Βρέθηκε καί πάλι χωμένη μέσα στά βιβλία καί τά τετράδιά της καί ἔνιωσε τό ἴδιο ὄμορφο αἴσθημα πού ἔνιωθε μπροστά στά 25 παιδικά κεφαλάκια τῆς τάξης της. Τοῦτα ἐδῶ τά τετράδια ἦταν ἕνα μέ τά παιδιά της, γιατί μέσα εἶχαν τόν κόσμο τους ἔτσι ὅπως τόν ζοῦσαν, ἔτσι ὅπως τόν ἤθελαν καί τόν ὀνειρευόντουσαν. Μέσα στίς ἄτσαλα γραμμένες σελίδες τους ἄγγιζε τίς ψυχές τους. Κι ἦταν φορές πού ἡ ὡριμότητά τους τήν παραξένευε κι ἄλλες πάλι πού ἡ παιδιάτικη ἁπλότητά τους τῆς ἄνοιγε καί τή δική της καρδιά καί ἤθελε ἐκεῖνες τίς ὧρες νά τά εἶχε μπροστά της, ν’ ἀνοίξει διάπλατα τήν ἀγκαλιά της, νά τά χωρέσει ὅλα.
Εἶχε νά διορθώσει τό τελευταῖο «Σκέφτομαι καί γράφω» καί πρίν ἀνοίξει τό πρῶτο τετράδιο, προσπάθησε νά θυμηθεῖ τό θέμα. Χαμογέλασε στή θύμησή του: «Τί θά ντυθῶ τίς Ἀπόκριες». Πόσο θά χαίρονταν τά παιδιά της σάν αὔριο θά τούς φανέρωνε τήν ἔκπληξη πού τούς ἑτοίμαζε! Ἕνας ἀποκριάτικος χορός στήν τάξη τους μέ ὅλα τά καλούδια πού θά ἑτοίμαζαν οἱ μανοῦλες τους. Τά φαντάστηκε νά χοροπηδοῦν ξετρελλαμένα μέ τήν εἴδηση καί ἄνοιξε τό τετράδιο.
Ἡ Χαρούλα ἤθελε, λέει, νά ντυθεῖ μπαλαρίνα κι ὁ Μιχάλης πιερότος, ἡ Σταυρούλα νεράιδα καί ἡ Ἀνθία μαρκησία. Κι ὁ Κωστάκης; Σταμάτησε μέ κάποια μελαγχολία στό ἀνοιχτό τετράδιο τοῦ Κωστάκη. «Ἐγώ», ἔγραφε, «θά ἤθελα πολύ νά ντυθῶ σοῦπερ-μαν, ὅμως ἡ μαμά λέει πώς δέν ἔχουμε λεφτά γιά στολή κι ἔτσι, γιά νά μή στενοχωριέται, τῆς εἶπα πώς δέν θέλω νά ντυθῶ τίποτα».
Προχώρησε στό ἑπόμενο τετράδιο, ὅμως εἶχε χάσει πιά τόν ἐνθουσιασμό της. Οὔτε ἡ βασίλισσα τῆς νύχτας τῆς ἔλεγε πιά τίποτα, οὔτε ὁ ἱππότης. Ἄκουε μόνο συνέχεια μέσα στ’ αὐτιά της τή φωνή τῆς Φωτεινῆς, τῆς δασκάλας τῆς πρώτης, νά τῆς ἐπαναλαμβάνει: «Ἐγώ, Δέσποινα, θά ἑτοιμάσω μερικά παιχνίδια νά παίξουν τά παιδιά χωρίς μασκαρέματα. Φαντάστηκες ἔστω κι ἕνα παιδί νά μήν ἔχει δυνατότητα ν’ ἀγοράσει στολή;». Κι ὕστερα ἔφερνε μπροστά της τόν Κωστάκη μέ τή λαχτάρα του μά καί τή μεγαλοψυχία του.
Κόντευε νά τελειώσει τή διόρθωση τῶν τετραδίων καί ὅσο προχωροῦσε τόσο ὁ προβληματισμός της μεγάλωνε. Μήπως ἔπρεπε νά ματαιώσει τόν ἀποκριάτικο χορό τῆς Β’ τάξης; Μήπως εἶχε δίκιο ἡ Φωτεινή; Κι ὅμως τό ἤξερε πολύ καλά πώς ὁ κυριότερος λόγος πού ἡ Φωτεινή δέν ἤθελε νά ντυθοῦν τά παιδιά της ἦταν γιατί ἦταν, λέει, ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἦταν εἰδωλολατρικό ἔθιμο. Τί καταλάβαιναν τάχα τά παιδιά τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας τάξης ἀπό αὐτά;
Ἄνοιξε ἄκεφα τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη. «Αὐτός», σκέφτηκε, «εἶναι τόσο γλυκό παιδάκι πού πολύ θά τοῦ ταίριαζε νά ντυνόταν μικρός πρίγκηπας». Ξύπνησε καί πάλι μέσα της τό ἐνδιαφέρον πού ἔφτανε μέχρι καί τήν περιέργεια, γιά νά δεῖ τί εἶχε ἀποφασίσει αὐτό τό τόσο χαριτωμένο παιδί, μέ τά ὄμορφα στρογγυλά γράμματα, νά ντυθεῖ. «Ἐγώ τίς Ἀποκριές θά πάω τό πρωί στήν Ἐκκλησία καί θά κοινωνήσω κι ἔτσι ὅλη τή μέρα θά εἶμαι ντυμένος τόν Χριστό». Ἔμεινε ὥρα πολλή σκυμμένη πάνω στό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ἡ Δέσποινα καί διάβαζε καί ξαναδιάβαζε τίς νοικοκυρεμένες γραμμές μέ τά σταράτα λόγια. Εἶχε σκεφτεῖ νά ξεπεράσει τό πρόβλημα τοῦ Κωστάκη, ράβοντάς του ἡ ἴδια τή στολή τοῦ σοῦπερ-μαν. Αὐτό ὅμως τοῦ Γρηγόρη δέν τό σκέφτηκε ποτέ. Αὐτό τοῦ Γρηγόρη τῆς θύμιζε… Ἄ, μά βέβαια, πῶς δέν τό εἶχε σκεφτεῖ νωρίτερα!
Σηκώθηκε καί ξεκρέμασε τή μικρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού εἶχε πάνω ἀπ’ τό κρεβάτι της. Τῆς τήν εἶχε χαρίσει ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ της, ὁ παπα-Ἀντρέας, μόλις πρωτοδιορίστηκε. Τήν γύρισε ἀπό τήν πίσω μεριά καί διάβασε ἐκεῖνα τά ἀκαταλαβίστικα μέχρι τώρα λόγια τοῦ παπᾶ τους. «Προσπάθησε, παιδί μου, νά ζωγραφίσεις τόν Χριστό μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν. Κι ἄν αὐτό δέν μπορεῖς νά τό κάνεις, ὅσες φορές Τόν βλέπεις ζωγραφισμένο μήν Τόν μουτζουρώνεις».
Προσκύνησε τήν εἰκόνα ντροπιασμένη. «Ὄχι, πάτερ Ἀντρέα, δέν θά τήν μουτζουρώσω», μουρμούρισε καί ξανακρέμασε τήν εἰκόνα στή θέση της. Ὕστερα ξαναγύρισε στά τετράδιά της κι ἔτσι ὅπως τά εἶδε στοιβαγμένα τό ἕνα πάνω στ’ ἄλλο φαντάστηκε μιά παρέλαση ἀπό πιερότους καί μπαλαρίνες, κλόουν καί μάγισσες, σοῦπερ-μαν καί ἱππότες, νά ὑποχωρεῖ ἄδοξα καί νά δίνει τή θέση της στήν εἰκόνα πού πρίν λίγο κρατοῦσε στά χέρια της.
Ἔκλεισε ἀποφασισμένη τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ξεχωρίζοντάς το ἀπό τά ἄλλα. «Ἐσύ, μικρέ μου, μπορεῖς νά ντυθεῖς αὐτό πού διάλεξες», εἶπε σάν νά τόν εἶχε μπροστά της καί βγῆκε γιά νά πάει στό σπίτι τῆς Φωτεινῆς, γιά νά ἑτοιμάσουν μαζί τά παιχνίδια γιά τήν πρώτη καί τή δευτέρα τάξη.
Ἑλένη Βασιλείου
Τέτοιο Φλεβάρη δέν θυμόταν ὅσο καί νά ἔφτανε στά βάθη τῶν χρόνων του οὔτε ὁ γερο-Μιχάλης ὁ ἑκατοχρονίτης. Καί τό ἔλεγε μέ πεποίθηση ὁ ἁπλός αὐτός ἄνθρωπος·
- Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου!
Γελούσαμε μεῖς τά παιδιά, σάν ὁ γέρος ἔλεγε τό ἀπόφθεγμά του. Καί κεῖνος κουνοῦσε τό κεφάλι του ὄχι θυμωμένος ἀλλά λυπημένος.
- Νά λυπηθεῖ ὁ Θεός ἐσᾶς τά παιδιά, ἔλεγε ὑψώνοντας τά μακριά κοκκαλιάρικα χέρια του στόν οὐρανό. ᾿Εμεῖς τό ξεχειλίσαμε τό ποτήρι καί δέ μᾶς ἀκούει πιά.
Τόν γερο-Μιχάλη τόν ἀγαπούσαμε ὅλα τά παιδιά, γιατί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἄκακος. Μᾶς ἄρεζε νά καθόμαστε κατάχαμα χειμώνα - καλοκαίρι καί νά τόν ἀκοῦμε ὧρες ἀτέλειωτες. Μονάχα σάν ἔφτανε στά τέλη τοῦ κόσμου φωνάζαμε ὅλοι μαζί·
- Μή μᾶς πεῖς, παππού, γιά τά τέλη τοῦ κόσμου!
᾿Εκεῖνο τό Φλεβάρη ὅμως κανείς μας δέν τόλμησε νά τόν διακόψει ποτέ. ῎Ισως γιατί καί μεῖς νιώθαμε πώς κάτι διαφορετικό συνέβαινε, κάτι ἀφύσικο. Τόσο ἀφύσικο, πού ἀκόμα καί τά παιδιά τῆς πρώτης τάξης ἔμαθαν νά λένε·
- Εἶμαι τόσων χρονῶν καί τέτοιο Φλεβάρη δέν εἶδα!
