Μιά ἀνάλυση τῆς περικοπῆς τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ, ὅπως περιγράφεται στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο, ὁδηγεῖ στή διάκριση τεσσάρων προσώπων πού ἀντιπροσωπεύουν τέσσερις κόσμους.
Ὁ π ρ ῶ τ ο ς παραλληλίζεται μέ τόν ἄνθρωπο πού δέχτηκε στό σπίτι του τόν Ἰησοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού μέ τή ζωή τους διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται στόν οἶκο τῆς ψυχῆς τους, ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἔχουν γεμίσει οἱ ἴδιοι ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τό γεγονός αὐτό δέν μένει κρυφό, δέν μπορεῖ νά μείνει κρυφό. Καί ἡ παρουσία ἀκριβῶς ἀνθρώπων πεπληρωμένων, ἀναπόφευκτα συνοδεύεται ἀπό συρροή καί συγκέντρωση ἄλλων πού ζητοῦν βοήθεια.
Τόν δ ε ύ τ ε ρ ο κόσμο ἀντιπροσωπεύουν οἱ ἄνθρωποι πού ἔφεραν τόν παραλυτικό μπροστά στόν Ἰησοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού γεύτηκαν οἱ ἴδιοι τή ζωή τοῦ εὐαγγελίου καί εὐαγγελίζονται καί σέ ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πάντα διακόπτουν τήν ἀνάπαυσή τους, γενναιόδωρα προσφέρουν τή δύναμη καί τήν εἰδικότητά τους καί φορτώνονται τά βάρη τῶν ἀλλων. Ὁ ρόλος τους δέν εἶναι περιπτωσιακός ἀλλά συνεχής, δραστήριος καί ἀπαιτητικός. Γίνονται οἱ φορεῖς! Μέ ποικίλους τρόπους ὁδηγοῦν ψυχές στό Χριστό. Καί ἡ προσέγγιση ἀπαιτεῖ εὐφυΐα καί ἐπιμονή, ὅπως τήν ἔδειξαν μέ τόν τρόπο τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ παραλυτικοῦ.
Ὁ τ ρ ί τ ο ς κόσμος περιλαμβάνει ὅλους ἐκείνους πού ἔχουν κοινά γνωρίσματα μέ τόν παραλυτικό τῆς περικοπῆς. Πάντα μιά φυσική κλινική ἀσθένεια χρειάζεται θεραπεία. Ἀλλά πολύ περισσότερο αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καί τό ὁποῖο τόν ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε κακό, εἶναι ἡ πνευματική ἀποκατάσταση καί παλινόρθωση. Οἱ φοβερές ἀρρώστιες τοῦ κόσμου μας μαρτυροῦν γιά τή φθορά, πού εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἁμαρτία. Ὅλοι μας δοκιμαζόμαστε ἀπό μιά πνευματική ἀσθένεια, πού θά βρεῖ ἀνταπόκριση καί θεραπεία μόνο σέ πνευματική φροντίδα.
Οἱ διεθνεῖς συμβάσεις εἶναι ἀδύναμες γιά νά μᾶς δώσουν τό ἀληθινό φάρμακο. Ἀπαιτεῖται μιά πανίσχυρη συμφωνία, μιά αἰώνια καταλλαγή, πού θά μᾶς ἐξασφαλίσει τή σωτηρία. Πόσο δύσκολο ὅμως γιά τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας! Θεωροῦμε τό πετρέλαιο πιό σημαντικό ἀπό τό αἷμα, τή γῆ ἀνώτερη στήν ἀξία ἀπό τόν ἄνθρωπο. Πετοῦμε σάν ἄκυρο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, καί ἐμπιστευόμαστε στήν πολεμική σάλπιγγα καί τό ὀξύ ξίφος. Ἀλλά κι ἔτσι, μποροῦμε νά βροῦμε τή θεραπεία. Ὁ Ἰησοῦς μέ τό εὐαγγέλιό του ἔφερε τήν καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, τήν ἄφεση καί τή δύναμη νά τήν νικοῦμε. Ἀπό μᾶς μένει νά βροῦμε τούς ὁδηγούς πού θά μᾶς φέρουν κοντά Του.
Τόν τ έ τ α ρ τ ο κόσμο ἀντιπροσωπεύει ἡ μερίδα τῶν γραμματέων. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μέ τό περιφρονητικό χαμόγελο στά χείλη, τό κατσούφιασμα στό πρόσωπο καί μέ τήν περισπούδαστη ἔκφραση τοῦ ἐξεταστῆ, τοῦ ἐρευνητῆ. Ὅμως δέν βλέπουν τίποτε, τά μάτια τους εἶναι κλειστά. Γι’ αὐτούς ἡ νοοτροπία τους εἶναι τό πᾶν· ἀντίθετα, ἡ ἀνθρώπινη ἀνάγκη, πού λένε πώς τήν ὑπηρετοῦν, καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ἰσχυρίζονται πώς τό μελετοῦν, δέν εἶναι τίποτε. Εἶναι τό χειρότερο εἶδος τύφλωσης, πού ὁδηγεῖ σέ μεγάλη καταστροφή. Ἄνθρωποι ὅλοι, καί μπροστά μας ὁ Ἰησοῦς. Τά διαπεραστικά Του μάτια διαβάζουν τή σκέψη μας καί βλέπουν τίς κρυφότερες πλευρές τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γυάλινα σπίτια εἴμαστε μπροστά στό βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Τίποτε μυστικό πιά ἀπ’ Αὐτόν. Ὁ Θεός διορᾶ καί ἐποπτεύει. Ἡ θεραπευτική ματιά Του καί ὁ σωτήριος Λόγος Του θά μᾶς χαρίσει τήν θεραπεία καί τήν ὑγεία. Φτάνει μόνο νά βροῦμε τό δρόμο πού θά μᾶς φέρει κοντά Του καί νά δείξουμε τήν πίστη πού θά κάνει τή χάρη Του δική μας.
