Super User

Super User

agioi  Μία ὑπερκόσμια, μεγαλειώδης παρέλαση προβάλλει στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶναι ἡ στρατιά τῶν ἁγίων μας, πού παρελαύνει θριαμβευτικά μπροστά στό θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν καμαρώνουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, τή χειροκροτεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ἀλλά καί τά βλέμματα ἐκείνων πού ἐπιμένουν νά μή συμβιβάζονται μέ τό πεπερασμένο, πού παραμένουν λάτρεις τοῦ Θεοῦ καί νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ, στυλώνονται θαυμαστικά στήν ὑπερκόσμια παρέλαση τῶν ἁγίων.
 Πρώτη ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί πίσω της ὁ τίμιος Πρόδρομος, οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ πατέρες, οἱ διδάσκαλοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες· οἱ ἅγιοι τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλά καί τῶν ἡμερῶν μας, ὅλοι μαζί συναπαρτίζουν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καί μετέχουν στήν ὑπερκόσμια παρέλαση. Εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ συνεργάτες του στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός, πού ἐκ τοῦ μηδενός ἔπλασε τά σύμπαντα καί μόνος του ἔκανε τά πάντα «καλά λίαν», γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ πεσμένου κόσμου ζήτησε καί χρησιμοποίησε τή συνεργασία τῶν ἀνθρώπων:

  •  Δανείσθηκε ὁ ἄυλος Θεός τήν ἀνθρώπινη σάρκα ἀπό τήν Παναγία Παρθένο, γιά νά γίνει Θεάνθρωπος. Καί κατέστησε τή Μητέρα του τόν πρῶτο θεωμένο ἄνθρωπο, τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, τό νδαλμα καί πρότυπο τῶν ἐν Χριστῷ λυτρωμένων.

 Ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους θαυμάζουμε καί τιμοῦμε, ἀναγνωρίζοντάς τους τήν ἰδιότητα τοῦ ἁγίου, κάτι ἔχουν προσφέρει γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ:

  •  Τόν ἱδρώτα, τόν κόπο, τήν ἀγωνία καί τήν ὅλη προσπάθειά τους οἱ ἀπόστολοι καί ἱεραπόστολοι, πού ἀγωνίσθηκαν, γιά νά σπείρουν τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλη τή γῆ.
  •  Τό αἷμα τους οἱ μάρτυρες, πού πότισαν μέ αὐτό τό δένδρο τῆς πίστεως καί στερέωσαν καί ἅπλωσαν μέσα στόν κόσμο τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
  •  Τό μελάνι τῶν φωτισμένων συγγραμμάτων τους οἱ πατέρες. Μέ τή σοφή διδαχή τους ὁδήγησαν τίς ψυχές στό φῶς τῆς ἀλήθειας. Μέ τόν ἀγώνα τους κράτησαν ἀλώβητη ἀπό τίς αἱρετικές κακοδοξίες τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσα» πίστη, γιά νά τήν κληροδοτήσουν στίς ἐπερχόμενες γενεές ἀκέραιη καί ζωντανή.
  •  Τό δάκρυ τῆς μετάνοιας ὅλοι. Μέ τή συγκλονιστική μετάνοια ἄλλαξαν ζωή οἱ ἁμαρτωλοί, ἀποδέχθηκαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν ἅγιοι. Μέ τή διά βίου μετάνοια ἔλαμψαν οἱ ἀσκητές καί «ἐγεώργησαν τῆς ἐρήμου τό ἄγονον».

 Ἁγιασμένοι ἀπό τή μετάνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι ἔγιναν οἱ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ποιό νόημα θά εἶχαν οἱ ἑκατόμβες τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Γιά ποιό λόγο θά ὑπέμεναν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως δουλαγωγώντας τό σῶμα καί ὑποτάσσοντάς το στίς προσταγές τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἅγιοι μαρτυροῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν ἀναστημένη ζωή τους, τήν ὁποία πολλοί ἀπό αὐτούς ἐπισφράγισαν μέ τό μαρτύριο. Τήν ὑπογράφουν μέ τά τίμια λείψανά τους, αὐτή τήν ἀκλόνητη μαρτυρία τῆς ἀφθαρτοποίησης τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
 Εἶναι οἱ ἅγιοι τό ζωντανό καί ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τους ἀποδεικνύει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἀνεφάρμοστη οὐτοπία ἀλλά μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Ὅσο ἀκατάληπτα κι ἄν ἠχοῦν στά αὐτιά τῆς παραστρατημένης κοινωνίας μας ἔννοιες ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ θυσία, καί ὅλα τά μεγάλα καί ὑψηλά πού κηρύττει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀνεδαφικά καί ἀνεφάρμοστα. Τά ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοί μας. Μποροῦμε καί ὀφείλουμε νά τά ἐφαρμόσουμε καί ἐμεῖς, ὅσοι ἀναγνωρίζουμε ὡς λόγο Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο.
 Εἶναι ἀκόμη οἱ ἅγιοι ἐγγύηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά νικήσει. Ὅσο κι ἄν μαίνεται ὁ ἀντίθεος κόσμος, ὅσο κι ἄν λυσσομανᾶ ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, ὅσο κι ἄν θριαμβολογοῦν οἱ σκοτεινές δυνάμεις, ἡ νίκη ἀνήκει στήν πίστη. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως ὑπῆρχαν καί στά χρόνια τῶν ἁγίων καί τούς πολέμησαν λυσσαλέα. Τούς ταλαιπώρησαν καί τούς κακοποίησαν μέ κάθε τρόπο, μά τελικά οἱ διῶκτες ὁμολόγησαν τήν ἥττα τους, καί ἡ πίστη τῶν ἁγίων θριάμβευσε.
 Μέ δεδομένη τή δική τους καταξίωση οἱ ἅγιοι στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία μας γιά τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ ἔμπειροι διαβάτες, πού ἀκολουθώντας τά χνη τοῦ Χριστοῦ ἔφθασαν νικητές στό οὐράνιο τέρμα. Αὐτοί ξέρουν καί μποροῦν νά μᾶς κατευθύνουν ἀλάνθαστα. Μποροῦν νά γίνουν τό κριτήριο τῆς πίστεως καί ἡ λυδία λίθος γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Καί εἶναι τόσο προσιτοί σέ ὅλα τά φύλα, σέ ὅλες τίς ἡλικίες, σέ ὅλες τίς φυλές , καί σέ ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Στή χορεία τους καταλέγονται ἄνδρες καί γυναῖκες, σεβάσμιοι γέροντες καί μικρά παιδιά καί ἔφηβοι. Ἄνθρωποι ἀπ᾿ ὅλα τά ἐπαγγέλματα: πάμπλουτοι ἄρχοντες, ἐπιφανεῖς ἀξιωματοῦχοι, ἔνδοξοι στρατηγοί, φημισμένοι ἐπιστήμονες ἀλλά καί φτωχοί, ἄσημοι καί ἀγράμματοι πού θάμπωσαν τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ἁγιότητά τους. Ὑπάρχουν ἅγιοι ἁγιασμένοι ἀπό τήν ὥρα πού συνελήφθησαν στά σπλάχνα τῆς μάνας τους καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι κυλίσθηκαν στό βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καί πληγώθηκαν κατάστηθα ἀπό τά βέλη της, τελικά ὅμως ἀνένηψαν καί ἀναδείχθηκαν ἅγιοι.
 Εἶναι σφάλμα σοβαρό νά βγάζουμε τούς ἁγίους ἔξω ἀπό τό χῶρο μας, νά τούς τοποθετοῦμε σέ ἕνα βάθρο ἀπροσπέλαστο καί συνήθως ἀδιάφορο γιά τόν κοινό ἄνθρωπο. Στέκουν κοντά, πολύ κοντά μας οἱ ἅγιοι καί μεσιτεύουν στόν Κύριο γιά μᾶς. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως παρουσιάζεται μία θαυμάσια εἰκόνα: Μπροστά στό θρόνο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ φθάνει ὡς θυμίαμα ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἑνώνεται μέ τήν προσευχή τῶν «πεπελεκημένων» μαρτύρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀκατάπαυστα κραυγάζουν πρός τόν Κύριο ζητώντας τήν παρέμβασή του.
 Οἱ ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί οἱ δικοί μας καλοί φίλοι. Μᾶς παραστέκουν στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς συμβουλεύουν, μᾶς ἐνθαρρύνουν καί μᾶς ἐμπνέουν. Μετάνοια καί πίστη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, προσπάθεια καί ἀγώνας ἀκατάπαυστος γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μήνυμά τους γιά μᾶς. Κι ὅταν σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα ἀποκάμουμε, μήν ξεχνοῦμε πώς οἱ ἅγιοι ἀναφέρουν στόν Κύριο τά αἰτήματά μας. Ἄν εἶναι τιμή καί χαρά νά ἔχεις ἕναν φίλο, ἕναν δικό σου ἄνθρωπο στή Βουλή, καί σοῦ δίνει θάρρος ἡ σκέψη ὅτι αὐτός θά ὑποστηρίξει τά θέματά σου, πόσο μεγαλύτερη χαρά, τιμή καί ἄνεση εἶναι ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων! Μᾶς ἐκπροσωποῦν στή «Βουλή» τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦν τόν ἀγώνα μας σ᾿ αὐτή τή ζωή, περιμένοντας νά χαροῦμε μαζί τους τή δόξα τοῦ παραδείσου.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 124-125
Τετάρτη, 09 Ιούλιος 2014 03:00

