Σταύρωση πρό τῆς σταυρώσεως
Ἡ ἐντολή τοῦ Πιλάτου νά μαστιγωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήμαινε ὅτι ὁ Ρωμαῖος ἐπίτροπος συγκατένευσε στό θέλημα τῶν Ἰουδαίων καί ἐνέκρινε τή θανατική ποινή, πού ἐκεῖνοι εἶχαν ἐπιβάλει στόν ὑπόδικό του. Παρά ταῦτα κατά βάθος δέν τήν ἐνέκρινε καί συνέχιζε νά τονίζει τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑποθέτει ὅτι διέταξε τή μαστίγωση θέλοντας ἴσως νά ξεθυμάνει τό πάθος τῶν Ἰουδαίων. Ἀφοῦ μέ ὅλες τίς προηγούμενες προσπάθειες δέν μπόρεσε νά τόν ἀπελευθερώσει, ἔφθασε μέχρι αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί τόν μαστίγωσε καί ἐπέτρεψε νά γίνουν ὅσα ἔγιναν, ὥστε νά μαλακώσει τήν ὀργή τους. Βλέποντάς τον ἔτσι, ἴσως θά ἀπαλλάσσονταν ἀπό τό πάθος καί θά ἔβγαζαν τό φαρμάκι. Ἴσως κάποιος οἶκτος θά γεννιόταν στήν καρδιά τους, ἴσως κάποια συμπάθεια θά κινοῦνταν μέσα τους, ὥστε νά μήν ἐπιμένουν νά ὑποστεῖ τήν ἔσχατη ποινή. Ἴσως, ἀκόμη, κάποιες τύψεις ξυπνοῦσαν τήν κοιμισμένη τους συνείδηση, ἀφοῦ, μ’ ὅλο πού μανιασμένα φώναζαν «σταυρωθήτω», ἤξεραν ὅτι εἶναι ἀθῶος. Τό εἶχε καταλάβει καί ὁ Πιλᾶτος ὅτι «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν». Ἀλλά, ὅπως ἀποδείχτηκε στή συνέχεια, τό πάθος τῶν Ἰουδαίων ἦταν ἀσίγαστο καί δέν κόπασε, ἡ συνείδησή τους ἦταν ὁλότελα πωρωμένη καί δέν ξύπνησε. Ἔτσι ἡ φραγγέλωση ἦταν ἕνα ἐπί πλέον μαρτύριο γιά τόν Κύριο, μία σταύρωση πρίν ἀπό τή σταύρωσή του.
Οἱ ἀνεύθυνοι καί βάναυσοι στρατιῶτες, πού κατάγονταν ἀπό τή Γαλατία, τή Γερμανία, τή Θράκη καί ἄλλες περιοχές τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐκπλήρωσαν ἀπόλυτα τήν προφητεία τοῦ Κυρίου, ὅτι θά παραδοθεῖ «τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι» (Μθ 20,19). Πόσο ἐπιτυχημένα τούς ζωγράφισε πρίν ἀπό αἰῶνες ἡ θεόπνευστη προφητεία· «Ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψα 21,17)· «Ἐπί τόν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί» (Ψα 127,3).
Παρακαταθήκη ἱερή
Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Ὡς ἀμνός ἄφωνος παραδίδει στή φραγγέλωση τόν θεῖον του νῶτο. Καί γίνεται «τό εἶδος αὐτοῦ ἄμορφον» κάτω ἀπό τά βαριά χτυπήματα τῶν βαρβάρων στρατιωτῶν. Ἔτσι, οἱ πιστοί του παίρνουν ἕνα μάθημα γιά νά ὑπομένουν γενναῖα τίς μαστιγώσεις τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός στή ζωή τους.
Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Καί εἶναι ἡ μαστίγωσή του μία παρακαταθήκη ἱερή, μία κληρονομιά πολύτιμη γιά τούς μαθητές του. Θά τούς ἐμπνέει ἀργότερα, ὅταν οἱ ἴδιοι θά μαστιγώνονται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φεύγουν «χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5,41). Στό πέρασμα τῶν αἰώνων, πού κατά τήν προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», εἶναι ἡ πιό γλυκειά παρηγοριά γιά τούς χριστιανούς ἡ φραγγέλωση τοῦ Ἰησοῦ. Πάσχοντας γιά τό ὄνομά του «ἀνταναπληροῦν τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» στό ἴδιο τους τό σῶμα. Κι ὅταν γι’ αὐτόν τόν λόγο καί μ’ αὐτή τή συναίσθηση πάσχουν, προσφέρουν μία ἀνακούφιση στόν μωλωπισμένο ἀπό τό φραγγέλιο τῶν σταυρωτῶν Ἰησοῦ. Κάνουν πάθος τους τό πάθος του καί ἑτοιμάζονται ἔτσι ὥστε νά συμμετέχουν στή δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
Καθώς πλησιάζει τό Πάθος, ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζεται νά τελέσει τήν ὕψιστη ἱερουργία. Κάθε ἀρχιερέας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ πρίν ἀπό τήν ἱερουργία καθάριζε τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε σωματικό μολυσμό, γιά νά προχωρήσει στήν ἱερουργία, κι αὐτό λεγόταν «τελείωσις». Ὁ καινούργιος ἀρχιερέας ἐγκαθιδρύει μιά καινούργια «τελείωση». Ἀνασκουμπώνεται, ζώνεται τό «λέντιον», παίρνει νερό σέ μιά λεκάνη καί ἀρχίζει νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ἡ «τελείωσις» τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἔσχατη ταπείνωση. Ἔρχεται καί στόν Πέτρο, μά ἐκεῖνος ἀρνεῖται νά δεχθεῖ μιά τέτοια ἐκδούλευση ἀπό τόν Διδάσκαλο. Ἀπό τή διήγηση τῶν εὐαγγελίων δέν φαίνεται ἄν ὁ Κύριος ἦρθε στόν Πέτρο πρῶτα ἤ τελευταῖα ἤ ἐνδιάμεσα. Ἴσως ἦταν ὁ πρῶτος. Καί αὐτό πού ἐξέφρασε ὁ Πέτρος τό εἶχαν ὅλοι μέσα τους, ἀλλά τό εἶπε αὐτός ὡς πιό ἐκδηλωτικός, ὁπότε οἱ ἄλλοι συμμορφώθηκαν μέ τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καί δέχτηκαν ἀδιαμαρτύρητα νά τούς πλύνει ὁ Κύριος τά πόδια.
