Super User

Super User

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Τά τρία Πάσχα

   Ἕνα ἀπό τά καλύτερα μαθήματα πού θά εἶχε νά μάθει καί νά σπουδάσει κάθε πιστός Χριστιανός εἶναι τό μάθημα πού ἀποκαλύπτει ἱστορικά, προφητικά καί θεολογικά τό περιεχόμενο τῆς γιορτῆς τοῦ Πάσχα.
    Τρία διάφορα πάσχα ἀποκαλύπτονται μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί ἡ μελέτη τους μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε πέρα γιά πέρα τό νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας.
  Moisis Τό πρῶτο πάσχα εἶναι τό πάσχα τῶν Ἑβραίων. Ἡ γιορτή αὐτή συνδέεται μέ ἕνα μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τήν σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων. Πάσχα στά ἑβραϊκά σημαίνει διάβαση, σημαίνει φεύγω ἀπό μιά κατάσταση καί πηγαίνω σέ ἄλλη, σημαίνει λύτρωση. Ὅσοι ἔχετε τήν εὐτυχία νά μελετᾶτε τήν Ἁγία Γραφή θυμᾶστε καί ἀπό τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ἀλλά καί ἀπό τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, μέ πόσες λεπτομέρειες περιγράφεται τό γεγονός αὐτό. Ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ βρίσκεται ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο. Καλοπερνοῦν στήν ἀρχή, ἀλλά ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰωσήφ, μετά τήν ἄνοδο ἄλλων φαραώ στό θρόνο, μετά τήν μεγάλη αὔξηση τῶν Ἑβραίων βασανίζονται ἀπό τούς Αἰγυπτίους σκληρά. Ἕνα ἀπό τά φοβερά μέτρα πού πῆραν οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι νά ἐξοντώνουν ὅλα τά παιδιά τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι βρέθηκε ὁ Μωυσῆς πεταμένος στόν Νεῖλο. Τόν σώζει θαυματουργικά ὁ Θεός καί τόν ἀναδεικνύει ἡγέτη τοῦ Ἰσραήλ γιά νά ἐλευθερώσει τόν λαό του. Οἱ φαραώ καί δέν θέλουν τούς Ἑβραίους στή χώρα τους, γιατί τούς βλέπουν νά ξαπλώνουν ὅλο καί περισσότερο, ἀλλά καί δέν τούς ἀφήνουν νά φύγουν. Τούς θέλουν σκλάβους νά καλλιεργοῦν τούς κήπους, νά κτίζουν πυραμίδες, νά τούς βασανίζουν. Βασανίζονται καί ὑποφέρουν μέχρι τή στιγμή πού ὁ Θεός μέ τό Μωυσῆ ἐκπληρώνει τό μεγάλο σχέδιο καί τούς ἀπελευθερώνει. Τούς ἀπελευθερώνει στίς 14 τοῦ Νισάν (ὁ Νισάν εἶναι ἕνας μήνας τῶν Ἑβραίων πού πιάνει μισό Μάρτιο καί μισό Ἀπρίλιο), ἀφοῦ πατάσσει πρῶτα μέ τίς 10 πληγές τούς Αἰγυπτίους. Ἡ ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεως ὀνομάζεται πάσχα καί γιορτάζεται ἀπό τούς Ἑβραίους σέ ὅλη τήν Π. Διαθήκη ἀλλά καί μέχρι σήμερα. Ἰδιαίτερα συνδέονται μέ τή μέρα αὐτή τό ἀρνί, πού ἔσφαξαν καί τό ἔφαγαν ψητό χωρίς νά σπάσουν τά κόκκαλά του, τά πικρά χόρτα, οἱ πικρίδες, καί τό ἄζυμο ψωμί. Μετά τό πάσχα αὐτό πέρασαν θαυματουργικά τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Γι’ αὐτό τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τῶν Ἑβραίων γίνεται μιά γιορτή. Καί γιορτή θά πεῖ νά ξαναζοῦν οἱ ἀπόγονοι τό γεγονός ὅπως τό ἔζησαν οἱ πρόγονοι. Τότε γιορτάζω, ὅταν ξαναζῶ τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, τό πρῶτο γεγονός. Μέ δυό λόγια, τό πάσχα τῶν Ἑβραίων εἶναι ἐλευθερία ἀπό τή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί θαυματουργική διάβαση ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Καί τό πάσχα αὐτό εἶναι μιά καταπληκτική προφητεία γιά τό δεύτερο πάσχα, το χριστιανικό. Τό δεύτερο πάσχα εἶναι τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης. Ὅλες αὐτές τίς μέρες πού ἀκούσαμε τόσα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, καί ψάλαμε τόσα τροπάρια ἐμβαθύναμε στό πάσχα αὐτό. Συνοψίζεται τό βαθύ νόημα τοῦ πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης σ’ ἕνα ἀπό τά πρῶτα πασχαλινά τροπάρια πού ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».Συνδέεται τό χριστιανικό πάσχα μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Καί ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός ὄχι μόνο τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας ἀλλά καί τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελίου, εἶναι τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό πᾶν στήν πίστη μας, εἶναι οἱ δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ εὐαγγελίου.
    Ἡ πρώτη, ἡ μεγάλη ἀλήθεια, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πρᾶγμα στήν πίστη μας ἡ ἀγάπη, μεγάλο ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι ἔννοιες, εἶναι θεωρίες. Ἡ ἀνάσταση εἶναι γεγονός. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός; Ὅλα στέκονται. Δέν ἀναστήθηκε; Τίποτε δέν στέκεται ὄρθιο. Καί γιά τό γεγονός δέν χρειαζόμαστε οὔτε θεωρίες οὔτε ἀποδείξεις, ἀλλά μαρτυρίες. Τέτοιες μαρτυρίες μᾶς καταθέτουν οἱ μάρτυρες ἐκεῖνοι πού εἶδαν ἀναστημένο τό Χριστό. Ὁ Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους (τό διαβάζουμε στό 15 κεφ. τῆς Α’ πρός Κορινθίους Ἐπιστ.). Σᾶς παρέδωσα πολλά, ἀλλά πρῶτα-πρῶτα σᾶς παρέδωσα αὐτό πού παρέλαβα. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Τό συνοψίζει σέ τέσσερα ρήματα: ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, θάφτηκε, ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Πέθανε: Βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Ἀναστήθηκε: Βεβαιώνεται καί ἀποδεικνύεται μέ τήν ἐμφάνισή του. Νά, λοιπόν, τά ἀντικείμενα τῆς πίστεώς μας. Τό πρῶτο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄνθρωπος, ἀφοῦ πέθανε καί θάφτηκε. Τό δεύτερο ὅτι εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Εἶναι ὁ Χριστός Θεάνθρωπος. Αὐτό ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πίστεώς μας, τό περιεχόμενο τοῦ δικοῦ μας πάσχα. «Πάσχα Κυρίου πάσχα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τό ὁποῖο εἶναι μέρα ἀναστάσεως. «Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν». Γιά τούς Ἑβραίους τό πάσχα ἦταν ἐλευθερία ἀπό τή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τό δικό μας πάσχα εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Θάνατος εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι τά μνήματα τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι οἱ πλάκες τῶν παθῶν.
    Διάβαση εἶναι τό πέρασμα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἀπιστίας καί τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή χώρα τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε τή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπιστίας σάν ἕνα νεκροταφεῖο γεμάτο πλάκες παθῶν καί ἐπιθυμιῶν. Ὁ Χριστός σπάζει τίς πλάκες καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες. Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, διακηρύττει ἕνας πού τοῦ ζήτησαν ἀποδείξεις. Χρόνια πολλά ἤμουν μέσα σ’ ἕνα μνῆμα. Σάπιζα, βρωμοῦσα, ἔνιωθα δεμένος, μέ πλάκωναν τά ἴδια μου τά πάθη. Δέν μποροῦσα νά νιώσω χαρά. Καί μιά μέρα πού ἀκούστηκε τό Χριστός Ἀνέστη, μιά μέρα πού διάβασα τό εὐαγγέλιο καί ἄκουσα τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσα νά σπάζουν τά δεσμά, νά συντρίβονται οἱ πλάκες, νά βγαίνω ἀπό τό μνῆμα, νά μεταφέρομαι σέ μιά νέα ζωή, στή ζωή τῆς χαρᾶς καί τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας. Αἰσθάνομαι ἀναστημένος, χαρούμενος, ζωντανός, ὑγιής. Γιά τόν ἑαυτό μου ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Πάρα πολλοί εἶναι, ὄχι ἕνας καί δυό, αὐτοί πού καταθέτουν τήν ἴδια μαρτυρία καί περιγράφουν ἀπό τό ἕνα μέρος τά μνήματα πού χρόνια κατοίκησαν δυστυχισμένοι καί ἀπό τό ἄλλο τή νέα ζωή, τήν ἀλήθεια ὅτι τό χριστιανικό πάσχα εἶναι μετάβαση ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας στή ζωή καί μιά μέρα ἀπό τό φυσικό αὐτό θάνατο στήν αἰωνιότητα. Ἀπό τή γῆ, ἀπό ἕναν κόσμο περιορισμένο, ἀπό ἕναν κόσμο σκοτεινό, στόν οὐρανό τῆς Ἐκκλησίας, στόν οὐρανό τῆς χάριτος. Τό εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός μας, μιλάει γιά δυό ἀναστάσεις. Ἡ μιά εἶναι ἡ ἠθική, ἡ πνευματική ἀνάσταση, ἡ ἄλλη είναι ἡ φυσική ἀνάσταση. Μέ τήν ἠθική ἀνάσταση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια ἀλλάζει ζωή βγαίνει ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ σατανᾶ καί μπαίνει στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, φεύγει ἀπό τήν ἕλξη τοῦ κόσμου καί μπαίνει στήν ἕλξη τῆς χάριτος. Μέ τήν φυσική ἀνάσταση θ’ ἀναστηθοῦμε ὅλοι ἀπό τά μνήματά μας ὅταν προστάξει ὁ Χριστός. Προηγεῖται ἡ ἠθική ἀνάσταση στόν κόσμο, γιά ν’ ἀκολουθήσει ἡ σωματική ἀνάσταση στόν ἄλλο κόσμο. Νά, λοιπόν, τό πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...». Καί τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν δώρων τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά λαμπρυνθοῦμε. Γι’ αὐτό καί τό πάσχα λέγεται λαμπρή. Ὅλα εἶναι λαμπρά, ὅλα λαμπρύνονται μέ τό λαμπρό φῶς, μέ τίς λαμπάδες, μέ τά λαμπρά ροῦχα, μέ ὅλα ὅσα δίνουν τήν ἐξωτερική λαμπρότητα. Ἀνώτερη εἶναι ἡ ἐσωτερική λαμπρότης, ὅταν λάμπουμε μέ τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου, ὅταν λάμπουμε μέ τή φωτιά τῆς πίστεως, ὅταν ἀντικατοπτρίζουμε τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀποπνέουμε τό ἄρωμα τῆς χάριτος καί τή λάμψη τῆς αἰωνιότητος.
   Εἴδαμε ποιό εἶναι τό πρῶτο πάσχα τῆς Π. Διαθήκης, ποιό εἶναι τό δεύτερο πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης. Μένει νά δοῦμε καί ποιό εἶναι τό τρίτο πάσχα. Ὅπως τό δεύτερο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο (τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι ἡ οὐσία, τό πάσχα τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ τύπος), ἔτσι καί τό τρίτο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό δεύτερο. Εἶναι τό πάσχα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶναι αὐτό τό πάσχα πού ἐπεθύμησε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὅταν παρέδιδε τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης στούς μαθητές του. Τούς εἶπε· ἀφήνουμε τό πάσχα τό παλιό, σᾶς δίνω καινούργιο πάσχα. Καί τό καινούργιο πάσχα πού μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός δέν τό τελοῦμε μόνο μιά φορά τό χρόνο, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, ἀλλά κάθε Κυριακή, κάθε Κυριακή πού κοινωνοῦμε, ὅπως λέει ἕνας ποιητής μας: «Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, κι εἶν' ἡ λαχτάρα μου μεγάλη· Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, γιατί θά κοινωνήσω πάλι». Τότε, λοιπόν, πού