Ἕνα ἀπό τά καλύτερα μαθήματα πού θά εἶχε νά μάθει καί νά σπουδάσει κάθε πιστός Χριστιανός εἶναι τό μάθημα πού ἀποκαλύπτει ἱστορικά, προφητικά καί θεολογικά τό περιεχόμενο τῆς γιορτῆς τοῦ Πάσχα.
Τρία διάφορα πάσχα ἀποκαλύπτονται μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί ἡ μελέτη τους μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε πέρα γιά πέρα τό νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. ![]() Ἡ πρώτη, ἡ μεγάλη ἀλήθεια, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πρᾶγμα στήν πίστη μας ἡ ἀγάπη, μεγάλο ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι ἔννοιες, εἶναι θεωρίες. Ἡ ἀνάσταση εἶναι γεγονός. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός; Ὅλα στέκονται. Δέν ἀναστήθηκε; Τίποτε δέν στέκεται ὄρθιο. Καί γιά τό γεγονός δέν χρειαζόμαστε οὔτε θεωρίες οὔτε ἀποδείξεις, ἀλλά μαρτυρίες. Τέτοιες μαρτυρίες μᾶς καταθέτουν οἱ μάρτυρες ἐκεῖνοι πού εἶδαν ἀναστημένο τό Χριστό. Ὁ Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους (τό διαβάζουμε στό 15 κεφ. τῆς Α’ πρός Κορινθίους Ἐπιστ.). Σᾶς παρέδωσα πολλά, ἀλλά πρῶτα-πρῶτα σᾶς παρέδωσα αὐτό πού παρέλαβα. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Τό συνοψίζει σέ τέσσερα ρήματα: ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, θάφτηκε, ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Πέθανε: Βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Ἀναστήθηκε: Βεβαιώνεται καί ἀποδεικνύεται μέ τήν ἐμφάνισή του. Νά, λοιπόν, τά ἀντικείμενα τῆς πίστεώς μας. Τό πρῶτο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄνθρωπος, ἀφοῦ πέθανε καί θάφτηκε. Τό δεύτερο ὅτι εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Εἶναι ὁ Χριστός Θεάνθρωπος. Αὐτό ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πίστεώς μας, τό περιεχόμενο τοῦ δικοῦ μας πάσχα. «Πάσχα Κυρίου πάσχα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τό ὁποῖο εἶναι μέρα ἀναστάσεως. «Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν». Γιά τούς Ἑβραίους τό πάσχα ἦταν ἐλευθερία ἀπό τή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τό δικό μας πάσχα εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Θάνατος εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι τά μνήματα τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι οἱ πλάκες τῶν παθῶν. Διάβαση εἶναι τό πέρασμα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἀπιστίας καί τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή χώρα τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε τή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπιστίας σάν ἕνα νεκροταφεῖο γεμάτο πλάκες παθῶν καί ἐπιθυμιῶν. Ὁ Χριστός σπάζει τίς πλάκες καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες. Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, διακηρύττει ἕνας πού τοῦ ζήτησαν ἀποδείξεις. Χρόνια πολλά ἤμουν μέσα σ’ ἕνα μνῆμα. Σάπιζα, βρωμοῦσα, ἔνιωθα δεμένος, μέ πλάκωναν τά ἴδια μου τά πάθη. Δέν μποροῦσα νά νιώσω χαρά. Καί μιά μέρα πού ἀκούστηκε τό Χριστός Ἀνέστη, μιά μέρα πού διάβασα τό εὐαγγέλιο καί ἄκουσα τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσα νά σπάζουν τά δεσμά, νά συντρίβονται οἱ πλάκες, νά βγαίνω ἀπό τό μνῆμα, νά μεταφέρομαι σέ μιά νέα ζωή, στή ζωή τῆς χαρᾶς καί τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας. Αἰσθάνομαι ἀναστημένος, χαρούμενος, ζωντανός, ὑγιής. Γιά τόν ἑαυτό μου ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Πάρα πολλοί εἶναι, ὄχι ἕνας καί δυό, αὐτοί πού καταθέτουν τήν ἴδια μαρτυρία καί περιγράφουν ἀπό τό ἕνα μέρος τά μνήματα πού χρόνια κατοίκησαν δυστυχισμένοι καί ἀπό τό ἄλλο τή νέα ζωή, τήν ἀλήθεια ὅτι τό χριστιανικό πάσχα εἶναι μετάβαση ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας στή ζωή καί μιά μέρα ἀπό τό φυσικό αὐτό θάνατο στήν αἰωνιότητα. Ἀπό τή γῆ, ἀπό ἕναν κόσμο περιορισμένο, ἀπό ἕναν κόσμο σκοτεινό, στόν οὐρανό τῆς Ἐκκλησίας, στόν οὐρανό τῆς χάριτος. Τό εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός μας, μιλάει γιά δυό ἀναστάσεις. Ἡ μιά εἶναι ἡ ἠθική, ἡ πνευματική ἀνάσταση, ἡ ἄλλη είναι ἡ φυσική ἀνάσταση. Μέ τήν ἠθική ἀνάσταση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια ἀλλάζει ζωή βγαίνει ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ σατανᾶ καί μπαίνει στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, φεύγει ἀπό τήν ἕλξη τοῦ κόσμου καί μπαίνει στήν ἕλξη τῆς χάριτος. Μέ τήν φυσική ἀνάσταση θ’ ἀναστηθοῦμε ὅλοι ἀπό τά μνήματά μας ὅταν προστάξει ὁ Χριστός. Προηγεῖται ἡ ἠθική ἀνάσταση στόν κόσμο, γιά ν’ ἀκολουθήσει ἡ σωματική ἀνάσταση στόν ἄλλο κόσμο. Νά, λοιπόν, τό πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...». Καί τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν δώρων τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά λαμπρυνθοῦμε. Γι’ αὐτό καί τό πάσχα λέγεται λαμπρή. Ὅλα εἶναι λαμπρά, ὅλα λαμπρύνονται μέ τό λαμπρό φῶς, μέ τίς λαμπάδες, μέ τά λαμπρά ροῦχα, μέ ὅλα ὅσα δίνουν τήν ἐξωτερική λαμπρότητα. Ἀνώτερη εἶναι ἡ ἐσωτερική λαμπρότης, ὅταν λάμπουμε μέ τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου, ὅταν λάμπουμε μέ τή φωτιά τῆς πίστεως, ὅταν ἀντικατοπτρίζουμε τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀποπνέουμε τό ἄρωμα τῆς χάριτος καί τή λάμψη τῆς αἰωνιότητος. Εἴδαμε ποιό εἶναι τό πρῶτο πάσχα τῆς Π. Διαθήκης, ποιό εἶναι τό δεύτερο πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης. Μένει νά δοῦμε καί ποιό εἶναι τό τρίτο πάσχα. Ὅπως τό δεύτερο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο (τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι ἡ οὐσία, τό πάσχα τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ τύπος), ἔτσι καί τό τρίτο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό δεύτερο. Εἶναι τό πάσχα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶναι αὐτό τό πάσχα πού ἐπεθύμησε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὅταν παρέδιδε τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης στούς μαθητές του. Τούς εἶπε· ἀφήνουμε τό πάσχα τό παλιό, σᾶς δίνω καινούργιο πάσχα. Καί τό καινούργιο πάσχα πού μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός δέν τό