Γολγοθά
Τό μέρος ὅπου σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς κατά τόν Ματθαῖο καί τόν Ἰωάννη ὀνομαζόταν «τόπος Γολγοθά» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Μᾶρκο «Γολγοθά τόπος» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Λουκᾶ ἁπλῶς «Κρανίον». Ἄν ἀφαιρέσουμε τήν προσθήκη τῶν πρώτων «τόπος» πού εἶναι ἑβραϊκός ἰδιωματισμός, μένει τό ὄνομα «Γολγοθά» (ἄκλιτο) ἤ στήν ἑλληνική του μετάφραση «Κρανίον». Πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται ἄν ἦταν ὕψωμα ἤ λόφος, οὔτε ὑπάρχει ἄλλη περιγραφή. Ἀπό τόν Παῦλο πληροφορούμεθα ὅτι τό μέρος βρισκόταν «ἔξω τῆς πύλης», δηλαδή ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ καί κοντά σέ μιά πύλη. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν ὅτι οἱ «παρευρισκόμενοι ἐβλασφήμουν» τόν Ἰησοῦ (Μθ 27,39· Μρ 15,29). Ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι πολλοί Ἰουδαῖοι διάβασαν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ, ἐπειδή «ἐγγύς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς». Μόνο ἀπό τό τοπωνύμιο «Κρανίον» μπορεῖ ἴσως κανείς νά συμπεράνει ὅτι ὁ τόπος ἦταν κάπως ὑψηλός, ἄν βέβαια ὀνομάστηκε ἔτσι, ἐπειδή ἔμοιαζε μέ κρανίο καί ὄχι γιά ἄλλη αἰτία (π.χ. τήν εὕρεση ἑνός κρανίου ἤ τήν ὕπαρξη κρανίων, ἀφοῦ ἦταν τόπος ἐκτελέσεων).
Ὅλοι οἱ ὑπαινιγμοί, καθώς καί ἡ συνήθεια τοῦ παραδειγματισμοῦ πού ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχαῖοι μέ τίς θανατικές ἐκτελέσεις, μᾶς ὁδηγοῦν νά συμπεράνουμε τά ἑξῆς: Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν σπουδαιότερη πύλη τῆς Ἰερουσαλήμ, στήν ἄκρη τοῦ κεντρικοῦ δρόμου καί πιθανόν ἡ θέση ὅπου στερεώθηκε ὁ σταυρός του ἦταν ὑψηλή ὡς ἐξέδρα. Πάντως ὄχι λόφος, γιατί οἱ διαβάτες ἀπό τό δρόμο, πού ἀσφαλῶς βρισκόταν ἐντελῶς κάτω ἀπό τήν ἐξέδρα μποροῦσαν νά βρίζουν τόν ἐσταυρωμένο, ὅπως καί νά διαβάζουν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ θέση τοῦ σταυροῦ ἦταν ἕνα ἁπλό ἀνάχωμα στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, καί ὁ τόπος Γολγοθά ἤ Κρανίον δέν ἦταν μόνο αὐτή ἡ φυσική ἐξέδρα, ἀλλά καί ἡ ὅλη περιοχή. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ὅτι ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ κῆπος, ὅπου θάφτηκε ὁ Ἰησοῦς· εἶναι γνωστό ὅτι τά νεκροταφεῖα τόσο τά δημόσια ὅσο καί τά ἰδιωτικά (ὅπως τοῦ Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας) ἦταν ἀμέσως ἔξω ἀπό τά τείχη.
Ὁ Σταυρός
Ὁ σταυρός μποροῦσε νά ’ναι ἕνα ἁπλό δοκάρι μπηγμένο ὄρθιο στή γῆ ἤ ἕνα παρόμοιο δοκάρι πού εἶχε ἕνα ἄλλο καρφωμένο ὁριζόντια, ἤ ἐντελῶς ἐπάνω σέ σχῆμα Τ ἤ λίγο χαμηλότερα σέ σχῆμα †, ὅπως εἰκονίζουμε σήμερα τό σταυρό οἱ χριστιανοί. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας πάσσαλος, τότε τόν σταυρωμένο ἤ τόν ἔδεναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ σταυρωμένος πέθαινε μέσα σέ λίγα λεπτά κυρίως ἀπό ἀσφυξία. