Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε ποικιλοτρόπως γιά τή σωτηρία σου.
Ἔπαθε κατά τά ὑπάρχοντα: γεννήθηκε φτωχικά μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Κατά τήν ἐπίγεια ζωή του δέν εἶχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Μθ 8,20). Πέθανε στήν ἔσχατη φτώχεια, χωρίς νά ὁρίζει τόπο δικό του γιά ἐνταφιασμό.
Ἔπαθε κατά τήν τιμή: Ὑπέμεινε βαρύτατες συκοφαντίες. Πέρασε μιά ζωή γεμάτη καταφρόνια καί τή σφράγισε μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο· «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8).
Ἔπαθε κατά τό σῶμα: Ὑπέφερε πόνους φοβερούς, φρικτά βασανιστήρια ἀπό σκληρούς δημίους. Ἀπ᾿ ὅλες του τίς φλέβες, θαρρῶ, ἔτρεξε ἄφθονο τό αἷμα του στή γῆ τῶν ἀνθρώπων.
Ἔπαθε κατά τήν ψυχή: Δοκίμασε τόσο μεγάλη λύπη καί ἀγωνία, πού μόνη της θά ἦταν ἀρκετή, ὥστε νά τόν θανατώσει· «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μθ 26,38).
Βυθίστηκε ὁ Κύριος σ᾿ ἕνα πέλαγος βασάνων, γιά νά σβήσει ἐκεῖνες τίς φλόγες τῆς κόλασης, πού ἐσύ ἄναψες μέ τίς ἁμαρτίες σου. Αὐτόν τόν τρόπο οἰκονόμησε, γιά νά σέ ἀνεβάσει λυτρωμένο στόν οὐρανό!
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα,
Μελέτη Α΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, σ. 14
Ἀπόδοση Β. Τ.
Τίποτε πιό ἀταίριαστο καί πιό ξένο γιά ἕναν χριστιανό ἀπό τό νά ἐπιζητεῖ τήν ἄνεση καί τήν ἀνάπαυση. Κι ὅμως ὑπάρχουν μερικοί πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ζοῦν μιά ἄνετη καί τρυφηλή ζωή. Οἱ ἀνέσεις καί οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἀντίθετες ἀπό τό σταυρό.
Ὁ σταυρός εἶναι χαρακτηριστικό ἀγωνιζόμενης ψυχῆς, πού εἶναι διατεθειμένη νά πεθάνει καί δέν ζητᾶ καμία ἄνεση. Ὅσοι ἀναζητοῦν ἀπολαύσεις καί ἐπιδιώκουν ἀνέσεις πολιτεύονται ἐνάντια στό σταυρό. Ἀκόμη κι ἄν λένε ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ. Ἄν ἀγαποῦσαν τό σταυρό, θά προσπαθοῦσαν νά ζοῦν καί σταυρική ζωή. Δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριός σου; Μιμήσου τον! Σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, κι ἄν κανείς δέν σέ σταυρώνει· δέν ἐννοῶ νά αὐτοκτονήσεις (μή γένοιτο! αὐτό εἶναι ἀσέβεια), ἀλλά σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, ὅπως ὁ Παῦλος πού ἔγραφε· «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ».
Ἄν ἀγαπᾶς, λοιπόν, τόν Δεσπότη σου, πέθανε κι ἐσύ μέ τόν δικό του θάνατο· μάθε πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, πόσα κατόρθωσε καί πόσα κατορθώνει καί ἀσφαλίζει τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Εἴτε βρισκόμαστε στό δρόμο εἴτε στό σπίτι ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὁ σταυρός εἶναι μεγάλο ἀγαθό, σωτήριο ὅπλο, ἀκαταμάχητη ἀσπίδα, ἀντίπαλος τοῦ διαβόλου. Ὅταν ἀντιστρατεύεσαι σ᾿ αὐτόν τόν ἐχθρό, τότε βαστάζεις στ᾿ ἀλήθεια τόν σταυρό, ὄχι ἁπλῶς σημειώνοντάς τον πάνω σου σάν σφραγίδα, ἀλλά ζώντας τίς συνέπειες τοῦ σταυροῦ. Ὁ Χριστός ὀνόμασε, ὅπως ξέρεις, τά πάθη σταυρό, ὅταν εἶπε· «ἐάν μή τις ἄρῃ τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήσῃ μοι», ἐάν, δηλαδή, ἐκεῖνος πού θά τόν ἀκολουθήσει δέν εἶναι ἕτοιμος γιά θάνατο.
Ὅσοι ὅμως ἀγαποῦν τήν ἄνετη ζωή καί τήν καλοπέραση τοῦ σώματός τους καί ἐκεῖνοι πού ἀγωνιοῦν γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς παρούσης ζωῆς καί γιά τήν κατάκτηση τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ· τοῦ σταυροῦ, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει γιά μοναδικό καύχημά του καί τόν ἐναγκαλίζεται καί ἐπείγεται νά κολλήσει πάνω του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριό του.
Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 13,1
ΕΠΕ 22,8-10
Ἀπόδοση κειμένου Β.Σ.
Ἄν ἕνας ἄνθρωπος παραδώσει τούς λογισμούς του στό μεθύσι καί στή μανία τοῦ πάθους, πρέπει νά ἔχει πολύ γενναία ψυχή γιά νά ἀντισταθεῖ στήν πτώση.
Εἶναι φοβερά τά πάθη. Φοβερά! Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε ὅταν μᾶς ἐπιτίθενται νά βρίσκουν τίς εἰσόδους ὀχυρωμένες καλά. Ἀλίμονο ἄν κυριαρχήσουν μέσα μας! Προκαλοῦν τέτοια καταστροφή, ἀνάβουν τέτοια πυρκαγιά, ὅπως ἡ φωτιά στό δάσος.
Καί ἄς μήν ξεγελᾶμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψυχρή καί ὑπολογιστική ἐκείνη σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;», «καί τί πειράζει ἐκεῖνο;». Διότι ἐδῶ ἔχουν τή ρίζα τους ὅλα τά κακά. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ διάβολος δουλεύει μέ σύστημα: δέν ἀρχίζει νά βάλλει ἐναντίον μας μέ τά μεγαλύτερα ὅπλα του, ἀλλά μέ τά μικρότερα. Αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς ἀσήμαντα. Σκέψου:
Δέν παρακίνησε τόν Κάιν στό φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ἀμέσως, διότι ἀσφαλῶς θά τόν τρόμαζε, δέν θά τόν ἔπειθε. Ἀλλά τί ἔκανε; Τόν ὤθησε πρῶτα νά προσφέρει στόν Θεό θυσία εὐτελῆ μέ τή σκέψη: «Μή σέ νοιάζει· δέν εἶναι τίποτε αὐτό». Ἔπειτα ἄναψε μέσα του τό φθόνο κατά τοῦ Ἄβελ λέγοντάς του πάλι: «Δέν ἁμαρτάνεις· ὅλα εἶναι ἐντάξει». Μέχρι πού στό τέλος τόν ὁδήγησε στό τρομερό βάραθρο τῆς δολοφονίας.
Μήπως καί μέ τόν Ἰούδα τό ἴδιο δέν ἔγινε; Διότι, ἄν αὐτός δέν θεωροῦσε μικρό πράγμα τό νά κλέβει τά χρήματα τῶν φτωχῶν, δέν θά ἔφθανε στό σημεῖο νά προδώσει τόν Κύριο.
Ἀλλά δές τί συμβαίνει καί μεταξύ μας:
Βλέπεις κάποιον νά γελᾶ ἄκαιρα καί προκλητικά καί τοῦ ἐφιστᾶς τήν προσοχή. Ἐπεμβαίνει τότε ἕνας ἄλλος, τρίτος, καί δικαιώνει ἐκεῖνον πού γελοῦσε, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό γέλιο του δέν ἦταν κάτι τό κακό: «Καί τί πειράζει;», σοῦ λέει, «δέν βλάπτει σέ τίποτε αὐτό». Κι ὅμως· ὁ ἀνόητος ἀστεϊσμός, ἡ βωμολοχία, ἡ αἰσχρολογία καί κατόπιν ἡ αἰσχρή πράξη ἀπό τέτοιο γέλιο γεννιοῦνται.