Τί εἶχε, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ Φλεβάρης; ῞Οσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, ἐκεῖνο πού τοῦ ἔλειπε ἦταν ὁ ... ἥλιος.
Στόν τόπο μου, πού στίς 360 ἀπό τίς 365 μέρες ἔχουμε ἡλιοφάνεια, εἴχαμε νά δοῦμε ἥλιο εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. ᾿Από τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν πού χιόνισε ὥς τό τέλος τοῦ Φλεβάρη ὁ ἥλιος δέν μᾶς χαμογέλασε. Μαυρίλα ὁ οὐρανός, βροχή κι ἀέρας.
- Χάθηκε ὁ ἥλιος, παππού; τόν ρώτησα μιά μέρα.
- ῾Ο ἥλιος δέ χάθηκε, παιδί μου, μοῦ ἀπάντησε σοβαρά ὁ γερο-Μιχάλης, μά θά ᾿ρθει καί ἡ μέρα πού θά χαθεῖ.
Εἴχαμε μπεῖ πιά στό Τριώδιο καί πλησιάζαμε πρός τίς ᾿Απόκριες. Τό ᾿χαμε συνήθειο κατά γειτονιές νά μαζευόμαστε σ᾿ ἕνα σπίτι, νά φέρνει ἡ κάθε νοικοκυρά τό φαγητό της καί νά τρῶμε ὅλοι μαζί, νά τραγουδᾶμε καί νά χορεύουμε. ᾿Εκείνη τή χρονιά τό σπίτι ὁρίστηκε νά εἶναι τό δικό μας. ῞Ολοι οἱ γείτονες θά ἔρχονταν στό σπίτι μας. Εἶχα μεθύσει ἀπό τή χαρά μου καί λαχταροῦσα πότε νά ᾿ρθει ἡ Κυριακή. Τό Σάββατο τό πρωί ἑτοιμάζαμε πυρετωδῶς τό σπίτι γιά νά δεχθεῖ τή γειτονιά, ὅταν ἀπ᾿ τά μεγάφωνα τῆς κοινότητας ἔφτασε ἡ φωνή τοῦ προέδρου·
- Προσοχή, προσοχή!
Βγήκαμε στήν αὐλή νά ἀκούσουμε καλύτερα.
- Καλοῦνται ὅλοι οἱ χωριανοί, αὔριο Κυριακή τῆς ᾿Αποκριᾶς, νά μαζευτοῦν γιά νά γιορτάσουμε ὅλοι μαζί τίς ἀπόκριες στό καφενεῖο τῆς πλατείας. Παρακαλεῖσθε ὅσοι μπορεῖτε νά ἔρθετε μασκαρεμένοι. Τό φαγητό καί τά ποτά θά τά προσφέρει ἡ Κοινότητα.
- Τί εἶν᾿ αὐτό πάλι; ἄκουσα τή μάνα μου νά λέει στή γειτόνισσα.
- Ξέρω καί γώ; ἀναρωτήθηκε ἐκείνη.
- Δηλαδή δέ θά ἔρθουν στό σπίτι μας; ρώτησα ἕτοιμη νά βάλω τά κλάματα.
- ᾿Εμεῖς πάντως θά φᾶμε στό σπίτι μας, εἶπε ἀποφασισμένη ἡ μάνα μου καί μπήκαμε γιά νά συνεχίσουμε τίς δουλειές.
Εἶχα χάσει πιά τό κέφι μου. ῎Ημουν σίγουρη πώς ὅλη ἡ γειτονιά θά πήγαινε στό καφενεῖο.
-῏Ηρθαν οἱ κόρες τοῦ ᾿Αργύρη μέ κάτι φιλενάδες τους ἀπό τήν πόλη, γιά νά ὀργανώσουν, λένε, τή γιορτή. Παρήγγειλαν στόν πρόεδρο νά τούς βρεῖ καί κάποιον πού νά θέλει νά ντυθεῖ παπάς.
῾Η φωνή τοῦ πατέρα μου ἀγρίεψε λιγάκι·
- Δέν ἔχει νά πᾶμε πουθενά, εἶπε καί ὕστερα ἔγειρε λιγάκι τό κεφάλι του λυπημένος. ᾿Ακοῦς ἐκεῖ νά ντυθεῖ κάποιος παπάς!
Τήν ἄλλη μέρα, Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεων, τό μικρό χωριό μου πῆρε ὄψη πανηγυριοῦ. Ποῦ βρέθηκαν τόσα πολύχρωμα μπαλόνια, τόσες σερπαντίνες;
- Θειά, θά πᾶτε; ρώτησα δειλά τή γειτόνισσα μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι θά μοῦ ἀπαντοῦσε ἀρνητικά.
- Γιατί, ἐσεῖς δέ θά ᾿ρθεῖτε; μέ ρώτησε κατάπληκτη.
Εἶχα πλέον βεβαιωθεῖ· οἱ μόνοι πού δέν θά πηγαίναμε στό πάρτυ θά ἤμασταν ἐμεῖς κι ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Γιώργη.
- Μαμά, νά καλέσουμε τόν παπα-Γιώργη στό σπίτι μας; πρότεινα γεμάτη ἐλπίδα.
- Τόν κάλεσε ἤδη ὁ πατέρας σου, παιδί μου. Θά ᾿ρθει, εἶπε, νά ἀποκρέψουμε μαζί.
Παρηγορήθηκα λιγάκι καί περίμενα τό βράδυ μέ μικρότερο σφίξιμο στήν καρδιά.
Ποτέ δέν μποροῦσα νά φανταστῶ πώς ὁ παπα-Γιώργης ἦταν τόσο χαρούμενος, τόσο κεφάτος καί χωρατατζής ἄνθρωπος. Τά γέλια καί τά τραγούδια μας μπορεῖ νά ἔφταναν καί μέχρι τό καφενεῖο. Εἶχα ξεχάσει ὅλους τούς γείτονές μας, ὅταν ἔκανε πρώτη τήν ἐμφάνισή της ἡ θειά ἡ ᾿Αννέτα μ᾿ ὅλη τήν οἰκογένειά της.
- ᾿Αηδία, εἶπε, καλά κάνατε καί δέν ἤρθατε.
Σιγά-σιγά ὅλη ἡ γειτονιά μαζεύτηκε στό σπίτι μας. Τέτοιο γλέντι καί τέτοια χαρά δέν ξέρω ἄν ξανάγινε.
Μάθαμε πώς οἱ πρωτευουσιάνες μέθυσαν, χλεύασαν τό ράσο, χόρεψαν ξετσίπωτα πάνω στά τραπέζια καί πώς ἀκόμα καί ὁ πρόεδρος δέν τ᾿ ἄντεξε, προφασίστηκε πώς ἔχει πονοκέφαλο καί ἔφυγε.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα καί ἑτοιμαζόμασταν νά σηκωθοῦμε, ὅταν ἦρθε ὁ ἐγγονός τοῦ γερο-Μιγάλη τρεχάτος.
- Παπα-Γιώργη, τρέχα! ῾Ο παππούς πεθαίνει καί θέλει νά τόν κοινωνήσεις.
῎Εφυγε βιαστικός ὁ παπα-Γιώργης καί μεῖς τό διαλύσαμε χαρούμενοι.
- Τά 101 πάτησε ὁ παππούς, εἶπε ἡ μάνα μου, τήν εὐχή του νά ᾿χουμε, καλό παράδεισο νά ᾿βρει.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἀκούσαμε τήν καμπάνα νά χτυπᾶ πένθιμα.
- Πάει ὁ γερο-Μιχάλης, φώναξα καί πετάχτηκα ἀπό τό κρεβάτι.
῾Ο ἥλιος πού ἔμπαινε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου μοῦ τύφλωσε τά μάτια. Μοῦ ᾿ρθε νά φωνάξω ἀπό τή χαρά μου, μά σάν θυμήθηκα τόν γερο-Μιχάλη ἀναστέναξα.
- Κρίμα, γερο-Μιχάλη, δέν πρόλαβες νά δεῖς τόν ἥλιο πού τόσο λαχταροῦσες!
- Μόνο ἥλιο βλέπει ἐκεῖ πού πῆγε, παιδί μου, ἀπάντησε στό παράπονό μου ἡ μάνα μου.
- Εὐτυχῶς δέν ἔμαθε καί γιά τά χθεσινά, εἶπα κουνώντας τό κεφάλι μου, ὅπως τό κουνοῦσε ὁ παππούς σάν ἔλεγε τ᾿ ἀποφθέγματά του. Μ᾿ ὅλα αὐτά πού γίνονται, καλά ἔλεγε ὁ γερο-Μιχάλης· «Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου». Γέλασε ἡ μάνα μου καί μ᾿ ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της. ᾿Εκεῖ μέσα ὁ κόσμος μοῦ φαινόταν ἀτέλειωτος.
Ε.Β.
Ὁ μανιασμένος ἄνεμος καί τό -5oC πού ἔδειχνε τό ψηφιακό θερμόμετρο τῆς πλατείας ἔκαναν τήν Ἄννα νά τυλιχθεῖ ἀκόμα πιό πολύ στό μακρύ κασκόλ της. Χαμογέλασε στή σκέψη ὅτι σήμερα ἔμαθε στά πρωτάκια της τήν παροιμία «ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει, καλοκαίρι θά μυρίσει». Φαίνεται, σκέφθηκε, πώς αὐτή τήν παροιμία τήν ἔβγαλαν στήν νότια Ἑλλάδα. Ἐδῶ, στήν μικρή της πόλη, πάντα θυμωμένο τόν θυμᾶται.
Περνώντας ἔξω ἀπό ἕνα πολυκατάστημα θυμήθηκε πώς εἶχε μερικά ψώνια νά κάνει καί μπῆκε μέσα. Ἡ ζέστη πού τήν ἀγκάλιασε μπαίνοντας τήν ἔκανε νά νιώσει πολύ καλά, μά ἔνιωσε ἀκόμα πιό ὄμορφα ὅταν εἶδε τή Νίτσα, τήν παιδική φίλη καί συμμαθήτριά της μπροστά στό μανάβικο. Ἦταν ἀγαπημένες φίλες, μά ἡ ζωή τίς χώρισε στέλνοντάς την ἐκείνη στήν Κομοτηνή γιά τή Νομική καί τήν δια στή Θεσσαλονίκη στό Παιδαγωγικό.