Ὁ ἐγωισμός μέ τίς δύο ὄψεις του
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Πέτρου ἦταν ἐγωιστική. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, πού παρέχει πρόθυμα στούς ἀνωτέρους του καί τήν πιό ταπεινωτική ἐκδούλευση, μέ τήν ἴδια προθυμία δέχεται καί μιά ἐκδούλευση πού θά τοῦ προσφέρει ὁ ἀνώτερός του. Ἐνῶ ὁ ἐγωιστής οὔτε νά προσφέρει ταπεινωτική ἐκδούλευση δέχεται οὔτε νά τοῦ προσφέρουν. Καί τήν μέν πρώτη ἀδυναμία του πολλές φορές τήν κρύβει ἀπό κάποια σκοπιμότητα. Τήν δεύτερη ὅμως συνήθως δέν μπορεῖ νά τήν κρύψει κι ἔτσι φανερώνει τόν ἐγωισμό του. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Πέτρος.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ἀνάγκασε τόν Ἰησοῦ νά θυσιάσει τή μισή δοκιμαστική ἀξία τῆς χειρονομίας του, φανερώνοντας στόν Πέτρο ὅτι «ὅ ἐγώ ποιῶ, σύ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δέ μετά ταῦτα». Ἀλλά ὁ Πέτρος ἀκόμη πιό ἐγωιστικά ἐπιμένει· «Οὐ μή νίψῃς τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα». Καί ὁ Ἰησοῦς θυσιάζοντας ὅλο τό μυστικό τοῦ ἀποκαλύπτει καί σχεδόν τόν ἀπειλεῖ. «Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ». Τότε ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου στρέφει τήν ἄλλη ὄψη του καί λέει· «Μή τούς πόδας μου μόνον, ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». Προκειμένου νά μή χάσει, εἶναι ἕτοιμος καί τριπλάσια ἀγγαρεία νά φορτώσει στόν Διδάσκαλο. Καταπληκτική ἡ ἀφέλεια μέ τήν ὁποία ὁ ἐγωισμός δείχνεται κι ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη ὄψη του. Καί στό τέχνασμα τοῦ δοκιμαστῆ κάθε ἀντιτέχνασμα τοῦ ἐγωιστῆ δέν κατορθώνει τίποτε ἄλλο παρά νά ἀποκαλύψει ἀκόμη περισσότερο τόν ἐγωισμό του.
Ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης
Παρ’ ὅλο πού ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου δοκιμάσθηκε καί ξεσκεπάστηκε, ὅμως ὁ Ἰησοῦς μέ τή χειρονομία του δέν ἀπέβλεπε στή δοκιμασία. Ὁ σκοπός του ἦταν νά δώσει παράδειγμα ταπεινοφροσύνης στούς μαθητές του, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος στή συνέχεια. Κι ὅπως ἕνας καλός παλαιστής, ἐνῶ ὁ ἀντίπαλός του περιμένει λαβή στόν βραχίονα, αὐτός ξαφνικά τόν ἁρπάζει ἀπ’ τόν ἀστράγαλο, ἔτσι καί ἐδῶ, ἐνῶ καί ὁ Πέτρος καί ὅλοι περιμένουν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στή νέα ἐξυπνάδα τοῦ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς ἁρπάζει τόν Ἰούδα· «Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἤ τούς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρός ὅλος· καί ὑμεῖς καθαροί ἐστε ἀλλ’ οὐχί πάντες». Αὐτό τό εἶπε γιά τόν Ἰούδα, λέει ὁ εὐαγγελιστής, τοῦ ὁποίου γνώριζε τίς ἐνέργειες.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι ἕνας δηκτικός ὑπαινιγμός κατά τοῦ Ἰούδα, ἀλλά μία ἀπό τίς τελευταῖες ἀπόπειρές του νά δείξει στόν Ἰούδα τήν θεία καρδιογνωσία του καί νά τόν πείσει ἔτσι νά μετανοήσει καί νά ματαιώσει τήν προδοσία του. Ἀλλά κι αὐτές τίς τελευταῖες ἀπόπειρες τῆς στοργῆς τοῦ Ἰησοῦ τίς ποδοπάτησε ὁ Ἰούδας καί δέν διασώθηκε ἀπό τό βάραθρο τῆς ἀπωλείας του.
