μείνετε σταθεροί στήν πίστη!». Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά νοθεύσουν τό δόγμα, νά διαφθείρουν τό ἦθος, νά μᾶς διδάξουν ἄλλο εὐαγγέλιο, πού ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες μας, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς ἦταν οἱ ψευδάδελφοι, πού δημιουργοῦσαν τά σχίσματα, οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀνήθικοι εἰδωλολάτρες. Στούς καιρούς μας μόνο τά πρόσωπα καί τά σχήματα ἀλλάζουν. Ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀγωνία κι ἀπαιτεῖται ὀ ἴδιος ἀγώνας νά μήν ἀφήσουμε τή νοοτροπία τοῦ κόσμου, οὔτε τή σοφία του, οὔτε τήν εὐδαιμονία του νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πίστη μας, νά μᾶς σαλέψει καί νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθοδοξία μας.
 Ἀκλόνητοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό καθεστώς τοῦ Πνεύματος, ἔχουμε τή μεγαλύτερη ἀσφάλεια, τή δυνατότερη προστασία, τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Παράδειγμα οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες μας, ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού ἔμειναν ἑδραῖοι στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί δέν κάμφθηκαν οὔτε ἀπό διωγμούς οὔτε ἀπό τά δελεάσματα τοῦ κόσμου. Αὐτοί νίκησαν, αὐτοί δοξάστηκαν. Ὅπως τό σπίτι πού ξεθεμελιώνεται πέφτει, κι ὅπως τό δέντρο πού ξερριζώνεται ξεραίνεται, ἔτσι κι ὁ χριστιανός χωρίς τήν πίστη οὔτε αὐξάνει οὔτε καρποφορεῖ. Ἡ σταθερότητά του εἶναι ἐγγύηση δόξας καί σωτηρίας.
 Κι ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, τό σάλπισμα πού ἀκούγεται εἶναι· «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε!». «Πολεμῆστε σάν ἄνδρες, δῶστε στόν ἀγώνα ὅλη τή δύναμή σας!». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίπαλος φαίνεται δυνατός, ἀλλά αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Καί ὁ φλογερότερος πειρασμός σβήνει μέσα στή δροσιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἐμεῖς νά μή δειλιάσουμε καί παραδοθοῦμε. Ὁ Κύριος θέλει φρόνημα λεβέντικο καί ἡρωικό, πού ὄχι μόνο θά ἀντιστέκεται στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ μέ ἀνδρεία, ἀλλά θά κάνει καί ἀντεπίθεση κατά κράτος. Ὁλοένα νά ἐξασθενεῖ πάνω μας ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, νά μειώνεται μέσα μας ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου, γιά νά ἀνδρώνεται ἡ πίστη, νά δυναμώνει ἡ ἐλπίδα, νά νικᾶ ὁ Χριστός.
 Θυμηθεῖτε τήν ἀνδρεία καί κραταιά ἀντίσταση ἀπέναντι στήν ἁμαρτία τοῦ Ἰωσήφ, τῶν τριῶν παίδων, τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Παῦλος, «ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (Ἑβρ 11,34). Δέν δείλιασαν οὔτε ὀπισθοχώρησαν μπροστά στόν «λέοντα τόν ὠρυόμενον» (Α’ Πέ 5,8), ἀλλά γενναῖοι ὑπήκουσαν στό θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τό πραγμάτωσαν στή ζωή τους· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν» (Ἰα 4,7).
 Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, χρειάζεται καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν ἀφορᾶ τό τελευταῖο παράγγελμα πού ἀκοῦμε· «Ὅλα σας νά γίνονται μέ ἀγάπη!». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του γιά διακριτικό ἀνάμεσα στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε», εἶπε, «ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Καί ὅλη ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου γύρω ἀπό δύο πόλους στρέφεται· τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά ὅπως προκειμένου γιά τήν πίστη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί προκειμένου γιά τήν ἀγάπη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα στίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό, τό παράγγελμα γιά ἀγάπη μεταξύ μας καταλήγει νά εἶναι προτροπή γιά ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
 Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί δέν τόν ἀγαπᾶ τρυφερά καί πάνω ἀπό κάθε τι ἄλλο, δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Δέν εἶναι νεκροταφεῖο ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει μέσα πτώματα, ἀνθρώπους πού δέν χτυπᾶ ἡ καρδιά τους γιά τόν Χριστό. Οὔτε εἶναι μουσεῖο, γιά νά συντηρεῖ ἀπολιθώματα, χριστιανούς πού ἦταν κάποτε καλοί καί τώρα δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θέλει ζωντανά τά μέλη της ἀπό τήν ἀγάπη του.
 Καί δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό νόμο του καί τίς ἐντολές του, ὅποιος ἑλκύεται περισσότερο ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἐνδίδει στίς ἀπαιτήσεις της. Δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἔχει τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ὅποιος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος, εἶναι ὁ ἐνσαρκωθείς Γιαχβέ, πού πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ταπεινώθηκε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη μας. Ἔχει, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ τήν ἀγάπη μας πάνω ἀπ' ὅλα, ἔχει ἀπαίτηση, ὅπως ἡ νύμφη στολίζεται καί περιμένει τό νυμφίο της, ἔτσι κι ἐμεῖς νά προσμένουμε. «Μαράν ἀθά!», ἔλα Κύριε! Αὐτός νά εἶναι ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς μας, πού θά ρυθμίζει τή σκέψη μας, τήν πράξη μας, τή ζωή μας.
 Κύριε, ἄναψε καί μέσα στίς δικές μας καρδιές τόν θεῖο σου ἔρωτα! Πυρπόλησε τά σπλάγχνα μας, ὥστε καί τό τελευταῖο μας κύτταρο νά θέλγεται καί νά εὐφραίνεται ἀπό τή δική σου ἀγάπη, πού εἶναι «κραταιά ὑπέρ τόν θάνατον», πού γλυκαίνει καί ξεκουράζει καί δυναμώνει. Καί πιστεύουμε πώς ἄν σε ἀγαπήσουμε ὅπως σύ τό ζητᾶς, πιστεύουμε, Κύριε, ὅτι καί ἄγρυπνοι θά μείνουμε, νά μή μᾶς αἰχμαλωτίσει ὁ σατανᾶς καί σταθεροί στήν πίστη μας θά εἴμαστε, ὥστε νά μή καταντήσουμε προδότες καί λιποτάκτες, καί ἀνδρεῖοι καί κρατεροί θά γινόμαστε, γιά νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά ἐπεκτείνουμε τή βασιλεία σου, καί σέ ὅλα ἀγαπημένοι καί ἀδελφωμένοι θά μένουμε, ζώντας ἀπό τώρα τή βασιλεία σου, ὥσπου νά σέ δοῦμε καί νά σέ ἀπολαύσουμε στήν αἰωνιότητα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 1-3
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Πελέκι καί φωτιά

