Ὁ βιγλάτορας Μητροπολίτης
Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935)
Εἶναι κάποιες φυσιογνωμίες πού θαρρεῖς, ὅσο κυλοῦν τά χρόνια, πιότερο ἀκτινοβολοῦν. Ὁ μήνας Ὀκτώβριος μᾶς προκαλεῖ νά σταθοῦμε μπροστά στόν ἀκατάβλητο Μητροπολίτη Καστοριᾶς καί φοβερό ἡγέτη τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, τόν Γερμανό Καραβαγγέλη.
Πατρίδα του ἡ Στύψη τῆς Λέσβου. Πλούσια τά πνευματικά του χαρίσματα. Πολυτάλαντη προσωπικότητα, ἀριστοῦχος θεολόγος καί περίφημος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τῆς Χάλκης, μέ διδακτορικές σπουδές στή Λειψία τῆς Γερμανίας. Στυλιανός τό κοσμικό του ὄνομα. Εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ κλήρου μέ τ' ὄνομα Γερμανός, πρός τιμή τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τῆς Χάλκης Πατριάρχη Γερμανοῦ τοῦ Α΄. Γίνεται Μητροπολίτης, τό 1900, σέ μιά πολύ εὐαίσθητη ἐθνικά περιοχή, στήν Καστοριά. Άφήνει γιά πάντα τήν ἥσυχη ζωή του, τήν ἀγαπημένη του μελέτη κι ἐντρύφηση τῶν γραμμάτων καί ρίχνεται κυριολεκτικά σέ περιπέτειες καί κινδύνους. Τό εὔστροφο μυαλό του καί τά σπάνια προσόντα του θέτει ὁλοκληρωτικά στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δύστυχης πατρίδας.
Ἡ ἐπαρχία τῆς Καστοριᾶς βρίσκεται στό στόχαστρο τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. Βάφουν τήν περιοχή κυριολεκτικά στό αἷμα μέ βιαιοπραγίες, θηριωδίες, ληστεῖες, σκοτωμούς. Πόσοι πληθυσμοί ἀδικοσκοτώνονται, γιατί δέν θέλουν νά προσχωρήσουν στήν βουλγαρική Ἐξαρχία! Διαβλέπει ὁ μητροπολίτης πώς ἡ Καστοριά κι ὅλη ἡ Μακεδονία κινδυνεύει νά ἐκβουλγαριστεῖ. Ἐπινοεῖ λοιπόν ἕνα πολύ ἰσχυρό μέσο ἀντίστασης, πού θά χτυπήσει κατάστηθα τόν δολερό ἐχθρό, τήν ὀργάνωση ἀνταρτικῶν σωμάτων. Τοῦτοι οἱ Μακεδονομάχοι ἤ "γραικομάνοι" -παθιασμένοι Ἕλληνες-, ὅπως τούς ἀποκαλοῦν οἱ κομιτατζῆδες, πολεμοῦν σκληρά νά σώσουν τήν Μακεδονία ἀπό τόν ἐκβουλγαρισμό. Κοντά τους κι ὁ ριψοκίνδυνος Μητροπολίτης. Περιοδεύει πόλεις καί χωριά, ἐμπνέει θάρρος, δίνει ἐλπίδα. Πόσοι δέν θά εἶχαν ἀποσκιρτήσει ἀπό τίς πατριαρχικές ἐκκλησίες καί θά εἶχαν προσχωρήσει στίς ἐξαρχικές, ἄν δέν τούς σταματοῦσε τό προστατευτικό του χέρι!
Ὁ ἀνύσταχτος ποιμένας ἐπεκτείνει τήν δραστηριότητά του. Μέ τό ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου ἔχει μυστικές ἐπικοινωνίες μέ ἐξέχουσες προσωπικότητες, μέ τόν πρόξενο τῆς Θεσ/νίκης Λάμπρο Κορομηλᾶ, μέ τόν ὑποπρόξενο τῆς γραμμῆς Μοναστηρίου Ἴωνα Δραγούμη, ἀλλά κυρίως μέ τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα, τόν Παῦλο Μελᾶ. Κι ὅταν τό βόλι πέφτει θανατηφόρο πάνω στό παλληκάρι, τόν κλαίει γοερά. Γράφει χαρακτηριστικά στόν Ἴωνα Δραγούμη : «Τά χρέη τῶν συγγενῶν τοῦ ἀειμνήστου Ἐθνομάρτυρα εἶχον τό ἀτύχημα νά ἐκτελέσω ἐγώ. Τόν θρήνησα καί τόν θρηνῶ...
Ἀπαρηγόρητος
Κώστας Γεωργίου»
Οἱ Βούλγαροι δέν μποροῦν ν' ἀναμετρηθοῦν μέ τόν λεβέντη αὐτόν ρασοφόρο, πού στέκεται ἐμπόδιο στήν ὑλοποίηση τῶν σχεδίων τους. Ὀργανώνουν σχέδια ἐξόντωσής του. Σκοτώνουν κατά λάθος τόν φιλήσυχο Μητροπολίτη Κορυτσᾶς Φώτιο, νομίζοντας πώς ἦταν ὁ Καραβαγγέλης. Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄, παρόλη τήν ἐκτίμηση πού τρέφει στό πρόσωπο τοῦ ἀγωνιστῆ Ἱεράρχου, πιέζεται ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν νευραλγική θέση τῆς Καστοριᾶς. Ἀναγκάζεται λοιπόν νά τόν καλέσει στήν Κων/λη καί νά τοῦ ἀναθέσει καθήκοντα Συνοδικοῦ. Κρατώντας στήν παλάμη του λίγο χῶμα ἀπό τήν φίλτατη μακεδονική γῆ, φεύγει πιά ἀπό τόν τόπο τῆς διακονίας του βαθιά πονεμένος, στά τέλη τοῦ 1907. Ὁ ἴδιος θά πεῖ χαρακτηριστικά : «Ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπό τήν Καστοριά θεωρήθηκε σάν ἕνα τραῦμα στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, μά ὁ Ἀγώνας βρισκόταν πιά σχεδόν στό τέλος του». Πραγματικά, ἔσπειρε, πότισε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς. Μά, ὅταν τό ποίμνιό του θά δρέπει τούς καρπούς τῶν ἀγώνων του καί θά γιορτάζει θριαμβευτικά τά νικητήρια τῆς ἀπελευθέρωσής του, αὐτός δέν θά 'ναι ἀνάμεσά τους, θά βρίσκεται πολύ μακριά.
Μιά ἄλλη ἔπαλξη τόν περιμένει. Ἀνακηρύσσεται Μητροπολίτης Ἀμάσειας μέ ἕδρα τήν Σαμψοῦντα. Δεκατέσσερα χρόνια "ὁ Ἀκρίτας τοῦ Πόντου" προσφέρει ἄοκνα τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του σ' αὐτό τό βασανισμένο κομμάτι τοῦ ἑλληνισμοῦ. Σάν ἄλλος Πατρο-Κοσμᾶς ρίχνει τό βάρος στήν παιδεία, χτίζοντας 115 καινούργια σχολεῖα καί σχολές. Καλλωπίζει τή γῆ τοῦ Πόντου μέ νέους ναούς. Ἑτοιμάζει φιλανθρωπικά ἱδρύματα γιά τίς ἀσθενεῖς τάξεις. Προπάντων, μέ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νά προστατέψει τούς ἑλληνικούς πληθυσμούς ἀπό τόν ἐπιχειρούμενο ἔντεχνα ἐκτουρκισμό του. Συντρίβεται, καθώς βλέπει, τό καλοκαίρι τοῦ 1914, τήν δραματική ἐπιστράτευση τῶν νέων, ἀπό 20 ἕως 45 ἐτῶν, στά θρυλικά "τάγματα ἐργασίας". Πρόκειται γιά ἕνα ὕπουλο σχέδιο ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνισμοῦ τοῦ Πόντου, πού ἔχει μείνει στήν ἱστορία ὡς "λευκή σφαγή". Οἱ Τοῦρκοι ἐπιστρατεύουν νέους μέ τό πρόσχημα νά πάρουν μέρος σέ κατασκευαστικά ἔργα, ἀλλά στήν πραγματικότητα θέλουν μέσα ἀπό τίς κακουχίες, τήν πείνα, τήν ἐξάντληση νά ἀργοσβήσουν καί νά ξεψυχήσουν ἐκεῖ, στά βάθη τῆς Ἀνατολῆς.
Παρόλες τίς κακουχίες, τίς σφαγές, τίς βεβηλώσεις, τούς ἐξισλαμισμούς καί τά παιδομαζώματα, προσπαθεῖ νά σταματήσει τό κακό ὅπου ἦταν δυνατόν. Ἀναρίθμητα Ἀρμενόπουλα τόν εὐγνωμονοῦν, γιατί τά σώζει ἀπό τόν θάνατο κατά τήν μεγάλη σφαγή τῆς Ἀρμενικῆς γενοκτονίας, τό 1915. Τήν ἑπόμενη χρονιά διασώζει τήν Άμισό τοῦ Πόντου ἀπό βέβαιη καταστροφή. Γενικά, σ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ Α΄Παγκοσμίου πολέμου, σ' ἐκεῖνον τόν ἀπηνῆ κατατρεγμό τῶν Ποντίων ἀπό τούς Νεότουρκους, πρωτοστατεῖ, ὅπως ἄλλοτε στή Μακεδονία, στήν ὀργάνωση ἀνταρτικῶν σωμάτων. Βαστᾶ γερά ἡ ἄμυνα καί σώζονται χιλιάδες ἀνθρώπινες ζωές ἀπό τίς τουρκικές θηριωδίες.
Ὁ Κεμάλ στοχεύει νά τόν ἐξοντώσει. Ξέρει πολύ καλά πώς ἡ ἀντάρτικη ἄμυνα τοῦ Πόντου εἶναι, ὅπως εἶχε διακηρύξει, "ὄργανο τοῦ Καραβαγγέλη". Ἀμέσως τό Πατριαρχεῖο, προκειμένου νά τόν φυλάξει ἀπό τίς φονικές διαθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, τόν διορίζει Μητροπολίτη Ἰωαννίνων. Τό καταπληκτικό εἶναι πώς ὅπου πήγαινε ριχνόταν μέ πάθος στή δουλειά. Μέσα σ' ἕνα μόνο χρόνο ἀλλάζει τήν φυσιογνωμία τῆς νέας του μητρόπολης. Ἱδρύει ἱερατική σχολή, σχολεῖα, ταπητουργεῖα. Δημιουργοῦνται θέσεις ἐργασίας καί ἀναχαιτίζεται τό μεταναστευτικό ρεῦμα.
