Super User

Super User

Παρασκευή, 30 Μάρτιος 2018 03:00

Κλαῦσον πικρῶς ὑπέρ τοῦ προδότου...

 prodosia Σήμερα, ἀγαπητοί, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός παραδόθηκε... Ἀλλά μή σκυθρωπάζεις ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς παραδόθηκε· μᾶλλον νά γίνεις σκυθρωπός καί νά κλάψεις πικρά ὄχι ὅμως γι᾿ Αὐτόν πού παραδόθηκε ἀλλά γιά τόν προδότη Ἰούδα. Διότι Αὐτός πού παραδόθηκε ἔσωσε τήν οἰκουμένη, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν παρέδωσε ἔχασε τήν ψυχή του. Αὐτός πού προδόθηκε κάθεται στούς οὐρανούς στά δεξιά τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν πρόδωσε βρίσκεται στόν ἅδη, περιμένοντας τήν ἀναπόφευκτη τιμωρία. Γιά τόν προδότη, λοιπόν, νά κλάψεις καί νά στενάξεις, γιά τόν προδότη νά πενθήσεις. Καί ὁ Κύριός μας δάκρυσε γιά κεῖνον. «Ἰδών γάρ αὐτόν», λέγει, «ἐταράχθη καί εἶπεν· εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Ὤ, πόση ἡ εὐσπλαγχνία του! Τήν ὥρα πού προδίδεται πονᾶ γιά τόν προδότη.
  Γιά ποιό λόγο ταράχτηκε ὁ Κύριος; Γιά νά μᾶς δείξει τή φιλοστοργία του καί γιά νά μᾶς παραδώσει ἕνα μεγάλο μάθημα: Εἶναι ἀνάγκη νά θρηνοῦμε ὄχι τόσο αὐτόν πού ὑποφέρει ὅσο αὐτόν πού ἁμαρτάνει. Τό δεύτερο εἶναι χειρότερο ἀπό τό πρῶτο. Μᾶλλον τό πρῶτο, τό νά κακοπαθεῖ κάποιος, δέν εἶναι κἄν κακό· κακό εἶναι τό νά ἁμαρτάνει. Διότι ἡ κακοπάθεια ὁδηγεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία τῆς αἰώνιας κόλασης.
Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ΕΠΕ 35,554-556.
Ἀπόδοση Β.Τ.
 
 
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Στεφανωμένος μέ ἀρετές

polisi-iosif  Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωνε πάνω του ἐξαιρετικές ἀρετές. Ἀλλά καί στή νεότητά του καί σέ κάθε ἡλικία ἡ ἀρετή του αὐξανόταν παράλληλα καί δέν ἔχανε τή νεανική της λαμπρότητα. Καί μέ ποιά ἀρετή δέν στεφανώθηκε; Πουλήθηκε δυό φορές, ἀλλά δέν ἔχασε τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν κύριό του γιά τούς σεμνούς του τρόπους, ἀλλά δέν τόν παραπῆρε γι᾿ αὐτό ἡ ἀλαζονεία. Ὁ παράνομος ἔρωτας τῆς κυρίας του δέν κατάφερε νά μολύνει τήν ἁγνότητά του. Συκοφαντήθηκε καί τό ὑπέμεινε μέ γενναιότητα. Φυλακίστηκε, μά τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε. Τά ὄνειρα πού πραγματοποιήθηκαν τόν ἀπέδειξαν σοφό καί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τόν ξέχασαν, δέν δυσανασχέτησε. Ἔφτασε νά βασιλεύσει· τήν ἐξουσία ὡστόσο μέ μετριοφροσύνη τή χρησιμοποίησε καί δέν θέλησε νά ἀπαιτήσει τήν τιμωρία ἐκείνης πού τόν συκοφάντησε. Στά χέρια του ἔπεσαν οἱ ἀδελφοί του κι ὄχι μόνο δέν τούς ἀντιμετώπισε σάν ἐχθρούς -ἄλλωστε δέν τόν εἶχαν ἀναγνωρίσει- ἀλλά τούς ἀντάμειψε ὡς εὐεργέτες. Κρατοῦσε στά χέρια του τήν ἐξουσία τῆς Αἰγύπτου καί διακηρυσσόταν παντοῦ ἡ φήμη τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας του. Καί γενικότερα σέ ὅλες τίς ἡλικίες συσσώρευε τρόπαια ἀρετῆς. Λοιπόν, κανείς ἀπό ὅσους δέρνονται ἀπό τίς συμφορές νά μήν ὑποκύψει, ἀλλά νά καλλιεργήσει μέσα του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς· καί κάποτε, εἴτε σ᾿ αὐτή τή γῆ εἴτε στόν οὐρανό, θά λάμψει.

Ἰσισώρου Πηλουσιώτη, Ἐπ. 49η, ΡG 78,492.
Ἀπόδοση Β.Σ.
 
 

Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Θυσία αἰνέσεως

  nimfios«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς...»... Ἔαρ καί ἑσπέρας καί ἀντίλαλοι καμπάνας στίς ἐκκλησιές καί καλέσματα Κυριακά γιά τίς ψυχές. Βηματισμοί ἐλπίδας, προσδοκίας «πρός ὑπάντησιν Αὐτῷ». Βαϊοφέρουν τά χέρια κι οἱ καρδιές συντονίζονται: «δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν» τόν Κύριον ἐρχόμενον «πρός τό ἑκούσιον πάθος».
  Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν.
 Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου.
 «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή.
 Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ».
  Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους.
  Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο.
  Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί».
Οὐρανοδρόμος
 