παραδίδει τό μυστικό δεῖπνο, τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γιά νά ’χουμε σέ ὅλη μας τή ζωή πάσχα, γιά νά ’χουμε Πασχαλιά κάθε μέρα πού θά κοινωνοῦμε καί θά ἀγαποῦμε τό Χριστό, ἐκφράζει καί τήν ἐπιθυμία του ὁ Κύριος ὅτι θέλει νά φάει τό πάσχα τό καινούργιο, τό καινόν. Ποῦ; Στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι, λοιπόν, τό πάσχα πού περιμένουμε ὅλοι, καί γιά τό ὁποῖο ψάλλει πάλι ἡ Ἐκκλησία μας σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνος: «Ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Τί θά πεῖ «ἐκτυπώτερον»; Τώρα δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τό Χριστό· μέ τήν πίστη μας τόν βλέπουμε. Δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ἀνάσταση, οὔτε τόν πιάνουμε τό Χριστό, οὔτε τόν ἀκοῦμε. Ὅλα αὐτά τά βλέπουμε μέ τήν πίστη. Δέν περπατοῦμε μέ εἶδος, λέει ὁ Παῦλος, ἀλλά μέ τήν πίστη. Πολλές φορές ἀκοῦμε τούς ἀπίστους νά λένε: Γιά ποιά ἀνάσταση μᾶς μιλᾶτε; Καί πρῶτα πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι καί τώρα πεθαίνουν. Καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος τό ἴδιο εἶναι. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση, γιατί λείπει ἡ ἕκτη αἴσθηση, αὐτή ἡ αἴσθηση πού λέγεται πίστη. Ὅπως ἕνας τυφλός δέν βλέπει τόν ἥλιο καί τά λουλούδια, ἔτσι καί ὁ ἄπιστος δέν βλέπει τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση. Ὁ πιστός τά βλέπει μέ τήν πίστη. Ὅσο πιστός ὅμως κι ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο δυνατή κι ἄν εἶναι ἡ πίστη του, δέν μπορεῖ νά χορτάσει τά θαύματα τῆς πίστεως. Λαχταρᾶ κάτι περισσότερο, κάτι ἀνώτερο. Αὐτή τή λαχτάρα εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτή τή λαχτάρα εἶχαν καί ἔχουν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Χριστοῦ: Νά ἔρθει ἡ μέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε, γιά νά γιορτάσουμε τό τρίτο πάσχα, τό πάσχα στήν εὐλογημένη καί αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού εἶναι τό «ἐκτυπώτερον» καί τελειότερο πάσχα. Σ' ἐκεῖνο τό πάσχα ἡ χαρά μας καί ἡ εὐφροσύνη θά εἶναι ἀπερίγραπτη. Συγκεντρῶστε τίς ὡραιότερες μέρες καί ὧρες τῆς ζωῆς σας. Ποιές εἶναι; Οἱ ἐπιτυχίες σας, ἡ ἡμέρα τοῦ γάμου σας, ἡ ἡμέρα γεννήσεως παιδιῶν, ἀποκαταστάσεως παιδιῶν; Ποιές εἶναι; Μαζέψτε ὅλες τίς ὡραῖες, εὐχάριστες κι ἀνώδυνες μέρες καί ὧρες πού ζήσατε στή ζωή σας. Ὅλες αὐτές εἶναι ἕνα ἴχνος τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἕνα δευτερόλεπτο τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει γλῶσσα ἀνθρώπου, νά συλλάβει νοῦς ἀνθρώπου τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου, τοῦ τρίτου πάσχα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἀπήλαυσε γιά λίγο τό οὐράνιο αὐτό πάσχα, ἦλθε καί δέν μᾶς ἔγραψε τίποτε. Καί ἐνῶ μᾶς περιέγραψε τόσα ἄλλα πράγματα, γι’ αὐτό δέν μπόρεσε νά μᾶς μιλήσει. Καί ξέρετε γιατί δέν μπόρεσε; Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα: Πεῖτε ὅτι παίρνουμε ἕναν Ἐσκιμῶο ἀπό τή χώρα του καί τόν πηγαίνουμε στή Μόσχα, στό Παρίσι, στό Λονδῖνο, στή Ν. Ὑόρκη, καί μετά τόν πηγαίναμε πάλι στούς δικούς του, θά μποροῦσε νά πεῖ τίποτε; Τί θά ἔλεγε; Πῶς θά περιέγραφε τά ἐργοστάσια, τίς βιτρίνες, τά τόσα καταπληκτικά, ὅταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι συνεννοοῦνται μέ λίγες μόνο λέξεις; Ἔτσι, δέν ἔχει λεξιλόγιο ἡ ζωή μας, δέν ἔχει δύναμη σκέψεως νά συλλάβει καί νά περιγράψει τά κάλλη, τήν εὐφροσύνη, τά τραπέζια καί τή δόξα ἐκείνου τοῦ πάσχα. Ὁ Παῦλος περιορίζεται μόνο νά πεῖ: «Ἀγαθά ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Οὔτε αὐτί τά ἔπιασε, οὔτε καρδιά τά αἰσθάνθηκε, οὔτε νοῦς τά συνέλαβε, οὔτε κανείς ποτέ μπόρεσε νά τά πλησιάσει. Αὐτά εἶναι τά ἀγαθά στό οὐράνιο πάσχα.
   Τό ἄλλο πού μᾶς λέει ὁ Κύριος εἶναι ὅτι θά εἴμαστε ὅλοι ὅμοιοι μέ αὐτόν. Ὅπως αὐτός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε. Τό δέ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοντέλο, εἶναι τό πρότυπο τῶν σωμάτων πού θά ἔχουμε ἐμεῖς μετά τήν ἀνάσταση. Κι ὅπως ὁ Χριστός ἦταν καί στά Ἰεροσόλυμα καί στή Γαλιλαία τήν ἴδια στιγμή, ἔτσι κι ἐμεῖς θά ἔχουμε πανταχοῦ παρουσία, θά ἔχουμε παντοδυναμία, θά ἔχουμε πανσοφία. Καί βέβαια ὁ Χριστός τά ἔχει αὐτά ἀπόλυτα, ἐμεῖς θά τά ἔχουμε σχετικά. Καί θά βλεπόμαστε, καί θά γνωριζόμαστε. Θά γνωριζόμαστε! Τότε θά γνωριζόμαστε. Τώρα εἶναι τό παραπέτασμα τῆς σαρκός καί ἡ ὑποκρισία, πού δέν ἀφήνει νά γνωριστοῦμε. Τότε θά γνωριζόμαστε, θά βλεπόμαστε, θά συνεννοούμαστε, θά συνδεόμαστε, θά ἐπικοινωνοῦμε, καί θά ἀπολαμβάνουμε. Θά χαιρόμαστε, καί θά άγαλλόμαστε, θά ψάλλουμε, καί θά ὑμνοῦμε τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν Κύριο πού ἔδωσε τό πρῶτο πάσχα γιά τύπο, τό δεύτερο πάσχα γιά τή δική μας ἀνάσταση καί πού προετοιμάζει τό τρίτο πάσχα, πού λαχταροῦμε, πού νοσταλγοῦμε, πού ἐπιθυμοῦν οἱ ψυχές μας. Μέ τή λαχτάρα αὐτή προσευχόμαστε σήμερα, πού ἀπολαμβάνουμε τό δεύτερο πάσχα, καί λέμε στόν Κύριο νά μᾶς ἀξιώσει νά ἀπολαύσουμε καί τό τρίτο Πάσχα. Κύριε, «ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου»!
Στέργιος Ν. Σάκκος  
 