agia grafiὉ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο, τό κύριο ὅπλο τό ὁποῖο ἀντιπαραθέτει στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν της, δέν εἶναι κάτι τό ἀσήμαντο καί ἐπουσιῶδες. Ὅσο ταπεινή εἶναι ἡ μορφή του -λόγια, «ἔπεα πτερόεντα», κατά τόν ἀρχαῖο ποιητή- τόσο κραταιή εἶναι ἡ ἐνέργεια καί ἡ παρουσία του. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄγγιξε μέ τό χέρι του γιά νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ ἔτσι τόν θεῖο λόγο, διατυπώνει τήν συγκλονιστική ἐμπειρία του παρομοιάζοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ φωτιά καί πελέκι. Μᾶς μεταφέρει τήν φωνή τοῦ Κυρίου· «Δέν βλέπεις πού τά λόγια μου εἶναι σάν τήν φωτιά πού καίει, λέει ὁ Κύριος, καί σάν τό πελέκι πού κόβει τόν βράχο;» (Ἰε 23,29).
 Τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς ποιός δέν τήν θαύμασε καί ποιός δέν τήν φοβήθηκε; Ξεκινάει μιά σπίθα καί φουντώνει κι ἁπλώνεται κι ὑψώνεται σέ θέαμα φοβερό καί λαμπρό. Κατακαίει τά πάντα, καθαρίζει τόν τόπο, κι ἐκεῖνα τά λύματα πού δέν μποροῦν ἀλλιῶς νά ἐξαφανισθοῦν ἡ φωτιά τά ἀφανίζει. Φωτίζει μέ τήν λάμψη της τά πιό πηχτά σκοτάδια καί διώχνει τά ἀγρίμια μακριά ἀπ’ τόν νυχτωμένο ὁδοιπόρο, τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν σκιαγμένη καρδιά. Θερμαίνει τίς παγωμένες μέρες καί ζωογονεῖ τά ἄρρωστα καί κουρασμένα σώματα, γλυκαίνει τά πρόσωπα σάν ἡ θαλπωρή της τά θωπεύει ἀγαπημένα νά μαζεύονται γύρω της. Ζωντανό πρᾶγμα ἡ φωτιά.
 Πύρινος καί ζωντανός κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ξαπλώνεται ἀπό καρδιά σέ καρδιά μέ τήν ζέση καί τόν ζῆλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατακτᾶ καί τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο, πού τόν ἀγγίζει ἡ χάρη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό βρομερά πάθη καί ἄχρηστες ἀδυναμίες, φωτίζει τήν σκέψη μας μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γλυκαίνει τήν ὕπαρξή μας μέ τήν χάρη καί τήν εἰρήνη.  Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνάβει φωτιά ἀγάπης καί ἐν-θουσιασμοῦ γιά τόν Θεό, πού τοῦτο τό καλό ἔχει· «ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (Ἆσ 8,7).
 Ἀλλά δέν εἶναι μόνο δύναμη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί σοφία. Δέν εἶναι μόνο φλόγα καί δυναμίτιδα, πού ἀνατινάζει καί σπάει τά βράχια, εἶναι καί πελέκι πού τά πελεκάει. Ὅταν ὁ ἐργάτης πιάνει στά χέρια του τό κοπίδι, ξέρεις πώς ἡ ἄμορφη μάζα πού ἔχει μπροστά του θά πάρει μορφή καί κάλλος, θά μεταμορφωθεῖ σέ κομψοτέχνημα.
 Κι ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκουμπήσει πάνω στόν βράχο τῆς ψυχῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τήν σμιλεύσει «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστη της. Μέ ἐπιμονή τό Εὐαγγέλιο σφυροκοπᾶ μέσα μας τό κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε»! Κι ἔπειτα μέ ὑπομονή σκύβει πάνω μας ὁ διάκονός του καί δουλεύει τήν συντετριμμένη μας καρδιά. Πετᾶ τούς ὄγκους τοῦ ἐγωισμοῦ, στρογγυλεύει τίς ὀξύτητες τῆς εὐαισθησίας, ἀπολεπίζει τήν βρομιά τῆς ἀκαθαρσίας, ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί ἀναπτύσσει καινούργιες χάρες. Ὅποιος ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ ἐμπιστοσύνη κάτω ἀπό τό πελέκι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν εἶδε καί τόν χάρηκε μεταμορφωμένο, ὡραῖο καί δόκιμο.
 Φωτιά καί πελέκι ἦταν ἡ σφραγίδα πού ἔβαλε ὁ Κύριος πάνω στόν λόγο του, γιά νά τόν ξεχωρίσει ἀπό τά ψεύτικα λόγια πού πουλοῦσαν πολλοί σάν λόγο Θεοῦ, στά χρόνια τοῦ Ἰερεμία. Φωτιά καί πελέκι ἀναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας, πού κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συνήθιζε νά λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἔχω στά χέρια μου ἕνα ὅπλο θερμότερο ἀπό τήν φωτιά, πιό κοφτερό ἀπό τό σπαθί». Καί ὅσοι ἔχουμε προσωπική πεῖρα δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό φῶς πού ἔλαμψε μέσα μας, Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τό ἔργο πού ἔκανε γιά χάρη μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Παρασκευή, 17 Φεβρουάριος 2023 02:00

