«Γιατί σέ καιρό νηστείας νηστεύουμε τό λάδι καί τά ψάρια καί τρῶμε ἐλιές καί αὐγοτάραχο;»
Ἡ παλιά καί ἀληθινή νηστεία συνίσταται στήν πλήρη ἀποχή τροφῆς ἤ στήν ξηροφαγία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά τηρηθεῖ στίς μεγάλες περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λόγῳ δύσκολων συνθηκῶν ζωῆς ἤ ἔλλειψης ζήλου, ἔχουν στήν πράξη ἐπινοηθεῖ διάφορες διευκολύνσεις, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς νηστείας ἀπό ὅλους τούς πιστούς.
Στήν ἀρχαία ἐποχή οἱ χριστιανοί μετά τήν ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) τῶν νηστήσιμων ἡμερῶν κατέλυαν μόνο νερό καί ψωμί. Σιγά-σιγά ὅμως ὄχι μόνο ἡ διάρκεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποχῆς ἀπό τροφή περιορίστηκε στά συνηθισμένα καί στίς ἄλλες μέρες ὅρια γι᾿ αὐτό μετατέθηκαν καί οἱ Ἑσπερινοί τῆς Τεσσαρακοστῆς καί οἱ Προηγιασμένες τό πρωί ἀλλά καί ἄλλα εἴδη τροφῶν ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται, ὅπως οἱ καρποί, τά ὄσπρια, τά ὀστρακόδερμα, τά μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί τό ὅτι τρῶμε ἐλιές κατά τίς ἡμέρες πού δέν τρῶμε λάδι, καί αὐγοτάραχο κατά τίς ἡμέρες πού ἀπέχουμε ἀπό ψάρια. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τό λόγο ὅτι οἱ ἐλιές τρώγονται ὡς καρπός, ἐνῶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ λαδιοῦ ἀφορᾶ στά φαγητά πού παρασκευάζονται μέ λάδι. Γιά τό δεύτερο ἡ δικαιολογία εἶναι λιγότερο εὔλογη, ἀφοῦ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τό γάλα ἤ τά αὐγά, ἀλλά καί αὐτά ἀπαγορεύονται κατά τίς νηστεῖες μας ὡς «καρπός... καί γεννήματα ὧν ἀπεχόμεθα» κατά τόν 56ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωρίζω πάντως εὐλαβεῖς χριστιανούς πού κατανοοῦν ὅτι πρόκειται γιά «οἰκονομία», καί κατά τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων νηστειῶν, ὅπως καί τήν παραμονή πού θά κοινωνήσουν, ἀπέχουν καί ἀπό ἐλιές καί ἀπό αὐγοτάραχο.
Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτή τήν ἐρώτηση τήν ἀκοῦμε συχνά ἀπό καλοπροαίρετους πιστούς καί συχνότερα ἀπό μερικούς πού εἰρωνεύονται τίς νηστεῖες. Θά μποροῦσε καί στίς δύο περιπτώσεις νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἐλαστικότητα καί τό φιλάνθρωπο τῶν σχετικῶν ἐθίμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἐξοντώσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς βοηθήσουν νά ἀσκηθοῦν στήν ἐγκράτεια καί νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους. Ἄν τούς σκανδαλίζουν οἱ τροφές αὐτές, μποροῦν νά ἀπέχουν ἀπό αὐτές χωρίς κατά τόν ἀπόστολο νά ἐξουθενώνουν τούς «ἐσθίοντας» ἤ νά «κρίνουν» (Ρω 14,3) τήν Ἐκκλησία γιά τήν φιλάνθρωπη τακτική της. Τό νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία ἀγώνα γιά τήν ἐκκαθάριση τῶν σχετικῶν μέ τή νηστεία ἐθίμων καί τῶν τροφῶν πού τρώγονται ἤ ὄχι σ᾿ αὐτήν, οὔτε τοῦ παρόντος εἶναι οὔτε μπορεῖ νά μείνει πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς σοβαρότητος. Ἐκεῖνο πού πρωτεύει εἶναι ὁ τονισμός τῆς ἀνάγκης τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού προέρχεται ἀπ᾿ αὐτή, καθώς καί ἡ προσπάθεια γιά τήν κατά τό δυνατόν συμμόρφωση τῶν πιστῶν στίς σχετικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις, πού ἀρκετά ἔχουν ἀτονήσει στίς μέρες μας.
Ἰωάννης Φουντούλης
Α. Ἡ σχέση της μέ τήν ἐλπίδα
Καθώς γύρω μας αὐξάνουν καθημερινά τά καταναλωτικά μας ἀγαθά, καθώς ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς καί πλουσιότερη τήν τροφή καί καθώς συσσωρεύονται πάνω μας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βάρη καί οἱ συμφορές τῆς καλοφαγίας καί πολυφαγίας, συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί καλύτερα πόσο ὠφέλιμη καί πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ νηστεία. Οἱ γιατροί καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπισημαίνουν ὅτι πρέπει ἡ δίαιτά μας νά γίνει ἁπλή καί λιτή καί ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας γιά γενική ἐγκράτεια στό φαγητό καί γιά ἀποχή κατά καιρούς ἀπό ὁρισμένες τροφές εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς πλημμύρας τῶν ἀγαθῶν στή ζωή μας, εἶναι ἡ πιό σωστή στάση γιά τήν ὑγεία καί γιά τήν εὐεξία μας. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐφευρεθεῖ τώρα καί νά ἐπιβληθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν ὀλέθριο κίνδυνο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταστρέψει περισσότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπείλησε κάποτε ἡ πεῖνα, ἡ πενία, ἡ ἀπορία.