Καινούργιες φιλίες καί καινούργια ζωή κράτησαν σέ ἀπόσταση τή μία ἀπό τήν ἄλλη. Ὕστερα ἦρθε ὁ γάμος, τά παιδιά... Στάθηκαν μπροστά στό μανάβικο ὥρα πολλή. Εἶπαν, εἶπαν, θυμήθηκαν.
-Ἄννα μου, τῆς εἶπε σέ κάποια στιγμή ἡ Νίτσα, συγχώρεσέ με γι᾿ αὐτό πού θά σοῦ πῶ, ὅμως κάπου ἄκουσα νά μιλοῦν γιά τήν κόρη σου καί στεναχωρέθηκα.
-Γιά τήν κόρη μου; ἀπόρησε ἡ Ἄννα. Καί σάν τί νά εἶπαν γιά τήν Φανούλα μου;
- Τί νά σοῦ πῶ, Ἄννα μου, καί ᾿γώ προβληματίστηκα. Εἶναι δυνατόν, εἶπα, ἐκεῖνο τό χαριτωμένο κοριτσάκι νά κατάντησε ἔτσι;
- Μά πῶς κατάντησε; Τί σοῦ εἶπαν, Νίτσα μου, πές μου γρήγορα, ρώτησε γεμάτη ἀγωνία ἡ Ἄννα.
- Μοῦ εἶπαν πώς ἔμπλεξε μέ τίς ἐκκλησιές καί ὅτι πάει γιά καλόγρια, εἶπε σχεδόν ψιθυριστά ἡ Νίτσα. Κοίταξε γεμάτη ἀνακούφιση τή φίλη της ἡ Ἄννα.
- Δόξα τῷ Θεῷ, ψέλλισε.
- Τί, δηλαδή συμφωνεῖς, δέν σ᾿ ἐνοχλεῖ; ρώτησε σαστισμένη ἡ Νίτσα.
- Νίτσα μου, ἡ Φανούλα μου εἶναι στό πρῶτο ἔτος τῆς Ἰατρικῆς, εἶναι ἕνα ζωντανό καί χαρούμενο πλάσμα, καί ὅλοι στό σπίτι μας τήν καμαρώνουμε.
- Δηλαδή ψέματα μοῦ εἶπαν; ρώτησε χαρούμενη ἡ Νίτσα, δέν ἔμπλεξε μέ τούς παπάδες;
- Τό παιδί μου, Νίτσα, εἶπε σοβαρά ἡ Ἄννα, μεγάλωσε μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά κατηχητικά. Δέν εἶδα αὐτό νά τό ἔβλαψε σέ τίποτε. Ἀντίθετα τό ἀσφάλισε στά τρελά χρόνια τῆς ἐφηβείας.
Δέν εἶπε τίποτε ἡ Νίτσα, ἄλλαξε θέμα καί ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται γιά τά μαναβικά.
Μά τῆς Ἄννας τῆς φάνηκε πώς ἡ φίλη της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Χαιρετήθηκαν λίγο τυπικά, λίγο ψυχρά καί χώρισαν. Ἡ Ἄννα ἔκανε τά ψώνια της καί ξαναβρέθηκε στήν ἀπονιά τοῦ Φλεβάρη.
Εἶχε νυχτώσει πιά γιά τά καλά. Σκέφτηκε πώς ἔλειπε ἀρκετή ὥρα ἀπό τό σπίτι κι ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά γύριζαν τά δίδυμά της ἀπό τά ἀγγλικά τους. Τάχυνε τό βῆμα της καί γιά νά «κόψει» δρόμο πέρασε μέσα ἀπό τό πάρκο. Κάποια παιδιά ξεχασμένα παίζαν ποδόσφαιρο κάτω ἀπό τό φῶς τῶν λίγων φαναριῶν πού ἀπέμειναν.
- Θά παγώσετε, παιδιά μου, γρήγορα νά πᾶτε στά σπίτια σας, τούς φώναξε. Δέν βλέπετε πού τό θερμόμετρο δείχνει -5oC;
- Πέντε ὑπό τό μηδέν; φώναξε κάποιος ἀπορημένος. Καί σάν ἐκείνη τή στιγμή νά ἔνιωσε τό κρύο στό πετσί του, «πᾶμε σπίτια μας, ρέ! θ᾿ ἀρρωστήσουμε», εἶπε στούς ἄλλους καί κυριολεκτικά τούς διέλυσε.
Κόντευε στήν ἔξοδο τοῦ πάρκου ἡ Ἄννα, ὅταν τό μάτι της ἔπιασε μέσα στό σκοτάδι κάποιον πίσω ἀπό τόν χονδρό κορμό ἑνός πεύκου. Ἦταν ἀφοσιωμένος σ᾿ αὐτό πού ἔκανε. Κρατοῦσε τή σύριγγα στό δεξί του χέρι. Δέν ἦταν τόσο πυκνό τό σκοτάδι, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά δεῖ ἡ Ἄννα ὅλη τή σκηνή. Ἔκανε τήν κίνηση πού κάνουν οἱ νοσοκόμες γιά νά βγάλουν τόν ἀέρα ἀπό τή σύριγγα κι ὕστερα μέ μιά ἀπότομη κίνηση τήν ἔχωσε στ᾿ ἀριστερό του χέρι.
Ἔκανε νά φωνάξει «μή» ἡ Ἄννα, μά μέχρι νά βρεῖ τή λαλιά της ἐκεῖνος ὅ,τι εἶχε νά κάνει τό ᾿κανε.
Κάτι μέσα της τήν ἔσπρωξε νά μικρύνει τό βῆμα της. Ὁ νέος πού ξεπρόβαλε πίσω ἀπό τό δέντρο στάθηκε γιά μιά στιγμή καί τήν κοίταξε σάν χαμένος. Ὕστερα, δίχως νά πεῖ λέξη, ἔκανε μεταβολή καί χάθηκε μέσα στά δέντρα.
- Ἀλέκο! πρόλαβε νά φωνάξει σάν συνῆλθε λιγάκι ἡ Ἄννα, μά ὁ Ἀλέκος δέν γύρισε νά τήν κοιτάξει.
Θεέ μου, ψιθύρισε, Θεέ μου, ἦταν ὁ Ἀλέκος, ὁ μεγάλος γιός τῆς Νίτσας. Εἶχε βέβαια 2-3 χρόνια νά τόν δεῖ, ὅμως δέν γελιόταν, σίγουρα ἦταν ἐκεῖνος. Περπατοῦσε κι ἔκλαιγε ἡ Ἄννα. Ἐκεῖνο τό χαριτωμένο ἀγόρι, τό πανέξυπνο παιδί εἶναι δυνατόν νά ἔχει μπλέξει; Σταμάτησε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ἦταν φωτισμένη. Σίγουρα τώρα τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, σκέφτηκε καί τά βήματά της τήν ὁδήγησαν μέσα. Πῆρε δυό κεριά καί τ᾿ ἄναψε. Τό ἕνα γιά τόν Ἀλέκο, Θεέ μου, εἶπε μέ λυγμούς καί τ᾿ ἄλλο γιά τή Νίτσα, τή μάνα του.
Βγῆκε ἀπό τό ναό ξαλαφρωμένη. Βρέθηκε καί πάλι στήν παγωνιά τῆς νύχτας. «Ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει...». Τέτοια παγωνιά, τέτοια θανατερή παγωνιά, ἄχ! κάνε, Θεέ μου, καλοκαίρι νά μυρίσει.
Παραξενεύτηκε σάν ἄνοιξε τήν πόρτα της καί εἶδε φῶς καί τό ξάφνιασμά της ἔγινε ξεφωνητό σάν εἶδε νά στέκεται μπροστά της χαμογελαστή ἡ Φανούλα της.
- Καλῶς τήν ἄνοιξή μου, καλῶς τό καλοκαίρι μου, τῆς εἶπε καί τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της.
Ἔξω ἡ παγωνιά τοῦ κόσμου συναγωνιζόταν μέ τήν παγωνιά τοῦ Φλεβάρη, μά φαίνονταν κι οἱ δυό τους πολύ θυμωμένοι· ποῦ νά βρεῖ τό δρόμο τό καλοκαίρι γιά νά ᾿ρθεῖ νά μυρίσει; Τά δυό κεριά στό μανουάλι τῆς ἐκκλησιᾶς ἔλειωναν καί φώτιζαν, ἔλειωναν καί ζέσταιναν· δέν μπορεῖ, θά φέρουν τήν ἄνοιξη. Ὁ Ἀλέκος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Βαλάντης, τά παιδιά τῆς παγωνιᾶς τήν ἔχουν ἀνάγκη. Ἔχουν ἀνάγκη νά περάσει ὁ Φλεβάρης γιά νά μποῦνε στήν ἄνοιξη.
Ε.Β.
- Ἕνας ἁι-Βασίλης, δύο, τρεῖς...
Ἡ καρδιά τοῦ Μπασάμ κόντεψε νά σπάσει, ὅταν εἶδε τό μικρό ἀγόρι νά στέκεται μπροστά του καί νά τόν κοιτᾶ στά μάτια.
- Μαμά, εἶναι κι αὐτός ἁι-Βασίλης;
Τά λόγια τοῦ παιδιοῦ ἔφτασαν σάν καμουτσίκι στά παγωμένα αὐτιά τοῦ Μπασάμ. Ἡ καλοντυμένη νέα γυναίκα γύρισε καί τόν κοίταξε μέ μιά ματιά ὅλο περιφρόνηση, κι ὕστερα ἅρπαξε βιαστικά τό χέρι τοῦ ἀγοριοῦ.
- Ἐμεῖς θά βροῦμε ἄλλον, πιό καλό. Πᾶμε γρήγορα! ἀπάντησε στό παιδί καί, κουνώντας ἀκατάδεκτα τό κεφάλι της, ἀπομακρύνθηκε.