Ἐκτός τῶν ἄλλων μπορεῖ κανείς νά θαυμάσει ἐδῶ πόσο ὁ Ἰησοῦς εἶναι κύριος καί τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν συναισθημάτων του σ’ αὐτές τίς ἐπιθανάτιες ὧρες του. Καμία σύγχυση, καμία κάμψη ἀπό συγκίνηση, ἀλλά μέσα στήν ἀγωνία του ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν ἐνεργειῶν του. Αὐτό δείχνει τό γεγονός ὅτι «τούς παίζει ὅλους στά δάχτυλα» κι αὐτήν τήν ὥρα. Καί συνεχῶς, σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ πάθους του ὁ Ἰησοῦς παρά τήν ἀγωνία, τόν φόβο, τή θλίψη, τούς πόνους, τήν ἀγανάκτηση, κρατᾶ ἀπόλυτα τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ περιβάλλοντός του, ἀκόμη καί ἐπάνω στόν σταυρό.
Ὅπως ὁ Διδάσκαλος
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τό νίψιμο τῶν ποδιῶν, ἑρμήνευσε τήν ἐνέργειά του· ἐξήγησε γιατί τό ἔκανε αὐτό. «Σεῖς μέ φωνάζετε ὁ "Διδάσκαλος" καί ὁ "Κύριος" καί καλά κάνετε, γιατί εἶμαι. Ἄν λοιπόν ἐγώ, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, ἔνιψα τά πόδια σας, καί σεῖς ὀφείλετε νά πλένετε ὁ ἕνας τά πόδια τοῦ ἄλλου. Διότι σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὥστε ὅπως σᾶς ἔκανα ἐγώ, νά κάνετε καί σεῖς». Ὁ μαθητής καί ὁ ἀπεσταλμένος ὀφείλει νά ταπεινώνεται τουλάχιστον μέχρις ἐκεῖ πού ταπεινώθηκε ὁ διδάσκαλός του καί ὁ κύριός του πού τόν ἀπέστειλε. Ἄν, λοιπόν, ἐγώ ὁ Διδάσκαλός σας καί Κύριός σας ταπεινώθηκα τόσο, σεῖς ὀφείλετε νά ταπεινώνεστε τουλάχιστον τόσο, ἄν ὄχι καί περισσότερο. Γιατί βέβαια δέν εἶσθε καί ἀνώτεροί μου.
Γνώση καί πράξη
Διδάσκοντας μέ πράξη καί λόγια τήν ταπείνωση ὁ Ἰησοῦς λέει στούς μαθητές του. «Ἄν τά γνωρίζετε αὐτά, τότε θά εἶσθε μακάριοι, ἄν τά κάνετε».
Ἡ γνώση καί ἡ πράξη εἶναι ἐξίσου ἀναγκαῖα γιά τήν προκοπή καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν δέν ὑπάρχει τό πρῶτο, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει τό δεύτερο. Ὅταν πάλι δέν ὑπάρχει τό δεύτερο, τό πρῶτο κι ἄν ὑπάρχει εἶναι ἄχρηστο. Δέν εἶναι ἀσήμαντο ὅτι ὁ Ἰησοῦς λέει αὐτό τό δόγμα στήν ἀρχή τῆς διαθήκης του μέ τούς ἀνθρώπους πού θά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία του, γιατί αὐτό εἶναι τό πρῶτο δόγμα, τό ὑπερδόγμα, τό δόγμα πού προηγεῖται καί τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί τῆς ἁγιότητος καί τοῦ δόγματος τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀγάπης. Στήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν μεγάλοι αἱρετικοί, πού ἦταν σαρκικά ἁγνοί, νηστευτές, ἀσκητικώτατοι, μέ ἀγάπη καί φιλοφροσύνη, ἀλλά δέν παραδέχονταν ὁλόκληρη ἤ σωστά τή δογματική ἀλήθεια. Στούς νεώτερους χρόνους ἀντιστρόφως ὑπάρχουν φαῦλοι καί ἀκάθαρτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως στό δόγμα εἶναι ἀκριβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι ἐξίσου ἁμαρτωλοί καί ἀσεβεῖς, διότι προπάντων καταπάτησαν τό ὑπερδόγμα, πού εἶναι τό ἁπλούστατο καί εὔκολο αὐτό μάθημα, ὅτι οὔτε ἡ γνώση χωρίς τήν πράξη, οὔτε ἡ πράξη χωρίς τήν γνώση ἔχουν καμία ἀξία γιά τή σωτηρία.