Ἄλλος πάλι σχολιάζει καί κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν προσπαθήσεις νά τόν σταματήσεις, θά σοῦ πεῖ: «Καί τί ἔγινε; Λόγια εἶναι». Κι ὅμως, αὐτά τά λόγια γεννοῦν μίσος ἀπύθμενο, ἔχθρα ἀδιάλλακτη καί προσβολές καί ὕβρεις πάμπολλες. Οἱ ἀντίδικοι φθάνουν στό σημεῖο νά χτυπηθοῦν ἤ καί στό φόνο ἀκόμη.
Ἄς προσέξουμε, λοιπόν! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διακρίνεται ἐκ φύσεως ἀπό κάποια αἰδῶ, ντροπή· δέν ὑποχωρεῖ ἀμέσως στό κακό, ἀλλά λίγο-λίγο, σταδιακά. Καί ὑποχωρεῖ, ὅταν ἀμελεῖ. Ὅταν δέν φροντίζει νά ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Ἀδιαφοροῦμε γιά ἕνα ἁμάρτημα, ἐπειδή τό θεωροῦμε μικρό, καί κοιμόμαστε μακαρίως· κι ὅμως, ἄν αὐτό τό «μικρό» δέν ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, θά γίνει γρήγορα μεγάλο καί θά μᾶς καταστρέψει, θά μᾶς παρασύρει στόν ὄλεθρο. Ὄχι συνεπῶς στή σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;». Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα τρομερή. Ἀντιθέτως, νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νηφάλιοι, μέ ὄρεξη καί ἀνυποχώρητα γιά τήν εὐσέβεια· γιά τήν ἀρετή, πού κινδυνεύει ἀπό τή ραθυμία μας.
Ἰω. Χρυσόστομος,
Εἰς Ματθαῖον 86,34, PG 58,766770.
Ἀπόδοση Ε.
Τόν πρόσμεναν μέ λαχτάρα. Μές στά σκότη τῆς εἰδωλολατρίας τους διατηροῦσαν πάντα μιάν ἀχτίδα ἐλπίδας, ὅτι θά στείλει ὁ Θεός τόν ἀναμενόμενο, τόν μέγα Βασιλέα, τόν Λυτρωτή. Μελετώντας τά ἄστρα πῆραν τό μήνυμα τῆς γέννησής του. Ἑτοίμασαν τά δῶρα τους καί κίνησαν γιά νά ᾿ρθουν νά τόν προσκυνήσουν. Οἱ μάγοι, οἱ σοφοί τῆς Ἀνατολῆς, δίνουν τό παράδειγμα σέ κάθε ψυχή πού ἀναζητᾶ τόν Λυτρωτή. Νά πῶς μελετᾶ τήν πορεία τους καί τήν προτείνει σέ μᾶς ὡς ὑπόδειγμα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
«Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό στρατί πού σέ διδάσκουν οἱ μάγοι γιά νά βρεῖς τόν Χριστό. Ξεκίνησαν μέ προθυμία. Συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους μέ σταθερότητα καί μεγαλοψυχία. Τήν ὁλοκλήρωσαν προσφέροντας τά μυστηριώδη δῶρα τους. Σκέψου τήν ἐξαιρετική προθυμία μέ τήν ὁποία αὐτοί οἱ τρεῖς βασιλιάδες ὑπήκουσαν στή φωνή τοῦ Θεοῦ, πού τούς μίλησε μέ ἕνα ἀστέρι. Πράγματι ἡ προθυμία τους ξεπερνᾶ κατά κάποιο τρόπο τήν προθυμία καί τήν ὑπακοή τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο ὁ ὕψιστος Θεός εἶχε μιλήσει ἄμεσα, μέ γλώσσα ξεκάθαρη καί ὄχι μέ ἀστέρι... Ἄφησαν παρευθύς πατρίδα καί σπίτια καί γυναῖκες καί παιδιά καί συγγενεῖς καί τήν περιουσία καί τήν ἐξουσία τους καί παραδόθηκαν σέ μία ὁδοιπορία ἄγνωστη, ἀσυνήθιστη, μακρά, κοπιαστική, γεμάτη κινδύνους, σέ ξένους τόπους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν γιά ἕνα τέλος ἀμφίβολο καί ἀβέβαιο...
Σκέψου, ἀγαπητέ, πόσο μακριά βρίσκεσαι σύ ἀπό τό παράδειγμα τῶν μάγων. Ἀναρίθμητους φωτισμούς καί ἐλλάμψεις σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός· πότε ἐσωτερικά, μέ τούς καλούς λογισμούς πού βάζει στήν καρδιά σου καί πότε ἐξωτερικά, μέ τίς ἅγιες Γραφές καί τά ἱερά βιβλία ἤ μέ τούς διδασκάλους καί πνευματικούς πατέρες μέ τούς ὁποίους συνομιλεῖς. Ἐσύ ὅμως δέν θέλησες νά ὁδηγηθεῖς ἀπό αὐτούς. Δέν θέλησες νά κάνεις ἕνα βῆμα γιά νά βρεῖς τόν Θεό, δηλαδή νά περπατήσεις στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν του... Ὥς πότε, λοιπόν, θά περπατᾶς αὐτό τό δρόμο τῆς ἀπώλειας; Ἰδού, ἦλθε ὁ καιρός νά ἀρχίσεις τώρα· νά παραδώσεις τόν ἑαυτό σου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ...
Ἔπειτα, οἱ μάγοι βρῆκαν στήν πορεία τους τόσα ἐμπόδια! Ὅλα τούς ἦρθαν ἀνάποδα μέσα στήν Ἰερουσαλήμ. Ἔλειψε τό ἀστέρι, πού τό εἶχαν παρηγοριά στήν ὁδοιπορία τους. Ταράχθηκε ὅλη ἡ πόλη μέ τήν εδηση πού ἔφεραν. Ὁ βασιλιάς Ἡρώδης, ἐχθρός θανάσιμος τοῦ νέου βασιλιᾶ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τό θυμό. Οἱ μάγοι ὅμως δέν μικροψυχοῦν γιά ὅλα αὐτά. Οὔτε φοβοῦνται καθόλου πού αὐτοί εἶναι τόσο λίγοι καί βρίσκονται μέσα σ᾿ ἕνα ξένο βασίλειο. Τρέχουν καί ρωτοῦν τούς διδασκάλους γιά νά τούς ὁδηγήσουν αὐτοί. Πηγαίνουν στήν αὐλή ἑνός τυράννου ὑπερήφανου καί αἱμοβόρου· μέ τόλμη μεγάλη καί μεγαλοψυχία ζητοῦν νά μάθουν ποῦ γεννιέται ὁ νέος βασιλιάς. Ὤ τόλμη θαυμαστή! Ὤ μεγαλοψυχία οὐρανίων ἐπαίνων ἄξια!
Καί σύ, ἀγαπητέ, μιά καί ἀποφάσισες νά εἶσαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἑτοίμασε τόν ἑαυτό σου γιά νά δέχεσαι τούς πειρασμούς καί νά τούς ὑπομένεις μέ μεγάλη γενναιοψυχία... Μιμήσου τούς χαριτωμένους ἐκείνους μάγους καί μήν καθίσεις ν᾿ ἀκούσεις τά λόγια τοῦ πειρασμοῦ, μήν ἐμποδισθεῖς νά φέρεις εἰς πέρας τήν καλή σου ἀπόφαση.