 
Κυριακή, 24 Απρίλιος 2022 03:00

Μέ ταπείνωση καί αἰσιοδοξία

 anastasi Χριστός ἀνέστη, φίλοι μου! Ἀνοιξιάτικος, δροσερός καί εὐχάριστος ὁ μήνας πού διανύουμε, εὐχόμαστε νά ᾿χει πλούσια τή χάρη καί τήν εὐλογία τῆς Ἀναστάσεως, τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ φετινός Ἀπρίλιος ἀποπνέει τό σταυροαναστάσιμο μήνυμα. Ἀγκαλιάζει τόν πόνο καί τή χαρά, καθώς κλείνει μέσα του τό δράμα τοῦ θείου Πάθους καί τό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, τό πένθος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τήν εὐφροσύνη τῆς Διακαινησίμου. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή λύπης καί χαρᾶς, τό συνταίριασμα πόνου καί ἀναψυχῆς, συντριβῆς καί θριάμβου, ταπείνωσης καί δόξας εἶναι καί τῆς ζωῆς μας τό καταστάλαγμα. Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θαυμαστό πῶς ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συμβιβάζει καί ἐξομαλύνει τήν ἀέναη αὐτή ἀντίθεση καί τή μετατρέπει ἀπό τυραννία σέ εὐλογία.
  Ἡ πίστη μας μετουσιώνει τόν πόνο σέ χαρά, τήν καταφρόνια σέ δόξα, τό θάνατο σέ ζωή. Θεμελιωμένη στό σταυρό καί στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἐκφραστικότατη καί ἀπαράμιλλη ἀπεικόνιση αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἀλήθειας εἶναι ἐκείνη ἡ τόσο παραστατική καί θεόσδοτη εἰκόνα πού βλέπουμε στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: τό «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον», πού ὅμως εἶναι ὁ νικητής, ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κυριαρχεῖ ὄχι μέ τήν παντοδυναμία τῆς θεϊκῆς φύσεώς του ἀλλά μέ τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης. Ἔρχεται ὡς ὁ ἀμνός -τόσο ἀδύναμος!- τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως «αἴρει», σηκώνει πάνω του, τό βαρύτερο φορτίο πού γνώρισε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, τήν ἁμαρτία καί μάλιστα ὅλου τοῦ κόσμου. Θυσιάζεται γιά τή δική μας σωτηρία, ἀλλά παραμένει καί μετά τή σταυρική θυσία του «ὡς ἑστηκός», ζωντανό καί ὄρθιο τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον». Τί παρακαταθήκη καί μήνυμα σωτήριο γιά τούς πιστούς Του ἀνά τούς αἰῶνες!
  Τά εὐχάριστα, οἱ ἐπιτυχίες, οἱ χαρές, τά μεγαλεῖα, αὐτῆς τῆς ζωῆς νά μή μᾶς ξυπάζουν. Νά ἀτενίζουμε πίσω ἀπ᾿ αὐτά τή σκιά τοῦ σταυροῦ. Καί τότε, ὤ κατάνυξη καί συντριβή καί θεία ταπείνωση πού θά κατακλύζει τήν ψυχή μας! Ἀλλά καί τά θλιβερά καί ὀδυνηρά, ὁ πόνος, ἡ ἀποτυχία, ἡ δοκιμασία, ὁ θάνατος, νά μή μᾶς συνθλίβουν. Νά τά νιώθουμε καταυγασμένα ἀπό τό ζωογόνο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καί τότε, ὤ χαρά καί γλυκασμός καί θάρρος γιά τόν ἀγώνα!
  Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ ὀδύνη γίνεται ἡδονή καί ἡ ἡδονή ντυμένη τή σεμνότητα ἀνάγει στήν ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό. Μ᾿ αὐτή τήν πρακτική ὁ πιστός βιώνει τή χαρμολύπη καί ἀποπνέει στόν κόσμο ταπείνωση καί αἰσιοδοξία, αἰσθήματα τόσο πολύτιμα σήμερα.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 99
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ μεγάλη λεία

Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.   staurosi
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.

Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
                                              Κισσός

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Οἱ ἄλλοι προδότες

 Τί εἶν' αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.

proseuxi-gethsimani Ψάχναμε πάντα τούς προδότες σ' ἐκείνους πού φεύγουν καί ζοῦν δίχως Θεό. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἐκεῖνοι πού μένουν καί ζοῦν μέ λίγο Θεό: ἐμεῖς, πού δέν ζήσαμε τήν ἀγάπη του, πού δέν νιώσαμε τήν ἀγωνία του. Ἐμεῖς, πού ἀπ’ αὐτόν τόν Θεό δέν καταλάβαμε τίποτα. Καί δέν τοῦ δώσαμε τίποτα παρά τ’ ἀξιοθρήνητα χριστιανικά μας καθήκοντα. Εἴμαστε ἐμεῖς πού λέμε τό δράμα του στούς άνθρώπους. Θεατές καί κήρυκες στό δράμα του. Πόσο συμμέτοχοι; Κάνουμε πολλά, συντροφεύουμε πολλούς, σπάνια ὅμως βρεθήκαμε μόνοι: ἐμεῖς κι Αὐτός, γιά νά τόν βροῦμε, νά τόν μάθουμε, νά τόν συντρέξουμε. Καθώς τόν βλέπω νά προσεύχεται, τό νιώθω. Ἕνα αἴτημα ἔχει στήν προσευχή του: ἐμένα. Εἶμαι τό διαρκές αἴτημά του. Ἐγώ στή δική μου ἔχω ὅλα τ’ ἄλλα ἐκτός ἀπό Αὐτόν. Σάν αἷμα στάζει ὁ ἱδρώτας του στόν κῆπο. Ἡ δική μας προσφορά; Μιά χριστιανική ζωή μετρημένη μέ τό σταγονόμετρο τοῦ μετρίου. Στή Γεθσημανή ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ποιά ἦταν, πόσο ἀπόλυτη, πόσο ἐπώδυνη ἦταν ἡ σχέση του μέ μᾶς, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς: ἕνα πικρό ποτήρι. Ἐμεῖς στή δική μας σχέση, στή δική μας ἀγάπη γι’ Αὐτόν δέν ἤπιαμε ποτέ ἕνα τέτοιο ποτήρι. Κι ὅταν κάπου–κάπου μᾶς ρωτάει ἄν μποροῦμε νά πιοῦμε τό ποτήρι του γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀπαντοῦμε εὔκολα «ναί», γιατί τό νοθεύσαμε. Γιά ὅσους πρόδωσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή κοντά του εἶναι εὔκολη κι ἀνώδυνη. Τό πικρό ποτήρι ἕνα ἡδύποτο.

  Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας.