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν σέ σχῆμα Τ ἤ †, τότε ἤ τόν κρεμοῦσαν δένοντας τά χέρια σέ ἔκταση πάνω στήν ὁριζόντια δοκό καί τά πόδια στήν κατακόρυφη, ὁπότε πέθαινε μετά ἀπό πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, δίψα καί ἡλίαση, ἤ τόν κάρφωναν πάλι, ὁπότε πέθαινε μέσα σέ δυό περίπου ἡμέρες ἀπό αἱμορραγία, τέτανο καί ἀσφυξία. Στήν τελευταία αὐτή περίπτωση, κατά τήν ὁποία σταυρώθηκε καί ὁ Ἰησοῦς, πέθαινε ὡς ἑξῆς: Κάρφωναν τίς παλάμες του στό ὁριζόντιο δοκάρι μέ δυό καρφιά, ἕνα στήν κάθε μιά, καί τά πέλματά του μαζί ἤ χωριστά μ’ ἕνα ἤ δυό καρφιά. Γιά νά ἐφαρμοστοῦν τά πέλματα στό κατακόρυφο δοκάρι καί νά καρφωθοῦν ἔπρεπε τά γόνατα νά εἶναι πολύ λυγισμένα ὥστε ὁ σταυρωμένος νά πατᾶ στήν κατακόρυφη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου. Καθώς δέ τό σῶμα εἶναι βαρύ, ὁ σταυρωμένος κρεμόταν κάπως καί τά χέρια του μαζί μέ τό σῶμα ἔπαιρναν τό σχῆμα Υ. Οἱ πληγές ἀπό τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν καί τόσο σπουδαῖες ὥστε νά πεθάνει γρήγορα. Ἔτσι βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες. Ἐκεῖνο πού κυρίως τόν βασάνιζε ἦταν ἡ ἀσφυξία. Ὅπως κρεμόταν σέ σχῆμα Υ, τό στῆθος του πιεζόταν ἀπό τίς ὠμοπλάτες, ἔτσι ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό φουσκώσει καί νά ἀναπνεύσει χορταστικά. Γι’ αὐτό κατά μικρά διαστήματα θέλοντας νά ἀναπνεύσει βαθιά ἀναγκαζόταν νά πατᾶ ἰσχυρά στά πόδια, ἀντί νά κρέμεται ἀπό τά χέρια, καί νά ἀνασηκώνεται ὄρθιος μέ τεντωμένα τά γόνατα, ὥστε νά φέρει τά χέρια σέ κανονική ἔκταση καί νά ἀναπνεύσει. Ἔτσι, πότε σηκωνόταν στά πόδια καί ἀνέπνεε, πότε ἔπεφτε ἀπό τόν πόνο τῶν πελμάτων καί κρεμόταν ἀπό τά χέρια καί ἀσφυκτιοῦσε λίγο-λίγο. Ἀπό τήν αἱμορραγία, τόν πόνο, ἀπό τό ὅτι δέν μποροῦσε νά ἀναπνεύσει καλά, ἀλλά καί ἀπό ἄλλους λόγους (πεῖνα, ἡλίαση, κτλ.), ἐξαντλεῖτο τόσο, ὥστε δέν εἶχε τή δύναμη νά σηκωθεῖ καί τότε πέθαινε ἀπό ἀσφυξία. Ὅταν ἤθελαν νά πεθάνει ὁ σταυρωμένος γρήγορα, τοῦ ἔσπαζαν τίς κνῆμες. Ἔτσι δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ καί νά ἀναπνεύσει καί πέθαινε ἀμέσως. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος, ὅταν τό ζήτησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σκέλη τῶν τριῶν σταυρωμένων ὥστε νά τελειώνουν γρήγορα, γιατί τήν ἄλλη μέρα ἦταν Πάσχα καί δέν ἔπρεπε νά ζοῦν οἱ σταυρωμένοι. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν τόσο ἐξαντλημένος, ὥστε πέθανε πολύ πιό πρίν ἀπό τήν κανονική ὥρα, μέσα σέ 3 περίπου ὧρες (12-3 μ.μ.). Γι’ αὐτό δέν τοῦ ἔσπασαν τά πόδια, ἐνῶ τῶν ληστῶν, πού ἄργησαν νά πεθάνουν, τά ἔσπασαν. Ἐπειδή στήν ἐξιστόρηση τῆς ἀναστάσεως γίνεται λόγος γιά «τύπους τῶν ἥλων» (σημάδια ἀπό τά καρφιά) στά πόδια καί στίς παλάμες, καί ἀκόμη λέγεται στά Εὐαγγέλια ὅτι πέθανε μέσα σέ τρεῖς ὧρες, καί ὅτι πῆγαν νά τοῦ σπάσουν τίς κνῆμες γιά νά πεθάνει ἀπό ἀσφυξία, ἀβίαστα βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε μέ τό τελευταῖο αὐτό εἶδος τῆς σταυρώσεως σέ σταυρό σχήματος †, ὅπως καί τόν παριστάνουμε. Προεξεῖχε δέ ἡ κορυφή τῆς κατακορύφου δο†κοῦ (ἦταν δηλαδή † καί ὄχι Τ) καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πινακίδα τοῦ Πιλάτου, ἡ ὁποία καρφώθηκε στό μέρος ὅπου προεξεῖχε. Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν ἐξωτερική ἱερά παράδοση.
Ὁ Ἰησοῦς μπροστά στόν Πιλᾶτο ἀκούει τήν ἄδικη κατηγορία τῶν Ἰουδαίων καί σιωπᾶ. Ὁ ἡγεμόνας, ἐνῶ πείθεται γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ, προτείνει τήν ἀνταλλαγή του μέ τόν ληστή Βαραββᾶ. Ἀποτυγχάνει καί νίβοντας τά χέρια του τόν παραδίδει στούς σταυρωτές του λέγοντας: «Ἀθῶός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε». Καί αὐτοί ἐπίμονα κραυγάζουν: «Τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» (Μθ 27,25).