Ἐντούτοις, ὅσο κι ἄν ὁ κόσμος παραδέχεται ἀπό ἀνάγκη τήν ἀξία τῆς νηστείας στήν οὐσία της -διότι βέβαια στόν ἀκριβῆ της τύπο, ὅπως τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ὅλοι τήν ταπείνωση νά τήν ἀποδεχθοῦν-, δέν κατορθώνει νά συλλάβει πλήρως τήν ὑπεροχή της, ἐφόσον τήν κρίνει μόνο ἀπό τήν προσφορά της στή βιολογική μας ὕπαρξη καί δέν τήν θεωρεῖ ὁλοκληρωμένα ὡς προσφορά στόν σύνολο ἄνθρωπο καί πρό πάντων στήν πνευματική του ὑπόσταση. Διότι ἡ νηστεία ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ στόχο ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν εὐρωστία τοῦ πνεύματος, τήν εὐεξία τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδινε στούς πρωτοπλάστους τήν ἐντολή νά μή φᾶνε τούς καρπούς ἑνός συγκεκριμένου δένδρου μέσα στόν παράδεισο -οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, ἦταν πολύ ἑλκυστικοί-, θέσπιζε τήν πρώτη πράξη τῆς νηστείας καί ἔθετε τόν πρῶτο ὅρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς· τήν ἑκούσια δηλαδή ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλεύθερη συμφωνία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη. Ὑπακούοντας ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στό παράγγελμα τῆς νηστείας φανέρωναν τήν ἐμπιστοσύνη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν Κύριο, ἔδειχναν ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί ἐπιθυμοῦν νά τόν εὐχαριστήσουν, καί ἀνέπτυσσαν ἔτσι μία δυνατή σχέση μαζί του, κατόρθωναν μία βαθειά ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς τους μέ τή θεία ζωή.
Αὐτή ἡ τέλεια ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν καί ἔμεινε πάντοτε τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό, πού συνέβη ἀκριβῶς μέ τήν καταπάτηση τῆς νηστείας, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χάσει κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μαζί του καί νά χαθεῖ. Τοῦ χάρισε τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἐπιστρέψει πάλι στόν παράδεισο καί θά δεῖ ξανά τό πρόσωπό του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μέσο γιά νά βρίσκει κοινωνία μαζί του, ὅσο μακριά κι ἄν πλανηθεῖ· τόν νόμο του καί μέσα σ’ αὐτόν τή νηστεία. Μέχρι σήμερα καί μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική ἀπολύτρωσή μας, ἡ νηστεία παραμένει γιά ὅλους ὁ θεόσδοτος τρόπος γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐσωτερική μας ἁρμονία, νά εἰρηνεύσουμε τόν διχασμένο ἑαυτό μας, πού ἐνῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Βέβαια, ὅλα τοῦτα ἔγιναν πλήρως κατανοητά μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παραδίδει πλέον τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Κύριο καί ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει ἤδη γιά χάρη μας τή θεία κοινωνία μαζί του. Νηστεύοντας τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία συσφίγγουμε τό δεσμό μας μέ τόν Κύριο καί ὁμολογοῦμε ὅτι διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐλπίδα πώς κάποτε θά βρεθοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται φανερό πῶς ἡ νηστεία συνδέεται μέ τήν ἐλπίδα, ὅπως ἡ λατρεία συνδέεται μέ τήν πίστη καί ἡ θυσία μέ τήν ἀγάπη. Καί ἔτσι γίνεται φανερό ἐπίσης πῶς ἡ νηστεία ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἡ θυσία στόν συνάνθρωπο. Μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἡ νηστεία καταλαμβάνει μία τέτοια θέση πού νά ἐκφράζει τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας καί νά ὑπηρετεῖ τήν ὑπαρξιακή μας ὁλοκλήρωση.
