Super User

Super User

Πέμπτη, 13 Νοέμβριος 2014 02:00

Ψήγματα Παριανά

athanasios-parios-c Συμπληρώθηκαν ἤδη διακόσια ἕνα χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρὸς καὶ διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου (1721-1813) καί εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν ἁγιοκατάταξή του.
 Ὁ Ἅγιός μας -κατά κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος- ὁρμώμενος ἀπό τό νησί τῆς Πάρου ἔζησε πολυκύμαντη βιοτή κατά τή ζοφερή περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας. Ἁγιοκατατάχθηκε ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας τό 1994 μαζί μέ τούς Μακάριο Νοταρᾶ καί Νικόδημο Ἁγιορείτη. Καί οἱ τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ κορυφαῖες θεολογικές προσωπικότητες τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ ἐχθροί τους εἰρωνικά τούς ὀνόμασαν Κολλυβάδες, μόνον πού αὐτό ἔφθασε νά σημαίνει ἀναδημιουργοί, ἀναμορφωτές. Οἱ Κολλυβάδες ἐπιζητοῦσαν -παρά τίς σφοδρές ἀντιδράσεις- νά ἐπαναφέρουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ τό πρωτοχριστιανικό  καί γνήσιο πνεῦμα, συνιστώντας πρωτίστως τή συχνή θεία Κοινωνία. Τελικά ἡ Ἐκκλησία δικαίωσε ἀπόλυτα τίς ἀπόψεις τους.
 Στήν πορεία του ὁ «ἄκρος ζηλωτής τῶν πατρῴων τῆς εὐσεβείας δογμάτων» ἅγιος Ἀθανάσιος εἶχε πρότυπά του δύο μεγάλους ἁγίους, τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Μᾶρκο Εὐγενικό. Ὑπῆρξε πολυμαθής καί πολύγλωσσος ὅσο λίγοι, «ὁ ἀξιολογώτερος τῶν ἑλλήνων θεολόγων μετά τόν Εὐγένιον Βούλαριν» κατά τόν L. Petit. Τό μαρτυροῦν οἱ σταθμοί ἀπό τούς ὁποίους πέρασε: Πάρος, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Ἅγιο Ὄρος -ὅπου χειροτονήθηκε καί ἀπ’ ὅπου ἐκδιώχθηκε-, Χίος.   Ἀσκητικός στή βιοτή του, θεωροῦσε ἁμάρτημα «θανάσιμο» ἄν ἡ ἀνατολή τῆς πρώτης τοῦ ἔτους ἔβρισκε στό θυλάκιό του ἕναν ὀβολό ἀπό τό παρελθόν ἔτος. Ἔφυγε πάμπτωχος· μοναδική του περιουσία μία ἐνδυμασία, ἕνα λυχνάρι καί ἕνα μελανοδοχεῖο. Ἐκοιμήθη στίς 24 Ἰουνίου τοῦ 1813 -ὀκτώ χρόνια πρίν ξεκινήσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821- στά Ρεστά τῆς Χίου.
 Μᾶς κληροδότησε πλούσιο συγγραφικό ἔργο μέ ἀπολογητικό, δογματοκανονικό, λειτουργικό, παιδαγωγικό, ἁγιολογικό, ὑμνολογικό περιεχόμενο. Στόν περιορισμένο χῶρο πού ἔχουμε θά προσπαθήσουμε νά μεταφέρουμε μερικά ψήγματα ἀπό τούς μοναδικούς θησαυρούς τῆς γραφίδας του, καθώς τά ἔργα του παρουσιάζουν μία μοναδική ἐπικαιρότητα στούς καιρούς μας.
 Μέ δύναμη καί παρρησία ἀντέδρασε στόν δυτικό διαφωτισμό, ποὺ ἤθελε νά ἀλλοιώσει τό ὀρθόδοξο ἦθος τῆς πατρίδος μας: «Ἡ μανία, ἡ λύσσα, ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς λιμπερτᾶς ἀποφασίζει ἀποστασίαν πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας... Ἔξω προφῆται, ἔξω ἀπόστολοι, ἔξω εὐαγγέλια, ἔξω Χριστός, ἔξω Θεός. Ἀντὶ τούτων ἂς ἔλθῃ, ἂς παρρησιασθῇ εἰς τὸ μέσον ὁ σοφώτατος Βολταίρ».
 Ἐπικριτική ἦταν ἡ θέση του γιά τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος τήν κατάσταση τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, προσπάθησε νά τόν ἀποκόψει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χαρακτηρίζει τήν ἀνατολική ἐκκλησία ὀρθόδοξη, εὐσεβεστάτη, ἀποστολική καί ἁγία, ἐνῶ τή δυτική κακόδοξη, αἱρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική, ἀκάθαρτη καί τούς λατίνους «μιαρωτάτους παπιστάς». Τί θά ἔλεγε καί τί θά ἔπραττε σήμερα, ἄν ἔβλεπε τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῶν ἡμερῶν μας!
«Ἄχ, ἀδελφοὶ Χριστιανοί, καὶ εἰς τοῦτο ἐκαταντήσαμεν, ὥστε νὰ μὴν εἶναι πλέον διάκρισις τοῦ σίτου ἀπὸ τὰ ζιζάνια; Τῶν προβάτων ἀπὸ τοὺς λύκους; Τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκότος; ... Τίς συμφώνησις εὐσεβῶν μετὰ αἱρετικῶν; Τίς σχέσις; Τί καλὴ ὑπόληψις εἶναι τούτη, ὁποὺ ἔχομεν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας καὶ τῶν ἁγίων μας; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνο τὸ πῦρ, ὁποὺ ἦλθε νὰ βάλῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν; Ἐσβέσθη, ἐψυχράνθη ἀπὸ μιᾶς• ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ μάχαιρα τοῦ Χριστοῦ, ὁποὺ χωρίζει καὶ τὸ ἴδιον αἷμα... Διὰ τοῦτο, λοιπόν, καὶ εἰς τὴν Ρώμην οἱ Ἀνατολικοί• διὰ τοῦτο καὶ συνοικέσια μὲ τοὺς παπιστάς• διὰ τοῦτο καὶ οἱ Φράγκοι τῶν Ρωμαίων γίνονται ἀνάδοχοι• διὰ τοῦτο ἱερεῖς Ἀνατολικοὶ καὶ στεφανώνουσι καὶ θάπτουσιν, ὄχι μονάχα Λατίνους, ἀλλὰ καὶ τοὺς λουθηροκαλβινιστάς•... διατὶ δὲν ἔχομεν ζῆλον διὰ τὴν εὐσέβειαν• ... καὶ ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι, τοὺς ἔχομεν ὡς ἀδελφούς».
  Ἀπευθυνόμενος πρός τούς γονεῖς συνιστᾶ νά μή στέλνουν εὔκολα τά παιδιά τους στήν Εὐρώπη  γιά σπουδές, γιατί ἐκεῖ ἐμφωλεύουν πολλοί κίνδυνοι, καθώς τά παιδιά συνήθως ἀφομοιώνονται καί χάνονται γιά τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία.
  Παράλληλα ἀγωνίσθηκε καί γιά τήν παιδεία, ἡ ὁποία πίστευε ὅτι θά πρέπει νά στηρίζεται στήν παράδοση τοῦ Γένους καί νά εἶναι χριστοκεντρική: «Σοφία πραγματικὴ εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη τῆς αἰσχύνης. Σοφία εἶναι ἡ ὅσῳ τὸ δυνατὸν προσκόλλησις εἰς τὸν Θεόν, ἡ ἀπόκτησις τῆς ἰδικῆς του σοφίας ἡ ὁποία εἶναι καὶ τροφὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ὁποία εἰκονίζει τὴν μέλλουσαν εὐδαιμονίαν, χορηγεῖ δὲ καὶ τὴν παροῦσαν». Ὡς γνήσιος διδάσκαλος τοῦ Γένους μέ μία ἐκπληκτική εὐρύτητα πνεύματος ἔβλεπε τήν παιδεία «ἤτοι τὴν μάθησιν» ὡς «πρᾶγμα ἀΐδιον, ἀμετάβλητον, ἀναφαίρετον, ἀπὸ τύχην ἀνεπηρέαστον, ἀπὸ ληστὰς ἀνε- πιβούλευτον, ἀπὸ τυράννους ἀκαταβίαστον ὡσὰν ποὺ ἔχει ῥίζαν καὶ πηγὴν καὶ θεμέλιον καὶ θησαυροφυλάκιον».
  Ἀξίζει νά προσθέσουμε καί μία ἀκόμη παρατήρηση σημαντική γιά τήν ἀγωγή καί τήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους: «Εἶναι τῷ ὄντι κατακρίσεως ἄξιον τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων, ὄχι διατὶ τοῦ ἔλειψαν οἱ Δημόκριτοι, οἱ Πλάτωνες, οἱ Ζήνωνες καὶ οἱ Εὐκλεῖδαι»· ἀλλά εἶναι ἄξιον οἴκτου «διατὶ τοῦ ἔλειψαν φεῦ! οἱ Βασίλειοι, οἱ Ἀθανάσιοι, οἱ Κύριλλοι, οἱ Αὐγουστῖνοι, οἱ Ἀμβρόσιοι, οἱ Σωφρόνιοι, οἱ Δαμασκηνοί, οἱ οὐρανόφρονες ἄνδρες», οἱ ὄντως μεγάλοι παιδαγωγοί καί διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
 Ἄς μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός κι ἄς ἀναδείξει τέτοιους μεγάλους καί ἅγιους ἄνδρες, γιά νά μπορέσουμε νά ὑπερβοῦμε τήν παντοειδῆ κρίση καί νά ἐπιβιώσουμε ὡς Ἔθνος.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Τετάρτη, 13 Νοέμβριος 2024 03:00

