«Ξύπνα νωρίς· μήν τεμπελιάσεις σήμερα· πρόσεξε ποιόν πρῶτα θά δεῖς καί πῶς θά περάσεις τήν Πρωτοχρονιά, γιατί ἔτσι θά σοῦ πάει ὅλη ἡ χρονιά!».
῾Η ἀντίληψη αὐτή τῶν μανάδων μας ἔντονα ἐπικρατοῦσε καί στή ρωμαϊκή ἐποχή. Φρόντιζαν στίς Καλάνδες (τό ρωμαϊκό calandas εἶναι συνώνυμο μέ τή «νουμηνία» τῶν ῾Εβραίων, τήν πρωτομηνιά) νά διοργανώνουν μεγάλες εἰδωλολατρικές γιορτές μέ τό γνωστό ὀργιαστικό περιεχόμενο, γιά νά «ἀπολαμβάνουν» παρόμοια ὅλη τή χρονιά.
Μέ ἀφορμή τέτοιες ἐκδηλώσεις, πού συνεχίζονταν καί στήν ἐποχή του, ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφώνησε τό «Λόγο ταῖς Καλάνδαις, κατά τῶν παρατηρούντων τάς νεομηνίας, καί κατά τήν πόλιν χορείας τελούντων» μέ αὐστηρότητα καί ἀποτροπιασμό·
«Στολίστηκε ἡ πόλη μας σάν καμιά φανταγμένη γυναίκα, πού ἔχει ἀδυναμία στά χρυσαφικά καί τήν πολυτελῆ ἐνδυμασία, γιά νά κάνει τήν πρώτη τοῦ χρόνου λαμπρή κι ἐντυπωσιακή κι εὐχάριστη... Εἶναι προτιμότερο ὅμως νά εὐτρεπίζουμε τήν ψυχή κι ὄχι τά μαγαζιά, τή σκέψη μας κι ὄχι τήν ἀγορά, γιά νά θαυμάζουν ὄχι οἱ ἄνθρωποι ἀλλά οἱ ἄγγελοι, καί νά εὐαρεστεῖται ὁ Θεός... Μή φορᾶς στεφάνια στίς πόρτες σου, ἀλλά κάνε τή ζωή σου ἄξια νά σέ στεφανώσει ὁ Χριστός μέ τόν "στέφανον τῆς δικαιοσύνης"».
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ἐπισημαίνοντας τά ὅσα φοβερά γίνονταν στά γλέντια, ὅπου διοργανώνονταν χυδαῖοι ἀγῶνες, δέν μένει μόνο στίς θλιβερές διαπιστώσεις καί τό στιγματισμό τῶν γεγονότων. Δυναμικός, ἀνυποχώρητος σαλπίζει ἀγωνιστικό ἐγερτήριο· «Ταῦτα ἀνάξια τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας», λέγει στούς πιστούς πού τόν ἀκοῦν, «καί ἁμαρτάνετε ὄχι μόνο ὅταν τά κάνετε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι, ἀλλά καί ὅταν συμμετέχετε ἐπευφημώντας καί παρατηρώντας τα. ῎Αλλωστε εἶναι ἀνοησία νά περιμένεις ἀπό τίς διασκεδάσεις τῆς πρώτης μέρας νά κυλήσει ὅλος ὁ χρόνος σου καλά καί εὐχάριστα. ῾Ο χρόνος σου θά εἶναι καλός, ἐάν καί τήν πρώτη του μέρα κι ὅλες τίς ὑπόλοιπες κάνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῎Αν ἐργάζεσαι τήν ἀρετή, ἡ μέρα σου θά γίνει καλή. ῎Αν δουλεύεις στήν ἁμαρτία, θά ᾿ναι ἄσχημη. Τό νά διακρίνεις τίς μέρες σέ καλές καί κακές εἶναι ἕνα καλό τέχνασμα, γιά νά μήν κάνεις ποτέ τό καλό. Διότι στίς "κακές" μέρες εἶναι ἀνώφελο, λές, νά προσπαθήσεις, ἐνῶ στίς "καλές" δέν χρειάζεται προσπάθεια, ἀφοῦ εἶναι ἀπό μόνες τους καλές.