Γνωριμία μέ τό Ψαλτήρι

  Τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στά διδακτικά βιβλία τοῦ κανόνα τῆς Π. Διαθήκης κατέχει τό βιβλίο πού ὀνομάζεται Ψαλτήρ ἤ Ψαλτήριον ἤ Βίβλος Ψαλμῶν ἤ Ψαλμοί. Εἶναι μιά συλλογή 150 θρησκευτικῶν ποιημάτων μέ περιεχόμενο πότε δοξολογικό καί εὐχαριστιακό, ἄλλοτε θρηνητικό καί κατανυκτικό καί ἄλλοτε διδακτικό καί προφητικό.
  Ἡ κεντρική ἰδέα ὅλου τοῦ βιβλίου συνοψίστηκε πολύ εὔστοχα ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο καθηγητή Π. Τρεμπέλα σέ μία φράση: «Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος κατενώπιον τοῦ Θεοῦ».
dabid Ὁ συγγραφέας του: Ὁ μεγαλύτερος ὄγκος αὐτῶν τῶν ποιημάτων εἶναι δημιουργήματα τοῦ θεόπνευστου προφητάνακτος Δαβίδ, ἀλλά καί οἱ ἐλάχιστοι ψαλμοί πού δέν ἀποδίδονται σ᾿ αὐτόν ἔχουν γραφεῖ κατά ἀπομίμηση τῶν δικῶν του, ἀπό ποιητές τρόπον τινά μαθητές τοῦ Δαβίδ. Ἔτσι δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια ἡ γνώμη τοῦ Χρυσοστόμου καί ἄλλων Πατέρων ὅτι ὁ Δαβίδ εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ Ψαλτηρίου καί δικαιολογεῖται ἡ ὀνομασία μέ τήν ὁποία ἐπικράτησε τό βιβλίο: Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ.
 Ἡ χρήση του: Τούς Ψαλμούς, ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους, τούς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι στή λατρεία τους. Ἡ ἀπαγγελία τους συνοδευόταν συνήθως ἀπό τό ψαλτήριο, ἔγχορδο μουσικό ὄργανο, πιθανόν κάτι παρόμοιο μέ τή γνωστή ἅρπα.
 Στήν ἐποχή τῆς Κ. Διαθήκης ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἀργότερα οἱ ἀπόστολοι στό κήρυγμά τους συχνά ἀνατρέχουν στούς Ψαλμούς. Ἐπίσης οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης χρησιμοποιοῦν τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. Σέ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη βρίσκουμε περίπου 400 μέ 500 παραθέματα ἀπό τήν Παλαιά. Τά μισά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι στίχοι τοῦ Ψαλτηρίου.
 Στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης διαβάζεται περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία ὄχι μόνο τῆς Παλαιᾶς ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἤδη οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν συχνή χρήση τῶν ψαλμῶν καί μάλιστα τῶν μεσσιακῶν, αὐτῶν δηλαδή πού περιεῖχαν προφητεῖες γιά τήν ἔλευση, τή ζωή, τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν «φωνή τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «σφόδρα αὐτῇ ἐν ἐκκλησίᾳ Κυρίου ταῦτα ψάλλουσιν εἰς ὑπακοήν τοῦ λαοῦ».
 Μέ ἰδιαίτερο ζῆλο χρησιμοποιοῦσαν τό Ψαλτήρι οἱ μοναχοί, ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν δεύτερο κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τίθεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή χειροτονία εἰς ἐπίσκοπον ἡ γνώση τοῦ Ψαλτηρίου ἀπό τόν ὑποψήφιο.
 Μάθαιναν καί ἀποστήθιζαν ψαλμούς ὄχι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, ἀλλά καί οἱ πιστοί καί τούς ἔψαλλαν σέ διάφορες περιστάσεις τῆς ἰδιωτικῆς τους ζωῆς. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ χαρακτηριστικά ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ὀνομαστικά τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, γνώριζαν ὅμως ἀπ᾿ ἔξω κάποιους ψαλμούς.
 Ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ἐκφώνηση τῶν ψαλμῶν γινόταν στήν Ἐκκλησία μέ τρεῖς τρόπους: 1) Ἕνα πρόσωπο ἀπήγγειλε τόν ψαλμό (μονοφωνικά). 2) Δύο χοροί ἀπήγγειλαν ἐναλλάξ (ἀντιφωνικά). 3) Δύο ἤ καί περισσότεροι χοροί ἀπήγγειλαν ταυτόχρονα τόν ψαλμό (πολυφωνικά). Ἡ ἀπαγγελία γινόταν «ἐμμελῶς», ἀλλά μέ τρόπο πού νά μποροῦν ὅλοι νά συναπαγγέλλουν.
  Ἀπό τίς πρῶτες συνάξεις τῶν χριστιανῶν ἡ παράδοση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ψαλτηρίου ἔφτασε μέχρι τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι ἦταν τά πρῶτα βιβλία πού μάθαιναν νά διαβάζουν τά Ἑλληνόπουλα. Γι᾿ αὐτό καί στήν περίοδο ἐκείνη ἔγιναν πολλές ἐκδόσεις του. Ἀπό τό 1486 ὥς τό 1821 ἐκδόθηκε περισσότερες ἀπό 45 φορές. Τήν δια ἐποχή ἐκδίδονται ἐπίσης καί πολλές μεταφράσεις τοῦ Ψαλτηρίου.
Βενιαμίν
Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 298-299
 
