Μία ὑπερκόσμια, μεγαλειώδης παρέλαση προβάλλει στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶναι ἡ στρατιά τῶν ἁγίων μας, πού παρελαύνει θριαμβευτικά μπροστά στό θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν καμαρώνουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, τή χειροκροτεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ἀλλά καί τά βλέμματα ἐκείνων πού ἐπιμένουν νά μή συμβιβάζονται μέ τό πεπερασμένο, πού παραμένουν λάτρεις τοῦ Θεοῦ καί νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ, στυλώνονται θαυμαστικά στήν ὑπερκόσμια παρέλαση τῶν ἁγίων.
Πρώτη ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί πίσω της ὁ τίμιος Πρόδρομος, οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ πατέρες, οἱ διδάσκαλοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες· οἱ ἅγιοι τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλά καί τῶν ἡμερῶν μας, ὅλοι μαζί συναπαρτίζουν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καί μετέχουν στήν ὑπερκόσμια παρέλαση. Εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ συνεργάτες του στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός, πού ἐκ τοῦ μηδενός ἔπλασε τά σύμπαντα καί μόνος του ἔκανε τά πάντα «καλά λίαν», γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ πεσμένου κόσμου ζήτησε καί χρησιμοποίησε τή συνεργασία τῶν ἀνθρώπων:
Ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους θαυμάζουμε καί τιμοῦμε, ἀναγνωρίζοντάς τους τήν ἰδιότητα τοῦ ἁγίου, κάτι ἔχουν προσφέρει γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ:
Ἁγιασμένοι ἀπό τή μετάνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι ἔγιναν οἱ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ποιό νόημα θά εἶχαν οἱ ἑκατόμβες τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Γιά ποιό λόγο θά ὑπέμεναν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως δουλαγωγώντας τό σῶμα καί ὑποτάσσοντάς το στίς προσταγές τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἅγιοι μαρτυροῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν ἀναστημένη ζωή τους, τήν ὁποία πολλοί ἀπό αὐτούς ἐπισφράγισαν μέ τό μαρτύριο. Τήν ὑπογράφουν μέ τά τίμια λείψανά τους, αὐτή τήν ἀκλόνητη μαρτυρία τῆς ἀφθαρτοποίησης τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
Εἶναι οἱ ἅγιοι τό ζωντανό καί ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τους ἀποδεικνύει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἀνεφάρμοστη οὐτοπία ἀλλά μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Ὅσο ἀκατάληπτα κι ἄν ἠχοῦν στά αὐτιά τῆς παραστρατημένης κοινωνίας μας ἔννοιες ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ θυσία, καί ὅλα τά μεγάλα καί ὑψηλά πού κηρύττει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀνεδαφικά καί ἀνεφάρμοστα. Τά ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοί μας. Μποροῦμε καί ὀφείλουμε νά τά ἐφαρμόσουμε καί ἐμεῖς, ὅσοι ἀναγνωρίζουμε ὡς λόγο Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο.
Εἶναι ἀκόμη οἱ ἅγιοι ἐγγύηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά νικήσει. Ὅσο κι ἄν μαίνεται ὁ ἀντίθεος κόσμος, ὅσο κι ἄν λυσσομανᾶ ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, ὅσο κι ἄν θριαμβολογοῦν οἱ σκοτεινές δυνάμεις, ἡ νίκη ἀνήκει στήν πίστη. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως ὑπῆρχαν καί στά χρόνια τῶν ἁγίων καί τούς πολέμησαν λυσσαλέα. Τούς ταλαιπώρησαν καί τούς κακοποίησαν μέ κάθε τρόπο, μά τελικά οἱ διῶκτες ὁμολόγησαν τήν ἥττα τους, καί ἡ πίστη τῶν ἁγίων θριάμβευσε.