Πίστωση αἰωνιότητος

 Ἡ κυριαρχία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο ἐγγυᾶται ὅτι δέν χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Τούς ἀποκαλοῦμε νεκρούς, μά δέν πέθαναν· ἀναπαύονται, κοιμοῦνται ἐν Κυρίῳ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους. Ἡ καθημερινή ἐκκλησιαστική πράξη μᾶς συνδέει ὄχι μόνο μέ τούς ἁγίους, πού σημειώνονται στό ἡμερολόγιο καί σηματοδοτοῦν τήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μᾶς φέρνει ἐπίσης σέ ἐπαφή μέ ὅλους τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους, πού ἀναπαύονται στόν Κύριο· αὐτός εἶναι «ἡ χώρα τῶν ζώντων».
kollyba Αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια βιώνει ὡς καθημερινή πράξη ἡ Ἐκκλησία μας, πού κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι «ἑνότης πίστεως καί ἀγάπης». Γι᾿ αὐτό μᾶς ὑπαγορεύει τήν προσευχή ὄχι μόνο γιά τούς ζωντανούς ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Σέ ἑβδομαδιαία βάση ἀφιερώνει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στήν προσευχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ σέ ἐτήσια βάση ὅρισε γιά τό λόγο αὐτό τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα: τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τό πρῶτο μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τό μήνυμά μας, καθώς φέτος γιορτάζεται κατά τό πρῶτο Σάββατο τοῦ Μαρτίου.
 Ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς εἶναι ἀφιερωμένη στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τή φοβερή ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὅλοι θά σταθοῦμε μπροστά στό θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτῆ. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων τήν προηγούμενη μέρα, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά γίνει ἵλεως καί νά δείξει συμπάθεια καί μακροθυμία σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν φύγει. Νά τούς κατατάξει -κι ἐμᾶς μαζί- μεταξύ τῶν υἱῶν τῆς βασιλείας του.
 Εἶναι μία μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τό Ψυχοσάββατο καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά πλατύνουμε τήν καρδιά μας, γιά ν᾿ ἀγκαλιάσουμε μέ τήν ἀγάπη της πολλούς. Καλούμαστε σέ παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Θυμόμαστε κι εὐχόμαστε ὄχι μονάχα γι᾿ αὐτούς πού ξεπροβοδίσαμε ἀπό τό στενό μας περιβάλλον ἀλλά καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Γιά ὅσους ἀπρόσμενα θέρισε ὁ θάνατος κάπου μακριά, σέ ξένη γῆ, καί γιά ὅσους τά μάτια τους σφράγισε ἀσθένεια λοιμική ἤ πόλεμος ἤ παγετός ἤ θεομηνία ἤ ὅποια ἄλλη αἰτία.
 Θά ἦταν ὅμως λάθος νά νομίσουμε ὅτι ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή ἀφορᾶ μόνο στούς μνημονευόμενους νεκρούς. Ἀφορᾶ καί σέ μᾶς διότι μᾶς χαρίζει μία ἐγγυημένη ἐπικοινωνία μ᾿ ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή ἀλλά παραμένουν στήν καρδιά μας. Ὠφελούμαστε κυρίως, διότι μετέχουμε στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14). Αὐτός ὁ πλατυσμός ἡμερεύει τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς ἀγαπητούς μας κεκοιμημένους· ἀρδεύει μυστικά μέ ἀγάπη τήν καρδιά· θεριεύει τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπου μιά μέρα θά χαιρόμαστε μαζί μέ ὅλες τίς ψυχές πού τώρα μνημονεύουμε. Εἶναι μία... πίστωση αἰωνιότητος.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

 Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος καί πεπληρωμένος, ὁ ἄξιος ἡγέτης καί κύριος τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι φαινόμενο συνηθισμένο. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κυνικοῦ Διογένη, πού μέ ἀναμμένο τό φανάρι μές στό καταμεσήμερο διέσχιζε τήν πολυάνθρωπη πολιτεία «ἄνθρωπον ζητῶν», μέχρι τίς μέρες μας, ὅπου τόσες εἰδικές ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, παραμένει ζητούμενο ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος. 
 Παρ᾿ ὅλες τίς μελέτες καί τίς προσπάθειες καμία παιδαγωγική, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν ἔχει νά παρουσιάσει ὀντολογικά ἕνα πραγματικό πρότυπο ἀρτίου ἀνθρώπου. Ὅλοι περιορίζονται στό δεοντολογικό προσδιορισμό. Πρέπει, λένε, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος σοφία καί ἀνδρεία, νά διαθέτει δικαιοσύνη καί σύνεση, ὥστε νά θεωρεῖται «καλός κἀγαθός». Ἀλλά πῶς θά ἀποκτήσει κανείς αὐτές τίς ἀρετές; Μέ ποιά μέσα καί μέ ποιές προϋποθέσεις καί σέ ποιό μέτρο θά τίς ἀσκήσει; Μύρια ἐρωτήματα αὐτοῦ τοῦ εδους παραμένουν ἀναπάντητα, μέ ἀποτέλεσμα νά διευρύνεται τό κενό στήν ψυχή καί νά ἐντείνεται ἡ διάσταση καί τό χάος στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
 Μιλᾶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο ἀλλά μέ μία οὐσιώδη διαφορά: Τόν προσδιορίζει ὡς ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄρτιος μέ τά κριτήρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νοοτροπίας θεωρεῖται ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ ἠθικός, ὁ ἐργατικός, ὁ οἰκονόμος, ὁ φιλάνθρωπος, γενικά ὁ ἐνάρετος. Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα καί ἐπιπλέον μία ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του. Ὁ πρῶτος εἶναι καλός ἄνθρωπος· κατευθύνεται ἀπό τήν ἀγαθή καί ἄγρυπνη συνείδησή του. Ὁ δεύτερος εἶναι πιστός· ἔχει ὁδηγό τήν ἀγαθή του συνείδηση, ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο (πρβλ. Ρω 9,1).
 Ἡ ὑλιστική καί ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας δέν παρουσιάζει, βέβαια, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ πολυτρόπως συζητᾶ καί διακαῶς ἀποζητᾶ τόν ἄρτιο ἄνθρωπο, κάθε ἄλλο παρά φιλόφρονη εἶναι γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα ἄλλο, παράδοξο εἶδος ἀνθρώπου. Ἡ παρουσία τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ συχνά τίς εἰρωνεῖες, τά σχόλια, ἴσως καί τήν πολεμική τοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, ὄχι σπάνια, ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ τήν ἀναγνώριση καί τό θαυμασμό καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα διωκτῶν καί δημίων, πού λύγισαν καί συγκλονίσθηκαν, ὅταν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἁγιότητα τῶν ἀρτίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
 Ἀπό τότε πού περπάτησε στόν κόσμο μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε νά εἶναι μιά ἄψυχη θεωρία, ἕνα ἄπιαστο ἰδεῶδες ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶδε καί γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα τόν «τύπο καί ὑπογραμμό» τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου. Ἀναγεννημένος στήν ἐν Χριστῷ καινή κτίση, στήν Ἐκκλησία, ὁ πιστός χειραγωγεῖται ἀπό τή σοφία τοῦ θείου λόγου καί ἐνισχύεται ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη τῶν μυστηρίων. Ἔτσι καθίσταται ἕνας μικρός Χριστός μέσα στήν κοινωνία. Δέν εἶναι τέλειος ἀλλά τελειούμενος, καταρτιζόμενος καί ἁγιαζόμενος. Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητά του ἀποπνέει τό ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀντανακλᾶ τήν ὀμορφιά τῆς αἰωνιότητας.
Καί ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά γίνει ὁδηγός γιά τήν τελειότητα παρά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού φύτεψε στήν ψυχή μας αὐτή τή λαχτάρα; Σαφής καί ἁπλός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου χειραγωγεῖ τούς πιστούς στήν ἁγιότητα· «ἅγιοι γίνεσθε», δηλαδή, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τήν ἀντίθεη νοοτροπία τοῦ κόσμου καί ἀφοσιωθεῖτε σέ μένα, «ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πε 1,16). Βαδίστε ἀποφασιστικά πρός τήν τελειότητα· «Ἔσεσθαι οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν... τέλειος ἐστίν» (Μθ 5,48). Ἀλλά, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἄρτιος ἄνθρωπος σημαίνει ἕνας νάρκισσος ἐγωιστικά ἀπορροφημένος ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπόκοσμος κι ἀντικοινωνικός, καθορίζεται ὡς ἀνυπέρθετο γνώρισμά του ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο· «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36).
 paidia-leitourgiaὍσο κι ἄν προοδεύσεις πνευματικά, ὅσο κι ἄν προσεγγίσεις τόν Θεό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐρήμην τῶν συνανθρώπων σου. Διότι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, σῶμα. Ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἅγιοι καί τέλειοι ὄχι μεμονωμένα ἀλλά ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· νά συμβαδίζουμε μέ τούς ἀδελφούς πρός τήν τελειότητα. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε δεκτοί στήν ἄρρητη τελειότητα τοῦ παραδείσου.
 Ἀλλά σ᾿ αὐτή τή συμπόρευση συναντοῦμε συχνά τό πιό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν τελείωσή μας. Εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων, πού μᾶς γεμίζει πόνο, θλίψεις καί ὀδύνες. Ἔπειτα εἶναι καί τά τόσα ἄλλα δυσάρεστα καί δύσκολα περιστατικά τῆς ζωῆς: ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, θάνατος. Πῶς νά τά ξεπεράσεις ὅλα αὐτά, χωρίς νά χάσεις τόν προσανατολισμό σου πρός τόν ἁγιασμό;
Ὁ θεῖος λόγος δίδει στό ἐρώτημα αὐτό μία καταπληκτική ἀπάντηση. Τίς θλίψεις, λέει, τῆς ζωῆς τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβ 12,10). Εἶναι, δηλαδή, οἱ θλίψεις ἕνας ἄριστος τρόπος γιά νά καταρτισθεῖ καί νά γίνει τέλειος ὁ ἄνθρωπος. Διότι μέσα ἀπ᾿ αὐτές ἀσκεῖται στήν καρτερία, αὐξάνει στήν ὑπομονή, στεριώνει στήν ἐλπίδα. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἁγιάζεται. Ἀκόμη καί οἱ ἐνδογενεῖς ἀδυναμίες, τά πάθη μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας παλεύει, κι αὐτές οἱ παγίδες τοῦ σατανᾶ καθίστανται ἕνα πολύτιμο στάδιο. Καί μ᾿ αὐτά ὁ πιστός ἀσκεῖται καί γυμνάζεται, καταρτίζεται καί ἁγιάζεται, ἐφόσον δέν συμβιβάζεται, ἀλλά ἀγωνίζεται νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα, τά θελήματα καί τά ἁμαρτωλά καπρίτσια του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα πρόσφορη γιά τήν ἐπίταση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, γίνεται μία ἔντονη ὑπόμνηση τῆς πορείας πρός τήν ἁγιότητα κι ἕνα πολύτιμο στάδιο ἄσκησης. Μέ τίς πυκνές ἱερές ἀκολουθίες, μέ τή νηστεία καί τήν ὅλη ἄσκηση ἐξοικειώνει τόν πιστό πρός τίς τόσες μορφές θλίψης καί τόν χειραγωγεῖ νά τίς ἀξιοποιεῖ γιά τόν καταρτισμό του, πλησιάζοντας δι᾿ αὐτῶν στόν τελικό προορισμό «μέχρι καταντήσωμεν... εἰς ἄνδραν τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ 4,13).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Συνοδοιπόροι καί συμμέτοχοι