 
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Δύο ἐμπόδια

Ἡ ἀπορία
megas arxiereus Στήν ἀρχή τοῦ 12ου κεφαλαίου τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς ὁ ἀπόστολος προτρέπει τούς πιστούς νά ἀτενίζουν πρός τόν «ἀρχηγόν καί τελειωτήν τῆς πίστεως Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί τῆς ἐμπνεύσεως γιά τόν ἀγώνα αὐτῆς τῆς ζωῆς πού τερματίζεται στόν οὐρανό. Ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς περιμένει καθήμενος στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ὑπάρχουν ὅμως δύο ἐμπόδια πού παρεμβάλλονται σ᾿ αὐτή τήν πορεία καί πρέπει νά ξεπερασθοῦν. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν» (Ἑβ 12,1). Ἀντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ σημαντικό ἐμπόδιο στήν πνευματική πορεία τοῦ πιστοῦ. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται ὡς «εὐπερίστατος»; Ἐπιπλέον, ποιός εἶναι ὁ «ὄγκος», τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος, καί πῶς αὐτός ἐμποδίζει τήν πνευματική ζωή;
Προϋποθέσεις ἀνυψώσεως
 Στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο, τό 11ο τῆς Ἐπιστολῆς, γίνεται ἀναφορά στήν πίστη. Μνημονεύεται ἐπίσης ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού διακρίθηκαν γιά τήν πίστη τους. Ὅλοι αὐτοί ἀποτελοῦν τό «περικείμενον νέφος μαρτύρων», ἕνα σύννεφο πού μᾶς περιβάλλει καί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ στά οὐράνια. Γιά τήν ἀνύψωση ὅμως αὐτή ἀπαιτεῖται καί ἡ συνεργασία τοῦ πιστοῦ. Αὐτή συνίσταται σέ δύο πράγματα: α) Νά εἶναι ἀνάλαφρος, χωρίς κάποιο βάρος πού νά τόν καθηλώνει στή γῆ, καί β) νά παραμένει ἀδέσμευτος ἀπό τίς παγίδες πού τόν ρίχνουν στό χῶμα. Βάρος στήν περίπτωσή μας εἶναι ὁ ὄγκος καί παγίδες ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μάλιστα χαρακτηρίζεται εὐπερίστατος, διότι εὔκολα μᾶς περιβάλλει καί μᾶς καταβάλλει.
Σάν τόν ἀετό
 Ποιός δέν γνωρίζει πόσο εὔκολα «τά μάτια δελεάζονται, τ᾿ αὐτιά καταθέλγονται, ἡ ἁφή γαργαλίζεται, ἡ γλώσσα γλιστρᾶ κι ὁ λογισμός ἔχει ἔντονη τή ροπή πρός τό κακό», ὅπως σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος;
 Πολλοί παθαίνουν συχνά τό πάθημα τοῦ ἀετοῦ: Τό δυνατό πουλί διέκρινε στόν ποταμό ἕνα ψοφίμι. Ὅρμησε, λοιπόν, ἔμπηξε τά νύχια του στή λεία καί ἐπιδόθηκε στήν ἀπόλαυση τοῦ φαγητοῦ, χωρίς νά νοιάζεται πού παρασύρεται ἀπό τό ρεῦμα. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στά δυνατά φτερά του. Πολλές φορές χάρη σ᾿ αὐτά ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν κίνδυνο. Πράγματι, τό ρεῦμα πλησίασε στούς καταρράκτες μεταφέροντας στήν ὁρμή του τόν ἀετό προσηλωμένο στό ψοφίμι. Μόλις τό ἀντιλήφθηκε ἐκεῖνος, ἄνοιξε διάπλατα τίς φτεροῦγες του, γιά νά πετάξει ψηλά, ὅπως συνήθιζε. Τοῦ κάκου, ὅμως! Μπηγμένα στό πτῶμα τά νύχια του εἶχαν παγώσει κι εἶχαν συνδεθεῖ ἀναπόσπαστα μαζί του. Ἔτσι, ἀκολούθησε τήν πορεία τοῦ πτώματος· συντρίφθηκε στήν ὁρμή τοῦ καταρράκτη. Πόσες ψυχές δέν συντρίβονται καθημερινά περιπλεγμένες στά δίχτυα τῆς εὐπερίστατης ἁμαρτίας, πού ἑλκύει καί δελεάζει τά θύματά της, γιά νά τά ὁδηγήσει τελικά στόν πνευματικό θάνατο!
Ἐπιτυχίες καί καυχήματα
 Τό ἄλλο ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, εἶναι ὁ ὄγκος. Ἔτσι ὀνομάζει τό βάρος τῶν βιοτικῶν πραγμάτων καί φροντίδων, πού χαυνώνουν τήν ψυχή καί τήν παραδίδουν στή ραθυμία. Μιλᾶ μάλιστα γιά «πάντα ὄγκον». Εἶναι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «πάντα τά ἀνθρώπινα», ὅλα τά κατορθώματα καί καυχήματα πού δίνουν στόν ἄνθρωπο μία κακῶς νοουμένη αὐτοπεποίθηση καί τόν γεμίζουν μέ ὑπερηφάνεια καί ἔπαρση.
 Ἀσφαλῶς οἱ ἑβραῖοι παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τήν ἀπειλή τοῦ ὄγκου. Καθώς προέρχονταν ἀπό τόν ἐκλεκτό καί περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι μποροῦν νά μεταλλάξουν τή θεϊκή δωρεά σέ ἐθνικό τους προνόμιο. Συμπεριφέρονταν σάν «χαϊδεμένα παιδιά» τοῦ Θεοῦ. Καμάρωναν καί καυχῶνταν μέ τή συνείδηση πώς αὐτοί εἶναι οἱ ἐκλεκτοί κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν ἀξίζουν τίποτε. Αὐτή τή φαρισαϊκή νοοτροπία ἤλεγξε σκληρά καί ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι οὔτε οἱ ἴδιοι ἀξιοποιοῦσαν τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τούς ἄλλους ἐμπόδιζαν νά τίς ἀποκτήσουν.
 Δέν ἀποτελεῖ, λοιπόν, μόνο ἡ ἁμαρτία καί ἡ πτώση ἐμπόδιο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπόδιο μεγάλο καί ὕπουλο εἶναι καί οἱ ἐπιτυχίες, τά κατορθώματα, τά προνόμια καί τά θετικά στοιχεῖα, πού μπορεῖ κάποιος νά διαθέτει. Ἐφόσον αὐτονομεῖται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον θεωρεῖ καί προβάλλει ὡς προσωπικά του ἐπιτεύγματα τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, κινδυνεύει νά καταπλακωθεῖ κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὄγκου.
 Σοφά οἱ ἅγιοι πατέρες ἐπισημαίνουν ὅτι, ἐνῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα μᾶς καταβάλλουν ὅταν ἀμελοῦμε τόν πνευματικό ἀγώνα, ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς προσβάλλει ὅταν ἐπιτυγχάνουμε καί προοδεύουμε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε, καί μάλιστα στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στόν κίνδυνο τῆς ἐπάρσεως καί μᾶς προτρέπει νά ταπεινοφρονοῦμε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 114-115
Παρασκευή, 19 Νοέμβριος 2021 03:00

Ἡ ἀγαθή μερίδα

 Christ-In-The-House-Of-Martha-And-Mary Φιλοξενούμενος ὁ Κύριος στήν Βηθανία, ἕνα προάστιο τῶν Ἰεροσολύμων, στό γνωστό καί φιλικό σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου -ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας, Σίμων ὁ λεπρός (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3), εἶχε πεθάνει- ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία γιά νά διδάξει τούς παρευρισκομένους. Ἡ Μάρθα ὡς οἰκοδέσποινα καταγίνεται μέ τήν περιποίηση τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῶ ἡ μικρότερη ἀδελφή της, Μαρία, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει μέ προσοχή τήν διδασκαλία του (Λκ 10,39). Αὐτό ἐνόχλησε τήν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περί πολλήν διακονίαν», καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα τῆς φιλοξενίας. Πιθανόν ἑτοίμαζε πλούσιο τραπέζι μέ πολλά φαγητά, πού μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται στόν Κύριο πού δίδασκε καί κάνει τά παράπονά της· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει». Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι ἡ Μάρθα δέν ἀπευθύνεται στήν ἀδελφή της ἀλλά στόν Κύριο. Στό παράπονο τῆς Μάρθας ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λκ 10,41-42). Σ᾿ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἑστιάζεται ἡ ἀπορία μας.
 Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
 Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν ἴδια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία.
 Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία.
 Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28).
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008 ) 212-213

 
 
Κυριακή, 19 Ιούλιος 2015 03:00

Θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας;

Προφητικός τύπος

  profitis ilias  Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας δέν εἶδε θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό, μπροστά στά μάτια τοῦ μαθητοῦ του Ἐλισαίου· «Καί ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καί ἐλάλουν· καί ἰδού ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διέστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων καί ἀνελήφθη Ἠλιού ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ΄ Βα 2,11). Ποῦ ἀκριβῶς πῆγε καί τί ἔγινε ὁ προφήτης, δἐν ἀναφέρεται στό ἱερό κείμενο. Γιά τό λόγο αὐτό καί δέν ἔχουμε δικαίωμα νά κάνουμε αὐθαίρετες ὑποθέσεις γιά τά μετά τόν ἁρπαγμό τοῦ Ἠλία. Πολύ περισσότερο, δέν μποροῦμε νά συμπληρώσουμε τήν ἱστορία του μέ τή φαντασία μας.

    Ἕνας παρόμοιος ἁρπαγμός εἶχε συμβεῖ παλαιότερα στόν δίκαιο Ἐνώχ, γιά τόν ὁποῖο διαβάζουμε στή Γένεση· «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ καί οὐχ εὑρίσκετο ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέ 5,24). Τόσο ἡ μετάθεση τοῦ Ἐνώχ ὅσο καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία βεβαιώνουν ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον πραγματική καί προσωπική ζωή. Ἐπιπλέον, τά περιστατικά αὐτά εἶναι τύποι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς β΄ παρουσίας του στόν κόσμο καί ἐγγυῶνται τή δική μας μέλλουσα ἀνάσταση.

Μία ἐσφαλμένη ἄποψη

    Ἡ Παλαιά ἀλλά καί ἡ Καινή Διαθήκη μιλοῦν γιά ἐπάνοδο τοῦ Ἠλία στή γῆ. Ἡ πληροφορία αὐτή νοθεύτηκε ἀπό ἐπινοήματα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὑπάρχει ὁλόκληρη γραμματεία, τά λεγόμενα ἀπόκρυφα κείμενα, πού ἐπιχειροῦν ἄλλοτε νά «συμπληρώσουν τά κενά» τῆς ἁγίας Γραφῆς κι ἄλλοτε νά δώσουν ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ἡ περιέργεια ἐγείρει. Ἀπό τέτοια κείμενα διαδόθηκε καί ἡ ἄποψη, πού καί σήμερα κυκλοφορεῖ, ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας θά ξαναέλθει στή γῆ λίγο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου.

    Ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς ἔχει τό θέμα σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ προφητεία τοῦ Μαλαχία

    Στήν ἀρχή τοῦ 3ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ὁ Θεός λέει· «Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου, καί ἐξαίφνης ἥξει εἰς τόν ναόν ἑαυτοῦ Κύριος» (Μα 3,1). Ποιός εἶναι ὁ ἄγγελος γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος δέν λέγεται ἐδῶ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅμως, καθώς καί οἱ Μᾶρκος καί Λουκᾶς στά παράλληλα χωρία (Μρ 1,2· Λκ 1,17), ἐφαρμόζουν τά λόγια τῆς προφητείας στόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή τοῦ Κυρίου Ἰωάννη· «Οὗτός γάρ ἐστι περί οὗ γέγραπται· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου» (Μθ 11,10). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μαλαχίας στό ἑπόμενο κεφάλαιο λέει· «Καί ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ» (Μα 4,4). Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι τό πρόσωπο, πού ἀνώνυμα ἀναφέρθηκε ὡς ἄγγελος στό προηγούμενο κεφάλαιο, ἐδῶ κατονομάζεται. Εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἐπίσης, τό «πρό προσώπου σου (τοῦ Κυρίου)» ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰσοδύναμη ἔκφραση «τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ». Στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἔκφραση αὐτή σημαίνει τήν ἔνδοξη β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅμως σημαίνει τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Μεσσία. Γιά τό λόγο αὐτό ὅλη ἡ ἰουδαϊκή γραμματεία περίμενε ὅτι ὁ Ἠλίας θά προηγηθεῖ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Καί πράγματι, ὁ Ἠλίας ἦρθε. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό, οὔτε καί τόν Ἠλία κατάλαβαν. Ἔτσι περιμένουν ἀκόμη ὅτι θά ἔλθει κάποτε ὁ Ἠλίας, ὅπως περιμένουν καί τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία.

Ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ

    Δυστυχῶς ἡ παρανόηση αὐτή παρέσυρε καί πολλούς χριστιανούς. Αὐτοί διακρίνουν τόν ἄγγελο τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ἀπό τόν Ἠλία. Καί ὁ μέν ἄγγελος δέχονται ὅτι εἶναι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, πού ἔζησε στή γῆ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ γιά τόν προφήτη Ἠλία λένε ὅτι θά ξαναέλθει στόν κόσμο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Τί λέει ὅμως γιά ὅλα αὐτά ἡ Καινή Διαθήκη;

    Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τή μαρτυρία τῶν τριῶν πρώτων εὐαγγελιστῶν. Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπιμείνω σ' αὐτό πού γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 1ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του. Ἀκοῦμε ἐκεῖ τόν ἄγγελο πού ἀπεστάλη στόν Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου, νά τοῦ λέει γιά τό παιδί πού θά γεννηθεῖ· «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι κάι δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπί τέκνα καί ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαόν κατεσκευασμένον» (Λκ 1,17). Ἀποδίδει δηλαδή στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τό ἔργο πού κατά τήν προφητεία τοῦ Μαλαχία θά ἐπιτελέσει ὁ Ἠλίας. Τό σχετικό χωρίο τῆς προφητείας λέει· «Ὅς (Ἠλίας) ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρός πρός υἱόν καί καρδίαν ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον αὐτοῦ...» (Μα 4,5). Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής ταυτίζει τά δύο πρόσωπα. Ὁ χαρακτηρισμός «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού» σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Ἰωάννης «τήν διάνοιαν ἐπλήρου τήν ἐκείνου (τοῦ Ἠλία)». Ἁπλούστερα τό νόημα τῆς ἐκφράσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση προαναγγέλλεται, θά εἶναι προφήτης τοῦ ὕψους καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἠλία.

    Ἐδῶ πρέπει ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι πέφτουν πέρα γιά πέρα ἔξω ἐκεῖνοι πού στό παραπάνω χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου προσπαθοῦν νά στηρίξουν τή μετεμψύχωση καί φαντάζονται ὅτι ὁ Ἠλίας μετεμψυχώθηκε στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ ἑρμηνεία πού ἤδη ἀνέφερα ἀποδεικνύει πόσο πλανεμένος, σαθρός καί αὐθαίρετος εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου

    Στίς παραπάνω μαρτυρίες, πού εἶναι ἀρκετές γιά νά πείσουν τόν καθένα ὅτι ὁ Ἠλίας πού θά προηγηθεῖ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής του Ἰωάννης, προστίθεται ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραθέτω στή συνέχεια.

    Στό 17ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου οἱ μαθηταί θαμπωμένοι ἀπό τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τῆς ὁποίας μόλις πρίν ἀπό λίγο εἶχαν γίνει μάρτυρες καί ὅπου εἶδαν τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, ρωτοῦν τόν Ἰησοῦ· «Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον;» (Μθ 17,10). Ἡ ἄποψη τῶν γραμματέων, τήν ὁποία μεταφέρουν οἱ μαθηταί, εἶναι ἡ παράδοση πού ἐπικρατεῖ στούς Ἰουδαίους. Πῶς τήν ἀντιμετωπίζει ὁ Ἰησοῦς καί τί τούς ἀπαντᾶ; «Ἠλίας μέν ἔρχεται πρῶτον καί ἀποκαταστήσει πάντα· λέγω δέ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε καί οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ' ἐποίησαν ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ' αὐτῶν. Τότε -σημειώνει ὀ εὐαγγελιστής- συνῆκαν οἱ μαθηταί ὅτι περί Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Μθ 17,12-13· πρβλ. καί Μθ 11,4). Ὁ Κύριος ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπάρχουσα παράδοση. Ἐπιπλέον δέ διευκρινίζει ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἔχει ἔλθει. Τότε οἱ μαθηταί «συνῆκαν», κατάλαβαν πολύ καλά καί δέν τούς ἔμεινε πλέον καμία ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἠλίας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἡ προφητεία καί ἡ παράδοση εἶναι ὁ Ἰωάννης.

    Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά οὔτε κι ἐμεῖς, νομίζω, ἔχουμε λόγο νά ἀπιστοῦμε στή μαρτυρία τοῦ Κυρίου καί νά περιμένουμε τρίτο ἐρχομό τοῦ Ἠλία.

Ἕνα ἄλλο «ἐπιχείρημα»

    Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας βρίσκουν οἱ ὑποστηρικταί τῆς θεωρίας αὐτῆς στό Ἀπ 11,3 καί ἑξῆς. Ἐκεῖ ὁ Κύριος λέει στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι στίς ἔσχατες ἡμέρες «δώσω τοῖς δυσί μάρτυσί μου, καί προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. Οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καί αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι» (Ἀπ 11,3-4). Στή συνέχεια λέγεται γιά τούς μάρτυρες αὐτούς ὅτι «Οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν κλεῖσαι τόν οὐρανόν, ἵνα μή ὑετός βρέχῃ τάς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν. Καί ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπί τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτά εἰς αἷμα καί πατάξαι τήν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐάν θελήσωσι» (Ἀπ 11,6). Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἠλίας κάποτε ἔκλεισε τόν οὐρανό μέ τήν προσευχή του (Γ΄ Βα κεφ. 17-18) καί ὁ Μωυσῆς μετέστρεψε σέ αἷμα τά νερά τοῦ Νείλου (Ἔξ 7,17), λένε ὅτι «αἱ δύο ἐλαῖαι» καί «αἱ δύο λυχνίαι», τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Μωυσῆς. Τούς διαφεύγει ὅμως τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού πολύ συχνά χρησιμοποιεῖ συμβολικές ἐκφράσεις, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δώσουμε μία τέτοια ἑρμηνεία.

* * *

    Καταλήγουμε, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι σέ κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν γίνεται λόγος γιά ἐρχομό τοῦ Ἠλία πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἠλίας ἦρθε ἤδη γιά δεύτερη φορά στή γῆ. Προανήγγειλε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τόν ὁποῖο μάλιστα καί ἔδειξε στό λαό. Ἦρθε στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ. Δέν θά τόν ξαναδοῦμε πλέον, παρά μόνο κατά τή μέλλουσα ἀνάσταση καί τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου, μαζί μέ ὅλους τούς δικαίους, μέ τούς ὁποίους θά συναντηθοῦμε.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 108-110

Κυριακή, 01 Μάιος 2016 02:00

Σώθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι;