Ἡ φράση αὐτή ἔμελλε νά ἀποδειχθεῖ προφητεία, πού ἐκπληρώθηκε παράδοξα κατά διττό τρόπο. Τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ἀνθρώπους καί ἀνάλογα μέ τή στάση τους ἀπέναντί του γίνεται γι’ αὐτούς κατάρα ἤ εὐλογία, καταδίκη ἤ λύτρωση. Ὅπως ἀκριβῶς τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος, πάνω στόν ὁποῖο ὅσοι πέφτουν συντρίβονται στά πέταυρα τοῦ ἅδη ἤ ἐκτοξεύονται στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ὅλος ὁ Κύριός μας εἶναι τό ἀντιλεγόμενο σημεῖο, πού ἐλέγχει καί κρίνει τόν ἄνθρωπο ἀπέναντι στήν ὑπόθεση τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας, ἔτσι καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ σταθμίζει τή ζωή μας γιά τή λύτρωση ἤ ὄχι. Στήν περίπτωση πού ταπεινά τό δεχόμαστε, εἶναι τό «λύτρον» καί ζοῦμε τή λυτρωτική του δύναμη. Στήν ἀντίθετη, ταυτίζεται μέ τήν καταδίκη καί τόν αἰώνιο χαμό μας.
Ἄν παρακολουθήσουμε τήν ἱστορία τῶν προσώπων πού ἄδικα καί ἀνάλγητα ἔχυσαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν σταυρό, θά διαπιστώσουμε τά ἀποτελέσματα τῆς ἑκούσιας σκληρότατης κατάρας, πού οἱ ἴδιοι ἐπέσυραν στά κεφάλια τους καί στά παιδιά τους.
Προτοῦ ἀκόμα ὁ Διδάσκαλος νά ὑψωθεῖ στό σταυρό, ὁ Ἰούδας κρεμόταν ἀπό τά κλαδιά ἑνός δένδρου «μεταμεληθείς». Ἔτσι φοβερά προαναγγέλλει σέ ὅλους τούς ἐνόχους τή θεία τιμωρία.
Ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καί ὁ Πιλᾶτος, πού συμφιλιώθηκαν γιά τό κοινό ἔγκλημα, περιφρονημένοι, δίχως ἐξουσίες καί ἀξιώματα, πού τόσο τά ἀγάπησαν, πεθαίνουν στήν ἐξορία.
Οἱ φοβεροί πρωτεργάτες τῆς συνωμοσίας, οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραήλ Ἄννας καί Καϊάφας, συνεχίζουν νά διώκουν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μέ μανία ἐναντιώνονται στούς ἀποστόλους, ἐξαγγέλλουν διωγμό, θανατώνουν μέ ἱκανοποίηση τόν Στέφανο. Τρία χρόνια ὅμως μετά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ Καϊάφας καθαιρεῖται ἀπό τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ὁ Ἄννας γεύεται μία-μία τίς πίκρες τῶν συμφορῶν του· ὁ γιός του θανατώνεται ἀπό ἄγνωστο μέσα στά Ἰεροσόλυμα.
Ἀλλά καί τό τέλος τοῦ ἀλλοπρόσαλλου λαοῦ οἰκτρό. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ τούς ἔπνιξε μέ τή θέλησή τους. Ὁ Βαραββᾶς καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Καίσαρα ἀντάμειψαν μέ τό παραπάνω τήν προτίμηση τοῦ λαοῦ. Μετά τή σταύρωση ληστές, ἡγεμόνες καί Καίσαρες μαστίζουν ἀνελέητα τόν Ἰσραήλ. Ἀνώνυμοι κακοποιοί καί ἐγκληματίες φέρνουν τόν θάνατο. Ψευδοπροφῆτες παρασέρνουν τόν λαό σέ φονικές περιπέτειες. Καί ἀποκορύφωμα τῆς καταστροφῆς εἶναι ἡ πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Βεσπασιανό καί τόν Τίτο. Φόνοι, πεῖνα, κακοποιήσεις, ἱεροσυλίες, ἀπό ληστές καί Ρωμαίους στρατιῶτες. Δάσος ἀπό σταυρούς ὑψώνεται στούς γύρω λόφους τῆς ἔνδοξης πόλεως. Ἀλλόφρονες οἱ Ἰουδαῖοι, θαρρεῖς καί τρέχουν γιά νά σταυρωθοῦν. Ἡ ἐπιθυμία τους πραγματοποιεῖται κατά τόν πιό πιστό τρόπο· «Τό αἷμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν».
Ἀλλά τά λόγια αὐτά εἶχαν καί μιά ἄλλη, εὐλογημένη, ἐκπλήρωση. Ὁ μανιασμένος ὄχλος, τήν ὥρα πού παράφρονα ἐπέμενε καί ἀλόγιστα ζητοῦσε τήν καταδίκη τοῦ Ἀθώου, λειτούργησε, χωρίς νά τό καταλάβει, σάν προφήτης. Ὅπως ὁ ἄρχοντας Καϊάφας μίλησε προφητικά χωρίς νά τό ξέρει, ὅταν συμβούλεψε τούς Ἰουδαίους ὅτι συμφέρει νά χαθεῖ ἕνας ἄνθρωπος γιά χάρη τοῦ λαοῦ, ἔτσι καί ἡ κραυγή τοῦ ὄχλου ἔγινε ἡ προφητεία γιά τή λύτρωση πού θά ἔφερνε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στούς παρόντες καί στούς ἐπερχομένους τῶν αἰώνων.
Πράγματι ἀπό τόν σταυρό ἀκόμη τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ληστές καί ἐνῶ τόν ἕνα τόν κατεβάζει στόν ἅδη, τόν ἄλλο τόν βάζει στόν παράδεισο.
Ὁ ἑκατόνταρχος δοξάζει τόν Θεό μέ τόν λόγο· «Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν» (Λκ 23,47).