τελοῦμε μόνο μιά φορά τό χρόνο, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, ἀλλά κάθε Κυριακή, κάθε Κυριακή πού κοινωνοῦμε, ὅπως λέει ἕνας ποιητής μας: «Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, κι εἶν' ἡ λαχτάρα μου μεγάλη· Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, γιατί θά κοινωνήσω πάλι». Τότε, λοιπόν, πού παραδίδει τό μυστικό δεῖπνο, τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γιά νά ’χουμε σέ ὅλη μας τή ζωή πάσχα, γιά νά ’χουμε Πασχαλιά κάθε μέρα πού θά κοινωνοῦμε καί θά ἀγαποῦμε τό Χριστό, ἐκφράζει καί τήν ἐπιθυμία του ὁ Κύριος ὅτι θέλει νά φάει τό πάσχα τό καινούργιο, τό καινόν. Ποῦ; Στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι, λοιπόν, τό πάσχα πού περιμένουμε ὅλοι, καί γιά τό ὁποῖο ψάλλει πάλι ἡ Ἐκκλησία μας σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνος: «Ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Τί θά πεῖ «ἐκτυπώτερον»; Τώρα δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τό Χριστό· μέ τήν πίστη μας τόν βλέπουμε. Δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ἀνάσταση, οὔτε τόν πιάνουμε τό Χριστό, οὔτε τόν ἀκοῦμε. Ὅλα αὐτά τά βλέπουμε μέ τήν πίστη. Δέν περπατοῦμε μέ εἶδος, λέει ὁ Παῦλος, ἀλλά μέ τήν πίστη. Πολλές φορές ἀκοῦμε τούς ἀπίστους νά λένε: Γιά ποιά ἀνάσταση μᾶς μιλᾶτε; Καί πρῶτα πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι καί τώρα πεθαίνουν. Καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος τό ἴδιο εἶναι. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση, γιατί λείπει ἡ ἕκτη αἴσθηση, αὐτή ἡ αἴσθηση πού λέγεται πίστη. Ὅπως ἕνας τυφλός δέν βλέπει τόν ἥλιο καί τά λουλούδια, ἔτσι καί ὁ ἄπιστος δέν βλέπει τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση. Ὁ πιστός τά βλέπει μέ τήν πίστη. Ὅσο πιστός ὅμως κι ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο δυνατή κι ἄν εἶναι ἡ πίστη του, δέν μπορεῖ νά χορτάσει τά θαύματα τῆς πίστεως. Λαχταρᾶ κάτι περισσότερο, κάτι ἀνώτερο. Αὐτή τή λαχτάρα εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτή τή λαχτάρα εἶχαν καί ἔχουν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Χριστοῦ: Νά ἔρθει ἡ μέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε, γιά νά γιορτάσουμε τό τρίτο πάσχα, τό πάσχα στήν εὐλογημένη καί αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού εἶναι τό «ἐκτυπώτερον» καί τελειότερο πάσχα. Σ' ἐκεῖνο τό πάσχα ἡ χαρά μας καί ἡ εὐφροσύνη θά εἶναι ἀπερίγραπτη. Συγκεντρῶστε τίς ὡραιότερες μέρες καί ὧρες τῆς ζωῆς σας. Ποιές εἶναι; Οἱ ἐπιτυχίες σας, ἡ ἡμέρα τοῦ γάμου σας, ἡ ἡμέρα γεννήσεως παιδιῶν, ἀποκαταστάσεως παιδιῶν; Ποιές εἶναι; Μαζέψτε ὅλες τίς ὡραῖες, εὐχάριστες κι ἀνώδυνες μέρες καί ὧρες πού ζήσατε στή ζωή σας. Ὅλες αὐτές εἶναι ἕνα ἴχνος τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἕνα δευτερόλεπτο τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει γλῶσσα ἀνθρώπου, νά συλλάβει νοῦς ἀνθρώπου τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου, τοῦ τρίτου πάσχα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἀπήλαυσε γιά λίγο