Συλλογίσου ἀκόμη τά δῶρα πού πρόσφεραν οἱ μάγοι στόν Χριστό, μόλις τόν βρῆκαν στήν «οἰκία» (Μθ 2,11). Δέν εἶδαν ἐκεῖ καμία ἑτοιμασία ἤ κανένα σημεῖο βασιλικό. Κι ὅμως ὁδηγούμενοι ἀπό τήν πίστη καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γνώρισαν τόν Ἰησοῦ ὡς βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Τόν ἀναγνώρισαν ὡς λυτρωτή ὅλου τοῦ κόσμου καί γι᾿ αὐτό ἔπεσαν καί τόν προσκύνησαν. Τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα τους καί μαζί μέ αὐτά ὑπέταξαν στόν νέο βασιλιά τό κάθε τι. Ὑπέταξαν σ᾿ αὐτόν ὅλο τό νοῦ καί τήν καρδιά μέ τήν πίστη. Ὑπέταξαν ὅλο τό σῶμα μέ τήν προσκύνηση. Ὑπέταξαν ὅλα τά ἐξωτερικά ἀγαθά μέ τό χρυσό, μέ τή σμύρνα καί μέ τό λιβάνι. Μ᾿ αὐτά τά τρία δείχνουν πώς προσφέρουν στόν νεογέννητο βασιλιά ἐπίγνωση, ὑπακοή καί ἀγάπη. Καί τούς δίνει ὁ Χριστός τρία χαρίσματα: ἀντί τοῦ χρυσοῦ λαμβάνουν τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας· ἀντί τοῦ λιβάνου τήν ἐλευθερία ἀπό τήν εἰδωλολατρία· ἀντί τῆς σμύρνας τήν ἐλευθερία ἀπό τή νέκρωση τοῦ θανάτου τοῦ ψυχικοῦ. Ὤ τί μεγάλη φιλοτιμία ἔδειξαν οἱ μάγοι!
Πόσο μακάριος θά ἤσουν καί σύ, ἀδελφέ, ἄν ἤξερες νά ἀφιερώνεις στόν Κύριο, καθώς οἱ μάγοι, ὅ,τι ἔχεις σέ τοῦτο τόν κόσμο, τά ἐσωτερικά καί τά ἐξωτερικά ἀγαθά σου, τά ψυχικά καί τά σωματικά!
Πρόσφερε στόν Χριστό μιά καρδιά καί θέληση καθαρή σάν τό χρυσάφι· ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε κακή ἐπιθυμία, μέ πόθο γιά τά οὐράνια, μέ ζῆλο γιά τά πνευματικά· μιά καρδιά φλεγόμενη ὅλη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλα της τά θελήματα.
Πρόσφερε δῶρο στόν Ἰησοῦ σάν τή σμύρνα τή νέκρωση τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς σου. Ἀπομάκρυνε ἀπό τήν καρδιά σου κάθε ταραχή, ὀργή, θυμό, κάθε πικρία, μίσος καί κραυγή, κάθε λοιδορία.
Κι ἄν εἶσαι πλούσιος, νά τοῦ προσφέρεις ἐπιπλέον καί τόν πλοῦτο καί τά ἀγαθά σου, διότι αὐτά εἶναι δῶρα δικά του. Σοῦ τά ἔδωσε ὄχι γιά νά τά ἔχεις μόνος καί νά τά ἀπολαμβάνεις σάν ἐκεῖνον τόν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά γιά νά τά διαχειρίζεσαι ὡς οἰκονόμος μοιράζοντάς τα σέ ὅσους τά ἔχουν ἀνάγκη».
Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης
(Ἐπιλογές ἀπό τό βιβλίο του
Πνευματικά Γυμνάσματα)
Ψηφιδωτό «Ταξίδι τῶν μάγων», 1315-1320 μ.Χ. Μονή τῆς Χώρας, Κων/πολη
Ἡ εἰρήνη εἶναι τό οὐράνιο καί σωτήριο δῶρο τοῦ Χριστοῦ πού ἡ ἀνθρώπινη καρδιά τό ᾿χει ἀνάγκη γιά νά ζήσει. Δέν εἶναι μόνο ὠφέλιμο ἀλλά κι εὐχάριστο, ὅταν κατορθώσει ὁ γήινος ἄνθρωπος νά τό βιώσει.
(Μ. Βασίλειος)
Ἄς μή βλέπουμε κι ἄς μή δίνουμε προσοχή σέ τίποτα ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί ὅσα ὁδηγοῦν σ᾿ αὐτή.
(Μ. Βασίλειος)
Ὅσοι ἐπιδιώκουν τό ἀγαθό τῆς εἰρήνης κι ὅποιοι ἀπεχθάνονται καί ἐμποδίζουν ὅ,τι καταστρέφει τήν εἰρήνη, αὐτοί εἶναι τοῦ Θεοῦ καί βρίσκονται κοντά στή θέωση.
(Γρ. Θεολόγος)
Δέν πρόκειται νά πάθουμε τίποτα, ἀκόμη κι ἄν μᾶς πολεμοῦν ὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι, ἄν ἔχουμε εἰρήνη μέ τόν Θεό. Αὐτός, πού κατέχει τούτη τήν εἰρήνη, εἶναι σύμμαχος μέ τόν Θεό· καί τότε, ὄχι βάρβαρο, ὄχι ἐχθρό, ἀλλά οὔτε καί τόν διάβολο δέν φοβᾶται.
( Ἰω. Χρυσόστομος)
Μοιάζει νά ᾿ναι ἡ πιό τέλεια ἀπ᾿ ὅλες τίς εὐλογίες ἡ εἰρήνη πού ἔδωσε ὁ Κύριος ὡς φρουρό στίς καρδιές ὅσων εἶναι ἄξιοι νά ὀνομάζονται μαθητές του.
(Μ. Βασίλειος)
Ὅποιος ζητᾶ εἰρήνη, τόν Χριστό ἀναζητᾶ, διότι αὐτός εἶναι ἡ εἰρήνη.
(Μ. Βασίλειος)
Ἴσως νά μήν ἔχετε καμία σχέση μέ τή μουσική καί τά μουσικά ὄργανα. Μπορεῖ νά μήν ἀγγίξατε ποτέ τά πλῆκτρα ἑνός πιάνου. Κι ὅμως καθημερινά ἀνά πᾶσα στιγμή μέσα στό σῶμα σας λειτουργεῖ ἕνα πιάνο τόσο πολύπλοκο ὅσο καί μικροσκοπικό. Τό καταπληκτικό αὐτό «πιανάκι» εἶναι τοποθετημένο καί προφυλαγμένο μέσα στό κρανίο μας, στόν κοχλία τοῦ αὐτιοῦ.
Ὅταν χτυπήσουμε μιά νότα στό κανονικό πιάνο μιά ἀντίστοιχη να φαίνεται νά πάλλεται στό μικροσκοπικό πιανάκι τοῦ αὐτιοῦ μας. Μόλις χτυπήσουμε τό πλῆκτρο τῆς ἑπόμενης νότας κάποια ἄλλη να, στό βάθος τοῦ αὐτιοῦ, ἀρχίζει νά πάλλεται. Αὐτό σημαίνει πώς τό αὐτί εἶναι σέ θέση νά συλλάβει διαφορετικές ἠχοσυχνότητες. Ὑπολογίζεται πώς τό μουσικό ὄργανο τοῦ αὐτιοῦ διαθέτει γύρω στίς 32.000 προσαγωγές νες, ἐνῶ σ᾿ ἕνα πιάνο τά πλῆκτρα δέν ξεπερνοῦν τά 88.