Ὁ Χριστιανισμός ἀρχικά εἶναι εὔκολος νά τόν μάθεις καί δύσκολος νά τόν πράξεις. Δυστυχῶς σήμερα ἀντιστρέψαμε τά πράγματα καί δημιουργήσαμε ἕναν Χριστιανισμό δύσκολο νά τόν μάθεις καί εὔκολο νά τόν πράξεις. Δέν εἶναι αὐτός ὁ Χριστιανισμός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅταν λέμε ὅτι εἶναι ἐξίσου καί ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία καί ἡ γνώση καί ἡ πράξη, ἐννοοῦμε τά πράγματα αὐτά ὅπως ἐννοοῦνται στήν Καινή Διαθήκη.
Στό δρόμο πρός τό Γολγοθά, πού κάθε χρόνο ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τούς πιστούς μέ τήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, μᾶς περιμένει πρῶτος ὁ Ἰωσήφ ὁ Πάγκαλος. Στέκεται στήν ἀρχή τῶν μεγάλων ἡμερῶν, ὅπου πληθαίνουν βαθμηδόν τά σημαίνοντα γεγονότα, καί μᾶς προοιμιάζει γιά ὅλα. Στό πρόσωπό του ἔχει κλείσει τήν ὡραιότητα τοῦ Νυμφίου, στά ἀνθρώπινα μέτρα του ἔχει κλιμακώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος Θεανθρώπου.
Πάγκαλος ὁ Ἰωσήφ. Ὄμορφος μές στήν ἁγνότητά του. Τά μάτια τοῦ πάθους δέν μπόρεσαν νά τόν προσβάλουν, τά χέρια τῆς ἁμαρτίας δέν ἴσχυσαν νά τόν αἰχμαλωτίσουν. Φωτεινό τό βλέμμα του, καθαρή ἡ σκέψη του, ἄσπιλο τό κορμί του.
Ὄμορφος γιά τήν ἀγάπη του. Ποιό πέλαγο νά ἔμοιαζε ἄραγε ἡ καρδιά του, πού ἔπνιξε τόσο μῖσος καί τόση κακία ἀπέναντί του, πού χώρεσε τόση συγχώρηση καί ἀνεξικακία! Ἡ ἀγκαλιά του, πού ἄνοιξε καί δέχτηκε μέ συγκίνηση τούς ἀδελφούς, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του. Ὄμορφος ἀπό τήν πίστη του. Μιά πίστη δυνατή, ὥστε νά κουβαλᾶ τόν Θεό μαζί του, καί ὑπέρλογη, ὥστε νά προτιμᾶ τόν ὀνειδισμό τοῦ κόσμου ἀπό τήν αἰσχύνη μπρός στό Θεό. Μπόρεσε γυμνός νά γλιστρήσει μέσα ἀπό τά χέρια τῆς ἔκφυλης, γιατί ἦταν ντυμένος μέ τόν σεμνό χιτώνα τῆς πίστεως.
Μέ τό κάλλος τῆς ἁγνότητος, μέ τό κάλλος τῆς ἀγάπης, μέ τό κάλλος τῆς πίστεως ὁ Ἰωσήφ γίνεται ὁ τύπος τοῦ «ὡραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Ζωντανή προφητεία γιά τό πόσο ἀθῶος ὑπῆρξε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής, πόσο ἀνεξίκακος καί πόσο ταπεινός, περπατᾶ μπροστά μας. Ἐλᾶτε νά βαδίσουμε πάνω στά ἴχνη, πού ἀφήνουν τά πατήματά του! Θά μᾶς ὁδηγήσει ἴσια στόν Ἰησοῦ.
Ο ΙΩΣΗΦ:
Ἀγαπητός: «Ἰακώβ δέ ἠγάπα τόν Ἰωσήφ παρά πάντας τούς υἱούς αὐτοῦ» (Γε 37,3).
Ποιμήν: «Ἰωσήφ δέ δέκα καί ἑπτά ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τά πρόβατα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Γε 37,2).
Δόξα (ὄνειρα): «Περιστραφέντα δέ τά δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τό ἐμόν δράγμα… ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί ἕνδεκα ἀστέρες προσεκύνουν με» (Γε 37,8-9).
Ἀποστολή: «Καί εἶπεν Ἰσραήλ πρός Ἰωσήφ. Δεῦρο ἀποστείλω σε πρός τούς ἀδελφούς σου» (Γε 37,13).
Φθόνος: «Ἰδόντες δέ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ ἐμίσησαν αὐτόν καί οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδέν εἰρηνικόν» (Γε 37,4).
Συμβούλιον: «Προεῖδον δέ αὐτόν μακρόθεν καί ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν» (Γε 37,18).
Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν τόν Ἰωσήφ τόν χιτῶνα τόν ποικίλον τόν περί αὐτόν» (Γε 37,23).
Ἀγωνία: «Καί λαβόντες αὐτόν ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον» (Γε 37,24).
Πώληση: «Καί ἀπέδοντο τόν Ἰωσήφ τοῖς ἰσμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν» (Γε 37,28).
Ἰούδας: «Εἶπε δέ Ἰούδας πρός τούς ἀδελφούς αὐτοῦ… δεῦτε ἀποδώμεθα αὐτόν τοῖς ἰσμαηλίταις» (Γε 37,26).