τό οὐράνιο αὐτό πάσχα, ἦλθε καί δέν μᾶς ἔγραψε τίποτε. Καί ἐνῶ μᾶς περιέγραψε τόσα ἄλλα πράγματα, γι’ αὐτό δέν μπόρεσε νά μᾶς μιλήσει. Καί ξέρετε γιατί δέν μπόρεσε; Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα: Πεῖτε ὅτι παίρνουμε ἕναν Ἐσκιμῶο ἀπό τή χώρα του καί τόν πηγαίνουμε στή Μόσχα, στό Παρίσι, στό Λονδῖνο, στή Ν. Ὑόρκη, καί μετά τόν πηγαίναμε πάλι στούς δικούς του, θά μποροῦσε νά πεῖ τίποτε; Τί θά ἔλεγε; Πῶς θά περιέγραφε τά ἐργοστάσια, τίς βιτρίνες, τά τόσα καταπληκτικά, ὅταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι συνεννοοῦνται μέ λίγες μόνο λέξεις; Ἔτσι, δέν ἔχει λεξιλόγιο ἡ ζωή μας, δέν ἔχει δύναμη σκέψεως νά συλλάβει καί νά περιγράψει τά κάλλη, τήν εὐφροσύνη, τά τραπέζια καί τή δόξα ἐκείνου τοῦ πάσχα. Ὁ Παῦλος περιορίζεται μόνο νά πεῖ: «Ἀγαθά ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Οὔτε αὐτί τά ἔπιασε, οὔτε καρδιά τά αἰσθάνθηκε, οὔτε νοῦς τά συνέλαβε, οὔτε κανείς ποτέ μπόρεσε νά τά πλησιάσει. Αὐτά εἶναι τά ἀγαθά στό οὐράνιο πάσχα. Τό ἄλλο πού μᾶς λέει ὁ Κύριος εἶναι ὅτι θά εἴμαστε ὅλοι ὅμοιοι μέ αὐτόν. Ὅπως αὐτός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε. Τό δέ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοντέλο, εἶναι τό πρότυπο τῶν σωμάτων πού θά ἔχουμε ἐμεῖς μετά τήν ἀνάσταση. Κι ὅπως ὁ Χριστός ἦταν καί στά Ἰεροσόλυμα καί στή Γαλιλαία τήν ἴδια στιγμή, ἔτσι κι ἐμεῖς θά ἔχουμε πανταχοῦ παρουσία, θά ἔχουμε παντοδυναμία, θά ἔχουμε πανσοφία. Καί βέβαια ὁ Χριστός τά ἔχει αὐτά ἀπόλυτα, ἐμεῖς θά τά ἔχουμε σχετικά. Καί θά βλεπόμαστε, καί θά γνωριζόμαστε. Θά γνωριζόμαστε! Τότε θά γνωριζόμαστε. Τώρα εἶναι τό παραπέτασμα τῆς σαρκός καί ἡ ὑποκρισία, πού δέν ἀφήνει νά γνωριστοῦμε. Τότε θά γνωριζόμαστε, θά βλεπόμαστε, θά συνεννοούμαστε, θά συνδεόμαστε, θά ἐπικοινωνοῦμε, καί θά ἀπολαμβάνουμε. Θά χαιρόμαστε, καί θά άγαλλόμαστε, θά ψάλλουμε, καί θά ὑμνοῦμε τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν Κύριο πού ἔδωσε τό πρῶτο πάσχα γιά τύπο, τό δεύτερο πάσχα γιά τή δική μας ἀνάσταση καί πού προετοιμάζει τό τρίτο πάσχα, πού λαχταροῦμε, πού νοσταλγοῦμε, πού ἐπιθυμοῦν οἱ ψυχές μας. Μέ τή λαχτάρα αὐτή προσευχόμαστε σήμερα, πού ἀπολαμβάνουμε τό δεύτερο πάσχα, καί λέμε στόν Κύριο νά μᾶς ἀξιώσει νά ἀπολαύσουμε καί τό τρίτο Πάσχα. Κύριε, «ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου»! Στέργιος Ν. Σάκκος
|
Ψα 15,10: Μιά προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση
Ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο εἶναι: Τί γίνονται οἱ ψυχές μετά τόν θάνατο; Νά δεχθοῦμε ὅτι ἐξαφανίζονται; Ἐπαναστατεῖ ἡ σκέψη μας.
Αὐτά καί ἕνα πλῆθος παρόμοια ἐρωτήματα μᾶς ἀναγκάζουν νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ζωή δέν σταματᾶ στόν τάφο καί νά παραδεχθοῦμε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐξάλλου καί ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει αὐτή τήν ἀλήθεια.
Ἀλλά ποῦ καί πῶς ζοῦν οἱ ψυχές μετά θάνατον; Ἐδῶ σταματᾶ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ λογοτεχνία οὔτε οἱ διάφορες θρησκεῖες μπόρεσαν νά δώσουν μία σωστή ἀπάντηση.