Στή γῆ τοῦ Πόντου

 ifigenia-cἮταν καί ἡ γῆ τοῦ Πόντου ἀπό τίς πρῶτες πού δέχθηκαν τή σπορά τῆς οὐράνιας ἀλήθειας. Ἐκεῖ, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, κήρυξε ὁ πρωτόκλητος μαθητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρει ἀνάμεσα στούς παραλῆπτες τῆς Α΄ Ἐπιστολῆς του τούς πιστούς χριστιανούς τοῦ Πόντου.
 Ἦταν πολλές οἱ ἐκλεκτές ψυχές πού μέσα ἀπό τό Βάπτισμα συνδέθηκαν μέ δεσμά ἱερά καί συγκρότησαν θαυμαστές χριστιανικές κοινότητες. Κι εἶναι ὡραία ὄντως ἡ ὥρα τῆς ἀνθοφορίας, ὅταν ἡ θεία χάρη πλημμυρίζει τίς ψυχές μέ τή γλυκύτατη πρόγευση τοῦ Παραδείσου. Ὅμως στή ζωή τοῦ κόσμου ἔρχονται καί οἱ παγωνιές καί ξεσποῦνε θύελλες. Ὅπως ὅλες οἱ τοπικές ἐκκλησίες, ἔτσι καί ἡ ἐκκλησία τοῦ Πόντου θά προσφέρει στόν Φυτουργό τῆς κτίσεως «θυσίαν ζῶσαν» (Ρω 12,1), τίς ἅγιες ἀπαρχές, ἀνταπόδομα στό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, στήν εὐεργεσία τῆς καινῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ὥρα πού τά βλαστάρια τοῦ μεγάλου Σποριᾶ θά δέσουν καρπούς μεστούς. Ἀνάμεσά τους ἕνα νιόφυτο παρθενικό λουλούδι, ἡ Ἰφιγένεια. Ἡ οἰκογένειά της, στήν Τοκάτη τοῦ Πόντου στά τέλη τοῦ 1ου αἰώνα, ὁλόκληρη δέχθηκε μέ ἱερό ἐνθουσιασμό τή νέα πίστη. Ὁ βοριάς τῶν διώξεων θά πνεύσει μέ ἀγριότητα στό σπιτικό τους καί οἱ γονεῖς της θά βρεθοῦν βίαια στή φυλακή. Τήν ἄνοιξη τῆς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου ὅμως δέν θά τή μαράνει ὁ βαρύς χειμώνας τῶν διωγμῶν.
 Ἡ φωτιά τοῦ Παρακλήτου κρατᾶ τήν καρδιά τῆς Ἰφιγένειας εἰρηνική καί θερμή. Εὐλογημένοι πόθοι φτερώνουν τή νεαρή κόρη γιά τόν λατρευτό Σωτήρα καί Νυμφίο της. Ἔτσι ἡ ὁμολογία της εἶναι ρωμαλέα καί σθεναρή ὅταν ὁ διοικητής τῆς περιοχῆς τή συλλαμβάνει καί τήν ἀνακρίνει. Μπροστά στό βῆμα τοῦ δικαστῆ ἐπαληθεύεται ἀκόμα μία φορά ἡ ὑπόσχεση τοῦ Ἰησοῦ ὅτι οἱ δικοί του θά ἀπολογοῦνται μέ μία δύναμη ἀλλιώτικη, ξένη στά δεδομένα αὐτοῦ του κόσμου. Θά μιλᾶ μέ τό στόμα τους ὁ χορηγός τῆς ζωῆς καί θησαυρός ὅλων τῶν ἀγαθῶν, Ἐκεῖνος πού τούς σφράγισε γιά μία αἰωνιότητα. Ἡ Ἰφιγένεια, πού τό ὄνομά της σημαίνει αὐτήν πού κατάγεται ἀπό ἐκλεκτή γενιά, ἀνήκει στήν ἄριστη γενιά τῶν χριστιανῶν, στά μωρά τοῦ κόσμου αὐτοῦ πού καταισχύνουν τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς. Ἀκόμα κι ὅταν τό παρθενικό κορμί της κατακρεουργεῖται βάναυσα ἀπό τούς ἄγριους δημίους, τά χείλη της μέ θερμουργό ζῆλο διακηρύσσουν τή λατρεία στόν θεῖο Νυμφίο.
 Ὁ ἴδιος ὁ διοικητής προβληματίζεται ἀπό τή δύναμη τῆς τρυφερῆς αὐτῆς ὕπαρξης. Κι ὅταν συγκλονισμένος σκύβει πάνω στό αἱμόφυρτο δεκαπεντάχρονο κορμί πού ξεψυχᾶ, ἀκούει δυνατή τήν ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως πάνω στήν ὁποία θέτει ἡ Ἰφιγένεια αἱμάτινη σφραγίδα μέ τή θυσία της: «Πιστεύω εἰς τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». Μέ ἀγκυροβολημένη τήν ἐλπίδα στήν αἰώνια δόξα τοῦ Θεοῦ παραδίδει τό πνεῦμα της ἡ κόρη τοῦ Πόντου ἀφήνοντας πίσω μετανοημένο τόν Μᾶρκο, τόν διοικητή καί δήμιό της.
 Ὁ ἴδιος θά γνωστοποιήσει στούς γονεῖς τῆς μάρτυρος τό ἡρωικό τέλος τοῦ παιδιοῦ τους, θά γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί θά ἐργαστεῖ ἱεραποστολικά γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου.
 Ἡ ἔνδοξος καί καλλίνικος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰφιγένεια ἡ ἐκ τοῦ Πόντου εἶναι ἀπό τά πρῶτα ἄνθη τῆς παρθενίας πού ἔστειλε ἡ γῆ στόν οὐρανό. «Ἔμεινας βράχος ὄρθιος ἐν τῇ λύσσῃ τῶν κυμάτων τῆς ἀθεΐας καὶ παρέδωκας τὴν ψυχὴν ἀλώβητον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», ἀναφωνοῦμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό στίς 16 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης της. Ἡ ζωή τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰφιγενείας ἀποτελεῖ μία μικρή παράγραφο στήν Ἱστορία αὐτοῦ του κόσμου, ἄγνωστη στούς πολλούς ἀλλά φυλαγμένη στούς οὐρανούς ἀπό τούς ἀγγέλους, ὅπως καθετί πού δέν γράφεται μέ φθαρτό μελάνι ἀλλά μέ τό αἷμα τῆς θυσίας τῶν ἐκλεκτῶν ψυχῶν πού πυρπολοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ αἰώνιου Θεοῦ.

