(Ἀφιερωμένο στούς κατηχητές τῆς Ἐκκλησίας μας,
πού ὑπακούοντας στό κάλεσμα τοῦ θείου Σποριᾶ
δουλεύουν μέ ζῆλο κι ἐπιμονή γιά τήν καλλιέργεια τῶν ψυχῶν).
Ἐπέστρεψα περασμένα μεσάνυχτα. Ἔσυρα τά πόδια μου κουρασμένα, Θεέ μου, μπροστά σου. Ἕνας ἀγέρας ἀπογοήτευσης φυσᾶ στήν καρδιά μου. Τόσος κόπος, τόσος ἱδρώτας, τόση ἀγωνία... ὅλα «εἰς μάτην». «Ἐπιάσαμεν οὐδέν».
Μ᾿ ἀκοῦς, Θεέ μου; Στό κάλεσμά σου, «δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἔδωσα τό παρόν. Εἶπα· θά δαπανήσω τό "εἶναι" μου στήν ἱερή διακονία. Καί τώρα;
Τά κουρασμένα μου πόδια λύγισαν. Ἐκεῖ μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο ἔμεινα ὥρα πολλή. Ἔνιωσα μέσα βαθιά μου τό γλυκό του ψίθυρο νά φθάνει σάν παρηγοριά, σάν βάλσαμο, σάν ἀχτίδα φωτός μές στά χαλάσματα. Τόν ἔνιωσα νά φορᾶ τό λέντιο μέ τήν ἴδια στοργική ἀγάπη, πού ἔδειξε στούς μαθητές του τό βραδινό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί νά σφουγγίζει τά μέλη μου τά κοπιασμένα. Τούτη ἡ περιποίησή του μ᾿ ἄφησε νά καταλάβω πώς γιά Κεῖνον μέτρησε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὁ κόπος, τό δόσιμο, ἡ προσπάθεια, ἡ ἐπιμονή, ἡ λαχτάρα μου νά μοιραστῶ μαζί του τοῦτο τό σκληρό ἔργο.
Ἐκεῖ, στοῦ ταμείου μου τή μόνωση, ἔφερα μπροστά του ὅλες τίς ψυχές, πού φάνηκαν ἀπρόθυμες στοῦ λόγου τή σπορά· ὅλες ἐκεῖνες τίς ὑπάρξεις, πού ἔμειναν ἀδιάφορες στῆς ἀγάπης του τήν προσφορά τήν ἀκούραστη· ὅλες ἐκεῖνες τίς καρδιές, πού στάθηκαν ψυχρές στό κάλεσμά του τό λυτρωτικό. Τίς θυμηθήκαμε μαζί. Καί γινόταν τούτη ἡ θύμησή τους ὥρα μέ τήν ὥρα ἐλπιδοφόρο μήνυμα γιά πλούσια καρποφορία. Ἴσως νά ᾿ταν πιό ἐντυπωσιακό, ἄν εἶχα συναντήσει ψυχές πρόθυμες, θερμές καί καρδιές ἀνοιχτές στό κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ... Μά Ἐκεῖνος μοῦ τό ᾿πε πώς ὅσοι σήμερα φωνάζουν «ὡσαννά», ἴσως αὔριο θά ζητοῦν «σταυρωθήτω». Δέν ἀποκλείεται ὅμως ἀργότερα κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς μετανοιωμένοι καί κατανενυγμένοι νά ρωτοῦν· «τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;».
Ἀργά καί σταθερά καί σίγουρα κατεργάζεται τή σωτηρία τῶν ψυχῶν ὁ Λυτρωτής. «Αὐτομάτῃ γάρ ἡ γῆ καρποφορεῖ». Ἀργά καί σταθερά καί σίγουρα μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ὀργώνουμε στόν ἀγρό τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσευχή. Κείνη τήν νύχτα μοῦ ᾿μαθε ὁ Ἰησοῦς, ἐκεῖ στοῦ ταμείου μου τή μόνωση, ὅτι τά μεγαλύτερα ἔργα εἶναι ἐκεῖνα τά σιωπηρά καί ἀφανῆ, πού πετυχαίνει ἡ ψυχή στά γόνατα. Εἶναι τό ἱερό μυστικό τῶν ἐργατῶν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός ξημερώνει ἄλλη μία Κυριακή. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἔνδοξη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα γιά ἐκκλησιασμό στό πρόγραμμα ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Ταξιάρχη στό Μπαλατά. Βρίσκεται στήν περιοχή τοῦ Φαναρίου, ἀπό τή μεριά τοῦ Κεράτιου. Τήν εἴδηση γιά τή θεία Λειτουργία στόν Ταξιάρχη μάθαμε ἀπό τήν «Ἀπογευματινή», τήν τοπική ἐφημερίδα τῆς Ρωμιοσύνης, πού μᾶς προμήθευσαν φιλικά χέρια ὁμογενοῦς.
Μιᾶς καί ἡ λειτουργία ξεκινᾶ κάπως ἀργά, ἔχουμε ὅλη τήν ἄνεση νά καμαρώσουμε τόν Κεράτιο. Παρά τίς βροχές πού προηγήθηκαν, μοιάζει ἤρεμος. Ἀνηφορίζουμε στά στενά δρομάκια τῆς συνοικίας. Σέ μιά ψηλή σιδερένια πόρτα, πού κρύβει μαζί μέ τόν ἀκόμη πιό ψηλό μαντρότοιχο ὅ,τι ὑπάρχει πίσω της, σταματοῦμε. Ἡ δίγλωσση ἐπιγραφή πού ὑπάρχει μᾶς ἐνθαρρύνει, πώς δέν λαθέψαμε. Περνοῦμε στό ἐσωτερικό. Ἕνας ἄλλος κόσμος ξανοίγεται μπρός μας. Κλείνουμε πίσω μας τή βαρειά πόρτα. Ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν κανείς δέν ὑποπτεύεται τί συμβαίνει ἐδῶ μέσα.
Νά ὁ ναός! «Ἔτος 1833», διαβάζω. Φῶς ἱλαρό, εἰκόνες ἁγίων, γλυκειά, σιγανή, ἤρεμη ψαλμωδιά, ζεστασιά, ἀνάπαυση ψυχῆς καί σώματος. Νά ὁ ἐπί- σκοπος· λειτουργός μαζί μέ τούς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Μπαίνουμε κάπως δειλά. Ἀνιχνευτικά ψάχνουμε τόν τόπο γιά τά κεράκια. Ὅλα ἀστράφτουν ἀπό καθαριότητα. Λάμπουν. Μά ποῦ εἶναι τό ἐκκλησίασμα; Στά ἀδειανά στασίδια καί στίς ὄμορφες καλογυαλισμένες θέσεις βρίσκεται μόνο μιά κυρία... Προστεθήκαμε κι ἐμεῖς οἱ πέντε καί ὁ ἀριθμός τοῦ ἐκκλησιάσματος αὐξήθηκε θεαματικά! Ἡ Λειτουργία προχωρᾶ. Ὡστόσο κανείς δέν θά ξανανοίξει τήν πόρτα. Οἱ πιστοί θά παραμείνουμε ἕξι ὥς τό τέλος...
Αἰσθάνομαι ἕνα μούδιασμα στήν καρδιά. Ὅπως μάθαμε στό τέλος ἀπό τήν κυρία Κυριακή, τήν συνεκκλησιαζόμενή μας, ὁ ναός εἶναι σχεδόν ἔρημος ἀπό ἐνορίτες. Ὅμως ἡ τάξη, ἡ ἁρμονία, ἡ καθαριότητα, ἡ ἀνακαίνιση παντοῦ σέ ξεγελοῦν, σάν τίποτε νά μήν ἔχει ἀλλάξει ἀπό τόν παλιό καλό καιρό. Γιατί ὅπως μαρτυρεῖ τό ὅλο κτηριακό συγκρότημα, κόσμος πολύς μπαινόβγαινε στήν αὐλή τοῦ Ταξιάρχη, κι ἠχοῦσε σάν κελάηδημα ἡ χαρακτηριστική πολίτικη λαλιά. Διαβάζω γύρω μου: «Ρωμαϊκό σχολεῖο τῆς κοινότητας», «Φιλόπτωχος ἀδελφότης», «Ἁγίασμα ἁγ. Νικολάου» καί πιό κεῖ τό παρεκκλήσι τοῦ Ταξιάρχη μέ τή θρυλική Ζουλόπετρα. Ὅλα μέ κέντρο τό ναό. Ὑπάρχει μάλιστα συνήθεια νά περνᾶ κάθε προσκυνητής τρεῖς φορές ἀπό τό στενό ἄνοιγμα τῆς Ζουλόπετρας, πού ἀγγίζει τό ἔδαφος, γιά εὐλογία. Σπεύδει καί ἡ δική μας συντροφιά νά συμμορφωθεῖ μέ τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς παράδοσης.
Καθώς περιμένω νά περάσουν κι οἱ ἄλλοι, σκέφτομαι πόσο βαθιά χαράχτηκε μέσα μου ἡ σημερινή Κυριακή. Νιώθω πώς ἡ μοναξιά καί ἡ ἐρήμωση τοῦ ναοῦ μᾶς ἔφερε κοντύτερα στόν Θεό. Ἄ, ὄχι! Δέν μετανιώνω στιγμή γιά τήν ἐπιλογή μας...