Μέ δεδομένη τή δική τους καταξίωση οἱ ἅγιοι στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία μας γιά τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ ἔμπειροι διαβάτες, πού ἀκολουθώντας τά χνη τοῦ Χριστοῦ ἔφθασαν νικητές στό οὐράνιο τέρμα. Αὐτοί ξέρουν καί μποροῦν νά μᾶς κατευθύνουν ἀλάνθαστα. Μποροῦν νά γίνουν τό κριτήριο τῆς πίστεως καί ἡ λυδία λίθος γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Καί εἶναι τόσο προσιτοί σέ ὅλα τά φύλα, σέ ὅλες τίς ἡλικίες, σέ ὅλες τίς φυλές , καί σέ ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Στή χορεία τους καταλέγονται ἄνδρες καί γυναῖκες, σεβάσμιοι γέροντες καί μικρά παιδιά καί ἔφηβοι. Ἄνθρωποι ἀπ᾿ ὅλα τά ἐπαγγέλματα: πάμπλουτοι ἄρχοντες, ἐπιφανεῖς ἀξιωματοῦχοι, ἔνδοξοι στρατηγοί, φημισμένοι ἐπιστήμονες ἀλλά καί φτωχοί, ἄσημοι καί ἀγράμματοι πού θάμπωσαν τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ἁγιότητά τους. Ὑπάρχουν ἅγιοι ἁγιασμένοι ἀπό τήν ὥρα πού συνελήφθησαν στά σπλάχνα τῆς μάνας τους καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι κυλίσθηκαν στό βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καί πληγώθηκαν κατάστηθα ἀπό τά βέλη της, τελικά ὅμως ἀνένηψαν καί ἀναδείχθηκαν ἅγιοι.
Εἶναι σφάλμα σοβαρό νά βγάζουμε τούς ἁγίους ἔξω ἀπό τό χῶρο μας, νά τούς τοποθετοῦμε σέ ἕνα βάθρο ἀπροσπέλαστο καί συνήθως ἀδιάφορο γιά τόν κοινό ἄνθρωπο. Στέκουν κοντά, πολύ κοντά μας οἱ ἅγιοι καί μεσιτεύουν στόν Κύριο γιά μᾶς. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως παρουσιάζεται μία θαυμάσια εἰκόνα: Μπροστά στό θρόνο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ φθάνει ὡς θυμίαμα ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἑνώνεται μέ τήν προσευχή τῶν «πεπελεκημένων» μαρτύρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀκατάπαυστα κραυγάζουν πρός τόν Κύριο ζητώντας τήν παρέμβασή του.
Οἱ ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί οἱ δικοί μας καλοί φίλοι. Μᾶς παραστέκουν στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς συμβουλεύουν, μᾶς ἐνθαρρύνουν καί μᾶς ἐμπνέουν. Μετάνοια καί πίστη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, προσπάθεια καί ἀγώνας ἀκατάπαυστος γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μήνυμά τους γιά μᾶς. Κι ὅταν σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα ἀποκάμουμε, μήν ξεχνοῦμε πώς οἱ ἅγιοι ἀναφέρουν στόν Κύριο τά αἰτήματά μας. Ἄν εἶναι τιμή καί χαρά νά ἔχεις ἕναν φίλο, ἕναν δικό σου ἄνθρωπο στή Βουλή, καί σοῦ δίνει θάρρος ἡ σκέψη ὅτι αὐτός θά ὑποστηρίξει τά θέματά σου, πόσο μεγαλύτερη χαρά, τιμή καί ἄνεση εἶναι ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων! Μᾶς ἐκπροσωποῦν στή «Βουλή» τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦν τόν ἀγώνα μας σ᾿ αὐτή τή ζωή, περιμένοντας νά χαροῦμε μαζί τους τή δόξα τοῦ παραδείσου.
Τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στά διδακτικά βιβλία τοῦ κανόνα τῆς Π. Διαθήκης κατέχει τό βιβλίο πού ὀνομάζεται Ψαλτήρ ἤ Ψαλτήριον ἤ Βίβλος Ψαλμῶν ἤ Ψαλμοί. Εἶναι μιά συλλογή 150 θρησκευτικῶν ποιημάτων μέ περιεχόμενο πότε δοξολογικό καί εὐχαριστιακό, ἄλλοτε θρηνητικό καί κατανυκτικό καί ἄλλοτε διδακτικό καί προφητικό.