Κι αὐτόν τόν ἀσυναγώνιστο ἄνθρωπο, πού μέ τήν θυσιαστική του ἀγάπη ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἑλληνισμό, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἀδικαιολόγητα, τό 1924, τόν διορίζουν Μητροπολίτη Οὐγγαρίας, σέ μιά χώρα ὅπου ζοῦν ἑπτά μόνον ἑλληνικές οἰκογένειες! Διαμαρτύρεται ἔντονα γιά τήν κατάφωρη αὐτή ἀδικία πού συντελεῖται εἰς βάρος του. Τελικά, τό Πατριαρχεῖο τόν ἐκλέγει Ἔξαρχο Κεντρώας Εὐρώπης στήν μητρόπολη Αὐστρίας. Ζῆ φτωχικά σ' ἕνα προάστειο τῆς Βιέννης. Τά κατάπικρα συναισθήματά του σημειώνει στά ἀπομνημονεύματά του: «...σήμερα κατάντησα νά περιφέρομαι σχεδόν ἄνεργος σ' ἐρείπια, ἐξόριστος ἀπ' τήν Καστοριά, ἀπ' τήν Ἀμάσεια, ἀπ' τήν Κων/λη, ἀφοῦ γλίτωσα πολλές φορές τόν μαρτυρικό θάνατο στήν Τουρκία, καί τελικά ἐξόριστος κι ἀπ' τήν Ἑλλάδα...».
Αὐτός ὁ μεγαλεπήβολος Ἱεράρχης ξαφνικά περιθωριοποιημένος, ἐντελῶς ξεχασμένος. Ὁ θάνατος τόν βρίσκει στή Βιέννη, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1935. Στήν διαθήκη του σημειώνει τίς στερνές του ἐπιθυμίες: «Ἡ κηδεία μου θά γίνει στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μέ ἕνα μόνον ἱερέα, χωρίς διάκονο. Δέν δέχομαι στήν κηδεία μου οὔτε ἀντιπρόσωπο τοῦ κράτους, οὔτε τῆς ἐκκλησίας, ἐάν τυχόν ἤθελαν ἀναμνησθῆ μετά θανάτου τάς ἐθνικάς μου ὑπηρεσίας. Δέν χρεωστῶ εἰς κανένα οὐδέ ὀβολόν, εἰς τό Ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατόν ὡς Ἱεράρχης τοῦ '21...». Τόν θάβουν στά κοιμητήρια τῆς Βιέννης. Εἰκοσιτέσσερα χρόνια ἀργότερα γίνεται ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Μεταφέρονται τά ὀστᾶ του ἀπό τήν Αὐστρία στήν Ἑλλάδα καί τοποθετοῦνται σέ κρύπτη κάτω ἀπό τόν ἀνδριάντα του στήν Καστοριά.
Βιγλάτορα Ἐπίσκοπε, πού ἅπλωσες τίς φτεροῦγες σου σ' Ἀνατολή καί Δύση, συγχώρεσε τίς μικρότητες καί μικροψυχίες μας ἀπό τίς ὁποῖες πάσχει καί σήμερα τό Γένος μας. Ἀπό τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ πού ἀπολαμβάνεις, πρέσβευε, Πατέρα μας, γιά τήν δύσμοιρη πατρίδα μας νά ἀλλάξει ρότα καί νά βρεῖ τόν δρόμο τῆς τιμῆς καί τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν.
Ἑλληνίς
Ὁμιλίες, κείμενα, θέατρα, ποιἠματα, παρουσιάσεις, φωτογραφικό ὑλικό, τραγούδια σχετικά μέ τόν Μακεδονικό Ἀγώνα, δεῖτε ἐδῶ.
Μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο τοῦ ἀγωνιστοῦ θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου μεταφέρουμε τόν ἐπικήδειο λόγο πού ἐξεφώνησε στήν ἐξόδιο ἀκολουθία του ὁ ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκης:
1. Ἂν ἀφωρισμένος, κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ μάλιστα τὴν ἀποστολικὴ γλῶσσα, εἶναι ὁ διαλεγμένος, ὁ ξεχωριστὸς γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἐκλεκτὸς διδάχος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ εἰδικὰἐπεσταλμένος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἂν αὐτὸς εἶναι ἀφωρισμένος, τότε ὁ ἀδελφός μας Νικόλαος Σωτηρόπουλος ἦταν ὄντως ἀφωρισμένος· ἀπὸ τὸν οὐρανὸ βέβαια, ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βέβαια, ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπους.
Ἦταν ὁ κλητὸς ἀπόστολος καί ἐκλεκτὸς ἱεραπόστολος.
Ἦταν ὁ «ἀφωρισμένος ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ» (Γάλ. α' 15), σὰν τὸν Παῦλο τὸν ἀπόστολο. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του Πολυτίμης, ἦταν ὁ πολύτιμος δοῦλος τοῦ Κυρίου μας ἸησοῦΧριστοῦ.
Ἦταν ὁ διαλεγμένος ἀπὸ τὸν Χριστό, ὄχι μόνο διότι πρὸ καταβολῆς κόσμου ἦταν σχεδιασμένο νὰ γίνη θεολόγος καὶ κήρυκας θερμός, ἄλλα καὶ διότι ὁ ἴδιος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔκανε τὴ μεγάλη τοῦ ἐκλογή. Ἡ καρδιά του καὶ ἡ φωτισμένη του διάνοια ψήφισε“παιδιόθεν” Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα».
Ἦταν ὁ ἀφωρισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μαζὶ μὲ ἄλλους τότε συνηλικιῶτες του, καὶ ἀπεστάλη, ὅπως ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας (Πράξ. ιγ' 2) στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.
2. Ἂν ἀπόστολος καὶ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ καλὸς μαθητής, ποὺ στὴ συνέχεια γίνεται διδάσκαλος, τότε ὁ ἀδελφὸς Νικόλαος ἦταν ἀληθινὰ ἀπόστολος Κυρίου. Καὶ κατὰ κόσμον μαθητὴς ἄριστος σὲ ὅλα τὰ γνωστικά ἐπίπεδα, ἄλλα καὶ κατὰ Χριστὸν μαθητὴς γνήσιος καὶ ἐπιμελής του μεγάλου δασκάλου τῆς κηρυκτικῆς καὶ ἱερποστολικῆς τέχνης, τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτου.
Καθίσαμε μαζὶ παρὰ τοὺς πόδας ἐκείνου. Μὰ ὁ Νικόλαος ξεχώριζε. Μαθητὴς τοῦ π. Αὐγουστίνου, μιμητὴς τῆς καθαρῆς ζωῆς του, ἀκροατὴς τῶν μύχιων σκέψεών του, ὑπογραφέας τῶν συγγραμμάτων του, ἀκόλουθος στὰ μαχητικά του ἴχνη.
3. Ἂν ἀπόστολος εἶναι ὅποιος κοπιάζει ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιά τὴ διαφύλαξι «τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας», κατὰ τὸν Παῦλο, τότε ὁ Νικόλαος ὑπῆρξε προσεκτικὸς ἀπόστολος Χριστοῦ.
Κοπίασες, ἀγαπητὲ Νικόλαε, γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο (Φιλιπ. β' 22), τώρα ἀναπαύεσαι ἐκ τῶν κόπων σου.
Ἀγάπησες τὸ τρέξιμο γιά τὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας· τώρα παίρνεις τὸν ξεχωριστὸ μισθὸ ἐκείνων, ποὺ εἶναι «κοπιῶντες ἐν λόγῳ» (Α' Τιμ. ε' 17).
Ἐβάστασες τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων, υἱῶν τε Ἰσραὴλ» (Πράξ. θ' 15) πάνω ἀπὸ πενήντα χρόνια, μέχρι ποὺτὸ σῶμα σου κάμφθηκε καὶ δὲν μποροῦσαν τὰ πόδια σου νὰ τὸ βαστάσουν. Μὰ τώρα βαστάζεις τὸ «βάρος τῆς δόξης» τῆς ἐν οὐρανοῖς.
Ἀγωνίστηκες, μὲ τὴν ἰδιαίτερη θεολογική σου εὐαισθησία, ἐναντίον τῶν διαστρεβλωτῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἤσουν ὁ μοναδικὸς νὰ βρίσκης τὰ χωρία, «ἅτινά ἐστι δυσνόητα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν, ὡς καὶ τὰς λοιπὰς Γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β' Πέτρ. γ' 16). Ξεκαθάριζες τὸ νόημα τῶν δύσκολων χωρίων, ἰδίως στοὺς τέσσερις ὀγκώδεις τόμους σου «Ἑρμηνεία δυκόλων χωρίων». Ἀπεδείκνυες λάμπουσα τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, κατακεραυνώνοντας ἀσεβεῖς, αἱρετικούς, ἄθεους καὶ ἀμοραλιστές.
4. Ἂν ἀπόστολος εἶναι ὅποιος δίνει ζωντανὴ τὴ μαρτυρία του ὡς δυνατὴ ὁμολογία «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», τότε ὁ Νικόλαος ἦταν πραγματικὸς ἀπόστολος. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦλθεν «ἵνα μαρτυρήση». Καὶ κάθε πιστός, ἰδίᾳ θεολόγος, ὀφείλει νὰ δίνη τὴ μαρτυρία του.
Μὰ ἂν γιά τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ εἰδικὴ καὶ ἔκτακτη καὶ ἔντονη μαρτυρία, ἔτσι καὶ γιά σένα, ἀγαπητὲ Νικόλαε.
Ἡ λαχτάρα τῆς ἐποχῆς τοῦ Προδρόμου ἦταν ὁ Μεσσίας, ὁ ἀναμενόμενος. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ τὸν δείξη, νὰ τὸν φανερώση:
—Ίδε ὁ ἀμνὸς τὸν Θεοϋ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τὸν κόσμου.
Ἡ ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς μας, ἡ κατ’ ἐξοχήν, ἡ πρώτη ἀνάγκη, εἶναι νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ σὺ ἔδωσες τὴ μεγάλη Χριστολογικὴ μαρτυρία. Ἔδειξες καὶ ἀπέδειξες, ὅτὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ.
—Ἴδε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Γιαχβέ!
Tὸ ὁμώνυμο σύγγραμμά σου θὰ παραμείνη ἀπαράμιλλο στολίδι στὴ θεολογικὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
5. Ἂν ἀπόστολος εἶναι «ὁ προφητεύων», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Παύλου, ὁ βλέπων καὶ κηρύττων, αὐτὸς ποὺ ὅσα ἐσωτερικὰ βλέπει καὶ πιστεύει τὰ μεταλαμπαδεύει καὶ σὲ ἄλλους, τότε ὁ Νικόλαος ὑπῆρξε ὁ φωτισμένος μετασχηματιστὴς τῆς Ἀλήθειας, τῆς ἀτόφιας, τῆς ἀνυπόκριτης, τῆς ἀνεπιτήδευτης Ἀλήθειας.
-Μικρὴ ἡ σωματική σου ὅρασις, ἀγαπητέ μας φίλε καὶ ἀδελφέ. 'Ἀπὸ μικρὸς μὲ ἕνα μάτι ἔβλεπες, κι αὐτὸ ἀσθενικό. Μικρὴ ἡ ὅρασίς σου ἡ σωματική. Μὰ αὐτὸ δὲν σὲ ἐμπόδισε νὰ ἐντρυφᾶς στὴ Γραφὴ καὶ νὰ τὴν γνωρίζης ὅλὴ ἀπὸ στήθους.