 protoplastoi Ἕνα ἐρώτημα πού συχνά τίθεται εἶναι: τί ἀπέγιναν ἄραγε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα; Σώθηκαν ἤ παραμένουν αἰώνια στήν κόλαση;
 Βέβαια, πολλοί ἐνοχλοῦνται καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ νά σώθηκαν ἐκεῖνοι πού ἔγιναν ἡ ἀφορμή γιά τήν φθορά καί τήν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλά ἡ τοποθέτηση δέν εἶναι σωστή. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρω 5,12). Ὁ Θεός ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο, τόν χώρισε σέ ἄνδρα καί γυναίκα καί ἀπό αὐτό τό πρῶτο ζευγάρι δημιούργησε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό τό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, λοιπόν, κατάγεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί μέσῳ αὐτοῦ διοχετεύθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δέν εἶναι ὅμως ἀμέτοχο στήν ἁμαρτία τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅποιος καί ἄν ἦταν στήν θέση τοῦ Ἀδάμ θά ἁμάρτανε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή -ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι- ἦταν ἁμαρτωλοί. Τό βεβαιώνει καί ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας ὅτι· «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (64,6). Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων καί ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαίων εἶναι ρύπος καί ἀκαθαρσία μπροστά στόν Θεό. Ὅλοι, λοιπόν, μετά τόν θάνατό τους πῆγαν στόν ἅδη φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματά τους.
 Γιά τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἔκφραση· «τήν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ» (Ρω 3,25). Δέν λέει τήν «ἄφεσιν» τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά τήν «πάρεσιν». Ὑπάρχει μιά λεπτή διαφορά μεταξύ τῶν δύο λέξεων. «῎Αφεσις» εἶναι ἡ συγχώρεση καί ἡ ἐξαφάνιση. «Πάρεσις» εἶναι ὁ παραμερισμός. Τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά παραμέρισε ὁ Θεός. Καί ποῦ τά πῆγε; Σέ μιά τεράστια ἀποθήκη, πού τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνοχή τοῦ Θεοῦ». ῏Ηταν στήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί περίμεναν νά φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἐξαφάνισής τους μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ καθαρτική καί λυτρωτική δύναμη τοῦ παναγίου αἵματός του ἐκτοξεύθηκε στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον.
 Προϋπόθεση γιά νά ἐνεργήσει λυτρωτικά τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μέ τήν εἰς ἅδου κάθοδό του ὁ Κύριος ἔδωσε καί στούς κεκοιμημένους, στούς ἀπ᾽ αἰώνων νεκρούς, τήν εὐκαιρία νά μετανοήσουν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά «ἐν φυλακῇ» πνεύματα (3,19-20). Μνημονεύει μάλιστα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρά τήν ἀπείθεια καί τήν διαφθορά πού ἔδειξαν ὅταν ζοῦσαν στήν γῆ, ὁ Κύριος κήρυξε καί σ᾽ αὐτούς καί ἀσφαλῶς κάποιοι πίστεψαν καί δικαιώθηκαν. Ἀναμφίβολα ὅμως ἐκεῖνοι πού πρῶτοι - πρῶτοι δικαιώθηκαν ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλότροπα ἡ πατερική θεολογία καί ἡ πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο προβάλλει αὐτή τήν ἀλήθεια. Παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν ἅδη κρατώντας μέ τό ἕνα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα.
 ῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρῶτοι τούς ὁποίους λύτρωσε ὁ Κύριος, ἀποτελοῦν συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας. Ἄν ὁ Δαυΐδ μετανοημένος ἔλεγε «λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψα 6,7), σκεφθήκαμε ποιά νά ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας; Μετά τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, κάθισαν ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο καί σπαρακτικά θρηνοῦσαν: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα!». Κι ὅταν ἦλθαν ἀντιμέτωποι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀθώου καί ἀγαπημένου ῎Αβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τό ἴδιο τους τό παιδί, τόν Κάιν, ζωντάνευσε ἀναμφίβολα στήν θύμησή τους ἡ δική τους ἀποστασία, ἡ ἀναρχικότητά τους. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, πού συμπλήρωσαν ἑκατοντάδες χρόνια πάνω στήν γῆ, ἦταν ζωή μετανοίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἰσόβια μετάνοιά τους οἱ πρωτόπλαστοι, πού ἔγιναν ἀφορμή νά κατρακυλήσει στήν φθορά καί στόν θάνατο ὅλο τό γένος μας, πέτυχαν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
 ῾Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τι 2,4). Ζητᾶ ὅμως ἀπό μᾶς, ὅπως καί ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τήν μετάνοιά μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 108-109

 
 
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Β΄)

«῾Ο Κύριος βεβαίως γνωρίζει τίς ἁμαρτίες μας κι ἐμεῖς τοῦ ζητοῦμε τήν ἄφεση, π.χ. διά τῆς προσευχῆς. Δέν εἶναι αὐτό ἀρκετό; Κι ἔπειτα, ὅποιος ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό καί μετά ἀπό λίγο κάνει πάλι τά ἴδια, τί κερδίζει ἀπό τέτοια ἐξομολόγηση;»
 
«Θεραπευτικό ἰατρεῖο τῆς ἁμαρτίας» ἀποκαλεῖ τή μετάνοια ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Δέν ἀπορρίπτει», λέγει, «τόν πόρνο, δέν διώχνει τόν μοιχό, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσο, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρη, δέν ἀπομακρύνει τόν κακολόγο, δέν διώχνει τόν βλάσφημο οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς ἀλλάζει, διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας» (ΕΠΕ 30,241).
᾿Αλλά δέν ἐπιτυγχάνει μόνη της ἡ μετάνοια αὐτό τό θαῦμα. Τό κατορθώνει σέ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «῎Αν ἦταν μόνη ἡ μετάνοια, θά εἶχες δίκιο νά φοβᾶσαι. ᾿Επειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀναμιγνύεται καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος» (ΕΠΕ 30,287-289), ἐνθαρρύνει τόν χριστιανό ὁ ἅγιος πατέρας. Καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται στόν πιστό μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. ῾Ο μοναδικός, λοιπόν, τρόπος ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν προϋποθέτει τήν ἐξαγόρευση καί ὁμολογία, πού ἐλεύθερα καί ὑπεύθυνα θά κάνει ὁ ἐξομολογούμενος ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας.
῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ὡς ἔνδειξη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας (βλ. Λε 5,5· ᾿Αρ 5,7· Ψα 31,5· ᾿Ησ 43,26). Στήν Καινή Διαθήκη καθιερώνεται τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Δέν ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας οὔτε νά τίς ὁμολογήσουμε στήν προσευχή μας μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε στόν πνευματικό πατέρα, διότι μόνο ὁ πνευματικός ἔχει τή δυνατότητα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες.
Ποιός δίνει αὐτή τήν ἐξουσία στόν πνευματικό; ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τά ἱερά Εὐαγγέλια ἱστοροῦν πῶς ὁ Κύριος ἀνέθεσε στούς μαθητές του αὐτό τό ἔργο διαβεβαιώνοντάς τους ὅτι· «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18· πρβλ. 16,18· ᾿Ιω 20,23). Θαυμάζοντας αὐτή τήν ἐξουσία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Μεγάλη ἡ τῶν ἱερέων ἀξία»! ᾿Ακριβέστερα, δέν εἶναι ὁ ἱερέας πού ἐπιτελεῖ τό θαῦμα τῆς ἀφέσεως ἀλλά ἡ ἁγία Τριάδα. ῾Ο ἱερέας μόνο δανείζει τή γλώσσα του καί προσφέρει τό χέρι του, γιά νά δώσει μ᾿ αὐτό τή χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.
᾿Εγγύηση, λοιπόν, γιά τήν προσφορά τῆς θείας χάριτος εἶναι ὁ πνευματικός. Μπορεῖ καί κάποιος ἄλλος, φίλος μου ἤ γιατρός, ν᾿ ἀκούσει τό πρόβλημά μου, νά μέ παρηγορήσει καί νά μέ συμβουλεύσει. Κανείς ὅμως ἄλλος δέν μπορεῖ νά μοῦ δώσει τήν ἄφεση, νά θεραπεύσει τῆς ψυχῆς μου τά τραύματα, παρά μόνο ὁ πνευματικός. «῾Η ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων πρέπει νά γίνεται σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν τή δύναμη νά θεραπεύσουν», συνιστᾶ ὁ Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 9,275). ῞Οπως ὁ ἄρρωστος δείχνει μόνο στόν γιατρό τά κρυφά του τραύματα γιά νά τόν θεραπεύσει ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλός φανερώνει τά μυστικά τῆς ψυχῆς του μόνο σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ νά τά συγχωρήσει καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά τά ἐξαλείψει.
᾿Εδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε αὐτό πού γράψαμε στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεώς μας, πού δημοσιεύθηκε στό προηγούμενο τεῦχος· ἡ ἐξομολήγηση εἶναι μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ ἄνθρωπος πού βαπτίζεται ἀπό τόν ἱερέα φωτίζεται μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καί αὐτός πού ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρινῆ μετάνοια παίρνει τή χάρη τῆς ἀφέσεως πού δίνει ὁ Κύριος διαμέσου τοῦ ἱερέα. Δέν μπορεῖ μόνος του ὁ χριστιανός νά λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως δέν μπορεῖ μόνος του νά βαπτισθεῖ ἤ νά τελέσει τό μυστήριο τοῦ γάμου. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία καί μόνο ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τῆς ᾿Εκκλησίας θά δεχθεῖ τή θεία χάρη, διότι αὐτή εἶναι ἡ «ταμιοῦχος τῆς χάριτος».
Μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος θά σταθεροποιηθεῖ καί ἡ ἀπόφαση τοῦ χριστιανοῦ νά μήν ἐπαναλάβει τά ἴδια ἁμαρτήματα. «Πληγές πού φανερώνονται δέν χειροτερεύουν· θεραπεύονται», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16,85). «Τήν ψυχή πού συνηθίζει νά ἐξομολογεῖται», συνεχίζει ὁ ἴδιος, «ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τή συγκρατεῖ σάν χαλινάρι καί δέν τήν ἀφήνει νά ἁμαρτήσει. ᾿Αντίθετα, τίς ἁμαρτίες πού δέν σκέπτεται νά τίς ἐξομολογηθεῖ κανείς, συνεχῶς τίς διαπράττει ἄφοβα, σάν νά βρίσκεται στό σκοτάδι» (ΕΠΕ 16,119).
᾿Αλλά κι ὅταν, παρά τή θέλησή του, ὁ πιστός ἐπαναλάβει τό ἁμάρτημα πού ἐξομολογήθηκε, δέν σημαίνει ὅτι ἦταν μάταιη ἡ ἐξομολόγησή του. Θά μετανοήσει καί πάλι γιά τήν πτώση του. Θά πάρει τήν ἀπόφαση νά ἀγωνισθεῖ σκληρότερα ἐναντίον τοῦ πάθους του κι ἔπειτα μέ κατάνυξη, συντριβή καί ταπείνωση θά τό ἐξομολογηθεῖ καί πάλι. «῎Επεσες; Σήκω ἀμέσως! Ξανάπεσες; Θά ξανασηκωθεῖς. ῞Οσες φορές πέφτεις τόσες θά σηκωθεῖς». 
Εἶναι ἐντελῶς ἄτοπο καί ἀδικαιολόγητο νά ἀρνεῖται ὁ πιστός νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν πρόφαση ὅτι ντρέπεται νά ξαναπεῖ στόν πνευματικό τά ἴδια παραπτώματα. «Εἶναι ἀδύνατο νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ντροπή (τῆς πτώσεώς σου), ἄν δέν νιώσεις μέσα σου ντροπή (ὁμολογώντας τό σφάλμα σου)», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16, 123). Κι ἕνας σπουδαῖος διανοούμενος τοῦ 17ου αἰώνα σημειώνει· «Πόσο ἄδικος καί παράλογος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δυσφορεῖ ἐπειδή ἡ πίστη τόν ὑποχρεώνει νά πεῖ σ᾿ ἕναν μόνο ἄνθρωπο (τόν ἱερέα) ὅσα ἦταν δίκαιο νά πεῖ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων»!
Βέβαια, δέν εἶναι δυνατό νά ἐξομολογεῖται κανείς κάθε φορά πού πρόκειται νά κοινωνήσει, δεδομένου ὅτι ὁ πιστός προσέρχεται συχνά στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. ῾Η μετάνοια θά εἶναι καθημερινή, συνεχής καί ἀδιάλειπτη. ῾Η ἐξομολόγηση θά γίνεται σέ τακτά διαστήματα, ὅπως ὁρίζει ὁ πνευματικός κατά περίπτωση, ὥστε νά μπορεῖ ὁ χριστιανός νά προσέρχεται ἀπρόσκοπτα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά ἀνανεώνει τόν πνευματικό του ἀγώνα.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 250-251
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Α΄)