Ἰχνηλάτης

Τετάρτη, 25 Σεπτέμβριος 2024 03:00

Ο ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

3

Στ. Ν. Σάκκου

 Ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὅπως τήν προβάλλουν οἱ Πατέρες καί ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. 
 
Γιά νά μάθουμε ποιός πραγματικά εἶναι ὁ ἅγιος Δημήτριος.


ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ", τηλ. 2310 274518

ἤ στό ἠλεκτρονικό μας βιβλιοπωλεῖο http://books.apolytrosis.gr/el/

Κυριακή, 15 Σεπτέμβριος 2024 03:00

Ὑλικό γιά ἑορτασμό 28ης Ὀκτωβρίου 1940

28-octovriou

Δεῖτε και κατεβάστε ὑλικό γιά τόν ἑορτασμό τῆς ἐπετείου τοῦ ΟΧΙ, ἐδῶ. 

Ἐπιπλέον σχετικά ἄρθρα ἐδῶ.

Κυριακή, 25 Οκτώβριος 2015 03:00

Τό ΟΧΙ τοῦ κλήρου στό ἔπος τοῦ 1940

kliros 1940 Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
 Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί... θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας... Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν...».
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
 Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
 Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
 Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α΄, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του. Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει. Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
 Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα. Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου». Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
  Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων... Ἅπαντες... εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος... Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους... φυλακιζομένους... τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
 Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας! Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις 69 (2015) 255-256

Δευτέρα, 20 Οκτώβριος 2014 03:00

Ἀντιηρωϊκή ἐποχή

paul-melas-p-c Ζοῦμε σέ κατ’ ἐξοχήν ἀντιηρωική ἐποχή. Ὡς ἄνθρωποι πού βιώνουμε ἔκδηλη τήν παρακμή, ἀπόρροια τῆς πνευμα τικῆς κρίσης πού μᾶς ταλανίζει, αἰσθανόμαστε ἔντονη τήν ἀποστροφή πρός κάθε τί πού μᾶς ἐλέγχει γιά τήν κατάντια μας. Οἱ πρῶτοι, πού ἐπιχειρεῖται νά καλυφθοῦν μέ πέπλο λήθης, εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθοῦν οἱ ἥρωες τῆς πατρίδας, ὅπως ὁ θεωρητικά ἀκόμη τιμώμενος Παῦλος Μελάς.
 Γράφηκε ὅτι οἱ λαοί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἥρωες. Αὐτό εἶναι σωστό, πότε ὅμως; Ὅταν ἔχουν λάβει τήν ἀπόφαση νά αὐτοκτονήσουν! Μήπως ἐμεῖς τή λάβαμε; Βέβαια ἀκόμη καί τότε προβάλλονται ἥρωες. Πρόκειται γιά ἀντιήρωες στόν θαυμασμό τῶν ὁποίων οἱ δημαγωγοί τῆς κάθε ἐποχῆς παρακινοῦν τά ἄβουλα πλήθη, τά πρόβατα τά μή ἔχοντα ποιμένα!
 Ἀντιήρωες εἶναι οἱ πολιτικοί, οἱ πεινῶντες καί διψῶντες ὄχι τή δικαιοσύνη, ἀλλά τήν ἐξουσία, γιά τήν ὁποία προδίδουν ἀκόμη καί τήν πατρίδα τους καί τόν λαό της. Καθημερινά ἐκδηλώνουν τήν ἀκραία περιφρόνησή τους πρός τήν παράδοση τοῦ λαοῦ καί τούς ἥρωες πού αὐτός γέννησε. Αἰσθάνονται πλέον ἔκδηλη τήν ἀπέχθειά τους γιά κάθε τί πού θυμίζει πατρίδα. Ἔπεισαν τόν λαό μας νά μήν ἁπλώνει τή σημαία μας στόν ἐξώστη κατά τίς ἐθνικές ἐπετείους. Ἔτσι αὐτήν τήν κρατοῦν ἀκόμη οἱ φίλαθλοι τῶν ἐθνικῶν ὁμάδων μας καί οἱ ὀπαδοί τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ! Θαυμάσια ἐπιτυχία: Γιά τούς «προοδευτικούς» συνειρμικά ἡ γαλανόλευκη, τό σύμβολο τῆς ἐλευθερίας, τῆς βγαλμένης ἀπ’ τά κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἀνελευθερία!
 Ἀντιήρωες εἶναι τά πάσης φύσεως ἀπό ἠθικῆς ἀπόψεως μηδενικά, τά ὁποῖα ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι προικίστηκαν μέ κάποιο τάλαντο ὑποκριτικό, φωνητικό ἤ ἄλλο! Ἀντιηρωισμός τους ὁ ἀνταγωνισμός σέ χυδαιότητα καί ἐξευτελισμό τῶν ἰδανικῶν. Πρόσφατα σέ σχο λική ἐκδρομή μαθητῶν Λυκείου συνοδεύουσα αὐτούς καθηγήτρια εἶχε τό θάρρος, διότι περί θάρρους πλέον πρόκειται, νά φέρει μαζί της δίσκο μέ πατριωτικά τραγούδια. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά καί τό «Θά πάρω μίαν ἀνηφοριά» τοῦ ἐθνομάρτυρα Εὐαγόρα Παλικαρίδη. Ἐρωτήθηκαν οἱ μαθητές ποιός εἶχε γράψει τούς στίχους καί εἶχε συνθέσει τή μουσική. Ἀγνοοῦσαν ὅλοι ὄχι μόνον αὐτά ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν συνομήλικό τους σχεδόν Εὐαγόρα! Γνώριζαν ὅμως τόν καλλιτέχνη πού τό τραγουδοῦσε! Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῶν ἀποδομητῶν τοῦ ἔθνους μας: Ἔχουν στρέψει τήν προσοχή τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων πρός λατρεία ἰνδαλμάτων, τά ὁποία εἰδωλοποιοῦνται ἀπό τό σύστημα καί στή συνέχεια καλοῦνται τά ἄγουρα νειάτα νά προσφέρουν σ’ αὐτά θυσίες. Πλήρης ἡ ἀναλογία πρός τόν ξεπεσμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή λατρεία τοῦ Θεοῦ στήν ἄλλη τῶν ξοάνων!