Ἡ σιγή, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα. Ἦταν ἡ πρώτη ἡ μέρα ἡ ἀναστάσιμη μέσα στήν κατανυκτική ἡσυχία τῆς Σαρακοστῆς. Σήμερα οἱ ἐκκλησιές γέμιζαν περισσότερο. Διψοῦσαν οἱ ὀρθόδοξες καρδιές νά δοῦν τά σηκωμένα ἑξαπτέρυγα, νά κοινωνήσουν στή συγκίνηση: «Αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε». Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας! Πολύτιμη· ἀγαπημένη· μεγαλόπρεπη!
Σκιρτοῦσε κι ἡ δική μου, ἀνώνυμη ὀρθόδοξη καρδιά. Μπροστά στά μάτια μου περνοῦσαν τά εἰκονίσματα· κι ἔβλεπα στή ζωγραφισμένη Βίβλο τους τό δόγμα καί τήν πράξη· τήν ἀλήθεια καί τό βίωμα... Πρῶτα ὁ Κύριος, μία μορφή ἀνθρώπινη πού ὅμως τό χέρι πού εὐλογοῦσε καί τό φωτοστέφανο μέ τή γραμμένη μετοχή τοῦ ἐνεστώτα μαρτυρούσανε: Θεός· Θεός καί ἄνθρωπος, οἱ δύο φύσεις πού ἑνώθηκαν. Κι ὕστερα ἡ μητέρα Του μέ τά τρία ἀστέρια στήν ἐσθήτα της: Παρθένος· πρίν τόν τόκο, κατά τόν τόκο, μετά τόν τόκο· ἀειπάρθενος. Ἡ πίστη μου: τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή δική μου ἀνάσταση. Κι ὕστερα ἐν πομπῇ ἐκεῖνοι πού ἔκαναν τήν πίστη μου ζωή: ἡ Αἰκατερίνη· ἡ Σοφία· ὁ Δημήτριος... Τούς γνώρισα ἀπό τά διακριτικά τους εὔσημα: ἡ Αἰκατερίνη στόν τροχό, πού ἑτοιμάστηκε γιά νά διαμελίσει τό νεανικό κορμί της· ἡ Σοφία μέ τά τρία της παιδιά, πού τά εἶδε ἕνα-ἕνα νά ματώνουν καί νά ξεψυχοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ὁ Δημήτριος μέ τήν πορφύρα τοῦ ἀξιωματικοῦ, πού τήν κατέθεσε σάν σκύβαλο στά πόδια τοῦ Κυρίου του. Πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πάλι ὁμολογία καί θυσία. Ὁ Ἀθανάσιος, μία ζωή ἐξόριστη, κατατρεγμένη στά πηγάδια πού ὅμως φώναζε: «ὁμοούσιος»· καί ὁ Σπυρίδωνας, ὁ ἁπλοϊκός βοσκός πού μέ μιά χούφτα ἀπό πλινθιά ὑπέγραψε τό ἀσύλληπτο γιά τήν ἁπλοϊκή μας νόηση: τρία τά πρόσωπα μά ἕνας ὁ Θεός· καί πίσω του -λίγες φορές τόν εἶχα δεῖ καί χάρηκα- ὁ Μᾶρκος. Ὁ Μᾶρκος ὁ πραΰς, πού τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό», πού ὅμως ἀρνήθηκε ἀμετάκλητα, μόνος αὐτός, νά ὑπογράψει ἕνωση Ὀρθοδοξίας κι αἵρεσης, κάνοντας τόν προκαθήμενο τῆς Ρώμης νά ἀναφωνήσει ἀπογοητευμένος: «Μᾶρκος οὐκ ὑπέγραψε. Οὐδέν ἐποιήσαμεν». Ὁ Μᾶρκος ὁ μειλίχιος...
Διέσχιζαν τήν ἐκκλησία τά εἰκονίσματα. Εἰκόνιζαν τά βήματα τῆς Ἐκκλησίας μές στούς αἰῶνες τῶν ἀνθρώπων· μία πορεία σταυρωμένη, γιά ν’ ἀνεβαίνει ὁ κόσμος στήν ἀνάσταση!
Κι ἄκουγα ἀπό τά χείλη τῶν ἱερέων κι ἀπό τά χείλη τά δικά μου πού ἀκολουθούσανε συγκινημένα τόν ὕμνο τῶν ἀναστημένων: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Τήν κατάθεση τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ: «Οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν· οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν... οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν». Καί ἄκουγα μέσα σ’ αὐτά τά «οὕτω» τήν κραυγή· κραυγή αἱμάτων πού τή φώναζαν ὅλοι μαζί, κι ἡ Αἰκατερίνη καί ὁ Μᾶρκος κι ὁ Σπυρίδωνας, δείχνοντας ὥς ἐμᾶς τά εὔσημα τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου τους: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία».
Χτυποῦσαν οἱ καρδιές, δακρύζανε τά μάτια τῶν πιστῶν: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί πάλι μιά κραυγή, πού ἀρθρώνουνε μαζί τό Πνεῦμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐσταυρωμένη Ἐκκλησία Του· ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού ἀφουγκράζεται τούς κραδασμούς καί τό κλυδώνιο μέσα στή θάλασσα τοῦ κόσμου μας.
Σήμερα ἡ θάλασσα ἀπειλεῖ νά ἀφανίσει ὅλες τίς στεριές· νά σβήσει κάθε σύνορο· ὅλοι μας ἕν· μία παγκόσμια δεσποτεία πού ὑποδουλώνει· μιά καταιγίδα πού ἀντιμάχεται καί τή μοναδική ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ν’ ἀναπνέει ἐλεύθερα, τή μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἦταν ν’ ἀλλάξει ἕνα «ι»· «ὁμοιούσιος» ἤ «ὁμοούσιος»· τώρα ἀλλάζει μιά κατάληξη: οἰκουμενικότητα ἤ οἰκουμενισμός. Ὅλοι μας ἕν. Ὄχι μονάχα μέ τόν πάπα, ὅπως τότε, μά μέ τόν κάθε πλανεμένο πού βάφτισε «ἐκκλησία» τήν αὐθαιρεσία του...