Τί τοῦ ᾿ρθε νά γίνει ἁι-Βασίλης; Ποιός θά γυρνοῦσε νά κοιτάξει μέ συμπάθεια ἕναν ξερακιανό, ἀλλοδαπό, σχεδόν μαῦρο ἁι-Βασίλη; Ὅταν βρῆκε τή στολή πεταμένη στή γωνιά τοῦ δρόμου, νόμισε πώς βρῆκε τήν τύχη του. Μά ἐδῶ καί δυό ὧρες πού τή φόρεσε δέν τόν πλησίασε οὔτε ἕνα παιδάκι. Πίστεψε πώς κάτι θά κέρδιζε, καί τώρα ἔβλεπε τίς ἐλπίδες του μιά-μιά νά ἐξανεμίζονται.
Ὅπου νά ᾿ναι θά κλείσει καί ἡ ἀγορά. Πῶς νά γυρίσει στό φτωχό διαμερισματάκι του μέ ἄδειες τσέπες, μέ ἄδεια χέρια; Πῶς θ᾿ ἀντικρύσει τά ἐρευνητικά μάτια τῶν δυό παιδιῶν του; Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, ἡ ἀγορά ξέχειλη ἀπό τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθά καί νά τόν περιμένουν μέ χίλιες ἐλπίδες! Ὄχι, δέν θά πήγαινε στό σπίτι του ἀπόψε. Θά ἔμενε ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τό πολυκατάστημα. Δέν εἶχε μάτια νά τούς δεῖ, δέν εἶχε καρδιά νά τό ἀντέξει.
- Μαμά, κοίτα! Ὁ ἁι-Βασίλης κλαίει...
Τό κοριτσάκι, πού στεκόταν τώρα μπροστά του, τραβοῦσε ἐπίμονα τή μητέρα του πρός τό μέρος του. Σκούπισε ὁ Μπασάμ βιαστικά τά δάκρυά του καί προσπάθησε νά χαμογελάσει στό παιδί. Ἡ μητέρα τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή μέ συμπάθεια κι ὕστερα, σάν ν᾿ ἀπολογοῦνταν, τοῦ εἶπε ψιθυριστά:
- Πληρώσαμε ἄλλον πρίν λίγη ὥρα, νά μᾶς φέρει τό δῶρο. Λυπᾶμαι...
Κάτι πῆγε νά τοῦ πεῖ ἀκόμα, μά θαρρεῖς πώς μετάνιωσε καί γιά τά ὅσα εἶπε μέχρι τώρα. Τράβηξε ἀπό τό χέρι τό κοριτσάκι της καί ἀπομακρύνθηκε.
Ὁ Μπασάμ ἄφησε πιά ἐλεύθερα τά δάκρυά του νά τρέχουν καί, δίχως νά τό καλοσκεφτεῖ, κάθισε στά σκαλοπάτια τοῦ καταστήματος. Ἔτσι ὅπως καθόταν, μέ τό κεφάλι ἀνάμεσα στά δυό του χέρια, δέν ἀντιλήφθηκε ὅτι τέσσερα παιδιά τόν περικύκλωσαν καί ὅτι ἕνας πατέρας ἦταν ἕτοιμος νά τραβήξει μιά φωτογραφία. Μόνο σάν ἔνιωσε τό μικρότερο ἀπ᾿ αὐτά νά σκαρφαλώνει στά γόνατά του, ὁ Μπασάμ τά ᾿χασε καί κοίταξε ξαφνιασμένος αὐτό πού γινόταν γύρω του. Ἀγκάλιασε μέ λαχτάρα τό μικρό καί γύρισε πρός τόν πατέρα. Τό φλάς ἄναψε καί τά παιδιά χειροκρότησαν. Ὕστερα ὁ πατέρας πλησίασε τόν Μπασάμ καί, πολύ διακριτικά, τοῦ ἔχωσε στό χέρι ἕνα χαρτονόμισμα.
- Φίλε, ἐδῶ κάνω δουλειά ἐγώ. Μήν ξανατολμήσεις...
Ὁ ἁι-Βασίλης πού βγῆκε ἀπό τό κατάστημα τόν κοίταξε ἕτοιμος νά ὁρμήξει:
- Φύγε ἀπό δῶ, γιατί σέ βλέπουν τά παιδιά καί σέ φοβοῦνται.
Δέν εἶπε λέξη ὁ Μπασάμ. Σηκώθηκε ἀπό τά σκαλοπάτια κι ἔκανε μερικά βήματα. Παντοῦ ἀνεπιθύμητος. Παντοῦ βάρος. Ἔβγαλε καί κοίταξε τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν. Εἴκοσι εὐρώ γιά μιά φωτογραφία! Σκίρτησε ἡ καρδιά του. Τί θά μποροῦσε νά πάει στά παιδιά του μ᾿ αὐτά τά εκοσι εὐρώ; Ἄν ἔβρισκε ἄλλα τόσα, κάτι θά γινόταν· μά ποῦ, πῶς νά τά βρεῖ;
«Ἄς τό βάλω αὐτό στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακκακιοῦ. Ἐκεῖ θά εἶναι πιό ἀσφαλισμένο», σκέφτηκε καί μέ μιά κίνηση ἄνοιξε τήν ἐσωτερική τσέπη τῆς στολῆς. Τοῦ ᾿ρθε νά ξεφωνίσει ἀπό τήν ἔκπληξη, ἀπό τή χαρά του. Ἐκεῖ μέσα ὑπῆρχαν διπλωμένα μερικές δεκάδες χαρτονομίσματα. Ἦταν ἕτοιμος νά τρέξει νά φτάσει τό νωρίτερο στό σπίτι του, νά πάρει τή γυναίκα του καί νά πᾶνε νά ψωνίσουν ὅ,τι χρειάζονταν, μά μιά δεύτερη σκέψη τόν καθήλωσε στή θέση του.
Τά χρήματα δέν ἦταν δικά του. Ἦταν αὐτοῦ πού πέταξε τή στολή. Κι ἄν ἦταν καί κεῖνος κάποιος φτωχός, κάποιος πρόσφυγας πού τώρα ἀπελπισμένος τά ἔψαχνε; Δίχως ἄλλη σκέψη ἔτρεξε στή γωνιά πού βρῆκε πεταμένη τή στολή. Στό σημεῖο πού τή βρῆκε δέν ἦταν κανένας, μά λίγο πιό πέρα ἕνας νεαρός εἶχε ἀναποδογυρίσει τό μεγάλο βαρέλι τοῦ Δήμου καί ἔψαχνε ἀπεγνωσμένα.
- Ψάχνεις γιά κάτι; ρώτησε ὁ Μπασάμ.
Ἐκεῖνος γύρισε καί τόν κοίταξε.
- Μιά στολή σάν τή δική σου, τοῦ ἀπάντησε ἐκνευρισμένος ὁ νεαρός.
- Μήπως τήν εἶχες πετάξει στή γωνιά;
Τό βλέμμα τοῦ νεαροῦ ἄστραψε.
- Τήν εἶδες, τή βρῆκες;
- Καί εἶχε μέσα ἀρκετά χρήματα, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί βγάζοντας τό κόκκινο σακκάκι τοῦ τό ἔδωσε. Εἶναι ὅπως τό βρῆκα...
Ὁ νεαρός τόν κοίταξε σάν χαμένος.
- Ἔβγαλες καί σύ κάτι τουλάχιστον; τόν ρώτησε κι ἄρχισε νά μετρᾶ τά χρήματά του.
- Εἴκοσι εὐρώ, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ μέ πίκρα. Ἐγώ δέν ἤμουν τόσο τυχερός ὅσο ἐσύ.
- Ξέρεις, τά μάζεψα γιά νά ἀγοράσω μηχανάκι. Ἐσύ γιατί ντύθηκες;
- Μέ περιμένουν στό σπίτι ἡ γυναίκα μου καί τά παιδιά μου δίχως φωτιά, δίχως φαΐ. Τί νά κάνουν εκοσι εὐρώ;
Ὁ νεαρός κοίταξε τά χαρτονομίσματα πού εἶχε στό χέρι του.
- Ἄν δέν ἤσουν τόσο τίμιος θά τά κρατοῦσες ὅλα. Νομίζω πώς δικαιοῦσαι τά μισά.
Δέν πρόλαβε κἄν ν᾿ ἀντιδράσει ὁ Μπασάμ. Στά χέρια του ὁ νεαρός ἄφησε ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα, καί δίχως ἄλλη κουβέντα καβάλησε ἕνα ποδήλατο καί χάθηκε ἀπό μπροστά του.
Ὁ Μπασάμ ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα ἔβγαινε φορτωμένος ψώνια ἀπό τό πολυκατάστημα. Ὁ «ἄγριος» ἁι-Βασίλης τόν ξεπροβοδοῦσε μέ χαμόγελα καί «καλή χρονιά». Ἔφτασε στό φτωχό διαμέρισμά του κατάκοπος καί καταϊδρωμένος. Μά σάν ἀντίκρυσε τά μελαψά μουτράκια τῶν παιδιῶν του, σάν τ᾿ ἄκουσε νά ξεφωνίζουν σάν τρελά, τοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ κούραση.
- Ποῦ τά βρῆκες ὅλα αὐτά, μπαμπά; Ποῦ βρῆκες τόσα χρήματα;
Κοίταξε στά μάτια τή γυναίκα του κι ὕστερα ἀγκάλιασε τά παιδιά του.
- Ὅσο καί νά σᾶς φανεῖ παράξενο, ὅλα αὐτά μᾶς τά στέλνει ὁ ἁι-Βασίλης, γιατί εμαστε, λέει, τίμιοι.
- Σοῦ τό εἶπε ἐσένα, μπαμπά; Τόν εἶδες;
- Τόν εἶδα καί μοῦ τό εἶπε, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί ἦταν σίγουρος πώς καί τούτη ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀληθινή καί τίμια. Καί ἦταν ἀποφασισμένος, κι ἦταν ἡ πρώτη ἀπό-φασή του στήν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου, νά μείνει γιά πάντα τίμιος.
Ἑ.Β.
Ὅλα μου τά ρωτήματα καί τίς παιδικές μου ἀπορίες τά ἔλεγα ἀπό μωρό στή μάνα μου. Ἡ μάνα μου πῆγε ὥς τήν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, μά γιά μένα εἶχε μιά σοφία σπάνια. μέ τά παιδικά μου μάτια τήν ἔβλεπα πάνσοφη.