Χτές πού ἐπισκεφθήκαμε τόν πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ἄλλες σκηνές ξετυλίχθηκαν μπρός στά μάτια μας. Πρωταγωνιστές οἱ τουρίστες συμπατριῶτες μας ἀπό τήν Ἑλλάδα, χωρίς καθόλου ἐκκλησιαστική παιδεία, χωρίς θρησκευτική ἀγωγή, μήπως καί χωρίς φόβο Θεοῦ; Δέν μπορῶ νά ξέρω. Ἴσως ἀρκετοί ἀπ᾽ αὐτούς δέν γνωρίζουν οὔτε τήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας τους. Αἰσθάνεσαι σάν νά μπῆκαν οἱ βάρβαροι ἐντός τῶν πυλῶν. Τά φλάς ἀστράφτουν. Κουβέντες μεγαλοφώνως. Ὁ ἕνας φωνάζει τόν φίλο ἤ τόν συγγενῆ του. Ὁ ἄλλος ποζάρει χαμογελαστά γιά μιά ἀναμνηστική φωτογραφία. Μά γίνεται θεία Λειτουργία! ἐκπλήσσεσαι. Ἀδιάφορο. Κάποιοι ἦρθαν γιά νά δοῦν τόν πατριάρχη, ὡς ἕνα ἐπιπλέον ἀξιοθέατο αὐτῆς τῆς Πόλης, κι ἀφοῦ συντελέστηκε κι αὐτό τό «καθῆκον», θεωροῦν τήν παρουσία τους περιττή πιά μέσα στό ναό. Βγαίνουν ἔξω φωνασκώντας. Νά πάρουν καί λίγο ἀέρα, βρέ ἀδερφέ! Μέσα σέ δέκα λεπτά τῆς ὥρας ὅλοι εἴχαμε γίνει ἄνω κάτω.
Χρειάζεται ὡστόσο νά μάθουμε ὡς ἐπισκέπτες ν᾽ ἀφουγκραζόμαστε τήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης στά ἅγια αὐτά μέρη. Νά μάθουμε νά μπαίνουμε μέ σεβασμό καί εὐλάβεια στόν πατριαρχικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἤ στόν ὅποιον ἄλλο ξεχασμένο ἤ ἔρημο, ἀλλά ὄχι καί ἐρημωμένο ναό τῆς ὅποιας γειτονιᾶς τῆς Πόλης... Νά νιώσουμε τί πάει νά πεῖ νά δίνεις χαρά μέ μόνη τήν παρουσία σου στούς λιγοστούς ἐνορίτες, στούς ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού λειτουργοῦν ἐκεῖ, στούς ψάλτες -ἄν ὑπάρχουν, γιατί εἶναι τό πλέον δυσεύρετο εἶδος στόν τόπο-, ἀλλά καί στόν ἴδιο τόν ἅγιο χῶρο τῶν ναῶν, μέ τίς γλυκειές μορφές τῶν ἁγίων. Φέρνοντας ἴσως δύο κόμπους θυμίαμα ἤ λαμπάδες γιά τήν ἁγία Τράπεζα ἀπό καθαρό κερί ἤ ἔστω ἕνα πρόσφορο. Ἴσως καί τά λίγα κέρματα, πού θά ἠχήσουν κούφια στό παγκάρι, γιά τή συντήρηση καί τήν ἀνακαίνιση τῶν ναῶν. Γιά νά μήν πάψουν νά λειτουργοῦν...
Αὔριο ἐπιστρέφουμε. Νιώθω ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά. «Τήν ἄγγιξε καί πάλι ἡ ἀνατολή»1, σκέφτομαι. Φεύγουμε ἀφήνοντας κάτι ἀπό τό εἶναι μας πίσω καί «παίρνοντας κάτι ἀπό τό ἄρωμα τῆς Πόλης μαζί μας»2. «Κι οἱ πληγές πού ἀνοίχτηκαν θά πάρουν καιρό γιά νά γιάνουν»3, διάβασα κάπου. Ἄν γιάνουν καί ποτέ, συμπληρώνω. Γιατί «πεθαίνεις καί ξαναγεννιέσαι»4 σέ τούτη τήν Πόλη, ὑψώνεσαι καί καταβαραθρώνεσαι, σταυρώνεσαι κι ἀνασταίνεσαι, γιά νά τήν κουβαλᾶς γιά πάντα στήν καρδιά σου τήν αἰώνια πολυαγαπημένη Κωνσταντινούπολη.
Μικρός Ταξιδευτής
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 203-204
...................................
1-4. Κ. Σταματοπούλου, Βήματα στά Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἁγία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Τά μέλη της ἀπολαμβάνουν τήν ἀγάπη καί φροντίδα τοῦ Θεοῦ πατέρα, κληρονομοῦν τήν ἀτίμητη περιουσία του, χαίρονται τήν κοινωνία καί τόν σύνδεσμο μέ τούς ἀδελφούς, μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι ἐπίσης ἡ ἱερή στρατεία· ὅλοι οἱ πιστοί πειθαρχημένοι στόν νόμο καί τά παραγγέλματα τοῦ ἀρχηγοῦ καί τελειωτοῦ τῆς πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγωνίζονται γενναῖα καί πορεύονται σταθερά πρός τήν νίκη. Ἀλλά γιά νά οἰκειοποιηθοῦν οἱ πιστοί τόν πλοῦτο τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀξιοποιοῦν τά ὅπλα πού τούς χαρίζει ὡς ἱερή στρατεία καί νά ἀγωνίζονται φιλότιμα καί θεάρεστα τόν καλόν ἀγώνα, πρέπει πρωτίστως νά γνωρίζουν καί νά βιώνουν τήν Ἐκκλησία ὡς σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς διδάσκαλος περπάτησε πάνω στήν γῆ μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ αἰώνιος καί μοναδικός διδάσκαλος (Μθ 23,8). Οἱ δάσκαλοι τοῦ κόσμου διδάσκουν τίς ἐπιστημονικές ἀλήθειες. Οἱ ἐπιστῆμες, ὅταν ἀσκοῦνται μέ ἀγάπη (βλ. Α΄ Κο 13), καί -ὅπως ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος σοφός- δέν ἐξοβελίζουν τήν ἀρετή, βελτιώνουν τήν ζωή· συντελοῦν στήν ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση καί καταξιώνουν τήν ἐπίγεια σταδιοδρομία. Οἱ αἰώνιες ἀλήθειες, τίς ὁποῖες ἀποκαλύπτει καί μεταγγίζει ὁ διδάσκαλος Χριστός, ὁδηγοῦν στήν πνευματική ἀποκατάσταση, ἐξασφαλίζουν τήν αἰώνια σταδιοδρομία, διότι ἐλευθερώνουν καί ἁγιάζουν, χαρίζουν τήν αἰώνια λύτρωση καί δόξα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο ὁ διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἐπίσης καί ὁ μοναδικός «καθηγητής», δηλαδή ὁ καθοδηγητής πού προπορεύεται καί δείχνει στούς ἀνθρώπους τόν δρόμο γιά τήν βίωση τῆς ἀλήθειας στήν καθημερινή ζωή.
Βιβλίο στό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Βίβλος, ἡ ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὡς βοηθήματα πού διευκολύνουν καί καθοδηγοῦν στήν κατανόησή της χρησιμοποιοῦνται τά συγγράμματα τῶν ἁγίων καί θεοφόρων πατέρων καί διδασκάλων. Αὐτοί μελέτησαν, βίωσαν καί ἑρμήνευσαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀναδείχθηκαν ἄξιοι μαθητές-μιμητές τοῦ Κυρίου καί θεοφώτιστοι ὁδηγοί τῶν χριστιανῶν. Ἡ σοφία τοῦ πνεύματος καί ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τούς κατέστησε ἀσφαλές φρούριο, ὅπου συντρίβονται οἱ αἱρετικές κακοδοξίες καί πλάνες.
«Μαθητές» ὀνόμασε ὁ Κύριος τούς πρώτους ἀκολούθους του καί γνωρίζουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν εἶχε ἐπίσης τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα καί τόν ἀκόμη εὐρύτερο. Φεύγοντας μάλιστα ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀνέθεσε στούς δικούς του τήν ἀποστολή νά καταστήσουν μαθητές ὅλα τά ἔθνη· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19). Ἔτσι ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τῶν χριστιανῶν, πολύχρηστο στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, εἶναι «μαθηταί».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τήν χριστιανική πίστη, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, «χάριν» (Ρω 5,2· Ττ 2,11) καί τήν θεωρεῖ σχολεῖο, ἐκπαιδευτήριο τοῦ Θεοῦ. Γράφει στόν μαθητή του Τίτο· «Ἐπεφάνη γάρ ἡ χάρις (=ἡ χριστιανική πίστη, ἡ Ἐκκλησία) τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν» (Ττ 2,11-12). Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἀπόστολο, εἶναι νά ἐκπαιδεύει τά τέκνα της στά ἑξῆς μεγάλα μαθήματα: Νά μένουν μακριά ἀπό κάθε δογματική πλάνη (ἀσέβειαν) καί ἀπό κάθε ἠθική διαφθορά (κοσμικάς ἐπιθυμίας). Παράλληλα, νά ζοῦν σέ ἁρμονική σχέση μέ τόν ἑαυτό τους (σωφρόνως), μέ τόν συνάνθρωπο (δικαίως) καί μέ τόν Θεό (εὐσεβῶς).