Σοβαρά καί ἐνδιαφέροντα τά ἐρωτήματα πού διατυπώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀναγνώστη μας γιά τό «μεγάλης σημασίας», ὅπως τό χαρακτηρίζει, ζήτημα τῆς ἱερᾶς ᾿Εξομολογήσεως. ᾿Ανταποκρινόμενοι στό αἴτημά του θά παραθέσουμε ἐδῶ τήν ἀπάντηση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων μας.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι «μέ μία ἐξομολόγηση», μέ «μικράν φωνήν», ὅπως γράφει ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, κέρδισε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Αξιώθηκε ν᾿ ἀκούσει τή διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὅτι «σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λκ 23, 43). Καί τοῦτο, διότι, ὅπως σαφέστατα διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, «τό αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´᾿Ιω 1,7). Πότε ὅμως; «᾿Εάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» -καί μόνο τότε- «πιστός ἐστι καί δίκαιος (ὁ Χριστός), ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας» (Α´ ᾿Ιω 1,9). Μόνο μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ (θ. Κοινωνία), ἀφοῦ ὁ ἁμαρτωλός ὁμολογεῖ (᾿Εξομολόγηση), συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
῾Η ᾿Εξομολόγηση δέν εἶναι ἁπλά μία εὐσεβής πνευματική πράξη ἀλλά ἕνα ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού ἀντλεῖ τήν ἰσχύ του ἀπό τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Σοφά χαρακτηρίζεται ὡς «ἐπαναλαμβανόμενο βάπτισμα». Μ᾿ αὐτήν ὁ χριστιανός παίρνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στίς ὁποῖες ἔπεσε μετά τό Βάπτισμά του καί τίς ὁποῖες ἐξομολογεῖται στόν πνευματικό. Βγαίνει, πράγματι, ἀπό τό ἐξομολογητήριο «λευκή περιστερά» ὁ ἐξομολογούμενος, ἐφόσον, βέβαια, ἔχει προσέλθει μέ πραγματική μετάνοια καί συντριβή.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά νά κατανοήσουμε κατόπιν τή σημασία τῆς μετάνοιας.
«῾Αμαρτάνω» σημαίνει πέφτω ἔξω ἀπό τό στόχο μου, σφάλλω. ῾Αμαρτία, λοιπόν, εἶναι τό σφάλμα, τό κακό, πού μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ καταπάτηση τοῦ θείου νόμου, ἡ ἀνομία καί παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού βλάπτει τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδικία καί διαφθείρει τόν ἑαυτό μας ὡς ἀκαθαρσία. Μέ κάθε μορφή της ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν αἰώνιο στόχο καί σκοπό, τή σωτηρία μας.
῎Αν ἔχουμε καταλάβει τή μοναδική ἀξία τῆς αἰώνιας κι ἀτίμητης ψυχῆς μας, ἄν συνειδητοποιήσαμε τί πάει νά πεῖ σωτηρία, αἰώνια δικαίωση, θά συμφωνήσουμε μέ τήν ἄποψη τῶν πατέρων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι τό πιό μεγάλο κακό, ἡ ρίζα καί ἡ πηγή κάθε κακοῦ καί συμφορᾶς. «῞Ολων τῶν κακῶν αἰτία εἶναι τά ἁμαρτήματα», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «᾿Εξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων δημιουργοῦνται λύπες καί ταραχές, πόλεμοι, ἀρρώστιες κι ὅλα τά δυσκολοθεράπευτα πάθη πού μᾶς βρίσκουν». ᾿Ακόμη κι ὁ θάνατος, τό πιό ἀνυπόφορο καί ἀναπότρεπτο κακό, ἔχει τήν ἀρχή του στήν ἁμαρτία. ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ ὅτι· «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρω 5,12), «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23).
Κανένα φάρμακο, καμία ἀνακάλυψη σοφοῦ, κανένα κατόρθωμα ἁγίου δέν μπορεῖ νά καθαρίσει τή βρωμιά πού ἀφήνει στήν ψυχή ἡ ἁμαρτία, νά θεραπεύσει τήν πληγή πού αὐτή ἀνοίγει μέσα μας. ῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι δῶρο καί προσφορά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ἁμαρτωλό, πού μέ τή μετάνοιά του ζητᾶ αὐτό τό δῶρο.
Μετάνοια, ὅπως ἡ λέξη τό δηλώνει, σημαίνει μεταβολή τοῦ νοῦ, ἀλλαγή τῆς σκέψης, πού συνεπάγεται ἀλλαγή τοῦ δρόμου, τοῦ τρόπου ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί πάντοτε ἡ ἁγία Γραφή συνδέει τίς ἔννοιες μετάνοια καί ἐπιστροφή. Σημαίνει ἀναγνώριση τοῦ λάθους καί ἐπανόρθωσή του. Ποιός δέν ἔχει ἐμπειρία τοῦ λάθους; «Τό σφάλλειν ἀνθρώπινο», παρατηρεῖ ἡ λαϊκή σοφία. ῾Ωστόσο, ἄν τήν ὥρα πού κάνουμε τό κακό μᾶς τυφλώνει τό πάθος καί ναρκώνει τήν ψυχή μας ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας, σέ ὧρες αὐτοσυγκέντρωσης καί περισυλλογῆς, ὅταν παίρνουμε τήν ἀπόφαση καί τό θάρρος νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, συναισθανόμαστε τήν ἀθλιότητά της καί στενάζουμε κάτω ἀπό τό βάρος της. Πόσο πικρή νιώθουμε τότε μέσα μας τή γεύση τῆς ἁμαρτίας! ῾Η ἀνία, τό ἄγχος, ἡ ἀναστάτωση μέσα καί γύρω μας εἶναι τά αἰσθήματα πού μᾶς καταλαμβάνουν, ὅταν μέ τήν ἁμαρτία διασαλεύουμε τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό, μέ τούς συνανθρώπους μας ἤ καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πικρία τῆς ἁμαρτίας μᾶς σπρώχνει στή μετάνοια. Καί τό πρῶτο βῆμα γιά τή μετάνοια εἶναι ὁ αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἡ κατά μέτωπον ἐνατένιση τῆς πραγματικότητας, χωρίς ὑπεκφυγές καί δικαιολογίες. «Δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ» (Πρμ 18,17), παρατηρεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀλλοῦ, μέ τή θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σημειώνει· «εἰ γάρ ἑαυτούς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα» (Α´ Κο 11,31). Κλασικό παράδειγμα τῆς μετάνοιας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν αὐτοσυνειδησία, εἶναι ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς· «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών» (Λκ 15,17) ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν Πατέρα.
Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. «᾿Αρχή σωτηρίας ἡ κατηγορία (καταδίκη) τοῦ ἑαυτοῦ μας», γράφει ὁ ἅγιος Νεῖλος, ἐνῶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει· «Καταδίκασε, λοιπόν, καί σύ τίς ἁμαρτωλές πράξεις σου, διότι ὁ ἄνθρωπος πού κατηγορεῖ τίς ἁμαρτωλές πράξεις του, δυσκολότερα θά τίς ἐπαναλάβει». ᾿Εντούτοις, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ κατ᾿ ἰδίαν μετάνοια. ᾿Οφείλει ὁ χριστιανός νά τήν κοινοποιήσει στόν πνευματικό, νά ἐξαγορευθεῖ σ᾿ αὐτόν τίς ἁμαρτίες του, γιά νά λάβει τήν ἄφεση.
Αὐτό θά τό μελετήσουμε, σύν Θεῷ, σέ ἑπόμενο ἄρθρο μας.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2002) 222-223
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2022 03:00