Γιά νά συγκεντρωθοῦν τά ἠχητικά κύματα καί νά φθάσουν μέχρι τόν κοχλία εἶναι ἀπαραίτητος κάποιος δέκτης πού θά τά συγκεντρώσει. Ὁ δέκτης αὐτός εἶναι τό πτερύγιο, στό ὁποῖο πηγαίνει αὐθόρμητα ὁ νοῦς μας μέ τή λέξη «αὐτί». Οἱ πτυχές καί οἱ διπλώσεις του βοηθοῦν στό νά συλλαμβάνονται περισσότερα ἠχητικά κύματα καί εὐκολότερα. Ἀπό κεῖ προχωροῦν μέσα σέ κάποιο διάδρομο, τόν ἔξω ἀκουστικό πόρο, καί χτυποῦν πάνω στόν τυμπανικό ὑμένα, μιά μεμβράνη πού τίθεται σέ παλμική κίνηση. Μέσῳ τοῦ λεμφικοῦ ὑγροῦ, πού ὑπάρχει στό ἐσωτερικό αὐτί, τά ἠχητικά κύματα φτάνουν στό κυριότερο τμῆμα τοῦ αὐτιοῦ, ὅπου λειτουργεῖ τό καταπληκτικό «πιανάκι» πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή. Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι νά ξεχωριστοῦν οἱ ἦχοι. Γιά τό σκοπό αὐτό λειτουργοῦν εἰδικές χορδές πού κάνουν καί τή λεπτότερη δουλειά. Τό μῆκος τους δέν εἶναι ὅμοιο. Οἱ μακριές χορδές εἶναι γιά νά ξεχωρίζουν τούς βαθεῖς ἤχους, οἱ μέτριες τούς βαρεῖς καί οἱ κοντές τούς ὀξεῖς. Ἄν ἔλειπαν οἱ ἀκουστικές χορδές, οἱ ἦχοι θά μεταδίδονταν στό ἀκουστικό νεῦρο μπερδεμένοι σάν μιά ἀκαθόριστη βοή.
Τέλος ἐρεθίζονται οἱ ἀπολήξεις τοῦ ἀκουστικοῦ νεύρου, ὁ ἐρεθισμός μεταφέρεται στόν ἐγκέφαλο κι ἔτσι ἀπολαμβάνουμε τή μουσική καί ἀντιλαμβανόμαστε τά ἠχητικά μηνύματα τοῦ περιβάλλοντός μας.
Ἡ κατασκευή τοῦ αὐτιοῦ μας εἶναι τόσο τέλεια, ὥστε αὐτό νά μπορεῖ νά συλλάβει πολύ ἁπαλούς ἤχους, κοντά στούς ὁποίους τό περπάτημα τῆς γάτας φαίνεται ἐκκωφαντικό. Γιατί, λοιπόν, δέν τούς ἀκοῦμε αὐτούς τούς ἤχους; Ἁπλούστατα, διότι καλύπτονται ἀπό ἄλλους ἤχους διάχυτους στό χῶρο πού μᾶς περιβάλλει. Ἄλλωστε τούς ἔχουμε συνηθίσει τόσο, πού δέν τούς δίνουμε προσοχή. Οἱ θόρυβοι τῆς κυκλοφορίας στήν πόλη, τό θρόισμα τῶν φύλλων, τά βήματα τῶν ἀνθρώπων δημιουργοῦν ἕνα ὑπέδαφος θορύβων πού συσκοτίζει τή διακριτική ἱκανότητα τοῦ αὐτιοῦ.
Τό πείραμα πού ἔγινε στή λεγόμενη «νεκρή» αθουσα στά ὑπόγεια τοῦ κτηρίου τῆς Φυσικῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Καλιφόρνιας, στό Λός Ἄντζελες, μᾶς ἀπέδειξε θαυμαστά τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπινου αὐτιοῦ. Σ᾿ αὐτή τήν αθουσα οἱ τοῖχοι, τό πάτωμα καί τό ταβάνι εἶναι ντυμένα μέ στρώσεις ἀπό ὑλικό πού ἀπορροφᾶ τόν ἦχο. Ἔχει ἐξουδετερωθεῖ κάθε παλμική κίνηση πού θά μποροῦσε νά προέλθει ἀπό τό ἔδαφος ἤ τούς τοίχους τοῦ κτηρίου, διότι ἡ αθουσα στηρίζεται σέ λαστιχένιους ἀεροθαλάμους.
Ἄς μποῦμε, λοιπόν, μέσα στή νεκρή ἀπό θορύβους αἴθουσα. Ἡ πόρτα κλείνει στερεά ἀπ᾿ ἔξω μ᾿ ἕνα εἰδικό πῶμα ἀπό ὑλικό ἀπορροφητικό τοῦ ἤχου. Ἁπλώνεται νεκρική σιγή, ἀσυνήθιστη γιά μᾶς. Ὅσο περνάει ἡ ὥρα τόσο καί περισσότερο ἀνακαλύπτουμε νέους ἤχους, πού προέρχονται ἀπό τό διο μας τό σῶμα. Πρῶτα ἀκοῦμε τούς ρυθμικούς χτύπους τῆς καρδιᾶς. Ἔπειτα τό αὐτί μας συλλαμβάνει τή ροή τοῦ αἵματος στίς φλέβες. Κι ἄν ἔχουμε ὀξεία ἀκοή θ᾿ ἀκούσουμε καί κάποιο παράξενο συριστικό ἦχο πού ὀφείλεται στά μόρια τοῦ ἀέρα πού βομβαρδίζουν τόν τυμπανικό ὑμένα.
Ἀλλά τό αὐτί ἔχει καί κάτι ἄλλο θαυμαστό νά μᾶς παρουσιάσει. Στόν πολύπλοκο μηχανισμό του εἶναι προσαρτημένο καί κάποιο ἄλλο ἐξάρτημα πού τό ἀποτελοῦν τρεῖς ἡμικυκλικοί σωλῆνες γεμάτοι μέ λεμφικό ὑγρό. Μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιλαμβανόμαστε τή θέση τοῦ σώματός μας στίς διάφορες μεταβολές τῆς ταχύτητας.
Ἀνάλογα μέ τή στάση μας τό ὑγρό παίρνει καί διαφορετική θέση, κι ἔτσι τά ἐρεθίσματα πού προκαλοῦνται μεταβιβάζονται στόν ἐγκέφαλο, μέ ἀποτέλεσμα σέ κάθε στιγμή νά μποροῦμε νά ἔχουμε τήν ασθηση τοῦ χώρου καί τῆς ἰσορροπίας. Ἀνωμαλία στούς ἡμικυκλικούς σωλῆνες προκαλεῖ ζάλη, ναυτία, λιγγο.
Μέ πόση τελειότητα, μέ πόση σοφία καί λεπτότητα εἶναι κατασκευασμένο τό ἀνθρώπινο αὐτί! Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θαυμαστό ὅτι αὐτό τό ὑπέροχο κατασκεύασμα, πού συλλαμβάνει ἀνεπαίσθητους ἤχους, μπορεῖ νά κωφεύει καί νά μένει ἀδιάφορο ἔναντι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος συχνά ἔκλεινε τή διδασκαλία του μέ τήν προτροπή· «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Μθ 11,15). Γιά νά ἀκούσεις καί νά ἀποδεχτεῖς τό λόγο τοῦ Θεοῦ δέν ἀρκεῖ μόνο τό ὄργανο τοῦ αὐτιοῦ. Ἀπαιτεῖται διάθεση καί καρδιά ἀνοιχτή.
Ἦταν ξημέρωμα. Μόλις πού εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀχνοφέγγει. Κάποια μακρινά γαυγίσματα σκύλων καί κάποια κραξίματα πετεινῶν ἔκαναν τήν καρδιά τῆς Κατερινιῶς νά κτυπήσει ἀκόμα πιό δυνατά. Ναί, τοῦτο τό μονοπάτι πού βάδιζε τώρα τό ᾿ξερε καλά καί τούτη ἡ μυρωδιά, πού ἔφτανε ὥς τή μύτη της μέ τόν πρωινό ἀέρα, τῆς ἦταν γνώριμη. Ἦταν ἡ μυρωδιά τοῦ χωριοῦ της. Ἔφτανε, ἐπιτέλους ἔφτανε! Ἡ μάνα της εἶναι ἐκεῖ, τ᾿ ἀδέλφια της εἶναι ἐκεῖ! Κι ἄν δέν εἶναι; Κι ἄν τούς πῆραν κι αὐτούς οἱ ἄπιστοι; Κι ἄν σκότωσαν τή μάνα της ὅπως σκότωσαν τόν πατέρα της τότε πού δέν τούς ἄφηνε νά τήν πάρουν ἀπό τήν ἀγκαλιά του; Ὄχι, ὄχι δέν μπορεῖ!
Ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, ἀπό τότε πού δέκα χρονῶν κοριτσάκι τήν ἅρπαξαν ἀπό τό σπίτι της, ἄλλο δέν σκεφτόταν τό Κατερινιώ, ἄλλο δέν μελετοῦσε ἀπό τό πῶς μιά μέρα θά τό σκάσει, γιά νά βρεθεῖ καί πάλι κοντά σ᾿ αὐτούς πού ἀγαποῦσε.
Ἔφτασε κοντά στά πλατάνια μέ τήν πηγή κι ἦταν ἕτοιμη νά σωριαστεῖ μέ λαχτάρα πλάι στό νερό, ὅταν ἄκουσε ποδοβολητά ἀλόγων. Μέ τά γόνατα παραλυμένα ἀπό τό φόβο κρύφτηκε πίσω ἀπό ἕνα χοντρό κορμό πλατανιοῦ.
Οἱ καβαλάρηδες ξεπέζεψαν καί πῆραν νά γιομίσουν τά παγούρια τους. Δέν μποροῦσε νά τούς δεῖ ἀπό κεῖ πού ἦταν, μά ὅμως τούς ἄκουγε καθαρά. Μιλοῦσαν τούρκικα:
- Δίκιο ἔχει ὁ ἀφέντης. Πῶς δέν τό σκεφτήκαμε τόσο καιρό; Θά πάει ὅμως σήμερα ὁ Νικολός στήν ἐκκλησία;
- Δέν ἀφήνει ὁ γκιαούρ Κυριακή πού νά μείνει ἀλειτούργητος, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἄλλου. Σίγουρα θά κατεβεῖ καί σήμερα στό χωριό καί τότε οἱ δικοί μας θά πετσοκόψουν τούς γκιαούρηδες πάνω στό βουνό.
Τό Κατερινιώ πίσω ἀπό τό δένδρο παρακολουθοῦσε μ᾿ ὀρθάνοιχτα αὐτιά καί μέ κομμένη τήν ἀνάσα. Ὥστε σήμερα εἶναι Κυριακή, ὥστε σήμερα, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, θά πήγαινε στήν ἐκκλησιά!
- Ἄν μυριστεῖ ὁ Νικολός τ᾿ ἀσκέρι μας; ρώτησε μ᾿ ἀνησυχία ὁ ἕνας.
- Δέν θά τό μυριστεῖ, ἀπάντησε μέ σιγουριά ὁ ἄλλος. Ἔχει νά πέσει τουφεκίδι στήν περιοχή ἐδῶ καί τρεῖς μῆνες. Ξεθάρρεψαν οἱ γκιαούρηδες καί δέν φοβοῦνται πιά. Χωρίς τόν καπετάνιο τους θά τά χάσουν καί θά τούς ξεκάνουμε ὅλους. Ἔπειτα κατεβαίνουμε στό χωριό καί καθαρίζουμε καί μέ κεῖνον.
Ξέσπασαν κι οἱ δυό σ᾿ ἕνα χαχανητό κι ἀφοῦ ἀνέβηκαν στ᾿ ἄλογά τους ἐξαφανίστηκαν μέ καλπασμό. Πέτρωσε ἐκεῖ πού καθόταν τό Κατερινιώ. Πέτρωσε γιά μιά στιγμή μονάχα. Ἔπειτα τινάχτηκε ἀπό τή θέση της κι ἄρχισε σάν ζαρκάδι ν᾿ ἀνεβαίνει τό βουνό. Ἔτρεχε, ἀνέβαινε καί δέν ἔβλεπε τίποτα μπροστά της. Δέν ἤξερε κἄν κατά ποῦ βρίσκεται τό λημέρι τῶν κλεφτῶν. Ἄφησε τήν καρδιά της νά ὁδηγήσει τά πόδια της καί κείνη δέν λάθεψε.
Κάμποσοι κλέφτες παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία μιά Τουρκάλα ν᾿ ἀνεβαίνει στό λημέρι. Τό Κατερινιώ οὔτε κἄν θυμόταν πώς ἡ φορεσιά της ἦταν τουρκική. Μά σάν ἔφτασε κι εἶδε τήν ἀπορία στά μάτια τῶν ἀντρῶν, φώναξε δυνατά στά ἑλληνικά:
- Τόν καπετάν Νικολό θέλω· γρήγορα νά δῶ τόν καπετάνιο.
- Ποιά εἶσαι τοῦ λόγου σου καί θέλεις νά δεῖς τόν καπετάνιο; τή ρώτησε κάποιος, πού φαινόταν νά εἶναι πρωτοπαλλήκαρο.
Γύρισε καί κοίταξε αὐτόν πού τῆς μίλησε καί τότε πιότερο μέ τήν καρδιά παρά μέ τό στόμα φώναξε: «Κωσταντῆ!» καί λιποθύμησε. Ὅταν συνῆλθε, δέν ἦταν κοντά της παρά μόνον ὁ ἀδελφός της ὁ Κωσταντῆς κι ὁ καπετάνιος.
- Κωσταντῆ, γρήγορα τόν καπετάνιο· ποῦ εἶναι ὁ καπετάνιος; ρώτησε κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, μά ὁ καπετάνιος μέ μιά στοργική κίνηση τήν κράτησε ξαπλωμένη.
- Ἐγώ εἶμαι ὁ καπετάνιος, τῆς εἶπε γλυκά. Ἐσύ ποιά εἶσαι;
- Ἐγώ, ἐγώ εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Εἶμαι ἡ ἀδελφή σου, Κωσταντῆ, ἡ μικρή σου ἀδελφή πού τήν ἅρπαξαν οἱ ἄπιστοι, μά πού τώρα εἶναι ἐλεύθερη.
Ἔμειναν γιά λίγη ὥρα ἀγκαλιασμένα τά δύο ἀδέλφια κι ὕστερα σάν νά θυμήθηκε τό χρέος της ἔβγαλε μιά φωνή:
- Οἱ Τοῦρκοι, καπετάνιο, οἱ Τοῦρκοι ὅπου νά ᾿ναι φτάνουν. Θά ριχτοῦν στό λημέρι, ὅταν ἐσύ θά εἶσαι στήν ἐκκλησιά.
Εἶπε ὅλα ὅσα ἄκουσε τό Κατερινιώ κι ὁ καπετάνιος τήν ἄκουγε μέ προσοχή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελείωσε τό κορίτσι, ἐκεῖνος φώναξε τόν Κίτσο, ἕνα παλληκαράκι 14-15 χρονῶν, καί τοῦ εἶπε:
- Θά τρέξεις βολίδα στό χωριό καί θά πεῖς στόν παπα-Βαγγέλη νά μήν μπεῖ στή Λειτουργία, ὥσπου νά ἔρθω ἐγώ. Κατάλαβες;
- Ναί, ἀπάντησε τό παιδί καί μέχρι νά τόν κοιτάξει τό Κατερινιώ, ἐκεῖνος ἤδη εἶχε χαθεῖ στό μονοπάτι.
Σέ λίγο ὅλοι οἱ ἄντρες σέ θέση μάχης περίμεναν. Κι ὁ ἐχθρός δέν ἄργησε νά φανεῖ. Χαμογέλασαν τά παλληκάρια, μίλησαν τρυφερά στό ντουφέκι τους καί κεῖνο δέν ξαστόχησε. Πρίν κἄν προλάβουν οἱ ἐχθροί νά πάρουν θέσεις μάχης, εἶχαν ἤδη διαλυθεῖ.
- Βάι - βάι - βάι! φώναζαν οἱ Τοῦρκοι κι οὔτε γυρνοῦσαν τό κεφάλι πρός τό λημέρι.