pasxon Kyrios  Πολλά τροπάρια, ἐμπνευσμένα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν εὐαγγελιστῶν, καλοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἄμεση καί προσωπική ἐπαφή μέ τά γεγονότα τοῦ θείου δράματος. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πού ὀφείλει ὁ κάθε πιστός.
  Σέ στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ψάλλουμε: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα... Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ...».
 Σέ ἄλλο στιχηρό τῆς ἴδιας ἀκολουθίας μᾶς παροτρύνει ἡ Ἐκκλησία μέ τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου: «Φθάσαντες, πιστοί, τό σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν». Καί ἐξηγεῖ τά ὀφέλη πού θά ’χει γιά μᾶς αὐτή ἡ συμμετοχή: «ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καί ἡμᾶς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 Δέν θέλει ὁ Ἰησοῦς νά γιορτάζουμε τά ἄχραντα Πάθη του σάν ἕνα γεγονός πού συντελέσθηκε στό παρελθόν καί παραμένει ἄσχετο πρός τήν προσωπική μας ζωή. Οὔτε νά ἀρκούμαστε σέ κάποιες συναισθηματικές ἐκδηλώσεις, πού ἐξατμίζονται μέ τό πέρασμα τῶν ἁγίων ἡμερῶν. Ἐπιθυμεῖ, κατά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουμε μία σχέση οὐσιαστική μαζί του. Νά συμμετέχουμε

  • στήν ἀγωνία του,
  • στούς ἐξευτελισμούς,
  • στά ραπίσματα,
  • στήν ἀποδοκιμασία καί
  • στό μαρτύριό του.

   Νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν σταυρό του ὡς ἀφοσιωμένοι μαθητές του, γιά νά κοινωνήσουμε ὕστερα ἀπό τά παθήματά του καί στήν δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
  Δέν θέλει ὁ Κύριος νά εἴμαστε ἁπλῶς φιλακόλουθοι, ἀλλά συνακόλουθοι καί συνοδοιπόροι του, ὀπαδοί καί κοινωνοί στό φοβερό καί μοναδικό δρᾶμα πού πραγματοποιήθηκε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ἡ σχέση μας μαζί του δέν θά περιορισθεῖ στίς λίγες αὐτές ἡμέρες, ἀλλά θά διαποτίσει τήν ζωή μας, γιά νά τήν φωτίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. Ἡ γιορτή θά εἶναι μία ἐπαναβίωση τῆς ἱστορίας πού θά συνεχίζεται στήν ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ἡ σημασία τοῦ ἑορτασμοῦ.
 Εἶναι ὅμως εὔκολη ὑπόθεση αὐτή ἡ συμμετοχή; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι ἀπαιτεῖ νά κάνουμε μία ὑπέρβαση μέσα μας. Γιά ν’ ἀνεβοῦμε στήν πνευματική αὐτή κορυφή καί νά ἔχουμε μία ἀληθινή συμμετοχή στά σεπτά Πάθη, χρειάζεται νά δημιουργηθεῖ μία ἀλληλέγγυα σχέση ἀνάμεσα στόν πάσχοντα Θεό καί σ’ ἐμᾶς γιά τούς ὁποίους πάσχει, μία εὐλογημένη συνεργασία ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί στό πλάσμα του. Καί πρίν ἀπ’ αὐτό, χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς πού μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος μέ τά Πάθη του.
 Γιά νά νοήσουμε τήν σημασία τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Κυρίου καί νά μή μένουμε ψυχροί κι ἀδιάφοροι στήν ἀγάπη του, ὀφείλουμε νά μελετήσουμε τήν ἀσύλληπτη προσφορά του. Ἄν, γιά νά προσεγγίσει κανείς τά θέματα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τέχνης, ὀφείλει νά ἐξειδικευθεῖ καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τήν συστηματική ἔρευνα, πολύ περισσότερο τά καυτά θέματα, πού συνδέονται μέ τό αἰώνιο μέλλον μας, τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία μας, ἀπαιτοῦν ἐντρύφηση καί ἐμβάθυνση, φρόνημα ταπεινό καί πνεῦμα μαθητείας.
  Εἶναι ἀναγκαῖο νά διευκρινίσω στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ μελέτη τῶν γεγονότων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας δέν εἶναι μία ξηρή διανοητική ἐνέργεια ἀλλά μία μέθεξη στά μελετώμενα. Αὐτή μᾶς προετοιμάζει, γιά νά δεχθοῦμε κατόπιν μέ τό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς ἁγιάζει. Ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι καί στήν βίωση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ ἁγία Γραφή μᾶς καλλιεργεῖ καί τό μυστήριο μᾶς τελειοποιεῖ. Στήν προσπάθεια πού ἐμεῖς καταβάλλουμε μέ τήν μελέτη, προσθέτει ὁ Θεός τήν χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μ’ αὐτήν τήν ὑπερφυᾶ συνεργασία μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ.

Παρασκευή, 14 Οκτώβριος 2022 03:00

Πίστη καί ζωή

3 Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι καί ἡ σύγχυση γιά τά μεγάλα καί καίρια ὑπαρξιακά ζητήματα. Κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος, εἴτε τό ὁμολογεῖ εἴτε ὄχι, ἔχει στιγμές κατά τίς ὁποῖες προβληματίζεται κι ἀναρωτιέται: «Ποιός εἶμαι; Ἀπό ποῦ προέρχομαι; Ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου;». Στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη κρίση πῆρε ποικίλες θέσεις πάνω σ’ ὅλα αὐτά, γιά νά καταλήξει, ἀναπόφευκτα σχεδόν, στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε!». Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη.
  Κι ὅμως! Εἰρήνη καί ἀνάπαυση ἀληθινή καί φῶς ζωοποιό προσφέρει καί θά προσφέρει στούς αἰῶνες ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στέκει φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀβεβαιότητας καί γνώση τέλεια, ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί Πατέρα μας, τόν Θεό. Δέν ὑπάρχουν γι’ αὐτόν ἄλυτα προβλήματα. Μπροστά του ὅλα φανερώνονται «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα» (Ἑβ 4,13).
  Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα ὑπογραμμίζει κατεξοχήν καί πολλές φορές ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Πιστὸς ὁ λόγος», γράφει στόν μαθητή του Τῖτο, στήν περικοπή (Ττ 3,8-15) πού διαβάζεται ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤ τοῦ Σπορέως. Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι αὐτός ἀποκαλύπτει ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει νά τό παραδεχθοῦμε ἄφοβα, νά τό ἐνστερνισθοῦμε ἀνεπιφύλακτα. Καί ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια, μπορεῖ νά ἐξαπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια πού ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος».
 Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τήν σωτήρια ἀλήθεια; Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά καί τά ἀξεπέραστα ἀδιέξοδα, πῶς θά μάθουν τόν «πιστὸν λόγον»; Ἀσφαλῶς μέ τό κήρυγμα, μέ τό ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων ἐκείνων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του. Καί ὅταν λέμε «κήρυγμα» δέν ἐννοοῦμε τυπικούς καί ἄψυχους μονολόγους, ἀλλά λόγο δυνάμεως «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15). «Καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τῖτο· δηλαδή «νά κηρύττεις μέ δύναμη καί νά μήν ἀφήνεις καμιά ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σου». Καί τί ὀφείλει νά κηρύττει ὁ Τῖτος; Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε ὁ διδάσκαλός του πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τήν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζουν τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στ. 4-7). Αὐτό θέλει νά κηρύττει καί ὁ μαθητής του· τήν σύνοψη καί οὐσία ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» (βλ. Ἰδ,4).
 Ὡστόσο, ἡ γνήσια ἔκφραση τῆς πίστεως καί ἡ καρποφορία της εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ ὀρθή ζωή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ξεκάθαρα ὅτι «οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ», οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν ὡς κτῆμα καί θησαυρό τους τόν «πιστὸν λόγον», ὀφείλουν νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Τέτοια πρέπει νά καρποφορήσουν. Διότι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιία ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός πού θυσιάστηκε γιά μᾶς. Ἔτσι οἱ πιστοί βρίσκουν τήν διάθεση καί τήν δύναμη νά θυσιασθοῦν γιά τούς ἄλλους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι δέν ἀσκοῦν ἁπλῶς τήν ἀγάπη, ἀλλά «φροντίζουσιν» καί «προΐστανται», πού σημαίνει ὅτι τήν ἐπιδιώκουν καί μάλιστα πρωτοποροῦν στά ἔργα της. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς τους νά ’ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλά αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δη-μιουργοῦν.
  Ἀδελφοί μου, γύρω μας ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στόν δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τήν σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταροῦμε τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταροῦμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή, μᾶς προσκαλεῖ νά γνωρίσουμε τήν πίστη, πού καθοδηγεῖ καί σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, γιά νά ποθήσουμε καί νά ζήσουμε τήν ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στήν ζωή μας ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τόν λόγο του καί μᾶς ἔθρεψε μέ τά Μυστήριά του, νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μήν μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες καί μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε δένδρα ψηλά καί θαλερά. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλίμονο, ἄν ξοδέψουμε τόν χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μία ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη καί ἐλπίδα. Καί αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, τό πραγματικό καί αἰώνιο!
Στέργιος Ν. Σάκκος (ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ θεολογία της