 
Σάββατο, 19 Απρίλιος 2025 03:00

Δέν Τόν κρατᾶ ὁ ἅδης

Ψα 15,10: Μιά προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση

xristos-adis  Ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο εἶναι: Τί γίνονται οἱ ψυχές μετά τόν θάνατο; Νά δεχθοῦμε ὅτι ἐξαφανίζονται; Ἐπαναστατεῖ ἡ σκέψη μας.

  • Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιβιώνουν τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καί νά χάνεται ὁ ἴδιος; Πῶς εἶναι δυνατόν νά διατηρεῖται π.χ. ὁ Παρθενώνας, οἱ πυραμίδες, τά διάφορα συγγράμματα τῶν σοφῶν καί οἱ ἴδιοι νά ἐξαφανίσθηκαν; 
  • Πῶς θέλουμε νά βραβεύεται ἡ ἀρετή καί νά τιμωρεῖται ἡ κακία, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει πιά;
  • Πῶς ἐξηγεῖται ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ζητᾶ συνεχῶς τό τέλειο καί ἡ δίψα γιά τό αἰώνιο πού εἶναι φυτεμένη μέσα μας;

  Αὐτά καί ἕνα πλῆθος παρόμοια ἐρωτήματα μᾶς ἀναγκάζουν νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ζωή δέν σταματᾶ στόν τάφο καί νά παραδεχθοῦμε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐξάλλου καί ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει αὐτή τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά ποῦ καί πῶς ζοῦν οἱ ψυχές μετά θάνατον; Ἐδῶ σταματᾶ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ λογοτεχνία οὔτε οἱ διάφορες θρησκεῖες μπόρεσαν νά δώσουν μία σωστή ἀπάντηση.
  Μόνον ἕνα γεγονός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τό θέμα: ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό κενό μνῆμα του γίνεται ἕνας προβολέας πού χύνει καθάριο φῶς στά μετά θάνατον. Ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης, πού τρόμαζαν τούς ἀνθρώπους πρό Χριστοῦ, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν κατανικηθεῖ. Ὁ θάνατος ἐπετράπη στούς ἀνθρώπους ὡς καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, πού ἦταν ἀπόλυτα δίκαιος καί ὅσιος, κανονικά δέν ἔπρεπε νά πεθάνει. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔκανε τό μεγάλο λάθος νά κινήσει τά ὄργανά του καί νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι συνέβησαν δύο πράγματα πού δέν μποροῦσε νά προβλέψει ὁ διάβολος: Πρῶτον, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καθώς δέν εἶχε δεχθεῖ τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας, δέν διαλύθηκε στόν τάφο· ἀναστήθηκε. Δεύτερον, μόλις παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁ Ἰησοῦς πάνω στόν σταυρό, ἡ ψυχή του ἑνωμένη μέ τήν θεότητα κατέβηκε στόν ᾅδη. Γιά τήν κάθοδο αὐτή μιλοῦν μέ ζωηρές εἰκόνες οἱ προφῆτες: Οἱ πυλωροί τοῦ ᾅδη ἔφριξαν (Ἰβ 38,17), μοχλοί αἰώνιοι συνετρίβησαν (Ψα 106,16), δεσμά λύθηκαν, αἰχμάλωτοι ἐλευθερώθηκαν.
  Μία προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση ἀποτελεῖ καί ὁ 15ος Ψαλμός. Ἀξίζει νά σταθοῦμε σέ ἕναν ἀπό τούς στίχους του· «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψα 15,10). Ἀπευθυνόμενος στόν Θεό ὁ Δαυΐδ κι ἀπαριθμώντας γεμάτος εὐγνωμοσύνη τίς εὐεργεσίες πού Ἐκεῖνος θά τοῦ χαρίσει, λέει: «Διότι δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ᾅδη, οὔτε θ’ ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά δεῖ φθορά». Μέ ἁπλά λόγια: «Δέν θά ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά γνωρί-σει, νά αἰσθανθεῖ τήν ἀποσύνθεση, δηλαδή θά τόν βγάλεις ἀπό τόν τάφο, θά τόν ἀναστήσεις ἀπό τούς νεκρούς».
  Τό προφητικό αὐτό χωρίο ἐφαρμόζουν στόν Χριστό ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν ὁμιλία του τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (βλ. Πρξ 2,25) καί ὁ Παῦλος στήν ὁμιλία του στήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας (βλ. Πρξ 13,35). Ὁ Δαυΐδ βέβαια μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του καί ἐκφράζει τήν βαθειά του ἐμπιστοσύνη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν θά τόν ἀ-φήσει μόνο οὔτε στόν ᾅδη. Ὡστόσο, ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ προφήτη ἦταν κάτι τό ἀδιανόητο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη. Προφανῶς, ὅπως δέχονται οἱ ἀπόστολοι, ὁ Δαυΐδ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μιλᾶ γιά τόν Χριστό. Αὐτός πού εἶναι ὁ ἀπόλυτα ὅσιος, ὁ ἀναμάρτητος, πέθανε χωρίς νά γνωρίσει τό σῶμα του διαφθορά. Εἶναι ὁ μόνος μέσα στήν ἱστορία τῶν αἰώνων πού δέν ἔμεινε στόν ᾅδη, δέν μπόρεσε νά Τόν κρατήσει ὁ θάνατος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί ἀχρήστευσε τό κεντρί του! Ἡ δική του ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης τοῦ Δαυΐδ καί ὅλων τῶν ὁσίων.
  Οἱ ἄπιστοι καί ὑλιστές, πού δέν θέλουν νά ἀκούσουν ὅτι ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον, βλέπουν τόν θάνατο σάν τρομερό ἐφιάλτη, αἰτία μελαγχολίας. Γιά τούς χριστιανούς ὅμως, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί στό εὐαγγέλιό του, τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐκτιμοῦν τήν παροῦσα ζωή ὡς στάδιο ἀγώ- νων γιά τήν ἀρετή ἀλλά καί μέ πόθο στρέφουν τά βλέμματά τους στήν μέλλουσα. Εἶναι γι’ αὐτήν τόσο βέβαιοι ὅσο καί γιά τήν παροῦσα, καί βλέπουν τόν θάνατο σάν μιά ἁπλῆ μετάβαση ἀπό τήν πρόσ-καιρη καί ἐπίγεια ζωή στήν αἰώνια καί ἐπουράνια. Παραμένει βεβαίως ὁ θάνατος καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅμως πλέον ἕνας ἐξουδετερωμένος ἐχθρός. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν πίστη μας, εἶναι τό θεμέλιό της.