Ζωή Γούλα
 Φιλόλογος
 
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Πιλᾶτος

 Ὁ δικαστής πού δικάστηκε
pilatos  Ἡ ἅγια πολιτεία ἦταν ἀνάστατη ἐκείνη τή νύχτα τῆς Πέμπτης. Ἀποφασίζει γιά τόν ψευτομεσσία πού πλάνεψε τό λαό. Τό Συνέδριο τόν ἔχει καταδικάσει, ἀλλά ἡ καταδίκη του πρέπει νά ἐγκριθεῖ κι ἀπό τόν ρωμαῖο διοικητή τῆς περιοχῆς. Στίς ἑπτά, τό πρωί τῆς Παρασκευῆς, ὅλοι, ὄχλος καί ἀρχιερεῖς, μπροστά στό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Κι ἀνάμεσά τους ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά δικαστεῖ. Αὐτόν τόν ὄχλο πού ἔχει στριμωχτεῖ ἔξω ἀπό τό πραιτώριο ὁ Πιλᾶτος τόν σιχαίνεται καί τοῦ φέρθηκε πάντα μέ προκλητικότητα καί περιφρόνηση. Μά τώρα εἶναι ὑποχρεωμένος, παρόλη τήν ἀηδία ἀπ’ τήν ὁποία κυριαρχεῖται, νά συνεξετάσει καί νά δικάσει μαζί τους τόν ἄνθρωπο πού ἔφεραν μπροστά του.
  Ἡ δίκη πού διεξάγεται εἶναι γεμάτη ἔνταση καί κίνηση. Κι ἀκόμη, μ’ ἕναν τρόπο παράξενο, ἀντιστρέφει τό ρόλο αὐτῶν πού παίρνουν μέρος σ’ αὐτήν. Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ μάρτυρες κατηγορίας, μέσα ἀπ’ τά βέλη τους καί τίς κατηγορίες τους αὐτοκατηγοροῦνται καί αὐτοκαταδικάζονται αἰώνια. Ὁ Πιλᾶτος ὁ κριτής, ἐξωτερικά μόνο εἶναι ὁ κριτής τοῦ Ἰησοῦ. Ἐσωτερικά κρίνεται ἀπό τόν Ἰησοῦ αὐτή τή μοναδική ὥρα τῆς ζωῆς του. Καί ὁ κρινόμενος Χριστός, τήν ὥρα αὐτή εἶναι ὁ εὐαγγελιζόμενος στό ρωμαῖο ἐπίτροπο.
 Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς δίκης ὁ Πιλᾶτος ἔζησε μιά δυνατή ἀμηχανία. Ἔμπαινε κι ἔβγαινε ἀπό τό πραιτώριο. Ρωτοῦσε ἐπίμονα, διαλεγόταν ἄτακτα πότε μέ τόν Ἰησοῦ καί πότε μέ τούς Ἰουδαίους, διέκοπτε ἀπότομα, ἔκανε ἄθλιες ὑπεκφυγές. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀπ’ τήν ἀρχή κατάλαβε ὅτι ὁ δικαζόμενος ἦταν ἀθῶος. Πλάι στό «ἀθῶος», τό τρομερό ὄνειρο τῆς γυναίκας του συμπλήρωσε «καί δίκαιος». Ἀθῶος καί δίκαιος. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ζῆ αὐτήν τήν ἀμηχανία, πού στό τέλος τοῦ ἔγινε ἐφιάλτης.
 Θέλει νά τόν σώσει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά χωρίς νά χάσει τίποτα ὁ ἴδιος· οὔτε κἄν τήν ἀξιοπρέπειά του. Κάνει πολλά βήματα γιά νά μήν καταδικάσει τόν Ἀθῶο. Πρότεινε νά τόν πάρει πάλι τό Συνέδριο καί νά τόν κρίνει, γιατί αὐτό δέν εἶχε τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει θανατική ποινή· τόν ἔστειλε στόν Ἡρώδη, ὁμολόγησε στούς Ἰουδαίους πώς ὁ ἴδιος δέν βρίσκει καμιά ἐνοχή στόν κατηγορούμενο, ἔφτασε ἀκόμη καί νά τόν μαστιγώσει γιά νά ξεθυμάνει τό μῖσος τους. Πολλά καί καλά βήματα πού δέν στοίχησαν, βέβαια, τίποτα στόν ἴδιο. Ἁπλῶς ὅμως βήματα. Τό ἅλμα πού ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση τό ἔπνιξε τό εἴδωλό του, ὁ θρόνος του, καί ἡ δειλία του μπρός σέ κεῖνον τόν μαινόμενο ὄχλο.