 Ἀντιήρωες ἐσχάτης ὑποστάθμης εἶναι οἱ γελοῖοι πρωταγωνιστές στίς περιπέτειες κινουμένων σχεδίων, τή σαβούρα τῶν ὁποίων καταβρόχθισαν μία δύο γενιές, καί οἱ ἄλλοι τῶν ἠλεκτρονικῶν παιχνιδιῶν, μέ τούς ὁποίους ταυτίζονται μανικῶς οἱ μικροί καί ἄκρως ἐθισμένοι «παῖκτες», οἱ ὁποῖοι βιώνουν τήν εἰκονική πραγματικότητα. Καί ὅλη αὐτή ἡ ἀθλιότητα οὐδένα κοινοβουλευτικό ἄνδρα φαίνεται νά ἀνησυχεῖ!   Ἡ δημοκρατία κοιμᾶται μέ τήν ἀκραία βεβαιότητα τοῦ ἀκαταβλήτου της.
Ξεχασμένος πλέον ἥρωας ὑπῆρξε ὁ Παῦλος Μελάς, παιδί πολύτεκνης οἰκογένειας (6 παιδιά) τοῦ ἐμπόρου Μιχαήλ ἀπό τήν κακοτράχαλη Ἤπειρο τῶν εὐεργετῶν. Τό ἡρωικό του φρόνημα ὁ Παῦλος τό ἔδειξε ἀπό μικρή ἡλικία. Ὑπερασπιστής τῶν ἀδυνάτων στό σχολεῖο, φροντιστής τῶν ἀπόρων τῆς γειτονιᾶς του, συνοδός στούς χορούς τῶν ἀσχημοκόριτσων ὁ πανέμορφος! Καί ἀπό ἐθνικό φρόνημα! Νά πῶς μεταφέρει λόγια τοῦ Παύλου ἡ γυναίκα του ἡ Ναταλία Δραγούμη, κόρη τοῦ Στεφάνου καί ἀδελφή του Ἴωνα:
 «Περίεργο, πάντα εἶναι λιακάδα στίς   25 Μαρτίου… Ὁ κόσμος στό δρόμο πηγαίνει πρός μία διεύθυνση. Σάλπιγγες σέ διάφορα μέρη τῆς πόλεως. Μαύρ’ εἶν’ ἡ νύχτα στά βουνά. Φῶς παντοῦ γαλανόξανθο. Στό Πανεπιστήμιο ἀπ’ ἔξω ὁ Ρήγας, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος δαφνοστεφανωμένοι… Χτυπᾶτε πολέμαρχοι. Δέν ξέρεις γιατί, ἀπό χαρά καί ἀπό ὑπερηφάνεια σοῦ ἔρχεται νά κλάψης. Καί ὅταν περνᾶ ἡ σημαία τῆς φρουρᾶς, γελιέσαι καί κάνεις, ἀντί νά χαιρετίσης, τόν σταυρό σου, ὅπως στήν ἐκκλησία».
 Σέ ἐπιστολή πρός τούς γονεῖς του μετά τήν ὁρκωμοσία (1891) ἐξομολογεῖται: «Δέν δύνασθε νά φαταστεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησεν ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι, τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι ὠρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλο μένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω».
Καί τά ἐξετέλεσε στό ἀκέραιο. Πρωταγωνίστησε στή συγκρότηση ἀνταρτικῶν σωμάτων, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του (1896) καί ἔλαβε μέρος στόν πόλεμο τῆς ντροπῆς τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων (1897). Στήν οἰκογένεια τοῦ Παύλου ἡ ἀναστάτωση στοίχισε τήν ἀπώλεια τῆς οἰκίας τους! Ἄλλοι ἀσφαλῶς κέρδισαν. Ἡ κριτική τοῦ κατά τῆς σαπίλας τῆς ἄρχουσας τάξης σκληρή. Γι’ αὐτό καί ὑπέστη τήν τιμωρία: Στάσιμος (ἀνθυπίλαρχος) ὥς τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ (1904). Δέν τόν στενοχωροῦσε αὐτό. Ἡ μικρότητα τῶν ἄλλων, πού ἤθελαν νά εἶναι ἀρεστοί στούς κρατοῦντες σέ βάρος τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος, τόν πλήγωνε κατάκαρδα.
 Ὁ Παῦλος, ἄν καί ἔλαβε γυναίκα, μέ τήν ὁποία συμφωνοῦσε βαθύτατα, καί εἶχαν ἀποκτήσει δύο παιδιά, ζοῦσε μέ τό ὄνειρο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Μακεδονίας, πατρίδας τῶν προγόνων τῆς Ναταλίας. Τρεῖς εἰσόδους ἔκανε στήν ὑπόδουλη ἑλληνική γῆ, τίς δύο κάνοντας χρήση τῆς κανονικῆς του ἄδειας! Κατά τήν τρίτη παρέδωσε τό πνεῦμα του ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας της. Κλείνουμε μέ ἀ πόσπασμα ἐπιστολῆς του πρός τή Ναταλία, πού ἔγραψε μέ τήν εἴσοδό του στό ὀθωμανικό ἔδαφος: «Νάτα μου. Χθές, ὅταν τελείωσα τό γράμμα μου, ἐπῆγα εἰς τήν ἐκκλησία (σ.σ. τῆς μονῆς Μερίτσας Καλαμπάκας). Ἀκούσαμεν τόν ἑσπερινόν πρῶτα καί κατόπιν μᾶς μετέλαβεν ὁ γέρων χωρικός ἱερεύς τῆς μονῆς. Οὐδέποτε μέ τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρός Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χάριν ἡμῶν καί τῆς θείας Θρησκείας Του ὑπέστη τό μαρτύριον. Τό μέγεθος τῆς θυσίας Του, τό μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Του μ’ ἔκαμναν νά αἰσθάνω μαι πόσον μικροί καί πόσον μακράν Αὐτοῦ εὑρισκόμεθα, ἀλλά καί συγχρόνως μέ ἐνεθάρρυναν. Πάντοτε Τόν ἐλάτρευα διά τήν θρησκείαν Του καί τόν ἐθαύμαζα διά τήν θυσίαν Του. Ἐλπίζω νά  μᾶς βοηθήση. Αἰσθάνομαι τώρα ἰσχυρός, γενναῖος καί καλύτερος, ἕτοιμος δέ νά κάμω τά πάντα».
Ἐννοοοῦμε τί εἴδους εἶναι ἡ κρίση πού βιώνουμε;