Β. Ἡ συμβολή της στήν οἰκολογία
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή καί ἡ ἀξία τῆς νηστείας καί ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ὠφέλεια καί ἡ προσφορά της. Ἡ ἰσσοροπία πού ἐπιφέρει στίς πνευματικές σχέσεις μας ἀντανακλᾶται στήν καλή ὑγεία πού ἐξασφαλίζει γιά τό σῶμα μας, καί ἡ ἀγαλλίαση πού δημιουργεῖ στίς καρδιές μας, ὅταν γίνεται γιά τόν Θεό, ἀντικατοπτρίζεται στήν εὐφροσύνη τοῦ πνεύματός μας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μονομερής ἡ θεώρηση τῆς νηστείας μόνο ἀπό βιολογική ἄποψη, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀναφορά της στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἀποσχισμένη ἀπό τή συνάφειά της μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ ἄδικη ἡ ἐκτίμησή της μόνο σέ σχέση μέ τό στομάχι καί τίς ἀρρώστιες του. Τό εὖρος της εἶναι ὅσο καί τό ὕψος της. Τό μέγεθός της ἔχει τόση χωρητικότητα, ὥστε μπορεῖ νά χωνεύσει ὅλα τά κακά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας καί νά συλλάβει ὅλες τίς μάστιγες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Πράγματι, ἄν δοῦμε βαθύτερα τί βλάπτει τόν κόσμο σήμερα -ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τή φύση-, ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τόν ὑποσιτισμό καί τόν ὑπερσιτισμό, τήν ἔνδεια καί τήν ἀσυδοσία, ἀκόμη ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τή μόλυνση καί τή ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, τόν ἀποδεκατισμό ἐκλεκτῶν εἰδῶν καί τόν πολλαπλασιασμό μικροβίων καί ἰῶν, τήν καταστροφή τῆς γῆς καί τῆς ἀτμόσφαιρας, μέ ἕνα λόγο ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αἰτία εἶναι ἡ περιφρόνηση καί ἡ καταπάτηση τῆς ἁγίας ἐντολῆς τῆς νηστείας. Διότι, ἄν ὁ ἄνθρωπος νήστευε ἀληθινά, ἄν δηλαδή σεβόταν τόν ἑαυτό του ὡς πνευματικό ὄν, θά σεβόταν καί τή φύση γύρω του καί θά νοιαζόταν νά μήν ἀφανισθεῖ.
Αὐτό ἀποτελεῖ μία μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπουμε τό σύμπαν νά ἐκφυλίζεται. Ἐκεῖνος πού νηστεύει κατά Θεόν, πιστεύει ὅτι δέν εἶναι μόνο σάρκα καί αἷμα, πού κάποτε θά λειώσουν καί θά χαθοῦν, ἀλλά ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα, πού κάποτε θά βρεθεῖ ἀναστημένη, καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν κρατήσει σέ διαρκῆ κι ἀληθινή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς της, τόν Θεό. Ἔτσι δέν φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ μήπως πεθάνει τρώγοντας μόνο ἐκεῖνα πού ὁ Κύριος ἐντέλλεται. Ἔτσι βρίσκει τή δύναμη νά νικήσει τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία περιορίζοντας τήν τροφή του στά ἐπιτρεπτά καί ἀναγκαῖα. Καί ἔτσι δέν ἀντικρύζει τή φύση καί τά ἀγαθά της ὡς ἀντικείμενο μόνο ἐκμεταλλεύσεως, ἁρπαγῆς καί βιασμοῦ γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του, ἀλλά τήν βλέπει ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν, οἶκο οἰκεῖο, δικό του σπίτι, πού θέλει νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, γιά νά τό ἔχει σ’ αὐτή τή ζωή ἀλλά καί στήν ἄλλη, καθόσον κι αὐτό μαζί του θά ἀνακαινισθεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Παλιγγενεσίας. Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ αὐτό τό φρόνημα, ὁ κόσμος ὅλος διατηροῦνταν «καλός λίαν». Ἀπό τή στιγμή πού παρέβησαν τήν ὑπακοή τῆς νηστείας, ὁ παράδεισος ἔγινε κόλαση. Ἡ φθορά τῆς φύσεως ξεκίνησε ἀπό τή διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπου μέσα στήν ἱστορία συναντοῦμε ἐξαπλωμένη τήν ἀνθρώπινη διαφθορά, ἐκεῖ βρίσκουμε καί διευρυμένη τή φυσική φθορά. Τό ἀντίθετο εἶναι ἡ λύση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας ὑπάρξεώς του καί ἁγνεύει καί νηστεύει, ὁ κόσμος μας θά συντηρεῖται καθαρός καί ὡραῖος. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγώνας πνευματικός γιά τόν ἐξανθρωπισμό καί γιά τή θέωσή μας, ἐκεῖ θά ἀπαντᾶ προστασία καί μέριμνα γιά τή φύση.
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς φέρνει τό δικό της οἰκολογικό ἄγγελμα. Ἡ οἰκολογία δέν ἀναφέρεται μόνο στή φύση· ἀρχίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν οἰκοκύρη τοῦ οἴκου γύρω μας, καί εἶναι τότε ἀσφαλής, ὅταν διασφαλίζει πρῶτα τήν πνευματική ἀκεραιότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσκώντας τόν ἑαυτό μας νά φυλάγεται ἀπό τή δουλεία στά κτίσματα, ὅσο ἀγαθά κι ἄν εἶναι αὐτά, μαθαίνουμε νά φυλάγουμε τήν κτίση ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία μας. Μέ ἕνα τόσο ἁπλό τρόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει ἕνα τόσο σπουδαῖο ἀποτέλεσμα, τήν ἐλευθερία ἀπό τή δυναστεία τῆς φθορᾶς.