- Εἶναι ἀλήθεια, μάνα μου, πώς ἡ Παναγιά κάνει πολλά θαύματα; τή ρώτησα μιά μέρα.
- Ἀλήθεια εἶναι, κόρη μου, μ᾿ ἀπάντησε καί τό βλέμμα της εἶχε μιά τέτοια σιγουριά πού μ᾿ ἔκανε νά τήν ξαναρωτήσω.
- Ξέρεις ἐσύ κανένα;
Μέ κοίταξε χαμογελαστή κι ὕστερα, δίχως ν᾿ ἀφήσει τό κέντημά της, ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται μέ κείνη τή γλυκειά κατανυκτική φωνή της:
«Ἐδῶ στό χωριό μας ζοῦσε μιά νέα πού ὀρφάνεψε πολύ μικρή ἀπό μάνα. Μιά φωτισμένη γριά τήν παρηγόρησε καί τῆς ἔμαθε νά ἔχει γιά μάνα της τήν Παναγιά. Ἔτσι ἡ μικρή, κάθε πού πλήγωνε κάτι τήν καρδούλα της, ἔτρεχε στό ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς καί τῆς τό ἔλεγε. Μιά μέρα ἔκλαψε πολύ μπροστά στό εἰκόνισμά της, ἐπειδή ἕνα παιδί τήν κορόιδεψε πού δέν εἶχε μάνα. Ἔκλαψε τόσο πού δέν ἔβλεπε πιά ἀπό τά δάκρυα καί, χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ, πῆρε στά χέρια της τήν “ποδιά” ἀπό τό εἰκόνισμα καί σκούπισε τά μάτια της. Τήν ἄλλη μέρα μιά γυναίκα τή μάλωσε γι᾿ αὐτό, μά ἡ καλή γριά τῆς εἶπε πώς τῆς Παναγιᾶς δέν τῆς κακοφάνηκε καθόλου.
Περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε τό κοριτσάκι κι ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τήν ὀμορφιά καί τή φρονιμάδα του. Ὁ πατέρας της καί τά δυό ἀδέλφια της τήν καμάρωναν· κι ἐκείνη ὅμως δέν τούς χαλοῦσε ποτέ χατίρι. Ἄλλον ἀπ᾿ αὐτούς, τή γριά καί τήν Παναγιά δέν εἶχε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.
Στά δεκάξι της χρόνια ἄρχισαν οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ νά τή γλυκοκοιτάζουν, μά κείνη δέν σήκωνε τό βλέμμα σέ κανέναν. Ὥσπου μιά μέρα ἕνας ξενοχωρίτης τήν εἶδε καί τό ᾿βαλε σκοπό νά τήν πάρει.
Ὁ πατέρας της τό ἔβλεπε πώς ἦταν μικρή, μά ὁ ξενοχωρίτης βιαζόταν. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἦταν πολύ πλούσιος καί πώς ἦταν καί λεβέντης. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή ζητοῦσε δίχως προίκα.
Πῆγε κι ἦρθε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος καί ὁ πατέρας λύγισε.
- Πάρ᾿ τονα, κόρη μου, τῆς εἶπε, κι ἐκείνη πού ἔβλεπε τή λεβεντιά του δέν τῆς φάνηκε καί ἄσχημη ἡ ἰδέα τοῦ πατέρα.
- Ἄσε με λίγες μέρες ἀκόμα νά τό σκεφτῶ, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔπειτα ἔτρεξε στή γριά.
- Πές μου, γιαγιά, νά τόν πάρω; τή ρώτησε γεμάτη ἀγωνία.
- Ἐμένα μή μέ ρωτᾶς, κόρη μου· τή μάνα σου πήγαινε ρώτα.
Ἔτρεξε ἡ νέα στήν Παναγιά καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της.
- Φανέρωσέ μου τί πρέπει νά κάνω. Θά περιμένω ὥς τό πανηγύρι σου.
Γύρισε σπίτι της γαληνεμένη. Ἄλλες πέντε μέρες καί θά γιόρταζαν τό Δεκαπενταύγουστο. Ὥς τότε ἦταν σίγουρη πώς ἡ Παναγιά θά τῆς φανέρωνε τί ἔπρεπε νά κάνει. Ἡ κοπέλα, σάν ὅλες τίς κοπέλες, ἄρχισε νά κάνει μέ τό νοῦ της ὄνειρα. Νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της νυφούλα δίπλα σέ κεῖνο τό ὄμορφο παλληκάρι. Καί περίμενε, περίμενε νά περάσουν οἱ πέντε μέρες γιά νά πεῖ τό «ναί!».
Ἀνήμερα τῆς Παναγιᾶς τά μάγουλά της ἦταν ἀναψοκοκκινισμένα ὅσο ποτέ. Θά ἔδινε τήν ἀπάντησή της τό μεσημέρι στό τραπέζι. Σάν ἦρθε ἡ ὥρα γιά φαγητό, δέν πρόλαβαν καλά-καλά ν᾿ ἀρχίσουν νά τρῶνε κι εἶδαν νά στέκεται στήν ἀνοιχτή ἐξώπορτά τους ἕνας ἄγνωστος παπάς. Σηκώθηκαν ὅλοι μέ σεβασμό καί μ᾿ ἀπορία. Μπῆκε ὁ παπάς καί κάθισε μαζί τους στό τραπέζι.
- Ἔμαθα πώς ἕνας νέος ἀπ᾿ τό χωριό μας ζητᾶ τήν κόρη σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα της κι ἐκείνη ἔγινε κατακόκκινη.
- Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε σχεδόν ψελλίζοντας ἀπό τό ξάφνιασμά του ὁ πατέρας.
- Δέν ξέρω, παιδί μου, ἄν μοῦ πέφτει λόγος ἤ ὄχι, μά δέν μ᾿ ἀφήνει ἥσυχο ἐδῶ καί πέντε μέρες ἡ Παναγιά.
Κάθε βράδυ ἔρχεται στόν ὕπνο μου καί μοῦ λέει: “Νά πᾶς νά τούς τό πεῖς”.
- Μά τί πρέπει νά μᾶς πεῖς, πάτερ; ρώτησε μέ ἀγωνία πιά ὁ πατέρας.
- Ὁ νέος, πού ζητᾶ τό κορίτσι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε κατάματα τό κορίτσι.
Ἐκείνη βούρκωσε. Ἐπειτα σταυροκοπήθηκε, σηκώθηκε, πλησίασε τόν παπά καί πῆρε τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Μή λυπᾶσαι, κόρη μου, καί μήν κλαῖς, τῆς εἶπε. Ὁ Θεός θά σοῦ στείλει κάτι καλύτερο.
- Δέν κλαίω ἀπό λύπη, πάτερ μου. Κλαίω ἀπό συγκίνηση· κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα τῆς Παναγιᾶς.
Ἔφυγε ὁ παπάς κι ἔμεινε μόνη της ἡ οἰκογένεια. Κι ὁ πατέρας πῆρε τήν κόρη του στήν ἀγκαλιά του.
- Θά τοῦ μηνύσω πώς τήν κόρη μου θά τή δώσω σέ κάποιον πού προσκυνᾶ τήν Παναγιά, γιατί πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή της ἔχει τόν Θεό καί τή μάνα Του».
................................................................
Ἡ μάνα μου σταμάτησε νά μιλᾶ καί τά μάτια της ἦταν δακρυσμένα. Περίμενα νά ξαναμιλήσει. Μ᾿ ἔτρωγε ἡ περιέργεια, μά ἐκείνη σώπαινε.
- Τῆς ἔστειλε ὕστερα ἡ Παναγιά ἄλλον πιό πλούσιο; τή ρώτησα δειλά.
- Τῆς ἔστειλε ἕναν πολύ-πολύ φτωχό...
- Καί δέν ἔγινε ποτέ πλούσια; ρώτησα μ᾿ ἀπογοήτευση.
- Πλούσιος εἶναι, κόρη μου, ἐκεῖνος πού ἔχει πάντα δίπλα του τόν Θεό καί τήν Παναγιά, μ᾿ ἀπάντησε μέ σιγουριά.
Κι ἐγώ τότε ἔνιωσα νά μ᾿ ἀνοίγουν τά μάτια.
- Ἐσύ, ἐσύ ἤσουν τό κορίτσι! φώναξα καί δέν περίμενα τήν ἀπάντησή της.
Ἀπό τότε ποτέ δέν προβληματίστηκα ἄν κάνει ἤ ὄχι θαύματα ἡ Παναγιά. Μοῦ τό βεβαίωσε ἡ μάνα μου!
Ἑ.Β.
Τά Κύθηρα στήν πιό ἤρεμη, γλυκειά τους ὥρα. Μόλις εἴχαμε γυρίσει, μαζί μέ τή γυναίκα μου, ἀπό ἕναν ῾Εσπερινό στά Μυρτίδια. Προσπεράσαμε τήν Παλιόπολη καί τραβήξαμε γιά τόν Αὐλέμονα. Εἴχαμε κανονίσει νά βρεθοῦμε στοῦ καπετάν Μανώλη ὅλοι μαζί -ὁ Γιάννης, ἡ Χριστίνα, ὁ Δημητράκης τους κι ἐμεῖς-, γιά νά μᾶς μιλήσει γιά μιά συγκλονιστική περιπέτειά του ὁ καπετάνιος. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἡ καπετάνισσα, ὁ Χριστόφορος καί ἡ Διαμαντούλα. Σέ λίγο ἔφτασαν καί οἱ «Φρατσιῶτες» τῆς Πάτρας, μέ μπροστάρη τόν Δημητράκη.
- ῞Οπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει καί ὁ καπετάν Μανώλης. Καθίστε! μᾶς πρότεινε πολύ εὐγενικά ὁ Χριστόφορος.