῾Ο χριστιανός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό πρωτοχρονιές οὔτε ἀπό πρωτομηνιές γιά νά γιορτάσει, διότι γι᾿ αὐτόν ἡ κάθε μέρα εἶναι γιορτή. ῎Αν ἔχεις καθαρή τήν καρδιά καί τή συνείδησή σου, ἔχεις πάντα γιορτή κι εἶσαι γεμάτος ἐλπίδα γιά τό μέλλον σου πού δέν περιορίζεται ἀπό τό χρόνο, ἀλλά ἐκτείνεται στήν αἰωνιότητα».
᾿Ελεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.
Διάλεξε τό σύμμαχό σου!
῾Ο Θεός ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐφόσον ἀπό τήν ἀρχή ἀντιτάχθηκε στόν ἀρχηγό τους. Πρόσεξε, λοιπόν, μήν κάνεις ἀντίμαχό σου τόν Θεό καί τόν ἀρχαῖο ἀντάρτη σύμμαχο!
Μαρτυρίῳ Ι 164· ΡG 78,292Β
Μάθε ν᾿ ἀγωνίζεσαι!
᾿Επειδή στήν ἐπιστολή σου μέ ρωτᾶς τί πρέπει νά κάνεις, σοῦ ἀπαντῶ πώς δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο παρά νά ἀσκεῖς τήν ἀρετή καί νά καλλιεργεῖς τήν ἡσυχία· νά περιμένεις τήν ὥρα τῆς κρίσεως καί νά ἀποκρούεις τίς διαβολικές μεθόδους. Εἶναι, πράγματι, φοβερός καί πολυμήχανος ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου... Δέν συνηθίζει τήν κατά μέτωπο ἐπίθεση. Πλησιάζει συχνά μέ τό προσωπεῖο τοῦ φίλου κρατώντας κρυφά τά βέλη τῆς ἁμαρτίας. Μέ τό πρόσχημα νά ὁδηγήσει στή θέωση τόν ἄνθρωπο, τόν κατήντησε ἀθλιότερο ἀπό τά ἄλογα ζῶα... ᾿Εντούτοις, πολλοί ἀνακάλυψαν τίς μεθοδεῖες του καί κατέστησαν ἀνενεργά τά ὅπλα του. Γι᾿ αὐτό, ὅσοι μέ φρόνηση θέλουν ν᾿ ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους, ἄς ἐξιχνιάσουν τά σχέδιά του κι ἄς λάβουν τά μέτρα τους!
Διδύμῳ πρεσβυτέρῳ G 28· ΡG 78,1341
᾿Απόδοση Β. Τ.
Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ μή προσκολλᾶσθαι τοῖς βιοτικοῖς,
ΕΠΕ 7,162-165.
Πολύ καί ποικιλοτρόπως μᾶς πολεμᾶ καθημερινά, ἀγαπητοί μου, ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας. Κι ὅπως γνωρίζετε, χρησιμοποιεῖ γιά βέλη του τίς δικές μας ἐπιθυμίες· ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τή δύναμη νά μᾶς βλάπτει. Τή δική του ἐξουσία μέ ἄλυτους νόμους τή δέσμευσε ὁ Δεσπότης Χριστός, καί δέν τόν ἄφησε νά ὁρμήσει μέ μιᾶς καί νά ἐξαφανίσει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τή γῆ. Γι᾿ αὐτό ὁ μισόκαλος ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀφροσύνη μας, κλέβει τή νίκη ἐναντίον μας σάν τούς πονηρούς πλεονέκτες. Αὐτοί, ἐπειδή θέλουν νά πλουτίζουν ἀπό ξένες περιουσίες ἀλλά δέν ἔχουν τή δύναμη νά τίς ἁρπάζουν φανερά, συνήθως παραμονεύουν στούς δρόμους κρυμμένοι σέ κάποια βαθειά χαράδρα ἤ πίσω ἀπό πλατύφυλλους θάμνους, καί ἐπιτίθενται ξαφνικά στούς περαστικούς, πού δέν ἀντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο παρά μόνο ἀφοῦ πέσουν στήν παγίδα. Ἔτσι καί ὁ προαιώνιος ἐχθρός μας τρέχει καί κρύβεται στίς σκιές τῶν κοσμικῶν ἡδονῶν. Εἶναι φοβερό πῶς ξεφυτρώνουν στό δρόμο τῆς ζωῆς μας! Πίσω ἀπ᾿ αὐτές ἔντεχνα κρύβεται ὁ ἐπιτήδειος ληστής καί μᾶς ξεγελᾶ. Στήνει ὕπουλα τίς ὀλέθριες παγίδες του ἐκεῖ πού δέν τό ὑποπτευόμαστε.
Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά βαδίζουμε μέ ἀσφάλεια στό δρόμο τῆς ζωῆς μας καί νά παρουσιάσουμε στόν Χριστό τήν ψυχή καί τό σῶμα μας δίχως τραύματα αἰσχύνης, γιά νά μᾶς στεφανώσει νικητές, εἶναι ἀνάγκη νά κρατοῦμε πάντοτε ὀρθάνοιχτα τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά προσκολλᾶται σέ χαρές πού, ἐνῶ δέν τό ὑποψιαζόμαστε, εἶναι παγίδες τοῦ πονηροῦ!
Ἀπόδοση Β.Τ.
Γύρισε καί κοίταξε παντοῦ. Ἡ ἥσυχη χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἄλλοτε ἔδινε στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ἕναν ξεχωριστό τόνο γαλήνης, δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Εἶχε πάρει τή θέση της ὁ θόρυβος, τά ἀχαλίνωτα ἐκκωφαντικά τραγούδια στούς δρόμους, τά γέλια πού προκαλοῦσε ἄσωστα τό κρασί. Στήν ἀγορά, στόν ἱππόδρομο, στά ἀνάκτορα ἀκόμη, οἱ φουντωμένοι δαυλοί διέλυαν τό σκοτάδι· ἔκαναν τή νύχτα μέρα. Καί μποροῦσε νά διακρίνει κανείς τά πρόσωπα πού χαχάνιζαν νά ἀντανακλοῦν σχεδόν τρομακτικά τό φῶς τους.
Γιόρταζαν, λέει, τά Θεοφάνεια, δηλαδή τά Χριστούγεννα.
Μέ κοφτό ἀργό βῆμα ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα. Ὁ ναός ἦταν γεμάτος χριστιανούς, πού περίμεναν μέ ἀγωνία νά τόν ἀκούσουν. Πῶς νά ξεχάσουν; Πρίν μόλις λίγες ἡμέρες στόν ἴδιο αὐτό χῶρο λειτουργοῦσε ἕνας ἀρειανός «ἐπίσκοπος». Ἅπλωνε τά χέρια του στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Θεό! Ἡ Πόλη ὁλόκληρη ἦταν στά χέρια τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου! Οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι, κυνηγημένοι, καταδιωγμένοι συνωστίζονταν στόν ναΐσκο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ τούς στήριζε στήν ὀρθόδοξη πίστη ὁ ἴδιος αὐτός, πού τώρα τόν εἶχαν μπροστά τους ἐπίσκοπον· ὁ Γρηγόριος. Μέ τούς δικούς του ἀγῶνες, τούς σφυρηλατημένους στό ἀμόνι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, σιγά-σιγά ἄλλαξαν τά πράγματα. Ἦρθαν καλύτερες ἡμέρες γιά τούς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ «βάρβαροι» ἔφυγαν.
Ἔφυγαν ὅμως στ᾿ ἀλήθεια;...
Ἄνοιξε τό στόμα του νά μιλήσει στίς ψυχές πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του γιά μιά καινούργια αἵρεση. Γιά μιά γάγγραινα πού ὕπουλα πιά λυμαινόταν τήν Ἐκκλησία. Ἦταν ὁ κίβδηλος Χριστιανισμός, πού σήκωνε τώρα μέ ἰταμότητα τό κεφάλι του. Ὁ Χριστιανισμός πού ἔφερνε μέσα του ἤθη καί παραδόσεις εἰδωλολατρικές, πού ἀναμίγνυε τήν καθαρή πίστη στόν τριαδικό Θεό μέ τή βρωμιά τῆς ξέπνοης, ἀπό καιρό, ἐθνικῆς θρησκείας.