Κατηγορούμενος: «καί ἐκάλεσε τούς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καί εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν» (Γε 39,14).
Ἁγνός: «καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γε 39,9).
Οἱ δύο φυλακισθέντες: «καί ἔθετο αὐτούς (ἀρχιοινοχόον καί ἀρχισιτοποιόν) ἐν φυλακῇ εἰς τό δεσμωτήριον» Ὁ ἕνας ἐλευθερώθηκε καί ὁ ἄλλος θανατώθηκε (Γε 40,3).
Ἀνύψωση: «καί ἐπί τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός» (Γε 41,40).
Ο ΙΗΣΟΥΣ:
Ἀγαπητός: «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17).
Ποιμήν: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰω 10,11).
Δόξα (προφητεῖες): «Ὁ Θεός ἐδόξασε τόν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Πρξ 3,13).
Ἀποστολή: «Τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ» (Α’ Ἰω 4,9).
Φθόνος: «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Μθ 27,18).
Συμβούλιον: «Συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν» (Μθ 27,1).
Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν αὐτόν τήν πορφύραν» (Μρ 65,20).
Ἀγωνία: «Καί ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τό ὄνομα Γεθσημανῆ καί λέγει αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μρ 14, 32-34).
Πώληση: «Ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» (Μθ 26,15).
Ἰούδας: «Τότε πορευθείς Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε. Τί θέλετέ μοι δοῦναι καί ἐγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν» (Μθ 26,15).
Κατηγορούμενος: «Πολλοί γάρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ» (Μρ 14,56).
Ἁγνός - Ἀναμάρτητος: «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Πε 2,2).
Οἱ δύο ληστές: «Τότε σταυροῦνται σύν αὐτῷ δύο λησταί» Ὁ ἕνας λυτρώθηκε καί ὁ ἄλλος κατακρίθηκε (Μθ 27,37).
Ἀνάσταση: «Έγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 1,20).
Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου
Χριστιανός εἶναι ἡ ἀπομίμηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, καί στά λόγια καί στά ἔργα καί στή σκέψη. Πιστεύει δέ ὀρθά καί ἀλάνθαστα στήν Ἁγία Τριάδα.
Ἄς προσέχουμε καλά τόν ἑαυτό μας, μήπως πλανηθοῦμε καί, ἐνῶ πιστεύουμε ὅτι βαδίζουμε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, ἐντούτοις βρισκόμαστε στήν πλατειά καί εὐρύχωρη.
Ὅποιος ἀποκρούει τόν ἔλεγχο, εἴτε δίκαιο εἴτε ἄδικο, αὐτός ἀρνήθηκε τή σωτηρία του. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν δέχεται, εἴτε μέ δυσκολία εἴτε χωρίς δυσκολία, αὐτός γρήγορα θά πετύχει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων του.
Τίποτε δέν ὑπάρχει τόσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅποιος ἀπελπίζεται σφάζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.
Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπό κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καί ἡ σκέψη τοῦ θανάτου ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.
Ἐκεῖνος πού ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου θά φοβηθεῖ μόνο τόν δικό Του Δεσπότη. Καί ἐκεῖνος πού δέν φοβᾶται τόν Θεό φοβᾶται πολλές φορές τή σκιά του.
Ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ πλησίον σου ἤ ὁ φίλος σου σέ περιγέλασε, εἴτε πίσω ἀπ’ τήν πλάτη σου εἴτε κατά πρόσωπο, ἐσύ νά τοῦ δείξεις ἀγάπη καί νά τόν ἐπαινέσεις.
Τό αἷμα τρέχει ποτάμι στά θυσιαστήρια στή γῆ τῶν πατέρων. Βόες, μόσχοι, αἶγες, κριοί, πρόβατα, ἄρνες, ἔριφοι, τρυγόνια, περιστέρια. Βογγοῦν οἱ βωμοί. Καί σιμιγδάλι καί λάδι καί ἄρτοι καί λιβάνι καί λάγανα. Ἔτσι θά τά σφάζουν, ἔτσι θά τά χωρίσουν, ἔτσι θά τά προσφέρουν, ἔτσι θά τά ζυμώσουν, ἔτσι θά τά ψήσουν. Κι ἔτσι θά λυτρωθοῦν. Ὁλοκαυτώματα, καρπώματα, θυσίες. Τί ἄλλο νά κάνει ὁ Ἰσραηλίτης νά σβήσει τή φωτιά πού ἔχει μέσα του; Κι ὅμως τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων κι ἡ στάχτη τῶν δαμάλεων τό πολύ-πολύ νά ᾿πλυνε λίγο τό σῶμα. Ἡ ψυχή καιγόταν σάν τά σφάγια στή φωτιά. Μόνο ἕνα παράξενο πρᾶγμα τή δρόσιζε: θαμπό, μυστικό, ἀκαθόριστο, ἀκατάληπτο, σκιῶδες. Ἕνας τύπος, ἕνα σύμβολο, ἕνα σχῆμα. Κάτι σάν τό κριάρι πού θά σφαζόταν ἀντί τοῦ Ἰσαάκ, μπλεγμένο στό φυτό σαβέκ. Κάτι σάν τήν κίνηση πού ἔκανε ὁ Μωϋσῆς μέ τό ραβδί, ὅταν χτύπησε κι ἄνοιξε τή θάλασσα. Κάτι σάν τό χάλκινο φίδι στήν ἔρημο. Κάτι σάν τό σχῆμα πού εἶχαν τά χέρια του ὑψωμένα ψηλά γιά νά νικήσουν οἱ Ἑβραῖοι τούς ἐχθρούς... Νά ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ στό Σταυρό στό Γολγοθᾶ. Κι ὁ ἐκλεκτός λαός, προπάτορες, πατριάρχες, προφῆτες, δίκαιοι, προδότες, σταυρωτές, ἀρνητές, ὅλοι μποροῦν ἐπιτέλους νά ξεδιψάσουν.