Ὥσπου ν᾿ ἀνταλλάξουν λίγες κουβέντες ἡ καπετάνισσα μέ τή Βάσω καί τή Χριστίνα, φάνηκε κι ὁ καπετάνιος, μέ τό καΐκι του, νά μπαίνει στό λιμανάκι τοῦ Αὐλέμονα. Μόλις κάθισε κοντά μας, ρώτησε τή Διαμαντούλα, τήν κόρη του·
-Κεράσατε τίποτε τόν καθηγητή καί τούς γιατρούς μας;
-Τούς πρότεινε ὁ Χριστόφορος, ἀπάντησ᾿ ἐκείνη, μά εἶπαν νά ᾿ρθεῖς ἐσύ πρῶτα καί μετά θά μᾶς ποῦν τί θά πάρουν.
-Καλά. Προσφέρετέ μας κανένα λαφρό πιοτό γιά τήν ὄρεξη, ἀλλά βάλτε νά γίνονται καί τά φρέσκα ψάρια, πού τώρα μόλις ἔφερα.
Ὁ καπετάνιος, ξυπόλητος καί ἀξούριστος, μοσκοβολοῦσε ἁρμύρα καί θάλασσα. ῾Ο Κόντογλου θά τόν ἔλεγε «μισός ψάρι, μισός ἄνθρωπος»! Μᾶς ζήτησε συγγνώμη πού ἄργησε λίγο, μά συμπλήρωσε·
-῾Η θάλασσα, βλέπεις δάσκαλε, δέν σ᾿ ἀφήνει νά τήν ἀφήσεις. Εἶναι ἄλλου εἴδους ἀλκοολίκι, πού μόνο οἱ κυνηγοί καταλαβαίνουν αὐτό πού λέω.
Τσουγκρίσαμε τά ποτήρια, πού μᾶς φέρανε μέ τά πιοτά, καί ἀρχίσαμε νά ρωτᾶμε τόν καπετάν Μανώλη διάφορα πράγματα γιά τή ζωή τῆς θάλασσας, ἰδίως ὁ Δημητράκης, γιά τά δίχτυα, τήν ἄγκυρα, τά χταπόδια κι ἕνα σωρό ἄλλα.
* * *
Στράφηκε πρός ἐμένα καί ἄρχισε τήν κουβέντα του ὁ καπετάν Μανώλης·
-Τό χωριό μας, πού λές Πασχάλη, καί τό λιμανάκι μας -«ὅρμος ἁγίου Νικολάου», τό γράφουν οἱ χάρτες- εἶναι πολύ ἤρεμο. Λένε οἱ γραμματισμένοι πώς «Αὐλέμονας» βγῆκε ἀπό τό «εὐλίμενος». ῎Εχει στήν ἄκρη του, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο, ἕνα πράσινο φανάρι πού ἀναβοσβήνει, γιά νά τό βλέπουν ὅσοι ταξιδεύουν νύχτα καί νά μήν κινδυνεύουν. Οἱ ναυτικοί καταλαβαίνουν ὅτι τό πράσινο φανάρι δείχνει «ἀσφαλές λιμάνι».
Παλιά, ὅμως, ὅπως στήν κατοχή, ἐπειδή ἦταν συχνά καταφύγιο τῶν πλοίων, ἀποτελοῦσε στόχο καί γιά ἐχθρούς καί γιά συμμάχους. Πότε τό βομβάρδιζαν τά ἐγγλέζικα καί πότε τά στούκας τά γερμανικά. ᾿Ερχόταν κάπου-κάπου καί ὑποβρύχια. Στέλνανε οἱ Γερμανοί καΐκια μέ τρόφιμα στήν Κρήτη καί τά χτυπάγανε οἱ ᾿Εγγλέζοι. Κι αὐτό δέν εἶχε τελειωμό. Αὐτό, βέβαια, εἶχε καί τό καλό του. Ξέρεις τί κονσέρβες βγάλαμε καί φάγαμε ἀπό τά βυθισμένα καΐκια; Φάγαμε ὅλοι οἱ χωριανοί καί δώσαμε κι ἀλλοῦ ἀπό κεῖνα τά βουλιαγμένα καΐκια! Κι᾿ εὐτυχῶς πού βρέθηκαν κι αὐτά, γιατί ἀλλιῶς τήν εἴχαμε δύσκολα...
Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ τό πιό σημαντικό, μέ τά βουλιαγμένα καΐκια τῶν Γερμανῶν πού χτύπησαν οἱ ῎Αγγλοι. ῞Ενα μεγάλο ἀπό αὐτά τά καΐκια ἦταν φορτωμένο μέ τσουβάλια γεμάτα στάρι. Τό θυμοῦμαι σάν τώρα! Βουτούσαμε καί βγάζαμε τά τσουβάλια μέ τό στάρι· τό στεγνώναμε καί τό ξαρμυρίζαμε, κι ἔτσι καταφέραμε νά περάσουμε τίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες τῆς πείνας...
Θέλαμε νά ρωτήσουμε τόν καπετάν Μανώλη γιά κάποιες λεπτομέρειες, μά δέν τολμούσαμε νά τόν διακόψουμε. ῾Η διήγησή του εἶχε κάτι τό ἑλκυστικό, τό μαγευτικό· ἐγώ κρατοῦσα στό χέρι μου ἕνα κλωνάρι μυρτιᾶς, πού εἶχα πάρει ἀπό τά Μυρτίδια, ὡς εὐλογία. ᾿Εκεῖνος τό εἶδε καί μοῦ εἶπε συγκινημένος·
- Στήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα, Πασχάλη μου, ὀφείλει πολλά τό νησί μας ὁλόκληρο. ᾿Εγώ, ὅμως, τῆς ὀφείλω τή ζωή μου!
Ἄναψε ξανά τό ἐνδιαφέρον ὅλης τῆς συντροφιᾶς καί ἡ Βάσω ρώτησε·
- Πῶς αὐτό, καπετάνιε;
- ῎Εχω ἰδεῖ πολλά θαύματά της στή ζωή μου, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ μόνο ἕνα· κι αὐτό μέ συντομία, ὥσπου νά ᾿ρθοῦν τά ψάρια.
Ὁ καπετάν Μανώλης ἤπιε μιά γουλιά καί ἄρχισε ν᾿ ἀφηγεῖται τό κομμάτι τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔζησε τό θαῦμα, ἐνῶ ἐμεῖς πλησιάσαμε πιό πολύ κοντά του καί στήσαμε αὐτί γιά ν᾿ ἀκοῦμε καλύτερα.
«῏Ηταν, πού λέτε, τέλος φθινοπώρου, ἴσως καί Νοέμβριος. Βροχερό ἀπόγευμα. Πρίν νά νυχτώσει, βγῆκα γιά μιά μικρή βόλτα στό λιμανάκι μας. ῏Ηταν ἡ τελευταία μέρα πού θά ἤμουν μέ τούς δικούς μου, γιατί λάβαμε διαταγή, οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου, νά πᾶμε καί νά καταταγοῦμε στό στρατό. Τήν ἄλλη μέρα ἔπρεπε νά βρισκόμαστε στόν Πειραιά καί ἀπό κεῖ...
Τό ἀντάρτικο εἶχε φουντώσει καί εἶχε ἀνάψει παντοῦ φωτιές στήν ῾Ελλάδα. Πρέπει νά ἦταν στά 1947 -μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, γιατί ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια! Δέν εἴχαμε καλά-καλά συνέλθει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς καταστροφές μέ τούς Γερμανούς, καί ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σ᾿ ἕναν ἀδερφοκτόνο πόλεμο. Ἐμένα, πού μέ βλέπετε, ὑπηρέτησα τότε στρατιώτης σχεδόν τέσσερα χρόνια, λές καί τό εἶχα ἐπάγγελμα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι· ἀλλά σκέφτομαι τώρα πώς καί πάλι θά πήγαινα πρόθυμα γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο, ἄν χρειαζόταν!».
Ὁ καπετάνιος ἔκανε μιά κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, σά νά ᾿θελε νά σκουπίσει ἕνα δάκρυ, καί συνέχισε·
«Καθώς περιδιάβαζα, λοιπόν, τίς ἀγαπημένες γωνιές τοῦ λιμανιοῦ κι ἀγνάντευα τό πέλαγο, ἔνιωθα νά περνοῦν ἀπό τό μυαλό μου ἕνα σωρό θλιβερές καί μαῦρες σκέψεις· Ποῦ θ᾿ ἄφηνα τούς δικούς μου, τά μικρότερα ἀδέρφια μου, τό καΐκι μου; ...῎Εκανε κρύο καί φοροῦσα ἕνα χοντρό μαῦρο παλτό. Κι ἐκεῖ πού περπατοῦσα, εἶδα μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κάτι νά σέρνεται καταγῆς καί ὁ ἀέρας νά τό φέρνει πρός τό μέρος μου. Φαινόταν ἕνα χαρτί καί δίχως, βέβαια, καμιά ἀξία, ἔτσι πεσμένο στό χῶμα. Μά καθώς ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν σπάνια τά χαρτιά, ἔσκυψα νά ἰδῶ τί εἶναι, ἀπό περιέργεια. Ξαφνιάστηκα, ὅταν ἀναγνώρισα στό χαρτί ἐκεῖνο τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. ῏Ηταν μαυρισμένη καί σέ μικρό σχῆμα, σάν φύλλο ἀπό μικρό τετράδιο. “Μεγαλόχαρή μου, φώναξα, Μυρτιδιώτισσά μου!”. Τή μάζεψα καί πολύ συγκινημένος, σταυροκοπήθηκα. ῏Ηταν λίγο λερωμένη ἀπό χώματα καί λάσπες, ἀλλά ἦταν καθαρό πώς ἦταν ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα. Τή σκούπισα προσεχτικά μέ τό μανίκι μου, τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἔβαλα διπλωμένη στή μέσα καί ἀριστερή τσέπη τοῦ παλτοῦ μου. Κι αἰσθάνθηκα ὁλόκληρος μιά γαλήνη μέσα μου, ὅπως εἰρηνεύει ἡ θάλασσα ὕστερ᾿ ἀπό δυνατή φουρτούνα. Τό πῆρα γιά θεϊκό σημάδι αὐτό κι ἀναθάρρησα. «᾿Από δῶ κι ἐμπρός -εἶπα μέσα μου- δέν θά εἶμαι μόνος· ὅπου καί νά πάω θά ἔχω τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα μαζί μου!». Τόν κόρφο μου ζέσταινε ὄχι ἕνα ἁπλό ἐνθύμιο, μά ἕνα φυλαχτό γιά τίς δύσκολες μέρες πού εἶχα νά περάσω στό στρατό.