Καί ὁ λαός, οἱ πιστοί μαθητές καί μαθήτριες, χαίρονται σέ λίγο τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλίζονται μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἀλλά καί ἀπό τούς ὑβριστές καί σταυρωτές, ὅσοι ἀργότερα μετανοοῦν, μέ τήν πίστη τους καί τήν μετάνοια μεταστρέφουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, πού τούς πλάκωνε, σέ ἔλεος καί χάρη, πού τούς καλύπτει μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θυσία τοῦ Θεανθρώπου διαιωνίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία μας μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ κρίνει πάντοτε τούς ἀνθρώπους. Πόθος καί λαχτάρα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινωνία τους μέ τόν Χριστό. Τό σῶμα καί τό αἷμα του μεταγγίζει δύναμη καί ἁγιότητα. Δίνει τή λύτρωση καί ἐξασφαλίζει τήν αἰωνιότητα. Καταστροφή καί καταδίκη, «φλέγων ἄνθραξ» γίνεται γι’ αὐτούς πού ἀναξίως κοινωνοῦν τόν Χριστό. «Ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου» (Α’ Κο 11,27). Καί ἡ ἐνοχή αὐτή μεταφράζεται σέ ἀπουσία χαρᾶς, εἰρήνης καί ἰσορροπίας, σέ θάνατο πνευματικό.
Ἡ ἱστορία τῶν ἐνόχων καί ἡ ἱστορία τῶν πιστῶν ἐπαναλαμβάνεται ἴδια μέ τήν ἱστορία τῶν πρώτων ἀνθρώπων πού ἀντιμετώπισαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθᾶ. Οἱ μορφές ἴσως διαφέρουν ἀλλά ἡ προφητεία ἰσχύει· ὁ Κύριος σταλάζει τό αἷμα του πάνω μας καί ἤ μᾶς ἁγιάζει ἤ μᾶς κατακρίνει. Τίς μέρες αὐτές πού ἡ Ἐκκλησία μας ξαναζῆ καί ἑρμηνεύει τό Πάθος μέ τή σοφία καί τή σύνεση πού τῆς δίνει τό Πνεῦμα τό ἅγιο, ἡ εὐθύνη μας μπροστά στόν σταυρό προβάλλει πιό ἔντονη καί πιό ἱερή.
Μέ κατάνυξη ἀλλά καί μέ πόθο ἐρχόμαστε, Κύριε, κάτω ἀπό τόν σταυρό σου καί ἁπλώνουμε τά τρέμοντα χέρια μας κάτω ἀπό τίς ροές τῶν πληγῶν σου: Γέμισε, Ἰησοῦ, τίς χοῦφτες μας μέ τό τίμιο αἷμα σου, πρόσεξέ μας, μή ρίξουμε σταγόνα στό χῶμα! Τό αἷμα σου πάνω μας καί πάνω στά παιδιά μας!
Σταύρωση πρό τῆς σταυρώσεως
Ἡ ἐντολή τοῦ Πιλάτου νά μαστιγωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήμαινε ὅτι ὁ Ρωμαῖος ἐπίτροπος συγκατένευσε στό θέλημα τῶν Ἰουδαίων καί ἐνέκρινε τή θανατική ποινή, πού ἐκεῖνοι εἶχαν ἐπιβάλει στόν ὑπόδικό του. Παρά ταῦτα κατά βάθος δέν τήν ἐνέκρινε καί συνέχιζε νά τονίζει τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑποθέτει ὅτι διέταξε τή μαστίγωση θέλοντας ἴσως νά ξεθυμάνει τό πάθος τῶν Ἰουδαίων. Ἀφοῦ μέ ὅλες τίς προηγούμενες προσπάθειες δέν μπόρεσε νά τόν ἀπελευθερώσει, ἔφθασε μέχρι αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί τόν μαστίγωσε καί ἐπέτρεψε νά γίνουν ὅσα ἔγιναν, ὥστε νά μαλακώσει τήν ὀργή τους. Βλέποντάς τον ἔτσι, ἴσως θά ἀπαλλάσσονταν ἀπό τό πάθος καί θά ἔβγαζαν τό φαρμάκι. Ἴσως κάποιος οἶκτος θά γεννιόταν στήν καρδιά τους, ἴσως κάποια συμπάθεια θά κινοῦνταν μέσα τους, ὥστε νά μήν ἐπιμένουν νά ὑποστεῖ τήν ἔσχατη ποινή. Ἴσως, ἀκόμη, κάποιες τύψεις ξυπνοῦσαν τήν κοιμισμένη τους συνείδηση, ἀφοῦ, μ’ ὅλο πού μανιασμένα φώναζαν «σταυρωθήτω», ἤξεραν ὅτι εἶναι ἀθῶος. Τό εἶχε καταλάβει καί ὁ Πιλᾶτος ὅτι «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν». Ἀλλά, ὅπως ἀποδείχτηκε στή συνέχεια, τό πάθος τῶν Ἰουδαίων ἦταν ἀσίγαστο καί δέν κόπασε, ἡ συνείδησή τους ἦταν ὁλότελα πωρωμένη καί δέν ξύπνησε. Ἔτσι ἡ φραγγέλωση ἦταν ἕνα ἐπί πλέον μαρτύριο γιά τόν Κύριο, μία σταύρωση πρίν ἀπό τή σταύρωσή του.