Στέργιος Ν. Σάκκος
exoria protoplaston  Λέει ἡ Γένεσις, τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς ἱστορίας τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι μετά τήν ἐκδίωξη τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Θεός ἔβαλε τά Χερουβίμ καί τήν πύρινη περιστρεφόμενη ρομφαία νά φυλάγουν τό δέντρο τῆς ζωῆς, «μή ποτε ὁ Ἀδάμ ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Γέ 3,22-24). Ἡ ἀνάμνηση καί ἡ νοσταλγία αὐτοῦ τοῦ μυστηριώδους δένδρου ζῆ ἀπό τότε βαθιά μέσα στόν ἄνθρωπο ὅλων τῶν αἰώνων καί τοῦ κατατρώει τά σπλάγχνα μέ τήν ἐπιθυμία του. Ἀσίγαστος ὁ πόθος του γιά ζωή. Ἀλλά πῶς νά τόν ἱκανοποιήσει;
 Πρό Χριστοῦ ὅλοι οἱ δρόμοι κλειστοί. Μαγεία, θρησκεία, φιλοσοφία δέν ἔβγαζαν παρά σέ ἀδιέξοδα. Ἡ αἱμοφαγία, τό νά τρῶνε οἱ ἄνθρωποι αἷμα ζώων ἤ καί ἀνθρώπων ἀκόμη, γιά νά νιώσουν τήν ἡδονή τῆς ζωῆς καί νά αὐξήσουν τή ζωή τους, τούς ὁδήγησε στήν πιό φρικτή ἀπανθρωπιά καί πιό ἐπικίνδυνη φιλαυτία. Ἡ ἀγωνία νά διεισδύσουν στά διάφορα ἀπόκρυφα μυστήρια καί ἡ προθυμία νά μυηθοῦν σ’ αὐτά γιά νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἄγνωστης ζωῆς, τούς κατήντησε στήν ἀπελπισία καί στό μαρτύριο. Τό παραμύθι γιά τό ἀθάνατο νερό δέν συναντοῦσε ποτέ τήν πραγματικότητα. Μόνη ἡ ἀναμονή καί ἡ ἐλπίδα θέριευε στίς συνειδήσεις τῶν λαῶν.
  Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἕνα φωτεινό μονοπάτι χαράχτηκε, ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ. Ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, φορτώθηκε τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τό 'φερε καί τό 'στησε ἀνάμεσά μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐτάνυσε τό ἄχραντο σῶμα του, ἐβλάστησε τήν ἀνάσταση καί καρποφόρησε ἐπί τέλους τή ζωή. Γύρω ἀπ’ αὐτόν ἄνθισε καί πάλι ὁ παράδεισος, πού λέγεται ἐκκλησία Χριστοῦ. Τό ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται μετά τήν ἀνάσταση στόν κόσμο καί ἱδρύοντας τήν ἐκκλησία γίνεται μόνιμος κάτοικος τῆς γῆς αὐτῆς, δημιουργεῖ μιά νέα ἀτμόσφαιρα καί χαρίζει στούς λυτρωμένους τή χάρη του, τό ὀξυγόνο τῆς νέας ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού σπάρθηκε μέ τό αἷμα τοῦ σταυροῦ καί βλάστησε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, γιά νά καλλιεργεῖται αἰώνια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τώρα τό νέο ξύλο τῆς ζωῆς πού προβάλλει πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὡς ὡραῖος νυμφίος ἐκ παστάδος προβάλλει ἀναστημένος ἀπό τό μνῆμα. Καί τό γλυκό μήνυμα «Χριστός ἀνέστη» μετασχηματίζεται στή θεία πρόσκληση, πού προσκαλεῖ τούς πιστούς νά προσέλθουν μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη στήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά κοινωνήσουν ἀπό τό θεῖο ποτήρι· νά φάγουν ἀπό τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι ζωῆς αἰώνιας:
 «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον,
  ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα».
 «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος, τῆς θείας εὐφροσύνης,
  ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν,
  ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».

  Ἀλλά γιατί ἡ ἀγωνία ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Γιατί ἡ ἀνησυχία δέν καταπαύει; Ἡ ἀναζήτηση γιατί δέν τελειώνει; Καί μετά Χριστόν βλέπεις τόν ἄνθρωπο νά βαδίζει στούς ἴδιους θολερούς δρόμους, νά δοκιμάζει τούς ἴδιους πλανερούς τρόπους. Ζητᾶ τή ζωή στή μαγεία· τρέχει στά μέντιουμ, στούς ἀστρολόγους, στούς «θεραπευτές». Ψάχνει τήν ἀθανασία στίς θρησκεῖες· προσκυνᾶ τούς ὁραματιστές, τούς ψευτοδιδασκάλους, τούς γιόγκι. Γυρεύει τήν ἀλήθεια στή φιλοσοφία· ἀσπάζεται τόν ὑλισμό ἤ τόν ἰδεαλισμό, τόν σκεπτικισμό ἤ τόν ἀγνωστικισμό. Ἄλλοι εἶναι πιό ρεαλιστές· κολλοῦν στό χρῆμα, λατρεύουν τή σάρκα, κυνηγοῦν τή δόξα. Καί ἄλλοι, ἀκόμη πιό τολμηροί, πιό τρελλοί, ὁρμοῦν μέ μανία στά παρά φύσιν, ρουφοῦν μέ λύσσα τά ναρκωτικά, πέφτουν στήν αὐτοκτονία. Εἶναι σίγουρο ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβεται ἡ δίψα ἡ ἀνικανοποίητη γιά τό ἀθάνατο νερό, ἡ πεῖνα ἡ ἀχόρταγη γιά τό ξύλο τῆς ζωῆς. Τό δείχνει ἡ μανία τῆς ἀναζητήσεως αὐτό, τό φωνάζει καί τό διαδηλώνει ὁ ὀργασμός τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά ἀπορεῖ κανείς εἶναι, γιατί οἱ πολλοί νά ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν Ἀνάσταση;
  Χρησιμοποιεῖται ἕνας ὅρος στήν Ψυχολογία κατάλληλος γιά νά δηλώσει τήν ἀντικατάσταση ἑνός μεγέθους ἀπό ἕνα ἄλλο πολύ κατώτερης ὑποστάθμης. Ἐρζάτς (Ersatz) εἶναι τό ὑποπροϊόν, τό ὑποκατάστατο μιᾶς σπάνιας ποιότητος καί εἶναι, νομίζω, ἡ λέξη πού ὄχι μόνον περιγράφει, ἀλλά καί ἑρμηνεύει μέ εὐαισθησία πνευματικά φαινόμενα, ὅπως αὐτό πού ἐξετάζουμε. Εἶναι δηλαδή σάν νά τρώει ἕνας τά τσόφλια ἀπό τά ἀμύγδαλα ἤ τά καρύδια καί νά πετάει τήν ψίχα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί βέβαια εἶναι ἡ λύση καί ἡ ἀπάντηση, ἡ μοναδική λύση καί ἡ μοναδική ἀπάντηση, στόν προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ συγχρόνου μας ἀνθρώπου, γιά ὅ,τι περισσότερο καί ἐπιτακτικώτερα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή του. Ἀπαιτεῖ ὅμως ἡ ἀνάσταση ἀκριβό τίμημα ἀπό αὐτόν πού θά τήν πιστέψει. Ἀπαιτεῖ μετάνοια, παραίτηση ἀπό τόν εὔκολο καί γνωστό τρόπο τῆς ἁμαρτίας καί εἴσοδο σ’ ἕνα στάδιο ἀγῶνος καί μάχης. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι δύσκολο, βρίσκουν τόπο καί πέραση τά ὑποκατάστατα. Ὅ,τι ἄλλο ὑπόσχεται ἱκανοποίηση, ὅ,τι μιλᾶ τή γλῶσσα τῆς παρεφθαρμένης μας φύσεως κι ὅ,τι μπορεῖ νά πάρει τό σχῆμα τοῦ χαμένου παραδείσου μας γίνεται τό ἐρζάτς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀλλά, ὦ υἱοί ἀνθρώπων, δέν τό νιώσατε ἀκόμη πώς ὅλοι οἱ δρόμοι, πού ἐσεῖς ἀνοίγετε, δέν βγάζουν στή ζωή; Τό φωτεινό τό μονοπάτι χαράχτηκε ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ καί τό ξύλο τῆς ζωῆς φυτεύτηκε ἀπό τόν Θεό ἀνάμεσά μας.
  Ὁ δρόμος πού ἄνοιξε ὁ σταυρός εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά τήν ἀνάστασή μας, ἤ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζετε τήν λαχτάρα γιά ἀπελευθέρωση. Γιατί μόνο μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ πύρινη ρομφαία στομώθηκε καί οἱ πιστοί μποροῦν νά μπαίνουν θριαμβευτικά στήν αἰωνιότητα ἀπό αὐτήν τή ζωή καί νά κοινωνοῦν ἐν φθορᾷ τά ἄφθαρτα ἀγαθά της καί νά ψάλλουν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση τό ἐπινίκιον ἆσμα·
 «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
 ᾅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς,
 τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν·
 καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,
 τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων
 Θεόν καί ὑπερένδοξον».
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 49-50
Σάββατο, 18 Απρίλιος 2020 03:00