Γιά νά γνωρίσει καί νά ἐφαρμόσει αὐτά τά μαθήματα ὁ πιστός, «ἀπό βρέφους» (Β΄ Τι 3,14) καί μέχρι τέλους, θά μελετᾶ τά ἱερά γράμματα καί θά ἀγωνίζεται νά τά καθιστᾶ ὁδηγό τῆς ζωῆς του. Εἶναι γνώρισμά του ἰσόβιο ἡ μαθητεία. Μ᾿ αὐτό τό φρόνημα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σέ μεγάλη ἡλικία, πορευόμενος ἤδη πρός τό μαρτύριο, ἔγραφε «νῦν ἄρχομαι μαθητής (Χριστοῦ) εἶναι» (Πρός Ρωμαίους 5).
Πράγματι, δέν ἐπαρκεῖ ἡ ζωή μας ὅλη γιά νά μελετήσουμε καί νά κατανοήσουμε τίς θεόσδοτες ἀλήθειες τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ γνώση μας θά ὁλοκληρωθεῖ καί θά τελειοποιηθεῖ στήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ἐκεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιο θά μᾶς ἀποκαλύψει ὅλη τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖ θά ἀξιωθοῦμε νά βλέπουμε τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά ἔχουμε τήν ἐμπειρική γνώση του, ἀφοῦ θά μᾶς καταστήσει «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β΄ Πέ 1, 4), μετόχους στήν δόξα του. Μέχρι τότε ὅμως ὀφείλουμε μέ ἐνδιαφέρον καί ἐπιμέλεια νά ἐντρυφοῦμε στά ἱερά λόγια τοῦ Θεοῦ, νά μαθητεύουμε στό ἅγιο θέλημά του. Αὐτή ἡ μαθητεία ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν Θεογνωσία καί τήν ἀνθρωπογνωσία, ἀφοῦ προηγουμένως ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία. Γίνεται ὁ ἀσφαλής χειραγωγός στήν ἀξιοποίηση τοῦ μοναδικοῦ προνομίου πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος νά εμαστε «διδακτοί Θεοῦ» (Ἠσ 54,13). Αὐτή ἡ μαθητεία ἐμπνέει τόν προφήτη Ἀββακούμ, ὥστε στημένος πάνω στό φυλάκιό του νά ἐντείνει ὅλες τίς αἰσθήσεις του πασχίζοντας νά ἀκούσει «τί λαλήσει ἐν ἐμοί» ὁ Κύριος (Ἀβ 2,1).
Μέσα μας, μέσα σέ κάθε θεοφιλῆ ψυχή, λαλεῖ ὁ Θεός. Εἶναι πολύ συγκεκριμένη ἡ φωνή του μετά τήν ἐνανθρώπησή του. Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὄχι μόνο ὁ «διδάσκαλος καί καθηγητής», ἀλλά καί τό μάθημα τῶν χριστιανῶν, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ 4,20). Κι αὐτό τό μάθημα, διδάσκει ἡ σχολική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, προσφέρεται ὡς λόγος ἄσαρκος στό βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀλλά καί ἔνσαρκος στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό πρῶτο προετοιμάζει τόν πιστό, τό δεύτερο τόν ἁγιάζει. Ἡ ἁγία Γραφή τόν καλλιεργεῖ, τό ἱερό μυστήριο τόν τελειοποιεῖ.
Χωρίς τά ἱερά μυστήρια ὁ Χριστιανισμός χάνει τήν λυτρωτική του δύναμη, διότι παραθεωρεῖ τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καταντᾶ θεωρία, φιλοσοφία, πού ἐλάχιστα σχετίζεται μέ τήν ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἀλλά καί χωρίς τήν μελέτη καί κατανόηση τοῦ θείου λόγου, ὁ χριστιανός βυθίζεται στό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας καί ὑποβιβάζει τά ἱερά μυστήρια σέ τυπικές τελετουργικές πράξεις.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σκιαγραφεῖ τέσσερις διαβαθμίσεις τῆς μαθητείας στόν Ἰησοῦ Χριστό, πού τίς μελετοῦμε ἀντίστοιχα:
Σ᾿ αὐτές τίς διαβαθμίσεις μπορεῖ ὁ κάθε χριστιανός νά καθρεφτίσει καί νά ζυγίσει τόν ἑαυτό του. Εἶναι δέ φανερό ὅτι, ἄν θέλουμε νά πάει μπροστά ἡ Ἐκκλησία, νά ἀνταποκριθεῖ στήν ὁδηγητική καί σωτήρια ἀποστολή της μέσα στόν κόσμο, ὀφείλει νά λειτουργήσει καί ὡς σχολεῖο. Κι ὅλα τά μέλη της νά ἀνταποκρινόμαστε στίς ὑποχρεώσεις μας ὡς μαθητές της.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 228-230
῎Εχει μέσα της κάτι τό γενναῖο, τό ἡρωικό, ἡ ἀντίσταση. ᾿Ιδιαίτερα ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ μικροσυμφέροντα καί χαμερπεῖς ἐπιδιώξεις, ἀλλά προασπίζει μεγάλα καί ἱερά ἰδανικά.
Τό θέμα ὅμως πού θά μᾶς ἀπασχολήσει σ᾿ αὐτό τό ἄρθρο εἶναι ἡ ἁγία καί ἱερή ἀντίσταση· μία ἀντίσταση πού καί τόν ἄνθρωπο γυμνάζει καί πλουτίζει καί τούς ἀγγέλους χαροποιεῖ καί τόν Θεό δοξάζει καί τή θύρα τοῦ παραδείσου ἀνοίγει καί τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐξασφαλίζει. Εἶναι ἡ ἀντίσταση στό κακό! Τή θεσπίζει καί καθιερώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τήν ὑπενθυμίζει κατ᾿ ἐπανάληψη στούς πιστούς ὁ λόγος του. Τήν ὑπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη· «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), τή διασαλπίζει ἐπίμονα ἡ Καινή Διαθήκη· «ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καί φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (᾿Ια 4, 7), τήν ἐφαρμόζουν μέ ἡρωική ἐπιμονή οἱ ἅγιοι.
῾Η πρώτη ἀντιστασιακή ἰαχή ἀντήχησε στόν οὐράνιο κόσμο· «Στῶμεν καλῶς!», παρότρυνε ὁ ἄρχων Μιχαήλ καταπαύοντας τό κατρακύλισμα τῶν οὐρανίων δυνάμεων στήν πτώση τοῦ ἐπηρμένου ῾Εωσφόρου. Κι ἔγινε ὁ ἀρχάγγελος τό πρότυπο, ὁ ἐμπνευστής καί προστάτης ὅσων προβάλλουν σθεναρή ἀντίσταση στά σκοτεινά σχέδια τοῦ πονηροῦ καί μένουν πιστοί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δυστυχῶς, δέν ἀκολούθησε τό παράδειγμα τοῦ Μιχαήλ ἡ Εὔα· δέν ἀντιστάθηκε στήν ὑπόδειξη τοῦ πονηροῦ ὄφεως. Σαγηνεύτηκε ἀπό τήν ψεύτικη ὑπόσχεσή του καί μαζί της παρέσυρε τόν ᾿Αδάμ. ῾Ο ἀντίδικος τοῦ ἀνθρώπου σατανᾶς κέρδισε ἔδαφος, ἔγινε κοσμοκράτορας. ῞Απλωσε παντοδύναμη τήν κυριαρχία του στή γῆ. Συνάντησε ὅμως συντριπτική ἀντίσταση στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η διαταγή τοῦ Κυρίου «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Μθ 4,10) τσάκισε τόν πονηρό στό ὄρος τῶν πειρασμῶν. ῾Η σταυρική θυσία του στό Γολγοθᾶ τόν συνέτριψε.
῾Ωστόσο, δέν παραιτεῖται ὁ διάβολος ἀπό τήν προσπάθεια νά μᾶς ρίξει στήν ἁμαρτία. ᾿Αμέτρητα τά φόβητρα καί τά θέλγητρα πού χρησιμοποιεῖ, παμπόνηρα τά τεχνάσματα πού σκαρφίζεται καθημερινά. Μᾶς τρομάζει ἡ σκέψη ἑνός λιονταριοῦ πού ξέφυγε ἀπό τό ζωολογικό κῆπο καί περιφέρεται ἐλεύθερα. Καί πῶς μποροῦμε νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν πολεμική πού μέ ἀσίγαστο μίσος κινεῖ ἐναντίον μας ὁ πονηρός «ὡς λέων ὠρυόμενος»; (Α´ Πέ 5,8).
Τί, λοιπόν, νά κάνουμε; Νά παραδοθοῦμε στό ἄγχος καί στίς φοβίες, βλέποντας παντοῦ σατανικές παγίδες; ῎Οχι! Μήπως, ἀντιθέτως, νά ἐφησυχάσουμε καί νά παραδοθοῦμε ἀνυποψίαστη λεία στά σκοτεινά σχέδια τοῦ πονηροῦ; ῎Οχι. Ποτέ! ᾿Ανάμεσα στή μανιακή ἀντίδραση καί στήν ἀποχαυνωτική δειλία ὑπάρχει ὁ δρόμος τῆς πίστεως. Οἱ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀρκεῖ νά ἀντιστέκονται καί θά παραμείνουν ἀλώβητοι ἀπό τίς σατανικές ἐπιβουλές, βεβαιώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «῎Αν μόνος σου δέν βλάψεις τόν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε, κανείς ἄλλος, οὔτε φίλος οὔτε ἐχθρός οὔτε κι αὐτός ὁ διάβολος μπορεῖ νά σέ βλάψει»! ῾Η ἀντίσταση στόν διάβολο εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ πιστοῦ!