Πῆρε μιά μικρή γουλιά, καί μᾶς ρώτησε·
-Μήπως κουραστήκατε, νά σταματήσω;
- ῎Οχι, ἀπαντήσαμε ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
- Συνεχίζω, λοιπόν, συντομεύοντας κάπως τήν ἱστορία. Φύγαμε τήν ἄλλη μέρα μ᾿ ἕνα σαπιοκάραβο γιά τόν Πειραιᾶ. ᾿Από κεῖ, ὕστερ᾿ ἀπό μιά ὀλιγοήμερη ἐκπαίδευση, μᾶς ἔστειλαν τόν καθένα στή μονάδα του. ῞Ολοι σχεδόν φύγαμε γιά τή ζώνη ἐπιχειρήσεων. Ἡ δική μου μονάδα βρισκόταν κάπου στήν περιοχή τῆς Κοζάνης, στά βουνά πού βρίσκονται ἀνάμεσα Πτολεμαΐδα καί Βέροια. ῾Ο λόχος μου ἦταν σ᾿ ἕνα προχωρημένο φυλάκιο, σ᾿ ἕνα χωριό πού δέν θυμοῦμαι τώρα πῶς τό λέγαν. Οἱ διμοιρίες εἶχαν διασκορπιστεῖ σέ διάφορα στρατηγικά σημεῖα καί πολεμοῦσαν. Στήν ἀρχή τά πράγματα ἦταν ὑποφερτά, μά ὅταν οἱ ἀντάρτες στρυμωχτήκανε καί χάνανε πολύ ἀπό τό ἔδαφός τους, ἔγιναν πολύ σκληροί. Σωστά ἄγρια θηρία! ῎Οχι ἁπλῶς χτυπάγανε στό ψαχνό, μά ρίχνανε καί ἁλάτι στήν πληγή, πού λέει ὁ λαός. ᾿Ενῶ πρῶτα ρήμαζαν τά χωριά, παίρνοντας κάθε εἴδους τρόφιμα, τώρα ἦταν φανατισμένοι· ἔδερναν, στρατολογοῦσαν, σκότωναν...
Μιά βραδιά, καθώς εἴχαμε προχωρήσει σ᾿ ἕνα μπουγάζι πέρ᾿ ἀπό τό χωριό, χωρίς νά πάρω εἴδηση, βρέθηκα μέ ἀρκετούς ἄντρες τῆς διμοιρίας μου κυκλωμένος ἀπό τούς λυσσασμένους ἀντάρτες, πού μᾶς χτυποῦσαν ἀπό παντοῦ. Οἱ πιό πίσω μέ τό διμοιρίτη ὀπισθοχώρησαν, ἀλλά ἐμεῖς μπροστά δέν τούς ἀκούγαμε. ᾿Εγώ εἶχα τήν εὐθύνη τοῦ ὁπλοπολυβόλου καί ἔρριχνα ὅπου ἔβλεπα στόχο ἤ φλόγα πυροβολισμοῦ ἀπ᾿ τούς ἀντάρτες.
Εἴχαμε μείνει πέντε ἄντρες καί πιάσαμε στή δυτική ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἕνα πέρασμα. Δίπλα μας ἦταν μιά ρηχή χαράδρα. Καθώς ἤμασταν κυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, δέν βλέπαμε διέξοδο σωτηρίας. Χτυπούσαμε στά γεμάτα κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι.
- Σᾶς ἀποκόψαμε ἀπ᾿ τούς συντρόφους σας -μᾶς φώναζαν- θά πεθάνετε!
Μᾶς πετοῦσαν βρισιές, πού ντρέπομαι νά τίς πῶ. Στό τέλος μᾶς φώναξαν·
- ῎Αν θέλετε νά σωθεῖτε, πετάξτε τά ὅπλα καί παραδοθεῖτε!
Ὅταν εἴδαμε τά πολεμοφόδια νά λιγοστεύουν καί τούς ἀντάρτες νά πλησιάζουν ὅλο καί πιό ἀπειλητικοί, τά χρειαστήκαμε. Χάιδεψα τόν κόρφο, ὅπου εἶχα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιά νά πάρω θάρρος. ῾Ο διπλανός μου τά ᾿χε χαμένα. Εἶχε καθίσει κάτω μή μπορώντας νά σκεφτεῖ τίποτε, σά νά ᾿κλαιγε τή μοίρα του. Σκέφτηκα· «Πρέπει νά ὑποχωρήσουμε, ὅπου μποροῦμε, ἀλλά μέ τά ὅπλα μας, γιά νά γλυτώσουμε». Τό λέω στόν διπλανό μου, μά δέν ἤθελε ἤ δέν μποροῦσε νά μ᾿ ἀκούσει καί νά μέ καταλάβει. Εἶχε ἤδη παρατήσει τό ὅπλο του. Πῆρα, λοιπόν, μόνος μου τήν ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἤξερα τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι, καί ὁ διπλανός μου δέν ἤθελε νά μ᾿ ἀκολουθήσει. ῎Αρχισα νά τρέχω καί νά ὑποχωρῶ, ἐνῶ πυροβολοῦσα. ᾿Απ᾿ τήν ἀντίθετη μεριά μοῦ φωνάζανε·
- Ρίξε κάτω τό πολυβόλο!
Τρέχοντας καί πυροβολώντας, ἔφτασα δίπλα σ᾿ ἕν’ ἀνάχωμα. ῎Επεσα κάτω καί κύλησα μέσα στό χαντάκι, ὅπου ἔτρεχε νερό καί ἦταν γεμάτο βοῦρλα, ὅπως καί ἡ γύρω περιοχή. Δέν κατάλαβα πῶς, μά βρέθηκα ὁ μισός μέσα στό νερό. Τό κρύο καί ἡ ὑγρασία μέ περόνιαζαν. Ξεπάγιαζα, μά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτ᾿ ἄλλο. Οἱ ἀντάρτες πέρασαν δυό-τρεῖς φορές ἀπό δίπλα μου, φωνάζοντας καί βρίζοντας, μά στό τέλος ἔφυγαν, ἀφοῦ δέν μέ βρῆκαν. ῞Ενας τους γρύλισε·
- Μά ἡ γῆς ἄνοιξε καί τόν κατάπιε; ᾿Ενῶ ἕνας ἄλλος συμπλήρωσε·
- Δέν κλαίω πού γλύτωσε τό κάθαρμα, μά κλαίω γιατί χάσαμε τό πολυβόλο του!
* * *
Ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός καί πέρασε ἡ μαρτυρική αὐτή νύχτα. ῎Εφεξε, βγῆκα ἀπό τήν ὑδάτινη κρυψώνα μου καί ἄρχισα νά ψάχνω, πασπατεύοντας τά μέλη τοῦ κορμιοῦ μου, ἄν λείπει τίποτε, ἄν τρέχαν αἵματα, ὕστερ᾿ ἀπό τόσους πυροβολισμούς πού ἔφαγα... Εἶδα πώς ἤμουν γερός, κι ἄς τουρτούριζα ἀπό τό κρύο. ῎Εκαμα τό σταυρό μου· «Δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα. Χίλιες δόξες νά ᾿χεις κ᾿ ἐσύ, Μυρτιδιώτισσά μου, πού μέ προστάτεψες!».
Πῆρα τό πολυβόλο μου καί ξαναγύρισα προσεχτικά στή μονάδα μου. Κανείς τους δέν πίστευε στά μάτια του· ὅλοι μέ εἶχαν γιά σκοτωμένο. ῞Οταν, μάλιστα, εἶδαν τή χλαίνη μου νά εἶναι κόσκινο ἀπό τίς ἀντάρτικες σφαῖρες, τότε ἡ ἀπορία τους μεγάλωσε ἀκόμη πιό πολύ καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς γλύτωσα. ᾿Εγώ, ὅμως, ἤξερα κ᾿ ἤμουν σίγουρος γιά τό ποιός ἔβαλε τό χέρι του καί οἱ σφαῖρες δέν περνοῦσαν πέρ᾿ ἀπό τή χλαίνη μου, καί σέ ποιόν χρωστοῦσα τή σωτηρία μου...
Ἀπό τούς ἄλλους συναδέλφους μου ἄλλοι γλύτωσαν ὑποχωρώντας νωρίς, ἐνῶ δυό εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι. ᾿Αργότερα καταφέραμε νά τούς ἐλευθερώσουμε κι αὐτούς.
Θυμοῦμαι πού οἱ παλιότεροι συνάδελφοι μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ ἀντάρτες στήν ἀρχή ἄφηναν ἐλεύθερους τούς στρατιῶτες πού ἔπεφταν αἰχμάλωτοι στά χέρια τους, ἀφοῦ τούς ἔπαιρναν τά ὅπλα καί τίς στολές τους. ῞Ομως, περνοῦσαν ἀπό στρατοδικεῖο μετά, γιατί ἄφησαν τόν ἐχθρό καί τούς πῆρε τά ὅπλα. Καί τό πιό σκληρό δέν ἦταν ἡ τιμωρία πού τούς ἔδινε τό δικαστήριο, μά τό ρεζιλίκι πού παθαίνανε, ὅταν οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μέ τρόπο παράξενα σκληρό τούς βρίζανε καί τούς φτύνανε! ῏Ηταν βασανιστήριο ἀβάσταχτο κυριολεκτικά! Σοῦ ᾿ρχόταν νά πεῖς· «Δέν μέ σκότωναν καλύτερα, ἐκεῖ στή μάχη!».
* * *
Αὐτά, ἐν συντομίᾳ, ἀγαπητέ Πασχάλη, τραβήξαμε τότε. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν ξανάρθει τέτοιος ἄγριος καί βρόμικος πόλεμος, νά χτυπάει καί νά σκοτώνει ὁ ῞Ελληνας τόν ῞Ελληνα! Δηλαδή ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό!...