 Τόν φοβόταν αὐτόν τό λαό ὁ Πιλᾶτος, γιατί τόν βάραινε μεγάλη ἐνοχή ἀπέναντί του. Ἀπό τή θύμηση τοῦ ἡγεμόνα περνοῦν τώρα σκληρά περιστατικά. Νεοφερμένος διοικητής στήν περιοχή γύρω στά 26, κουβάλησε ὁ ἴδιος –καί τό ἐπέτρεψε καί στούς στρατιῶτες του– εἰδωλολατρικά, αὐτοκρατορικά ἐμβλήματα παροξύνοντας ἔτσι τούς Ἰουδαίους. Ὁ ἴδιος ὄχλος, πού οὔρλιαζε τώρα μπρός στό πραιτώριο, ἦταν πού τότε περικύκλωσε τό ἀνάκτορό του στήν Καισάρεια καί διαμαρτυρήθηκε ἀπειλητικά, ἀδιαφορώντας ἀκόμα καί μπροστά στούς ροπαλοφόρους στρατιῶτες του. Αὐτόν τόν ὄχλο τόν εἶχε ἐξαπατήσει καταχρώμενος τά ἱερά χρήματα τοῦ κορβανᾶ, μέ τό πρόσχημα νά χτίσει ὑδραγωγεῖο· στήν διαμαρτυρία καί τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ πού ἀκολούθησε, ὁ Πιλᾶτος ἀπάντησε ὕπουλα φονεύοντας πολλούς. Καί σέ ἄλλη περίπτωση κατέσφαξε Γαλιλαίους, ἐνῶ πρόσφεραν θυσίες, καί ἀνακάτεψε τό αἷμα τους μέ τό αἷμα θυσιῶν.
 Φέρθηκε πάντα στούς Ἰουδαίους ὕπουλα, κενόδοξα, προκλητικά. Τούς εἶχε φορτίσει μέ πολλά παράπονα καί ἐκδικητικότητα ἐναντίον του. Πῶς νά τούς ἀντισταθεῖ τώρα πού κραύγαζαν «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»; Ἡ ἐνοχή του τόν ἔκανε ἄνανδρο. Ποιός ξέρει; Ἦταν πολύ πιθανό μέσα σ’ αὐτόν τόν μανιασμένο ὄχλο νά κρύβονται καταγγελεῖς πού καραδοκοῦσαν καί τήν μικρότερη εὐκαιρία καί ἀφορμή γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν διαβάλλοντάς τον στόν Τιβέριο, τόν ἄγριο καί μισάνθρωπο αὐτοκράτορα. Ἔνιωθε νά γλιστράει μέσα ἀπό τά χέρια του ἡ ἡγεμονία ἡ στηριγμένη σέ τόσες δωροδοκίες, δολιότητες, ἁρπαγές καί φόνους. Στό τέλος πανικοβλήθηκε καί παρέλυσε μ' ἐκεῖνο τό «οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος».
 Κι ἔτσι «παρέδωκεν αὐτόν ἵνα σταυρωθῇ». Πρωτύτερα ὅμως ἔπλυνε τά χέρια του, γιά νά δείξει πώς αὐτός εἶναι ἀθῶος γιά τό αἷμα τοῦ Ἀθώου, πού θά χυνόταν μετά ἀπό λίγο.
 Ἡ ἡγεμονική του θέση καί ἡ δειλία του ἔγιναν ἀγκάθια καί ἔπνιξαν τό σπόρο τῆς πίστεως, πού θά μποροῦσε νά βλαστήσει μέσα του γιά κεῖνον πού δίκασε καί καταδίκασε. Θόλωσαν τά μάτια του, γιά νά μήν μπορέσει νά δεῖ πίσω ἀπό κεῖνον τόν μελλοθάνατο τόν αἰώνιο Θεό. Ἔφραξαν τήν ἀκοή του καί βιαστικά ὁδήγησαν τά βήματά του ἔξω ἀπ’ τό πραιτώριο μήν τυχόν κι ἄκουγε τί εἶναι ἀλήθεια κι ἀνασταινόταν… Τό ἅλμα πού τοῦ ζητήθηκε δέν τό 'κανε, γιατί θά τοῦ στοίχιζε τήν ἡγεμονία. Ἔκανε ὑπολογιστικά καί μετρημένα βήματα πού τοῦ στοίχισαν τήν αἰωνιότητα.
 Ἡ δίκη αὐτή ἔκανε τό ὄνομα τοῦ Πιλάτου ἀθάνατο, συνώνυμο τῆς δειλίας καί τῆς εὐτέλειας. Ἀθάνατο, ἀλλά ἔξω ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τά πάντα σ’ αὐτή τή δίκη γιά νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ καί νά γράψει τό ὄνομά του σ’ αὐτό τό βιβλίο. Ὁ ἴδιος δέν θέλησε. Τό δέλεαρ τῆς ἡγεμονικῆς θέσης του τόν συγκράτησε. Αὐτό τό δέλεαρ ὅμως μετά ἀπό μερικά χρόνια θά μετατραπεῖ σέ βαρύ τίμημα. Τήν ἔχασε τή θέση του· κι ἐξορίστηκε κιόλας, στή Γαλατία. Καί στήν ἐξορία αὐτοκτόνησε πέφτοντας σέ μιά ἀφρισμένη λίμνη. Σάν νά 'θελε τώρα νά πλυθεῖ ὁλόκληρος, ὅπως κάποτε ἔπλυνε τά χέρια του…
 Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά 'ναι προνομιοῦχος, δεχόμενος τήν Ἀλήθεια πού πέρασε σαρκωμένη ἀπό πλάι του. Δέν θέλησε. Κι εἶναι ἀναπολόγητος γι’ αὐτό, γιατί λίγο μετά στόν Κρανίου τόπο ἕνας ληστής ἀναγνωρίζει, πίσω ἀπ’ τόν καταδικασμένο ἀπό τόν ἴδιο καί σταυρωμένο πιά Ἰησοῦ, τόν κρυπτόμενο Θεό. Ὁ ἡγεμόνας ἦταν σέ πλεονεκτικότερη θέση νά Τόν ἀναγνωρίσει. Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά ἦταν ὁ προτελευταῖος πιστός πού θά ἔσωζε ὁ μελλοθάνατος Θεάνθρωπος.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Κυριακή, 16 Μάρτιος 2025 03:00