᾿Αναρίθμητα τά ἡρωικά παραδείγματα τῶν ἁγίων, παραδείγματα ἀντιστάσεως μέχρις αἵματος. ᾿Από τόν γέροντα ἅγιο Πολύκαρπο, ἐπίσκοπο Σμύρνης, πού μέ σθένος νεανικό ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, μέχρι τόν ἔφηβο νεομάρτυρα ᾿Ιωάννη τόν ἐκ Μονεμβασίας, πού μέ σύνεση γεροντική ὑπέμεινε τά μαρτύρια μένοντας ἀνυποχώρητος καί μέχρι τούς μαρτυρικούς χριστιανούς τοῦ περασμένου αἰώνα, πού μέ πίστη ἀντιστάθηκαν καί τελικά συνέτριψαν ἄθεα καθεστῶτα, παρελαύνουν στρατιά ἡρωική οἱ ἀντιστασιακοί ἀδελφοί μας χριστιανοί. ῾Η ἀντίσταση εἶναι ἡ παράδοση τῆς μαρτυρικῆς ᾿Εκκλησίας μας. Φωτεινά ὁρόσημα στό πέρασμα τῶν αἰώνων οἱ πιστοί κληροδοτοῦν στίς ἐπερχόμενες γενιές ὡς καθιερωμένο τρόπο ζωῆς τήν ἀντίσταση στόν πονηρό. ᾿Αντίσταση μέ θάρρος καί ἀποφασιστικότητα, μέ τόλμη καί συνέπεια, μέ γενναιότητα καί σύνεση, μέ ἐπιμονή καί εὐγένεια.
᾿Αλλά δέν περιορίζονται στό «ἔνδοξο παρελθόν» οἱ χριστιανοί πού ἀντιστέκονται στό κακό. Καί σήμερα, πού -τό ζοῦμε καθημερινά- «ὁ διάβολος βγῆκε ἀπό τό καφκί του», ἔγινε ἀδίστακτος στήν πολεμική του, δέν λείπει -καί δέν πρέπει νά λείψει- ἡ ἀντίσταση. Στό σπίτι ἤ στό γραφεῖο, στήν ὑπηρεσία ἤ στό κατάστημα, στήν πόλη ἤ στό χωριό, μέ συντροφιά ἤ μόνος, ὁ χριστιανός ἀντιστέκεται γενναῖα στό κακό. Πρῶτα στό κακό πού κινεῖται μέσα του καί θέλει νά τόν ρίξει στά πάθη. Κι ἔπειτα σέ ὅ,τι ἄσχημο κι ἀντίθετο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δέν περιορίζεται στή στείρα ἄρνηση ἡ ἀντίσταση. Κινεῖται θετικά προσεγγίζοντας τόν Θεό· «᾿Εγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν», ὑποδεικνύει ὁ ἀδελφόθεος ᾿Ιάκωβος (4,8). Εἶναι τό πρῶτο θετικό βῆμα καί τό στέρεο θεμέλιο, ὅπου στηριγμένος ὁ πιστός δίνει τή μάχη τῆς ἀντίστασης μέ ἐπίγνωση. ῞Οσο πλησιάζουμε στόν Θεό, ὅσο πρυτανεύει στή ζωή μας τό δικό του θέλημα, τόσο ᾿Εκεῖνος μᾶς σοφίζει καί μᾶς ποδηγετεῖ στήν ἀντίσταση κατά τοῦ πονηροῦ.
Γενναίους μᾶς θέλει ὁ Θεός. Σθεναρά καταδικάζει τή δειλία· «οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας» (Β´ Τι 1,7). Οἱ πρῶτοι κολασμένοι, κατά τόν προφητικό λόγο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, εἶναι οἱ δειλοί· «τοῖς δέ δειλοῖς καί ἀπίστοις καί ἐβδελυγμένοις... τό μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ» (21,8).
Βέβαια, ἀντίσταση δέν σημαίνει μίσος καί φανατισμό. ῾Η ᾿Εκκλησία ποτέ δέν υἱοθέτησε τέτοιες κινήσεις, οἱ ὁποῖες ὑπαγορεύονται ἀπό ἀλαζονεία καί τάση αὐτοπροβολῆς καί συνήθως ὁδηγοῦν σέ παρεκτροπές καί ἀνεπιθύμητες ἐξελίξεις. ῾Ο ζηλωτής χριστιανός ἀντιστέκεται θυσιαζόμενος καί ὄχι θυσιάζοντας. Μένει ἀνυποχώρητος σέ ὅ,τι ζητᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτό θά ζημιώσει τήν περιουσία, τήν κοινωνική θέση, τή λαμπρή σταδιοδρομία του. Αὐτό τό μαρτυρικό φρόνημα ἐμπνέεται ἀπό τήν πίστη στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀκλόνητη βεβαιότητα τοῦ παραδείσου πού μᾶς περιμένει. Μ᾿ αὐτό τό φρόνημα οἱ χριστιανοί νέοι ἀντιστέκονται στό κύμα τοῦ πανσεξουαλισμοῦ, ἐπιλέγοντας τή ζωή τῆς ἁγνότητος μέχρι τό γάμο καί τῆς σωφροσύνης μέσα σ᾿ αὐτόν. Μ᾿ αὐτό τό φρόνημα ἀρνεῖται νά ὑποκύψει στίς ἀντίθεες ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας ὁ τίμιος οἰκογενειάρχης, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπιστήμων, ὁ ἐργαζόμενος.
Οἱ καιροί μας εἶναι δύσκολοι, οἱ ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ πολλές, σφοδρές καί πονηρές. Βέλη πεπυρωμένα ξεπετάγονται ἀπό τίς ὀθόνες τῆς τηλεόρασης, ἀπό τά ἀμφιβόλου περιεχομένου ἔντυπα, ἀπό τίς ἐπιταγές τῆς μόδας κτλ. καί ἀπειλοῦν νά διαβρώσουν τήν οἰκογενειακή ἑστία, νά ὑποσκάψουν τά πνευματικά θεμέλια τῆς κοινωνίας, νά ξερριζώσουν ὅ,τι ὅσιο καί ἱερό. Παράλληλα ἡ νοοτροπία τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί ὁ καταναλωτικός οἶστρος ζητοῦν νά μᾶς ἀποχαυνώσουν. ᾿Απαιτεῖται ἀντίσταση μέ ὑπομονή καί προσευχή, μέ σεβασμό καί εὐγένεια, μέ διακριτικότητα καί θεῖο φωτισμό. Αὐτή ἡ ἀντίσταση συχνά προβληματίζει, κάποτε συνετίζει καί ἐμπνέει τό περιβάλλον. Προσκαλεῖ σιωπηλά καί προκαλεῖ ἀκαταγώνιστα τόν κάθε καλοπροαίρετο νά πλησιάσει τόν Χριστό καί τήν ᾿Εκκλησία. ῾Η ζωντανή σχέση μέ τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄσαρκος στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καί ἔνσαρκος στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀποτελεῖ τό πιό δραστικό ἐφόδιο γιά τόν συνειδητό ἀγώνα, ὥστε οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως νά γίνονται ὁδηγός ζωῆς.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 292-294
Tό συνάντησα σέ διαφημιστικό μ’ αὐτή τή μορφή: «The art of tasting».
Στάθηκα μπροστά στόν τίτλο καί τόν μετέφρασα, σύμφωνα μέ τά λίγα ἀγγλικά πού ξέρω: «Ἡ τέχνη τῆς γεύσης». Λογοπαίζω μέ τόν τίτλο: Σημαίνει «δημιουργῶ γεύσεις»; ἤ «ξέρω νά γεύομαι»; ἤ «ἡ γεύση εἶναι τέχνη»; Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν τρίτη σημασία.
Πράγματι, ἡ γεύση εἶναι μιά ἀληθινή τέχνη. ῾Η αἴσθηση τῆς γεύσης εἶναι μιά ἀξιοθαύμαστη λειτουργία, πού πολύ σοφά ἔχει τοποθετηθεῖ πάνω στή γλώσσα μας. Φαίνεται στ’ ἀλήθεια ἀπίστευτο πῶς μπορεῖ ἕνας τόσο πολύπλοκος μηχανισμός, ὅπως αὐτός τῆς λειτουργίας τῆς γεύσης, νά ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό 3060 κύτταρα, μέ τέχνη τοποθετημένα στήν ἐπιφάνεια τῆς γλώσσας μας. Κι αὐτά εἶναι οἱ γευστικοί κάλυκες. Βρίσκονται στοιχημένοι σέ σχηματισμό λάμδα, γιά νά «παγιδεύουν» τή γεύση. Πρόκειται γιά 1012 ἐπάρματαχαρακώματα, πού περικυκλώνονται ἀπό μία τάφρο καί ἀποτελοῦν τό γευστικό λάμδα. Λέγονται «περιχαρακωμένες θηλές», καί μαζί μέ τίς τριχοειδεῖς καί τίς μυκητοειδεῖς θηλές ἀποτελοῦν τόν ἐξειδικευμένο βλεννογόνο τῆς γλώσσας. Σ’ αὐτόν συναντοῦμε πλῆθος ἀπό ἀπολήξεις ὁπτικῶν σωματίων, πού ἐπεξεργάζονται τήν ὑφή τῶν τροφῶν καί πληροφοροῦν τόν ἐγκέφαλό μας γιά τή συγκεκριμένη γεύση.