Καί στή γῆ τῶν εἰδώλων τό ἴδιο δρᾶμα. Θέλουν ζωή καί σφάζουν. Τά ζῶα δέν φτάνουν. Ἐδῶ ψάχνουν ἐκλεκτότερα θύματα. Ἀνθρωποθυσίες. Θέλουν ζωή καί ρίχνονται στή φθορά. Θέλουν ἀλήθεια καί ρίχνονται στούς μύθους. Θέλουν ζωή, ἀλλά πεθαίνουν ἕνας-ἕνας. Κατεβαίνουν στόν ἅδη καί φυλακίζονται ἐκεῖ αἰώνια. Κι ὅμως ἡ ψυχή κάτι περιμένει. Δέν μπορεῖ· μέσα στούς τόσους θεούς θά ὑπάρχει ὁ Ἕνας. Μέσα σ᾿ αὐτή τή φυλακή θά ὑπάρχει μιά πόρτα. Μέσα σέ τόσο θάνατο θά ὑπάρχει κάπου ζωή... Νά αὐτός ὁ νεκρός μέσα στόν ἅδη τρεῖς μέρες μιλάει γιά ζωή, κηρύττει τήν Ἀνάσταση. Κι ἐπιτέλους μποροῦν ὅλοι πού ἔζησαν αἰῶνες στό θάνατο, στό ψέμα, στήν ἄγνοια, στήν κατάρα, μποροῦν νά γλιτώσουν ἀπ᾿ αὐτή τήν κόλαση.
«Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς». Ἐμεῖς ζοῦμε μετά τό Χριστό, μετά τό Σταυρό. Ζοῦμε μέ τό Χριστό, ζοῦμε μέ τό Σταυρό. Μόνο μέ τό Χριστό, μόνο μέ τό Σταυρό. Ὅμως δέν πρέπει νά μείνει κανένας· καμμία γλῶσσα, καμμιά πατριά, κανένα γένος, κανένα ἔθνος, κανένας λαός, κανένας οἶκος, κανένας ἄνθρωπος, πού νά μήν ἀκούσει γιά τό Σταυρό, πού νά μή γονατίσει μπροστά του.
Ὅταν αὐτός ὁ κόσμος θά τελειώσει, ὅταν τ᾿ ἄστρα θά πέσουν κι ὁ ἥλιος θά σβήσει, ἕνα σημεῖο θά φανεῖ στόν οὐρανό. Ὁ Σταυρός, ὁ Ἐσταυρωμένος. Θά τόν δεῖ κάθε ἀνθρώπινο μάτι κι αὐτοί πού τόν κέντησαν. Καί θά θρηνήσουν πάνω του ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς. Αὐτές πού δέν τόν ἀγάπησαν. Πού εἶδαν τό Σταυρό σάν σκάνδαλο ἤ ἀνοησία. Καί καταφρόνησαν μιά τηλικαύτη σωτηρία.