Ἀπό τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ

  Γεθσημανή
gethsimani  Μετά τήν λεγόμενη ἀρχιερατική προσευχή ὁ Ἰησοῦς, μᾶς πληροφοροῦν τά Εὐαγγέλια, πέρασε τόν χείμαρρο τῶν κέδρων καί μπῆκε στόν κῆπο πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ὁ χείμαρρος αὐτός τῶν Ἰεροσολύμων ὀνομαζόταν στά ἑβραϊκά Κιδρών ἤ Κίδρων, πού σημαίνει «Ὕδατα», ἤ, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, «Ρέμα», «Ρεματιά». Ἔσχιζε τήν πόλη σέ δύο ἄνισα μέρη καί χυνόταν στή Νεκρά Θάλασσα. Τό μέρος ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τήν κυρίως πόλη ἦταν ὁ κῆπος Γεθσημανή. Δέν ξέρουμε ἄν ὁ κῆπος ἦταν δημόσιος ἤ ἰδιωτικός, περιφραγμένος ἤ ἄφρακτος, καί ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε ἐκεῖ μέ τήν ἄδεια τοῦ ἰδιοκτήτου ἤ ὅπως ἔμπαινε ὁ καθένας πού ἤθελε. Ξέρουμε μόνο ὅτι ὁ Ἰησοῦς πήγαινε ἐκεῖ μέ τούς μαθητές του πολλές φορές, γιατί προφανῶς τό μέρος ἦταν ἥσυχο, ἀπόμερο καί κατάλληλο γιά διδασκαλία, προσευχή καί περισυλλογή. Ἔτσι ὁ Ἰούδας ἦταν σέ θέση νά γνωρίζει ὅτι καί ἐκείνη τήν νύκτα ὁ Ἰησοῦς θά πάει μετά ἀπό τό δεῖπνο ἐκεῖ. Μιά λεπτομέρεια πού ἀποδεικνύει μέ τόν τρόπο της τό ἑκούσιον τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου· ὄχι μόνον δέν ἀποφεύγει τόν προδότη, ἀλλά καί σχεδόν τόν διευκολύνει. Ἔτσι, ἐνῶ θά μποροῦσε νά πάει στήν περιοχή πέραν τοῦ Ἰορδάνου, πηγαίνει στόν κῆπο, ὅπου ὁ Ἰούδας ἤξερε ὅτι θά τόν βρεῖ σίγουρα.

 