Ἡ κεντρική ἰδέα ὅλου τοῦ βιβλίου συνοψίστηκε πολύ εὔστοχα ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο καθηγητή Π. Τρεμπέλα σέ μία φράση: «Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος κατενώπιον τοῦ Θεοῦ». ![]() Ἡ χρήση του: Τούς Ψαλμούς, ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους, τούς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι στή λατρεία τους. Ἡ ἀπαγγελία τους συνοδευόταν συνήθως ἀπό τό ψαλτήριο, ἔγχορδο μουσικό ὄργανο, πιθανόν κάτι παρόμοιο μέ τή γνωστή ἅρπα. Στήν ἐποχή τῆς Κ. Διαθήκης ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἀργότερα οἱ ἀπόστολοι στό κήρυγμά τους συχνά ἀνατρέχουν στούς Ψαλμούς. Ἐπίσης οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης χρησιμοποιοῦν τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. Σέ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη βρίσκουμε περίπου 400 μέ 500 παραθέματα ἀπό τήν Παλαιά. Τά μισά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι στίχοι τοῦ Ψαλτηρίου. Στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης διαβάζεται περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία ὄχι μόνο τῆς Παλαιᾶς ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἤδη οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν συχνή χρήση τῶν ψαλμῶν καί μάλιστα τῶν μεσσιακῶν, αὐτῶν δηλαδή πού περιεῖχαν προφητεῖες γιά τήν ἔλευση, τή ζωή, τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν «φωνή τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «σφόδρα αὐτῇ ἐν ἐκκλησίᾳ Κυρίου ταῦτα ψάλλουσιν εἰς ὑπακοήν τοῦ λαοῦ». Μέ ἰδιαίτερο ζῆλο χρησιμοποιοῦσαν τό Ψαλτήρι οἱ μοναχοί, ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν δεύτερο κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τίθεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή χειροτονία εἰς ἐπίσκοπον ἡ γνώση τοῦ Ψαλτηρίου ἀπό τόν ὑποψήφιο. Μάθαιναν καί ἀποστήθιζαν ψαλμούς ὄχι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, ἀλλά καί οἱ πιστοί καί τούς ἔψαλλαν σέ διάφορες περιστάσεις τῆς ἰδιωτικῆς τους ζωῆς. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ χαρακτηριστικά ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ὀνομαστικά τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, γνώριζαν ὅμως ἀπ᾿ ἔξω κάποιους ψαλμούς. Ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ἐκφώνηση τῶν ψαλμῶν γινόταν στήν Ἐκκλησία μέ τρεῖς τρόπους: 1) Ἕνα πρόσωπο ἀπήγγειλε τόν ψαλμό (μονοφωνικά). 2) Δύο χοροί ἀπήγγειλαν ἐναλλάξ (ἀντιφωνικά). 3) Δύο ἤ καί περισσότεροι χοροί ἀπήγγειλαν ταυτόχρονα τόν ψαλμό (πολυφωνικά). Ἡ ἀπαγγελία γινόταν «ἐμμελῶς», ἀλλά μέ τρόπο πού νά μποροῦν ὅλοι νά συναπαγγέλλουν. Ἀπό τίς πρῶτες συνάξεις τῶν χριστιανῶν ἡ παράδοση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ψαλτηρίου ἔφτασε μέχρι τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι ἦταν τά πρῶτα βιβλία πού μάθαιναν νά διαβάζουν τά Ἑλληνόπουλα. Γι᾿ αὐτό καί στήν περίοδο ἐκείνη ἔγιναν πολλές ἐκδόσεις του. Ἀπό τό 1486 ὥς τό 1821 ἐκδόθηκε περισσότερες ἀπό 45 φορές. Τήν δια ἐποχή ἐκδίδονται ἐπίσης καί πολλές μεταφράσεις τοῦ Ψαλτηρίου. Βενιαμίν
Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 298-299
|
![]() Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά. Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν ἴδια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία. Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία. Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28). Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008 ) 212-213
|
Προφητικός τύπος
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας δέν εἶδε θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό, μπροστά στά μάτια τοῦ μαθητοῦ του Ἐλισαίου· «Καί ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καί ἐλάλουν· καί ἰδού ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διέστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων καί ἀνελήφθη Ἠλιού ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ΄ Βα 2,11). Ποῦ ἀκριβῶς πῆγε καί τί ἔγινε ὁ προφήτης, δἐν ἀναφέρεται στό ἱερό κείμενο. Γιά τό λόγο αὐτό καί δέν ἔχουμε δικαίωμα νά κάνουμε αὐθαίρετες ὑποθέσεις γιά τά μετά τόν ἁρπαγμό τοῦ Ἠλία. Πολύ περισσότερο, δέν μποροῦμε νά συμπληρώσουμε τήν ἱστορία του μέ τή φαντασία μας.