![]() Γνωρίζεις, ἀδελφέ μου, τό νόημα τοῦ Τριωδίου; Εἶναι ἡ συντριβή πού νιώθει ὁ πιστός, καθώς συνειδητοποιεῖ τήν ἀθλιότητα στήν ὁποία τόν ἔρριξε ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ἡ θερμή προσευχή, πού συνοδεύεται ἀπό μετάνοια καί ἄσκηση, δείγματα τῆς εἰλικρινοῦς διαθέσεως τοῦ χριστιανοῦ νά ἀποκαταστήσει τή σαλευμένη σχέση του μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο, νά ἐπιστρέψει στή χαρά καί στή δόξα τοῦ παραδείσου, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ἁμαρτία τόν ἐξόρισε. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἕνα ἀπό τά τροπάρια πού ψάλλονται στόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως μᾶς προτρέπει· «Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς (=μέ χαρά) ἀπαρξώμεθα...». Ὡστόσο, πρέπει νά τό ὁμολογήσουμε ὅτι δέν εἶναι συνηθισμένη αὐτή ἡ χαρά. Μέσα στήν ἀλλοίωση πού ἐπέφερε ἡ καταναλωτική ἐποχή μας, ἡ ἄνεση ἐξόρισε τήν ἄσκηση. Ἔγινε στόχος καί ὅραμα ζωῆς ἡ καλοπέραση, ἐνῶ ὁ ἐγωκεντρισμός μας ἀπεχθάνεται τήν ἔννοια τῆς μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεως, τίς ὁποῖες προβάλλει τό Τριώδιο. Γι᾿ αὐτό ἠχοῦν παράξενα στ᾿ αὐτιά μας καί φθάνουν ἀποκρουστικά στήν καρδιά μας οἱ ἔννοιες τῆς μετανοίας καί τῆς ἀσκήσεως. Καί φθάνουμε ἔτσι στό σημεῖο νά ἀλλοιώνουμε ἀπελπιστικά τό νόημα αὐτῆς τῆς κατανυκτικῆς περιόδου, συνδέοντάς την μέ ἐκδηλώσεις οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο μέ τή χριστιανική ἰδιότητα δέν συμβιβάζονται, ἀλλά καί αὐτήν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καταρρακώνουν καί προσβάλλουν. Νά ὅμως, πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τό Τριώδιο εἶναι πρόσκληση καί χειραγωγός στήν ἄσκηση. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό ἀσκητικό στοιχεῖο εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό, τό «σῆμα κατατεθέν» τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι στήν οὐσία της ἡ ἄσκηση, ἀπό τήν ἀποχή τροφῶν, πού γίνεται μέ τή νηστεία, μέχρι τήν ἀποχή παθῶν, τή συντριβή τῆς ἰδιοτέλειας καί τήν ἐξάλειψη τῆς μνησικακίας, πού συνιστᾶται ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί τούς πατέρες ὡς πραγματική νηστεία, εἶναι πάντοτε ἕνας σταυρός. Εἶναι μίμηση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Ἄσκηση σημαίνει ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας. Αὐτό τό μήνυμα μᾶς ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία τό μήνα αὐτόν. Μᾶς καλεῖ σέ ἀνάταση, γιά νά μᾶς φέρει στήν Ἀνάσταση. Ἄς ἀγαπήσουμε τήν ἄσκηση κι ἄς προσπαθήσουμε, ὅσο βέβαια μποροῦμε ὁ καθένας. Καλό ἀγώνα, λοιπόν. Καλή Σαρακοστή! Στέργιος Ν. Σάκκος
|
Ἐγώ θέλω ἔτσι. Ἔχω ρυθμίσει τά πάντα. Θέλω τότε, θέλω ἐκεῖ, θέλω αὐτά, θέλω τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι μία καί εἶναι μικρή και μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δύο, τό συζητοῦσα μποροῦσαν νά ἔχουν κι ἄλλοι λόγο. Τώρα πού εἶναι μία, μήν τήν ἀγγίζετε.
«Καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν», ὁ νεώτερος γιός. Ὅσο γίνεται μακριά ἀπ’ τόν πατέρα. Ἐκεῖ κανένας δέν θά ἄγγιζε τή ζωή του καί τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως κι αὐτός ἐδῶ ὁ ὁδοιπόρος ἀπεδήμησε μακριά ἀπ’ τή γῆ τῶν πατέρων του, αὐτός ὅμως ὄχι γιά ν’ ἀντιταταχτεῖ ἀλλά γιά νά ὑποταχτεῖ. Δέν σταματάει πουθενά, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση, εἶναι σέ διαρκῆ ἐγρήγορση. Ποιόν τόπο θά τοῦ δείξει ὁ Θεός; Ὁ ὁδοιπόρος εἶναι ὁ Ἀβραάμ κι ἀνήκει σ’ αὐτούς τούς λίγους πού ἀφήνουν τόν Θεό νά διαλέξει ἀντί γι’ αὐτούς πράγματα πολύ προσωπικά δικά τους, πράγματα αὐτονόητα ὅτι τά διαλέγει ὁ καθένας μόνος του: σέ ποιόν τόπο θά μείνει ἤ ποιά σύζυγο θά πάρει γιά τό γιό του Ἰσαάκ, καί μάλιστα μέ μεσολάβητή τόν δοῦλο του Ἐλεάζαρ. Ὁ μεγάλος ἄρχοντας πατριάρχης σάν ἕνας ὑπηρέτης σκύβει τό κεφάλι σέ ὅλα. Δέν ἔχει δικές του ἐπιλογές.