Ἡ Ἀνάσταση τό ὕψιστο αἴτημα

 anastasi Ἄν εἴχαμε στή διάθεσή μας ἕναν μετρητή ψυχῶν, ἕνα μέσο πού νά μᾶς δείχνει τίς τάσεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στήν ἀληθινή τους μορφή, τότε θά βλέπαμε χωρίς δυσκολία πώς ὅλες οἱ ἀναζητήσεις μας καί ὅλες οἱ ἀγωνίες μας συγκλίνουν σέ δυό μεγέθη· τή χαρά καί τήν ἀλήθεια. Ἀλλά θά βλέπαμε ἀκόμη καί τί ἀντιστρατεύεται καί ἀντιποιεῖται μέσα μας αὐτές τίς ἐσώτατες ἀνάγκες μας· εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἡ φθορά. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοτριώνει τή χαρά μας καί ἡ φθορά σβήνει τίς ἀλήθειες μας.
  Αὐτό βέβαια δέν γίνεται παραδεκτό ἀπό ὅλους. Ὅσοι ἔχουν ζυμωθεῖ μέ τήν ἁμαρτία καί συμβιβασθεῖ μέ τή ματαιότητα δέν εἶναι σέ θέση νά διακρίνουν κἄν τήν παρουσία τους στή ζωή. Δέν μπορεῖς νά δεῖς τόν βοῦρκο ὅταν εἶσαι βουτηγμένος ὁλόκληρος μέσα. Τό προδίδει ὅμως ἡ ἀνησυχία τους ἡ ἐσωτερική, ἡ καρδιά τους ἡ ἀνειρήνευτη, ὅτι αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὁ χωρισμός καί ἡ ἐναντίωση στόν Θεό, εἶναι πράγματι ὁ ὕπουλος ἐχθρός τους. Καί ἔπειτα, ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἡ σκέψη τους -τουλάχιστον- ἔχει ξεκαθαρίσει καί τό ξέρουν καί τό νιώθουν πολύ καλά ὅτι ἄλλο περισσότερο δέν χρειάζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἀπό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀπό τήν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς της· τήν ἄφεση, πού σβήνει τήν ἁμαρτία καί χαρίζει τή χαρά, καί τήν αἰωνιότητα, πού ἀλλοτριώνει τή φθορά καί καταξιώνει τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά αὐτά τά δῶρα μόνο ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τά ἔχει δωρίσει στόν κόσμο. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας νίκησε τόν θάνατο καί πέρασε πρῶτος στή διάσταση τῆς αἰωνιότητος ἀναστημένος, μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νά γευθεῖ τή χαρά ὁλοκληρωμένα καί νά ζήσει τήν ἀλήθεια ἀσκίαστα.
  Γιατί τώρα πιά οἱ ἁμαρτίες μου καθαρίζονται μέ τό αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ξεπλύνει. Τίμιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ἐξαγοράσει. Καθαρή ἡ ψυχή μου καί ἐλεύθερη μπρός σέ ὅλες τίς ὀμορφιές τοῦ κόσμου, μά προπάντων μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· νά, πῶς χαίρεται τή χαρά της!
  Καί ἀκόμη, τώρα πιά ἡ φθορά δέν ἀγγίζει τήν πίστη μου. Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός μοῦ προσφέρει τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν ἀληθινή ζωή. Στό πρόσωπό του νικῶ καί ἐγώ τόν θάνατο, καί ὅλα τά πράγματα παίρνουν μιάν ἄλλη ἀξία. Ψεύτικες οἱ ἀλήθειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εἶναι προσωρινές. Ὁ Κύριός μου ὅμως ζῆ αἰώνια ἀναστημένος καί κρατᾶ στά χέρια του καί τή δική μου ἀνάσταση. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πού μέ χορταίνει ὥς τά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεώς μου, καί μέ χορταίνει ὄχι μόνο γιατί τήν πιστεύω ἀλλά καί γιατί τήν ζῶ.
  Ὅσο γι’ αὐτό τό τελευταῖο, πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, ὅσο καί καταπληκτικό. Τήν ζοῦμε μέ τήν πίστη στό εὐαγγέλιό του μέχρι κεραίας καί μέ τή μετάνοια ἀπό τήν χωρίς Θεό ζωή μας ἐκ βαθέων. Ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια εἶναι οἱ δύο καί μόνοι ἀγωγοί πού μᾶς συνδέουν μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου προσωπικά, γιατί αὐτοί διοχετεύουν τή δύναμη τῆς ἀναστάσεώς του στή ζωή μας καί ἐπιφέρουν καί τή δική μας πνευματική ἀνάσταση. Ἤ καλύτερα, διοχετεύουν πραγματικό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στό δικό μας σῶμα, στή δική μας ζωή, μέ τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Κοινωνοῦμε καί καταγγέλλουμε τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μπολιάζεται ἡ φθαρτή μας φύση μέ τό ἄφθαρτο σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦμε τήν ἀπαρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰώνιας· ζωή πραγματικῆς χαρᾶς καί ἀθάνατης ἀλήθειας. Γιατί, ὄχι συμβολικά ἀλλά πραγματικά, μέ τούς ἀγωγούς τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας εἰσρέει στίς φλέβες μας ὁ ἀναστημένος Χριστός ὁλοζώντανος στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν μας, σπάζει τίς πλάκες πού στέκουν βαρειές πάνω στίς καρδιές μας, καί μᾶς ὁδηγεῖ λαμπροφόρους στή νέα ζωή. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί ἡ πίστη γιά τήν ἀλήθεια. Αὐτές εἶναι πού μᾶς φέρνουν τήν αἰώνια λύτρωση καί τήν ἀληθινή χαρά. Ἔτσι, αὐτές εἶναι πού συμπληρώνουν τό τρίπτυχο τῶν βαθυτάτων ἐφέσεων καί ἀναγκῶν μας· δίπλα στά ἄλλα μεγέθη, χαρά-ἀλήθεια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν – αἰώνια ζωή, ἡ μετάνοια μέ τήν πίστη ὁλοκληρώνουν τήν ἀπάντηση στό ὕψιστο αἴτημά μας.
Στεργίου Σάκκου
 Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 65-66
Παρασκευή, 30 Μάρτιος 2018 03:00