Οὔτε μισή ὥρα δέν κράτησε ἡ ἀναστάτωση καί στό λημέρι ἦταν ὅλα ὅπως πρῶτα. Ὁ καπετάν Νικολός πῆρε τόν Κωσταντῆ καί τό Κατερινιώ καί κατέβηκαν στό χωριό. Μπῆκαν μέσα στήν κατάμεστη ἐκκλησιά καί τά βλέμματα ὅλων στράφηκαν ἐπάνω τους. Ἡ χαρά τους μετατράπηκε σέ ἔκπληξη, ὅταν ἀνάμεσά τους εἶδαν νά στέκεται μιά Τουρκάλα. Ἐκείνη φαινόταν νά τρώει τό πλῆθος μέ τά μάτια. Ἔψαχνε, ἔψαχνε καί ὕστερα ἡ φωνή της ράγισε τίς καρδιές ὅλων:
- Εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Μάνα μου, ποῦ εἶσαι;
Πίσω ἀπό τή μεγάλη κολώνα τοῦ ναοῦ ἐμφανίστηκε μιά μαυροφορεμένη, τρέμοντας ἀπό λαχτάρα κι ἀγωνία.
- Ἄν εἶσαι τό παιδί μου καί δέν τούρκεψες, κάνε πρῶτα τό σταυρό σου νά σέ δῶ.
Ἔκανε τό σταυρό της μέ λυγμούς τό Κατερινιώ καί τότε ἡ μητρική ἀγκαλιά ἄνοιξε καί τήν ἔκλεισε μέσα.
- Ὀμπρός, παπα-Βαγγέλη, φώναξε μέ ραγισμένη τή φωνή ὁ καπετάν Νικολός, ἄρχισε τή δοξολογία κι ἐγώ πάω νά κτυπήσω τίς καμπάνες. Κι ἄμποτε γλήγορα νά δώσει ὁ Θεός νά σημάνουν καί γιά τή λευτεριά μας!
Τά παλληκάρια πάνω στό βουνό ἄκουσαν τίς καμπάνες καί σταυροκοπήθηκαν. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀπό ἀντίκρυ τίς ἄκουσαν κι αὐτοί καί φώναξαν: «Βάι - βάι, μάνα μου, βάι-βάι!».
Ἑ. Β.
Ἀπό μιά στάλα μωρό τό ἤξερα πώς ὁ ἁιΓιώργης δέν γιορτάζει μόνο τόν Ἀπρίλη. Στό μικρό ξωκλήσι του, πού ἦταν στή γειτονιά μου, λειτουργούσαμε δυό φορές τό χρόνο. Μιά στίς 23 τ᾿ Ἀπρίλη, πού τίς πιό πολλές φορές μεταφερότανε τή δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα, καί ἄλλη μιά στίς 3 τοῦ Νιόβρη, τ᾿ ἁιΓιώργη τοῦ Σποριᾶ. Δέν ξέρω γιατί, μά ἀπό τίς δυό γιορτές πάντα μέ συγκινοῦσε περισσότερο ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς. Ἴσως γιατί μέσα στή μεγαλοπρέπεια τῆς Ἀνάστασης ἀτονοῦσε ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου. Μά πιό πολύ ἦταν, νομίζω, γιατί τό Νοέμβριο ὅλο τό χωριό ἀπέθετε τίς ἐλπίδες του στόν Ἅγιο, τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα γιά τήν καρποφορία τῆς γῆς κι ὕστερα ἄρχιζε τή σπορά.
Δέν εἶχα τελειώσει ἀκόμα τό Δημοτικό, νομίζω πώς ἤμουν στήν ἕκτη τάξη, καί θυμᾶμαι πώς ἐκείνη τή χρονιά τό φθινόπωρο εἶχε ἀρχίσει μέ τούς καλύτερους οἰωνούς γιά τούς γεωργούς μας. Μοῦ ἄρεζε νά βλέπω τήν ἱκανοποίηση στά πρόσωπά τους. Πίστευα ὅτι οἱ τόσο καλές καιρικές συνθῆκες ἦταν δουλειά τ᾿ ἁιΓιώργη.
Τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του πῆγα πρῶτα στό ἐκκλησάκι, ἄναψα τό κερί μου καί μέ τό βλέμμα μου ἀγκάλιασα κι ἔκλεισα στήν καρδιά μου ὅλα τά πρόσωπα τῶν χωριανῶν μου, πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά καί κατάνυξη. Ἔφυγα γιά τό σχολεῖο ἀργοπορημένη καί, παρόλο πού βιαζόμουν, δέν μπόρεσα νά μή σταματήσω ἔξω ἀπό τό παράθυρο τοῦ θειοῦ μου, ἐπειδή ἄκουσα τή φωνή του καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πῶς αὐτός πού τόσο σεβότανε τόν Ἅγιο δέν εἶχε πάει ἀκόμα στή Λειτουργία. Ἡ φωνή του ἦταν λυπημένη, παρακλητική:
- Βόηθα με, γυναίκα, νά σηκωθῶ! Τέτοια μέρα κι ἐγώ νά ᾿μαι στό κρεβάτι; Βόηθα με νά ἑτοιμαστῶ νά πάω στή χάρη του!
- Κωστή, ἔχεις σχεδόν 40ο πυρετό· κάθισε φρόνιμα! Ὁ Ἅγιος δέν θά σοῦ ζητήσει λόγο.
Ἡ θειά μου τοῦ μιλοῦσε γλυκά, ἤρεμα, μά κεῖνος, ὡστόσο, ἐπέμενε:
- Δέν θυμᾶμαι νά ἔλειψα ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία μιά τέτοια μέρα, μά δέν μπορῶ καί νά σταθῶ στά πόδια μου.
- Θά πάω ἐγώ, Κωστή, τόν καθησύχασε ἐκείνη. Θά τόν παρακαλέσω ἐγώ γιά τή σπορά.
Ἔφυγα τρεχάτη γιά τό σχολεῖο μέ ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά μου. Γύρισα τό μεσημέρι στό σπίτι κι ἐκεῖ ἔμαθα πώς τόν θειό μου τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί πώς τόν κράτησαν μέσα, γιατί εἶχε πλευρίτιδα. Ἔκλαιγε ἡ μάνα μου καί ἔλεγε πώς τώρα δέν ἦταν καιρός γι᾿ ἀρρώστιες, γιατί ὁ θειός μου εἶχε μεγάλη φαμίλια. Ποιός θά ὄργωνε, ποιός θά ἔσπερνε; Ὁ δικός μου ὁ πατέρας ἦταν ἐργάτης· οὔτε ἀπό γῆ ἤξερε οὔτε καί τά μέσα εἶχε γιά νά κάνει αὐτή τή δουλειά. Ἐγώ, πού δέν ἤξερα τί ἀκριβῶς σημαίνει πλευρίτιδα, παρηγοροῦσα τή μάνα μου, λέγοντάς της πώς θά τοῦ ρίξουν τόν πυρετό καί θά τόν στείλουν πίσω.
Οἱ μέρες ὅμως περνοῦσαν κι ὁ θειός μου ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι στό νοσοκομεῖο. Τά χωράφια τοῦ χωριοῦ μου τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἡμέρευαν κάτω ἀπ᾿ τό ὑνί καί δέχονταν φιλόξενα στά σπλάχνα τους τό σπόρο. Ὥσπου σιγάσιγά σπάρθηκαν ὅλα. Μοναδική ἐξαίρεση τά χωράφια τοῦ θειοῦ μου, πού ἔκαναν τά διπλανά τους νά φαίνονται ἀκόμα πιό ὄμορφα ἔτσι δουλεμένα καί φρεζαρισμένα καθώς ἤτανε.
Ἕνα ἀπόγευμα, μέ τήν καρδιά μου γεμάτη παράπονο, ἄνοιξα τήν πόρτα τ᾿ ἁι Γιώργη καί μπῆκα μέσα. Ἄναψα τό σβηστό καντήλι κι ἤμουν ἕτοιμη νά σταθῶ μπροστά του, νά τοῦ πῶ τό παράπονό μου, ὅταν μπῆκαν μέσα στό ἐκκλησάκι τά τρία μικρότερα παιδιά τοῦ θειοῦ μου. Πόνεσε ἡ ψυχή μου ἔτσι ὅπως τά εἶδα πιασμένα χέριχέρι.
- Ἤρθαμε νά παρακαλέσουμε τόν ἁιΓιώργη νά γίνει γρήγορα καλά ὁ πατέρας, γιατί σέ λίγο θά χάσουμε τή σπορά.