Ποιός κερδίζει, ποιός χάνει; Παράδοξα πράγματα. Μέ τήν ὑποταγή κερδίζει κανείς αὐτό πού κυνηγάει ὅταν ρίχνεται στήν ἀποστασία καί τό χάνει. Δηλαδή ζωή καί περίσσεια ζωή. Τό πιό σοβαρό σημεῖο σύγκρισης καί σύγκρουσης ὁλωνῶν μας μέ τούς ἄλλους εἶναι αὐτό: τό πῶς διαχειρίζεται καθένας τή ζωή του, πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού ἐπιλέγει σ’ ὅλους τούς τομεῖς εἶναι τό καλύτερο. Ἄρα, ἀφοῦ ἐπέλεξε ὅπως ἤθελε, ἔζησε τή ζωή του. Πληρώνοντας πανάκριβα πολλες φορές σέ χρῆμα, σέ ψέμα, σέ ψυχή, σέ αἷμα. Ὅσο γιά κείνη τή μία ζωή τοῦ Ἀβραάμ πού χάθηκε μές στήν ὑποταγή, ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ παράδεισος λέγεται ἀλλιῶς μέ τ’ ὄνομά του: κόλπος, ἀγκαλιά, τοῦ Ἀβραάμ. Πεινάω ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἐρημιά. Τά γουρούνια περνοῦν καλύτερα ἀπό μένα. Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί κι ἐγώ πεθαίνω! Τοῦς θυμᾶμαι. Κάτι ἄσημοι, κάτι ἀσήμαντοι, κάτι παρακατιανοί ἐκεῖ σέ μιάν ἄκρη μέσα στό σπίτι μου, γαντζωμένοι ἐκεῖ χορταίνουν ψωμί καί λαμπυρίζει ἡ ζωή στά μάτια τους. Θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου νά μέ κάνει σάν ἕνας ἀπό αὐτούς. Σάν ἕναν ὑπηρέτη του. Γιά παραπάνω δέν ἀξίζω.
Γιά ποιόν εἶναι αὐτή ἡ χρυσή στολή στά χέρια τοῦ πατέρα;
Ὄχι ὅτι κι αὐτή τή φορά δέν ἔχω νά σοῦ κάνω ὑποδείξεις γιά τή ζωή μου, Κύριε. Ἔχω, καί μάλιστα πολλές. Στίς ὑποδείξεις, ἰδίως πρός Ἐσένα, τά κατάφερνα πάντοτε καλά. Τώρα ὅμως, κλεισμένος σάν τόν τυφλοπόντικα μές στό λαγούμι πού ἔσκαψα μόνος μου μέ τίς ἐπιλογές μου, δέν μέ παίρνει αὐτή τη φορά νά σοῦ κάνω ἄλλες ὑποδείξεις. Γι’ αὐτό πές μου Ἐσύ κι ἐγώ κι ἐγώ θά προσπαθήσω νά ὑπακούσω.
Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐν ἐπιγνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τό μεῖζον καί σπουδαῖο θέμα, πού συνέχει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου φτωχοῦ ἤ πλούσιου, διάσημου ἤ ἄσημου, πιστοῦ ἤ ἄπιστου, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς μοναδικῆς καί μονάκριβης ψυχῆς του. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἴσως δείχνει ἀπροβλημάτιστος, καθώς περπατᾶ στό διάστημα καί «ἀπολαμβάνει» τίς δικές του εἰκονικές πραγματικότητες στόν κυβερνοχῶρο. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά νιώθει ἀσίγαστη τή φλόγα γιά ζωή, χαρά, πληρότητα. Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά αὐθεντικά ἐκδηλώματα τῆς σωτηρίας.
Ὡστόσο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει μόνος του τή σωτηρία, ὅσο ἄξιος καί ἅγιος κι ἄν εἶναι. Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἑκάτερα συγκεκρᾶσθαι προσήκει (=πρέπει νά συνδυασθοῦν τά δύο)», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί βέβαια ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τι 2,4). Γι᾿ αὐτό τό σκοπό πραγματοποίησε τήν κοσμογονική παρέμβασή του στόν κόσμο. Ἔχει γιά ὅλους ἕτοιμη τή σωτηρία (Α' Πε 1,5). Σώζονται ὅμως μόνο ὅσοι τό θέλουν κι ἐκφράζουν αὐτή τή θέλησή τους μέ τή μετάνοια (πρβλ. Α΄ Τι 4,10).
Τή μετάνοια θέτει ὡς ἀνυπέρθετη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς (Λκ 2,11). Μέ τό εὐαγγέλιό του, τό κατεξοχήν καλό ἄγγελμα, καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καλεῖται ὁ καθένας νά κάνει τήν ἐπιλογή του, ἡ ὁποία θά προδικάσει καί τό αἰώνιο μέλλον του, τή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλειά του.
Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ· «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φι 2,12). Δέν ἐπιτρέπεται καμία ὀλιγωρία, ἀμέλεια ἤ ἀναβολή· «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε» (Ἑβ 3,7 πρβλ. Ψα 94,8) «μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς», διότι «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β' Κο 6,1-2).