Κλαῦσον πικρῶς ὑπέρ τοῦ προδότου...

 prodosia Σήμερα, ἀγαπητοί, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός παραδόθηκε... Ἀλλά μή σκυθρωπάζεις ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς παραδόθηκε· μᾶλλον νά γίνεις σκυθρωπός καί νά κλάψεις πικρά ὄχι ὅμως γι᾿ Αὐτόν πού παραδόθηκε ἀλλά γιά τόν προδότη Ἰούδα. Διότι Αὐτός πού παραδόθηκε ἔσωσε τήν οἰκουμένη, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν παρέδωσε ἔχασε τήν ψυχή του. Αὐτός πού προδόθηκε κάθεται στούς οὐρανούς στά δεξιά τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν πρόδωσε βρίσκεται στόν ἅδη, περιμένοντας τήν ἀναπόφευκτη τιμωρία. Γιά τόν προδότη, λοιπόν, νά κλάψεις καί νά στενάξεις, γιά τόν προδότη νά πενθήσεις. Καί ὁ Κύριός μας δάκρυσε γιά κεῖνον. «Ἰδών γάρ αὐτόν», λέγει, «ἐταράχθη καί εἶπεν· εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Ὤ, πόση ἡ εὐσπλαγχνία του! Τήν ὥρα πού προδίδεται πονᾶ γιά τόν προδότη.
  Γιά ποιό λόγο ταράχτηκε ὁ Κύριος; Γιά νά μᾶς δείξει τή φιλοστοργία του καί γιά νά μᾶς παραδώσει ἕνα μεγάλο μάθημα: Εἶναι ἀνάγκη νά θρηνοῦμε ὄχι τόσο αὐτόν πού ὑποφέρει ὅσο αὐτόν πού ἁμαρτάνει. Τό δεύτερο εἶναι χειρότερο ἀπό τό πρῶτο. Μᾶλλον τό πρῶτο, τό νά κακοπαθεῖ κάποιος, δέν εἶναι κἄν κακό· κακό εἶναι τό νά ἁμαρτάνει. Διότι ἡ κακοπάθεια ὁδηγεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία τῆς αἰώνιας κόλασης.
Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ΕΠΕ 35,554-556.
Ἀπόδοση Β.Τ.
 
 
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Στεφανωμένος μέ ἀρετές

polisi-iosif  Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωνε πάνω του ἐξαιρετικές ἀρετές. Ἀλλά καί στή νεότητά του καί σέ κάθε ἡλικία ἡ ἀρετή του αὐξανόταν παράλληλα καί δέν ἔχανε τή νεανική της λαμπρότητα. Καί μέ ποιά ἀρετή δέν στεφανώθηκε; Πουλήθηκε δυό φορές, ἀλλά δέν ἔχασε τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν κύριό του γιά τούς σεμνούς του τρόπους, ἀλλά δέν τόν παραπῆρε γι᾿ αὐτό ἡ ἀλαζονεία. Ὁ παράνομος ἔρωτας τῆς κυρίας του δέν κατάφερε νά μολύνει τήν ἁγνότητά του. Συκοφαντήθηκε καί τό ὑπέμεινε μέ γενναιότητα. Φυλακίστηκε, μά τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε. Τά ὄνειρα πού πραγματοποιήθηκαν τόν ἀπέδειξαν σοφό καί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τόν ξέχασαν, δέν δυσανασχέτησε. Ἔφτασε νά βασιλεύσει· τήν ἐξουσία ὡστόσο μέ μετριοφροσύνη τή χρησιμοποίησε καί δέν θέλησε νά ἀπαιτήσει τήν τιμωρία ἐκείνης πού τόν συκοφάντησε. Στά χέρια του ἔπεσαν οἱ ἀδελφοί του κι ὄχι μόνο δέν τούς ἀντιμετώπισε σάν ἐχθρούς -ἄλλωστε δέν τόν εἶχαν ἀναγνωρίσει- ἀλλά τούς ἀντάμειψε ὡς εὐεργέτες. Κρατοῦσε στά χέρια του τήν ἐξουσία τῆς Αἰγύπτου καί διακηρυσσόταν παντοῦ ἡ φήμη τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας του. Καί γενικότερα σέ ὅλες τίς ἡλικίες συσσώρευε τρόπαια ἀρετῆς. Λοιπόν, κανείς ἀπό ὅσους δέρνονται ἀπό τίς συμφορές νά μήν ὑποκύψει, ἀλλά νά καλλιεργήσει μέσα του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς· καί κάποτε, εἴτε σ᾿ αὐτή τή γῆ εἴτε στόν οὐρανό, θά λάμψει.

Ἰσισώρου Πηλουσιώτη, Ἐπ. 49η, ΡG 78,492.
Ἀπόδοση Β.Σ.
 