Εἶχε χρέος νά τό κάνει· νά προφυλάξει τόν ζωντανό θησαυρό πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Κι ἄς ἦταν Θεοφάνεια. Κι ἄς μήν ἦταν εὐχάριστο στούς πολλούς ν᾿ ἀκοῦν γιά πράγματα δυσάρεστα, νά ὠθοῦνται σέ ἀγώνα τίς μέρες αὐτές τίς ἤρεμες.
«Νά μή στήσουμε χορούς, ἀδελφοί, οὔτε νά στολίσουμε τίς πλατεῖες... Νά μήν ἐπιδοθοῦμε στίς ἀπολαύσεις τῆς γεύσης, οὔτε νά ψάξουμε γιά τά καλύτερα φορέματα, γιά τή λάμψη τῶν διαμαντιῶν καί τοῦ χρυσοῦ, γιά τά βαψίματα πού ἀλλοιώνουν τό πρόσωπο, τή θεία εἰκόνα... Νά μήν παραδοθοῦμε στά μεθύσια καί στά ἄσωτα γλέντια πού πᾶνε μαζί μέ τήν ἀσέλγεια... Νά μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή χλιδή... Νά μή γεμίσουμε τή γῆ καί τή θάλασσα μ᾿ αὐτήν τήν πολύτιμη γιά μᾶς ἀκαθαρσία!...
Ὅλα αὐτά τά κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες. Αὐτοί ἔχουν θεούς πού χαίρονται μέ τίς μυρωδιές τῶν κρεάτων καί τούς λατρεύουν μέ τόν ἡδονισμό τῆς κοιλιᾶς. Πονηροί καθώς εἶναι ἔφτιαξαν καί προσκυνοῦν πονηρούς θεούς...
Ἀλλά ἡ δική μας τρυφή νά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ... Νά ταξιδέψουμε μαζί μέ τόν ἀστέρα, νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας δῶρα μαζί μέ τούς μάγους. Νά τόν δοξάσουμε καί νά τόν ὑμνήσουμε μαζί μέ τούς βοσκούς καί τούς ἀγγέλους... Κι ἄν εἶναι νά φύγουμε μαζί Του στήν Αἴγυπτο, ἄς φύγουμε. Ὡραῖο πράγμα νά διωκόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό!... Νά τόν ἀκολουθήσουμε ὕστερα σ᾿ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς Του... Νά σιωπήσουμε μαζί Του μπροστά στόν Ἡρώδη. Νά δεχτοῦμε τό φραγγέλιο, τή χολή, τό ὄξος, τά ραπίσματα, τούς κολαφισμούς, τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ δύσκολου δρόμου πού βαδίζει στή ζωή του ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, τό πορφυρό ροῦχο, τό καλάμι, τή γελοιοποίηση ἀπό ἐκείνους πού ἐμπαίζουν τήν ἀλήθεια, ... καί τέλος τή σταύρωση καί τήν ταφή μαζί Του, γιά νά συναναστηθοῦμε καί νά συμβασιλεύσουμε μαζί Του!...». (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Εἰς τά Θεοφάνεια, ετουν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγος 38ος, ΡG 36,312- 333).
Τόν ἄκουγες κι ἔλεγες πώς δέν μιλοῦσε τό στόμα τοῦ Γρηγορίου. Μιλοῦσαν οἱ πληγές πού δέχτηκε στό κορμί του ἀπό τούς ἐχθρούς του, τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου του. Μιλοῦσε ἡ καρδιά του ἡ ματωμένη ἀπό τούς διωγμούς πού δέχτηκε γιά τό ὄνομά Του. Δέν ἦταν κούφια λόγια αὐτά, ξερές ἠθικολογίες. Ἦταν πρίν ἀπ᾿ ὅλα βίωμά του. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη.