-Μικρὴ ἡ ὅρασίς σου, ἀλλὰ αὐξημένη ἡ ὅρασις τῆς πίστεως. Μ' αὐτὴ τὴν ὅρασι, πάντοτε ἐνισχυμένη μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔβλεπες δυὸ ὑπερθεάματα: Τὰ μεγαλεῖα της φύσεως καὶ τὸ ἐκμαγεῖο τῆς Γραφῆς. Ἡ πρώτη ὅρασίς σου, αὐτὴ τῆς φύσεως, σὲ ἀνέδειξε σπουδαῖο ἀπολογητή, ἐφάμιλλο ἑνὸς Τρεμπέλα. Ἡ ἄλληὅρασίς σου, ἐκείνη τῆς Γραφῆς σὲ ἀνέδειξε προσεκτικὸ καὶ ἀναλυτικὸ ἑρμηνευτή.
Γιὰ τὸν ἆθλο σου νὰ μεταφράσης ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ νὰ ὑπομνηματίσης τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὸ κατὰ Ἰωάννην καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἡ θεολογοῦσα Ἐκκλησία καὶ ἡ ποιμαίνουσα καὶ ποιμαινομένη Ἐκκλησία ὑποκλίνεται στὸ σκήνωμα τοῦ ἁγνοῦσωματός σου.
-Μικρὴ ἡ ὅρασί σου ἡ σωματική. Μὰ ἡ συνεχὴς αὐξάνουσα ὁρατότητα τῆς ψυχῆς σου, ἔφθασε ἀπὸ χθὲς στὸ ζενίθ. Βλέπεις δσὰ «εἶδε καὶ ἄκουσε» ὁ ἀγαπημένος σου Παῦλος (Β' Κόρ. ιβ' 4). Βλέπειςὅσα πρὶν καὶ «ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσαν παρακῦψαι» (Α' Πέτρ. α' 12). Βλέπεις τὸ ὑπερθέαμα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, «ἃ ὀφθλαμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν»(Α' Κόρ. β' 9).
6. Ἀγαπητέ μας φίλε καὶ ἀδελφέ, ἀγαπητὲ Νικόλαε, ὁμογάλακτε μεγαλύτερε ἀδελφέ, ἡ ἐξουσία τῆς γῆς θέλησε νὰ μὴν παρίστανται σὲ τοῦτο τὸν ἱερὸ χῶρο, χορὸς ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων, λευκοντυμένων, γύρω ἀπὸ τὸ ἀκηλίδωτο σκήνωμά σου. Καὶ τί μὲ τοῦτο;
Δορυφορεῖται τούτη τὴν ὥρα ἡ ὡραία σου θεολογικὴ ψυχὴ ἀπὸ σμῆνος ἀγγέλων.
Σπεύδουν ἀπὸ τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο πρεσβύτεροι, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι, ντυμένοι στὰ λευκά, νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ δάσκαλο τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς σὲ ἄκουσαν στὴ γῆ, ὠφελήθηκαν, σώθηκαν.
Καὶ τώρα Ἐκκλησία τῆς γῆς καὶ Ἐκκλησία τῶν οὐρανῶν σοῦπροσφέρουν τὸ ἀντίδωρο γιὰ τὸ μεγάλο σου Δῶρο, γιὰ τὸ θερμό σου κήρυγμα, ποὺ προσέφερες γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Προσέφερες λόγο οὐράνιο. Τώρα ἀπολαμβάνεις δόξα οὐράνια.
Ἀδελφέ, καλὴ ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα.
Η Μνήμη του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, που σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904 μας υποχρεώνει να θυμηθούμε την προσφορά και τον αγώνα όλων εκείνων που θυσιάστηκαν για να χαρίσουν σε μας ελεύθερη τη Μακεδονία.
Όταν λέμε Μακεδονικό Αγώνα εννοούμε το διμέτωπο αγώνα που έκαναν οι Έλληνες (1904-1908) εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Τούρκων κατά- κτητών. Σκοπός αυτού του αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η ένωσή της με την ελεύθερη τότε Ελλάδα. Ήταν η συνέχεια της εθνικής επανάστασης του 1821.
Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους κατέληξε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε αγώνα κατά των Βουλγάρων, που θέλησαν να επικρατήσουν στον τόπο μας αρχικά με προπαγάνδα και προσηλυτισμό κι αργότερα με τη βία.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι ελληνική κυβέρνηση απασχολημένη με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα είχε εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Δίσταζε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση που θα προκαλούσε την Τουρκία και θα κλόνιζε τη συνθήκη που είχε υπογραφεί. Έτσι από το 1901 ως το 1903 το πεδίο ήταν ελεύθερο για τη δράση των Βουλγάρων, οι οποίοι διατύπωσαν την περίεργη θεωρία ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν σε καμία ελληνική φυλή, και ότι η Μακεδονία ήταν δική τους. Προβαίνουν λοιπόν σε δυναμικές ενέργειες που αποβλέπουν στην κατάληψη του Ελληνικότατου Μακεδονικού χώρου. Με μια οργανωμένη προπαγάνδα ανέλαβαν στην αρχή ειρηνική εκστρατεία προσηλυτισμού των κατοίκων της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή στην ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία.
Όταν όμως διαπίστωσαν με αγανάκτηση ότι οι Μακεδόνες ήταν αδύνατο να αρνηθούν την πατρίδα τους, να ξεκοπούν από τις ρίζες τους, από την πίστη των πατέρων τους, όταν κατάλαβαν καλά ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν οποιοδήποτε λαό, τότε αλλάζουν τακτική. Αναπτύσσουν εξοντωτική δράση που στρέφεται εναντίον όλων κυρίως όμως εναντίον ιερέων γιατρών και δασκάλων. Σκοπός τους να τρομοκρατήσουν, να εξοντώσουν, να αφανίσουν κάθε δυναμικό ελληνικό στοιχείο. Αδυνατεί πράγματι η γλώσσα προκειμένου να αναφέρει τους φόνους, τις ληστείες, τα βασανιστήρια, τις κατακρεουργήσεις, τους εμπρησμούς των εκκλησιών και των σχολείων, που έκαναν τα στίφη των άγριων κομιτατζήδων Βουλγάρων.
Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, άρχισαν μερικοί ντόπιοι ν’ αντιδρούν και να ζητούν ενισχύσεις από την ελεύθερη Ελλάδα. Την εποχή αυτή συμβάλλει τα μέγιστα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στέλνει σε καίριες θέσεις, μορφωμένους, αποφασιστικούς και γενναίους ιεράρχες για να σταθμίσουν την κατάσταση και να συμπαρασταθούν αναλόγως στον αγωνιζόμενο και ταλαιπωρημένο Μακεδονικό λαό. Τέτοιοι ήταν ο γενναίος μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, του οποίου η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα είναι ανυπολόγιστη και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης μητροπολίτης Δράμας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη συμφορά του 1922.
Γεγονός με ξεχωριστή σημασία είναι η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη στο Προξενείο Μοναστηρίου, στο τέλος του 1902. Εθναπόστολος ο Δραγούμης, από επιφανή οικογένεια Μακεδονικής καταγωγής με το σύνθημα «αν σώσουμε την Μακεδονία η Μακεδονία θα μας σώσει», συνεργάστηκε με τον Μητροπολίτη Καστοριάς και οργάνωσε την εθνική άμυνα με μικρές αντάρτικες ομάδες από ντόπιους, που έδρασαν στην περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς. Παράλληλα επικοινωνεί με παράγοντες στην Αθήνα όπου ιδρύεται το Μακεδονικό κομιτάτο, μια νέα φιλική εταιρεία, που αναλαμβάνει να βοηθήσει τον αγώνα.
Στέλεχος βασικό του κομιτάτου ο Παύλος Μελάς με τρεις άλλους αξιωματικούς, στέλνονται στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1903 από την Κυβέρνηση για να δουν από κοντά πως έχει η κατάσταση στη Μακεδονία. Τους οδηγούν ο καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο και ο Νίκος Πύρζας από τη Φλώρινα. Είναι οι τρεις αυτοί άνδρες που είχαν έρθει στην Αθήνα για να εκθέσουν στην Κυβέρνηση την κατάσταση του τόπου τους. Γυρίζοντας στην Αθήνα ο Παύλος κατέθεσε την άποψη ότι έπρεπε να οργανωθούν και να σταλούν αμέσως σώματα και οπωσδήποτε να βγουν στον αγώνα και άλλοι νέοι αξιωματικοί.
Η κυβέρνηση πείθεται κι έτσι στις 27 Αυγούστου 1904 ο Μελάς ορκίζεται από το Μακεδονικό Κομιτάτο ως γενικός αρχηγός των σωμάτων Μοναστηρίου-Καστοριάς. Σε λίγες μέρες μαζί με το Λάκη Πύρζα και 10 κρητικούς αφήνει την Αθήνα και περνάει τα σύνορα με το πλαστό όνομα Μίκης Ζέζας, ζωέμπορος, για να μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές.
Οι δυσκολίες που συναντά είναι απερίγραπτες, αλλά η αγάπη του για τη Μακεδονία, η πίστη και η αφοσίωσή του στον αγώνα που ανέλαβε, τον κάνουν να τις υπερνικά και συγχρόνως να ενισχύει τους συντρόφους του.
Γράφει στη γυναίκα του: «αισθάνομαι μία δύναμη μέσα μου που με ωθεί διαρκώς προς τη Μακεδονία».
Αλλού πάλι γράφει: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη την ψυχή και με την ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω, Είχα και έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι μπορούμε να εργαστούμε στη Μακεδονία και να σώσουμε πολλά. Με την πεποίθηση αυτή θεωρώ καθήκον μου να θυσιάσω το παν για να πείσω την κοινή γνώμη. Είμαι βέβαιος ότι ενός ανδρός το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας θα ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται, θα ενθαρρυνθούν οι τρομοκρατημένοι, θα φυτρώσουν στην ευγενική γη εκδικητές και σωτήρες».
Το ημερολόγιο και οι επιστολές του Π. Μελά, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, περικλείουν λεπτομέρειες για τα συναισθήματά του αλλά και για τις δυσκολίες που συναντούσαν, που κόβουν την ανάσα από αγωνία, συγκίνηση, γλαφυρό τητα και ενάργεια. Γράφει στις 8 Μαρτίου 1904: «Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ. οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας Αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και, χωρίς να το εννοήσωμεν σχεδόν, εβαδίσαμεν επί 9 ώρας, έκαστος φέρων βάρος 15-20 οκάδων. Τας δυσκολίας τας οποίας υπερνικήσαμεν, δεν ημπορώ να σου τας περιγράψω. Εις κάθε βήμα εκινδυνεύσαμεν να πέσωμεν ή να χάσωμεν τα μάτια μας από τους κλάδους των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν!».
Για τον πολύ κόσμο ο Παύλος Μελάς είναι μια φυσιογνωμία που την καλύπτει η αχλύ του παρελθόντος. Όμως δεν είναι μυθικό πρόσωπο. Οι απόγονοί του κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σεμνοί, απλοί, φορτωμένοι με μια κληρονομιά πολύτιμη όσο και μοναδική. Κι ο ίδιος παραμένει φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου όπως ο καθένας από εμάς, που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».