 Γολγοθά
 Τό μέρος ὅπου σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς κατά τόν Ματθαῖο καί τόν Ἰωάννη ὀνομαζόταν «τόπος Γολγοθά» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Μᾶρκο «Γολγοθά τόπος» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Λουκᾶ ἁπλῶς «Κρανίον». Ἄν ἀφαιρέσουμε τήν προσθήκη τῶν πρώτων «τόπος» πού εἶναι ἑβραϊκός ἰδιωματισμός, μένει τό ὄνομα «Γολγοθά» (ἄκλιτο) ἤ στήν ἑλληνική του μετάφραση «Κρανίον». Πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται ἄν ἦταν ὕψωμα ἤ λόφος, οὔτε ὑπάρχει ἄλλη περιγραφή. Ἀπό τόν Παῦλο πληροφορούμεθα ὅτι τό μέρος βρισκόταν «ἔξω τῆς πύλης», δηλαδή ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ καί κοντά σέ μιά πύλη. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν ὅτι οἱ «παρευρισκόμενοι ἐβλασφήμουν» τόν Ἰησοῦ (Μθ 27,39· Μρ 15,29). Ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι πολλοί Ἰουδαῖοι διάβασαν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ, ἐπειδή «ἐγγύς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς». Μόνο ἀπό τό τοπωνύμιο «Κρανίον» μπορεῖ ἴσως κανείς νά συμπεράνει ὅτι ὁ τόπος ἦταν κάπως ὑψηλός, ἄν βέβαια ὀνομάστηκε ἔτσι, ἐπειδή ἔμοιαζε μέ κρανίο καί ὄχι γιά ἄλλη αἰτία (π.χ. τήν εὕρεση ἑνός κρανίου ἤ τήν ὕπαρξη κρανίων, ἀφοῦ ἦταν τόπος ἐκτελέσεων).
  Ὅλοι οἱ ὑπαινιγμοί, καθώς καί ἡ συνήθεια τοῦ παραδειγματισμοῦ πού ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχαῖοι μέ τίς θανατικές ἐκτελέσεις, μᾶς ὁδηγοῦν νά συμπεράνουμε τά ἑξῆς: Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν σπουδαιότερη πύλη τῆς Ἰερουσαλήμ, στήν ἄκρη τοῦ κεντρικοῦ δρόμου καί πιθανόν ἡ θέση ὅπου στερεώθηκε ὁ σταυρός του ἦταν ὑψηλή ὡς ἐξέδρα. Πάντως ὄχι λόφος, γιατί οἱ διαβάτες ἀπό τό δρόμο, πού ἀσφαλῶς βρισκόταν ἐντελῶς κάτω ἀπό τήν ἐξέδρα μποροῦσαν νά βρίζουν τόν ἐσταυρωμένο, ὅπως καί νά διαβάζουν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ θέση τοῦ σταυροῦ ἦταν ἕνα ἁπλό ἀνάχωμα στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, καί ὁ τόπος Γολγοθά ἤ Κρανίον δέν ἦταν μόνο αὐτή ἡ φυσική ἐξέδρα, ἀλλά καί ἡ ὅλη περιοχή. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ὅτι ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ κῆπος, ὅπου θάφτηκε ὁ Ἰησοῦς· εἶναι γνωστό ὅτι τά νεκροταφεῖα τόσο τά δημόσια ὅσο καί τά ἰδιωτικά (ὅπως τοῦ Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας) ἦταν ἀμέσως ἔξω ἀπό τά τείχη.

  Ὁ Σταυρός
  Ὁ σταυρός μποροῦσε νά ’ναι ἕνα ἁπλό δοκάρι μπηγμένο ὄρθιο στή γῆ ἤ ἕνα παρόμοιο δοκάρι πού εἶχε ἕνα ἄλλο καρφωμένο ὁριζόντια, ἤ ἐντελῶς ἐπάνω σέ σχῆμα Τ ἤ λίγο χαμηλότερα σέ σχῆμα †, ὅπως εἰκονίζουμε σήμερα τό σταυρό οἱ χριστιανοί. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας πάσσαλος, τότε τόν σταυρωμένο ἤ τόν ἔδεναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ σταυρωμένος πέθαινε μέσα σέ λίγα λεπτά κυρίως ἀπό ἀσφυξία. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν σέ σχῆμα Τ ἤ †, τότε ἤ τόν κρεμοῦσαν δένοντας τά χέρια σέ ἔκταση πάνω στήν ὁριζόντια δοκό καί τά πόδια στήν κατακόρυφη, ὁπότε πέθαινε μετά ἀπό πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, δίψα καί ἡλίαση, ἤ τόν κάρφωναν πάλι, ὁπότε πέθαινε μέσα σέ δυό περίπου ἡμέρες ἀπό αἱμορραγία, τέτανο καί ἀσφυξία. Στήν τελευταία αὐτή περίπτωση, κατά τήν ὁποία σταυρώθηκε καί ὁ Ἰησοῦς, πέθαινε ὡς ἑξῆς: Κάρφωναν τίς παλάμες του στό ὁριζόντιο δοκάρι μέ δυό καρφιά, ἕνα στήν κάθε μιά, καί τά πέλματά του μαζί ἤ χωριστά μ’ ἕνα ἤ δυό καρφιά. Γιά νά ἐφαρμοστοῦν τά πέλματα στό κατακόρυφο δοκάρι καί νά καρφωθοῦν ἔπρεπε τά γόνατα νά εἶναι πολύ λυγισμένα ὥστε ὁ σταυρωμένος νά πατᾶ στήν κατακόρυφη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου. Καθώς δέ τό σῶμα εἶναι βαρύ, ὁ σταυρωμένος κρεμόταν κάπως καί τά χέρια του μαζί μέ τό σῶμα ἔπαιρναν τό σχῆμα Υ. Οἱ πληγές ἀπό τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν καί τόσο σπουδαῖες ὥστε νά πεθάνει γρήγορα. Ἔτσι βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες. Ἐκεῖνο πού κυρίως τόν βασάνιζε ἦταν ἡ ἀσφυξία. Ὅπως κρεμόταν σέ σχῆμα Υ, τό στῆθος του πιεζόταν ἀπό τίς ὠμοπλάτες, ἔτσι ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό φουσκώσει καί νά ἀναπνεύσει χορταστικά. Γι’ αὐτό κατά μικρά διαστήματα θέλοντας νά ἀναπνεύσει βαθιά ἀναγκαζόταν νά πατᾶ ἰσχυρά στά πόδια, ἀντί νά κρέμεται ἀπό τά χέρια, καί νά ἀνασηκώνεται ὄρθιος μέ τεντωμένα τά γόνατα, ὥστε νά φέρει τά χέρια σέ κανονική ἔκταση καί νά ἀναπνεύσει. Ἔτσι, πότε σηκωνόταν στά πόδια καί ἀνέπνεε, πότε ἔπεφτε ἀπό τόν πόνο τῶν πελμάτων καί κρεμόταν ἀπό τά χέρια καί ἀσφυκτιοῦσε λίγο-λίγο. Ἀπό τήν αἱμορραγία, τόν πόνο, ἀπό τό ὅτι δέν μποροῦσε νά ἀναπνεύσει καλά, ἀλλά καί ἀπό ἄλλους λόγους (πεῖνα, ἡλίαση, κτλ.), ἐξαντλεῖτο τόσο, ὥστε δέν εἶχε τή δύναμη νά σηκωθεῖ καί τότε πέθαινε ἀπό ἀσφυξία. Ὅταν ἤθελαν νά πεθάνει ὁ σταυρωμένος γρήγορα, τοῦ ἔσπαζαν τίς κνῆμες. Ἔτσι δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ καί νά ἀναπνεύσει καί πέθαινε ἀμέσως. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος, ὅταν τό ζήτησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σκέλη τῶν τριῶν σταυρωμένων ὥστε νά τελειώνουν γρήγορα, γιατί τήν ἄλλη μέρα ἦταν Πάσχα καί δέν ἔπρεπε νά ζοῦν οἱ σταυρωμένοι. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν τόσο ἐξαντλημένος, ὥστε πέθανε πολύ πιό πρίν ἀπό τήν κανονική ὥρα, μέσα σέ 3 περίπου ὧρες (12-3 μ.μ.). Γι’ αὐτό δέν τοῦ ἔσπασαν τά πόδια, ἐνῶ τῶν ληστῶν, πού ἄργησαν νά πεθάνουν, τά ἔσπασαν. Ἐπειδή στήν ἐξιστόρηση τῆς ἀναστάσεως γίνεται λόγος γιά «τύπους τῶν ἥλων» (σημάδια ἀπό τά καρφιά) στά πόδια καί στίς παλάμες, καί ἀκόμη λέγεται στά Εὐαγγέλια ὅτι πέθανε μέσα σέ τρεῖς ὧρες, καί ὅτι πῆγαν νά τοῦ σπάσουν τίς κνῆμες γιά νά πεθάνει ἀπό ἀσφυξία, ἀβίαστα βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε μέ τό τελευταῖο αὐτό εἶδος τῆς σταυρώσεως σέ σταυρό σχήματος †, ὅπως καί τόν παριστάνουμε. Προεξεῖχε δέ ἡ κορυφή τῆς κατακορύφου δο†κοῦ (ἦταν δηλαδή † καί ὄχι Τ) καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πινακίδα τοῦ Πιλάτου, ἡ ὁποία καρφώθηκε στό μέρος ὅπου προεξεῖχε. Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν ἐξωτερική ἱερά παράδοση.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Εἷς ἐκ τῶν δώδεκα