* * *
2011 χρόνια μετά Χριστόν! Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐκδόθηκε ἀπό μεγάλους ἐκδοτικούς οἴκους στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Διαβάστηκε καί μελετήθηκε ἀπό ἐπιστήμονες. Δόθηκαν περισπούδαστες ἀπαντήσεις σέ ποικίλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου: «πότε ἐκφωνήθηκε;», «ποῦ ἐκφωνήθηκε;» κ.τ.ὅ.
Ἕνα μόνο ἐρώτημα παραμένει ἀναπάντητο, γιά νά θρυμματίζει τήν ἔνοχη ἐπανάπαυσή μας: Ἄραγε ἔπιασαν τόπο τά λόγια ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου; Ἄραγε σήμερα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μέ τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου πατρός ἤ μήπως ἀντηχοῦμε ἀκόμη τούς πανηγυριστές ἐκείνης τῆς παλιᾶς διεφθαρμένης ἐποχῆς;
Τήν ἀπάντηση ἄς τήν ἀναζητήσει ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του μέ τιμιότητα καί εἰλικρίνεια.
Εὐάγγελος Δάκας
Θεολόγος
Δόξα στόν Θεό Πατέρα καί στόν παμβασιλέα Υἱό του,
δόξα καί στό πανάγιο Πνεῦμα τό ὑπερευλογητό.
Εἶναι ἡ Τριάδα ἕνας Θεός, πού ἔκτισε καί πλήρωσε τά πάντα,
τόν οὐρανό μ᾿ οὐράνια, μ᾿ ἐπίγεια τή γῆ·
τή θάλασσα, τούς ποταμούς καί τίς πηγές μ᾿ ὑδρόβια,
δίνοντας ζωή ἀπ᾿ τή ζωή του σέ ὅλα.
Ἔτσι ἡ φύση ὅλη τόν σοφό δημιουργό της θά ὑμνήσει,
τόν μόνο αἴτιο τῆς ζωῆς καί τῆς διατήρησής της.
Μά πιό πολύ ἀπ᾿ ὅλα, τά λογικά του πλάσματα θά ὑμνοῦν
παντοτινά τόν μέγα Βασιλιά, τόν ἀγαθό Πατέρα.
Ἀξίωσε καί μέ, Πατέρα μου, δοξολογία ἁγνή νά σοῦ προσφέρω
μέ νοῦ καί γλώσσα καί ψυχή καί πνεῦμα!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη δογματικά 31· ΕΠΕ 8,37.
Ἀπόδοση Β.Σ.
Γι’ αὐτό συνεχῶς μιλῶ γιά τήν μετάνοια. Γιατί ἡ μετάνοια, πού εἶναι φοβερή καί τρομερή γιά τόν ἁμαρτωλό, εἶναι φάρμακο τῶν παραπτωμάτων, καταστροφή τῶν ἁμαρτιῶν, ἐξαφάνιση τῶν δακρύων, παρρησία πρός τόν Θεό, ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, μαχαίρι πού τοῦ κόβει τό κεφάλι, ἐλπίδα σωτηρίας, θάνατος τῆς ἀπελπισίας. Αὐτή ἀνοίγει στόν ἄνθρωπο τόν οὐρανό, αὐτή τόν βάζει μέσα στόν παράδεισο, αὐτή νικᾶ τόν διάβολο...
Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά σᾶς ἀλείφω συνεχῶς μ’ αὐτά τά φάρμακα, γιατί ξέρω καλά πόσο σπουδαῖο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι τό νά μήν ἀπελπίζεσθε. Ἄν ἔχεις ἁμαρτήματα, μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά τά λέω αὐτά συνεχῶς. Κι ἄν κάθε μέρα ἁμαρτάνεις, κάθε μέρα νά μετανοεῖς. Κι αὐτό πού κάνουμε στά παλιά σπίτια, δηλαδή ὅταν ἐρειπωθοῦν, πετοῦμε τά ἐρείπια καί κτίζουμε καινούργια καί ποτέ δέν λησμονοῦμε νά τά φροντίζουμε συνεχῶς, αὐτό νά κάνουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ἄν πάλιωσες σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, ξανακαινούργιωσε τόν ἑαυτό σου μέ τή μετάνοια.