Μπορεῖς ἄραγε νά καταμετρήσεις τήν ποσότητα τῶν γευστικῶν ἐρεθισμάτων; Τήν ἱκανότητα διάκρισης τῶν εἰδῶν; Τή δυνατότητα μνήμης, τόσο ἰσχυρῆς, ὥστε νά προτιμᾶται ἕνα γευστικό ἐρέθισμα ἀπό τόν ὀργανισμό, ὅσο χρονικό διάστημα κι ἄν ἔχει περάσει; Εἶναι, λοιπόν, τέχνη ἡ λειτουργία τῆς γεύσης, ὅπου παίζει ρόλο καί ἡ προσωπική κρίση καί γνώση. Τολμῶ ὅμως νά τή χαρακτηρίσω θεοδίδακτη τέχνη, πού μᾶς χαρίστηκε γιά τήν ἀσφάλεια ἀλλά καί τήν ἱκανοποίησή μας.
Ἄν, λοιπόν, πᾶμε στή δεύτερη σημασία τοῦ τίτλου μας «ξέρω νά γεύομαι», βάζουμε πιά τήν προσωπική ἐπιλογή στά γευστικά ἐρεθίσματα. Μιά ὑγιής γλώσσα ἀπορρίπτει τό βλαπτικό ἐρέθισμα πρίν αὐτό καταστρέψει τόν ὀργανισμό. Μιά καθαρή γλώσσα γίνεται πιό εὐαίσθητη στίς διάφορες γεύσεις καί ἀποτελεῖ ἕναν καλό φρουρό γιά μιά σωστή διατροφή. Ἡ γλώσσα πού δέν ἔχει κάποιο τραῦμα ἤ ἔγκαυμα ἔχει ἀντικειμενική γεύση καί συμβάλλει στή σωστή προσωπική ἐπιλογή. Χρειάζονται, λοιπόν, κάποιες προϋποθέσεις ἁπλές ἤ καί σύνθετες κάποιες φορές, γιά νά γίνει ἡ τέχνη χρήσιμη καί νά εἶναι ἕνας καλός σύμβουλος καί ὁδηγός.
Ἔτσι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, πολυμήχανος καί εὐρεσιτέχνης, δημιούργησε γεύσεις... κι αὐτό τό ὀνόμασε «the art of tasting». Καί ἡ διαφήμιση συνεχίζεται καί μ’ ôλλους τίτλους: Ἔβαλε στόχο ὑψηλό μέ τό ὄνομα «Everest». Ὄρισε τόπο συνάντησης μέ τό ὄνομα «Corner». ῾Υποσχέθηκε ἐπικαιρότητα μέ τόν τίτλο «All fresh», ἀλλά καί χρυσή ἐπιτυχία διαφημίζοντας «Golden». Προσείλκυσε τούς πελάτες του μέ τόν τίτλο «Γι’ αὐτούς πού ξέρουν». Τούς κάλεσε μέ μιά οἰκειότητα στόν «Γιώτη» ἤ στόν «Θεῖο Βάνια», γιά νά τούς προτείνει «ποιότητα πού ξεχωρίζει» καί νά τούς δελεάσει μέ «γεύση πού προκαλεῖ». Καί οἱ διαφημιστικοί τίτλοι συνεχίζονται κάπως ἔτσι: Ἐσύ πού ἀναζητᾶς «ζωή καί κότα» καί ἔχεις καταληφθεῖ ἀπό «Γυρομανία», ψάξε μήπως κάτι σοῦ λείπεια στό «Καί» θά ἀναπληρώσεις, μόνο κάν’ το «μέ... νοῦ».
Μήν ἐπηρεάζεσαι ἀπό τά τόσα «Μenu». Βάλε σέ ἐνέργεια τή θεοδίδακτη τέχνη πού διακρίνει τό ὡφέλιμο καί φυλάγει ἀπό τό ἄχρηστο. ῾Η γεύση σου ἀναζητᾶ τό γνήσιο πού ἔβαλε ὁ Θεός στή φύση. ῾Oδηγεῖται ἀπό μόνη της σέ ὅ,τι οἰκοδομεῖ γερά τόν ὀργανισμό μας. Ἀξιοποίησε μέ νοῦ αὐτή τήν τέχνη πού χωρίς κόπο ἔχεις μάθει ἀπό τό σοφό, ἀριστοτέχνη Δημιουργό σου. Σοῦ ἔδωσε Ἐκεῖνος τή δυνατότητα νά γεύεσαι ὅλα τά δῶρα τῆς φυσικῆς του δημιουργίας, ὅπως ἕνα παιδί ἀπολαμβάνει τά δῶρα τοῦ Πατέρα του. Καί ἔγινε ἡ γεύση ἡ πιό δυνατή συμμετοχή στίς χειροπιαστές δωρεές τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε ἡ πιό δυνατή αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποτελεῖ πιά προσωπική του ἐμπειρία.
Αὐτός, λοιπόν, πού μᾶς δημιούργησε εἶναι καί ὁ μόνος πού μπορεῖ νά μᾶς προσκαλεῖ σέ μιά προσωπική ἐμπειρία τῆς ζωῆς κοντά Του. Εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ γιά ὅλα τά δικά Του νά καλεῖ χωρίς τήν ἀνάγκη διαφήμισης «γεύσασθε καί ἴδετε»... κι εἶναι τό προσκλητήριο πού ἀποτελεῖ καί στόχο καί τόπο συνάντησης· εἶναι μέσα στήν ἐπικαιρότητα καί χαρίζει σίγουρη ἐπιτυχία. Καλεῖ ὅλους ἀδιάκριτα μέ μιά μοναδική οἰκειότητα. Ἐσύ, λοιπόν, πού ἀναζητᾶς ζωή καί προσφορά καί λαχταρᾶς αἰωνιότητα, δῶσε τό «παρών» στή γεύση αὐτῆς τῆς ζωῆς... μόνο κάν’ το μέ καρδιά!
Eὐγενία Xατζηιωαννίδου
Οἱ δύο μῆνες Ἰούλιος-Αὔγουστος ἀποτελοῦν στήν πατρίδα μας τήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ. Εἶναι, γιά τό λόγο αὐτό, οἱ μῆνες κατά τούς ὁποίους οἱ περισσότεροι ἔχουν σχόλη, διακοπή ἀπό τίς τακτικές ἐργασίες τους. Ὅλο τό χρόνο περιμένουμε μέ λαχτάρα τίς μέρες αὐτές γιά μιά ἀνάπαυλα ἀπό τόν κόπο τῆς δουλειᾶς, ἕνα σπάσιμο τῆς καθημερινῆς ρουτίνας, εὐκαιρία γιά νέες ἐμπειρίες ἀναψυχῆς καί διασκέδασης ἤ ἔστω ἐνασχόλησης μέ ὅ,τι δέν «χωρᾶ» στό καθημερινό πρόγραμμα. Εὐχή μας νά χαρίσει ὁ Κύριος εἰρήνη καί ὑγεία σέ ὅλους, γιά νά χαροῦμε πραγματικά τίς διακοπές μας!
Νά μή λησμονοῦμε ὅμως καί τόσους συνανθρώπους μας, πού ἑκούσια ἤ ἀκούσια στεροῦνται τό δικαίωμα τῆς ἀδείας. Τό πρόγραμμά τους γίνεται βαρύτερο, καθώς μέσα στόν καύσωνα συνεχίζουν φορτωμένοι μέ τίς εὐθύνες καί τά βάρη ὅλης τῆς χρονιᾶς. Συχνά μάλιστα ἐπωμίζονται περισσότερες εὐθύνες, γιά νά δοθεῖ ἄνεση στούς «ἀδειούχους».
Τό μήνυμα ἀπευθύνεται καί στίς δύο ὁμάδες. Ὅλους τούς χαιρετίζουμε μέ τό λόγο πού σαλπίζει ὁ ψαλμωδός μεταφέροντας τή φωνή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ· «σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί ὁ Θεός» (Ψα 45,11). Ἀναμφισβήτητη ἡ ἀναγκαιότητα τῆς σχόλης. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συμβούλευσε τούς μαθητές του «ἀναπαύεσθε μικρόν» (Μρ 6,31). Σέ καμία περίπτωση ὅμως δέν πρέπει νά χάνεται ὁ χρόνος τῆς ἀργίας μέ τέλεια ἀπραξία, διότι τότε ἐπιβεβαιώνεται ἡ θυμόσοφη παροιμία «ἀργία μήτηρ κακίας». Ἤδη ὁ Σοφοκλῆς ἀποφαίνεται ὅτι «τίκτει οὐδέν ἐσθλόν (=λαμπρό, ἔνδοξο) εἰκαία (=ἡ μάταιη, ἄσκοπη) σχολή». Καί ὁ Ἰσοκράτης σοφά συνιστᾶ: «Κατανάλισκε τήν ἐν τῷ βίῳ σχολήν εἰς τήν τῶν λόγων φιληκοΐαν», δηλαδή νά ἀξιοποιεῖς τήν ἀνάπαυλα τῆς δουλειᾶς σου μέ τό νά ἀκοῦς χρήσιμα λόγια.