Πλανεύουνε οἱ λέξεις τίς καρδιές· ἀκόμα καί ἐκεῖνες πού ἀναπνέουν μές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅπως γινόταν πάντοτε, ἀπό τήν ὥρα πού στή Μίλητο προφήτευσε μέ πόνο ἡ καρδιά τοῦ Παύλου: «Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα». Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν... Καί ἡ ἴδια ἀποστολική καρδιά φωνάζει στά παιδιά της ἐναγώνια: «μή ποτε παραρρυῶμεν», μή χάσουμε τό δρόμο μας· γιατί ἡ θάλασσα δέν ἔχει ὁδοδεῖκτες· γιατί οἱ λέξεις εὔκολα ἀλλάζουνε· γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους ξέρει νά μεταμφιέζεται σέ ἄγγελο φωτός.
«Μή ποτε παραρρυῶμεν»: Μή λησμονήσουμε ὅτι ἀγάπη δίχως τήν ἀλήθεια εἶναι λέξη κίβδηλη· ὅτι ἀγάπη δέν σημαίνει νά πνιγῶ μαζί σου, ἀλλά νά σοῦ ἁπλώσω σωστικά τό χέρι μου· ἀγάπη εἶναι ν’ ἀρνηθῶ νά μοῦ λερώσει τό νερό, γιά νά τό φέρω γνήσιο στά διψασμένα χείλη σου.
Κι ἄν ἐμεῖς ἐπιπόλαια τό ξεχνοῦμε αὐτό, ἔχουμε νά μᾶς τό θυμίζουνε ὅλους ἐκείνους πού περνοῦνε στά εἰκονίσματα· τόν ἠγαπημένο μαθητή, υἱό ἀγάπης καί υἱό βροντῆς, τόν Ἰωάννη, πού δίπλα στό «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι» ἔγραψε τό «εἴ τις ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει... χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε»· τόν Μᾶρκο πού οἱ αἰῶνες τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό» κι ὅμως ἀρνήθηκε νά βάλει τήν ὑπογραφή· ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν πολύ περισσότερο ἀπό μᾶς- μέχρι ὁμολογίας καί θυσίας- τόν Θεό καί τήν εἰκόνα Του.
Πῶς νά προδώσουμε τό τόσο αἷμα τῆς ἀγάπης πού ἄρδευσε τήν πίστη μας; Γιατί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ἀκόμη ἀνεξόφλητη τήν τελευταία ἐντολή ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Βγεῖτε στοῦ κόσμου τίς γωνιές καί μαθητεύσατε τούς πλανημένους καί διεφθαρμένους, τούς ἀγνοούντας καί κακοφρονούντας, τούς ἔρημους καί ἀπνευμάτιστους. Δῶστε τους Πνεῦμα! Δῶστε τους ἀλήθεια! Δῶστε τους Θεό! Δῶστε τους τήν Ὀρθοδοξία σας, πού -ἀλίμονο- μήν τήν προδώσετε γιά τίποτα!
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί οἱ ψυχές τῶν πιστῶν, ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού συντονίζεται ἐν Πνεύματι, στρέφει τό βλέμμα της στόν Παντοκράτορα καί δέεται: «Κύριε τῶν Δυνάμεων, προστάτευσε τό σκάφος Σου. Στεῖλε μας ἕναν καινούργιο Ἀθανάσιο, ἕναν Μᾶρκο, νά ἑνωθοῦνε οἱ καρδιές μας γύρω ἀπ’ τή δική του, νά φυλάξουμε... Κάνε κάτι, Κύριε!».
Τό βλέμμα χαμηλώνει σιωπηλά. Ἔχει ὁ Παράκλητος παρηγορήσει τίς καρδιές. Ἄς φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος καθεύδει «ἐπί τῇ πρύμνῃ». Τό θαῦμα περιμένει τήν προστακτική φωνή στή θάλασσα: «Σιώπα! Πεφίμωσο!»
Τό σκάφος Του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του δέν εἶναι δυνατόν νά βυθιστεῖ. Τήν ἵδρυσε ὁ Ἴδιος πάνω στήν πέτρα τῆς ὁμολογίας τοῦ θερμοῦ του μαθητῆ καί ὑποσχέθηκε πώς «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Τό σκάφος θ’ ἀράξει στό λιμάνι τ’ οὐρανοῦ. Ἀρκεῖ μέσα σ’ αὐτό, πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πίσω ἀπό τούς Ἀθανάσιους καί τούς Μάρκους, τούς χθεσινούς καί τούς μελλούμενους, νά εἴμαστε ἐμεῖς, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι· κάθε καρδιά πού ἐν ἔτει 2013 μέσα στούς βρυχηθμούς τοῦ οἰκουμενισμοῦ φωνάζει ἀνυποχώρητα: «Δέν θά σέ ἀρνηθοῦμε, ἀγαπημένη Ὀρθοδοξία μας· κι ἄν χρειαστεῖ, μύριες φορές γιά σένα θά πεθάνουμε».
«Ἔρχου καί ἴδε!». Δύο ἔντονες προστακτικές, δύο ἰσχυρές προτροπές, τίς ὁποῖες διαβάζουμε στό ἱερό Εὐαγγέλιο (Ἰω 1,47). Δύο ἠχηρές λέξεις πού προτρέπουν γιά μιά ἀλλαγή πορείας, γιά μιά νέα ζωή.