 aggeloiὉ ἐρχομός καί τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή γῆ ἄφησε τά ἴχνη καί τά ἀποτυπώματά του πάνω στό χῶρο καί μέσα στό χρόνο τῶν ἀνθρώπων. Τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε μέσα σέ μιά φάτνη, ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου περπάτησε καί ἁλίευσε τούς πρώτους μαθητές του, οἱ πλαγιές καί οἱ πεδιάδες, πού ἄκουσαν τή φωνή του νά διδάσκει τά πλήθη, τό βουνό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶδε τή θεότητά του νά λάμπει σάν ἥλιος, ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ, ποτισμένος ἀπό τά δάκρυα καί τήν ἀγωνία του, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ, βαμμένος μέ τό αἷμα του, τό ἄδειο μνῆμα του, ἡ Παλαιστίνη ὅλη, πού τήν διέσχισε «εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38), εἶναι ἡ ἁγία γῆ, πού κρατᾶ αἰχμάλωτη μέ τά θυμητάρια της τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτή τήν ἁγία γῆ μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά τήν ἐπισκεφθοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τά ἱερά της χώματα. Μποροῦμε ὅμως νά τή βροῦμε καί μέσα στό χῶρο κάθε ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ μυστηριακά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Στήν Πρόθεση ἀντικρύζουμε τή Βηθλεέμ καί στήν Ἁγία Τράπεζα ἀτενίζουμε τόν Γολγοθᾶ· στήν κολυμβήθρα τῆς βαπτίσεως βλέπουμε τόν Ἰορδάνη καί ἀπό τήν καντήλα τοῦ Ἱεροῦ παίρνουμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουμε τά θεϊκά σημάδια μέσα στό χρόνο μας. Τά Θεοφάνια, ὅταν ὁ Πατέρας ἔδειχνε τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα ἀναπαυόταν πάνω του μέ μορφή περιστεριοῦ, τό Πάσχα τῶν παθῶν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν βῆμα μέ βῆμα πρός τήν ἀτίμωση καί τό θάνατο, ἡ Ἀνάσταση, πού γέμισε φῶς καί χαρά τίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἡ Ἀνάληψη, πού δόξασε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ Πεντηκοστή, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ὅλα ἐκεῖνα τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού ἔφεραν τή λύτρωση στόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, πού κρατοῦν ζωντανή μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Ἔτσι, οἱ πιστοί μποροῦμε νά συναντήσουμε σέ ὅποια ἐποχή κι ἄν ἀνήκουμε, τόν θεάνθρωπο Κύριό μας· νά γίνουμε μαθητές του, νά περπατήσουμε μαζί του, νά ἀκούσουμε τό λόγο του, νά δοῦμε τά θαύματά του, νά ζήσουμε τήν ἀνάστασή του, νά τόν κάνουμε δικό μας.
  Ὅλα αὐτά τά ἅγια καί τά ἱερά, πού σώζονται γιά χάρη μας, τούς ἅγιους τόπους καί τίς ἱερές μας ἑορτές, τά συμπυκνώνει σέ μία θαυμαστή ἑνότητα καί μᾶς τά προσφέρει μέ ἕναν τρόπο πού μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά ἐπινοήσει καί νά ἐπιτύχει, ἡ Κυριακή ἡμέρα. Μέ τή θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο καί οὐσιῶδες γνώρισμά της, μᾶς συγκεντρώνει στόν τόπο ὅπου ἔρχεται ὁ Κύριος σωματικά ἐν μυστηρίῳ, καί μᾶς βοηθᾶ νά συμμετάσχουμε στή ζωή του ἀπό τή φάτνη ὥς τό μνημεῖο τό κενό. Ἐκεῖ, στό ναό, μπροστά στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων ἀγκαλιάζουμε τό χῶρο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ψυχή μας ἀναπαύεται, διότι νιώθει νά ἁπλώνεται στό ἄπειρο. Τότε, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς ὁ Χριστός ἀνακλίνεται στούς ἄρτους τῆς Προθέσεως, καθώς διδάσκει μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς σταυρώνεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀνασταίνεται μέσα στό δισκοπότηρο, μπαίνουμε στό χρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχή μας ἀναγαλλιάζει, διότι νιώθει νά χορταίνει αἰωνιότητα. Ἕναν χῶρο χωρίς πέρατα κι ἕναν χρόνο χωρίς τέρματα, τόν ἄπειρο χῶρο καί τόν αἰώνιο χρόνο τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρει ἡ Κυριακή καί φέρνει στή ζωή μας καί στήν καρδιά μας τόν Θεό.
  Ἡ θεολογική ἀξία καί ἡ θεϊκή αὐτή δυναμική τῆς Κυριακῆς συνίσταται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, πού συνέβη στό χρόνο της ἱστορικά καί πραγματώνεται κάθε φορά στή θεία Λειτουργία της μυστηριακά. Γίνεται ἔτσι ἡ Κυριακή μία ἄμεση ἐμπειρία τοῦ παρόντος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται καί πραγματοποιεῖται χειροπιαστά μέσα στή θεία λατρεία. Ἀλλά εἶναι καί ἕνα ζωντανό μνημεῖο τοῦ παρελθόντος, ἕνα εἶδος μάρτυρος τοῦ χρόνου, μοναδικοῦ κι ἀνεπανάληπτου μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἐπί πλέον ὅμως ἡ Κυριακή ἀποτελεῖ καί ἕναν εὔγλωττο τύπο τοῦ μέλλοντος, ὅπως φωτισμένα ἔχουν ἐπισημάνει οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ παρών κόσμος περικλείεται μέσα στίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, πού ἀνακυκλώνονται διαρκῶς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἡ Κυριακή θεωρεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, πού διαδέχεται τήν ἑβδόμη καί προτυπώνει τή μέλλουσα ζωή, ἡ ὁποία ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ γλυκειά αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτείνεται στό διάστημα μετά τό χρόνο τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιά γεύση της δέ μᾶς δίνει προκαταβολικά ἡ Κυριακή. Ὅταν ὁ Θεός ἔκανε ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου φέρνοντας τό φῶς μέσα στήν ἄβυσσο, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου· «Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένενο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γέ 1,5). Κι ὅταν ὁ Χριστός ἔκανε ἀρχή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους νικώντας τό θάνατο μέσα στόν ἅδη, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λκ 24,1). Ὥστε οἱ πιστοί τήν Κυριακή γιορτάζουμε συγχρόνως τά γενέθλια τῆς δημιουργίας καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ προγευόμαστε ἀπό τώρα τόν μέλλοντα κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τήν οὐράνια παλιγγενεσία.
  Ἁδρογραφώντας τίς θεολογικές σημασίες τῆς Κυριακῆς προβάλλει μπροστά μας τό πρόσωπό της μέ χαρακτηριστικά τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ εὐαγγελική ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προφητική ἡμέρα τοῦ μελλοντικοῦ αιῶνος, καί τό πιό πρόσφορο γιά μᾶς, εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἡμέρα τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στήν ὁποία εἰσρέουν ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί ἀρδεύουν καί ζωογονοῦν τήν ὕπαρξή μας. Προσβλέποντας στήν Κυριακή καί στά γνωρίσματά της νιώθουμε, πράγματι, τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τόν κόσμο πού μᾶς χάρισε, νά τόν δοξολογοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία του, νά τόν λατρεύουμε γιά τήν ἀνάστασή του, καί νά λαχταροῦμε τήν εὐλογημένη βασιλεία του. Ἡ ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού πλησιάζοντάς μας σπάει τούς γήινους φραγμούς καί ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 97-99
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ ἱστορία της

ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΑΣΤΠόσο γλυκά ἀκούγεται στ’ αὐτιά μας καί ἠχεῖ στήν καρδιά μας τό ὄνομα τῆς Κυριακῆς ἡμέρας! Τό ἄγγιγμά της ἀφήνει καί στούς πιό πωρωμένους ἕνα ἁπαλό χάδι καί φέρνει στή θύμιση ὅλων μας τά ὀμορφότερα καί γλυκύτερα κομμάτια τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ντυμένη μέ τή λαμπράδα τῆς γιορτῆς καί στολισμένη μέ τή χάρη τῆς εὐφρόσυνης κοινωνίας μέ πρόσωπα ἀγαπητά. Μά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι στεφανωμένη μέ πολύτιμα δῶρα θεϊκά, εἶναι ὁλόκληρη ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
 Μιλώντας γιά τήν Κυριακή εἶναι σάν νά μιλᾶμε γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Εὐαγγέλιο, γιά τό μυστήριο. Τήν ἱστορία της καί τή θεολογία της τή βρίσκουμε μέσα στήν ἁγία Γραφή πλεγμένη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ἀκόμη μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ. Μόλις τέλειωσαν οἱ ἕξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός «κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γέ 2,2), σταμάτησε, δηλαδή, τήν ἑβδόμη ἡμέρα τό ἔργο τῆς δημιουργίας. Δέν σταμάτησε νά ἐργάζεται, διότι ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός του, μαρτυρεῖ, «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται» (Ἰω 5,17), συνεχίζει νά ἐργάζεται διακυβερνώντας καί συντηρώντας τόν κόσμο. Αὐτή ἡ διακυβέρνηση καί ἡ συντήρηση τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι κατώτερο ἔργο ἀπό τή δημιουργία, αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατάπαυσή του, ἡ ἀνάπαυσή του. Ἀφοῦ μᾶς ἔκτισε πανέμορφο σπίτι τό σύμπαν, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε, καί μᾶς δημιούργησε κι ἐμᾶς, πλάσμα τῆς ἀγάπης του, ἀναπαύθηκε, ἡσύχασε, καί εὐχαριστημένος χαίρεται νά μᾶς φροντίζει καί νά μᾶς χαρίζει τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο μέ ποικίλους τρόπους.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν ἑβδόμη, πού σταμάτησε ὁ Κύριος τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του, τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του. «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν», παρήγγειλε στόν περιούσιο λαό του. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον» (Ἔξ 20,8-10). Ὅπως γιά τόν Θεό ἡ ἑβδόμη ἡμέρα σημαίνει τή συνεχῆ φροντίδα του καί πρόνοια γιά μᾶς, ἔτσι γιά τό λαό του ἡ ἡμέρα τοῦ σαββάτου σημαίνει τήν ἀποκλειστική ὑπηρεσία καί λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τά ἔκανε ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ἔκανε γιά τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν νά τοῦ ἀφιερώνει μία ἡμέρα σχολῆς καί ἀργίας ἀπό ὅλες τίς βιοτικές του μέριμνες, καί ἐνασχολήσεως καί σπουδῆς μέ τά τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι χρειάζεται νά σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τίς ἀσχολίες του, γιά νά μπορέσει νά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψα 45,10), συστήνει ὁ ψαλμωδός. Νά, ἡ πρώτη ἔννοια τῆς «σχόλης» τοῦ λαοῦ, τῆς γιορτῆς του· ἀπερίσπαστη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
 Βέβαια, πολύ σύντομα μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί μετά τήν εὐλογία τοῦ σαββάτου ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων διασάλευσε τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Δημιουργό. Ἔπειτα, ὁ σπόρος της, πού διαιωνίσθηκε μέσα στό ἀνθρώπινο γένος, ὕψωνε πάντοτε ἐμπόδιο τά ἀγκάθια του ἀνάμεσά τους, παρ’ ὅλο πού ὁ νόμος προσπαθοῦσε νά κρατᾶ ἀνοιχτό τό δρόμο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἐν τούτοις, ὁ δεσμός Θεοῦ καί ἀνθρώπου συντηρήθηκε ἔτσι, ἡ διαθήκη διαφυλάχθηκε, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύθηκε ἡ νέα οἰκονομία, ἡ καινούργια τάξη πραγμάτων, πού ἔφερε στή γῆ ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦ Χριστός. Μέ τό ἔργο του καί τή θυσία του συντελέσθηκε μία νέα κοσμογονία, δημιουργήθηκε ἡ καινούργια κτίση, ἡ πνευματική, ἡ Ἐκκλησία του. Κι ὅπως τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀκολούθησε ἡ ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν ἀγαπητική φροντίδα του γιά τόν κόσμο, ἔτσι τή δεύτρη δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας σφράγισε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού καθορίζει νέα σχέση οἰκειότητος τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, «τήν μίαν τῶν σαββάτων», πού ἀναστήθηκε ὀ Χριστός καί ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε ὁ Θεός καί τήν εὐλόγησε, τήν ἀνέδειξε ἔνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπί πλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες. Τό παλιό σάββατο καθιερώθηκε μέ ἐντολές, διότι δέν εἴδαμε τόν Θεό οὔτε νά δημιουργεῖ οὔτε νά ἀναπαύεται· τό καινούργιο θεμελιώθηκε πάνω σέ ἕνα γεγονός, διότι τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τή μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ’ αὐτήν. Μέσα στήν καινή κτίση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε πλέον μιά καινούργια ἡμέρα. Σάν νά ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί νά ἀνέτειλε στή γῆ μας ἕνα εὐωδιαστό λουλούδι, νά ἔπεσε στά χέρια μας ἕνα πολύτιμο πετράδι, σάν νά μᾶς ἦλθε ἀπό τόν Κύριο ἕνα πανάκριβο δῶρο. Καί γιά νά τό ξεχωρίζουμε καί νά μήν τό θεωροῦμε ὅπως τά ἄλλα τῆς γῆς μας, μία ἡμέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, ἔγραψε πάνω της τό ὄνομά του· Κυριακή. Ὅπως γράφουμε τό ὄνομά μας πάνω στά ἀντικείμενά μας, γιά νά τά ἀναγνωρίζουμε, παρόμοια ὁ Κύριος σημάδεψε τήν ἡμέρα του καί μᾶς τήν χάρισε.
Στεργίου Σάκκου
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 81-82
 