 ioudas Ἀνατριχιαστικός ἀντίλαλος στήν εὐαγγελική ἱστορία τοῦ θείου Πάθους ἡ λιτή ἀλλά καί φοβερή ἐπανάληψη: «Ἰούδας, ὅς καί ἐγένετο προδότης... ὁ παραδιδούς αὐτόν».
  Εὔλογη ἡ ἀπορία κατατρώγει καθέναν πού μελετᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ: Πῶς μέσα στή μικρή ὁμάδα τῶν διαλεγμένων του φιλοξενήθηκε γιά τρία χρόνια μιά τέτοια βλοσυρή καί ὕπουλη φυσιογνωμία; Πῶς ἄντεξε τήν ἅγια συναναστροφή, τή διδασκαλία τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τήν τόσο στενή προσέγγιση τῆς θεϊκῆς ὀμορφιᾶς μέσα στήν καθημερινή ζωή, καί παρέμεινε τυφλή καί πωρωμένη; Ἐντούτοις ὁ Κύριος τόν διάλεξε ὅπως καί τούς ὑπόλοιπους ἕνδεκα, τόν ἐμπιστεύθηκε καί θέλησε νά τόν κρατήσει κοντά του, ἀνάμεσα στούς καλύτερους φίλους του. Διέκρινε σ᾿ αὐτόν ἱκανότητες πολύτιμες γιά τήν ὑπόθεση πού τόν ἤθελε. Ἀλλά καί ὁ Ἰούδας τόν εἶχε ἀγαπήσει· γι᾿ αὐτό μιλοῦμε γιά προδοσία, διότι προϋπῆρχε ἡ ἀγάπη. Στό ἅγιο κάλεσμα τά ἐγκατέλειψε κι αὐτός ὅλα καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ, κάνοντας θυσίες τόσο εἰλικρινά ὅσο καί οἱ ἄλλοι. Κι ὅμως, ἐνῶ ἦταν ἕνα καλό σκάφος, βυθίστηκε!
  Οἱ εὐαγγελιστές τό μόνο πού σημειώνουν εἶναι ὅτι μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς. Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ὡστόσο δείχνει ὅτι δέν μεταπηδοῦμε ἀμέσως πρός τό χειρότερο. Προηγεῖται μιά ἀργή διαδικασία πού τό ξεκίνημά της μέσα μας εἶναι ἀρκετά δυσδιάκριτο. Ὁ Ἰούδας παραμένει γιά κάθε ἐποχή ἡ φοβερή ἐνσάρκωση τοῦ κινδύνου πού διατρέχουμε ἀπό τήν προγραμματισμένη ἁμαρτία. Αὐτή δούλεψε μέσα στήν καρδιά του, ὅπως τό σκουλήκι μέσα στόν καρπό. Κατέφαγε ὅ,τι καλό ὑπῆρχε καί διέλυσε ὅλο τό περιεχόμενό της.
  Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀδυναμία τόσο συναρπαστική, τόσο παράλογη μά καί τόσο ἐξευτελιστική ὅσο ἡ φιλαργυρία. Σ᾿ αὐτήν προστέθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἰούδα νά παλέψει μέ τούς πειρασμούς του, ἀλλά καί ἡ ἀπογοήτευση κάθε προσδοκίας πού τόν εἶχε ἑλκύσει κοντά στόν Ἰησοῦ· ἡ αὐταπάρνησή του γιά νά τόν ἀκολουθήσει τοῦ φαινόταν πιά μάταιη, ἀφοῦ τό κέρδος δέν θά ἦταν πλούτη καί ἀξιώματα ἀλλά μόνο φτώχεια καί διωγμός. Κι ἐκείνη ἡ ἀνυπόφορη ἐνόχληση ἀπό τήν καθημερινή ἐπαφή μέ τήν ἀναμάρτητη καθαρότητά Του! Ἀκόμη καί ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ πού τόν ὀνόμαζε «φίλο» τόν ἔκανε νά νιώθει περισσότερο τή μικρότητα καί τή φτώχεια του κι ἔτσι συρρικνωνόταν ἐσωτερικά.
  Ἔχουν δυστυχῶς οἱ ἁμαρτίες τήν τάση νά πολλαπλασιάζονται μέ καταπληκτική ταχύτητα... Ἔτσι συσσωρεύτηκε μέσα στήν καρδιά του ἡ μοχθηρία, ἡ κοσμική φιλοδοξία, ἡ κλοπή, τό μίσος γιά κάθε καλό καί ἁγνό, ἡ ἀχαριστία καί μιά ἔξαλλη ὀργή... Ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, ἀλλά ἡ ἔκβασή της δέν καθορίστηκε ἐκείνη τή στιγμή· ἦταν ἡ συνέχεια ὅλων τῶν προηγούμενων πτώσεων.
  Ἀκόμη καί μέσα στήν πιό ἱερή συντροφιά δέν ἀσφαλιζόμαστε ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ. στήν καρδιά τοῦ Ἰούδα ἔσβησε ἡ πρώτη φλόγα τῆς ἀγάπης στόν Ἰησοῦ. Ἡ σχέση του μέ τήν ἁγία συντροφιά ἔπαψε νά εἶναι προσωπική· ἔγινε τυπική. Ὁ σεβασμός γιά τόν διδάσκαλο μειώθηκε καί αὐξήθηκε ἡ αὐτοεκτίμηση. Ἡ ἔμφυτη κρυψίνοιά του κάλυπτε τίς προδοτικές του κινήσεις. Ἡ ἀποξένωση, πού ἄρχισε τελικά νά νιώθει, μέρα μέ τή μέρα γινόταν μεγαλύτερη. Πῶς μπορεῖ αὐτό νά συμβεῖ σέ ἕναν μαθητή; Θά τό καταλάβουμε πολύ καλά, ἄν ἐρευνήσουμε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας...
  Τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὁ Κύριος ἔκανε ἐπίμονες καί συγκινητικές προσπάθειες νά σώσει τήν ψυχή πού ἀγάπησε. Γονάτισε καί τοῦ ἔπλυνε τά πόδια, γιά νά ἀνοίξει μπροστά του τό δρόμο τῆς συγγνώμης καί τοῦ γυρισμοῦ. Ἐκεῖνος ἔμεινε σκληρός, ἀπαθής, ἀποφασισμένος. Ὁ Ἰησοῦς συνέχισε τήν προσπάθεια: «Δέν εἶστε ὅλοι καθαροί...», «αὐτός πού ἔφαγε μαζί μου...». Κι ὅμως κανένα σημάδι ἀλλαγῆς στήν καρδιά· τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου δέν μαλάκωσε. Τότε μίλησε καθαρά: «Ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ προδώσει». Κανείς δέν γύρισε νά δεῖ τόν Ἰούδα, διότι κανείς δέν τόν εἶχε ὑποψιαστεῖ. Ἀργότερα ἀνακάλυψαν «ὅτι κλέπτης ἦν»...
   Ὁ ἴδιος συνειδητοποίησε αὐτό πού εἶχε κάνει, μόνο ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ νά ὁδηγεῖται στή σταύρωση. Μέσα σέ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχει μιά δύναμη πού φωταγωγεῖ τή συνείδηση, ἀλλά ἐμφανίζεται πολύ καθυστερημένα. Ὁ πρωταγωνιστής τῆς προδοσίας κυριεύεται ἀπό τύψεις κι αὐτές τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία νεκρώνει τή λογική του καί ἔτσι φτάνει στήν τρέλα καί τήν αὐτοκτονία.
  Τά χρήματα πού κρατοῦσε τόν ἔκαιγαν σάν τή φωτιά τῆς κόλασης. Οἱ συνεργοί του ἀντιμετώπισαν τίς τύψεις του μέ σκληρή καταφρόνια. Τούς ἄφησε καί χάθηκε τρέχοντας πρός τήν ἀπελπιστική μοναξιά του, ἀπό ὅπου δέν θά γύριζε ποτέ πιά. Θά μποροῦσε νά τρέξει, νά βρεῖ τόν Κύριο, νά πέσει στά πόδια Του, γιά νά ζητήσει ἄφεση. Δέν ἐκμεταλλεύτηκε οὔτε τήν τελευταία στιγμή. Φώναξε «ἁ-μάρτησα... ἦταν ἀθῶος!», ἀλλά ὄχι μπροστά στόν Ἰησοῦ οὔτε κἄν μπροστά στούς συμμαθητές του ἀλλά στούς συνωμότες του. σ᾿ αὐτούς δέν βρῆκε, φυσικά, ἔλεος οὔτε παρηγοριά.
  Πρόδωσε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰούδας, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα». Στήν πραγματικότητα ὅμως πρόδωσε τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Τό μόνο πού ἀπέμεινε ἦταν νά καταστρέψει κι αὐτόν τόν προδομένο ἑαυτό· δέν ἄντεχε πλέον νά ζῆ μαζί του. Ἦταν σάν νά βρέθηκε σέ μιά ἔρημο χιλιάδες μίλια μακριά ἀπό τήν ποθητή ἀκτή. Ἡ ζωή του ἔμοιαζε μέ ἕνα πεδίο μετά τή μάχη χωρίς κανένα σημάδι ζωῆς πιά.
  Ὁ προδότης στιγματίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀνθρωπότητα ὅλων τῶν αἰώνων. Τό ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο τῆς ἐσχάτης ἀτιμίας. Δέν τό δίνουμε σέ κανέναν ἄνθρωπο, οὔτε κἄν καί στά ζῶα. Ἔγινε ὁ τελευταῖος ἀπό ὅλα τά ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φοβερότερη κηλίδα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία.
Διασκευή ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ Β. Σ.
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Τό αἷμα Του πάνω μας