Πρόκειται γιά μιά πρόσκληση σέ κάτι νέο, ἀξιόλογο καί πολύ διαφορετικό. Πρόκειται γιά τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τῶν κάτω μέ τά ἄνω, τῆς γῆς μέ τόν οὐρανό. Σέ κάθε συνάντηση ἔχουμε τό λιγότερο δύο πρόσωπα, δύο ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, πού ἐπικοινωνοῦν, συνομιλοῦν, συνεργάζονται. Προϋπόθεση, ὅμως, τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ἡ ὑπέρβαση καί ὑπερνίκηση ἐγγενῶν δυσκολιῶν πού γεννᾶ ὁ ἀνθρώπινος ἐγωισμός. Γιά νά ἐπικοινωνήσουν δύο ψυχές, γιά νά ἔλθει ὁ ἕνας ἄνθρωπος κοντά στόν ἄλλο, χρειάζεται θέληση καί ὑπερνίκηση τῆς φιλαυτίας καί ὅσων γεννῶνται ἀπ᾿ αὐτή. Μόνο ὅταν πέσουν τά κάστρα τῶν ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν, θά ἀνοίξει ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν ἄλλο, στήν ἄλλη ψυχή. Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε κοινωνική συνάντηση, γιά κάθε συνάντηση ἀνθρώπων, κατά μείζονα λόγο ἰσχύουν γιά τή συνάντηση ἑνός ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ πρόσκληση «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι διαχρονική. Τήν ἀπευθύνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του πρός κάθε ἄνθρωπο. Τήν ἀπευθύνουν πρός κάθε ἄνθρωπο οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί καί ὅλοι ὅσοι ζοῦν στούς κόλπους τῆς μίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ἀκούγεται ἡ φωνή αὐτή. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού τήν ἄκουσαν. Πολλοί συμμορφώθηκαν πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Πολλοί ἀκολούθησαν τή γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Καί κέρδισαν, ὠφελήθηκαν, σώθηκαν. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί πολλοί πού ἀδιαφόρησαν, πού κώφευσαν, πού δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση αὐτή, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά ταλαιπωροῦνται, νά τρέχουν διψασμένοι στρατοκόποι σ᾿ ἄλλους τόπους. Πολλοί στράφηκαν σέ διάφορους μυστικισμούς καί σέ ποικίλες ἰδεολογίες, ζητώντας λύσεις στά ὑπαρξιακά τους ζητήματα καί τίς ἀγωνιώδεις ἀνησυχίες τους. Ἀναζήτησαν φῶτα, τά ὁποῖα πίστευαν ὅτι θά φωτίσουν τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά μάταια. Καί αὐτό γιατί δέν βρῆκαν τό Φῶς. Ἀναζήτησαν πηγές ὑδάτων, γιά νά σβήσουν τήν πνευματική τους δίψα, ἀλλά πέτυχαν τό ἀντίθετο, γιατί δέν βρῆκαν τήν Πηγή τῆς ἀλήθειας. ![]() Τό μήνυμα αὐτό ἀπευθύνεται ἰδιαίτερα στούς νέους τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ὁραματίζονται ἕνα νέο κόσμο, μιά διαφορετική κοινωνία, μιά ἄλλη ζωή. Θέλουν νά ἀλλάξουν τόν κόσμο μέ μέσα τοῦ κόσμου ἀγνοώντας τή βασική ἀλήθεια, ὅτι αὐτό μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τό φέρει σ᾿ αὐτούς καί σέ ὅλους ἐμᾶς. Μόνο ὅταν ὁ Χριστός γίνει κυβερνήτης τοῦ κόσμου, οἱ ἀλλαγές πού ποθεῖ ἡ νεότητα θά γίνουν πράξεις. Καί θά πρόκειται τότε γιά ἀλλαγές οὐσιαστικές καί γνήσιες, γιά μεταμορφώσεις ριζικές καί αὐθεντικές. «Ἔρχου καί ἴδε», λοιπόν, νέε τῆς ἐποχῆς μας. Ἔλα στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του, γιά νά ζήσεις ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου καί μάλιστα γιά νά βρεῖς τή χαρά καί τήν ἠρεμία, πού τόσο σοῦ λείπουν. Πλησίασε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Δῶσε Του τήν καρδιά σου, γιά νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν ἀνυψώσει στόν οὐρανό. Γεώργιος Κρασανάκης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης |
![]() Στή λατρεία, καί μάλιστα στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, καθώς ἐκπληρώνεται ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν παρουσία τῆς θριαμβεύουσας καί στρατευομένης Ἐκκλησίας, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀπολαμβάνουμε τή σωτηρία, ζοῦμε παρόντα τόν Κύριο. Αὐτός καταυγάζει τή διάνοιά μας καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦμε τήν ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, ὅσο ἀτελεῖς κι ἄν εἶναι οἱ γνώσεις μας καί ὁ δογματικός καταρτισμός μας. Βιώνουμε, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ πτώσεις μας, τήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καθώς χριστοποιούμαστε καί μεταμορφωνόμαστε σέ «καινή» κτίση. Τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, μέ τρόπο μυστηριακό ζοῦμε τή ζωή πού ἔζησαν καί οἱ μεγάλοι ἅγιοι στή συντροφιά τοῦ Κυρίου. Κατ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ὀρθόδοξη θεία