Ἕνας παρόμοιος ἁρπαγμός εἶχε συμβεῖ παλαιότερα στόν δίκαιο Ἐνώχ, γιά τόν ὁποῖο διαβάζουμε στή Γένεση· «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ καί οὐχ εὑρίσκετο ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέ 5,24). Τόσο ἡ μετάθεση τοῦ Ἐνώχ ὅσο καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία βεβαιώνουν ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον πραγματική καί προσωπική ζωή. Ἐπιπλέον, τά περιστατικά αὐτά εἶναι τύποι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς β΄ παρουσίας του στόν κόσμο καί ἐγγυῶνται τή δική μας μέλλουσα ἀνάσταση.
Μία ἐσφαλμένη ἄποψη
Ἡ Παλαιά ἀλλά καί ἡ Καινή Διαθήκη μιλοῦν γιά ἐπάνοδο τοῦ Ἠλία στή γῆ. Ἡ πληροφορία αὐτή νοθεύτηκε ἀπό ἐπινοήματα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὑπάρχει ὁλόκληρη γραμματεία, τά λεγόμενα ἀπόκρυφα κείμενα, πού ἐπιχειροῦν ἄλλοτε νά «συμπληρώσουν τά κενά» τῆς ἁγίας Γραφῆς κι ἄλλοτε νά δώσουν ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ἡ περιέργεια ἐγείρει. Ἀπό τέτοια κείμενα διαδόθηκε καί ἡ ἄποψη, πού καί σήμερα κυκλοφορεῖ, ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας θά ξαναέλθει στή γῆ λίγο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς ἔχει τό θέμα σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ προφητεία τοῦ Μαλαχία
Στήν ἀρχή τοῦ 3ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ὁ Θεός λέει· «Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου, καί ἐξαίφνης ἥξει εἰς τόν ναόν ἑαυτοῦ Κύριος» (Μα 3,1). Ποιός εἶναι ὁ ἄγγελος γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος δέν λέγεται ἐδῶ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅμως, καθώς καί οἱ Μᾶρκος καί Λουκᾶς στά παράλληλα χωρία (Μρ 1,2· Λκ 1,17), ἐφαρμόζουν τά λόγια τῆς προφητείας στόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή τοῦ Κυρίου Ἰωάννη· «Οὗτός γάρ ἐστι περί οὗ γέγραπται· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου» (Μθ 11,10). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μαλαχίας στό ἑπόμενο κεφάλαιο λέει· «Καί ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ» (Μα 4,4). Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι τό πρόσωπο, πού ἀνώνυμα ἀναφέρθηκε ὡς ἄγγελος στό προηγούμενο κεφάλαιο, ἐδῶ κατονομάζεται. Εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἐπίσης, τό «πρό προσώπου σου (τοῦ Κυρίου)» ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰσοδύναμη ἔκφραση «τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ». Στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἔκφραση αὐτή σημαίνει τήν ἔνδοξη β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅμως σημαίνει τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Μεσσία. Γιά τό λόγο αὐτό ὅλη ἡ ἰουδαϊκή γραμματεία περίμενε ὅτι ὁ Ἠλίας θά προηγηθεῖ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Καί πράγματι, ὁ Ἠλίας ἦρθε. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό, οὔτε καί τόν Ἠλία κατάλαβαν. Ἔτσι περιμένουν ἀκόμη ὅτι θά ἔλθει κάποτε ὁ Ἠλίας, ὅπως περιμένουν καί τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία.
Ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ
Δυστυχῶς ἡ παρανόηση αὐτή παρέσυρε καί πολλούς χριστιανούς. Αὐτοί διακρίνουν τόν ἄγγελο τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ἀπό τόν Ἠλία. Καί ὁ μέν ἄγγελος δέχονται ὅτι εἶναι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, πού ἔζησε στή γῆ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ γιά τόν προφήτη Ἠλία λένε ὅτι θά ξαναέλθει στόν κόσμο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Τί λέει ὅμως γιά ὅλα αὐτά ἡ Καινή Διαθήκη;
Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τή μαρτυρία τῶν τριῶν πρώτων εὐαγγελιστῶν. Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπιμείνω σ' αὐτό πού γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 1ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του. Ἀκοῦμε ἐκεῖ τόν ἄγγελο πού ἀπεστάλη στόν Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου, νά τοῦ λέει γιά τό παιδί πού θά γεννηθεῖ· «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι κάι δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπί τέκνα καί ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαόν κατεσκευασμένον» (Λκ 1,17). Ἀποδίδει δηλαδή στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τό ἔργο πού κατά τήν προφητεία τοῦ Μαλαχία θά ἐπιτελέσει ὁ Ἠλίας. Τό σχετικό χωρίο τῆς προφητείας λέει· «Ὅς (Ἠλίας) ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρός πρός υἱόν καί καρδίαν ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον αὐτοῦ...» (Μα 4,5). Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής ταυτίζει τά δύο πρόσωπα. Ὁ χαρακτηρισμός «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού» σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Ἰωάννης «τήν διάνοιαν ἐπλήρου τήν ἐκείνου (τοῦ Ἠλία)». Ἁπλούστερα τό νόημα τῆς ἐκφράσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση προαναγγέλλεται, θά εἶναι προφήτης τοῦ ὕψους καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἠλία.
Ἐδῶ πρέπει ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι πέφτουν πέρα γιά πέρα ἔξω ἐκεῖνοι πού στό παραπάνω χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου προσπαθοῦν νά στηρίξουν τή μετεμψύχωση καί φαντάζονται ὅτι ὁ Ἠλίας μετεμψυχώθηκε στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ ἑρμηνεία πού ἤδη ἀνέφερα ἀποδεικνύει πόσο πλανεμένος, σαθρός καί αὐθαίρετος εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου
Στίς παραπάνω μαρτυρίες, πού εἶναι ἀρκετές γιά νά πείσουν τόν καθένα ὅτι ὁ Ἠλίας πού θά προηγηθεῖ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής του Ἰωάννης, προστίθεται ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραθέτω στή συνέχεια.
Στό 17ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου οἱ μαθηταί θαμπωμένοι ἀπό τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τῆς ὁποίας μόλις πρίν ἀπό λίγο εἶχαν γίνει μάρτυρες καί ὅπου εἶδαν τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, ρωτοῦν τόν Ἰησοῦ· «Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον;» (Μθ 17,10). Ἡ ἄποψη τῶν γραμματέων, τήν ὁποία μεταφέρουν οἱ μαθηταί, εἶναι ἡ παράδοση πού ἐπικρατεῖ στούς Ἰουδαίους. Πῶς τήν ἀντιμετωπίζει ὁ Ἰησοῦς καί τί τούς ἀπαντᾶ; «Ἠλίας μέν ἔρχεται πρῶτον καί ἀποκαταστήσει πάντα· λέγω δέ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε καί οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ' ἐποίησαν ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ' αὐτῶν. Τότε -σημειώνει ὀ εὐαγγελιστής- συνῆκαν οἱ μαθηταί ὅτι περί Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Μθ 17,12-13· πρβλ. καί Μθ 11,4). Ὁ Κύριος ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπάρχουσα παράδοση. Ἐπιπλέον δέ διευκρινίζει ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἔχει ἔλθει. Τότε οἱ μαθηταί «συνῆκαν», κατάλαβαν πολύ καλά καί δέν τούς ἔμεινε πλέον καμία ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἠλίας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἡ προφητεία καί ἡ παράδοση εἶναι ὁ Ἰωάννης.
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά οὔτε κι ἐμεῖς, νομίζω, ἔχουμε λόγο νά ἀπιστοῦμε στή μαρτυρία τοῦ Κυρίου καί νά περιμένουμε τρίτο ἐρχομό τοῦ Ἠλία.