Ὁ ψαλμικός λόγος ἐπικυρώνει καί τελειοποιεῖ αὐτά πού οἱ ἄνθρωποι διαπιστώνουν. Συνιστᾶ ὄχι μόνο νά ἀξιοποιήσουμε τή σχόλη, ὅσοι εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπό δουλειές αὐτό τόν καιρό, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, τό καλοκαίρι καί πάντα, νά ἐφευρίσκουμε εὐκαιρίες σχόλης, νά παραμερίζουμε τίς βιοτικές μέριμνες. Ἡ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἀνάγνωση ἑνός πνευματικοῦ βιβλίου, ἡ προσεκτική μελέτη τῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς πού μᾶς περιβάλλει, ἡ παρακολούθηση τοῦ Ἑσπερινοῦ ἤ τοῦ Ὄρθρου ἤ τῶν ὑπέροχων Παρακλήσεων τῆς Παναγίας μας κατά τό Δεκαπενταύγουστο, ἡ κατ᾿ ἰδίαν περισυλλογή εἶναι μερικοί ἁπλοί τρόποι σχόλης. Ὅλα αὐτά, καί πολλά ἀκόμη, μᾶς ἀνάγουν στήν πνευματική σφαίρα καί μᾶς χειραγωγοῦν στό νά γνωρίσουμε τόν Θεό! Ὅποιος δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τίς κοσμικές φροντίδες, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό, διδάσκει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος.
Ἡ θεογνωσία θά φέρει τήν αὐτογνωσία, τήν ἀληθινή ἐπικοινωνία μέ τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπογνωσία, τήν ἀληθινή γνώση καί προσέγγιση τοῦ ἄλλου. Θά συμφωνήσετε πώς ὅλα αὐτά εἶναι μεγάλος πλουτισμός. Νά δώσει ὁ Θεός ὅλοι νά τόν ἀπολαύσουμε, ἀκολουθώντας τόν πνευματικό ὁδηγό πού μᾶς χαρίζει γιά τίς διακοπές, καί ὄχι μόνο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 195
Ἡ ἱστορία τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ εἶναι γνωστή σέ ὅλους. Ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή μέχρι σήμερα πέρασαν χιλιάδες χρόνια, καί παρόμοιο ἐγχείρημα δέν ἀναφέρεται σ᾿ ὅλη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά βγάλουμε τό συμπέρασμα ὅτι ὁ πύργος τῆς Βαβέλ ἦταν ἕνα μεμονωμένο ἀτυχές γεγονός, πού προῆλθε ἀπό τό συνδυασμό τῆς ὑπεροψίας καί τῆς ἄγνοιας τῶν ἀρχαίων Σεννααρητῶν γιά τόν περιβάλλοντα φυσικό κόσμο. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι γεμάτη ἀπό γνώση κάθε μορφῆς. Παρατηροῦμε, μάλιστα, ὅτι ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσεται τεχνολογικά καί γνωσιολογικά, τόσο πιό τρομακτικοί πύργοι κτίζονται.
Οἱ ἀρχαῖοι Σενναρῆτες, μόλις ἔμαθαν νά κτίζουν στερεά οἰκοδομήματα, ἀμέσως «τά μυαλά τους πῆραν ἀέρα» καί βασιζόμενοι σ᾿ αὐτή τήν τεχνολογική πρόοδο, προσπάθησαν νά ὑψώσουν πύργο «ἕως τοῦ οὐρανοῦ», γιά νά φθάσουν τόν Θεό (καί ἴσως ἀκόμα καί νά τόν «ἐκθρονίσουν»). Παρομοίως, καί στή σύγχρονη ἐποχή, κάθε φορά πού γίνεται μία σημαντική ἐπιστημονική ἀνακάλυψη, πολλοί πιστεύουν ὅτι θά μπορέσουν κάποτε νά γίνουν θεοί καί νά θέσουν σέ ἀχρηστία τόν Θεό. Ἡ γνωστή «τεχνική τῆς κλωνοποίησης» εἶναι ἕνα παράδειγμα ἑνός «πύργου τῆς Βαβέλ», ὁ ὁποῖος προέκυψε ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνώρισε τό DΝΑ καί τή δομή του.
Οἱ σύγχρονοι «πύργοι τῆς Βαβέλ» δέν προέρχονται οὔτε ἀπό τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες (φιλοσοφία, φιλολογία, ἱστορία κτλ.) οὔτε ἀκόμα ἀπό τίς φυσικές ἐπιστῆμες, οἱ ὁποῖες, χρησιμοποιώντας τή σύγχρονη τεχνολογία, ἔχουν ὡς σκοπό νά μᾶς γνωρίσουν τά ὑλικά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τή φύση.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ φυσικές ἐπιστῆμες εἶναι ὑπεύθυνες γιά τή δημιουργία τῶν πλέον τρομακτικῶν «πύργων τῆς Βαβέλ», οἱ ἴδιες αὐτές ἐπιστῆμες καί ἡ ἐμβάθυνσή τους ἀποδεικνύουν τήν ἡμιμάθειά μας καί τό πόσο μάταιο εἶναι ὄχι μόνο νά προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει τή θέση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμα καί νά γνωρίσει πλήρως τά ὑλικά δημιουργήματά του. Ἐξετάζοντας, μάλιστα, τήν ἱστορία καί τήν ἐξέλιξη τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, διαπιστώνουμε ὅτι ὅσο πιό πολύ ἐμβαθύνουμε σ᾿ αὐτές, τόσο πιό θαυμαστά καί πιό πολύπλοκα φαινόμενα ἀνακαλύπτουμε, καί, ταυτόχρονα, τόσο πιό πολύ ἀποκαλύπτεται ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Κάθε «πύργος τῆς Βαβέλ» βασίζεται στήν ἡμιμαθῆ γνώση μας γιά τό φυσικό περιβάλλον. Οἱ ἀρχαῖοι Σεννααρῆτες, π.χ., ἀγνοοῦσαν τήν ὕπαρξη καί σύσταση τῆς ἀτμόσφαιρας (καί τή μικρή ποσότητα ὀξυγόνου σέ μεγαλύτερα ὕψη) καί προέβησαν στό ἀστεῖο, μέ τά σημερινά δεδομένα, ἐγχείρημά τους. Παρομοίως, οἱ σύγχρονοι «πύργοι τῆς Βαβέλ» βασίζονται στήν ἡμιμαθῆ γνώση μας γιά τήν ὕλη κάθε μορφῆς (ἀπό τό πολύ μικρό ἕως τό πολύ μεγάλο). Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε εἶναι ὅτι ἡ ἡμιμάθεια αὐτή θά ὑπάρχει πάντοτε, ὁσοδήποτε μεγάλη καί νά εἶναι ἡ ἐπιστημονική καί ἡ τεχνολογική ἀνάπτυξη στό μέλλον. Τό συμπέρασμα αὐτό ἐξάγεται μέ βάση τήν ὕπαρξη μερικῶν φυσικῶν νόμων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἀξεπέραστα ἐμπόδια γιά τήν πλήρη γνώση καί διερεύνηση φυσικῶν φαινομένων κάθε κλίμακας (μικρο-,μεσο-, μακρο-σκοπικῶν), καί εἶναι συνυφασμένοι μέ τήν ὕπαρξη τῆς ὕλης:
* Στήν προσπάθεια τῆς διερεύνησης τοῦ πολύ μεγάλου, ὑπάρχει ὁ νόμος πού ἀπαγορεύει ἕνα ὑλικό σωματίδιο μέ συγκεκριμένη μάζα νά ὑπερβεῖ τήν ταχύτητα τῶν 300.000 Κm/sec (ταχύτητα τοῦ φωτός).
* Στήν προσπάθεια τῆς διερεύνησης τοῦ πολύ μικροῦ ὑπάρχει ἡ «ἀρχή τῆς ἀπροσδιοριστίας» τῆς κβαντικῆς μηχανικῆς.
* Ἀκόμα καί στήν ἁπλή (ἐκ πρώτης ὄψεως) διερεύνηση φυσικῶν συστημάτων, πού ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τίς αἰσθήσεις του, διαπιστώθηκε ἡ ὕπαρξη τῶν λεγομένων «χαοτικῶν» ἤ «μή γραμμικῶν» φαινομένων. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά φαινόμενα ἀποτελοῦν ἕνα ἀξεπέραστο ἐμπόδιο γιά τήν πλήρη γνώση ἀκόμα καί ἁπλῶν φυσικῶν φαινομένων τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Προκύπτει, λοιπόν, τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός ἔχει κατασκευάσει τόν ὑλικό κόσμο (ἀπό τό πολύ μικρό ἕως τό πολύ μεγάλο) καί τούς φυσικούς νόμους, πού διέπουν τή συμπεριφορά τῆς ὕλης, κατά τρόπον, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μήν μπορέσει ποτέ νά γνωρίσει πλήρως τή φύση, ὅπως πράγματι αὐτή ὑπάρχει καί λειτουργεῖ. Κατά συνέπεια, κάθε «πύργος τῆς Βαβέλ» θά εἶναι πάντοτε καταδικασμένος σέ ἀποτυχία λόγῳ τῆς μόνιμης ἀνθρώπινης ἡμιμάθειας.
Π. Καραφίλογλου
Ἀν. καθηγητής κβαντικῆς χημείας Α.Π.Θ.
τ. μόνιμος ἐρευνητής τῆς C.N.R.S.
Εἶναι ἀναρίθμητα καί πολύτιμα. Ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἄνθρωπος ἕνα ὄνομα, κάθε ὄνομα ἕνα πρόσωπο, κάθε πρόσωπο μιά ἱστορία.