λατρεία, καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι μιά πρόγευση, ἕνα στάδιο προετοιμασίας γιά τήν οὐράνια βασιλεία· γιά τή μετοχή στήν ἀτελεύτητη λειτουργία, ὅπου θά βλέπουμε τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά γευόμαστε τήν ἀπόλαυση «τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου του τό κάλλος τό ἄρρητον». Αὐτά ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τή δική μας, τῶν ἀνθρώπων τήν πλευρά, ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ὁ ἀγώνας καί ἡ ἔγνοια νά διατηρήσουμε ἀνόθευτη τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί νά ρυθμίσουμε τή ζωή μας σύμφωνα μέ τήν «ἁγία ἐντολή» (Β΄ Πέ 2,21). Ἔτσι θά ἔχουμε τή δυνατότητα νά γευόμαστε τήν τελειότητα μετέχοντας συνειδητά στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας, τήν «παροῦσα ἀλήθεια» (Β΄ Πέ 1,12). Εἶναι φτωχή ἡ μετοχή μας στή θεία λατρεία καί προβληματική ἡ σωτηρία μας χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπαίτηση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού διαβεβαιώνει· «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω 14,21). Ὅποιος πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τονίζουν κατ᾿ ἐπανάληψη οἱ ἀπόστολοι, ἐκτελεῖ ἀφοσιωμένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: Ταπεινώνει τό νοῦ του, τή σάρκα του, μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, καί προσφέρει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στόν Θεό, ἀγωνιζόμενος νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Κοινήν φροντίδα καί βουλήν προθώμεθα, ὅπως ἄν μηδέν ἡμᾶς διαφύγῃ τῶν ἐντεταλμένων», διότι, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, «τέλος ἐντολῆς Θεοῦ, ζωή αἰώνιος». Ἀλλά καί πάλι δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀπό μόνη της, ἄν δέν στηρίζεται στό ὀρθό δόγμα. Ἡ ὀρθοπραξία εὐαρεστεῖ τόν Θεό, ὅταν ἐμπνέεται καί διέπεται ἀπό τήν ὀρθοδοξία, ἀπό τήν ὀρθή πίστη, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι μία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Κύριος. Αὐτή ἡ πίστη παραδόθηκε ἅπαξ ἀπό τόν Κύριο στούς ἀποστόλους καί ἀπό ἐκείνους στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἁγία καί ἱερά παράδοση. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν πρόσθεσαν οὔτε ἀφαίρεσαν τίποτε ἀπό τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν». Διασάφησαν καί διευκρίνισαν αὐτά πού παρέδωσε ὁ Κύριος μέ τήν ἁγία Γραφή. «Τῶν ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν πατέρων τά δόγματα ἡ Ἐκκλησία φυλάττουσα, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισε», διακηρύττει τό ἀρχαῖο κοντάκιο. Ἡ μία πίστη διαφυλάττει τήν ὡραιότητα καί τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, μέ τήν ἁπλότητα πού τόν διακρίνει ἐπιβεβαιώνει: «Οἱ ἄλλες πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον ἡ ἐδική μας, ἡ χριστιανική, εἶναι ὀρθόδοξος, ἀληθινή καί ἁγία. Διά τοῦτο σᾶς λέγω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, ὁπού εὑρέθητε χριστιανοί ὀρθόδοξοι καί νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε τούς ἀπίστους καί αἱρετικούς, ὁπού εὑρίσκονται εἰς τό σκότος». Δέν εἶναι σκοτεινός φανατισμός ἡ ἐμμονή στή μία ὀρθόδοξη πίστη, οὔτε εἶναι στεῖρος εὐσεβισμός ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μία καί ἀληθινή πίστη ἀνθίζει καί ἀποδίδει καρπούς μέσα στήν προσπάθεια νά πραγματώσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Ὀρθοδοξία ἐφαρμοσμένη στήν ὀρθοπραξία εἶναι ἡ δική μας μετοχή στή χάρη πού παρέχει ἄφθονη ὁ Θεός διά τῆς θείας λατρείας. Αὐτή ἡ ἁπλή ἀλήθεια εἶναι ἡ πιό πολύτιμη προσφορά -πρόσκληση ἀλλά καί πρόκληση- τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο, πού κινδυνεύει νά πολτοποιηθεῖ στά πλαίσια τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς μαζοποίησης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ φιλοσοφικοῦ καί θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 36-37
|