Αυτός ο ήρωας που αλώνισε τη Μακεδονία ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνές, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και την αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του, αναρωτιέται: «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμε σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». Δεν αλλοτριώνεται, γνωρίζει το καθήκον του, το επιτελεί αλλά το μυαλό του είναι και σε ένα άλλο επίπεδο στην οικογένειά του, στη Ναταλία, στα παιδιά του, την οικογένεια Δραγούμη: «Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
Δεν είναι κραυγαλέο το έργο του Μελά αλλά σεμνό και τίμιο. Το διαποτίζει όμως απεριόριστο μεγαλείο, που συμπυκνώνεται σε μια τελευταία δραματική ενέργεια, παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λαβωμένος θανάσιμα σε σύγκρουση με Τούρκους στη Στάτιτσα, κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη(του γιου του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα».
Τη συγκλονιστική εντύπωση από το θάνατο του Παύλου Μελά την έκλεισε ο Ποιητής μας Κωστής Παλαμάς στους παρακάτω στίχους:
Σε καίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου. Του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τα’ κους λογάκια και φιλιά
Και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις,και τη φέρνεις σαν πιο κοντά!
Ο θάνατος του έγινε ύμνος και τραγούδι. Όλη η Μακεδονία έκανε το όνομά του θρύλο και σύνθημα γενικού ξεσηκωμού. Το τέλος του έγινε αρχή γενικού συναγερμού. Το παράδειγμά του ακολούθησαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος κι άλλοι αξιωματικοί κι εθελοντές, όπως ο Κων/νος Μαζαράκης, ο λοχαγός Μωρΐτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κω/νος Γαρέφης ο Ιωάννης Δεμέστιχας και πολλοί άλλοι, που αγωνίστηκαν με τη σειρά τους και πολλοί έδωσαν και τη ζωή τους για να πετύχουν το μεγάλο σκοπό: Να μας χαρίσουν τη Μακεδονία.
Χρέος μας είναι ν’ αγρυπνούμε κι αν χρειαστεί με αγώνες να την υπερασπιστούμε και να την διαφυλάξουμε ελεύθερη όπως μας την παρέδωσαν!
Βρισκόμαστε, λοιπόν, καί πάλι μπροστά στά παιδιά. Κατηχητές καί κατηχήτριες ἀποδυόμαστε αὐτές τίς μέρες σ’ ἕναν σκληρό ἀγώνα, γιά νά δοκιμάσουμε μιά πικρή ἐμπειρία. Ἀγωνιζόμαστε νά ἑλκύσουμε καί νά συμμαζέψουμε μετά ἀπό ἕνα μακρύ καί ἐπικίνδυνο καλοκαίρι ὅσα παιδιά θυμοῦνται ἀκόμη μέ ἀγάπη τήν Ἐκκλησία. Καί πικραινόμαστε, καθώς βλέπουμε ἄλλα νά μᾶς ἀποφεύγουν, γιατί χέρι κακό κούρσεψε τούς θησαυρούς τους καί ντρέπονται, ἄλλα νά μᾶς περιφρονοῦν, γιατί λόγια πλάνα ξεγέλασαν τήν καρδιά τους καί τήν σκλάβωσαν, κι ἄλλα νά ἀδιαφοροῦν, γιατί κανείς ποτέ δέν τούς εἶπε πόσο ἀνάγκη ἔχουν ἀπό Χριστό.
Ἐξομολογούμαστε ὅμως καί τήν καρδιόβγαλτη εὐχαριστία μας καί δοξολογία πρός τόν Κύριο γιά τό μικρό ἀλλά ἐκλεκτό ποίμνιο πού μᾶς χαρίζει. Εἶναι τά παιδιά πού δέν ἔκαναν διακοπές ἀπό τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν κατασκήνωση, τήν ἀλληλογραφία, τίς συχνές συναντήσεις, τόν ἐκκλησιασμό καί τήν μυστηριακή ζωή, διατήρησαν τόν ἐνθουσιασμό τους, φύλαξαν τήν πίστη καί τήν ἁγνότητά τους, καί μᾶς χαροποιοῦν τώρα μέ τήν ἐν Χριστῷ χαρά τους. Ἡ ἀπογοήτευση δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀγγίξει, ὅταν τό βλέμμα μας ἀγκαλιάζει τίς συντροφιές τους· ἡ ἐλπίδα εἶναι τό καθεστώς τῶν καρδιῶν μας. Ἀλλά δέν παύουμε νά ἀνησυχοῦμε.
Ὅσοι ἀγαποῦμε τό παιδί καί ἀσχολούμαστε μαζί του, ἀγωνιοῦμε. Βλέπουμε τήν κοινωνία μας καί τόν πολιτισμό μας νά ἐξαπολύουν φίδια φαρμακερά, πού δαγκώνουν καί δηλητηριάζουν τήν ψυχή του· τά παιδιά μας σφαδάζουν ἀπό τούς πόνους καί παραμορφώνονται ἀπό τίς τοξίνες. Ἡ ἁμαρτία γύρω τους ὑψώνει κύματα, πού τά χτυποῦν μέ λύσσα κι ἀνοίγουν στόματα μαῦρα νά τά καταπιοῦν· τό καραβάκι τους δέν ἀντέχει στή θύελλα. Ποῦ εἶναι τό ἀντίδοτο, πού θά τά σώσει ἀπό τή δηλητηρίαση; Ποῦ εἶναι τό λιμάνι, πού θά τά ἀσφαλίσει ἀπό τήν τρικυμία; Ἡ πεῖρα δέν ἔχει ἄλλο νά δείξει ἀπό τό κατηχητικό σχολείο. Γιατί ἐκεῖ θά συναντήσουν τόν Χριστό, πού θά τά ἡμερώσει μέ τόν λόγο του. Ἐκεῖ θά βροῦν τήν Ἐκκλησία, πού θά τά προστατεύσει μέ τή θεία χάρη. Τό κατηχητικό εἶναι τό ἀντίδοτο καί τό λιμάνι, εἶναι ὁ ἀντίποδας κάθε καταλυτικῆς ἐνέργειας τοῦ κόσμου σέ βάρος τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ.
Ἀλλά δέν ἀντιπροσωπεύει μόνο τήν ὑγιᾶ ἀντίσταση. Τό κατηχητικό ἔχει νά προσφέρει στά παιδιά κάτι περισσότερο ἀπό τήν ἰατρεία καί τήν ἀσφάλεια. Τά μαθαίνει τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά γνωρίζουν τίς γλῶσσες καί τοῦ πιό ἄγνωστου λαοῦ, ἀγνοοῦν ὅμως τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦν νά τοῦ μιλήσουν, δέν ξέρουν νά συνεννοηθοῦν μαζί του. Κι ἀλίμονο! Δέν τόν καταλαβαίνουν πιά. Ὁ Πατέρας ἔγινε ξένος, κι ἐμεῖς βάρβαροι γι’ αὐτόν. Ἔτσι χάσαμε τή χαρά μας· ἡ καρδιά μας πάγωσε, ἡ σκέψη μας σάπισε, δέν ἔχουμε ἐπαφή μέ τή Ζωή καί τήν Ἀλήθεια. Γιατί νά στερήσουμε ἀπό τά παιδιά αὐτήν τή μόνη εὐκαρία πού τά προσφέρεται, γιά νά χτίσουν τή ζωή τους σέ μιά συνεργασία μέ τόν Θεό; Τό κατηχητικό θά τά μάθει πῶς νά ἐπικοινωνοῦν μαζί του. Εἶναι τό σχολεῖο πού διδάσκει τήν ἱστορία καί τό θέλημά του, ἰνστιτοῦτο ἐκμάθησης τῆς γλώσσας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά εἶναι ἀκόμη καί τό φροντιστήριο πού ἐκπαιδεύει πῶς νά συνδέουμε τά καλώδιά μας μέ τόν οὐρανό, πῶς νά στήνουμε γέφυρες, γιά νά περνᾶμε στή χώρα τοῦ Θεοῦ, πῶς νά μπαίνουμε στή συχνότητά του, νά τόν ἀκοῦμε καί νά τοῦ μιλᾶμε. Πέρα ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ, τό καταπληκτικώτερο, αὐτό πού δέν μπορεῖ νά τό λογαριάσει ὁ κόσμος μέ τήν ἐπιστήμη του καί τή σοφία του, εἶναι ὅτι τό κατηχητικό δίνει τήν εὐκαιρία καί μαθαίνει τόν τρόπο νά γίνουμε ἐδῶ στή γῆ πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ, νά ζήσουμε στήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τά ὑπερφυσικά καί ἀόρατα, νά προγευθοῦμε ἀπό τώρα, μέ μιά ἕκτη αἴσθηση τά μελλούμενα. Ἡ ἄρνηση ζητᾶ ἀποδείξεις γιά ὅλα αὐτά. Ἡ πίστη προβάλλει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό θεωρητικούς συλλογισμούς· μιά ἐμπειρική μαρτυρία. Ἡ εἰρήνη καί ἡ γλυκύτητα, πού νιώθουν οἱ καρδιές κοντά στόν Χριστό καί πού δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό στιγμιαῖο «γαργάλισμα» χαρᾶς τοῦ κόσμου, εἶναι τό σπουδαιότερο μάθημα τοῦ κατηχητικοῦ στά παιδιά. Ἐκεῖ δέν θά ἀκούσουν μόνο λόγια· θά μάθουν ἐπίσης νά ζοῦν ἀληθινά τό τώρα καί τό πάντοτε.
Γι’ αὐτό ὅμως χρειάζεται πολλή δουλειά, πολύς κόπος, πολύς ζῆλος, πολλή προσευχή. Καί πρῶτα-πρῶτα νά ἀναγνωρίσουμε τούς ἐχθρούς. Σήμερα τό κατηχητικό βάλλεται κυρίως ἀπό μιά σατανική φιλοσοφία, πού ἐμφιλοχωρεῖ σ’ ὅλων τῶν τάξεων τούς ἀνθρώπους, καί σ’ αὐτούς ἀκόμη τούς θρησκευτικούς καί ἐκκλησιαστικούς, καί ὑπαγορεύει μιά στάση ἀρνητικῆς κριτικῆς ἀπέναντι σ’ αὐτόν τόν ἱερό θεσμό. Ἁμφισβητοῦν τή σημασία του, ἐνοχλοῦνται ἀπό τό ὄνομα καί τό σχῆμα του, ἀλλά στήν πραγματικότητα κομπλεξάρονται ἀπό τήν προσωπική τους ἀδυναμία νά ζήσουν τό μεγαλεῖο καί τόν ἡρωισμό τῆς πίστεως. Βάλλεται ἀκόμη τό κατηχητικό ἀπό τόν Τύπο μέ κακόβουλες ὅσο καί ψεύτικες «ἔρευνες», πού ἀποπροσανατολίζουν τήν κοινή γνώμη, ἀπό τό σχολεῖο μέ τούς ἀσυνείδητους καί διεστραμμένους δασκάλους, ἀπό τήν οἰκογένεια μέ τούς ἀπληροφόρητους καί προκατειλημμένους γονεῖς, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία ἐπίσης, πού εἴτε ἀδιαφορεῖ ἀπορροφημένη στό διοικητικό ἤ τελετουργικό της φόρτο, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἀνεξέλεγκτα πρόσωπα ἀνίκανα ἤ ἀδόκιμα γιά τήν κατήχηση.