Ἕνα ἄλλο «ἐπιχείρημα»
Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας βρίσκουν οἱ ὑποστηρικταί τῆς θεωρίας αὐτῆς στό Ἀπ 11,3 καί ἑξῆς. Ἐκεῖ ὁ Κύριος λέει στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι στίς ἔσχατες ἡμέρες «δώσω τοῖς δυσί μάρτυσί μου, καί προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. Οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καί αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι» (Ἀπ 11,3-4). Στή συνέχεια λέγεται γιά τούς μάρτυρες αὐτούς ὅτι «Οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν κλεῖσαι τόν οὐρανόν, ἵνα μή ὑετός βρέχῃ τάς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν. Καί ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπί τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτά εἰς αἷμα καί πατάξαι τήν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐάν θελήσωσι» (Ἀπ 11,6). Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἠλίας κάποτε ἔκλεισε τόν οὐρανό μέ τήν προσευχή του (Γ΄ Βα κεφ. 17-18) καί ὁ Μωυσῆς μετέστρεψε σέ αἷμα τά νερά τοῦ Νείλου (Ἔξ 7,17), λένε ὅτι «αἱ δύο ἐλαῖαι» καί «αἱ δύο λυχνίαι», τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Μωυσῆς. Τούς διαφεύγει ὅμως τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού πολύ συχνά χρησιμοποιεῖ συμβολικές ἐκφράσεις, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δώσουμε μία τέτοια ἑρμηνεία.
* * *
Καταλήγουμε, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι σέ κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν γίνεται λόγος γιά ἐρχομό τοῦ Ἠλία πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἠλίας ἦρθε ἤδη γιά δεύτερη φορά στή γῆ. Προανήγγειλε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τόν ὁποῖο μάλιστα καί ἔδειξε στό λαό. Ἦρθε στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ. Δέν θά τόν ξαναδοῦμε πλέον, παρά μόνο κατά τή μέλλουσα ἀνάσταση καί τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου, μαζί μέ ὅλους τούς δικαίους, μέ τούς ὁποίους θά συναντηθοῦμε.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 108-110
![]() Βέβαια, πολλοί ἐνοχλοῦνται καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ νά σώθηκαν ἐκεῖνοι πού ἔγιναν ἡ ἀφορμή γιά τήν φθορά καί τήν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλά ἡ τοποθέτηση δέν εἶναι σωστή. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρω 5,12). Ὁ Θεός ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο, τόν χώρισε σέ ἄνδρα καί γυναίκα καί ἀπό αὐτό τό πρῶτο ζευγάρι δημιούργησε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό τό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, λοιπόν, κατάγεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί μέσῳ αὐτοῦ διοχετεύθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δέν εἶναι ὅμως ἀμέτοχο στήν ἁμαρτία τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅποιος καί ἄν ἦταν στήν θέση τοῦ Ἀδάμ θά ἁμάρτανε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή -ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι- ἦταν ἁμαρτωλοί. Τό βεβαιώνει καί ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας ὅτι· «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (64,6). Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων καί ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαίων εἶναι ρύπος καί ἀκαθαρσία μπροστά στόν Θεό. Ὅλοι, λοιπόν, μετά τόν θάνατό τους πῆγαν στόν ἅδη φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματά τους. Γιά τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἔκφραση· «τήν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ» (Ρω 3,25). Δέν λέει τήν «ἄφεσιν» τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά τήν «πάρεσιν». Ὑπάρχει μιά λεπτή διαφορά μεταξύ τῶν δύο λέξεων. «῎Αφεσις» εἶναι ἡ συγχώρεση καί ἡ ἐξαφάνιση. «Πάρεσις» εἶναι ὁ παραμερισμός. Τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά παραμέρισε ὁ Θεός. Καί ποῦ τά πῆγε; Σέ μιά τεράστια ἀποθήκη, πού τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνοχή τοῦ Θεοῦ». ῏Ηταν στήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί περίμεναν νά φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἐξαφάνισής τους μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ καθαρτική καί λυτρωτική δύναμη τοῦ παναγίου αἵματός του ἐκτοξεύθηκε στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον. Προϋπόθεση γιά νά ἐνεργήσει λυτρωτικά τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μέ τήν εἰς ἅδου κάθοδό του ὁ Κύριος ἔδωσε καί στούς κεκοιμημένους, στούς ἀπ᾽ αἰώνων νεκρούς, τήν εὐκαιρία νά μετανοήσουν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά «ἐν φυλακῇ» πνεύματα (3,19-20). Μνημονεύει μάλιστα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρά τήν ἀπείθεια καί τήν διαφθορά πού ἔδειξαν ὅταν ζοῦσαν στήν γῆ, ὁ Κύριος κήρυξε καί σ᾽ αὐτούς καί ἀσφαλῶς κάποιοι πίστεψαν καί δικαιώθηκαν. Ἀναμφίβολα ὅμως ἐκεῖνοι πού πρῶτοι - πρῶτοι δικαιώθηκαν ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλότροπα ἡ πατερική θεολογία καί ἡ πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο προβάλλει αὐτή τήν ἀλήθεια. Παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν ἅδη κρατώντας μέ τό ἕνα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα. ῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρῶτοι τούς ὁποίους λύτρωσε ὁ Κύριος, ἀποτελοῦν συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας. Ἄν ὁ Δαυΐδ μετανοημένος ἔλεγε «λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψα 6,7), σκεφθήκαμε ποιά νά ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας; Μετά τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, κάθισαν ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο καί σπαρακτικά θρηνοῦσαν: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα!». Κι ὅταν ἦλθαν ἀντιμέτωποι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀθώου καί ἀγαπημένου ῎Αβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τό ἴδιο τους τό παιδί, τόν Κάιν, ζωντάνευσε ἀναμφίβολα στήν θύμησή τους ἡ δική τους ἀποστασία, ἡ ἀναρχικότητά τους. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, πού συμπλήρωσαν ἑκατοντάδες χρόνια πάνω στήν γῆ, ἦταν ζωή μετανοίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἰσόβια μετάνοιά τους οἱ πρωτόπλαστοι, πού ἔγιναν ἀφορμή νά κατρακυλήσει στήν φθορά καί στόν θάνατο ὅλο τό γένος μας, πέτυχαν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τι 2,4). Ζητᾶ ὅμως ἀπό μᾶς, ὅπως καί ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τήν μετάνοιά μας. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 108-109
|
Στέργιος Ν. Σάκκος Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44 |
Μελετώντας τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ, καθώς συμπλέκονται μέ τήν δική μας ἱστορία, μποροῦμε καλύτερα νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί βαθύτερα νά χαροῦμε τήν πίστη μας. Κι ὅταν κάποιες φορές προβάλλουν σημεῖα πού ἐμποδίζουν τάχα τήν ἱστορική κατοχύρωση τῶν γεγονότων, μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε νά τά παρατρέξουμε φοβισμένα μέ τήν ἀνυπόστατη αἰτολογία «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Ὄχι! Ἡ πίστη μας πού ἱστορεῖται στήν ἁγία Γραφή δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα!