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Τρίτη, 12 Οκτώβριος 2021 03:00

Γερμανός Καραβαγγέλης


                            Ὁ βιγλάτορας Μητροπολίτης
Γερμανός  Καραβαγγέλης  (1866-1935)

Εἶναι κάποιες φυσιογνωμίες πού θαρρεῖς, ὅσο κυλοῦν τά χρόνια, πιότερο ἀκτινοβολοῦν.   Ὁ μήνας Ὀκτώβριος μᾶς προκαλεῖ νά σταθοῦμε μπροστά στόν ἀκατάβλητο Μητροπολίτη Καστοριᾶς καί φοβερό ἡγέτη τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, τόν Γερμανό Καραβαγγέλη.
Πατρίδα του ἡ Στύψη τῆς Λέσβου. Πλούσια τά πνευματικά του χαρίσματα. Πολυτάλαντη  προσωπικότητα, ἀριστοῦχος θεολόγος καί περίφημος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τῆς Χάλκης, μέ διδακτορικές σπουδές στή Λειψία τῆς Γερμανίας. Στυλιανός τό κοσμικό του ὄνομα. Εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ κλήρου μέ τ' ὄνομα Γερμανός, πρός τιμή τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τῆς Χάλκης Πατριάρχη Γερμανοῦ τοῦ Α΄. Γίνεται Μητροπολίτης, τό 1900, σέ μιά πολύ εὐαίσθητη ἐθνικά περιοχή, στήν Καστοριά. Άφήνει γιά πάντα τήν ἥσυχη ζωή του, τήν  ἀγαπημένη του μελέτη κι ἐντρύφηση τῶν γραμμάτων καί ρίχνεται κυριολεκτικά σέ περιπέτειες καί κινδύνους. Τό εὔστροφο μυαλό του καί τά σπάνια προσόντα του θέτει ὁλοκληρωτικά στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δύστυχης πατρίδας.
 Ἡ ἐπαρχία τῆς Καστοριᾶς βρίσκεται στό στόχαστρο τῶν βουλγάρων  κομιτατζήδων. Βάφουν τήν περιοχή κυριολεκτικά στό αἷμα μέ βιαιοπραγίες, θηριωδίες, ληστεῖες, σκοτωμούς. Πόσοι πληθυσμοί ἀδικοσκοτώνονται, γιατί δέν θέλουν νά προσχωρήσουν στήν βουλγαρική Ἐξαρχία! Διαβλέπει ὁ μητροπολίτης πώς ἡ Καστοριά κι ὅλη ἡ Μακεδονία κινδυνεύει νά ἐκβουλγαριστεῖ. Ἐπινοεῖ λοιπόν ἕνα πολύ ἰσχυρό μέσο ἀντίστασης, πού θά χτυπήσει κατάστηθα τόν δολερό ἐχθρό, τήν ὀργάνωση ἀνταρτικῶν σωμάτων. Τοῦτοι οἱ Μακεδονομάχοι ἤ "γραικομάνοι" -παθιασμένοι Ἕλληνες-, ὅπως τούς ἀποκαλοῦν οἱ κομιτατζῆδες, πολεμοῦν σκληρά νά σώσουν τήν Μακεδονία ἀπό τόν ἐκβουλγαρισμό. Κοντά τους κι ὁ ριψοκίνδυνος Μητροπολίτης. Περιοδεύει πόλεις καί χωριά, ἐμπνέει θάρρος, δίνει ἐλπίδα. Πόσοι  δέν θά εἶχαν ἀποσκιρτήσει ἀπό τίς πατριαρχικές ἐκκλησίες καί θά εἶχαν προσχωρήσει στίς ἐξαρχικές, ἄν δέν τούς σταματοῦσε τό προστατευτικό του χέρι!
Ὁ ἀνύσταχτος ποιμένας ἐπεκτείνει τήν δραστηριότητά του. Μέ τό ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου ἔχει μυστικές ἐπικοινωνίες μέ ἐξέχουσες προσωπικότητες, μέ τόν πρόξενο τῆς Θεσ/νίκης Λάμπρο Κορομηλᾶ, μέ τόν ὑποπρόξενο τῆς γραμμῆς Μοναστηρίου Ἴωνα Δραγούμη, ἀλλά κυρίως μέ τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα, τόν Παῦλο Μελᾶ. Κι ὅταν τό βόλι πέφτει θανατηφόρο πάνω στό παλληκάρι, τόν κλαίει γοερά. Γράφει χαρακτηριστικά στόν Ἴωνα Δραγούμη : «Τά χρέη τῶν συγγενῶν τοῦ ἀειμνήστου Ἐθνομάρτυρα εἶχον τό ἀτύχημα νά ἐκτελέσω ἐγώ. Τόν θρήνησα καί τόν θρηνῶ...