Πῶς νά ἀντιμετωπίσουμε ὅλους αὐτούς τούς φοβερούς ἀντιπάλους; Ἀδελφοί μου, ὁ πιό μεγάλος μας σύμμαχος εἶναι τά «ὀψώνιά» τους, πού εἶναι θάνατος, τά «κεράτια» πού δίνουν καί πού δημιουργοῦν πεῖνα γιά τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ σάλος καί ὁ σεισμός μέσα στόν ψυχικό κόσμο τῶν παιδιῶν εἶναι ὁ δείκτης τῆς συμβολῆς τους. Τά χαρούμενα καί φωτισμένα πρόσωπα τῶν μαθητῶν τοῦ κατηχητικοῦ εἶναι ὁ δείκτης τῆς δικῆς του προσφορᾶς. Ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης ὁδηγεῖ στά ναρκωτικά κι αὐτά στήν αὐτοκτονία· ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀναβλύζει ζωή. Ἡ ἀπώλεια τῆς ἀλήθειας παράγει τίς ψευτοφιλοσοφίες κι αὐτές τό ἄγχος· ἀλλά ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐνσταλάζει εἰρήνη. Ὁ νέος κόσμος πού ἀνοίγει τό κατηχητικό μπροστά στά μάτια τῶν παιδιῶν μας κρίνει καταδικαστικά τόν παλιό. Αὐτό δέν μποροῦν ὅμως νά τό ἀξιολογήσουν ὅλοι. Χρειάζεται νά σαλπίσουμε ἐκστρατεία ἐνημερώσεως, νά καλέσουμε σέ συνεργασία ὅσους εἰλικρινά ἀγαποῦν τό παιδί. Μιά κοινή προσπάθεια γονέων, διδασκάλων, κατηχητῶν καί ἱερέων δέν μπορεῖ νά μείνει ἄκαρπη. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βρεῖ τόν δρόμο μέχρι τήν καρδιά μας, ἔχει τή δύναμη, σάν τό σπόρο, νά ἀναστηθεῖ μέσα μας μόνος του· «αὐτομάτῃ γάρ ἡ γῆ καρποφορεῖ» (Μρ 4,28)· ἡ ἀγάπη θά ἐφεύρει τρόπους γι’ αὐτό, ὁ ἐνθουσιασμός θά ξεπεράσει κάθε ἐμπόδιο καί ἡ ἀγωνία θά ὑψώσει πύρινη τήν προσευχή μας στόν Κύριο. Καί ὁ Κύριος δέν θά μᾶς ἀρνηθεῖ τήν εὐλογία του. Κι ἄν χίλιοι μᾶς πολεμοῦν στό ἔργο τῆς κατηχήσεως, «Μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α’ Ἰω 4,4). Μαζί του θά βροῦμε καί θά φέρουμε στήν Ἐκκλησία τίς ψυχές πού σημάδεψε γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τήν σωτηρία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 129-127
Ζοῦμε σέ ἕναν πολιτισμό πού ἐλαχιστοποιεῖ τόν ρόλο τῶν ἀνδρῶν, ἀπορρίπτει τήν ἀξία τῶν πατέρων καί γενικά τείνει νά θεωρεῖ τό ἀνδρικό φύλο ὡς περιττό. Ὅλα αὐτά ἀπορρέουν ἀπό τό φεμινιστικό κίνημα, πού ξεκίνησε στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Εἶναι διάχυτη ἡ σκέψη ὅτι οἱ γυναῖκες μποροῦν νά κάνουν τά πάντα -ὅσα ἕνας πατέρας σέ μία οἰκογένεια- καί ὅτι οἱ ἄνδρες εἶναι λίγο-πολύ «ξεπερασμένοι». Δυστυχῶς, κάποιοι προχωροῦν ἀκόμη παραπέ- ρα, ἐνισχυόμενοι ἀπό τήν ἐπιστήμη τῆς τεχνητῆς γονιμοποίησης: μία γυναίκα δέν χρειάζεται τόν ἄνδρα, γιά νά ἱκανοποιήσει τό μητρικό της φίλτρο. Χρειάζεται μόνον τό σπέρμα του!
Ἔρχονται ὅμως κάποιες μελέτες-ἔρευνες πού τά ἀποτελέσματά τους τελείως ἀπροσδόκητα μᾶς ξαφνιάζουν, μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν λήθαργό μας καί μᾶς θέτουν πρό τῶν εὐθυνῶν μας. Μᾶς ἀναγκάζουν, ἑκόντες ἄκοντες, νά ἀναθεωρήσουμε παγιωμένες θέσεις καί ἀντιλήψεις, ἄν ὄντως εἴμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ καί ἐπιθυμοῦμε τήν εὐτυχία τῶν παιδιῶν μας καί ὄχι τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν μας.
Μία τέτοια ἔρευνα-μελέτη πραγματοποιήθηκε τήν τελευταία δεκαετία ἀπό τήν ἐλβετική κυβέρνηση μέ τή χρηματοδότηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ μελέτη ἀποκαλύπτει ὅτι «ἡ θρησκευτική πρακτική τοῦ πατέρα στήν οἰκογένεια εἶναι αὐτή πού καθορίζει πάνω ἀπ᾽ ὅλα τή συμμετοχή τῶν παιδιῶν στήν Ἐκκλησία ἤ τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπ᾽ αὐτήν».
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἔρευνας:
•Ἐάν ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
τό 33% τῶν παιδιῶν τους θά γίνουν συνειδητά μέλη,
τό 25% τῶν παιδιῶν τους θά ἀδιαφορήσουν.
•Ἐάν ἡ μητέρα εἶναι συνειδητό μέλος καί ὁ πατέρας ἀδιάφορο,
τό 2% τῶν παιδιῶν τους θά γίνουν συνειδητά μέλη,
τό 60% τῶν παιδιῶν τους θά ἀδιαφορήσουν.
•Ἐάν ὁ πατέρας εἶναι συνειδητό μέλος καί ἡ μητέρα ἀδιάφορο,
τό 44% τῶν παιδιῶν τους θά γίνουν συνειδητά μέλη,
τό 34% τῶν παιδιῶν τους θά ἀδιαφορήσουν.
Πολλοί πιστεύουμε ὅτι οἱ γυναῖκες εἶναι οἱ «κυρίαρχοι γονεῖς» καί οἱ ἄνδρες λίγο πολύ «δευτερεύοντες». Οἱ παραπάνω ὅμως ἀριθμοί δέν τό ἐπιβεβαιώνουν. Συγκρίνεται τό 2% μέ τό 44%; Καί δέν εἶναι ἡ μοναδική μελέτη-ἔρευνα!
Ὁ καθηγητής τῆς κοινωνικῆς ἐργασίας Vern Bengtson τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Νότιας Καλιφόρνιας στό πρόσφατο βιβλίο του «Οἰκογένειες καί Πίστη: Πῶς ἡ θρησκεία περνᾶ ἀπό γενιά σέ γενιά» ἐρευνᾶ καί ἐξετάζει ἐδῶ καί τριανταπέντε χρόνια τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καί τίς πρακτικές περισσότερων ἀπό 3.500 παππούδων, γιαγιάδων, γονιῶν, ἐγγονῶν καί δισέγγονων. Τά ἀποτελέσματα ἐπιβεβαιώνουν τήν ὡς ἄνω μελέτη. Σέ συνέντευξή του, ὅταν ρωτήθηκε νά ἐξηγήσει τό γεγονός πῶς ὁρισμένοι γονεῖς ἐπιτυγχάνουν νά μεταδώσουν τήν πίστη τους στά παιδιά τους, ἐνῶ ἄλλοι δέν τά καταφέρνουν, ἀπάντησε:
«Μία ἀρκετά προφανής παράμετρος, περισσότερο ἐμφανής ἀπ᾽ ὅ,τι περίμενα, ἐντοπίζεται στούς γονεῖς πού παρέχουν πρότυπα. Ἄν οἱ γονεῖς δέν εἶναι συνεπεῖς, τά παιδιά δέν θά ἔχουν θρησκευτικά πρότυπα νά μιμηθοῦν. Μέ ἄλλα λόγια, μή στέλνετε τά παιδιά σας στήν ἐκκλησία, φέρτε τα οἱ ἴδιοι.
Μία ἄλλη διαπίστωση εἶναι ἡ ποιότητα τῆς σχέσης μεταξύ γονέα καί παιδιοῦ, ἡ ὁποία ἐπηρεά-ζει τήν πραγμάτωση τῆς ἐπιτυχίας ἤ μή στή μετάδοση τῆς πίστης. Αὐτό πού πράγματι ἐνδιαφέρει γιά τή θρησκευτική μετάδοση εἶναι ὁ στενός δεσμός τοῦ παιδιοῦ μέ τόν πατέρα• μετράει περισσότερο ἀπό τή στενή σχέση μέ τή μητέρα. Οἱ ζεστοί καί θετικοί γονεῖς, κυρίως οἱ πατέρες, τείνουν νά εἶναι οἱ πιό πετυχημένοι».
Ἡ πλειονότητα τῶν κοινωνιολόγων θεωρεῖ φυσικό γιά τούς ἀνθρώπους -πολύ περισσότερο μάλιστα γιά τά μικρά παιδιά- νά ἀντιλαμβάνονται τόν Θεό ὡς μία πατρική μορφή στή ζωή τους. Ἐάν ὁ πατέρας τά φροντίζει, ἔχει ὑπομονή, ἀνησυχεῖ, πιστεύουν πώς καί ὁ Θεός ἔχει τά ἴδια χαρακτηριστικά. Καί τό ἀντίθετο συμβαίνει, ὅταν ὁ πατέρας εἶναι αὐταρχικός, σκληρός, βίαιος, ἐπικριτικός, ἄτεγκτος ἤ ἀπών. Ἀκόμη καί ἄν τά παιδιά διανοητικά ἀποδέχονται ὅτι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος, ὑπομονετικός, τρυφερός καί εὐγενικός, εἶναι πολύ δύσκολο γι᾽ αὐτά νά συνδεθοῦν στενά καί βαθιά μαζί του, ἄν ὁ πατέρας τους δέν ἔχει τά ἴδια χαρακτηριστικά. Ἀνάλογα καθορίζουν τή στάση τους ἀπέναντί του. Ἀντιλαμβάνεται κανείς τό μέγεθος τῆς εὐθύνης τοῦ γονιοῦ-πατέρα ἀπέναντι στό παιδί του!
Ἡ Eliza Zhai Autry, κοινωνιολόγος τῆς Θρησκείας, σέ σχετική ἔρευνα γιά τή θρησκευτικότητα τῶν παιδιῶν πού προέρχονται ἀπό διαζευγμένες οἰκογένειες διαπιστώνει ὅτι ἡ ἐπιρροή τοῦ πατέρα εἶναι κρίσιμη καί καθορίζει ἄν τά παιδιά ὡς ἐνήλικες θά δραστηριοποιηθοῦν στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ ἐπιρροή τῶν πατέρων εἶναι μοναδική καί ζωτικῆς σημασίας. Ἡ ἐπιρροή τῆς μητέρας εἶναι σταθερή. Εἶναι πάντα ἐκεῖ. Ἀλλά κατά κάποιο τρόπο αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό». Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς φυσιολογικές οἰκογένειες, παρατηρεῖ ἡ Autry, μέσα στίς ὁποῖες τά παιδιά προσβλέπουν καί στούς δύο γονεῖς, στόν πατέρα καί στή μητέρα, ὡς πρότυπα πρός μίμηση. Ὡστόσο τά ἴδια μποροῦν νά διαμορφώσουν τή δική τους προσωπικότητα καί ὡς πρός τό θέμα τῆς πίστεως.