![]() Ἀπό τότε πού ὁ Χριστός ἔπαθε καί ὑπέφερε ὅσο κανένας ἄλλος ἄδικα καί βαθιά, σταυρό οἱ ἄνθρωποι λέμε τά παθήματα καί τίς θλίψεις μας. Σταυρός εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ἡ ἀδικία· σταυρός εἶναι ἡ ξενιτειά, ὁ καημός, ἡ ταλαιπωρία· σταυρός εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ δυστυχία, ὁ χαροκαμός. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τοῦτα σταυρώνουν τόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν μιμητή τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ἰδίως ὅταν τά ὑφίσταται ἄδικα, καί πρό πάντων ὅταν τά ὑπομένει μέ τή συνείδηση ὅτι ὑπάρχει Θεός πού δέν θά τόν ἀφήσει νά χαθεῖ. Μ' αὐτές τίς προϋποθέσεις τά παθήματα ἀποκτοῦν πράγματι ἕνα θεϊκό νόημα καί μία χάρη, παίρνουν ἀξία ἀπό τήν ἀξία τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί δίνουν σ' αὐτόν πού πάσχει δόξα καί ἐλπίδα· δόξα, διότι μοιάζει μέ τόν Κύριο, καί ἐλπίδα, διότι μπορεῖ νά περιμένει τήν παρηγοριά καί τήν ἀναψυχή ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τοῦτο γάρ χάρις», κηρύττει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «εἰ διά συνείδησιν Θεοῦ ὑποφέρει τις λύπας, πάσχων ἀδίκως» (Α’ Πέ 2,19). Ἐν τούτοις, ὁ χριστιανός δέν ὑποφέρει μόνο ἀπό βάσανα καί πόνους· βασανίζεται καί ἀπό σκάνδαλα καί πειρασμούς, μαρτυρεῖ ἀπό τή φθορά τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ καί ἀπό τή διαφθορά τοῦ κόσμου. Ἀποφασίζοντας νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μπαίνει σέ ἕναν ἀγώνα πού τόν φέρνει ἀντιμέτωπο μέ τό δικό του θέλημα, μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς ὀρέξεις πού φωλιάζουν ὕπουλα μέσα στήν ψυχή του καί κινοῦν βίαια τό κορμί του. Ἀγωνίζεται καί παλεύει νά ὑποτάξει τό ἐγώ του γιά νά ὑπακούσει στόν Θεό κι αὐτή ἡ πάλη πονᾶ περισσότερο ἀπό ἀρρώστια, σφίγγει δυνατότερα κι ἀπό δυστυχία, πικραίνει βαθύτερα κι ἀπό καημό. Ἀνακούφιση δέν ὑπάρχει, μετριασμός δέν γίνεται κι ὁ κόσμος γύρω δέν βοηθᾶ, ἀλλά πολεμᾶ σκληρότερα. Μέ θέλγητρα καί μέ φόβητρα ζητᾶ νά ἀπομακρύνει τόν πιστό ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ πονηριά ἀλλά καί μέ κυνικότητα προσπαθεῖ νά τόν φέρει σέ διάσταση μέ τόν Θεό. Συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως ὁ χριστιανός ζῆ ἕνα μαρτύριο, διαγράφει ἕναν σταυρό, καθώς ἀντιτίθεται στήν τυραννία τῶν παθῶν του καί ἀντιστέκεται στή δεσποτεία τοῦ κόσμου. «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γα 5, 24). Ὑπάρχουν μερικοί ἄνθρωποι, ἐκλεκτοί καί μακάριοι, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους ἔδειξαν καθαρά τί σημαίνει σταυρός τοῦ χριστιανοῦ καί φανέρωσαν πρακτικά ποιά γνωρίσματα συνιστοῦν αὐτόν τό σταυρό. Εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δίκαιοι καί προφῆτες, ἀπόστολοι καί μάρτυρες, πατέρες, ἀσκηταί καί διδάσκαλοι, ὅλοι ὅσοι βάδισαν γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δρόμους σκληρούς καί ἔφθασαν στό τέρμα μέ ἱλαρό τό πρόσωπο καί εὐφροσύνη στήν καρδιά. Μέ μύριους τρόπους καί μέ μύρια χρώματα ἡ πορεία τοῦ καθενός ἀπό αύτούς ζωγραφίζει τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι ὑπέμειναν τόν ὀνειδισμό τοῦ κόσμου, τήν ἀπόρριψη καί τήν καταφρόνηση τῆς κοινωνίας. Ἄλλοι ὑπέστησαν τό διωγμό καί τό βασανισμό ἀπό ἄρχοντες καί δημίους. Ἄλλοι ἀνέλαβαν τόν κόπο καί τήν ταλαιπωρία τοῦ κηρύγματος, τό βάρος τῶν ψυχῶν. Ἄλλοι διάλεξαν τήν ἄσκηση τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος, τήν ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων καί τίς στερήσεις τῆς ἐρήμου. Μέσα σ’ αὐτή τήν ποικιλία τῶν σταυρικῶν σχημάτων δύο εἶναι τά κοινά γνωρίσματα· ἕνα τό «ἑκούσιον πάθος», ἄλλο τό «χάριν Χριστοῦ». Μέ τή θέλησή τους καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ καθένας σήκωσε τό σταυρό του καί μᾶς καλεῖ νά μιμηθοῦμε ὄχι τό σχῆμα του, ἀλλά τό φρόνημα καί τή νοοτροπία του. Νά, λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ δικός μας ὁ σταυρός γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ τό εὐαγγέλιο, ὁ σταυρός πού καθίσταται ὄντως