![]() Πράγματι, «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι ἡ μόνη δυναμική καί ἀποστομωτική ἐπιχειρηματολογία τῆς πίστεως. Ἀφήνει ἄναυδο τόν καθένα πού ἀντιστέκεται, καί τοῦ ἀφαιρεῖ κάθε λογική βάση γιά νά συνεχίσει τήν ἀντίσταση. Κι ἐνῶ μέχρι ἐκείνη τή στιγμή οἱ ἀντιρρήσεις, θά λέγαμε, ἐπιβάλλονται, ὅποιος συνεχίζει καί μετά ἀπ’ αὐτό νά ἀντιδρᾶ, καταντᾶ βλάσφημος. Ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δέν πιστεύει, ὄχι γιατί δέν πείθεται, ἀλλά γιατί φοβᾶται νά ἀλλάξει ζωή. Στήν ἀναζήτησή του ὑπάρχει ὑποκρισία καί δόλος· δέν τόν ἐνδιαφέρει ὄντως ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ξεκινᾶ κακοπροαίρετος καί προκατειλημμένος. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν θά συναντήσει αὐτό πού ὑποτίθεται ὅτι ψάχνει. Σέ μιά σχετική συζήτηση ἕνας πιστός καταφεύγοντας ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό ἐπιχείρημα συνέστησε στόν γεμᾶτο ἀμφιβολία συνομιλητή του: - Ἄλλαξε ζωή καί θά διαπιστώσεις πώς ὅσα σοῦ λέω εἶναι ἀληθινά. - Ἀπόδειξέ μου πρῶτα ὅτι εἶναι ἀληθινά, καί μετά θά ἀλλάξω, ἐπιμένει ὁ φίλος του. Ἄν διαλύσεις ὅλες τίς ἀμφιβολίες μου, καί ἄν ἀπαντήσεις σ’ ὅλες τίς ἀπορίες μου, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά γίνω ἄλλος ἄνθρωπος, θά συμμορφωθῶ ἀπόλυτα μέ τό Εὐαγγέλιο. - Αὐτό πού ζητᾶς εἶναι παράλογο, ἀπαντᾶ ὁ πιστός, ἐνῶ αὐτό πού ζητῶ ἐγώ εἶναι λογικό. Καί ἐξηγοῦμαι ἀμέσως. Ὑπόθεσε ὅτι βρισκόμαστε μέσα σέ μιά σκοτεινή αἴθουσα καί θέλω νά σοῦ ἀποδείξω ὅτι ἡ λάμπα πού ὑπάρχει ἀνάβει, δέν εἶναι καμμένη. Πῶς θά σέ πείσω; Ἐσύ μοῦ ζητᾶς νά χρησιμοποιήσω ἐπιχειρήματα καί θεωρίες. Ἐγώ ἁπλῶς σοῦ προτείνω νά στρίψεις τό διακόπτη. Δέν εἶναι παράλογο νά ἐπιμένεις νά σοῦ ἀποδείξω πρῶτα μέ λόγια ὅτι ἡ λάμπα ἀνάβει, γιά νά στρίψεις ὕστερα τό διακόπτη; Καί δέν εἶναι λογικό νά σοῦ λέω νά δοκιμάσεις πρῶτα ὁ ἴδιος καί ἄν δέν ἀνάψει ἡ λάμπα τότε νά μέ κατηγορήσεις; Άκριβῶς ἀντίστοιχη εἶναι καί ἡ διαδικασία τῆς πίστεως, φίλε μου. Ἔρχου καί ἴδε! Σέ ὅσους θεωροῦν τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μωρία ἤ σκάνδαλο, σέ ὅσους δέν μποροῦν νά φανταστοῦν τί ἐπίδραση μπορεῖ νά ἔχει ἕνα πρόσωπο πού ἔζησε πρίν 2.000 χρόνια, σήμερα σέ μένα, στίς ἀγωνίες μου καί στά προβλήματά μου, αὐτή ἡ πρόσκληση ἤ μᾶλλον αὐτή ἡ πρόκληση εἶναι ἀρκετή. Οἱ φιλοσοφίες καί τά θρησκεύματα ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἐπιχειρηματολογίες γιά νά κατοχυρωθοῦν. Τά πρόσωπα καί τά γεγονότα χρειάζονται ἱστορικές μαρτυρίες καί ἐπιβεβαιώνονται μέ τήν πεῖρα καί τήν ἐμπειρία. Αὐτή συνεχίζει νά μαρτυρεῖ γιά τήν ἱστορικότητά τους καί νά ἀποτελεῖ κατά κάποιο τρόπο τό μνημεῖο τους, ὅπως ἀκριβῶς τά ὑπολείμματα τοῦ Παρθενώνα μαρτυροῦν γιά τήν ὕπαρξή του. Ἡ ἐμπειρία ἀποτελεῖ ἐπιστημονική ἀπόδειξη στόν μεταφυσικό χῶρο. Εἶναι ὅ,τι ἡ παρατήρηση καί τό πείραμα στή φυσική· ἐλέγχει καί ἐξασφαλίζει τήν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος δοκίμασε τήν ἁμαρτία ἄπληστα καί ἀπογοητεύτηκε σκληρά. Δέν μένει παρά νά δοκιμάσει καί τήν πίστη. Ἀφοῦ δέν ἄκουσε τή φωνή της, ὅταν ἀκόμη ἦταν νωρίς, ἄς τήν ἀκούσει ἔστω τώρα, γιά νά σωθεῖ. Μόνο πού χρειάζεται προσοχή. Προσοχή νά μήν ἐξαπατηθεῖ πάλι, αὐτή τή φορά ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους τῆς Ἐκκλησίας, καί πιστέψει σ’ ἕναν ψεύτικο Χριστό. Γιατί δυστυχῶς ὑπάρχουν καί αὐτοί πού δέν ζοῦν γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, οἱ χριστέμποροι καί χριστοκάπηλοι. Δέν εἶναι σωστό νά ἐμπιστευόμαστε τήν ὑψηλή ὑπόθεση τῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἀνάξιους καί ἀπατεῶνες. Στό μήνυμα πού θά ἀπευθύνουμε στόν κόσμο γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἡ καλύτερη ἀπολογία εἶναι ἡ δική μας ἐμπειρία, ἀλλά καί ἡ πρόσκληση γιά μιά προσωπική ἐμπειρία τοῦ καθενός πού θέλει τήν αἰωνιότητα. Ἡ χαρά μας, ἡ λάμψη μας, ὁ ἐνθουσιασμός μας, ἀλλά καί τό «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι ἡ πιό ἀποτελεσματική ἱεραποστολή. Θέλεις νά μάθεις ἄν τό εὐαγγέλιο δέν εἶναι μιά οὐτοπία; Ἄν ὁ Χριστός δίνει τήν χαρά καί τήν εὐτυχία; Δοκίμασε καί θά δεῖς! Ὑποτάξου στό θέλημά του, ἐφάρμοσε τόν λόγο του καί ἄν ἔστω κάτι δέν βρεῖς νά ἐπαληθεύεται, τότε ἀρνήσου καί βλασφήμα! Μήν ἐπιτρέπεις ὅμως στόν ἑαυτό σου νά καταγελᾶ αὐτό πού δέν γνώρισε. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως, τή γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς δέν κλονίζεται, ἔστω καί ἄν ὅλοι καί ὅλα πέσουν ἐπάνω του. Γελᾶ μέ κάθε ἀντίρρηση, ὅσο σοβαροφανής καί ἀληθοφανής καί ἄν εἶναι, ὅπως θά γελοῦσε ἄν κάποιος τοῦ ἔλεγε πώς τό σπίτι του πῆρε φωτιά καί κάηκαν οἱ δικοί του καί τά ὑπάρχοντά του, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἐκεῖνος βρίσκεται μέσα σ’ αὐτό τό σπίτι καί τρώει μέ τούς δικούς του. Τέτοια εἶναι ἡ βεβαιότητα πού δίνει ἡ ἐμπειρία στόν πιστό. Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 33-34 |