Καθώς ὅμως ὁ δυτικός πολιτισμός συνεχίζει νά ὑποτιμᾶ τούς ἄνδρες ὅλο καί περισσότερο καί ὅσο οἱ ἄνδρες θά ἐπιλέγουν νά ἀναλαμβάνουν λιγότερο ἐνεργό ρόλο στή ζωή τῶν παιδιῶν τους, τά κοινωνικά δεινά θά συνεχίζουν νά αὐξάνονται. Ἡ ἀπουσία τοῦ πατέρα δημιουργεῖ ἕνα δράμα στή ζωή τοῦ παιδιοῦ, ἕνα κενό στήν ψυχή του, μία πληγή ἀθεράπευτη, ἕνα τραῦμα• «πατρική πείνα» (father hunger) ὀνομάζεται στήν ψυχολογία καί εἶναι μία ἀγωνιώδης ἀναζήτηση πατρικοῦ προτύπου. Τήν πείνα αὐτή μπορεῖ νά τή στομώσει μόνο τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, πού ἀφειδώλευτα προσφέρει στά παιδιά του ἡ ἀσύνορη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσῳ τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ του. Διαφορετικά «ἡ πατρική πείνα» θά τρώει τά σωθικά τῶν παιδιῶν κάθε ἡλικίας, θά τά ὁδηγεῖ σέ ἐπικίνδυνες, σκοτεινές καί ἄνυδρες ἀτραπούς καί τότε «ἐκλείψουσιν αἱ παρθένοι αἱ καλαὶ καὶ οἱ νεανίσκοι ἐν δίψει» (Ἀμώς 8,13).
Ἀθ. Γκάτζιος
Παιδαγωγός
Στόν τόπο μου τό καλοκαίρι βαστᾶ μέχρι πού νά ᾽βγει καί ὁ Σεπτέμβης, μά ὅλοι τό ξέραμε πώς στήν οὐσία στά τέλη τ’ Αὐγούστου τέλειωνε. Ὁ Σεπτέμβρης, ὅσο ζεστός κι ἄν ἦταν, δέν ἦταν καλοκαίρι. Μαζί μέ τά χελιδόνια πού μᾶς τά ἔπαιρνε, μᾶς ἔπαιρνε καί τούς φίλους, τούς θειούς καί τίς θειές πού ἔρχονταν γιά διακοπές, μᾶς ἔπαιρνε τήν ξεγνοιασιά. Κάθε καλοκαίρι στό μικρό μου χωριό τέλειωνε μέ τήν ἴδια ἀπαράλλακτη εἰκόνα. Ἐμεῖς πού μέναμε, βλέποντάς το νά ἀδειάζει νιώθαμε τό ἄδειασμα ὅμοιο μέ κεῖνο πού νιώθαμε στήν καρδιά μας καί ᾽κεῖνοι πού ἔφευγαν ἄφηναν μέ τό δάκρυ τους σέ μᾶς κάτι ἀπό τή δική τους τήν καρδιά.
Ἔτσι ἦταν τά πράγματα ὥς ἐκεῖνο τό πικρό καλοκαίρι τοῦ 1974. Τό μικρό χωριό μου γέμισε προσφυγιά. Καί ἐπειδή τή δική μας τήν φυλή «δέν τήν βαραίνει ὁ πόλεμος κι ἐμπόδισμα δέν εἶναι, στίς κορασιές νά τραγουδοῦν καί στά παιδιά νά παίζουν» ἐκεῖνο τό καλοκαίρι ἦταν τό πιό μακρύ πού θυμᾶμαι.
Ἤμουν ἀκόμα παιδί, καί τά παιδιά εὔκολα ξεχνοῦν τό κακό. Καινούργιοι φίλοι, καινούργια παιχνίδια. Καί θά ἤμασταν ὅλοι εὐτυχισμένοι ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ μεγάλοι μέ τά μαῦρα πού μᾶς θύμιζαν πώς ἔγινε πόλεμος, οἱ γυναῖκες μέ τά μαντήλια καί τά τρομαγμένα ἀκόμα μάτια. Ἄν δέν ἀκούγαμε τίς νύχτες ἀπό τά ἀνοιχτά παράθυρα τούς θρήνους πού ἔσκιζαν τό σκοτάδι κι ἔφταναν ὥς τίς ἀλάνες πού ὥς ἀργά παίζαμε.
Σάν τέλειωσε ὁ Αὔγουστος τίποτα δέν ἄλλαξε στό χωριό μου. Κανένας φίλος δέν γύρισε ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἦρθε, κανένα σπίτι δέν ἄδειασε. Ὁ Σεπτέμβρης μᾶς βρῆκε ὅλους μαζί ντόπιους καί πρόσφυγες μέ ἄδεια τήν καρδιά καί γεμάτο τό χωριό.
Ἦταν, θυμᾶμαι, λίγο πρίν ἀνοίξουν τά σχολεῖα καί ὁ καινούργιος δάσκαλος εἶχε ἤδη ἔρθει στό χωριό καί καθόταν μαζί μέ τούς ἄνδρες στό καφενεῖο. Ἐγώ πού εἶχα τελειώσει τό Δημοτικό πλησίασα μέ πιό πολύ θάρρος νά τόν δῶ ἀπό κοντά. Ἦταν νέος καί μοῦ φάνηκε συμπαθητικός.
- Δάσκαλε, ἄκουσα νά λέει ὁ γερο-Θωμᾶς, πού πλησίαζε τά ἐνενήντα καί ἦταν ἀπό τούς πρώτους πρόσφυγες πού ἦρθαν στό χωριό. Ἐσύ πού εἶσαι γραμματιζούμενος τί λές; Θά γυρίσουμε πίσω;
Στύλωσα τό ἀφτί μου ν’ ἀκούσω τί θά ἔλεγε ὁ δάσκαλος. Παράξενο, ἐκεῖνος δέν εἶπε τίποτα, μόνο ἔκλαψε.
- Δάσκαλε, γιατί δέν μ’ ἀπαντᾶς, ἐπέμενε ὁ γερο-Θωμᾶς, θά γυρίσουμε στά σπίτια μας;
- Θά γυρίσουμε, παππού, θά γυρίσουμε! ἀπάντησε ἀργά - ἀργά ὁ δάσκαλος καί χάιδεψε μέ στοργή τό γέρικο χέρι π’ ἀκουμποῦσε στό μπαστούνι.
Ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔνιωσα πώς μεγάλωσα, ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔχασα τήν ξεγνοιασιά μου. Δέν ἤμουν πρόσφυγας, ὅμως κατάλαβα τί σημαίνει μοιρασμένη πατρίδα, καί ἀγάπησα τούς πρόσφυγες μέ ὅλη τήν καρδιά μου.
Ὁ γερο-Θωμᾶς ἔγινε μιά ἀπό τίς ἔγνοιες μου. Ὅλο τάχα τυχαῖα περνοῦσα ἔξω ἀπό τό σπίτι του καί ὅλο ἔβρισκα ἀφορμές νά κουβεντιάζω μαζί του.
- Ἄχ, παιδί μου, μοῦ εἶπε μιά μέρα, ἄφησα τήν κυρά μου, τρεῖς μέρες πεθαμένη σέ νιόσκαφτο τάφο. Οὔτε σταυρό δέν πρόλαβα νά στήσω, οὔτε τρισά- γιο νά τῆς κάνω.
- Παιδιά δέν ἔχεις, παππού, τόν ρώτησα.
Ἄνοιξε τή χούφτα του καί τέντωσε ὅλα τά δάκτυλά του.
- Πέντε, μοῦ ἀπάντησε. Ὅλα στήν Ἀγγλία, κι οὔτε πού ξέρουν γιά τή μάνα τους, δέν πρόλαβα νά τούς τό γράψω.
- Καί δέν σ’ ἔψαξαν, παππού; ρώτησα ὅλο ἀπορία.
- Ξέρω κι ἐγώ παιδί μου; ἀπάντησε ὁ γέρος καί τόν πῆρε τό παράπονο.
Ὁ γερο-Θωμᾶς εἶχε ἕνα μικρό τρανζιστοράκι καί τό ἀκουμποῦσε, τό κολλοῦσε πές καλύτερα, πάνω στ’ ἀφτί του κάθε φορά πού ξεκινοῦσε ἡ ἐκπομπή «Ἀναζητήσεις μέσῳ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ». Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκείνη τή μέρα πού ὁ ἐκφωνητής εἶπε: «Τόν Θωμᾶ Γεωργίου, 89 ἐτῶν, ψάχνουν τά παιδιά του Ἀνδρέας, Μάριος, Γεωργία, Παρασκευή καί Ἑλένη. Ὅποιος γνωρίζει κάτι γι’ αὐτόν νά ἐπικοινωνήσει μέ τά γραφεῖα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ».
Ἄφησα τόν παππού νά κλαίει ἀπό τή χαρά του καί ἔτρεξα στόν δάσκαλο.
Στίς 10 τοῦ Σεπτέμβρη ὁ γιός του ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τόν ἐγγονό του Θωμᾶ ἦρθαν καί τόν βρῆκαν στό χωριό. Τόν πίεζαν νά τόν πάρουν μαζί τους στήν Ἀγγλία, μά ἐκεῖνος δέν ἤθελε οὔτε νά τό ἀκούσει.
- Μέ καρτερᾶ ἡ μάνα σου, γιέ μου, τοῦ εἶπε ὅταν ἐκεῖνος ἐπέμενε. Πρέπει νά τῆς κάνω σταυρό! Ξέρεις τί σημαίνει μνῆμα δίχως σταυρό; Τουρκάλα δέν ἦταν, γιέ μου, ἡ μάνα σου καί τήν ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία.
- Ποῦ θά πάει; Σιγά - σιγά θά τόν πείσω, μοῦ εἶπε αἰσιόδοξα ὁ κυρ-Ανδρέας.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ παππούς ἐπέμενε νά πᾶνε ὅλοι μαζί στήν πόλη. Ζήτησε ἀπό τή μάνα μου νά πάρουν καί μένα μαζί τους.
- Τώρα πού εἶσαι ἐδῶ νά παραγγείλουμε τό σταυρό γιά τόν τάφο τῆς μάνας σου νά εἶναι ἕτοιμος ὅταν γυρί- σουμε πίσω. Καί θέλω νά εἶσαι καί σύ, παιδί μου, -γύρισε καί εἶπε σέ μένα- γιά νά ξέρεις ποιός σταυρός εἶναι, μή μέ γελάσουν ἐπειδή εἶμαι γέρος.
Παραγγείλαμε τόν σταυρό καί γυρίσαμε πίσω. Ὁ γέρος ἦταν πιά ἥσυχος.
Ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ στίς 14 τοῦ μήνα ἡ καμπάνα κτύπησε πένθιμα. Ὁ γερο-Θωμᾶς ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή αἰώνια πατρίδα.