Ρέπει, ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀμέλεια. Κι ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ἀπορρίπτουν τό θεϊκό προσκλητήριο, ἀναβάλλουν ὅμως τή συμμόρφωσή τους πρός αὐτό. Δέν διαγράφουν τή μετάνοια, ἀλλά τή μεταθέτουν στό μέλλον κι ἐκθέτουν ἔτσι σέ σοβαρό κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ἐκεῖνος ὁ τραγικός τύραννος τῶν Θηβῶν, ὁ Ἀρχίας, ἀναβάλλοντας «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» ἔχασε τήν ἐξουσία καί μαζί τή ζωή του, ποιός ἐγγυᾶται σέ μᾶς ὅτι θά ἔχουμε δικό μας τό αὔριο, ὥστε τότε νά μετανοήσουμε;
Ἰσχυρό καί ἠχηρό μᾶς ἀπευθύνει τό σωτήριο «νῦν» ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καί, μέ τήν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν ὅλοι «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Ἀναλογιζόμενοι «τά πλήθη τῶν πεπραγμένων δεινῶν» μας, ἀλλά καί προσβλέποντας «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Θεοῦ, μέ συντριβή καί ταπείνωση, μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση γινόμαστε ἀποδέκτες τῆς χάριτος καί τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή τήν πολύτιμη προσφορά, αὐτή τή μεγάλη εὐκαιρία, μή τήν ἀμελήσεις, ἀδελφέ μου. Σπεῦσε νά τήν ἀξιοποιήσεις μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα καί χωρίς ἀναβολή !
Παλιά καί πολυσήμαντη ἡ λέξη βρίσκει στίς μέρες μας μία πλούσια καί πολυποίκιλη χρήση, κάποτε δέ καί κατάχρηση. Ἡ σημασία της ἀναδύεται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν συνθετικῶν της. Ὑπέρ + βαίνω = βαίνω ὑπέρ, περνῶ πάνω ἀπό κάποιο ὅριο, τό ξεπερνῶ.
Εἶναι αὐτονόητο, βέβαια, ὅτι αὐτό τό ξεπέρασμα νοηματίζεται ἀπό τή σημασία, τήν ἀξία ἤ ἀπαξία, τοῦ ὁρίου πού ξεπερνᾶ κανείς. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου, γιά παράδειγμα, ἀναδεικνύει τόν γενναῖο· ἡ ὑπέρβαση τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος, τόν ἥρωα· ἡ ὑπέρβαση τῶν προσωπικῶν δικαιωμάτων γιά χάρη τοῦ ἄλλου χαρακτηρίζει τόν ἀλτρουϊστή. Ἀντίθετα, ἡ ὑπέρβαση τοῦ νόμου κάνει τόν παραβάτη· τῶν ἁρμοδιοτήτων, τόν θρασύ καί πολυπράγμονα κ.ο.κ.
Ἐχθροί καί φίλοι, βέβαια, χαίρονται νά συμμετέχουν στά εὐχάριστα. Τό νά θέλεις ὅμως νά μοιραστεῖς τή στενοχώρια τοῦ ἄλλου εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού ὑπερισχύει στήν ἀγάπη. Αὐτή τήν ὑπέρβαση θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες πνευματικές ὑπερβάσεις. Μάλιστα ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία διανύουμε, εἶναι ἡ κατεξοχήν περίοδος τῶν πνευματικῶν ὑπερβάσεων. Μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τό νόημα καί τό στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἐπανεκκίνηση καί ἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Βασικά ὅλη ἡ πνευματική ζωή, ἡ ζωή τῆς πίστεως, εἶναι μία ὑπέρβαση. Χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν παροῦσα ζωή, τήν ὑπερβαίνεις γιά ν᾿ ἀγκαλιάσεις τή μέλλουσα· σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται «μέλλων αἰών», σέ ἀντίθεση πρός τόν παρόντα, πού χαρακτηρίζει τήν ἀπνευμάτιστη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, δίνοντας προτεραιότητα στή μέλλουσα πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, κερδίζεις καί ἀξιοποιεῖς καλύτερα τήν παροῦσα.
Ὑπερβαίνει ὁ πιστός τό προσωπικό του θέλημα, γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀπαιτεῖ κατανίκηση τῶν παθῶν, καταπάτηση τῶν ἐγωιστικῶν ὑλικῶν συμφερόντων, μία διαδικασία καθόλου εὐχάριστη. Κι ὅμως, ὅταν κατορθώσει κανείς νά κάνει αὐτή τήν ὑπέρβαση, ἀνακαλύπτει ὅτι τό πραγματικό του συμφέρον δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά μόνο τό παράδειγμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν καταναλωτικό πυρετό τῆς ἐποχῆς μας φαίνεται σάν ἀνυπόφορη στέρηση καί ἀσφαλῶς θεωρεῖται δυσάρεστη ἐκ πρώτης ὄψεως. Κι ὅμως σήμερα ἐπιβεβαιώνεται ἡ χρησιμότητα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἄσκησης ὄχι μόνο ἀπό ἐκείνους πού τήν παραδέχονται, ἀλλά καί ἀπό ἐκείνους πού τήν περιφρονοῦν μέν, ἀλλά μιλοῦν γιά ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης τοῦ ὀργανισμοῦ κτλ.
Νηστεία ἀληθινή εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τό θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς ἐπιθυμίες, τήν κατάκριση, τό ψέμα καί τήν ψευδορκία, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Προτείνει, δηλαδή, μία σειρά ὑπερβάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκεῖται ὁ πιστός. Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἀσκήσεις μοιάζουν σάν τό κοντάρι πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἀθλητής στό ἅλμα ἐπί κοντῷ, γιά νά ἐκτοξευθεῖ στήν ἐπιτυχία. Γι᾿ αὐτό τήν ἀγαποῦν ἰδιαίτερα οἱ χριστιανοί τήν περιόδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Καλό ἀγώνα, ἀδελφοί μου. Καί μέ τή νίκη!