Ὁ Ἀνδρέας, πού ἦταν μόλις τρίτη δημοτικοῦ, γονάτισε πρῶτος μπροστά στόν καβαλάρη Ἅγιο. Τά δύο μικρότερα τόν μιμήθηκαν. Ἔμεινα νά κοιτάζω μέ δέος αὐτή τήν εἰκόνα καί μέσα μου γεννήθηκε ἐκείνη τήν ὥρα μιά ἰδέα. Δέν ξέρω τί εἶπαν τά παιδιά στόν Ἅγιο, γιατί δέν τ᾿ ἄκουγα. Τ᾿ αὐτιά μου, τά μάτια μου, ὁ νοῦς μου, ἡ καρδιά μου ἦταν κολλημένα στήν ἰδέα πού μοῦ ᾿ρθε ἔτσι ξαφνικά. Δέν ἔβλεπα τήν ὥρα νά τελειώσουν τά μικρά, νά κλείσω τήν πόρτα καί νά τρέξω.
Κι ἔτσι ἔκανα. Ἔτρεξα ἀμέσως καί βρῆκα τόν δάσκαλό μου. Τοῦ εἶπα λαχανιασμένη τί σκέφτηκα. Χαμογέλασε, μέ παίνεψε γιά τή σκέψη μου καί, κεῖνος πού δέν πήγαινε ποτέ στό καφενεῖο γιατί συνεχῶς μελετοῦσε, ἔφυγε βιαστικός γιά κεῖ.
Εἶδα ἀπό μακριά τούς χωριανούς μου νά σηκώνονται μέ σεβασμό καί μέ κάποια ἔκπληξη στά μάτια, μόλις τόν εἶδαν νά μπαίνει. Τό βράδυ ἀπό τό στόμα τοῦ κατάπληκτου πατέρα μου ἄκουγα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα τί ἀκριβῶς ἔγινε στό καφενεῖο.
- Πῶς πῆγε, παιδιά, ἡ σπορά; ρώτησε δῆθεν τυχαῖα ὁ δάσκαλός μου.
- Δόξα τῷ Θεῷ! ἀπάντησαν ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
- Ὁ ἁιΓιώργης φρόντισε καί ὁ καιρός νά κρατήσει καί ὅλα νά πᾶνε καλά, συμπλήρωσε ὁ κύρ Τάκης.
- Σπείρατε ὅλοι; ξαναρώτησε ὁ δάσκαλος.
- Ὅλοι, ἀπάντησε κάποιος ἄλλος, ἐξόν ἀπό τόν Κώστα, πού δέν φαντάζομαι νά προλάβει φέτος νά σπείρει.
Δέν μίλησε ὁ δάσκαλος. Μόνο σηκώθηκε, ἔκανε ἕνα γύρω μέ τό βλέμμα του ὅλα τά τραπέζια καί ἀργά ἀργά κατευθύνθηκε πρός τήν ἔξοδο. Ξαφνικά γύρισε καί τούς κοίταξε θυμωμένος.
Καί νομίζετε πώς εἶναι σωστό ν᾿ ἀφήσουμε φαμελίτη ἄνθρωπο δίχως σοδειά, ἐπειδή ἔτυχε τόν καιρό τῆς σπορᾶς ν᾿ ἀρρωστήσει; Οὔτε ὁ Θεός τό θέλει οὔτε ὁ ἁιΓιώργης! Ὅποιος θέλει ἄς ἔρθει νά μέ βρεῖ· θά τοῦ πληρώσω τά μεροκάματά του, νά ὀργώσει καί νά σπείρει τά χωράφια τοῦ Κώστα.
Ἔφυγε ὁ δάσκαλος ἀπό τό καφενεῖο καί τότε σηκώθηκε πρῶτος ὁ κύρ Ἀνέστης.
- Ντροπῆς μας πού δέν τό σκεφτήκαμε τόσες μέρες ἀπό μόνοι μας, ντροπῆς μας! Ἄν πᾶμε ὅλοι, σέ μιά μέρα τήν τελειώνουμε τή δουλειά.
Κανένας δέν εἶχε ἀντίρρηση, μά καί κανένας δέν τό εἶχε σκεφθεῖ νωρίτερα.
Τήν ἄλλη μέρα ὅλα τά τρακτέρ τοῦ χωριοῦ δούλευαν στά χωράφια τοῦ θειοῦ μου. Τά εἶδα κι ἔτρεξα μέ χαρά νά τό πῶ στή θειά μου. Ἐκείνη τ᾿ ἄκουσε καί σήκωσε δακρυσμένη τά χέρια της ψηλά. «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου!», ψιθύρισε καί βγῆκε νά τά δεῖ καί μόνη της. Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε τά τρακτέρ; μέ ρώτησε ἡ μικρή Ἀγγέλα, πού ἦταν δέν ἦταν ἕξι χρονῶν.
- Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε, Ἀγγελικούλα μου! τῆς εἶπα συγκινημένη καί δέν εἶχα καμιά ἀμφιβολία γι᾿ αὐτό. Μάλιστα ἤμουν σίγουρη πώς κάπου ἀνάμεσα στό θόρυβο ἀπό τίς μηχανές τῶν τρακτέρ ἀκουγόταν καί κάποιος καλπασμός ἀλόγου.
- Ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς δέν μπορεῖ νά μή βγῆκε μ᾿ ὅλο τό χωριό. Κι ἄν κάποιος πήγαινε στό ξωκλήσι του, σίγουρα θά ᾿βλεπε τό εἰκόνισμά του ἄδειο.
Ἑ.Β.
᾿Αντάριασε ἡ καρδιά, ξεστράτισε ὁ νοῦς, θόλωσε. Παραφέρθηκε ἡ κ. Δήμητρα, τό ὁμολογεῖ· ὅμως πῶς θά μποροῦσε νά μή χάσει τό μυαλό της μ᾿ αὐτό πού ἄκουγε;
Σκαλί-σκαλί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ τῶν ἐξετάσεων πλάι στή Ροδούλα της· καί σήμερα, πού εἶπαν ἐπιτέλους «δόξα τῷ Θεῷ», σάν γύρισε τό παιδί της ἀπό τό τελευταῖο μάθημα, τῆς φόρτωσε ἄλλο σταυρό στούς ὤμους βαρύτερο, πικρότερο.
- Μαμά, ἀποφασίσαμε μέ μιά παρέα ἀπό τήν τάξη μου νά πᾶμε διακοπές νά ξεκουραστοῦμε, τῆς εἶπε δίχως νά μπορεῖ νά τήν κοιτάξει ἡ Ροδούλα της.
- Καί τί δουλειά ἔχεις ἐσύ, παιδί μου, νά πᾶς μέ τά παιδιά τῆς τάξης σου; τή ρώτησε φαρμακωμένη ἡ κ. Δήμητρα.
- Γιατί; ᾿Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκη νά ξεκουραστῶ; Τόσο καιρό διάβασμα, κοντεύω νά τρελαθῶ. Εἴπαμε νά πᾶμε ὅλοι μαζί στή Σαντορίνη γιά μπάνια.
Κοίταξε τόν πατέρα της ἡ Ροδούλα ζητώντας μέ τό βλέμμα της τή συμπαράστασή του, μά ἐκεῖνος τῆς ἔδειξε τή μάνα της.
- Κάνε καλά μέ κείνη, τῆς εἶπε καί ἐξακολούθησε νά διαβάζει τήν ἐφημερίδα του.
Δέν συνέχισε κανένας τήν κουβέντα. ῎Εγινε μιά ἀνακωχή πιστεύοντας κι οἱ δυό, μάνα καί κόρη, πώς μιά ἄλλη ὥρα θά ἦταν καλύτερη γιά νά τό ξανασυζητήσουν.
Τό μεσημέρι στό τραπέζι ἡ Ροδούλα ἔσπασε πρώτη τή σιωπή·
- Θά πάμε, λένε τά παιδιά, τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου. Θά μοῦ δώσεις, μπαμπάκα μου, χρήματα;
῾Η κ. Δήμητρα μόνο πού δέν πνίγηκε ἀπό τήν ταραχή της.