                                                                       Ἀπαρηγόρητος
                                                                            Κώστας Γεωργίου»

 germanos-karabaggelis2 Οἱ Βούλγαροι δέν μποροῦν ν' ἀναμετρηθοῦν μέ τόν λεβέντη αὐτόν ρασοφόρο, πού στέκεται ἐμπόδιο στήν ὑλοποίηση τῶν σχεδίων τους. Ὀργανώνουν σχέδια ἐξόντωσής του.     Σκοτώνουν κατά λάθος τόν φιλήσυχο Μητροπολίτη Κορυτσᾶς Φώτιο, νομίζοντας πώς ἦταν ὁ Καραβαγγέλης. Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄, παρόλη τήν ἐκτίμηση πού τρέφει στό πρόσωπο τοῦ ἀγωνιστῆ Ἱεράρχου, πιέζεται ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν νευραλγική θέση τῆς Καστοριᾶς.  Ἀναγκάζεται λοιπόν νά τόν καλέσει στήν Κων/λη καί νά τοῦ ἀναθέσει καθήκοντα Συνοδικοῦ. Κρατώντας στήν παλάμη του λίγο χῶμα ἀπό τήν φίλτατη μακεδονική γῆ, φεύγει πιά ἀπό τόν τόπο τῆς διακονίας του βαθιά πονεμένος, στά τέλη τοῦ 1907. Ὁ ἴδιος θά πεῖ χαρακτηριστικά : «Ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπό τήν Καστοριά θεωρήθηκε σάν ἕνα τραῦμα στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, μά ὁ Ἀγώνας βρισκόταν πιά σχεδόν στό τέλος του». Πραγματικά, ἔσπειρε, πότισε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς. Μά, ὅταν τό ποίμνιό του θά δρέπει τούς καρπούς τῶν ἀγώνων του καί θά γιορτάζει θριαμβευτικά τά νικητήρια τῆς ἀπελευθέρωσής του, αὐτός δέν θά 'ναι ἀνάμεσά τους, θά βρίσκεται πολύ μακριά.
  Μιά ἄλλη ἔπαλξη τόν περιμένει. Ἀνακηρύσσεται Μητροπολίτης Ἀμάσειας μέ ἕδρα τήν Σαμψοῦντα. Δεκατέσσερα χρόνια "ὁ Ἀκρίτας τοῦ Πόντου" προσφέρει ἄοκνα τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του σ' αὐτό τό βασανισμένο κομμάτι τοῦ  ἑλληνισμοῦ. Σάν ἄλλος Πατρο-Κοσμᾶς ρίχνει τό βάρος στήν παιδεία, χτίζοντας 115 καινούργια σχολεῖα καί σχολές. Καλλωπίζει τή γῆ τοῦ Πόντου μέ νέους ναούς. Ἑτοιμάζει φιλανθρωπικά ἱδρύματα γιά τίς ἀσθενεῖς τάξεις. Προπάντων, μέ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νά προστατέψει τούς ἑλληνικούς πληθυσμούς ἀπό τόν ἐπιχειρούμενο ἔντεχνα ἐκτουρκισμό του. Συντρίβεται, καθώς βλέπει, τό καλοκαίρι τοῦ 1914, τήν δραματική ἐπιστράτευση τῶν νέων, ἀπό 20 ἕως 45 ἐτῶν, στά θρυλικά "τάγματα ἐργασίας". Πρόκειται γιά ἕνα ὕπουλο σχέδιο ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνισμοῦ τοῦ Πόντου, πού ἔχει μείνει στήν ἱστορία ὡς "λευκή σφαγή". Οἱ Τοῦρκοι ἐπιστρατεύουν νέους μέ τό πρόσχημα νά πάρουν μέρος σέ κατασκευαστικά ἔργα, ἀλλά στήν πραγματικότητα θέλουν μέσα ἀπό τίς κακουχίες, τήν πείνα, τήν ἐξάντληση νά ἀργοσβήσουν καί νά ξεψυχήσουν ἐκεῖ, στά βάθη τῆς Ἀνατολῆς.
  Παρόλες τίς κακουχίες, τίς σφαγές, τίς βεβηλώσεις, τούς ἐξισλαμισμούς καί τά παιδομαζώματα, προσπαθεῖ νά σταματήσει τό κακό ὅπου ἦταν δυνατόν. Ἀναρίθμητα Ἀρμενόπουλα τόν εὐγνωμονοῦν, γιατί τά σώζει ἀπό τόν θάνατο  κατά τήν μεγάλη σφαγή τῆς Ἀρμενικῆς γενοκτονίας, τό 1915. Τήν ἑπόμενη χρονιά διασώζει τήν Άμισό τοῦ Πόντου ἀπό βέβαιη καταστροφή. Γενικά, σ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ Α΄Παγκοσμίου πολέμου, σ' ἐκεῖνον τόν ἀπηνῆ κατατρεγμό τῶν Ποντίων ἀπό τούς Νεότουρκους, πρωτοστατεῖ, ὅπως ἄλλοτε στή Μακεδονία, στήν ὀργάνωση ἀνταρτικῶν σωμάτων. Βαστᾶ γερά ἡ ἄμυνα καί σώζονται χιλιάδες ἀνθρώπινες ζωές ἀπό τίς τουρκικές θηριωδίες.
  Ὁ Κεμάλ στοχεύει νά τόν ἐξοντώσει. Ξέρει πολύ καλά πώς ἡ ἀντάρτικη ἄμυνα τοῦ Πόντου εἶναι, ὅπως εἶχε διακηρύξει, "ὄργανο τοῦ Καραβαγγέλη". Ἀμέσως τό Πατριαρχεῖο, προκειμένου νά τόν φυλάξει ἀπό τίς φονικές διαθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, τόν διορίζει Μητροπολίτη Ἰωαννίνων. Τό καταπληκτικό εἶναι πώς ὅπου πήγαινε ριχνόταν μέ πάθος στή δουλειά. Μέσα σ' ἕνα μόνο χρόνο ἀλλάζει τήν φυσιογνωμία τῆς νέας του μητρόπολης. Ἱδρύει ἱερατική σχολή, σχολεῖα, ταπητουργεῖα. Δημιουργοῦνται θέσεις ἐργασίας καί ἀναχαιτίζεται τό μεταναστευτικό ρεῦμα.
Κι αὐτόν τόν ἀσυναγώνιστο ἄνθρωπο, πού μέ τήν θυσιαστική του ἀγάπη ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἑλληνισμό, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἀδικαιολόγητα, τό 1924, τόν διορίζουν Μητροπολίτη Οὐγγαρίας, σέ μιά χώρα ὅπου ζοῦν ἑπτά μόνον ἑλληνικές οἰκογένειες! Διαμαρτύρεται ἔντονα γιά τήν κατάφωρη αὐτή ἀδικία πού συντελεῖται εἰς βάρος του. Τελικά, τό Πατριαρχεῖο τόν ἐκλέγει Ἔξαρχο Κεντρώας Εὐρώπης στήν μητρόπολη Αὐστρίας. Ζῆ φτωχικά σ' ἕνα προάστειο τῆς Βιέννης. Τά κατάπικρα συναισθήματά του σημειώνει στά ἀπομνημονεύματά του: «...σήμερα κατάντησα νά περιφέρομαι σχεδόν ἄνεργος σ' ἐρείπια, ἐξόριστος ἀπ' τήν Καστοριά, ἀπ' τήν Ἀμάσεια, ἀπ' τήν Κων/λη, ἀφοῦ γλίτωσα πολλές φορές τόν μαρτυρικό θάνατο στήν Τουρκία, καί τελικά ἐξόριστος κι ἀπ' τήν Ἑλλάδα...».
  Αὐτός ὁ μεγαλεπήβολος Ἱεράρχης ξαφνικά περιθωριοποιημένος, ἐντελῶς ξεχασμένος. Ὁ θάνατος τόν βρίσκει στή Βιέννη, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1935. Στήν διαθήκη του σημειώνει τίς στερνές του ἐπιθυμίες: «Ἡ κηδεία μου θά γίνει στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μέ ἕνα μόνον ἱερέα, χωρίς διάκονο. Δέν δέχομαι στήν κηδεία μου οὔτε ἀντιπρόσωπο τοῦ κράτους, οὔτε τῆς ἐκκλησίας, ἐάν τυχόν ἤθελαν ἀναμνησθῆ μετά θανάτου τάς ἐθνικάς μου ὑπηρεσίας. Δέν χρεωστῶ εἰς κανένα οὐδέ ὀβολόν, εἰς τό Ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατόν ὡς Ἱεράρχης τοῦ '21...». Τόν θάβουν στά κοιμητήρια τῆς Βιέννης. Εἰκοσιτέσσερα χρόνια ἀργότερα γίνεται ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Μεταφέρονται τά ὀστᾶ του ἀπό τήν Αὐστρία στήν Ἑλλάδα καί τοποθετοῦνται σέ κρύπτη κάτω ἀπό τόν ἀνδριάντα του στήν Καστοριά.  
  Βιγλάτορα Ἐπίσκοπε, πού ἅπλωσες τίς φτεροῦγες σου σ' Ἀνατολή καί Δύση, συγχώρεσε τίς μικρότητες καί μικροψυχίες μας ἀπό τίς ὁποῖες πάσχει καί σήμερα τό Γένος μας. Ἀπό τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ πού ἀπολαμβάνεις, πρέσβευε, Πατέρα μας, γιά τήν δύσμοιρη πατρίδα μας νά ἀλλάξει ρότα καί νά βρεῖ τόν δρόμο τῆς τιμῆς καί τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν.