Στέργιος Σάκκος
Ἡ ἀμέλεια εἶναι ἐχθρός φοβερός καί ὕπουλος! Σέ κάνει νά πιστεύεις ὅτι δέν κάνεις τίποτα κακό, φοβερό καί μή ἀναστρέψιμο. Ἐκεῖ ὅμως πού σοῦ δίνει βολή χαριστική εἶναι στό παιχνίδι τοῦ χρόνου. Δέν σοῦ λέει εὐθέως «μήν κάνεις κάτι», δέν σ᾿ ἀφήνει ὅμως καί νά τό κάνεις ἄμεσα. Σοῦ διατηρεῖ μία ἐλαφρά αἰσιοδοξία, πού θυμίζει τήν τύχη τῶν τροφῶν τίς ὁποῖες διατηροῦμε στή συντήρηση τοῦ ψυγείου. Δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές καταλήγουν στόν κάδο ἀπορριμμάτων καί ὄχι στό στομάχι μας, γιά τό ὁποῖο προορίζονταν.
Φοβᾶμαι πώς κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά καί μέ τά ὄνειρά μας. Πολλά ἀπ᾿ αὐτά καταλήγουν σέ κάποιον... κάδο, ἀχρηστεύονται, δηλαδή, ἀπραγματοποίητα. Γιά ποιό λόγο; Διότι ἀμελήσαμε ἀναβάλλοντας νά τά πραγματοποιήσουμε· νιώθαμε τόσο σίγουροι, πεπεισμένοι σχεδόν, ὅτι ὅλος ὁ χρόνος εἶναι μπροστά μας, καί μᾶς ἀνήκει ὁλοκληρωτικά! Ἔτσι περνοῦμε μιά ζωή ἐφησυχάζοντας· πλησιάζουμε τό στόχο, ποτέ ὅμως τόσο, ὥστε νά ᾿ναι πραγματοποιήσιμος, καί νομίζουμε ὅτι περπατοῦμε στόν σωστό δρόμο καί τά πράγματα βαίνουν «καλῶς λίαν»! Τόσο πού παραλίγο νά τά πετυχαίναμε κιόλας, ἄν δέν ἀναβάλλαμε διαρκῶς. Βιώνοντας τή μετριότητα τοῦ «δέν κάνω κάτι κακό» παραλείπουμε δραματικά νά κάνουμε κάτι καλό, κάτι πού θά μᾶς φέρει πιό κοντά στό στόχο μας, στήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς καθημερινότητας!
![]() Οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦν πού μέ βλέπουν νά τρέχω σέ συνάντησή σου. Τί ἀντιπροσωπεύει ἕνας μακρινός Θεός μέσα στόν κόσμο αὐτό; «Τίς δείξει ἡμῖν τά ἀγαθά;» Ὅμως ἐγώ ξέρω πώς Ἐσύ μᾶς συντρόφευσες, ἔσκυψες ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ ν’ ἀκούσεις τόν στεναγμό μας, ν’ αὐξήσεις τή χαρά μας. Μέ διαβεβαιώνουν γι’ αὐτό μέ τήν πεῖρα τους οἱ χοροί τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες. «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐάν πεποιθώς ἐπ’ αὐτῷ ᾦ ἔσται μοι εἰς ἁγιασμόν». Κι ἐγώ θέλω νά σοῦ πῶ πώς σέ Σένα ἐναπόθεσα τήν ἐλπίδα μου. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι». Ὁ ἑαυτός μου, ὁ κόσμος, οἱ ἐχθροί μου… Καί ἐγώ ἀδύναμος μπροστά τους… «Τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μου τό ἄϋπνον ἐπίστασαι». Ζητῶ τήν ἐπέμβασή Σου. «Κύριε, τῶν δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ». Ὅμως μπροστά στά μάτια μου ὑψώνονται αἱ ἁμαρτίες μου. Μέ ποιά παρρησία νά σοῦ μιλήσω; Ἀλλά σύ εἶ Θεός τῶν μετανοούντων, καί τῆς εἰρήνης, τήν ὁποία δίνεις, «οὐκ ἔστιν ὅριον». Γι’ αὐτό κλίνω γόνυ καρδίας καί δέομαι. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Δίπλα μου οἱ ἀδελφοί μου. Σκέπασέ μας μέ τή σκέπη τῶν πτερύγων σου καί εἰρήνευσε τή ζωή μας. «Τοῖς μισοῦσι καί ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε». Ἡ νύχτα σιγά-σιγά τά σκεπάζει ὅλα γύρω μου. Μά δέν μέ φοβίζει. Μόνο «καταξίωσον καί τό νυκτερινόν στάδιον ἀμέμπτως διελθεῖν». Μήν ἐπιτρέψεις νά δώσω τόπο στόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μου. «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου ἴσχυσα πρός αὐτόν». Ἄς δοξολογῶ παντοῦ καί πάντοτε τό ἅγιο ὄνομά Σου. Μέσα στήν κατάνυξη, μέ τήν ὁποία μέ πλημμύρισες, τό Ἀπόδειπνο τελείωσε. Εἰρηνικός ἀφήνω τόν ναό σου. «Ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου σύ εἶ ὁ Θεός μου». Κύριλλος
|