Οἱ ἀνεύθυνοι καί βάναυσοι στρατιῶτες, πού κατάγονταν ἀπό τή Γαλατία, τή Γερμανία, τή Θράκη καί ἄλλες περιοχές τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐκπλήρωσαν ἀπόλυτα τήν προφητεία τοῦ Κυρίου, ὅτι θά παραδοθεῖ «τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι» (Μθ 20,19). Πόσο ἐπιτυχημένα τούς ζωγράφισε πρίν ἀπό αἰῶνες ἡ θεόπνευστη προφητεία· «Ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψα 21,17)· «Ἐπί τόν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί» (Ψα 127,3).
Παρακαταθήκη ἱερή
Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Ὡς ἀμνός ἄφωνος παραδίδει στή φραγγέλωση τόν θεῖον του νῶτο. Καί γίνεται «τό εἶδος αὐτοῦ ἄμορφον» κάτω ἀπό τά βαριά χτυπήματα τῶν βαρβάρων στρατιωτῶν. Ἔτσι, οἱ πιστοί του παίρνουν ἕνα μάθημα γιά νά ὑπομένουν γενναῖα τίς μαστιγώσεις τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός στή ζωή τους.
Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Καί εἶναι ἡ μαστίγωσή του μία παρακαταθήκη ἱερή, μία κληρονομιά πολύτιμη γιά τούς μαθητές του. Θά τούς ἐμπνέει ἀργότερα, ὅταν οἱ ἴδιοι θά μαστιγώνονται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φεύγουν «χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5,41). Στό πέρασμα τῶν αἰώνων, πού κατά τήν προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», εἶναι ἡ πιό γλυκειά παρηγοριά γιά τούς χριστιανούς ἡ φραγγέλωση τοῦ Ἰησοῦ. Πάσχοντας γιά τό ὄνομά του «ἀνταναπληροῦν τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» στό ἴδιο τους τό σῶμα. Κι ὅταν γι’ αὐτόν τόν λόγο καί μ’ αὐτή τή συναίσθηση πάσχουν, προσφέρουν μία ἀνακούφιση στόν μωλωπισμένο ἀπό τό φραγγέλιο τῶν σταυρωτῶν Ἰησοῦ. Κάνουν πάθος τους τό πάθος του καί ἑτοιμάζονται ἔτσι ὥστε νά συμμετέχουν στή δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
Καθώς πλησιάζει τό Πάθος, ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζεται νά τελέσει τήν ὕψιστη ἱερουργία. Κάθε ἀρχιερέας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ πρίν ἀπό τήν ἱερουργία καθάριζε τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε σωματικό μολυσμό, γιά νά προχωρήσει στήν ἱερουργία, κι αὐτό λεγόταν «τελείωσις». Ὁ καινούργιος ἀρχιερέας ἐγκαθιδρύει μιά καινούργια «τελείωση». Ἀνασκουμπώνεται, ζώνεται τό «λέντιον», παίρνει νερό σέ μιά λεκάνη καί ἀρχίζει νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ἡ «τελείωσις» τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἔσχατη ταπείνωση. Ἔρχεται καί στόν Πέτρο, μά ἐκεῖνος ἀρνεῖται νά δεχθεῖ μιά τέτοια ἐκδούλευση ἀπό τόν Διδάσκαλο. Ἀπό τή διήγηση τῶν εὐαγγελίων δέν φαίνεται ἄν ὁ Κύριος ἦρθε στόν Πέτρο πρῶτα ἤ τελευταῖα ἤ ἐνδιάμεσα. Ἴσως ἦταν ὁ πρῶτος. Καί αὐτό πού ἐξέφρασε ὁ Πέτρος τό εἶχαν ὅλοι μέσα τους, ἀλλά τό εἶπε αὐτός ὡς πιό ἐκδηλωτικός, ὁπότε οἱ ἄλλοι συμμορφώθηκαν μέ τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καί δέχτηκαν ἀδιαμαρτύρητα νά τούς πλύνει ὁ Κύριος τά πόδια.
Ὁ ἐγωισμός μέ τίς δύο ὄψεις του
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Πέτρου ἦταν ἐγωιστική. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, πού παρέχει πρόθυμα στούς ἀνωτέρους του καί τήν πιό ταπεινωτική ἐκδούλευση, μέ τήν ἴδια προθυμία δέχεται καί μιά ἐκδούλευση πού θά τοῦ προσφέρει ὁ ἀνώτερός του. Ἐνῶ ὁ ἐγωιστής οὔτε νά προσφέρει ταπεινωτική ἐκδούλευση δέχεται οὔτε νά τοῦ προσφέρουν. Καί τήν μέν πρώτη ἀδυναμία του πολλές φορές τήν κρύβει ἀπό κάποια σκοπιμότητα. Τήν δεύτερη ὅμως συνήθως δέν μπορεῖ νά τήν κρύψει κι ἔτσι φανερώνει τόν ἐγωισμό του. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Πέτρος.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ἀνάγκασε τόν Ἰησοῦ νά θυσιάσει τή μισή δοκιμαστική ἀξία τῆς χειρονομίας του, φανερώνοντας στόν Πέτρο ὅτι «ὅ ἐγώ ποιῶ, σύ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δέ μετά ταῦτα». Ἀλλά ὁ Πέτρος ἀκόμη πιό ἐγωιστικά ἐπιμένει· «Οὐ μή νίψῃς τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα». Καί ὁ Ἰησοῦς θυσιάζοντας ὅλο τό μυστικό τοῦ ἀποκαλύπτει καί σχεδόν τόν ἀπειλεῖ. «Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ». Τότε ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου στρέφει τήν ἄλλη ὄψη του καί λέει· «Μή τούς πόδας μου μόνον, ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». Προκειμένου νά μή χάσει, εἶναι ἕτοιμος καί τριπλάσια ἀγγαρεία νά φορτώσει στόν Διδάσκαλο. Καταπληκτική ἡ ἀφέλεια μέ τήν ὁποία ὁ ἐγωισμός δείχνεται κι ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη ὄψη του. Καί στό τέχνασμα τοῦ δοκιμαστῆ κάθε ἀντιτέχνασμα τοῦ ἐγωιστῆ δέν κατορθώνει τίποτε ἄλλο παρά νά ἀποκαλύψει ἀκόμη περισσότερο τόν ἐγωισμό του.
Ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης
Παρ’ ὅλο πού ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου δοκιμάσθηκε καί ξεσκεπάστηκε, ὅμως ὁ Ἰησοῦς μέ τή χειρονομία του δέν ἀπέβλεπε στή δοκιμασία. Ὁ σκοπός του ἦταν νά δώσει παράδειγμα ταπεινοφροσύνης στούς μαθητές του, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος στή συνέχεια. Κι ὅπως ἕνας καλός παλαιστής, ἐνῶ ὁ ἀντίπαλός του περιμένει λαβή στόν βραχίονα, αὐτός ξαφνικά τόν ἁρπάζει ἀπ’ τόν ἀστράγαλο, ἔτσι καί ἐδῶ, ἐνῶ καί ὁ Πέτρος καί ὅλοι περιμένουν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στή νέα ἐξυπνάδα τοῦ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς ἁρπάζει τόν Ἰούδα· «Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἤ τούς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρός ὅλος· καί ὑμεῖς καθαροί ἐστε ἀλλ’ οὐχί πάντες». Αὐτό τό εἶπε γιά τόν Ἰούδα, λέει ὁ εὐαγγελιστής, τοῦ ὁποίου γνώριζε τίς ἐνέργειες.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι ἕνας δηκτικός ὑπαινιγμός κατά τοῦ Ἰούδα, ἀλλά μία ἀπό τίς τελευταῖες ἀπόπειρές του νά δείξει στόν Ἰούδα τήν θεία καρδιογνωσία του καί νά τόν πείσει ἔτσι νά μετανοήσει καί νά ματαιώσει τήν προδοσία του. Ἀλλά κι αὐτές τίς τελευταῖες ἀπόπειρες τῆς στοργῆς τοῦ Ἰησοῦ τίς ποδοπάτησε ὁ Ἰούδας καί δέν διασώθηκε ἀπό τό βάραθρο τῆς ἀπωλείας του.
Ἐκτός τῶν ἄλλων μπορεῖ κανείς νά θαυμάσει ἐδῶ πόσο ὁ Ἰησοῦς εἶναι κύριος καί τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν συναισθημάτων του σ’ αὐτές τίς ἐπιθανάτιες ὧρες του. Καμία σύγχυση, καμία κάμψη ἀπό συγκίνηση, ἀλλά μέσα στήν ἀγωνία του ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν ἐνεργειῶν του. Αὐτό δείχνει τό γεγονός ὅτι «τούς παίζει ὅλους στά δάχτυλα» κι αὐτήν τήν ὥρα. Καί συνεχῶς, σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ πάθους του ὁ Ἰησοῦς παρά τήν ἀγωνία, τόν φόβο, τή θλίψη, τούς πόνους, τήν ἀγανάκτηση, κρατᾶ ἀπόλυτα τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ περιβάλλοντός του, ἀκόμη καί ἐπάνω στόν σταυρό.
Ὅπως ὁ Διδάσκαλος
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τό νίψιμο τῶν ποδιῶν, ἑρμήνευσε τήν ἐνέργειά του· ἐξήγησε γιατί τό ἔκανε αὐτό. «Σεῖς μέ φωνάζετε ὁ "Διδάσκαλος" καί ὁ "Κύριος" καί καλά κάνετε, γιατί εἶμαι. Ἄν λοιπόν ἐγώ, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, ἔνιψα τά πόδια σας, καί σεῖς ὀφείλετε νά πλένετε ὁ ἕνας τά πόδια τοῦ ἄλλου. Διότι σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὥστε ὅπως σᾶς ἔκανα ἐγώ, νά κάνετε καί σεῖς». Ὁ μαθητής καί ὁ ἀπεσταλμένος ὀφείλει νά ταπεινώνεται τουλάχιστον μέχρις ἐκεῖ πού ταπεινώθηκε ὁ διδάσκαλός του καί ὁ κύριός του πού τόν ἀπέστειλε. Ἄν, λοιπόν, ἐγώ ὁ Διδάσκαλός σας καί Κύριός σας ταπεινώθηκα τόσο, σεῖς ὀφείλετε νά ταπεινώνεστε τουλάχιστον τόσο, ἄν ὄχι καί περισσότερο. Γιατί βέβαια δέν εἶσθε καί ἀνώτεροί μου.
Γνώση καί πράξη
Διδάσκοντας μέ πράξη καί λόγια τήν ταπείνωση ὁ Ἰησοῦς λέει στούς μαθητές του. «Ἄν τά γνωρίζετε αὐτά, τότε θά εἶσθε μακάριοι, ἄν τά κάνετε».