 

Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Θυσία αἰνέσεως

  nimfios«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς...»... Ἔαρ καί ἑσπέρας καί ἀντίλαλοι καμπάνας στίς ἐκκλησιές καί καλέσματα Κυριακά γιά τίς ψυχές. Βηματισμοί ἐλπίδας, προσδοκίας «πρός ὑπάντησιν Αὐτῷ». Βαϊοφέρουν τά χέρια κι οἱ καρδιές συντονίζονται: «δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν» τόν Κύριον ἐρχόμενον «πρός τό ἑκούσιον πάθος».
  Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν.
 Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου.
 «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή.
 Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ».
  Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους.
  Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο.
  Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί».
Οὐρανοδρόμος
 
 
Κυριακή, 24 Απρίλιος 2022 03:00

Μέ ταπείνωση καί αἰσιοδοξία

 anastasi Χριστός ἀνέστη, φίλοι μου! Ἀνοιξιάτικος, δροσερός καί εὐχάριστος ὁ μήνας πού διανύουμε, εὐχόμαστε νά ᾿χει πλούσια τή χάρη καί τήν εὐλογία τῆς Ἀναστάσεως, τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ φετινός Ἀπρίλιος ἀποπνέει τό σταυροαναστάσιμο μήνυμα. Ἀγκαλιάζει τόν πόνο καί τή χαρά, καθώς κλείνει μέσα του τό δράμα τοῦ θείου Πάθους καί τό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, τό πένθος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τήν εὐφροσύνη τῆς Διακαινησίμου. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή λύπης καί χαρᾶς, τό συνταίριασμα πόνου καί ἀναψυχῆς, συντριβῆς καί θριάμβου, ταπείνωσης καί δόξας εἶναι καί τῆς ζωῆς μας τό καταστάλαγμα. Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θαυμαστό πῶς ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συμβιβάζει καί ἐξομαλύνει τήν ἀέναη αὐτή ἀντίθεση καί τή μετατρέπει ἀπό τυραννία σέ εὐλογία.
  Ἡ πίστη μας μετουσιώνει τόν πόνο σέ χαρά, τήν καταφρόνια σέ δόξα, τό θάνατο σέ ζωή. Θεμελιωμένη στό σταυρό καί στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἐκφραστικότατη καί ἀπαράμιλλη ἀπεικόνιση αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἀλήθειας εἶναι ἐκείνη ἡ τόσο παραστατική καί θεόσδοτη εἰκόνα πού βλέπουμε στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: τό «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον», πού ὅμως εἶναι ὁ νικητής, ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κυριαρχεῖ ὄχι μέ τήν παντοδυναμία τῆς θεϊκῆς φύσεώς του ἀλλά μέ τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης. Ἔρχεται ὡς ὁ ἀμνός -τόσο ἀδύναμος!- τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως «αἴρει», σηκώνει πάνω του, τό βαρύτερο φορτίο πού γνώρισε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, τήν ἁμαρτία καί μάλιστα ὅλου τοῦ κόσμου. Θυσιάζεται γιά τή δική μας σωτηρία, ἀλλά παραμένει καί μετά τή σταυρική θυσία του «ὡς ἑστηκός», ζωντανό καί ὄρθιο τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον». Τί παρακαταθήκη καί μήνυμα σωτήριο γιά τούς πιστούς Του ἀνά τούς αἰῶνες!
  Τά εὐχάριστα, οἱ ἐπιτυχίες, οἱ χαρές, τά μεγαλεῖα, αὐτῆς τῆς ζωῆς νά μή μᾶς ξυπάζουν. Νά ἀτενίζουμε πίσω ἀπ᾿ αὐτά τή σκιά τοῦ σταυροῦ. Καί τότε, ὤ κατάνυξη καί συντριβή καί θεία ταπείνωση πού θά κατακλύζει τήν ψυχή μας! Ἀλλά καί τά θλιβερά καί ὀδυνηρά, ὁ πόνος, ἡ ἀποτυχία, ἡ δοκιμασία, ὁ θάνατος, νά μή μᾶς συνθλίβουν. Νά τά νιώθουμε καταυγασμένα ἀπό τό ζωογόνο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καί τότε, ὤ χαρά καί γλυκασμός καί θάρρος γιά τόν ἀγώνα!
  Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ ὀδύνη γίνεται ἡδονή καί ἡ ἡδονή ντυμένη τή σεμνότητα ἀνάγει στήν ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό. Μ᾿ αὐτή τήν πρακτική ὁ πιστός βιώνει τή χαρμολύπη καί ἀποπνέει στόν κόσμο ταπείνωση καί αἰσιοδοξία, αἰσθήματα τόσο πολύτιμα σήμερα.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 99
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ μεγάλη λεία

Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.   staurosi
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.

Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
                                              Κισσός

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Οἱ ἄλλοι προδότες

 Τί εἶν' αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.

proseuxi-gethsimani Ψάχναμε πάντα τούς προδότες σ' ἐκείνους πού φεύγουν καί ζοῦν δίχως Θεό. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἐκεῖνοι πού μένουν καί ζοῦν μέ λίγο Θεό: ἐμεῖς, πού δέν ζήσαμε τήν ἀγάπη του, πού δέν νιώσαμε τήν ἀγωνία του. Ἐμεῖς, πού ἀπ’ αὐτόν τόν Θεό δέν καταλάβαμε τίποτα. Καί δέν τοῦ δώσαμε τίποτα παρά τ’ ἀξιοθρήνητα χριστιανικά μας καθήκοντα. Εἴμαστε ἐμεῖς πού λέμε τό δράμα του στούς άνθρώπους. Θεατές καί κήρυκες στό δράμα του. Πόσο συμμέτοχοι; Κάνουμε πολλά, συντροφεύουμε πολλούς, σπάνια ὅμως βρεθήκαμε μόνοι: ἐμεῖς κι Αὐτός, γιά νά τόν βροῦμε, νά τόν μάθουμε, νά τόν συντρέξουμε. Καθώς τόν βλέπω νά προσεύχεται, τό νιώθω. Ἕνα αἴτημα ἔχει στήν προσευχή του: ἐμένα. Εἶμαι τό διαρκές αἴτημά του. Ἐγώ στή δική μου ἔχω ὅλα τ’ ἄλλα ἐκτός ἀπό Αὐτόν. Σάν αἷμα στάζει ὁ ἱδρώτας του στόν κῆπο. Ἡ δική μας προσφορά; Μιά χριστιανική ζωή μετρημένη μέ τό σταγονόμετρο τοῦ μετρίου. Στή Γεθσημανή ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ποιά ἦταν, πόσο ἀπόλυτη, πόσο ἐπώδυνη ἦταν ἡ σχέση του μέ μᾶς, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς: ἕνα πικρό ποτήρι. Ἐμεῖς στή δική μας σχέση, στή δική μας ἀγάπη γι’ Αὐτόν δέν ἤπιαμε ποτέ ἕνα τέτοιο ποτήρι. Κι ὅταν κάπου–κάπου μᾶς ρωτάει ἄν μποροῦμε νά πιοῦμε τό ποτήρι του γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀπαντοῦμε εὔκολα «ναί», γιατί τό νοθεύσαμε. Γιά ὅσους πρόδωσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή κοντά του εἶναι εὔκολη κι ἀνώδυνη. Τό πικρό ποτήρι ἕνα ἡδύποτο.

  Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας.

Ζωή Γούλα
 Φιλόλογος