Καί εἶναι δυνατόν, λέει, νά μετανοήσει κάποιος καί νά σωθεῖ; Εἶναι καί πολύ μάλιστα. Ἔζησα ὅλη μου τή ζωή μέσα στίς ἁμαρτίες καί ἄν μετανοήσω σώζομαι; Καί βέβαια. Ποιός τό δηλώνει; Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου σου. Μήπως ἔχω ἐμπιστοσύνη στή μετάνοιά σου; Μήπως ἡ μετάνοιά σου ἔχει τή δύναμη νά ἐξαλείψει τόσα κακά; Ἄν ἡ μετάνοιά σου ἦταν μόνη, θά 'ταν φυσικό νά φοβᾶσαι. Ἐπειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀνακατεύεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος. Γιατί δέν ὑπάρχει μέτρο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά του. Γιατί ἡ δική σου κακία ἔχει μέτρο, μά τό φάρμακο δέν ἔχει μέτρο. Ἡ κακία σου, ὅποια κι ἄν εἶναι, εἶναι ἀνθρώπινη κακία, ἀλλά ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέκφραστη· κι ἔχε θάρρος γιατί ξεπερνᾶ τήν κακία σου.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας 8· PG 49,337
Ὁ διάβολος φέρνει πρῶτα στό νοῦ μας τό λογισμό: «Κάνε αὐτό ἤ ἐκεῖνο». Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιτέθηκε στόν Κύριο καί Θεό μας: «Πές νά γίνουν οἱ πέτρες αὐτές ψωμί» (βλ. Μθ 4,3· Λκ 4,3). Αὐτό εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό τή θέλησή μας καί ὀνομάζεται «προσβολή».
Ἡ ἀποδοχή τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, ἡ κατά κάποιον τρόπο μελέτη του καί ἡ ἡδονική συνομιλία μαζί του, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προαίρεση, ὀνομάζεται «συνδυασμός».
Ἡ ἐξοικείωση πού ἀκολουθεῖ μέ τό λογισμό, ἡ συνεχής μελέτη κι ἐνασχόληση μ᾿ αὐτόν ὀνομάζεται «πάθος».
Ἡ ἀντίσταση στό λογισμό, πού θά ὁδηγήσει στήν ἐξουδετέρωση τοῦ πάθους ἤ στήν τελική συγκατάθεση, ὀνομάζεται «πάλη».
Ὁ βίαιος καί ἀκούσιος ἁρπαγμός τῆς καρδιᾶς, πού τυραννεῖται ἀπό μακρόχρονη συνήθεια, ὀνομάζεται «αἰχμαλωσία».
Ἡ συγκατάνευση στόν ἐμπαθῆ λογισμό ὀνομάζεται «συγκατάθεσις».
Ἡ πράξη πού ὑπαγορεύεται ἀπό τόν ἐμπαθῆ λογισμό, μετά τή συγκατάθεσή μας, ὀνομάζεται «ἐνέργεια».
Ἐκεῖνος πού ἀπό τήν ἀρχή κρατᾶ μακριά του τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς ἤ ἀποκρούει σθεναρά καί αὐστηρά τό πρῶτο, τήν προσβολή, ἀπαλλάσσεται μέ αὐτή τή μία κίνηση ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα..
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί ἀρετῶν καί κακιῶν, ΕΠΕ 8, 491
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ρίζα καί θεμέλιο τῆς πίστεώς μας ἐμπνέει τή ζωή καί τό κήρυγμα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τήν πλούσια πατερική διδασκαλία σταχυολογοῦμε μερικά στοιχεῖα, πού μᾶς βοηθοῦν νά προσεγγίσουμε θεολογικά καί βιωματικά τό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς πίστεώς μας.
• Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα του.