![]() Καί μέ κυριεύει ἕνας μυστικός σπαραγμός σάν ἀναλογίζομαι τήν κίνηση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί μαζί καί δική μου· νά πετάξει ἀπό πάνω του τή θεοΰφαντη στολή παραβλέποντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Ἐξεβλήθη Ἀδάμ τοῦ παραδείσου διά τῆς βρώσεως· καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Μέ τί λόγια τάχα νά κλάψω ὅ,τι πολύτιμο ἔχασα; Τή δόξα καί τήν τρυφή μαζί μ’ ὅλα τ’ ἀγαθά; Πῶς θά μπορέσω νά ξαναδῶ τό ὡραιότατο κάλλος, τήν ἄληκτο εὐφροσύνη, τήν ἀπόλαυση τῶν δικαίων; «Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα». Κι ἀπ’ ὅλα πιό πολύ πῶς δέν θά ξανακούσω τή φωνή τοῦ Θεοῦ μου; «Καί γνῶθι καί ἰδέ ὅτι πικρόν σοι τό καταλιπεῖν σε ἐμέ». Δέν θά σ’ ἀπολαύσω πλέον, παράδεισε, τόπο τῆς «μεγίστης ἡδονῆς καί τρυφῆς αἰωνίου»; Δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Κύριο καί Θεό μου; «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα». Βρίσκομαι, λοιπόν, στόν τόπο τῆς παροικίας μου. Πικρό τό ψωμί πού τρώω μέ τόν ἱδρώτα μου. Ἀλλά δέν φεύγει ἀπό τά μάτια μου ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου Σου κι ἡ καρδιά μου ὁλόκληρη εἶναι στραμμένη σέ Σένα. Δέν θέλω νά ξαναβάλω καρπό παρακοῆς στό στόμα μου. Θά νηστέψω, Κύριε, νά ἑλκύσω τή συγγνώμη Σου. Θά ἁγνίσω τήν ψυχή καί τή σάρκα μου, μήπως καί δῶ πάλι τό ἅγιο πρόσωπό Σου. «Μωσαϊκῶς τήν τετράδα τῆς δεκάδος νηστεύσωμεν καί δάκρυσι τόν Κύριον ἐκζητήσωμεν». Ξέρω πώς δέν ἀποστρέφεσαι τή συντετριμμένη καρδιά. Ἐσύ ὁ ἴδιος μέ γέμισες μ’ ἐλπίδα. «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά Σε». Γι’ αὐτό, κι ἄν δέν τολμῶ νά γυρίσω τά μάτια στόν οὐρανό, στενάζω ἱκετεύοντας. Κι ἄν δέν ἔχω λόγια δικά μου νά σοῦ μιλήσω, σοῦ κράζω τοῦ τελώνη τήν εὐχή: «σοί προσπίπτω ἐν ταπεινώσει, ἱλάσθητί μοι ὁ Θεός καί ἐλέησόν με καί σύν αὐτῷ με ἀρίθμησον». Ἄδειος ἀπό τά πλούτη πού μοῦ χάρισες στέκομαι μπροστά σου. Ὅλα τά ξόδεψα. «Τῆς πατρώας δόξης σου ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον». Ποῦ ὁ κόπος τῆς ἀγάπης καί ἡ χάρη τῆς καλωσύνης; Ποῦ ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος; Ποῦ τῆς ἐλεημοσύνης τό ἔργο καί τῆς εἰρήνης τό πρόσωπο; «Τόν πλοῦτον ἠνάλωσα ὅνπερ ἔλαβον, τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα». Ἀλλά δέν ἔχω σπίτι ἄλλο ἔξω ἀπό τό δικό Σου, δέν ὑπάρχει γιά μέ κατοικία ἄλλη ἀπ’ τήν οὐράνια πατρίδα. «Ὅθεν σοι τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν κραυγάζω, ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, πάτερ οἰκτίρμον. Δέξαι με μετανοοῦντα καί ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Γιατί ποιός εἶναι δυνατόν νά ζήσει αἰώνια μακριά Σου; «Κλαίω καί ὀδύρομαι ὅταν εἰς αἴσθησιν ἔλθω, τό πῦρ τό αἰώνιον, σκότος τό ἐξώτερον καί τόν τάρταρον…». Τί φόβος τότε, «ὅταν βίβλοι ἀνοιγήσωνται καί φανερωθήσωνται πράξεις ἀνθρώπων»! Πῶς θά γευθῶ ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς γιά νά ζήσω μαζί Σου; Ἀφήνομαι ὁλόκληρος στήν εὐσπλαγχνία Σου. Νά, ἀπό τώρα κιόλας μπαίνω στό στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἕτοιμος γιά τ’ ἀγωνίσματα, γιά νά πάρω ἀπό τά χέρια σου στό στεφάνι τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς· «ἀναζωσάμενος τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν». Καί γιά νά ἀξιωθῶ μαζί μέ τούς ἀδελφούς «κατιδεῖν τό πάνσεπτον πάθος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα». Κύριλλος
|