Μόνον ἕνα γεγονός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τό θέμα: ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό κενό μνῆμα του γίνεται ἕνας προβολέας πού χύνει καθάριο φῶς στά μετά θάνατον. Ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης, πού τρόμαζαν τούς ἀνθρώπους πρό Χριστοῦ, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν κατανικηθεῖ. Ὁ θάνατος ἐπετράπη στούς ἀνθρώπους ὡς καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, πού ἦταν ἀπόλυτα δίκαιος καί ὅσιος, κανονικά δέν ἔπρεπε νά πεθάνει. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔκανε τό μεγάλο λάθος νά κινήσει τά ὄργανά του καί νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι συνέβησαν δύο πράγματα πού δέν μποροῦσε νά προβλέψει ὁ διάβολος: Πρῶτον, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καθώς δέν εἶχε δεχθεῖ τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας, δέν διαλύθηκε στόν τάφο· ἀναστήθηκε. Δεύτερον, μόλις παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁ Ἰησοῦς πάνω στόν σταυρό, ἡ ψυχή του ἑνωμένη μέ τήν θεότητα κατέβηκε στόν ᾅδη. Γιά τήν κάθοδο αὐτή μιλοῦν μέ ζωηρές εἰκόνες οἱ προφῆτες: Οἱ πυλωροί τοῦ ᾅδη ἔφριξαν (Ἰβ 38,17), μοχλοί αἰώνιοι συνετρίβησαν (Ψα 106,16), δεσμά λύθηκαν, αἰχμάλωτοι ἐλευθερώθηκαν.
Μία προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση ἀποτελεῖ καί ὁ 15ος Ψαλμός. Ἀξίζει νά σταθοῦμε σέ ἕναν ἀπό τούς στίχους του· «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψα 15,10). Ἀπευθυνόμενος στόν Θεό ὁ Δαυΐδ κι ἀπαριθμώντας γεμάτος εὐγνωμοσύνη τίς εὐεργεσίες πού Ἐκεῖνος θά τοῦ χαρίσει, λέει: «Διότι δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ᾅδη, οὔτε θ’ ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά δεῖ φθορά». Μέ ἁπλά λόγια: «Δέν θά ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά γνωρί-σει, νά αἰσθανθεῖ τήν ἀποσύνθεση, δηλαδή θά τόν βγάλεις ἀπό τόν τάφο, θά τόν ἀναστήσεις ἀπό τούς νεκρούς».
Τό προφητικό αὐτό χωρίο ἐφαρμόζουν στόν Χριστό ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν ὁμιλία του τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (βλ. Πρξ 2,25) καί ὁ Παῦλος στήν ὁμιλία του στήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας (βλ. Πρξ 13,35). Ὁ Δαυΐδ βέβαια μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του καί ἐκφράζει τήν βαθειά του ἐμπιστοσύνη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν θά τόν ἀ-φήσει μόνο οὔτε στόν ᾅδη. Ὡστόσο, ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ προφήτη ἦταν κάτι τό ἀδιανόητο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη. Προφανῶς, ὅπως δέχονται οἱ ἀπόστολοι, ὁ Δαυΐδ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μιλᾶ γιά τόν Χριστό. Αὐτός πού εἶναι ὁ ἀπόλυτα ὅσιος, ὁ ἀναμάρτητος, πέθανε χωρίς νά γνωρίσει τό σῶμα του διαφθορά. Εἶναι ὁ μόνος μέσα στήν ἱστορία τῶν αἰώνων πού δέν ἔμεινε στόν ᾅδη, δέν μπόρεσε νά Τόν κρατήσει ὁ θάνατος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί ἀχρήστευσε τό κεντρί του! Ἡ δική του ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης τοῦ Δαυΐδ καί ὅλων τῶν ὁσίων.