Ἑλληνίς

ΜελάςὉμιλίες, κείμενα, θέατρα, ποιἠματα, παρουσιάσεις, φωτογραφικό ὑλικό, τραγούδια σχετικά μέ τόν Μακεδονικό Ἀγώνα, δεῖτε ἐδῶ.

sotiropoulos 1 Μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο τοῦ ἀγωνιστοῦ θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου μεταφέρουμε τόν ἐπικήδειο λόγο πού ἐξεφώνησε στήν ἐξόδιο ἀκολουθία του ὁ ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκης:


1. Ἂν ἀφωρισμένος, κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ μάλιστα τὴν ἀποστολικὴ γλῶσσα, εἶναι ὁ διαλεγμένος, ὁ ξεχωριστὸς γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἐκλεκτὸς διδάχος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ εἰδικὰἐπεσταλμένος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἂν αὐτὸς εἶναι ἀφωρισμένος, τότε ὁ ἀδελφός μας Νικόλαος Σωτηρόπουλος ἦταν ὄντως ἀφωρισμένος· ἀπὸ τὸν οὐρανὸ βέβαια, ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βέβαια, ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπους.
  Ἦταν ὁ κλητὸς ἀπόστολος καί ἐκλεκτὸς ἱεραπόστολος.
  Ἦταν ὁ «ἀφωρισμένος ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ» (Γάλ. α' 15), σὰν τὸν Παῦλο τὸν ἀπόστολο. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του Πολυτίμης, ἦταν ὁ πολύτιμος δοῦλος τοῦ Κυρίου μας ἸησοῦΧριστοῦ.
  Ἦταν ὁ διαλεγμένος ἀπὸ τὸν Χριστό, ὄχι μόνο διότι πρὸ καταβολῆς κόσμου ἦταν σχεδιασμένο νὰ γίνη θεολόγος καὶ κήρυκας θερμός, ἄλλα καὶ διότι ὁ ἴδιος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔκανε τὴ μεγάλη τοῦ ἐκλογή. Ἡ καρδιά του καὶ ἡ φωτισμένη του διάνοια ψήφισε“παιδιόθεν” Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα».
  Ἦταν ὁ ἀφωρισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μαζὶ μὲ ἄλλους τότε συνηλικιῶτες του, καὶ ἀπεστάλη, ὅπως ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας (Πράξ. ιγ' 2) στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.
2. Ἂν ἀπόστολος καὶ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ καλὸς μαθητής, ποὺ στὴ συνέχεια γίνεται διδάσκαλος, τότε ὁ ἀδελφὸς Νικόλαος ἦταν ἀληθινὰ ἀπόστολος Κυρίου. Καὶ κατὰ κόσμον μαθητὴς ἄριστος σὲ ὅλα τὰ γνωστικά ἐπίπεδα, ἄλλα καὶ κατὰ Χριστὸν μαθητὴς γνήσιος καὶ ἐπιμελής του μεγάλου δασκάλου τῆς κηρυκτικῆς καὶ ἱερποστολικῆς τέχνης, τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτου.
Καθίσαμε μαζὶ παρὰ τοὺς πόδας ἐκείνου. Μὰ ὁ Νικόλαος ξεχώριζε. Μαθητὴς τοῦ π. Αὐγουστίνου, μιμητὴς τῆς καθαρῆς ζωῆς του, ἀκροατὴς τῶν μύχιων σκέψεών του, ὑπογραφέας τῶν συγγραμμάτων του, ἀκόλουθος στὰ μαχητικά του  ἴχνη.
3. Ἂν ἀπόστολος εἶναι ὅποιος κοπιάζει ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιά τὴ διαφύλαξι «τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας», κατὰ τὸν Παῦλο, τότε ὁ Νικόλαος ὑπῆρξε προσεκτικὸς ἀπόστολος Χριστοῦ.
 Κοπίασες, ἀγαπητὲ Νικόλαε, γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο (Φιλιπ. β' 22), τώρα ἀναπαύεσαι ἐκ τῶν κόπων σου.
 Ἀγάπησες τὸ τρέξιμο γιά τὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας· τώρα παίρνεις τὸν ξεχωριστὸ μισθὸ ἐκείνων, ποὺ εἶναι «κοπιῶντες ἐν λόγῳ» (Α' Τιμ. ε' 17).
 Ἐβάστασες τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων, υἱῶν τε Ἰσραὴλ» (Πράξ. θ' 15) πάνω ἀπὸ πενήντα χρόνια, μέχρι ποὺτὸ σῶμα σου κάμφθηκε καὶ δὲν μποροῦσαν τὰ πόδια σου νὰ τὸ βαστάσουν. Μὰ τώρα βαστάζεις τὸ «βάρος τῆς δόξης» τῆς ἐν οὐρανοῖς.
  Ἀγωνίστηκες, μὲ τὴν ἰδιαίτερη θεολογική σου εὐαισθησία, ἐναντίον τῶν διαστρεβλωτῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἤσουν ὁ μοναδικὸς νὰ βρίσκης τὰ χωρία, «ἅτινά ἐστι δυσνόητα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν, ὡς καὶ τὰς λοιπὰς Γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β' Πέτρ. γ' 16). Ξεκαθάριζες τὸ νόημα τῶν δύσκολων χωρίων, ἰδίως στοὺς τέσσερις ὀγκώδεις τόμους σου «Ἑρμηνεία δυκόλων χωρίων». Ἀπεδείκνυες λάμπουσα τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, κατακεραυνώνοντας ἀσεβεῖς, αἱρετικούς, ἄθεους καὶ ἀμοραλιστές.
4.  Ἂν ἀπόστολος εἶναι ὅποιος δίνει ζωντανὴ τὴ μαρτυρία του ὡς δυνατὴ ὁμολογία «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», τότε ὁ Νικόλαος ἦταν πραγματικὸς ἀπόστολος. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦλθεν «ἵνα μαρτυρήση». Καὶ κάθε πιστός, ἰδίᾳ θεολόγος, ὀφείλει νὰ δίνη τὴ μαρτυρία του.
 Μὰ ἂν γιά τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ εἰδικὴ καὶ ἔκτακτη καὶ ἔντονη μαρτυρία, ἔτσι καὶ γιά σένα, ἀγαπητὲ Νικόλαε.
 Ἡ λαχτάρα τῆς ἐποχῆς τοῦ Προδρόμου ἦταν ὁ Μεσσίας, ὁ ἀναμενόμενος. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ τὸν δείξη, νὰ τὸν φανερώση:
 —Ίδε ὁ ἀμνὸς τὸν Θεοϋ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τὸν κόσμου.
 Ἡ ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς μας, ἡ κατ’ ἐξοχήν, ἡ πρώτη ἀνάγκη, εἶναι νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ σὺ ἔδωσες τὴ μεγάλη Χριστολογικὴ μαρτυρία. Ἔδειξες καὶ ἀπέδειξες, ὅτὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ.
 —Ἴδε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Γιαχβέ!
  Tὸ ὁμώνυμο σύγγραμμά σου θὰ παραμείνη ἀπαράμιλλο στολίδι στὴ θεολογικὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
5. Ἂν ἀπόστολος εἶναι «ὁ προφητεύων», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Παύλου, ὁ βλέπων καὶ κηρύττων, αὐτὸς ποὺ ὅσα ἐσωτερικὰ βλέπει καὶ πιστεύει τὰ μεταλαμπαδεύει καὶ σὲ ἄλλους, τότε ὁ Νικόλαος ὑπῆρξε ὁ φωτισμένος μετασχηματιστὴς τῆς Ἀλήθειας, τῆς ἀτόφιας, τῆς ἀνυπόκριτης, τῆς ἀνεπιτήδευτης Ἀλήθειας.
 -Μικρὴ ἡ σωματική σου ὅρασις, ἀγαπητέ μας φίλε καὶ ἀδελφέ. 'Ἀπὸ μικρὸς μὲ ἕνα μάτι ἔβλεπες, κι αὐτὸ ἀσθενικό. Μικρὴ ἡ ὅρασίς σου ἡ σωματική. Μὰ αὐτὸ δὲν σὲ ἐμπόδισε νὰ ἐντρυφᾶς στὴ Γραφὴ καὶ νὰ τὴν γνωρίζης ὅλὴ ἀπὸ στήθους.
 -Μικρὴ ἡ ὅρασίς σου, ἀλλὰ αὐξημένη ἡ ὅρασις τῆς πίστεως. Μ' αὐτὴ τὴν ὅρασι, πάντοτε ἐνισχυμένη μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔβλεπες δυὸ ὑπερθεάματα: Τὰ μεγαλεῖα της φύσεως καὶ τὸ ἐκμαγεῖο τῆς Γραφῆς. Ἡ πρώτη ὅρασίς σου, αὐτὴ τῆς φύσεως, σὲ ἀνέδειξε σπουδαῖο ἀπολογητή, ἐφάμιλλο ἑνὸς Τρεμπέλα. Ἡ ἄλληὅρασίς σου, ἐκείνη τῆς Γραφῆς σὲ ἀνέδειξε προσεκτικὸ καὶ ἀναλυτικὸ ἑρμηνευτή.
 Γιὰ τὸν ἆθλο σου νὰ μεταφράσης ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ νὰ ὑπομνηματίσης τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὸ κατὰ Ἰωάννην καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἡ θεολογοῦσα Ἐκκλησία καὶ ἡ ποιμαίνουσα καὶ ποιμαινομένη Ἐκκλησία ὑποκλίνεται στὸ σκήνωμα τοῦ ἁγνοῦσωματός σου.
 -Μικρὴ ἡ ὅρασί σου ἡ σωματική. Μὰ ἡ συνεχὴς αὐξάνουσα ὁρατότητα τῆς ψυχῆς σου, ἔφθασε ἀπὸ χθὲς στὸ ζενίθ. Βλέπεις δσὰ «εἶδε καὶ ἄκουσε» ὁ ἀγαπημένος σου Παῦλος (Β' Κόρ. ιβ' 4). Βλέπειςὅσα πρὶν καὶ «ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσαν παρακῦψαι» (Α' Πέτρ. α' 12). Βλέπεις τὸ ὑπερθέαμα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, «ἃ ὀφθλαμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν»(Α' Κόρ. β' 9).
6. Ἀγαπητέ μας φίλε καὶ ἀδελφέ, ἀγαπητὲ Νικόλαε, ὁμογάλακτε μεγαλύτερε ἀδελφέ, ἡ ἐξουσία τῆς γῆς θέλησε νὰ μὴν παρίστανται σὲ τοῦτο τὸν ἱερὸ χῶρο, χορὸς ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων, λευκοντυμένων, γύρω ἀπὸ τὸ ἀκηλίδωτο σκήνωμά σου. Καὶ τί μὲ τοῦτο;
  Δορυφορεῖται τούτη τὴν ὥρα ἡ ὡραία σου θεολογικὴ ψυχὴ ἀπὸ σμῆνος ἀγγέλων.
  Σπεύδουν ἀπὸ τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο πρεσβύτεροι, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι, ντυμένοι στὰ λευκά, νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ δάσκαλο τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς σὲ ἄκουσαν στὴ γῆ, ὠφελήθηκαν, σώθηκαν.
  Καὶ τώρα Ἐκκλησία τῆς γῆς καὶ Ἐκκλησία τῶν οὐρανῶν σοῦπροσφέρουν τὸ ἀντίδωρο γιὰ τὸ μεγάλο σου Δῶρο, γιὰ τὸ θερμό σου κήρυγμα, ποὺ προσέφερες γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
 Προσέφερες λόγο οὐράνιο. Τώρα ἀπολαμβάνεις δόξα οὐράνια.

 Ἀδελφέ, καλὴ ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα.