- Μά τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου ἔχεις τήν κατασκήνωση, προσπάθησε νά τῆς πεῖ ὅσο πιό ψύχραιμα μποροῦσε.
- Δέν θά πάω φέτος, ἀπάντησε δισταχτικά ἡ Ροδούλα. Τόσα χρόνια πάω ἐκεῖ πού θέλεις ἐσύ, φέτος θά πάω ἐκεῖ πού θέλω ἐγώ ! Νομίζω πώς εἶμαι δεκαοχτώ χρονῶν πιά καί τό δικαιοῦμαι.
᾿Αντάριασε ἡ καρδιά καί δέν μπόρεσε ἡ κ. Δήμητρα νά τή δαμάσει. Εἶπαν κι οἱ δυό τους λόγια σκληρά· ἡ μιά ἀπό πόνο κι ἡ ἄλλη ἀπό πεῖσμα κι ἀντίδραση.
- ῎Ασε την ἐπιτέλους νά κάνει αὐτό πού θέλει κι ἄς τό φάει τό κεφάλι της, ἔβαλε τελεία στή διαμάχη τους ὁ κ. Θόδωρος.
Κουβέντα ἦταν κι αὐτή πού εἶπε κι ὁ Θόδωρος; «῎Ας τό φάει τό κεφάλι της»! ῾Η μόνη κουβέντα του σ᾿ ὅλο τόν καυγά ἦταν αὐτή. Τό φύλαξαν, δηλαδή, ἁγνό μπουμπούκι ὥς τά δεκαοχτώ του καί τώρα λέμε ἕνα ἁπλό «ἄς τό φάει τό κεφάλι της»;
Κι ἄρχισε σκαλί-σκαλί νά τόν ἀνεβαίνει τό Γολγοθᾶ της ἡ κ. Δήμητρα, μά μόνη της αὐτή τή φορά. Κάθε μέρα πού περνοῦσε ἔνιωθε πώς περισσότερο τήν ἀποξένωνε ἀπό τό παιδί της. Τέτοιες μέρες ἄλλα χρόνια μοιραζόταν μέ τή Ροδούλα της τή χαρά τῆς προσμονῆς, καθώς ἐκείνη μετροῦσε μιά-μιά τίς μέρες ὥς τήν κατασκήνωση. Κι ὅταν μετά γύριζε γεμάτη χαρά, φορτωμένη ἐμπειρίες καί ἀποφάσεις πού τίς μοιραζόταν μαζί της, τί ὄμορφες ὧρες περνοῦσαν!
Μά κι ἡ Ροδούλα -τό ᾿βλεπε ἡ μάνα- δέν ζοῦσε τήν προσμονή τῆς ἐκδρομῆς μέ τή λαχτάρα πού πρόσμενε τήν κατασκήνωση. Τήν ἔβλεπε σκεφτική, μερικές φορές μελαγχολική καί ἤλπιζε, ἤλπιζε πώς τήν τελευταία στιγμή μπορεῖ καί ν᾿ ἄλλαζε γνώμη.
῞Ομως ἡ μέρα ἔφτασε καί ἡ Ροδούλα της δέν ἄλλαξε γνώμη. Μέ πόνο κι ἀγωνία τήν ξεπροβόδησε ἡ κ. Δήμητρα.
- Νά προσέχεις, παιδί μου, κατάφερε νά τῆς πεῖ καί τήν πῆραν τά κλάματα.
῎Εφυγε ἡ Ροδούλα κι ἀπόμεινε ἡ κ. Δήμητρα νά λειώνει μπροστά στό εἰκονοστάσι.
«Τό παιδί σου, Χριστέ μου! Τή Ροδούλα σου, Παναγιά μου!».
Πέρασαν τέσσερις μέρες κι ἡ Ροδούλα της δέν τούς ἔστειλε κανένα μήνυμα. Εὐτυχῶς πού μάθαιναν ἀπό τούς γονεῖς μιᾶς συμμαθήτριάς της πώς ὅλα τά παιδιά ἦταν καλά. Τό βράδυ τῆς τέταρτης μέρας ἡ κ. Δήμητρα ἔνιωθε πώς δέν ἄντεχε ἄλλο. Εἶχε φτάσει πιά στά ὅρια. ῎Ανοιξε τήν πόρτα καί βγῆκε στό δρόμο. Κοίταξε τό ρολόι της. ῏Ηταν περασμένες δέκα. «῾Ο πατήρ ᾿Αντώνιος», σκέφτηκε, «θά ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θά εἶναι στό σπίτι του». ῎Επρεπε νά τόν δεῖ, νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά της, νά τοῦ πεῖ τόν πόνο καί τήν ἀγωνία της, νά ξαλαφρώσει τό σταυρό της. ᾿Εκεῖνος θά τήν ἔνιωθε, γιατί ἤξερε τόσο καλά καί τή Ροδούλα της.
῎Εφτασε λαχανιασμένη στό σπίτι του καί κτύπησε δισταχτικά τήν πόρτα. Τῆς ἄνοιξε ἡ πρεσβυτέρα πού, σάν εἶδε ποιός στεκόταν στήν πόρτα, ἄνοιξε διάπλατα τά μάτια της ἀπό τήν ἔκπληξη.
- Κυρα-Δήμητρα ποῦ τό ἔμαθες; τή ρώτησε κρατώντας την ἀκόμα στήν πόρτα.
- Ποιό, ποιό πράγμα; ᾿Εγώ τόν πατέρα ᾿Αντώνιο θέλω. Εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἐπεῖγον νά τόν δῶ, τῆς εἶπε καί ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
Παραμέρισε ἡ παπαδιά νά περάσει καί τότε ἀνάμεσα στά θολωμένα ἀπό τά δάκρυα μάτια της εἶδε τόν πατέρα ᾿Αντώνιο νά στέκεται χαμογελαστός καί δίπλα του μέ κατεβασμένο τό κεφάλι νά στέκεται -Θεέ μου, ἔβλεπε καλά;- ἡ Ροδούλα της, τό παιδί της!
- ῾Η Ροδούλα γύρισε, Δήμητρα, γιατί αὔριο ἀρχίζει ἡ κατασκήνωση καί δέν τ᾿ ἄντεχε νά ᾿ναι αὐτή μακριά, τῆς εἶπε ὁ πατήρ ᾿Αντώνιος βγάζοντας τό πετραχήλι πού φοροῦσε.
᾿Αγκάλιασε τό παιδί της δακρυσμένη ἡ κ. Δήμητρα καί κείνη συγκινημένη τῆς ψιθύρισε·
- Πᾶμε γρήγορα στό σπίτι, μαμά, γιατί πρέπει νά μ᾿ ἑτοιμάσεις γιά τήν κατασκήνωση. Προβλέπω ξενύχτι ἀπόψε.
- Χαλάλι τέτοιο ξενύχτι, παιδί μου, χαλάλι! ἀπάντησε ξαλαφρωμένη πιά ἡ κ. Δήμητρα.
Γύρισαν στό σπίτι καί βρῆκαν τόν κ. Θόδωρο νά βρίσκεται σέ ἀπόγνωση. ῞Οταν τίς εἶδε καί τίς δυό στήν πόρτα, ἀπό τή χαρά του δέν μποροῦσε ν᾿ ἀρθρώσει λέξη.
- Τό χτύπησα τό κεφαλάκι μου, μά εὐτυχῶς δέν τό ἔφαγα, μπαμπάκα μου, τοῦ εἶπε ἡ Ροδούλα συγκινημένη καί χώθηκε στήν πατρική ἀγκαλιά.
Κάποια ἀστέρια, πού εἶδαν πολλά, τό μήνυσαν στά πλατάνια καί κεῖνα τό εἶπαν στίς σκηνές κι ὅλη ἡ κατασκήνωση τό ἔμαθε· «Αὔριο ἔρχεται καί ἡ Ροδούλα!» «Καλῶς νά ὁρίσει», ἀντήχησαν ὅλα καί ἑτοιμάστηκαν νά τήν ὑποδεχθοῦν!
῾Ελένη Βασιλείου