Iisous-Pilatos  Ὁ Ἰησοῦς μπροστά στόν Πιλᾶτο ἀκούει τήν ἄδικη κατηγορία τῶν Ἰουδαίων καί σιωπᾶ. Ὁ ἡγεμόνας, ἐνῶ πείθεται γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ, προτείνει τήν ἀνταλλαγή του μέ τόν ληστή Βαραββᾶ. Ἀποτυγχάνει καί νίβοντας τά χέρια του τόν παραδίδει στούς σταυρωτές του λέγοντας: «Ἀθῶός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε». Καί αὐτοί ἐπίμονα κραυγάζουν: «Τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» (Μθ 27,25).
  Ἡ φράση αὐτή ἔμελλε νά ἀποδειχθεῖ προφητεία, πού ἐκπληρώθηκε παράδοξα κατά διττό τρόπο. Τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ἀνθρώπους καί ἀνάλογα μέ τή στάση τους ἀπέναντί του γίνεται γι’ αὐτούς κατάρα ἤ εὐλογία, καταδίκη ἤ λύτρωση. Ὅπως ἀκριβῶς τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος, πάνω στόν ὁποῖο ὅσοι πέφτουν συντρίβονται στά πέταυρα τοῦ ἅδη ἤ ἐκτοξεύονται στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ὅλος ὁ Κύριός μας εἶναι τό ἀντιλεγόμενο σημεῖο, πού ἐλέγχει καί κρίνει τόν ἄνθρωπο ἀπέναντι στήν ὑπόθεση τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας, ἔτσι καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ σταθμίζει τή ζωή μας γιά τή λύτρωση ἤ ὄχι. Στήν περίπτωση πού ταπεινά τό δεχόμαστε, εἶναι τό «λύτρον» καί ζοῦμε τή λυτρωτική του δύναμη. Στήν ἀντίθετη, ταυτίζεται μέ τήν καταδίκη καί τόν αἰώνιο χαμό μας.
  Ἄν παρακολουθήσουμε τήν ἱστορία τῶν προσώπων πού ἄδικα καί ἀνάλγητα ἔχυσαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν σταυρό, θά διαπιστώσουμε τά ἀποτελέσματα τῆς ἑκούσιας σκληρότατης κατάρας, πού οἱ ἴδιοι ἐπέσυραν στά κεφάλια τους καί στά παιδιά τους.
  Προτοῦ ἀκόμα ὁ Διδάσκαλος νά ὑψωθεῖ στό σταυρό, ὁ Ἰούδας κρεμόταν ἀπό τά κλαδιά ἑνός δένδρου «μεταμεληθείς». Ἔτσι φοβερά προαναγγέλλει σέ ὅλους τούς ἐνόχους τή θεία τιμωρία.
  Ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καί ὁ Πιλᾶτος, πού συμφιλιώθηκαν γιά τό κοινό ἔγκλημα, περιφρονημένοι, δίχως ἐξουσίες καί ἀξιώματα, πού τόσο τά ἀγάπησαν, πεθαίνουν στήν ἐξορία.
  Οἱ φοβεροί πρωτεργάτες τῆς συνωμοσίας, οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραήλ Ἄννας καί Καϊάφας, συνεχίζουν νά διώκουν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μέ μανία ἐναντιώνονται στούς ἀποστόλους, ἐξαγγέλλουν διωγμό, θανατώνουν μέ ἱκανοποίηση τόν Στέφανο. Τρία χρόνια ὅμως μετά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ Καϊάφας καθαιρεῖται ἀπό τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ὁ Ἄννας γεύεται μία-μία τίς πίκρες τῶν συμφορῶν του· ὁ γιός του θανατώνεται ἀπό ἄγνωστο μέσα στά Ἰεροσόλυμα.
  Ἀλλά καί τό τέλος τοῦ ἀλλοπρόσαλλου λαοῦ οἰκτρό. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ τούς ἔπνιξε μέ τή θέλησή τους. Ὁ Βαραββᾶς καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Καίσαρα ἀντάμειψαν μέ τό παραπάνω τήν προτίμηση τοῦ λαοῦ. Μετά τή σταύρωση ληστές, ἡγεμόνες καί Καίσαρες μαστίζουν ἀνελέητα τόν Ἰσραήλ. Ἀνώνυμοι κακοποιοί καί ἐγκληματίες φέρνουν τόν θάνατο. Ψευδοπροφῆτες παρασέρνουν τόν λαό σέ φονικές περιπέτειες. Καί ἀποκορύφωμα τῆς καταστροφῆς εἶναι ἡ πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Βεσπασιανό καί τόν Τίτο. Φόνοι, πεῖνα, κακοποιήσεις, ἱεροσυλίες, ἀπό ληστές καί Ρωμαίους στρατιῶτες. Δάσος ἀπό σταυρούς ὑψώνεται στούς γύρω λόφους τῆς ἔνδοξης πόλεως. Ἀλλόφρονες οἱ Ἰουδαῖοι, θαρρεῖς καί τρέχουν γιά νά σταυρωθοῦν. Ἡ ἐπιθυμία τους πραγματοποιεῖται κατά τόν πιό πιστό τρόπο· «Τό αἷμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν».
 Ἀλλά τά λόγια αὐτά εἶχαν καί μιά ἄλλη, εὐλογημένη, ἐκπλήρωση. Ὁ μανιασμένος ὄχλος, τήν ὥρα πού παράφρονα ἐπέμενε καί ἀλόγιστα ζητοῦσε τήν καταδίκη τοῦ Ἀθώου, λειτούργησε, χωρίς νά τό καταλάβει, σάν προφήτης. Ὅπως ὁ ἄρχοντας Καϊάφας μίλησε προφητικά χωρίς νά τό ξέρει, ὅταν συμβούλεψε τούς Ἰουδαίους ὅτι συμφέρει νά χαθεῖ ἕνας ἄνθρωπος γιά χάρη τοῦ λαοῦ, ἔτσι καί ἡ κραυγή τοῦ ὄχλου ἔγινε ἡ προφητεία γιά τή λύτρωση πού θά ἔφερνε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στούς παρόντες καί στούς ἐπερχομένους τῶν αἰώνων.
  Πράγματι ἀπό τόν σταυρό ἀκόμη τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ληστές καί ἐνῶ τόν ἕνα τόν κατεβάζει στόν ἅδη, τόν ἄλλο τόν βάζει στόν παράδεισο.
  Ὁ ἑκατόνταρχος δοξάζει τόν Θεό μέ τόν λόγο· «Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν» (Λκ 23,47).
Καί ὁ λαός, οἱ πιστοί μαθητές καί μαθήτριες, χαίρονται σέ λίγο τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλίζονται μέσα στήν Ἐκκλησία.
  Ἀλλά καί ἀπό τούς ὑβριστές καί σταυρωτές, ὅσοι ἀργότερα μετανοοῦν, μέ τήν πίστη τους καί τήν μετάνοια μεταστρέφουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, πού τούς πλάκωνε, σέ ἔλεος καί χάρη, πού τούς καλύπτει μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
  Ἡ θυσία τοῦ Θεανθρώπου διαιωνίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία μας μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ κρίνει πάντοτε τούς ἀνθρώπους. Πόθος καί λαχτάρα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινωνία τους μέ τόν Χριστό. Τό σῶμα καί τό αἷμα του μεταγγίζει δύναμη καί ἁγιότητα. Δίνει τή λύτρωση καί ἐξασφαλίζει τήν αἰωνιότητα. Καταστροφή καί καταδίκη, «φλέγων ἄνθραξ» γίνεται γι’ αὐτούς πού ἀναξίως κοινωνοῦν τόν Χριστό. «Ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου» (Α’ Κο 11,27). Καί ἡ ἐνοχή αὐτή μεταφράζεται σέ ἀπουσία χαρᾶς, εἰρήνης καί ἰσορροπίας, σέ θάνατο πνευματικό.
  Ἡ ἱστορία τῶν ἐνόχων καί ἡ ἱστορία τῶν πιστῶν ἐπαναλαμβάνεται ἴδια μέ τήν ἱστορία τῶν πρώτων ἀνθρώπων πού ἀντιμετώπισαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθᾶ. Οἱ μορφές ἴσως διαφέρουν ἀλλά ἡ προφητεία ἰσχύει· ὁ Κύριος σταλάζει τό αἷμα του πάνω μας καί ἤ μᾶς ἁγιάζει ἤ μᾶς κατακρίνει. Τίς μέρες αὐτές πού ἡ Ἐκκλησία μας ξαναζῆ καί ἑρμηνεύει τό Πάθος μέ τή σοφία καί τή σύνεση πού τῆς δίνει τό Πνεῦμα τό ἅγιο, ἡ εὐθύνη μας μπροστά στόν σταυρό προβάλλει πιό ἔντονη καί πιό ἱερή.
Μέ κατάνυξη ἀλλά καί μέ πόθο ἐρχόμαστε, Κύριε, κάτω ἀπό τόν σταυρό σου καί ἁπλώνουμε τά τρέμοντα χέρια μας κάτω ἀπό τίς ροές τῶν πληγῶν σου: Γέμισε, Ἰησοῦ, τίς χοῦφτες μας μέ τό τίμιο αἷμα σου, πρόσεξέ μας, μή ρίξουμε σταγόνα στό χῶμα! Τό αἷμα σου πάνω μας καί πάνω στά παιδιά μας!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 49-51