 
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Λκ 14,26

Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ

Κύριος2  Φαίνεται ἴσως παράδοξο, ἀλλά εἶναι ἀληθινό: Ὁ διδάσκαλος τῆς ἀγάπης, ἤ μᾶλλον αὐτός ὁ γεννήτοράς της καί ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, κηρύττει τό μῖσος! «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26). Καί αὐτός πού σπούδασε ὅσο κανείς τήν ἀγάπη καί ἔγινε ὁ «ἠγαπημένος» συμβουλεύει: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ». Μιά τόσο ἀπροκάλυπτη καί δυναμική ἐπίδειξη μίσους ἀσφαλῶς δέν θά βροῦμε καί στόν πιό φανατικό μισαλλόδοξο. Καί αὐτό εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά σταθοῦμε μέ περίσκεψη μπρός στό παράδοξο, καί νά θεολογήσουμε.
  Ὁ Χριστιανισμός δέν φοβᾶται νά πεῖ τή λέξη «μῖσος» οὔτε διστάζει νά κηρύξει τήν ἔχθρα, γιατί ἀκριβῶς ἔζησε ἀπόλυτα τήν ἀγάπη καί ἐφάρμοσε μοναδικά τήν εἰρήνη. Ποιός μπορεῖ νά τόν ἐλέγξει γιά μιά τέτοια ἁμαρτία; Πάνω στό σῶμα του φέρνει τό πιό ἔγκυρο σημάδι φιλανθρωπίας καί ἐλέους: τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἱδρυτῆ του, πού μέ ἀγάπη ρέει ὡς ἡ μεγαλύτερη εὐλογία πάνω στούς σταυρωτές του. Ἐντούτοις, τό μῖσος κρατᾶ μιά καίρια θέση μέσα στή διδασκαλία του, καί ἡ ἑρμηνεία του γίνεται κλειδί γι’ αὐτόν πού θέλει νά ξεκλειδώσει τά οὐράνια μυστικά.
  Ἀλλά ἤδη ἔχουμε κάνει ἕνα πρῶτο βῆμα κατανόησης: Ὁ χαρακτηρισμός πού δώσαμε -μῖσος τοῦ Χριστοῦ- μᾶς προϊδεάζει γιά κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ξέρουμε· δέν πρόκειται γιά τό μῖσος τοῦ κόσμου, λοιπόν. Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στόν κόσμο μας καί τοῦ χάρισε μιά ἄλλη διάσταση· πῆρε τίς λέξεις μας, τίς ἔννοιές μας, καί τίς φόρτισε μ’ ἕνα ἄλλο νόημα. Ἀκόμη κι αὐτή ἡ ἀγάπη πού κήρυξε καί πού τή νιώθουμε ὅλοι σάν τό πιό κοινό ὅσο καί θεϊκό σκίρτημα μέσα μας, ἦταν κάτι διαφορετικό, ἴσως καί ξένο, στήν ἐμπειρία μας: Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι συναισθηματική κατάσταση ἀλλά ἀγώνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του στή ζωή μας καί στή ζωή τῶν ἄλλων. Εἴμαστε ἕτοιμοι, λοιπόν, νά δεχθοῦμε καί τήν πιό παράξενη ταυτότητα τοῦ μίσους· ὅτι πρόκειται -ἄς τό ποῦμε- γιά μιά ἄλλη μορφή ἀγάπης!
  Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ μεταφράζεται ὡς παραίτηση ἀπό τόν κόσμο τοῦ διαβόλου καί ὡς ἀπέχθεια στόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Σέ καμιά περίπτωση τό Εὐαγγέλιο δέν συνιστᾶ νά μισήσουμε τόν συνάνθρωπο, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι· πάντοτε ὅμως ἐννοεῖ νά μισήσουμε τήν κοσμική νοοτροπία, πού εἶναι ἁμαρτωλή. Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος πού δέν πρέπει νά ἀγαπᾶμε: ἡ ἁμαρτία. Καί εἶναι εὐνόητο πόσο ὠφέλιμη εἶναι αὐτή ἡ προσταγή, πού τόσο ἐξυπηρετεῖ τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τούς ἄλλους, ἀφοῦ στρέφεται ἐνάντια στόν χειρότερο δολιοφθορέα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί μόνον σ’ αὐτόν.
  Ἄν μέ ταπείνωση ἀκούσουμε τόν θεῖο λόγο καί ἄν μέ ὑπευθυνότητα δοῦμε τόν ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, θά διαπιστώσουμε πώς αὐτό τό μῖσος ἀποτελεῖ προϋπόθεση καί ἀσφάλεια γιά τή σωτηρία μας. Μισώντας τήν ἁμαρτία προφυλαγόμαστε ἀπό τά βρόχια της καί διαφυλαγόμαστε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐχέγγυο γνήσιας ἀγάπης πρός τούς ἄλλους. Γιά τόν πλησίον ἰσχύει βέβαια ὁ νόμος «ἀγάπα τον σάν τόν ἑαυτό σου». Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι σωστή μόνο ὅταν περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τοῦ ἐν Χριστῷ μίσους. Ὅταν ὅπως ὁ γιατρός ἀγαπήσουμε τόν ἄρρωστο, ἀλλά μισήσουμε τήν ἀρρώστια του, τότε μποροῦμε νά μεγαλουργήσουμε σέ ἔργα αὐταπάρνησης καί οἰκτιρμῶν.
 Οἱ «εἰρηνιστές» τῆς ἐποχῆς μας μιλοῦν γιά ἀγάπη, ἐνῶ τά χέρια τους στάζουν τό αἷμα τῶν ἀδικημένων. Ἡ ἀγάπη τους ἔχει μέσα τό ψέμα, γι’ αὐτό καταντᾶ μῖσος. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός μιλᾶ γιά μῖσος, ἐνῶ ἁπλώνει τά χέρια του νά ματώσουν γιά χάρη μας. Τό μῖσος του εἶναι μῖσος ὄχι στόν ἄνθρωπο ἀλλά στά πάθη του. «Μεμίσηκα δέ κἀγώ διεστραμμένας ὁδούς κακῶν», διακηρύττει. Ναί, θέλει νά μισήσουμε τόν πατέρα μας, τή μητέρα μας, ἀκόμη καί τή ζωή μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε ὅμως σωστά γι’ αὐτούς καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε «ἐν ἀληθείᾳ». Ὅταν ἡ καρδιά μας ὑπακούσει σ’ αὐτό τό κάλεσμα, τότε θά δοῦμε πόσο ἀληθινοί γίναμε ἀλλά καί πόσο ἐλεύθεροι. Ἔτσι τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται σέ τελευταία ἀνάλυση ἕνα μῖσος γεμάτο ἀγάπη.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 161-162