«Ἀληθινά ἔπαθε κι ἀληθινά ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ὄχι ὅπως λένε μερικοί ἄπιστοι ὅτι φαινομενικά εἶχε πάθει… Ἐγώ καί μετά τήν ἀνάσταση γνωρίζω καί πιστεύω ὅτι εἶχε σάρκα. Καί ὅταν ἦρθε σ’ αὐτούς, πού ἦταν μαζί μέ τόν Πέτρο τούς εἶπε· «Λάβετε, ψηλαφῆστε με καί δεῖτε ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα ἀσώματο». Κι ἀμέσως τόν ἄγγιξαν καί πίστεψαν, μόλις ἦρθαν σ’ ἐπαφή μέ τή σάρκα του καί μέ τό πνεῦμα του. Γι’ αὐτό καί τόν θάνατο περιφρόνησαν καί ἀναδείχθηκαν ἀνώτεροι ἀπό τόν θάνατο. Καί μετά τήν ἀνάσταση ἔφαγε καί ἤπιε μαζί τους σάν ἄνθρωπος μέ σάρκα, παρ’ ὅλο πού πνευματικά ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα» (Ἰγνατίου, Πρός Σμυρναίους 3).
• Τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετικό ἀπό τό θνητό ἀνθρώπινο σῶμα.
«Ὁ Χριστός… σ’ ἄλλους ἐμφανιζόταν μετά τήν ἀνάσταση, ἐνῶ σ’ ἄλλους δέν ἐμφανιζόταν. Πράγματι, ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί ἡ σάρκα του ἔγινε πιό λεπτή, διότι ἦταν ἄφθαρτη… Αὐτό τό σῶμα ὅταν ἤθελε τό ἀπέκρυπτε καί ὅταν ἤθελε τό καθιστοῦσε φανερό. Μετά τήν ἀνάσταση δέν εἶχε πλέον τίς ἀδυναμίες τοῦ σώματος καί τίς ἀναγκαῖες χρεῖες» (Νείλου, Ἐπιστολαί 3,120).
• Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἀνάσταση.
«Χριστός Κύριος ὁ τῆς ἀναστάσεως ἥλιος» (Κλήμεντος Ἀλεξ., Προτρεπτικός 8). «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐγένετο ἀνάστασις» (Μ. Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν 1,64). «Εἶναι ἡ ἀνάσταση ὁ Χριστός, διότι μᾶς ἀνασταίνει καί μᾶς ἐπαναφέρει στή ζωή» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι 30,20).
• Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐγγυᾶται τήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
«Γι’ αὐτό (ὁ Χριστός) πῆρε τό σῶμα, πού μποροῦσε νά πεθάνει, ὥστε αὐτό ἀφοῦ γίνει κοινωνός τοῦ ἐπί πάντων Λόγου νά γίνει ἱκανό νά πεθάνει ἀντί ὅλων καί συγχρόνως νά παραμείνει ἄφθαρτο ἐξ αἰτίας τοῦ Λόγου πού κατοίκησε μέσα σ’ αὐτό, καί ἔτσι νά παύσει γιά ὅλους ἡ φθορά μέ τή χάρη τῆς ἀναστάσεως» (Μ. Ἀθανασίου, Περί ἐνσαρκώσεως 9,1). «Ἀφοῦ ἔγινε ἀρχή τῆς ἀναστάσεως μέ Ἕναν, ἡ ἀνάσταση ἁπλώνεται σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα» (Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός 16). «Ὑπάρχει ἀνάσταση σωμάτων. Τοῦτο βεβαιώνει ὁ ἄδειος τάφος στά Ἰεροσόλυμα (Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις 2,5). «… στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πατέρα καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ… τήν ἐλεημένη καί ἑδραιωμένη στήν ὁμόνοια τοῦ Θεοῦ, πού ἀγάλλεται μέ τό πάθος τοῦ Κυρίου μας χωρίς δισταγμούς καί μέ τήν ἀνάστασή του χορταίνει ἀπό πλούσιο ἔλεος» (Ἰγνατίου, Πρός Φιλαδελφεῖς, προοίμ.).
• Ἡ ἀνάσταση κατέστη ἡ σημαία τῆς Ἐκκλησίας.