![]() Μιλᾶ γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν μιλᾶ μόνο τώρα, μέ τή μόδα τῆς ὀρθοδοξολογίας καί μέ τά φῶτα τῆς δημοσιότητος, ἀλλά μιλᾶ ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες, ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε καί μιλᾶ μέ τούς χαμηλούς τόνους τοῦ ταπεινοῦ λόγου μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τοῦ πράου πνεύματος. Νομίζω, ἀξίζει νά τήν προσέξουμε, ὅσοι εἰλικρινά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη πού ἀξίζει νά προσέξουμε, διότι εἶναι ἀκριβῶς ἡ εἰδική τοῦ θέματος. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε -μέ μία πολύ γενική ἁπλοποίηση, βέβαια, γιά πρακτικούς λόγους- ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία, τήν μία, ἁγία, ἀνατολική Ἐκκλησία. Τά χαρακτηριστικά της ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικός Χριστός, πού παρατείνεται στούς αἰῶνες, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Αὐτό ἀναφαίνεται μέσα ἀπό τή διδασκαλία τῶν πατέρων, πού ὑπῆρξαν στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύεται ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων πού μαρτύρησαν γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτό καταθέτει ἡ κοινή συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἔτσι, ἀμέσως καί ἀσφαλῶς ἔχουμε συγκεκριμένη καί σαφῆ ἄποψη γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτήν πού ἀδιάψευστα καταθέτει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τρόπος ζωῆς, πού θεμελιώνεται στή θεία ἀλήθεια. Ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ πολιτισμό, διαμορφώνει ἔθος, ἀλλά αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα, δέν εἶναι ἡ οὐσία της. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπαιτεῖ νά τόν βαδίσεις μέ ὑπακοή στήν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια καί μέ πειθαρχία στή θεία ἐντολή. Ὁ συνδυασμός τῆς ὀρθῆς πίστεως (ὀρθοδοξία) μέ τήν ἁγία ζωή (ὀρθοπραξία) εἶναι γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Τό διατυπώνει ἀποφθεγματικά γιά πολλοστή φορά ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς φθάνοντας στό τέρμα τῆς ζωῆς του ἐξομολογεῖται στό μαθητή του Τιμόθεο «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα» (Β' Τι 4,7). Τό δόγμα καί τήν ἐντολή τά παραδίδει ἡ Ἐκκλησία κρατώντας στό ἕνα χέρι τή θεόπνευστη Γραφή καί στό ἄλλο τήν ἱερή Παράδοση. Δόγματα εἶναι οἱ ἀποκαλυμμένες ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπό φωτισμένους ἁγίους ὕστερα ἀπό ἀγῶνες καί μάχες τῆς Ἐκκλησίας μέ πνεύματα πονηρά καί πλάνα. Ἐντολές εἶναι οἱ ἠθικές προτροπές τοῦ θείου λόγου, ὅπως τίς ἔζησαν οἱ ἅγιοι κάθε ἐποχῆς, πού δέν συσχηματίζονταν μέ κανένα σχῆμα τοῦ καιροῦ τους, ἀλλά μεταμορφώνονταν σέ σκεύη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐν τούτοις, ὅλα αὐτά δέν θά μποροῦσαν ἐπ᾿ οὐδενί νά τά ἀσπασθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἄν ἐπιχειροῦσαν νά τά ἀκολουθήσουν μόνοι τους -μεμονωμένα ἤ ὁμαδικά, πάντως αὐτόνομα-, μέ τή δική τους κρίση καί μέ τίς προσωπικές τους προσπάθειες. Ὅσοι τό ἐπιχείρησαν, ἤ παραιτήθηκαν ἤ πλανήθηκαν, ὀρθόδοξοι δέν ἔμειναν. Χρειάζεται ν᾿ ἀκούσεις τό δόγμα -γιά νά μπορέσεις νά τό ἑρμηνεύσεις- καί νά ὑπακούσεις στήν ἐντολή -γιά νά μπορέσεις νά τήν ἐκτελέσεις- συνδεδεμένος μέ ἕνα σῶμα καί συντονισμένος σέ μία συχνότητα στό σῶμα πού κεφαλή ἔχει τόν Χριστό καί μέλη τούς ἀπό αἰῶνες ἁγίους, καί στή συχνότητα πού ἐκπέμπει τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα σ᾿ αὐτή τή θεανθρώπινη κοινωνία. Τή δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν ἐξασφαλίζουν τά ἱερά μυστήρια καί ἡ πνευματική λατρεία. Μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων ὁ ὀρθόδοξος ἑνώνεται μέ τόν τριαδικό Θεό, λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ζῆ παρ᾿ ὅλη του τήν περατότητα καί ἀτέλεια τό ἄπειρο καί τέλειο τῆς αἰωνιότητος. Μέσα στή θεία λατρεία ἐξ ἄλλου, μέ τήν προσευχή καί τήν ὑμνωδία ἔχει τήν εὐλογία νά ἐκφράσει τόν ἑαυτό του κατενώπιον τοῦ Κυρίου, νά δοξολογήσει τά μεγαλεῖα του, νά εὐχαριστήσει γιά τήν ἀγάπη του, νά ἱκετεύσει μέ συντριβή γιά τήν ἀδυναμία του. Συντροφιά μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁπλούς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ὑποδηλώνουν τήν παρουσία τους μέ τίς ἅγιες εἰκόνες ὁλόγυρα, ὅλοι οἱ πιστοί «ὁμοθυμαδόν καί ἐπί τό αὐτό» ἐπικαλοῦνται καί δέχονται τή θεία χάρη μέσα στό ναό. Τά πάντα ἐκεῖ μέσα εἶναι ἁγιασμένα σύμβολα, πού διατυπώνουν μέ τή δική τους γλῶσσα, τήν τόσο ὑποβλητική καί περίτρανη, τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας διδάσκοντας βουβά. Γι᾿ αὐτό καί θεωροῦνται ὅλα τά τῆς λατρείας ἐκφράσεις γνήσιες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ εἰκόνες, οἱ ὕμνοι, τό τυπικό. Ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη ζωή δέν περιορίζεται μόνο στό ναό οὔτε σταματᾶ στή λατρεία. Ἁπλώνεται καί καλύπτει τήν κάθε στιγμή τοῦ χριστιανοῦ, συνεχίζεται καί διαποτίζει τήν κάθε του κίνηση. Ἀδιάκοπα ἐπιτελεῖται μία λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματος τοῦ πιστοῦ καί ἀκατάπαυστα βιώνεται μία μυστική κοινωνία του μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέ τό Πνεῦμα καί ἐκφράζεται μέ τό κατ᾿ ἐξοχήν σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πού σημαδεύει κυριολεκτικά κάθε ὀρθόδοξο. Τό σχῆμα τοῦ τιμίου σταυροῦ δέν διαγράφεται μόνο νοητά κατά περίπτωση μέ τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ ἑνωμένα στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά διαγράφει ἐπίσης καί τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ συνεχῶς, καθώς αὐτός διαρκῶς διασταυρώνει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ κόσμου καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς ἀγόγγυστα ὑπομένει τόν πόνο καί ἑκούσια πάσχει γιά τό καλό, ἐγκρατεύεται στόν ἑαυτό του καί προσφέρεται στούς ἄλλους, μέ ἕνα λόγο, ἀσκητεύει. Πράγματι, τό ἀσκητικό στοιχεῖο ἀποτελεῖ σῆμα κατατεθέν τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ μορφές του εἶναι ποικίλες μέσα στήν ὀρθόδοξη ζωή νηστεία, ἀγρυπνία, πτωχεία, ἁγνεία, θυσία· εἶναι ὅμως πάντοτε ἕνας σταυρός πού μιμεῖται τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό φέρει καί τή δόξα του. Μ᾿ αὐτά τά γνωρίσματα πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό τούς ὀρθοδοξολογοῦντες τῆς ἐποχῆς μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν; Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει μία Κυριακή στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή τήν Κυριακή τονίζει πρό πάντων τήν ἀποστολή τοῦ εὐαγγελισμοῦ πού ἔχει πρός τήν οἰκουμένη, τό ἔργο νά κηρύξει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἴσως εἶναι καιρός ν᾿ ἀφήσουμε ν᾿ ἀκουστεῖ σήμερα ἡ φωνή της πιό δυνατή καί πιό καθαρή μέσα στίς φωνασκίες τῶν διαφόρων, γιά νά μάθουμε ἐπί τέλους τί σημαίνει Ὀρθοδοξία. Στέργιος Ν. Σάκκος
|
Μιά ἑβδομάδα πρίν τή μεγάλη μάχη στά «τοῦ πλάνου ἔνεδρα καί σκάμματα», παίρνουμε θέση μέσα στό ναό, γιά νά γευτοῦμε «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος», συμπαραστάτης καί βοηθός. Συγκεντρώνουμε τή σκέψη μας γιά νά συμμετάσχουμε στά «βλεπόμενα» καί ζητοῦμε τό φωτισμό τοῦ Παρακλήτου γιά νά βηματίσουμε στά «μή βλεπόμενα». Στή Μικρή Εἴσοδο καρτερῶ τόν ἱερέα νά λιτανεύσει τόν Κύριο Ἰησοῦ ὡς θεῖο διδάσκαλο. Ἀντικρύζω μιά θαυμαστή, φωτεινή συνοδία νά προαναγγέλλει..., μιά παρέλαση παιδιῶν μέ τίς λευκές στολές καί τά ἑξαπτέρυγα στά χέρια.
Εὐλογῶ τόν Θεό γιά τά «βλεπόμενα»..., τά παιδιά τά ντυμένα μέ φῶς, μέ ἁγνότητα νά συνοδεύουν τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μας· τά παιδιά μέ τίς λαμπάδες στά χέρια νά στοιχίζονται πίσω ἀπό Αὐτόν πού διακήρυξε «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου»· τά παιδιά τά συντεταγμένα στήν παράταξη τοῦ ἀγωνοθέτη Χριστοῦ μας.
Εὐλογῶ τόν Θεό γι᾿ αὐτή τήν παρέλαση τή «δεδεμένη» στό λιτό ἅρμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Πορεύεται ἀντίθετα ἀπό τίς παρελάσεις τῶν ἡμερῶν αὐτῶν· ἐτούτη λευκή καί κεῖνες πολύχρωμες· ἐτούτη σιωπηλή καί κεῖνες πολυθόρυβες· ἐτούτη μέ ἀγγελοντυμένα παιδιά καί κεῖνες μέ μασκαρεμένα πρόσωπα. Ἡ μιά λιτανεύει τή λύτρωση κι οἱ ἄλλες τήν ἀπώλεια· ἡ μιά σεμνά καί ἀθόρυβα ἀρδεύει τόν κόσμο μας κι οἱ ἄλλες μόνο παφλάζουν ἑλκυστικά, κενά.
Μέ ἐμπνέουν αὐτά τά παιδιά καί μ᾿ ὁδηγοῦν στά «μή βλεπόμενα»· τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ στέκονται μπροστά τους μέ θαυμασμό, μέ προσοχή. Ἁπλώνουν μέ εὐλάβεια τίς προστατευτικές τους φτεροῦγες νά ἀσφαλίσουν τίς παιδικές ψυχές, νά φρουρήσουν τόν ζωντανό θησαυρό πού φέρουν μέσα τους· τό θησαυρό πού κάποια χέρια τοποθέτησαν ἐκεῖ μέσα μέ εὐσέβεια καί μέ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτά τά χέρια εὐλογῶ τόν Θεό. Ζητῶ νά τά κραταιώνει, γιά νά μποροῦν νά «ἐνδύουν» τά παιδιά μέ «τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ». Προσεύχομαι αὐτά τά χέρια νά ἐπιμένουν νά χειραγωγοῦν τά παιδιά, μόνο στό χορό τῶν ἁγίων μας.