Ἕνα σημεῖο πού φαίνεται ὅτι παρακωλύει τήν ὁμαλή ἐξιστόρηση τῶν πραγμάτων καί σαλεύει τήν ἁρμονία τῶν εὐαγγελίων συνδέεται μέ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου καί μέ τήν σφαγή τοῦ Ἡρώδη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ὁ καθορισμένος ἀπό τόν νόμο, ἡ Παρθένος καί ὁ Ἰωσήφ «ἀνήγαγον» τό βρέφος Ἰησοῦ «εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λκ 2,22). Ὁ Ματθαῖος ἐξ ἄλλου μᾶς παραδίδει ὅτι ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων, πού ἦρθαν νά προσκυνήσουν τόν «τεχθέντα βασιλέα», ὁ Ἰωσήφ μέ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου πῆρε «τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» καί ἔφυγε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης «ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν» καί ἔδωσε ἐντολή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω (Μθ 2,13-18). Εὔλογη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἀπορία: Πότε πῆγε στόν Ναό ὁ Ἰησοῦς καί πῶς συμβιβάζεται ἡ διήγηση τοῦ Ματθαίου μέ ἐκείνην τοῦ Λουκᾶ;
Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο διηγήσεων βοηθᾶ νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα καί δείχνει ὅτι καμία ἀντίφαση δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, μετά τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» καί τήν θαυμαστή παρουσία πλήθους «στρατιᾶς οὐρανίου», πού δοξολογοῦσε τόν Θεό, «οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες» ἦρθαν στήν Βηθλεέμ, ὅπου βρῆκαν τήν Παρθένο μαζί μέ τόν Ἰωσήφ «καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λκ 2,8-20). Ὅλα αὐτά συνέβησαν τό βράδυ τῆς Γεννήσεως. Στήν συνέχεια ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Ναό.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Γεννήσεως, κάνει λόγο γιά τήν προσκύνηση τῶν μάγων, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἦταν ἡγέτες τῶν ἀνατολικῶν λαῶν Χαλδαίων, Βαβυλωνίων, Περσῶν κτλ., ἀσχολοῦνταν δέ μέ τήν μελέτη τῶν ἄστρων, καί διά τοῦ ἄστρου τούς κάλεσε ὁ Θεός. Δέν ξέρουμε τόν συγκεκριμένο τόπο καταγωγῆς καί διαμονῆς τους. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ μάγοι δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν πατρίδα τους ἀμέσως μόλις εἶδαν τό ἄστρο. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος ὥσπου νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, νά ἑτοιμάσουν τά δῶρα καί τίς ἀποσκευές, τούς δούλους πού θά τούς συνόδευαν. Ὅταν τό καραβάνι τους ἔφθασε στήν Ἰερουσαλήμ καί παρουσιάσθηκαν στόν Ἡρώδη γιά νά ζητήσουν ἀπό αὐτόν πληροφορίες γιά τόν νεογέννητο βασιλιά, εἶχε περάσει καιρός ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁπωσδήποτε ἀρκετοί μῆνες. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν διαταγή τοῦ Ἡρώδη νά σφαγοῦν τά παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ἴσως εἶχε περάσει κι ἕνας χρόνος. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι δέν ἦρθαν στό σπήλαιο νά προσκυνήσουν τόν Χριστό, ἀλλά «ἐν τῇ οἰκίᾳ», ὅπου στό μεταξύ εἶχε μεταφερθεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια. Ἤδη στό διάστημα αὐτό, πού δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη οἱ ἄγριες διαθέσεις τοῦ Ἠρώδη, μποροῦσαν ἄφοβα ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία νά τελέσουν τήν ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Αὐτό τό περιστατικό ἱστορεῖ ὁ Λουκᾶς στό 2,22-38. Ἡ προσκύνηση τῶν μάγων καί ἡ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη, πού διηγεῖται ὁ Ματθαῖος στό 2ο κεφ. τοῦ εὐαγγελίου του, συνέβησαν ἀργότερα.
Ὅτι σ' ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ματθαίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Κατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου φαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ εἶχε σκοπό νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Βηθλεέμ καί γι' αὐτό παρέμεινε ἐκεῖ μετά τήν ἀπογραφή. Ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό σχέδιο καί τόν στέλνει μαζί μέ τήν Πρθένο καί τόν Ἰησοῦ στήν Αἴγυπτο. Καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί πάλι ὁ Ἰωσήφ στήν Ἰουδαία κατευθύνεται, ἀλλά καί πάλι ὁ Θεός μέ ὄνειρο τόν καθοδηγεῖ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ναζαρέτ, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Μθ 2,23).
Δέν διαφωνοῦν λοιπόν μεταξύ τους οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές. Εὔστοχα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρατηρεῖ: «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε εὐαγγελιστής συνυφαίνει ἔτσι τήν ἀφήγησή του, ὥστε ἡ σειρά τῶν γεγονότων νά φαίνεται ὅτι εἶναι διευθετημένη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν παραλείπει τίτοτε». Ἔτσι κάθε εὐαγγέλιο ἔχει τήν αὐτοτέλειά του, ἀλλά καί ἡ παράλληλη μελέτη ὅλων μᾶς δίνει τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 46 (1991) 27-28