Ἡ γνώση καί ἡ πράξη εἶναι ἐξίσου ἀναγκαῖα γιά τήν προκοπή καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν δέν ὑπάρχει τό πρῶτο, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει τό δεύτερο. Ὅταν πάλι δέν ὑπάρχει τό δεύτερο, τό πρῶτο κι ἄν ὑπάρχει εἶναι ἄχρηστο. Δέν εἶναι ἀσήμαντο ὅτι ὁ Ἰησοῦς λέει αὐτό τό δόγμα στήν ἀρχή τῆς διαθήκης του μέ τούς ἀνθρώπους πού θά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία του, γιατί αὐτό εἶναι τό πρῶτο δόγμα, τό ὑπερδόγμα, τό δόγμα πού προηγεῖται καί τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί τῆς ἁγιότητος καί τοῦ δόγματος τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀγάπης. Στήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν μεγάλοι αἱρετικοί, πού ἦταν σαρκικά ἁγνοί, νηστευτές, ἀσκητικώτατοι, μέ ἀγάπη καί φιλοφροσύνη, ἀλλά δέν παραδέχονταν ὁλόκληρη ἤ σωστά τή δογματική ἀλήθεια. Στούς νεώτερους χρόνους ἀντιστρόφως ὑπάρχουν φαῦλοι καί ἀκάθαρτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως στό δόγμα εἶναι ἀκριβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι ἐξίσου ἁμαρτωλοί καί ἀσεβεῖς, διότι προπάντων καταπάτησαν τό ὑπερδόγμα, πού εἶναι τό ἁπλούστατο καί εὔκολο αὐτό μάθημα, ὅτι οὔτε ἡ γνώση χωρίς τήν πράξη, οὔτε ἡ πράξη χωρίς τήν γνώση ἔχουν καμία ἀξία γιά τή σωτηρία.
Ὁ Χριστιανισμός ἀρχικά εἶναι εὔκολος νά τόν μάθεις καί δύσκολος νά τόν πράξεις. Δυστυχῶς σήμερα ἀντιστρέψαμε τά πράγματα καί δημιουργήσαμε ἕναν Χριστιανισμό δύσκολο νά τόν μάθεις καί εὔκολο νά τόν πράξεις. Δέν εἶναι αὐτός ὁ Χριστιανισμός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅταν λέμε ὅτι εἶναι ἐξίσου καί ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία καί ἡ γνώση καί ἡ πράξη, ἐννοοῦμε τά πράγματα αὐτά ὅπως ἐννοοῦνται στήν Καινή Διαθήκη.
Στό δρόμο πρός τό Γολγοθά, πού κάθε χρόνο ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τούς πιστούς μέ τήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, μᾶς περιμένει πρῶτος ὁ Ἰωσήφ ὁ Πάγκαλος. Στέκεται στήν ἀρχή τῶν μεγάλων ἡμερῶν, ὅπου πληθαίνουν βαθμηδόν τά σημαίνοντα γεγονότα, καί μᾶς προοιμιάζει γιά ὅλα. Στό πρόσωπό του ἔχει κλείσει τήν ὡραιότητα τοῦ Νυμφίου, στά ἀνθρώπινα μέτρα του ἔχει κλιμακώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος Θεανθρώπου.
Πάγκαλος ὁ Ἰωσήφ. Ὄμορφος μές στήν ἁγνότητά του. Τά μάτια τοῦ πάθους δέν μπόρεσαν νά τόν προσβάλουν, τά χέρια τῆς ἁμαρτίας δέν ἴσχυσαν νά τόν αἰχμαλωτίσουν. Φωτεινό τό βλέμμα του, καθαρή ἡ σκέψη του, ἄσπιλο τό κορμί του.
Ὄμορφος γιά τήν ἀγάπη του. Ποιό πέλαγο νά ἔμοιαζε ἄραγε ἡ καρδιά του, πού ἔπνιξε τόσο μῖσος καί τόση κακία ἀπέναντί του, πού χώρεσε τόση συγχώρηση καί ἀνεξικακία! Ἡ ἀγκαλιά του, πού ἄνοιξε καί δέχτηκε μέ συγκίνηση τούς ἀδελφούς, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του. Ὄμορφος ἀπό τήν πίστη του. Μιά πίστη δυνατή, ὥστε νά κουβαλᾶ τόν Θεό μαζί του, καί ὑπέρλογη, ὥστε νά προτιμᾶ τόν ὀνειδισμό τοῦ κόσμου ἀπό τήν αἰσχύνη μπρός στό Θεό. Μπόρεσε γυμνός νά γλιστρήσει μέσα ἀπό τά χέρια τῆς ἔκφυλης, γιατί ἦταν ντυμένος μέ τόν σεμνό χιτώνα τῆς πίστεως.
Μέ τό κάλλος τῆς ἁγνότητος, μέ τό κάλλος τῆς ἀγάπης, μέ τό κάλλος τῆς πίστεως ὁ Ἰωσήφ γίνεται ὁ τύπος τοῦ «ὡραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Ζωντανή προφητεία γιά τό πόσο ἀθῶος ὑπῆρξε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής, πόσο ἀνεξίκακος καί πόσο ταπεινός, περπατᾶ μπροστά μας. Ἐλᾶτε νά βαδίσουμε πάνω στά ἴχνη, πού ἀφήνουν τά πατήματά του! Θά μᾶς ὁδηγήσει ἴσια στόν Ἰησοῦ.