Τό πρόβλημα τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας

bird  Μέ γράμμα του ἕνας μαθητής θίγει τό ὁμολογουμένως πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ρωτᾶ ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Γραφῆς πάνω σ’ αὐτό. Ἐπειδή ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα θέμα γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, πού πολλούς ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ, θά προσπαθήσω νά δώσω ἀπάντηση ἀναπτύσσοντας βασικά τίς θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρίν προχωρήσω ὅμως στό θέμα, θέλω νά συγχαρῶ προσωπικά πρῶτα τόν μαθητή αὐτόν, πού φαίνεται ὅτι μελετᾶ τή Γραφή μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον καί νά ὑπογραμίσω ἔπειτα τό αἰσιόδοξο μήνυμα, πού μεταφέρει μαζί μέ τ’ ἄλλα τό γράμμα του· ὅτι ὑπάρχουν καί στήν ἐποχή μας, τήν στεῖρα σέ οὐράνιες ἀναζητήσεις, νέοι πού ζητοῦν μέ εἰλικρίνεια καί χωρίς προκατάληψη τήν ἀλήθεια. Αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά μιά καλόπιστη συζήτηση, πού δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγήσει ἀβίαστα σ’ αύτήν τήν ἀλήθεια καί μάλιστα στήν θεόπνευστη ἀλήθεια.
 Ἡ γενική ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό ἐρώτημα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά ἐλεύθερος ἤ ὄχι, εἶναι ἔντονα καταφατική. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο της ὥς τό τελευταῖο διδάσκει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος, γιά νά ζήσει ἐλεύθερα, καί νά κριθεῖ σάν ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του ἀποτελεῖ τήν δεύτερη ἀπό τίς δυό ἀρχές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δημιουργήθηκε· «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν», λογικός καί ἐλεύθερος νά διαμορφώσει μόνος τήν ζωή του καί νά συμμορφώσει ἤ ὄχι τόν ἑαυτό του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτήν τήν ἐλευθερία σέβεται καί ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Ὁ Θεός δέν καταστρατηγεῖ ποτέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, οὔτε ἐπεμβαίνει στά προσωπικά μας σχέδια, ἐκτός ἄν οἱ ἴδιοι ἐλεύθερα τό θελήσουμε καί τοῦ τό ζητήσουμε. Ἡ θαυμαστότερη ἀπόδειξη γιά τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπό τόν Θεό εἶναι ὅτι αὐτός πού θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν μόνη ἀλήθεια, δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀρνεῖται τήν σωτηρία. Καί δέν μπορεῖ, γιατί δέν θέλει νά καταργήσει τό δικαίωμά του νά κάνει μόνος του καί ἐλεύθερα τήν δική του ἐκλογή. Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἔσωζε χωρίς νά θέλαμε, τότε δέν θά διαφέραμε ἀπό τά ἄσπρα περιστέρια καί ἀπό τά ἀθῶα προβατάκια, δέν θά ἤμασταν ἅγιοι ἀλλά ἁγιογραφίες. Ἔτσι, στήν μεταστροφή τοῦ Παύλου ἔχουμε τήν συνεργασία τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ χάρις τόν κάλεσε καί ὁ Παῦλος δέχτηκε τήν κλήση.
 Τί θά λέγαμε ὅμως γιά ὅλες ἐκεῖνες τίς πολυάριθμες μαρτυρίες μέσα στήν Ἁγία Γραφή, πού παρουσιάζουν τόν Θεό νά προορίζει καί νά καθορίζει τά ἀνθρώπινα  ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή μας; Γιατί ὑπάρχουν πράγματι ἀναρίθμητα γραφικά χωρία, στά ὁποῖα θά μπορούσαμε νά στηρίξουμε τίς ἀπόψεις μιᾶς ντετερμινιστικῆς θεωρίας (τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ) τό ἴδιο καλά, ὅπως ἀνάλογα χωρία μᾶς βεβαιώνουν γιά τό ἀντίθετο. Λοιπόν, ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ὅχι βέβαια, καί ἡ ἐξήγηση ὑπάρχει. Ὅλες αὐτές οἱ φαινομενικά ἀρνητικές μαρτυρίες τῆς θέσεώς μας δέν ἀποτελοῦν παρά ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων. Γιά νά διατυπώσουν σαφέστερα καί νά περιγράψουν ζωηρότερα οὐράνιες καί πρωτοφανέρωτες παραστάσεις, πού δέν ἔχουν τά ἀντίστοιχά τους στήν φυσική καί καθημερινή ζωή, ἀναγκάζονται νά μιλοῦν, εἰς βάρος ἴσως τῆς ἀκρίβειας, μέ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἔτσι γράφουν ὅτι ὁ Θεός ὀργίζεται καί τιμωρεῖ, ὅτι αὐθαιρετεῖ καί δυναστεύει. Ζωντανεύουν μέ ἐνεργητική σύνταξη, ὅ,τι θά μποροῦσαν νά ἀφηγηθοῦν χρησιμοποιώντας παθητικούς χρόνους. Γιατί φυσικά εἶναι ἀπαράδεκτο, νά πιστέψουμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός δέν ἐλεεῖ, ἀλλά σπρώχνει στόν ὄλεθρο.
 Μ’ αὐτό τό σκεπτικό οἱ ἀντιφάσεις τῆς Γραφῆς γιά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύονται καί κατανοοῦνται. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος δέν ἰσχύει στήν ἠθική καί πνευματική σφαῖρα, οὔτε κυβερνᾶ τίς πράξεις μας ἡ εἰμαρμένη. Ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἀσημαντότερη κίνησή του, ὅπως καί γιά τήν σοβαρότερη ἐνέργειά του.Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἤ ὄχι αὐτό τό γεγονός, δέν κάνουμε κάτι ἄλλο ἀπό τό νά περιγράφουμε ἀκριβῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἐνεργεῖ καί ὁ Θεός τόν ἀνέχεται, ἀνέχεται τίς ἐπιτυχίες του ἤ τίς ἀποτυχίες του. Ἐνῶ ὅμως ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει στά σχέδιά μας, ξέρει νά ἐκμεταλλεύεται τήν ἱστορία μας γιά τό δικό του σχέδιο -ἔστω καί ἄν αὐτή φαινομενικά δέν τό εὐνοεῖ καθόλου-, ξέρει νά βγάζει γλυκό ἀπό τό πικρό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ἡ κοσμική ἐξουσία εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐννοεῖ ὄχι ὅτι δρᾶ σύμφωνα μέ προκαθορισμένο διάγραμμα, ἀλλά ὅτι ἐξυπηρετεῖ, ὅπως καί ἄν δρᾶ, τήν ὑπόθεσή του καί τήν ὑπόθεση τῶν δικῶν του, αὐτῶν πού μέ τήν πίστη παραδίδουν τό θέλημα καί τήν ἐλευθερία τους στά χέρια του.
 Ἡ ζωή τῶν πιστῶν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση πού ἐπιτρέπει καί δικαιολογεῖ νά μιλᾶμε γιά παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀλλ’ αὐτή εἶναι ἀπό τίς ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα, καθόσον ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πιστός ἀποφασίζει ἐλεύθερα νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά δουλωθεῖ ἑκούσια στόν νόμο του, καί τέλος νά ταυτισθεῖ μέ αὐτόν. Τότε ὁ Θεός ἀναλαμβάνει προσωπικά καί τίς λεπτομέρειες ἀκόμη τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὁ πιστός ἔχει τήν ἀπαίτηση, θά λέγαμε, ὁ Θεός νά ἐπεμβαίνει καί νά διαχειρίζεται τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε. Ἔτσι φωτίζονται κι ἀπό μιά ἀλλη ὀπτική γωνία ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποίησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφράσουν δικά τους βιώματα• στήν προσωπική τους ζωή ὅλα μεταφράζονταν σάν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νά  μήν ἐπηρέαζε τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, ἀλλά διευθετοῦσε τήν δική τους ὑπόθεση κατά τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά καί αὐτή ἀκόμη ἡ μυστική σχέση τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό, πού ἀνέχεται μιά κατά κάποιο τρόπο «νόθευση» τῆς αὐτόνομης ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, δέν ἐπιτρέπει οὐσιαστικά νά μιλᾶμε γιά κατάλυσή της. Ἀφ’ ἑνός γιατί δέν πρόκειται γιά ἐξωτερικό καί ἀναπόφευκτο καταναγκασμό ἀλλά γιά ἑκούσια ὑποταγή, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ὁ πιστός εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐλεύθερος νά ἐπαναστατήσει, νά ἀκυρώσει τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό, καί νά τόν ἐγκαταλείψει ἀνεμπόδιστος.
 Σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα ἑρμηνείας τῆς θέσεως τῆς Γραφῆς πάνω στό θέμα μας ὑπενθυμίζουμε τήν περικοπή Β΄ Θε 1,10-12, στήν ὁποία ὁ Παῦλος γράφει ὅτι «πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργειαν πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει». Διαβάζουμε δηλαδή γιά μιά κίνηση ἐνεργητική τοῦ Θεοῦ πού ἀνεξέλεγκτα στέλνει τούς ἀνθρώπους στήν πλάνη. Ἐν τούτοις τό νόημα τῆς περικοπῆς ὁλοκάθαρα διδάσκει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σάπισαν ἀπό μόνοι τους «ἀνθ’ ὧν τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο», ἀλλά προτίμησαν τήν ἀπάτη τῆς ἀδικίας. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς κόβει καί τούς πετάει ἀπό τό σῶμα του, τήν Ἐκκλησία του, σάν ἄχρηστο ὑλικό. Τήν καταδίκη τους ὅμως τήν ὑπέγραψαν οἱ ἴδιοι μέ τήν διεφθαρμένη ζωή τους.
 Ἡ τέλεια ἠθική ἐλευθερία βιώνεται μόνο μέσα στήν πίστη, μόνο –τί παράδοξο! – μέσα στήν ὑπακοή καί στήν δουλεία στόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία μας καί μαζί τήν εὐτυχία μας. Γιατί εἶναι γνωστό ὅτι ἀνάλογα μέ τήν χρήση τῆς ἐλευθερίας μας χτίζουμε ἤ γκρεμίζουμε τήν εὐτυχία μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44