Οἱ ἄπιστοι καί ὑλιστές, πού δέν θέλουν νά ἀκούσουν ὅτι ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον, βλέπουν τόν θάνατο σάν τρομερό ἐφιάλτη, αἰτία μελαγχολίας. Γιά τούς χριστιανούς ὅμως, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί στό εὐαγγέλιό του, τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐκτιμοῦν τήν παροῦσα ζωή ὡς στάδιο ἀγώ- νων γιά τήν ἀρετή ἀλλά καί μέ πόθο στρέφουν τά βλέμματά τους στήν μέλλουσα. Εἶναι γι’ αὐτήν τόσο βέβαιοι ὅσο καί γιά τήν παροῦσα, καί βλέπουν τόν θάνατο σάν μιά ἁπλῆ μετάβαση ἀπό τήν πρόσ-καιρη καί ἐπίγεια ζωή στήν αἰώνια καί ἐπουράνια. Παραμένει βεβαίως ὁ θάνατος καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅμως πλέον ἕνας ἐξουδετερωμένος ἐχθρός. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν πίστη μας, εἶναι τό θεμέλιό της.
![]() Γιά ποιό λόγο ταράχτηκε ὁ Κύριος; Γιά νά μᾶς δείξει τή φιλοστοργία του καί γιά νά μᾶς παραδώσει ἕνα μεγάλο μάθημα: Εἶναι ἀνάγκη νά θρηνοῦμε ὄχι τόσο αὐτόν πού ὑποφέρει ὅσο αὐτόν πού ἁμαρτάνει. Τό δεύτερο εἶναι χειρότερο ἀπό τό πρῶτο. Μᾶλλον τό πρῶτο, τό νά κακοπαθεῖ κάποιος, δέν εἶναι κἄν κακό· κακό εἶναι τό νά ἁμαρτάνει. Διότι ἡ κακοπάθεια ὁδηγεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία τῆς αἰώνιας κόλασης. Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ΕΠΕ 35,554-556.
Ἀπόδοση Β.Τ. |
Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωνε πάνω του ἐξαιρετικές ἀρετές. Ἀλλά καί στή νεότητά του καί σέ κάθε ἡλικία ἡ ἀρετή του αὐξανόταν παράλληλα καί δέν ἔχανε τή νεανική της λαμπρότητα. Καί μέ ποιά ἀρετή δέν στεφανώθηκε; Πουλήθηκε δυό φορές, ἀλλά δέν ἔχασε τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν κύριό του γιά τούς σεμνούς του τρόπους, ἀλλά δέν τόν παραπῆρε γι᾿ αὐτό ἡ ἀλαζονεία. Ὁ παράνομος ἔρωτας τῆς κυρίας του δέν κατάφερε νά μολύνει τήν ἁγνότητά του. Συκοφαντήθηκε καί τό ὑπέμεινε μέ γενναιότητα. Φυλακίστηκε, μά τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε. Τά ὄνειρα πού πραγματοποιήθηκαν τόν ἀπέδειξαν σοφό καί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τόν ξέχασαν, δέν δυσανασχέτησε. Ἔφτασε νά βασιλεύσει· τήν ἐξουσία ὡστόσο μέ μετριοφροσύνη τή χρησιμοποίησε καί δέν θέλησε νά ἀπαιτήσει τήν τιμωρία ἐκείνης πού τόν συκοφάντησε. Στά χέρια του ἔπεσαν οἱ ἀδελφοί του κι ὄχι μόνο δέν τούς ἀντιμετώπισε σάν ἐχθρούς -ἄλλωστε δέν τόν εἶχαν ἀναγνωρίσει- ἀλλά τούς ἀντάμειψε ὡς εὐεργέτες. Κρατοῦσε στά χέρια του τήν ἐξουσία τῆς Αἰγύπτου καί διακηρυσσόταν παντοῦ ἡ φήμη τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας του. Καί γενικότερα σέ ὅλες τίς ἡλικίες συσσώρευε τρόπαια ἀρετῆς. Λοιπόν, κανείς ἀπό ὅσους δέρνονται ἀπό τίς συμφορές νά μήν ὑποκύψει, ἀλλά νά καλλιεργήσει μέσα του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς· καί κάποτε, εἴτε σ᾿ αὐτή τή γῆ εἴτε στόν οὐρανό, θά λάμψει.
Ἰσισώρου Πηλουσιώτη, Ἐπ. 49η, ΡG 78,492.
Ἀπόδοση Β.Σ. |
![]() Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν. Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου. «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή. Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ». Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους. Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο. Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί». Οὐρανοδρόμος
|
Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.
Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».
Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
Κισσός
Τί εἶν' αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.
Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας. Ζωή Γούλα
Φιλόλογος |