«Πράγματι, ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί τετράρχου Ἡρώδου ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά χάρη μας σωματικά… γιά νά ὑψώσει σημαία μέ τήν ἀνάστασή του, μέσα στούς αἰῶνες πρός τούς ἁγίους καί τούς πιστούς του, εἴτε ἀνάμεσα στούς Ἰουδαίους εἴτε ἀνάμεσα στούς εἰδωλολάτρες, καί νά τούς ἑνώσει σέ ἕνα σῶμα, στήν Ἐκκλησία του» (Ἰγνατίου, Σμυρναίους 1,2).
Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ποιές ἀποσκευές εἶναι ἐλαφρύτερες γιά τό ταξίδι αὐτῆς τῆς ζωῆς, εὔκολα μεταφέρονται καί καθιστοῦν εὐχάριστο τό πέρασμα στήν ἀντίπερα ὄχθη, καθώς μένουν περιουσία ἀναφαίρετη στήν αἰωνιότητα, καί ποιά εἶναι τά βαριά καί ἀσήκωτα φορτία, τά προσκολλημένα στή γῆ καί ξένα στήν ἀνθρώπινη φύση, πού δέν χωροῦν νά περάσουν ἀπό τή στενή πύλη μαζί μέ τούς ἰδιοκτῆτες τους. Ἐμεῖς ἀφήνουμε ὅσα ἀξίζει νά συλλέγουμε, καί συγκεντρώνουμε ἀχόρταγα ἐκεῖνα πού θά ἔπρεπε νά μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους! Ἀντί νά στρέφουμε τήν προσοχή μας σέ ὅσα μποροῦν νά γίνουν ἀχώριστο στολίδι τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καταβάλλουμε κάθε κόπο καί προσπάθεια νά μαζέψουμε ἐκεῖνα πού δέν περνοῦν στήν αἰωνιότητα καί μόνο μέ ντροπή μᾶς σπιλώνουν...
Ἄς μιμηθοῦμε τούς ναυτικούς! Ἐκεῖνοι, ὅταν ξεσπάσει θαλασσοταραχή καί τά κύματα ἀπειλοῦν νά καταποντίσουν τό σκάφος, φροντίζουν τό γρηγορότερο νά τό ἐλαφρύνουν ἀπό τό πολύ του βάρος ρίχνοντας τά ἐμπορεύματα στή θάλασσα, δίχως νά λυποῦνται ἀκόμη καί τά ἀναγκαιότερα, ὥστε νά μπορέσει τό πλοῖο νά ἐπιπλεύσει καί νά σώσουν τουλάχιστον τή ζωή τους. Πολύ περισσότερο ἀπό τούς ναυτικούς, ὀφείλουμε ἐμεῖς ἔτσι νά σκεφτόμαστε καί νά πράττουμε. Διότι ἐκεῖνοι ὅ,τι ρίχνουν στή θάλασσα τό χάνουν ἀμέσως κι ἔχουν νά παλέψουν στή συνέχεια μέ τή φτώχεια. Ἐμεῖς ὅμως, ἄν ἀποτινάξουμε τό πονηρό φορτίο, θά κερδίσουμε μεγαλύτερο κι ἀκριβότερο θησαυρό γιά τίς ψυχές μας. Γιά παράδειγμα, ἡ πορνεία καί γενικά ἡ ἀκολασία, ὅταν ἀποβληθεῖ, ἐξαλείφεται τελείως μέ τά δάκρυα καί τό χῶρο της καταλαμβάνει ἡ ἁγιότητα καί ἡ δικαιοσύνη, πράγματα ἀνάλαφρα, πού δέν καλύπτονται ἀπό κανένα κύμα. Ὅσο γιά τά χρήματα, ὄχι μόνο δέν τά χάνει ὅποιος σέ φιλανθρωπίες τά σκορπᾶ, ἀλλά διαπιστώνει ὅτι μεταφέρονται σέ ἄλλα ἀσφαλέστερα πλοῖα, στίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν, ὅπου διασώζονται καί φθάνουν στό λιμάνι. Ἐκεῖ τούς καρτεροῦν ὡς τό ἀκριβότερο κόσμημα!
Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ μή προσκολλᾶσθαι τοῖς βιοτικοῖς,
ΕΠΕ 7,170-172. 180-182.
Ἀπόδοση Β.Τ.