 
Πέμπτη, 28 Δεκέμβριος 2017 03:00

Ἡ σφαγή μετά τήν Ὑπαπαντή

Μελετώντας τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ, καθώς συμπλέκονται μέ τήν δική μας ἱστορία, μποροῦμε καλύτερα νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί βαθύτερα νά χαροῦμε τήν πίστη μας. Κι ὅταν κάποιες φορές προβάλλουν σημεῖα πού ἐμποδίζουν τάχα τήν ἱστορική κατοχύρωση τῶν γεγονότων, μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε νά τά παρατρέξουμε φοβισμένα μέ τήν ἀνυπόστατη αἰτολογία «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Ὄχι! Ἡ πίστη μας πού ἱστορεῖται στήν ἁγία Γραφή δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα!
  sfagi nipion Ἕνα σημεῖο πού φαίνεται ὅτι παρακωλύει τήν ὁμαλή ἐξιστόρηση τῶν πραγμάτων καί σαλεύει τήν ἁρμονία τῶν εὐαγγελίων συνδέεται μέ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου καί μέ τήν σφαγή τοῦ Ἡρώδη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ὁ καθορισμένος ἀπό τόν νόμο, ἡ Παρθένος καί ὁ Ἰωσήφ «ἀνήγαγον» τό βρέφος Ἰησοῦ «εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λκ 2,22). Ὁ Ματθαῖος ἐξ ἄλλου μᾶς παραδίδει ὅτι ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων, πού ἦρθαν νά προσκυνήσουν τόν «τεχθέντα βασιλέα», ὁ Ἰωσήφ μέ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου πῆρε «τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» καί ἔφυγε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης «ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν» καί ἔδωσε ἐντολή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω (Μθ 2,13-18). Εὔλογη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἀπορία: Πότε πῆγε στόν Ναό ὁ Ἰησοῦς καί πῶς συμβιβάζεται ἡ διήγηση τοῦ Ματθαίου μέ ἐκείνην τοῦ Λουκᾶ;
   Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο διηγήσεων βοηθᾶ νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα καί δείχνει ὅτι καμία ἀντίφαση δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, μετά τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» καί τήν θαυμαστή παρουσία πλήθους «στρατιᾶς οὐρανίου», πού δοξολογοῦσε τόν Θεό, «οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες» ἦρθαν στήν Βηθλεέμ, ὅπου βρῆκαν τήν Παρθένο μαζί μέ τόν Ἰωσήφ «καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λκ 2,8-20). Ὅλα αὐτά συνέβησαν τό βράδυ τῆς Γεννήσεως. Στήν συνέχεια ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Ναό.
   Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Γεννήσεως, κάνει λόγο γιά τήν προσκύνηση τῶν μάγων, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἦταν ἡγέτες τῶν ἀνατολικῶν λαῶν Χαλδαίων, Βαβυλωνίων, Περσῶν κτλ., ἀσχολοῦνταν δέ μέ τήν μελέτη τῶν ἄστρων, καί διά τοῦ ἄστρου τούς κάλεσε ὁ Θεός. Δέν ξέρουμε τόν συγκεκριμένο τόπο καταγωγῆς καί διαμονῆς τους. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ μάγοι δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν πατρίδα τους ἀμέσως μόλις εἶδαν τό ἄστρο. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος ὥσπου νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, νά ἑτοιμάσουν τά δῶρα καί τίς ἀποσκευές, τούς δούλους πού θά τούς συνόδευαν. Ὅταν τό καραβάνι τους ἔφθασε στήν Ἰερουσαλήμ καί παρουσιάσθηκαν στόν Ἡρώδη γιά νά ζητήσουν ἀπό αὐτόν πληροφορίες γιά τόν νεογέννητο βασιλιά, εἶχε περάσει καιρός ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁπωσδήποτε ἀρκετοί μῆνες. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν διαταγή τοῦ Ἡρώδη νά σφαγοῦν τά παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ἴσως εἶχε περάσει κι ἕνας χρόνος. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι δέν ἦρθαν στό σπήλαιο νά προσκυνήσουν τόν Χριστό, ἀλλά «ἐν τῇ οἰκίᾳ», ὅπου στό μεταξύ εἶχε μεταφερθεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια. Ἤδη στό διάστημα αὐτό, πού δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη οἱ ἄγριες διαθέσεις τοῦ Ἠρώδη, μποροῦσαν ἄφοβα ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία νά τελέσουν τήν ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Αὐτό τό περιστατικό ἱστορεῖ ὁ Λουκᾶς στό 2,22-38. Ἡ προσκύνηση τῶν μάγων καί ἡ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη, πού διηγεῖται ὁ Ματθαῖος στό 2ο κεφ. τοῦ εὐαγγελίου του, συνέβησαν ἀργότερα.
   Ὅτι σ' ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ματθαίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Κατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου φαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ εἶχε σκοπό νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Βηθλεέμ καί γι' αὐτό παρέμεινε ἐκεῖ μετά τήν ἀπογραφή. Ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό σχέδιο καί τόν στέλνει μαζί μέ τήν Πρθένο καί τόν Ἰησοῦ στήν Αἴγυπτο. Καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί πάλι ὁ Ἰωσήφ στήν Ἰουδαία κατευθύνεται, ἀλλά καί πάλι ὁ Θεός μέ ὄνειρο τόν καθοδηγεῖ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ναζαρέτ, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Μθ 2,23).
   Δέν διαφωνοῦν λοιπόν μεταξύ τους οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές. Εὔστοχα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρατηρεῖ: «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε εὐαγγελιστής συνυφαίνει ἔτσι τήν ἀφήγησή του, ὥστε ἡ σειρά τῶν γεγονότων νά φαίνεται ὅτι εἶναι διευθετημένη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν παραλείπει τίτοτε». Ἔτσι κάθε εὐαγγέλιο ἔχει τήν αὐτοτέλειά του, ἀλλά καί ἡ παράλληλη μελέτη ὅλων μᾶς δίνει τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων.

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 46 (1991) 27-28