Καί ἄγνωστα ἤ ξεχασμένα. Τόν πρῶτο ἄνθρωπο τόν ἔλεγαν Ἀδάμ. Τόν τελευταῖο πῶς θά τόν λένε; Πῶς ἔλεγαν τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού πέρασαν πάνω ἀπ᾿ αὐτή τή γῆ ἤ θά περάσουν;
Καί τό σοβαρότερο ἐρώτημα: Τί τά κάνουμε ὅλα αὐτά τά ὀνόματα πού μᾶς κατακλύζουν; Τά προσπερνᾶμε σάν νά μήν τά συναντήσαμε ποτέ;
«Γέροντα», ἔλεγε μιά ψυχή σ᾿ ἕναν ἀσκητή, «συγχωρέστε με πού σᾶς κουράζω μέ τόσα ὀνόματα πού σᾶς φέρνω νά μνημονεύσετε». Κι αὐτός τῆς ἀπάντησε: «Νά σᾶς πληρώσω νά μοῦ φέρετε κι ἄλλα». Γιά τήν Ἐκκλησία τά ὀνόματα εἶναι ἱερά. Ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἄνθρωπος μιά ἱστορία. Κάθε ἱστορία μία ἀτελείωτη ἀγωνία γιά τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς μνημονεύει. Συνεχῶς καί ἀδιακρίτως. Ζωντανούς, κεκοιμημένους, γνωστούς, ἀγνώστους, ἐχθρούς, δίκαιους, ἁμαρτωλούς, ἄρχοντες καί λαούς. Καί μέσα σ᾿ αὐτήν τή μεγάλη ἀγωνία μήπως κάποιον ξεχάσει, ἔχει καί τήν εἰδική ἀναφορά: «Μνημόνευσον, Κύριε, κι αὐτούς πού ἐμεῖς δέν μνημονεύσαμε ἀπό ἄγνοια ἤ λησμονιά ἤ ἀδυναμία ἀπ᾿ τό πλῆθος τῶν ὀνομάτων». Ἤ ἐπειδή δέν εἶχαν ὄνομα, ὅπως τά παιδιά πού δέν γεννήθηκαν ποτέ.
Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά στατική ἀπαρίθμηση, ἀλλά μιά δυναμική ὑπενθύμιση. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων στέκεται Ἕνα, τό ὑπέρ πᾶν Ὄνομα, καί ἡ Ἐκκλησία πιστεύει πώς κουβαλώντας μέ κόπο ὅλα τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων μπροστά στά ἐσταυρωμένα πόδια Του, ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα ὅλοι νά σωθοῦν. Μνημονεύει συνεχῶς «ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φι 2,10).
«Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νά μνημονεύεις», ἔλεγε ὁ γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. «Νά, ἐμένα παλιά μοῦ ἔδωσε ὁ π. Ἀρσένιος, ὁ παραδερφός τοῦ γερο-Ἰωσήφ, κάτι ὀνόματα ἀπ᾿ ὅταν ἦταν μετανάστης ἀπ᾿ τή Ρωσία καί ἦρθε στήν Ἑλλάδα. Κι ἐγώ τά μνημόνευα κι εἶχα τήν πληροφορία ὅτι ἔνιωθαν ἀνακούφιση. Ὁ παπα-Πλανᾶς γιατί ἁγίασε; Ἐμνημόνευε ὁλόκληρα χαρτιά, ἐμνημόνευε. Ἐγώ μόνο τό Γυμνάσιο ἔβγαλα, δέν πῆγα παραπάνω. Κι ἔγραψα ὅλους τούς συμμαθητές μου, ὅλους τούς καθηγητές μου, τούς δασκάλους ἀπ᾿ τήν Πρώτη Δημοτικοῦ μέχρι τήν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου. Κι ὅταν τά μνημονεύω, πόσην χαράν λαμβάνω».
Ἀλλά τά ὀνόματα εἶναι τόσα πού ἕνας ἄνθρωπος, ἀκόμα καί χαρισματοῦχος στήν προσευχή, δέν μπορεῖ νά τά σηκώσει μόνος του. Χρειαζόμαστε ὅλοι. Ἀκόμα κι ἐμεῖς πού δέν ξέρουμε νά προσευχόμαστε, πού δέν ἔχουμε χρόνο νά προσευχόμαστε καί πού εὔλογα ἀναρωτιόμαστε: ἑπομένως πρός τί νά προσευχόμαστε;
Ἡ μνημόνευση ὀνομάτων ὅμως εἶναι ἕνα κλειδί πού ξεκλειδώνει ταυτόχρονα πολλές πόρτες μέσα στίς ὁποῖες ἔχει παγιδευτεῖ ἡ προσευχή μας: τόν λίγο μας χρόνο, τόν λανθασμένο μας τρόπο, τόν θορυβώδη μας τόπο, τή φτωχή μας διάθεση, τήν ἀμφίβολη ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς μας. Ὀνόματα μπορεῖς νά μνημονεύεις ἁπλά, παντοῦ καί πάντοτε καί νά εἰσακούεσαι. Γιατί ἡ προσευχή μας γιά τούς ἄλλους πάντοτε εἰσακούεται οὕτως ἤ ἄλλως.
Κι ἔτσι μεταμορφώνονται τά ξερά ὀνόματα, πού στήν ἀρχή δύσκολα καί ἀπρόθυμα τά προφέρουμε μέ ἕνα ἴσως αἴσθημα ματαιοπονίας. Μεταμορφώνονται σέ κραυγή ἱκεσίας γιά τό κάθε ὄνομα, πού εἶναι μία καί μοναδική ὕπαρξη πού πέρασε μιά φορά τίς πύλες αὐτῆς τῆς ζωῆς καί πρέπει νά κάνουμε ὅλοι τά πάντα γιά νά περάσει καί τίς πύλες τῆς αἰωνιότητας. Θυμίζοντας συνεχῶς τά ὀνόματα μπροστά στόν Θεό, γιά νά μήν ξεχάσει νά τά γράψει στό βιβλίο τῆς ζωῆς. Καί νά τούς δώσει τότε τό καινούργιο ὄνομα πού δέν θά τό ξέρει κανένας ἄλλος, παρά μόνο ὁ καθένας μας καί Αὐτός.
Καί καταλήγει ὁ γέροντας Ἐφραίμ: «Γι᾿ αὐτό, παιδάκι μου, θέλεις νά σωθεῖ ἡ ψυχή σου δωρεάν; Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νά μνημονεύεις».
Ζωή Γούλα, Φιλόλογος
Πρῶτα ψάχνω νά βρῶ τήν Κωνσταντινούπολη. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό κέντρο. Τήν ἱστορία τῶν 1.600 περίπου χρόνων καί τήν ἀγωνία τῶν 2.000 περίπου Ὀρθοδόξων πού ζοῦν γύρω ἀπό αὐτό. Ὕστερα πάω μέσα στήν Τουρκία, πάνω στά βουνά τοῦ Πόντου καί στά βάθη τῆς Καππαδοκίας καί θυμᾶμαι μέ ρίγος ὅσα ἀκούω γι’ αὐτούς πού εἶναι μέχρι σήμερα κρυφοί χριστιανοί καί παραδίδουν στά σκοτεινά ἀπό γενιά σέ γενιά τή μία πίστη.
Μετά κατεβαίνω κάτω στό ἀρχαῖο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας. Συρία! Ἱστορία ἀλλά καί σύγχρονη παρουσία. Ἕνας Ἕλληνας, πού κάνει πανεπιστημιακή καριέρα στήν Ἀμερική, πρώην ἄθεος, γνώρισε, μοῦ εἶπε, τόν Χριστό ἀπό μετόχι τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στήν Ἀμερική. Κι ὕστερα τό Πατριαρχεῖο Ἰεροσολύμων· πάντα μιά φλεγόμενη βάτος καί «ἡ ὁδός ἡ καταβαίνουσα ἀπό Ἰερουσαλήμ εἰς Γάζαν» ὄχι πλέον ἔρημη ἀλλά ἐρειπωμένη.
Πηδάω ἀπέναντι στήν Αἴγυπτο. Προσκύνημα πρῶτα στό Πατριαρχεῖο καί στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας. Καί μετά πορεία σ’ ὅλη τήν Ἀφρική μέσα ἀπ᾿ τίς ζοῦγκλες καί μέσα ἀπ᾿ τίς πτωχές ὀρθόδοξες ἱεραποστολές.
Ξαναπερνάω ἀπέναντι στήν Ἀραβία. Τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἁπλώνονται ἐδῶ τά μουσουλμανικά κράτη, ἀπό κάτω ἀπ᾿ τή θάλασσα μέχρι ἐπάνω ψηλά στά ἀπρόσιτα βουνά. Ἐδῶ μπορεῖ νά μιλήσει καί μόνος του ὁ Θεός. Ὁ Θεός ὁ Ἕνας, ὁ Τριαδικός. Ὅπως μίλησε σ’ ἐκεῖνον τόν μουσουλμάνο ἀπ᾿ τό Ἀφγανιστάν πού ὁμολόγησε δημόσια «πιστεύω στόν Χριστό, εἶμαι χριστιανός», καί ἐπενέβη ἡ διεθνής κοινότητα, γιατί ἡ τιμωρία του ἦταν ἀπαγχονισμός. Ἤ ὅπως μίλησε σ’ ἕνα ἀνδρόγυνο τούρκων ἐπιστημόνων, διανοουμένων πού δήλωσαν ἐπίσημα -ἐκτός Τουρκίας βέβαια, στήν Εὐρώπη ὅπου ζοῦν σήμερα- ὅτι ἔφτασαν στήν Ὀρθοδοξία μέσα ἀπό προσωπική ἀναζήτηση, γιατί δέν τούς ἱκανοποιοῦσε ὁ μουσουλμανισμός.