Παρασκευή, 29 Αύγουστος 2014 03:00

ΟΜΙΛΙΑ 1

   Η Μνήμη του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, που σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904 μας υποχρεώνει να θυμηθούμε την προσφορά και τον αγώνα όλων εκείνων που θυσιάστηκαν για να χαρίσουν σε μας ελεύθερη τη Μακεδονία.
   Όταν λέμε Μακεδονικό Αγώνα εννοούμε το διμέτωπο αγώνα που έκαναν οι Έλληνες (1904-1908) εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Τούρκων κατά- κτητών. Σκοπός αυτού του αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η ένωσή της με την ελεύθερη τότε Ελλάδα. Ήταν η συνέχεια της εθνικής επανάστασης του 1821.
   Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους κατέληξε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε αγώνα κατά των Βουλγάρων, που θέλησαν να επικρατήσουν στον τόπο μας αρχικά με προπαγάνδα και προσηλυτισμό κι αργότερα με τη βία.
   Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι ελληνική κυβέρνηση απασχολημένη με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα είχε εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Δίσταζε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση που θα προκαλούσε την Τουρκία και θα κλόνιζε τη συνθήκη που είχε υπογραφεί. Έτσι από το 1901 ως το 1903 το πεδίο ήταν ελεύθερο για τη δράση των Βουλγάρων, οι οποίοι διατύπωσαν την περίεργη θεωρία ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν σε καμία ελληνική φυλή, και ότι η Μακεδονία ήταν δική τους. Προβαίνουν λοιπόν σε δυναμικές ενέργειες που αποβλέπουν στην κατάληψη του Ελληνικότατου Μακεδονικού χώρου. Με μια οργανωμένη προπαγάνδα ανέλαβαν στην αρχή ειρηνική εκστρατεία προσηλυτισμού των κατοίκων της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή στην ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία.
   Όταν όμως διαπίστωσαν με αγανάκτηση ότι οι Μακεδόνες ήταν αδύνατο να αρνηθούν την πατρίδα τους, να ξεκοπούν από τις ρίζες τους, από την πίστη των πατέρων τους, όταν κατάλαβαν καλά ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν οποιοδήποτε λαό, τότε αλλάζουν τακτική.  Αναπτύσσουν εξοντωτική δράση που στρέφεται εναντίον όλων κυρίως όμως εναντίον ιερέων γιατρών και  δασκάλων. Σκοπός τους να τρομοκρατήσουν, να εξοντώσουν, να αφανίσουν κάθε δυναμικό ελληνικό στοιχείο. Αδυνατεί πράγματι η γλώσσα προκειμένου να αναφέρει τους φόνους, τις ληστείες, τα βασανιστήρια, τις κατακρεουργήσεις, τους εμπρησμούς των εκκλησιών και των σχολείων, που έκαναν τα στίφη των άγριων κομιτατζήδων Βουλγάρων.
   Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, άρχισαν μερικοί ντόπιοι ν’ αντιδρούν και να ζητούν ενισχύσεις από την ελεύθερη Ελλάδα. Την εποχή αυτή συμβάλλει τα μέγιστα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στέλνει σε καίριες θέσεις, μορφωμένους, αποφασιστικούς και γενναίους ιεράρχες για να σταθμίσουν την κατάσταση και να συμπαρασταθούν αναλόγως στον αγωνιζόμενο και ταλαιπωρημένο Μακεδονικό λαό. Τέτοιοι ήταν ο γενναίος μητροπολίτης Καστοριάς   Γερμανός Καραβαγγέλης, του οποίου η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα είναι ανυπολόγιστη και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης μητροπολίτης Δράμας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη συμφορά του 1922.
   Γεγονός με ξεχωριστή σημασία είναι η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη στο Προξενείο Μοναστηρίου, στο τέλος του 1902. Εθναπόστολος ο Δραγούμης, από επιφανή οικογένεια Μακεδονικής καταγωγής με το σύνθημα «αν σώσουμε την Μακεδονία η Μακεδονία θα μας σώσει», συνεργάστηκε με τον Μητροπολίτη Καστοριάς και οργάνωσε την εθνική άμυνα με μικρές αντάρτικες ομάδες από ντόπιους, που έδρασαν στην περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς. Παράλληλα επικοινωνεί με παράγοντες στην Αθήνα όπου ιδρύεται το Μακεδονικό κομιτάτο, μια νέα φιλική εταιρεία, που αναλαμβάνει να βοηθήσει τον αγώνα.
   Στέλεχος βασικό του κομιτάτου ο Παύλος Μελάς με τρεις άλλους αξιωματικούς, στέλνονται στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1903 από την Κυβέρνηση για να δουν από κοντά πως έχει η κατάσταση στη Μακεδονία. Τους οδηγούν ο καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο και ο Νίκος Πύρζας από τη Φλώρινα. Είναι οι τρεις αυτοί άνδρες που είχαν έρθει στην Αθήνα για να εκθέσουν στην Κυβέρνηση την κατάσταση του τόπου τους. Γυρίζοντας στην Αθήνα ο Παύλος κατέθεσε την άποψη ότι έπρεπε να οργανωθούν και να σταλούν   αμέσως σώματα και οπωσδήποτε να βγουν στον αγώνα και άλλοι νέοι αξιωματικοί.
   Η κυβέρνηση πείθεται κι έτσι στις 27 Αυγούστου 1904 ο Μελάς ορκίζεται από το Μακεδονικό Κομιτάτο ως γενικός αρχηγός των σωμάτων Μοναστηρίου-Καστοριάς. Σε λίγες μέρες μαζί με το Λάκη Πύρζα και 10 κρητικούς αφήνει την Αθήνα και περνάει τα σύνορα με το πλαστό όνομα Μίκης Ζέζας, ζωέμπορος, για να μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές.
   Οι δυσκολίες που συναντά είναι απερίγραπτες, αλλά η αγάπη του για τη Μακεδονία, η πίστη και η αφοσίωσή του στον αγώνα που ανέλαβε, τον κάνουν να τις υπερνικά και συγχρόνως να ενισχύει τους συντρόφους του.
   Γράφει στη γυναίκα του: «αισθάνομαι μία δύναμη μέσα μου που με ωθεί διαρκώς προς τη Μακεδονία».
   Αλλού πάλι γράφει: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη την ψυχή και με την ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω, Είχα και έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι μπορούμε να εργαστούμε στη Μακεδονία και να σώσουμε πολλά. Με την πεποίθηση αυτή θεωρώ καθήκον μου να θυσιάσω το παν για να πείσω την κοινή γνώμη. Είμαι βέβαιος ότι ενός ανδρός το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας θα ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται, θα ενθαρρυνθούν οι τρομοκρατημένοι, θα φυτρώσουν στην ευγενική γη εκδικητές και σωτήρες».
   Το ημερολόγιο και οι επιστολές του Π. Μελά, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, περικλείουν λεπτομέρειες για τα συναισθήματά του αλλά και για τις δυσκολίες που συναντούσαν, που κόβουν την ανάσα από αγωνία, συγκίνηση,  γλαφυρό τητα και ενάργεια. Γράφει στις 8 Μαρτίου 1904: «Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ. οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας Αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και, χωρίς να το εννοήσωμεν σχεδόν, εβαδίσαμεν επί 9 ώρας, έκαστος φέρων βάρος 15-20 οκάδων. Τας δυσκολίας τας οποίας υπερνικήσαμεν, δεν ημπορώ να σου τας περιγράψω. Εις κάθε βήμα εκινδυνεύσαμεν να πέσωμεν ή να χάσωμεν τα μάτια μας από τους κλάδους των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν!».

   Για τον πολύ κόσμο ο Παύλος Μελάς είναι μια φυσιογνωμία που την καλύπτει η αχλύ του παρελθόντος. Όμως δεν είναι μυθικό πρόσωπο. Οι απόγονοί του κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σεμνοί, απλοί, φορτωμένοι με μια κληρονομιά πολύτιμη όσο και μοναδική. Κι ο ίδιος παραμένει φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου όπως ο καθένας από εμάς, που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».

   Αυτός ο ήρωας που αλώνισε τη Μακεδονία ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνές, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και την αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του, αναρωτιέται: «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμε σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». Δεν αλλοτριώνεται, γνωρίζει το καθήκον του, το επιτελεί αλλά το μυαλό του είναι και σε ένα άλλο επίπεδο στην οικογένειά του, στη Ναταλία, στα παιδιά του, την οικογένεια Δραγούμη: «Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
   Δεν είναι κραυγαλέο το έργο του Μελά αλλά σεμνό και τίμιο. Το διαποτίζει όμως απεριόριστο μεγαλείο, που συμπυκνώνεται σε μια τελευταία δραματική ενέργεια, παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λαβωμένος θανάσιμα σε σύγκρουση με Τούρκους στη Στάτιτσα, κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη(του γιου του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα».
   Τη συγκλονιστική εντύπωση από το θάνατο του Παύλου Μελά την έκλεισε ο Ποιητής μας Κωστής Παλαμάς στους παρακάτω στίχους:

Σε καίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου. Του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τα’ κους λογάκια και φιλιά
Και να σου  φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις,και τη φέρνεις σαν πιο κοντά!
   Ο θάνατος του έγινε ύμνος και τραγούδι. Όλη η Μακεδονία έκανε το όνομά του θρύλο και σύνθημα γενικού ξεσηκωμού. Το τέλος του έγινε αρχή γενικού συναγερμού. Το παράδειγμά του ακολούθησαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος κι άλλοι αξιωματικοί κι εθελοντές, όπως ο Κων/νος Μαζαράκης, ο λοχαγός Μωρΐτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κω/νος Γαρέφης ο Ιωάννης Δεμέστιχας και πολλοί άλλοι, που αγωνίστηκαν με τη σειρά τους και πολλοί έδωσαν και τη ζωή τους για να πετύχουν το μεγάλο σκοπό: Να μας χαρίσουν τη Μακεδονία.
   Χρέος μας είναι ν’ αγρυπνούμε κι αν χρειαστεί με αγώνες να την υπερασπιστούμε και  να την διαφυλάξουμε ελεύθερη όπως μας την παρέδωσαν!