Ὅλο τό χωριό, ντόπιοι καί πρόσφυγες, ἦταν ἐκεῖ ὅταν ἡ γῆ τοῦ χωριοῦ μου δεχότανε στά σπλάχνα της τόν πρῶτο πρόσφυγα. Ὁ σταυρός πού ὁ ἴδιος παρήγγειλε στήθηκε πάνω στό λιτό του μνῆμα.
Πέρασαν 40 χρόνια! Τά κόκκαλα τοῦ γερο-Θωμᾶ ἔγιναν ἕνα μέ τό χῶμα τοῦ χωριοῦ μου καί ὁ σταυρός πού μένει ἐκεῖ στημένος θυμίζει πώς ἀνήκει καί σ’ ἕναν ἄλλο τάφο καί ἀνανεώνει τήν ἐλπίδα πώς κάποτε δυό χέρια θά τόν σηκώσουν μαζί μέ τά κόκκαλα τοῦ παπποῦ Θωμᾶ γιά νά τόν μεταφέρουν ἐκεῖ, ἐκεῖ πού ἔμεινε ἡ καρδιά καί ἡ κυρά τοῦ γερο-Θωμᾶ. Ἐκεῖ πού σέ κανένα μνῆμα πιά δέν ἄφησαν σταυρό. Καί τότε θά εἶναι Ἀνάσταση!
Ε.Β.
Τό ΙΒ΄ Ἐκπαιδευτικό Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Ὀρθόδοξη Ἀδελφότητα "Χριστιανική Ἐλπίς" μέ θέμα ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ κατέληξε στά ἀκόλουθα:
1. Στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ὑπάρχει ἄμεση σχέση μεταξύ τῶν ὅρων παιδεία - ἀγωγή καί μόρφωση, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ἀγωγῆς. Τό ἀνθρωπολογικό καί παιδευτικό ἰδεῶδες τῆς Ρωμιοσύνης εἶναι ὁ πεπληρωμένος θείας σοφίας ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διαμορφώνεται μέσα στό πνευματικό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ παιδεία μας ὀφείλει νά εἶναι θεοκεντρική. Ἐντούτοις στήν ἱστορική μας σάρκα παρασιτεῖ καί ἡ ἀλλοτρίωση, στήν ὁποία ἰδιαίτερα συνέβαλε ὁ Διαφωτισμός. Ἡ σημερινή πλανητική κοινωνία ἀπαιτεῖ παγκόσμια σχήματα, ὅπως ὁ διπλός οἰκουμενισμός, πολιτικός καί θρησκευτικός καί ἡ πανθρησκεία. Τό πρόβλημα τῆς ἐκπαίδευσής μας εἶναι ἡ ἀπουσία ὁραμάτων, ἐμπνεομένων ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας. Ὡστόσο ὑπάρχει ἐλπίδα, ἀρκεῖ νά μή γκρεμίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς καί θάψουμε ζωντανή τήν ψυχή μας.
2. Ἐπιστάτης τῆς ψυχῆς, παιδαγωγός τοῦ ἤθους, φροντιστής τοῦ λογικοῦ, ἐπιμελητής τῆς καρδιᾶς, εἶναι ὁ δάσκαλος. Πολλαπλός καί πολυδιάστατος εἶναι ὁ ρόλος του σήμερα. Τό Σύνταγμα τοῦ 1975, ὁ νόμος 1566/1985, τό προεδρικό διάταγμα 201/1998 τά Ἀναλυτικά Προγράμματα καί τό Διαθεματικό Ἑνιαῖο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδῶν ὁρίζουν σκοπούς καί θέτουν στόχους τούς ὁποίους ὀφείλει νά ἐπιτύχει τό ἐκπαιδευτικό σύστημα καί οἱ ὁποίοι ἀποβλέπουν στήν ἠθική καί πνευματική ἀνάπτυξη τῶν μαθητῶν, στήν καλλιέργεια ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης, καί στήν ἀπόκτηση ὅλων ἐκείνων τῶν δεξιοτήτων, ψυχικῶν καί σωματικῶν, πού βοηθοῦν τό παιδί στήν ἰσορροπημένη ἀνάπτυξη καί σέ ἁρμονική συνύπαρξη μέ τό περιβάλλον, φυσικό καί κοινωνικό. Ὁ δάσκαλος ὡς φορέας ἀξιῶν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τούς μαθητές του πιό πέρα ἀπό τή διδακτέα ὕλη. Ἐξάλλου ὑπάρχουν τρόποι νά ἐπέμβει καί στήν διδακτέα ὕλη (ἐθνικοθρησκευτικές γιορτές, εὐέλικτη ζώνη, προγράμματα φιλαναγνωσίας, περιβαλλοντικῆς ἐκπαίδευσης). Ὁ ἐνθουσιασμός εἶναι τό πλέον ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιά νά ἀγγίξουμε τίς ψυχές τῶν παιδιῶν καί νά τά παρακινήσουμε σέ πρωτοβουλίες.
3. Γιά νά μπορεῖ ἡ πολιτεία νά ἀνταποκριθεῖ στούς γρήγορους ρυθμούς μέ τούς ὁποίους ἐξελίσσεται ἡ κοινωνία, ὀφείλει νά καταρτίζει καί νά ἐνημερώνει συνεχῶς, μέ διαρκῆ καί ἔγκυρη ἐπιμόρφωση τούς ἐκπαιδευτικούς πού ἐπιτελοῦν ἔργο ὑψηλῆς κοινωνικῆς εὐθύνης. Ἡ πρόοδος, ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξη, ὁ πολιτισμός καί ἡ συνοχή τῆς κοινωνίας ἐξαρτῶνται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τήν ποιότητα τῆς ἐκπαίδευσης καί κατ’ ἐπέκταση ἀπό τή συμβολή καί την προσπάθεια του δασκάλου. Τό νομικό πλαίσιο πού διέπει τήν λειτουργία τοῦ σχολείου δίνει μεγάλα περιθώρια ἐλευθερίας καί δράσης στόν χριστιανό ἐκπαιδευτικό. Ὀφείλει νά τό γνωρίζει καί νά κινεῖται μέ σοφία καί σύνεση. Ὁ νόμος δέν ἀποτελεῖ τροχοπέδη, ἀλλά ἀσφαλίζει ἀπό λάθη καί ἀστοχίες.
4. Τό σύγχρονο ἑλληνικό σχολεῖο προτάσσει τή σημασία τῶν ἐρευνητικῶν ἐργασιῶν (project) καί τῶν προγραμμάτων καινοτόμων δράσεων (περιβαλλοντικῆς ἐκπαίδευσης, ἀγωγῆς ὑγείας, πολιτιστικῶν θεμάτων) ὡς γνωστικοῦ φορέα προαγωγῆς καί ἀνέλιξης τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί μαθητῶν. Ἡ ποικίλη θεματολογία τους καλύπτει τό ἐνδιαφέρον ὅλων τῶν εἰδικοτήτων Ἡ συμμετοχική διαδικασία τοῦ μαθητοκεντρικοῦ μοντέλου, πού προϋποθέτουν οἱ παραπάνω ἐργασίες καί δράσεις, βγάζει τόν μαθητή ἀπό τά «στεγανά» τῆς τάξης καί διευρύνει τόν ὁρίζοντα τῶν ἐνδιαφερόντων του μέσα ἀπό ἔρευνα καί βιωματικές προσεγγίσεις. Ὁ ρόλος τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, ρόλος συνοδοιπόρου καί συνερευνητή τῆς παιδικῆς περιέργειας, εἶναι ἀπόλυτα ταυτισμένος μέ τόν σκοπό, τούς στόχους πού θέτουν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές, ἐνῶ ἡ κατάθεση τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας εἶναι ἡ ἀσφαλής δικλείδα γιά τή σωστή κατεύθυνση.
5. Ἡ κλιμακούμενη οἰκονομική κρίση ἔφερε στό φῶς τήν ὑποβόσκουσα βιούμενη ἠθική κρίση. Οἱ μαθητές μας, συχνά πιστά ἀντίγραφα τοῦ οἰκογενειακοῦ πειβάλλοντος, μεταφέρουν στίς σχολικές τάξεις μία γενικευμένη σύγχυση τῆς σύγχρονης οἰκογένειας. Τά οἰκογενειακά προβλήματα, οἱ πάσχουσες σχέσεις τῶν συζύγων, ἡ ἀπουσία ἐπικοινωνίας γονέων καί παιδιῶν, ἡ ἀνυπαρξία ἰδίως τοῦ πατέρα εἶναι μερικές μόνο ἐκφάνσεις τοῦ «παγκοσμιοποιημένου» μας σύγχρονου νεοελληνικοῦ τρόπου βιοτῆς.
Ὑπάρχουν ὅμως δάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι κάνουν κατάθεση ψυχῆς προσπαθώντας νά πιάσουν τούς ἐσώτερους χτύπους τῶν παιδικῶν καί προπάντων τῶν ἐφηβικῶν καρδιῶν. Εἶναι αὐτοί πού κοιτάζοντας τούς μαθητές τους κατάματα τολμοῦν νά θυσιάσουν καί νά θυσιαστοῦν, ζώντας τό «μαρτύριο τῆς μαρτυρίας». Αὐτοί βροντοφωνάζουν μυστικά καί μέ τόν τρόπο τους ὅτι ἀξίζει νά εἶσαι δάσκαλος. Αὐτόν τόν ζωντανό δάσκαλο ἔχει ἀνάγκη τό σύγχρονο σχολεῖο, ἄν θέλει νά ἐπιτελέσει τή ζωογόνο ἀποστολή του, σέ μία παραπαίουσα παιδεία πού ἀναζητᾶ ἐναγωνίως πνευματικό ὀξυγόνο.
ΨΗΦΙΣΜΑ
Κατά καιρούς ἡ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἐξαίρει τό ἔργο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καί τόν συγχαίρει γι’ αὐτό. Δέν κάνει ὅμως τίποτε γιά νά ξαναβρεῖ ὁ δάσκαλος τήν χαμένη του ἀξιοπρέπεια. Τόσο ἡ ἀπαξίωση τῆς κοινωνίας ὅσο καί ἡ οἰκονομική του καταρράκωση τοῦ κόβουν τά φτερά καί τόν ἐμποδίζουν νά λειτουργήσει ὅπως θά ἤθελε. Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ξαναβρεῖ ὁ ἐκπαιδευτικός τήν ἀναγνώριση πού τοῦ ἀξίζει. Ζητοῦμε ἀπό τήν Πολιτεία καί τήν Κοινωνία νά ἀγκαλιάσουν καί νά στηρίξουν τόν δάσκαλο ὡς ἀναστηλωτή τοῦ Γένους καί οἰκοδόμο τοῦ μέλλοντος. Τόν σωστό προσανατολισμό του θά βρεῖ τό σχολεῖο μόνο ὅταν στοιχηθεῖ στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Αὐτήν ἀπαιτοῦμε νά σεβασθεῖ τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τόσο μέ τά διατάγματά του ὅσο καί μέ τά σχολικά ἐγχειρίδια.
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Στ. Ν. Σάκκου
Γεγονός ἱστορικό, ἀληθινό, γεμάτο νόημα, χάρη καί ζωή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Στίς ἱστορικές συντεταγμένες καί στό πνευματικό του νόημα ξεναγοῦν τά ἄρθρα τοῦ βιβλίου.