Ἄπω Ἀνατολή. Κίνα, Κορέα, Ἰαπωνία. Ἀλλοῦ μικρές κι ἀλλοῦ μεγάλες, ἀλλά ὅλες ζῶσες Ἐκκλησίες. Στήν Ταϊβάν ἕνας ἀρχιμανδρίτης ἀπ᾿ τήν Ἑλλάδα ἵδρυσε πρίν λίγο καιρό τήν πρώτη Ἐκκλησία. Ἐλάχιστοι ἄνθρωποι 15-20 ἄτομα πού μέσα στόν μοναδικό μικρό ναό, σ’ ἕνα διαμέρισμα, κοινωνοῦν τή μέγιστη Δωρεά τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Ονου.
Αὐστραλία τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας πού κουβαλοῦν μαζί τους. Κι ἀφοῦ περάσω τόν Εἰρηνικό φτάνω στήν Ἀμερική. Ἐδῶ, μοῦ εἶπαν, μποροῦμε νά μιλοῦμε πλέον γιά ρεῦμα πρός τήν Ὀρθοδοξία, κι ὅταν ρώτησα «πῶς;», ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἐνημερώνονται, κυκλοφοροῦν βιβλία, ὑπάρχει τό διαδίκτυο κι ἔτσι μαθαίνουν καί καταλαβαίνουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τό ἀρχικό». Πρόσφατα ἕνας Ἑβραῖος ἔγινε Ὀρθόδοξος καί δημοσίευσε σέ βιβλίο τή συγκλονιστική ἐπιστροφή του.
Ἀπ᾿ τήν παγωμένη Ἀλάσκα, ἀπέναντι στή Ρωσία. Μία χώρα μέ τέτοια παράδοση καί τόσους ἁγίους εἶναι σίγουρο ὅτι θά βρίσκει πάντα τό δρόμο της ὅσες φορές καί ἄν τόν χάνει. Κι ὕστερα ὅλη ἡ Εὐρώπη μέ τίς ὀρθόδοξες νησίδες, μοναστήρια, ἐνορίες, κοινότητες, διάσπαρτες παντοῦ, στή Φινλανδία, στό Ἔσσεξ, στή Γαλλία, στήν Ἐλβετία, παντοῦ. Καί οἱ μεμονωμένες ἀλλά πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις ἐπιστροφῆς προτεσταντῶν καί καθολικῶν στήν πίστη τῶν Πατέρων.
Σειρά ἔχουν τά Βαλκάνια, ὀρθόδοξα ἀπό αἰῶνες, φιμωμένα γιά χρόνια, ἀλλά πλέον μέ ἐλευθέρα Ἐκκλησία. Τό ταξίδι τελειώνει. Κύπρος καί Ἑλλάδα. «Χιονίζει ἀπόψε στά Καυσοκαλύβια», ἔλεγε ἕνα βράδυ ὁ προορατικός γέροντας Πορφύριος, ἐνῶ ὁ ἴδιος βρισκόταν στήν Ἀθήνα κι ἔσφιγγε πάνω του τό ταπεινό μοναχικό ἔνδυμα σάν νά τόν διαπερνοῦσε κιόλας ἀπό τόσο μακριά τό κρύο. Τό Ἅγιο Ὄρος ἀλλά καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία τῶν ἀγωνιζομένων, τῶν ἀσκητῶν, τῶν ἁγίων· καί γι’ αὐτό καί ἡ Ἑλλάδα ἐπίσης θά βρίσκει πάντα τό δρόμο της ὅσες φορές καί ἄν τόν χάνει.
Ρώτησα: «Στά 20 καί παραπάνω μοναστήρια πού ἔκανε ὁ γέροντας Ἐφραίμ στήν Ἀμερική τί εἶναι οἱ μοναχοί; Ἕλληνες, Ρῶσοι, Ἀμερικανοί, κάτι ἄλλο;» καί ἡ ἀπάντηση ἦταν «everything, τά πάντα». Γι᾿ αὐτό μ’ ἀρέσει νά κάνω συχνά αὐτό τό ταξίδι γύρω ἀπ᾿ τήν ὑδρόγειο σφαίρα. Γιά νά βλέπω αὐτό πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πάντα. Ἀρκεῖ νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ.
Ζωή Γούλα, Φιλόλογος
Ἡ προσδιορισιμότητα τοῦ σύμπαντος ἀπασχολοῦσε ἀνέκαθεν τόν ἄνθρωπο, ἡ ποσοτική διάσταση, πού προσπαθοῦσε ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμα νά ἐντοπίσει σέ αὐτά πού ἔβλεπε καί θαύμαζε. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θαύμαζε αὐτό πού ἔβλεπε. Εἶναι σίγουρα πιό βάσιμο νά θαυμάζεις κάτι πού βλέπεις σέ σχέση μέ κάτι πού δέν βλέπεις. Αὐτοί οἱ μακρινοί ἀστέρες πού προσπαθοῦσε νά μελετήσει, ἀναμφίβολα τὀν γέμιζαν δέος καί τόν προκαλοῦσαν νά τούς ἐξερευνήσει. Γιατί σέ ὅλο τό σύμπαν αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἐκλεκτός, καθώς ὁ Δημιουργός τόν ὅρισε.
Χρόνια ἀργότερα, χιλιετίες ἀναμονῆς ἔφεραν τά ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα. Ὁ ἄνθρωπος κατέκτησε τό διάστημα. Ἠχηροί τίτλοι στίς ἐφημερίδες τῆς τότε ἐποχῆς, ἕνα ντελίριο συναισθημάτων καί ἰαχῶν. Σίγουρα δέν ἦταν κάτι μικρό ἡ πρώτη προσεδάφιση στόν ἀγαπημένο μας γείτονα, πού οἱ γιαγιάδες ἐπικαλοῦνταν νά μᾶς φωτίζει στόν δρόμο γιά τό σχολεῖο. Οὔτε ἦταν ἀμελητέα ἡ ἀποστολή ἀνθρώπινου ὑλικοῦ, πού μόλις πρίν ἀπό ἕνα μήνα βγῆκε μετά ἀπό 30 χρόνια ταξιδιοῦ ἀπό τό ἡλιακό μας σύστημα καί κινεῖται ἀέναα στό ἀχανές σύμπαν. Σημαντικές στιγμές γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ξαφνικά ὁ ὁρισμός τῶν λέξεων ἀπέκτησε μιά ἄλλη διάσταση. Ὁ ὅρος γειτονιά δεν περιορίζεται μόνο στά κοντινά μας σπίτια, ἀλλά ἀναφέρεται μέ περισσή ἄνεση καί στά γειτονικά πλανητικά συμπλέγματα. Ξαφνικά σπίτι μας εἶναι ἡ γῆ, γειτονιά μας ὁ Ἄρης καί ἡ Ἀφροδίτη, καί περιβάλλον μας τό σύμπαν. Ἡ ποσοτική διάσταση βέβαια ἡ ὁποία εἶναι κατά ἐπιστημονική ὁμολογία ἀσύλληπτη σέ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, εἶναι ἀμελητέα, καθώς κατά τά λεγόμενα καί τοῦ ποιητῆ, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις, σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου.
Οἱ διαστημικές, λοιπόν, αὐτές ἀποστολές, πού τόσο θαυμάστηκαν, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά ἀκόμα ἐκπλήρωση τῆς ἔμφυτης ἀποστολῆς τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοί προσπάθησαν νά ἀλλοιώσουν τό πνεῦμα τους, δίνοντας ἕνα ἐμφατικά κατακτητικό χρῶμα, λησμονώντας πώς ὁ ἄνθρωπος γνωρίζοντας τό διάστημα, γνωρίζει καλύτερα τόν Δημιουργό. Συνδέεται μαζί του. Ἀναλογιζόμενος κανείς τίς διαστάσεις τῆς Δημιουργίας, αἰσθάνεται βαθιά τόν πανταχοῦ Παρόντα, σέ κάθε προέκταση τῆς ζωῆς του. Γιατί, τί τάχα εἶναι ὁ ἄνθρωπος μπρός στό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς Δημιουργίας χωρίς τήν ξεχωριστή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ του; Ἡ παρουσία του ἀσήμαντη, ἀκόμα καί οἱ διαστημικές του κατακτήσεις ὠχριοῦν μπροστά στήν χωρική περατότητα τοῦ σύμπαντος. Τά μεγαλύτερα κατορθώματά του χάνουν τήν ἀξία τους. Γιατί ποιός ἄλλος μπορεῖ νά πληρώσει τήν πιὀ ἀνήσυχη ὕπαρξη τοῦ σύμπαντος ἀπό Αὐτόν πού μέ τόση ἀγάπη κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση τήν ἔπλασε; Καί πῶς ἀλλιῶς μπορεῖς νά νιώσεις σπίτι σου τήν γῆ, χωρίς τήν παρουσία τοῦ Πατέρα; Ποιά λογική μπορεῖ νά δίνει ἀξία στό δημιούργημα, ἀγνοώντας τόν Δημιουργό; Τό σύμπαν ἔχει λογική. Ἐμεῖς;
Ἀθηνᾶ Πεΐδου,
Τοπογράφος Μηχανικός