μίμηση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, σημάδι γνησιότητος τοῦ χριστιανοῦ. Δέν εἶναι μόνο τά χτυπήματα τῆς ζωῆς οὔτε ἁπλῶς οἱ θλίψεις· εἶναι αὐτά καί ἄλλα πολλά, τά ὁποῖα ὑπογράφονται μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μας καί σφραγίζονται μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη μας γι' αὐτόν καί ἡ ἀγάπη του γιά μᾶς δίνουν νόημα καί ἀξία στό κάθε πάθημά μας καί τό καθιστοῦν σταυρό ἅγιο. Ἔτσι σταυρός εἶναι μία πράξη ὑπέρτατης θυσίας, πού συγκλονίζει τούς αἰῶνες, ἀλλά καί μία πράξη καθημερινῆς ἀνοχῆς, πού περνᾶ ἀπαρατήρητη ἀπό τούς πολλούς. Σταυρός εἶναι νά ἀκρωτηριάζεσαι ἀπό τούς ἀπίστους καί σταυρός εἶναι νά ἐξευτελίζεσαι ἀπό τούς συναδέλφους -ἀρκεῖ να γίνεται γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ δοξολογία. Σταυρός εἶναι ὅταν σέ ταλαιπωροῦν μέ ἄγρια βία, σταυρός εἶναι κι ὅταν ἐσύ ταλαιπωρεῖς μέ ἄσκηση ἥμερη τόν ἑαυτό σου -ἀρκεῖ νά γίνεται γιά χάρη τοῦ Θεοῦ μέ εὐχαριστία. Τό μυστικό εἶναι ὅτι ὁ δικός μας σταυρός, γιά νά εἶναι γνήσιος, χρειάζεται νά ἔχει κοινή ρίζα μέ τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, νά βλαστάνει ἀπό τόν τίμιο κορμό του, ἤ νά ἐμφυτεύεται μέσα σ' αὐτόν μέ τά ἱερά μυστήρια καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά ἀνθοβολεῖ καί νά καρποφορεῖ τήν ἁγιωσύνη. Δύο σταυρούς ὑψώνει καί ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή· ἕναν μέ τόν Ἐσταυρωμένο καί ἕναν χωρίς αὐτόν. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μένει ἄδειος μετά τήν ἀποκαθήλωση, ἀλλά παραμένει ὑψωμένος, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πρέπει ἐκεῖ ἐπάνω νά σταυρώσουμε πλέον τόν ἑαυτό μας. Ὁ Χριστός μᾶς ἀφήνει τό σταυρό του, γιά νά τόν κάνουμε δικό μας σταυρό. Μή μᾶς τρομάζει τό ὕψος του, μή μᾶς φοβίζει τό πλάτος του. Τή μεγάλη θυσία τήν ἔχει ἐπιτελέσει ἤδη ὁ Κύριος. Ἐμεῖς φθάνει νά εἴμαστε μέλη στό σῶμα του, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, γιά νά πληρώσουμε τό χρέος τοῦ σταυροῦ μας· θά μᾶς ἀνεβάσει ὁ ἴδιος πάνω στό σταυρό, θά μᾶς κρατᾶ ἐκεῖ αὐτός μέσα στήν ἀγκαλιά του καί στό τέλος τῶν αἰώνων θά μᾶς δοξάσει μέ τή δική του δόξα. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 48 (1993) 49-51
|
Μετά τήν παράβαση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, ὁ Θεός ὅρισε ἀγγελικές δυνάμεις νά φρουροῦν τό «ξύλον τῆς ζωῆς», ἀπαγορεύοντας στούς ἀνθρώπους νά φᾶνε ἀπ’ αὐτό. Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, οἱ ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τό ξύλο τοῦ σταυροῦ καί καλοῦν ὅλους τούς πιστούς νά φᾶνε ἀπό τούς καρπούς του, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι αἰωνίου ζωῆς.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται νά χαρίσει τό «ξύλον τῆς ζωῆς» στόν κάθε ἀγωνιζόμενο χριστιανό. Στήν πρώτη ἀπό τίς ἑπτά ἐπιστολές πρός τούς «ἀγγέλους (=ἐπισκόπους) τῶν ἐκκλησιῶν» τῆς Ἀποκαλύψεως, τίς ὁποῖες τό ἅγιο Πνεῦμα κοινοποιεῖ σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες, ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι θά δώσει σέ ὅλους τούς πιστούς «τό ξύλον τῆς ζωῆς» (Ἀπ 2,7). Τί γλυκειά ὑπόσχεση! Γιά νά ἀπολαύσουμε ὅμως αὐτό τό βραβεῖο, τό ἀπαράμιλλο ἔπαθλο, τό μέγιστο δῶρο, ἀπαιτεῖ ὁ Κύριος νά μετανοήσουμε, νά ἐπανέλθουμε στήν πρώτη ἀγάπη καί νά μισήσουμε τά ἔργα τῶν νικολαϊτῶν, πού καί σήμερα ὀργιάζουν. Ἀλλά καί στόν ἕβδομο καί τελευταῖο μακαρισμό τῆς Ἀποκαλύψεως ὁ Κύριος, βραβεύοντας τήν ἀφοσίωση ἐκείνων πού θά τηρήσουν τίς ἐντολές του, προσφέρει σ᾿ αὐτούς τήν ἐξουσία «ἐπί τό ξύλον τῆς ζωῆς» (22,14).
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ παράδεισος, μέσα στόν ὁποῖο γευόμαστε ἤδη τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Προσφέροντας σέ μᾶς τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα του, ὁ Κύριος μᾶς μεταγγίζει συνεχῶς αἰώνια ζωή, μᾶς χαρίζει τήν πρόγευσή της. Καί αὐτή ἡ πρόγευση λειτουργεῖ ὡς ἐφόδιο πού μᾶς δυναμώνει στήν πορεία αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς ἄσειστη ἐγγύηση, ἡ ὁποία μᾶς βεβαιώνει γιά τήν αἰώνια χαρά καί δόξα πού μᾶς περιμένει στόν οὐρανό.