Ο ΙΩΣΗΦ:
Ἀγαπητός: «Ἰακώβ δέ ἠγάπα τόν Ἰωσήφ παρά πάντας τούς υἱούς αὐτοῦ» (Γε 37,3).
Ποιμήν: «Ἰωσήφ δέ δέκα καί ἑπτά ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τά πρόβατα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Γε 37,2).
Δόξα (ὄνειρα): «Περιστραφέντα δέ τά δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τό ἐμόν δράγμα… ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί ἕνδεκα ἀστέρες προσεκύνουν με» (Γε 37,8-9).
Ἀποστολή: «Καί εἶπεν Ἰσραήλ πρός Ἰωσήφ. Δεῦρο ἀποστείλω σε πρός τούς ἀδελφούς σου» (Γε 37,13).
Φθόνος: «Ἰδόντες δέ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ ἐμίσησαν αὐτόν καί οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδέν εἰρηνικόν» (Γε 37,4).
Συμβούλιον: «Προεῖδον δέ αὐτόν μακρόθεν καί ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν» (Γε 37,18).
Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν τόν Ἰωσήφ τόν χιτῶνα τόν ποικίλον τόν περί αὐτόν» (Γε 37,23).
Ἀγωνία: «Καί λαβόντες αὐτόν ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον» (Γε 37,24).
Πώληση: «Καί ἀπέδοντο τόν Ἰωσήφ τοῖς ἰσμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν» (Γε 37,28).
Ἰούδας: «Εἶπε δέ Ἰούδας πρός τούς ἀδελφούς αὐτοῦ… δεῦτε ἀποδώμεθα αὐτόν τοῖς ἰσμαηλίταις» (Γε 37,26).
Κατηγορούμενος: «καί ἐκάλεσε τούς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καί εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν» (Γε 39,14).
Ἁγνός: «καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γε 39,9).
Οἱ δύο φυλακισθέντες: «καί ἔθετο αὐτούς (ἀρχιοινοχόον καί ἀρχισιτοποιόν) ἐν φυλακῇ εἰς τό δεσμωτήριον» Ὁ ἕνας ἐλευθερώθηκε καί ὁ ἄλλος θανατώθηκε (Γε 40,3).
Ἀνύψωση: «καί ἐπί τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός» (Γε 41,40).
Ο ΙΗΣΟΥΣ:
Ἀγαπητός: «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17).
Ποιμήν: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰω 10,11).
Δόξα (προφητεῖες): «Ὁ Θεός ἐδόξασε τόν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Πρξ 3,13).
Ἀποστολή: «Τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ» (Α’ Ἰω 4,9).
Φθόνος: «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Μθ 27,18).
Συμβούλιον: «Συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν» (Μθ 27,1).
Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν αὐτόν τήν πορφύραν» (Μρ 65,20).
Ἀγωνία: «Καί ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τό ὄνομα Γεθσημανῆ καί λέγει αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μρ 14, 32-34).
Πώληση: «Ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» (Μθ 26,15).
Ἰούδας: «Τότε πορευθείς Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε. Τί θέλετέ μοι δοῦναι καί ἐγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν» (Μθ 26,15).
Κατηγορούμενος: «Πολλοί γάρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ» (Μρ 14,56).
Ἁγνός - Ἀναμάρτητος: «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Πε 2,2).
Οἱ δύο ληστές: «Τότε σταυροῦνται σύν αὐτῷ δύο λησταί» Ὁ ἕνας λυτρώθηκε καί ὁ ἄλλος κατακρίθηκε (Μθ 27,37).
Ἀνάσταση: «Έγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 1,20).
Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου
Χριστιανός εἶναι ἡ ἀπομίμηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, καί στά λόγια καί στά ἔργα καί στή σκέψη. Πιστεύει δέ ὀρθά καί ἀλάνθαστα στήν Ἁγία Τριάδα.
Ἄς προσέχουμε καλά τόν ἑαυτό μας, μήπως πλανηθοῦμε καί, ἐνῶ πιστεύουμε ὅτι βαδίζουμε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, ἐντούτοις βρισκόμαστε στήν πλατειά καί εὐρύχωρη.
Ὅποιος ἀποκρούει τόν ἔλεγχο, εἴτε δίκαιο εἴτε ἄδικο, αὐτός ἀρνήθηκε τή σωτηρία του. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν δέχεται, εἴτε μέ δυσκολία εἴτε χωρίς δυσκολία, αὐτός γρήγορα θά πετύχει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων του.
Τίποτε δέν ὑπάρχει τόσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅποιος ἀπελπίζεται σφάζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.
Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπό κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καί ἡ σκέψη τοῦ θανάτου ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.
Ἐκεῖνος πού ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου θά φοβηθεῖ μόνο τόν δικό Του Δεσπότη. Καί ἐκεῖνος πού δέν φοβᾶται τόν Θεό φοβᾶται πολλές φορές τή σκιά του.
Ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ πλησίον σου ἤ ὁ φίλος σου σέ περιγέλασε, εἴτε πίσω ἀπ’ τήν πλάτη σου εἴτε κατά πρόσωπο, ἐσύ νά τοῦ δείξεις ἀγάπη καί νά τόν ἐπαινέσεις.