Σελίδες 140, ἔκδοση Α΄
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ", Γ. Μπακατσέλου 5, Θεσ/νίκη, τηλ. 2310 274518
ἤ μπεῖτε στο ἠλεκτρονικό μας βιβλιοπωλεῖο http://books.apolytrosis.gr/el/
Φαντάζονται πολλοί στίς μέρες μας, ὅταν αὐτάρεσκα καί μέ στόμφο μιλοῦν γιά κοινωνική ἐπανάσταση ἐνάντια στό κατεστημένο, γιά τήν πάταξη τοῦ κεφαλαίου τῆς ἀδικίας καί τήν ἀνύψωση τοῦ πτωχοῦ, ὅτι εἶναι οἱ πρῶτοι ἤ τουλάχιστον ἀπό τούς πρώτους ἐκείνους πού σκέφτηκαν καί τόλμησαν νά στιγματίσουν καυτά ἕνα τέτοιο καυτό θέμα. Εἶναι κι αὐτό ἕνα σημάδι τῶν καιρῶν μας πού ἀγνοοῦν ἤ ἐθελοτυφλοῦν μπρός στήν ἱστορία καί καταντοῦν γι’ αὐτό σέ γελοῖες διακηρύξεις.
Χιλιάδες χρόνια πρίν ἀπό μᾶς καί ἑκατοντάδες χρόνια πρό Χριστοῦ, ἕνας θεόπνευστος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὕψωνε τή φωνή του καί μαστίγωνε μέ τόν πύρινο λόγο του τούς πλουτοκράτες καί τούς ἀσεβεῖς ἰθύνοντες τῆς ἐποχῆς του. Τή σκέψη του φώτιζε ὁ ἅγιος νόμος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπογυμνώνει καί τά πιό μύχια καί σκοτεινά κίνητρα· τήν καρδιά του φλόγιζε ὁ ἱερός ζῆλος γιά τήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν κάθαρση τοῦ λαοῦ· τόν λόγο του νεύρωνε ἡ παρρησία, πού τοῦ ἔδινε ἡ συνείδηση ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος Κυρίου Παντοκράτορος. Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις καί μ’ αὐτές τίς διαθέσεις, ὁ Ἠσαΐας ἀπηύθυνε ἕξι φοβερά «οὐαί» σέ ὅσους γίνονται αἰτία νά ὑψώνουν κραυγή δικαιώσεως οἱ πτωχοί καί ἀδικημένοι τῆς γῆς.
1. Ἀλίμονο στούς πλεονέκτες
«Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού χτίζουν τό σπίτι τους κολλητά στό ἄλλο καί πλησιάζουν τά σύνορα του χωραφιοῦ στό ἄλλο, μέ σκοπό νά ἀφαιρέσουν κάτι ἀπό τόν πλησίον. Μήπως μόνοι σας θά κατοικήσετε πάνω στή γῆ; Ἔφτασαν αὐτά στ’ αὐτιά τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων· ἀκόμη κι ἄν γίνουν σπίτια πολλά, μεγάλα καί ὡραῖα, θά μείνουν ἔρημα καί δέν θά κατοικοῦνται. Ἐκεῖ πού ἐργάζονται δἐκα ζευγάρια βόδια, θά δώσουν ἕνα πιθάρι, κι αὐτός πού σπείρει ἕξι δισάκια, θά κάνει τρεῖς τουρβάδες». Ἔτσι ξεσκεπάζεται καί στηλιτεύεται ἡ πλεονεξία, πού συνδέεται μέ τήν ἀδικία καί τήν ἀπατεωνία. Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ κάνει αὐτούς πού σωρεύουν πλοῦτο εἰς βάρος τοῦ συνανθρώπου, νά μήν ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά πού ἄνομα ἀποκτοῦν.
2. Ἀλίμονο στούς ἀσώτους
«Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού μόλις ξυπνοῦν τό πρωί λαχταροῦν γιά πιοτό καί πίνουν μέχρι τό βράδυ· τό κρασί θά τούς κατακάψει. Πίνουν κρασί μέ κιθάρα καί ψαλτήρι καί τύμπανα καί αὐλούς καί δέν παρατηροῦν τά ὅσα ὁ Κύριος ἐργάζεται καί δέν προσέχουν τά ἔργα τῶν χειρῶν του. Ἔ, λοιπόν, ὁ λαός μου θά σκλαβωθεῖ, ἐπειδή δέν ἔδωσε σημασία στον Κύριο, καί πολλοί θά πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα καί τή δίψα γιά νερό. Ὁ ἅδης θά πλατύνει τήν ψυχή του καί θά ἀνοίξει διάπλατα τό στόμα του, γιά νά μήν τοῦ ξεφύγει τίποτε, κι ἐκεῖ θά κατεβοῦν οἱ ἔνδοξοι κι οἱ μεγάλοι κι οἱ πλούσιοι κι οἱ λοιμικοί. Θά καταπέσουν οἱ ἄνθρωποι καί θά ξευτελιστοῦν οἱ ἐπίσημοι ἄνδρες καί τά μάτια τά περήφανα θά ταπεινωθοῦν. Θά ὑψωθεῖ ὁ Κὐριος τῶν δυνάμεων μέ τήν κρίση του καί θά δοξασθεῖ ὁ Θεός ὁ ἅγιος μέ τήν δικαιοσύνη. Θά βοσκήσουν οἱ ἁρπαγμένοι σάν ταῦροι στίς ἐρημιές καί θά φᾶνε οἱ αἰχμαλωτισμένοι σάν ἀρνιά». Μ’ αὐτά τά λόγια περιγράφεται ἡ ἀσωτία, πού ἔρχεται ὡς συνέπεια τοῦ πλούτου. Οἱ ἄσωτοι δέν ζοῦν τή ζωή τους· μόνο τήν ξοδεύουν. Ἀλλά τό μεγάλο κακό εἶναι ὅτι τυφλωμένοι ἀπό τό μεθύσι τους δέν μποροῦν νά δοῦν τόν Θεό. Γι’ αὐτό, αὐτοί, οἱ βουλιαγμένοι στά ἀγαθά, θά πεθάνουν ἀπό πεῖνα καί δίψα. Θά δυστυχήσουν καί οἱ φτωχοί πού ὀνομάζονται ἀπό τόν προφήτη ἀρνιά, ἀλλά καί οἱ πλούσιοι καί ἐπίσημοι ἄνδρες πού ὀνομάζονται ταῦροι. Κι αὐτῶν ἡ δυστυχία θά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τῶν φτωχῶν.
3. Ἀλίμονο στούς ὑβριστές
«Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού σάν μέ μακρύ σχοινί τραβοῦν τίς ἁμαρτίες καί τίς ἀνομίες σάν μέ λουρίδα ζυγοῦ ἀγελάδας, αὐτοί πού λένε· Ἄς κάνει γρήγορα ὅ,τι ἔχει νά κάνει, γιά νά δοῦμε, κι ἄς συντελεσθεῖ τό σχέδιο τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ, γιά νά μάθουμε». Ἡ ἀναλγησία συνδυασμένη μέ τή θεοεμπαιξία, ἡ βρισιά μέ τήν ὕβριν ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτή τήν ἐπίθεση τοῦ Ἠσαΐα. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτάνουν, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί μέσα γιά νά ἐπεκτείνουν τήν ἁμαρτωλή μανία. Σάν μέ μακρύ σχοινί τραβοῦν τίς ἁμαρτίες, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἔτσι βάζουν θηλειά στό λαιμό τους. Σάν μέ λουρί ζυγοῦ ἕλκουν τήν ἀνομία, ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς γίνεται ζυγός στόν τράχηλό τους, πνευματική αὐτοκτονία καί σκλαβιά.
4. Ἀλίμονο στούς διεστραμμένους
«Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού λένε τό πονηρό καλό καί τό καλό πονηρό, σ’ αὐτούς πού θεωροῦν τό σκοτάδι γιά φῶς καί τό φῶς γιά σκοτάδι, σ’ αὐτούς πού θεωροῦν τό πικρό γιά γλυκύ καί τό γλυκύ γιά πικρό». Ἐδῶ χτυπιέται ἡ πιό φοβερή κατάντια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγαλύτερή του ἁμαρτία· ἡ ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν καί ἡ ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων. Αὐτό εἶναι τό τελευταῖο σκαλοπάτι, πού μπορεῖ νά κατεβεῖ ἡ ἀνθρωπότης, πρίν κατακρημνισθεῖ.
5. Ἀλίμονο στούς ἀλαζόνες
«Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού μόνοι τους χαρακτηρίζουν τούς ἑαυτούς τους συνετούς καί φαίνονται στά δικά τους μάτια ἐπιστήμονες». Πρόκειται γιά τούς αὐτοδικαιούμενους, τούς κούφιους οἰηματίες ἤ τούς νταῆδες, πού βγάζουν πιστοποιητικό ἁγιότητος γιά τόν ἑαυτό τους καί εἰσιτήριο πρώτης θέσεως γιά τόν παράδεισο.
6. Ἀλίμονο στούς ἀδίκους
«Ἀλίμονο στούς ἰσχυρούς ἀπό σᾶς, πού πίνουν κρασί καί στούς δυνάστες, πού ἀνακατεύουν τό πιοτό, αὐτούς πού δίνουν τό δίκαιο στόν ἀσεβῆ, γιατί δωροδοκοῦνται, καί ἀφαιροῦν τό δίκαιο τοῦ δικαίου. Γι’ αὐτό, ὅπως καίγεται τό καλάμι ἀπό τή φωτιά τοῦ κάρβουνου καί κατακαίεται ἀπό ἄπληστη φλόγα, ἔτσι ἡ ρίζα τους θά γίνει σάν χνούδι καί τό λουλούδι τους θά ἐξανεμισθεῖ σάν σκόνη· γιατί δέν θέλησαν τόν νόμο τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἀλλά ἐξερέθισαν τίς ἐντολές τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ». Ὁ Ἠσαΐας χτυπᾶ τούς ἄρχοντες καί τούς ἡγέτες, πού ἀδικοῦν τόν πτωχό καί δικαιώνουν τόν πλούσιο, πού κάνουν κατάχρηση τῆς ἐξουσίας τους κι ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τήν καλοπέρασή τους. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἀπορρίπτουν καί καταπατοῦν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀπορρίψει καί θά τούς παραδώσει στή φωτιά τῆς ὀργῆς του καί ὁ Θεός.
* * *
Αὐτά τά ἔλεγε ὁ Ἠσαΐας γύρω στά 750 π.Χ. Σήμερα, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μέ τά ἴδια ἁμαρτήματα, μέ τόν ἴδιο ξεπεσμό. Πλεονέκτες, ἄσωτοι, ὑβριστές, διεστραμμένοι, ἀλαζόνες, ἄδικοι. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ζωντανός καί «τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν» (Ἑβρ 4,12) ἀπευθύνεται καί σήμερα τό ἴδιο ἀληθινός καί φοβερός σ’ αὐτούς πού καταπατώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καταπατοῦν τόν συνάνθρωπο. Καί μηνᾶ σέ ὅλους μας ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη ὅπου δέν ὑπάρχει εὐσέβεια καί πίστη.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 88-89