Ὕστερ᾿ ἀπό τέσσερα σχεδόν χρόνια -πού δέν σᾶς περιέγραψα, φυσικά, ὅλα ὅσα πέρασα- γύρισα στό νησί καί στόν ὡραῖο μας Αὐλέμονα. Καί ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά πάω μαζί μέ τούς δικούς μου νά λειτουργηθοῦμε στά Μυρτίδια καί νά εὐχαριστήσουμε τήν Παναγία, πού θαυματουργικά μέ προστάτεψε καί μέ γλύτωσε. Ἐκεῖ, παρακάλεσα τόν παπά νά κάνουμε κ᾿ ἕνα μνημόσυνο γιά ὅλες τίς ψυχές τῶν συντρόφων μου, πού χάθηκαν στά βουνά τῆς Μακεδονίας, πολεμώντας γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.
Π. Β. Πάσχος
Ἡ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
-Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
-Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
-Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
-Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
-Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
-Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
-Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
-Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
-Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
-Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
-Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
-Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
-Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
-Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
-Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
-Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
-Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
-Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
-Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
Ἑ. Β.
- Τί σ᾿ ἔπιασε σήμερα, ὠρέ Νώντα, κι ὅλο βαριαναστενάζεις; Τί σέ χολόσκασε καί σκοτείνιασες, ὠρέ;
Ὁ καπετάν Νώντας κοίταξε συλλογισμένος τόν καρδιακό του φίλο.
- Ἔλα, πές το καί σέ μένα, ἐπέμενε ὁ καπετάν Νάσος, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος.
Ἅρπαξε στό χέρι τό καριοφύλλι του ὁ καπετάν Νώντας καί σίμωσε τό φίλο του.
- Ἄσχημα μαντάτα ἀπό τό σπίτι, Νάσο. Ὁ Νικήτας μοῦ φαρμάκωσε σήμερα τήν ψυχή.
- Ἀρρώστησε κανένας; ῾ Η ἐρώτηση τοῦ καπετάν Νάσου ἔκανε τόν Νώντα νά χαμογελάσει πικρά.
- Μακάρι νά ἦταν ἀρρώστια, ὠρέ Νάσο.
Ἡ ἀρρώστια δέν εἶνε ντροπή. Τοῦτο ὅμως πού μοῦ κάνει ὁ Λάμπης, μοῦ φέρνει μεγάλη ντροπή.
- Μά τί ἔκανε τό παιδί, πού σέ ντροπιάζει; Ὁ Λάμπης δέν εἶναι πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν. Τί μπορεῖ ἕνα τόσο μικρό παιδί νά κάνει;
- Ἀκριβῶς, ὠρέ Νάσο, δώδεκα χρονῶν παλληκάρι κι ἐγώ τόν περιμένω χρόνο μέ τό χρόνο νά ξεπεταχτεῖ, ν᾿ ἀνεβεῖ ἐδῶ κοντά μου νά τοῦ μάθω τόν πόλεμο. Μά τοῦτος ἀντί τουφέκι κρατᾶ μέρα-νύχτα στά χέρια του τήν πλάκα καί τό κοντύλι. Θέλει, λέει, νά μάθει γράμματα, νά γίνει δάσκαλος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ὁ γιός τοῦ καπετάν Νώντα σκολιαρόπαιδο. Κι ἐγώ πού τόν περιμένω τόσα χρόνια νά τόν καμαρώσω πλάι μου, στά χαμένα περιμένω.
- Καί κακό εἶναι, ὠρέ Νώντα, νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; τόν ἔκοψε ξαφνιασμένος ὁ φίλος του.
- Καί ποιός θά λευτερώσει τό γένος, ὠρέ Νάσο, ἄν ὅλα τά παλληκάρια μας γίνουν σκολιαρούδια; Νά τοῦ δώσω μέ παρακαλεῖ τήν εὐχή μου νά πάει στήν πόλη νά μάθει πιό πολλά γράμματα. Νά τά κάνει τί, ὠρέ; Τί χρειάζονται τά γράμματα, σά δέν ἔχεις λεύτερη πατρίδα;
- Νώντα, φίλε μου, δέ μιλᾶς γνωστικά. Ἀκοῦς ἐκεῖ ντροπή νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; Ὁ καπετάν Νάσος κοίταξε αὐστηρά στά μάτια τό φίλο του.
- Ἄσε τόν Λάμπη νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ἡ ψυχή του. Ὥσπου νά γίνει ἄντρας γιά πόλεμο, ἄν μαθαίνει καί γράμματα, σέ τί θά τόν βλάψει;
Δίχως νά μιλήσει ἄλλο ὁ καπετάν Νώντας, πῆρε ξανά τό καριοφίλι του κι ἀπομακρύνθηκε. Πάει καλά, ἄς πάει ὁ γιός του νά μάθει γράμματα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐκείνου τό καμάρι ἔσβησε. Ἔδωσε τήν εὐχή του κι ἀπό τότε δέν ξαναμίλησε γιά τό γιό του, οὔτε στόν καπετάν Νάσο οὔτε σέ κανέναν ἄλλο. Κι ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο κλεινόταν στόν ἑαυτό του ὁ καπετάν Νώντας. Στό χωριό του σπάνια κατέβαινε, μά καί τότε δέν ρωτοῦσε ποτέ γιά τόν Λάμπη, κι οὔτε τολμοῦσε κανένας νά τοῦ ἀναφέρει κάτι γι᾿ αὐτόν. Ὅσες φορές ὁ καπετάν Νάσος ἐπιχείρησε κάτι νά τοῦ πεῖ, ἐκεῖνος ἀγρίευε καί μούγκριζε σά θηρίο.
Καί περνοῦσαν τά χρόνια κι ὅλο καί περισσότερα παλληκάρια ἀνέβαιναν στό βουνό! Κι ὁ πόνος στήν καρδιά τοῦ πατέρα ὁλοένα καί μεγάλωνε, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά χαρίσει στήν πατρίδα του ἕνα γιό.
- Δέ σοῦ φαίνεται, ὠρέ Νάσο, πώς τόν τελευταῖο καιρό μαζεμένα μᾶς ἔρχονται τά παλληκάρια;
- Φουντώνει ὁ πόθος γιά τή λευτεριά, Νώντα. Ξύπνησαν οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά μας. Κι ὄχι μονάχα αὐτούς πού μᾶς ἦρθαν, μά κάθε μέρα καί περισσότερους θά βλέπουμε.
- Καπετάν Νάσο, τόν ἔκοψε γεμάτος πόνο ὁ καπετάν Νώντας, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ἀνέβει στό βουνό, ἀφοῦ δέν ἀνέβηκε ὁ Λάμπης...
- Ντροπή σου, ὠρέ Νώντα, τόν ἀποπῆρε θυμωμένος ὁ καπετάν Νάσος. Ὅλα τοῦτα τά παλληκάρια ἦρθαν στό δικό μας τό λημέρι κι ἐσύ ἀντί νά πετᾶς ἀπό τή χαρά σου, μοιρολογᾶς;
- Ὥρα σας καλή, καπεταναῖοι! Δυό παλληκάρια 15-16 χρονῶν στέκονταν ἀμήχανα μπροστά στούς δυό καπετάνιους.
- Καλῶς τά παλληκάρια, ἀποκρίθηκε ὁ καπετάν Νάσος. Τί γυρεύετε λεβέντες;
- Τή λευτεριά, καπετάνιο, ἀπάντησε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς.
- Κι ἀπό ποῦ ἔρχεστε; ξαναρώτησε ὁ καπετάν Νάσος.
- Ἀπό τήν πόλι, ἀπάντησαν τά παλληκάρια κι ἔνιωσε πάλι ὁ καπετάν Νώντας τό ἀγκάθι νά τοῦ τρυπάει τήν καρδιά.
- Καί τί σᾶς ἔπιασε ὅλους ξαφνικά ἐκεῖ κάτω στήν πολιτεία καί ἀνεβαίνετε στό βουνό μπουλούκια-μπουλούκια, τούς ρώτησε μέ μιά ἀνεξήγητη αὐστηρότητα ὁ καπετάν Νώντας.
- Δέν σᾶς εἶπαν οἱ ἄλλοι; Κανένας δέ σᾶς μίλησε γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔβαλε φωτιά στίς καρδιές μας; ρώτησε μέ ἀπορία τό ἕνα παλληκάρι.
- Γιά λέγε μας, λοιπόν, ἐσύ, τόν προκάλεσε ὁ καπετάν Νώντας.
- Ὅλη ἡ πόλη μιλᾶ γιά ἕναν παπαδάσκαλο. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὁρκίζονται στ᾿ ὄνομά του. Ἔκανε τήν ἐκκλησία σχολεῖο καί μαζεύει τά παιδιά καί τά μαθαίνει γράμματα καί τούς μιλᾶ γιά τήν πατρίδα καί γιά τή λευτεριά. Αὐτός σάν τόν ρωτήσαμε, μᾶς ἔστειλε σ᾿ αὐτό τό λημέρι καί μᾶς εἶπε νά βροῦμε τόν καπετάν Νώντα, νά τοῦ φιλήσουμε τό χέρι ἀπό τό Λάμπη, ἔτσι μᾶς εἶπε ὅτι τόν φώναζαν μικρό.
- Τινάχτηκε ἀπό τήν κοτρόνα πού καθόταν ὁ καπετάν Νώντας.
- Τί εἶπες ὠρέ, ἀπό ποιόν, ποιός εἶπες; Μιά γυρνοῦσε καί κοιτοῦσε σάν τρελλός τόν καπετάν Νάσο καί μιά τά δυό παλληκάρια, πού κι αὐτά τόν κοιτοῦσαν ξαφνιασμένα.
- Ὁ παπα-Χαράλαμπος μᾶς εἶπε πώς εἶναι ἀπό τά μέρη σας, ἀπάντησε ψύχραιμα τό ἕνα παλληκάρι κι ὅτι μικρό τόν φώναζαν Λάμπη καί φαίνεται πώς πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν τόν καπετάν Νώντα. Μπορεῖ κάποιος νά μᾶς ὁδηγήσει στόν καπετάν Νώντα; Ἀνυπομονοῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
- Μπροστά του βρίσκεστε, παιδιά μου, μπῆκε στή μέση συγκινημένος ὁ καπετάν Νάσος καί ἔδειξε μέ τό χέρι τόν καπετάνιο.
Ξαφνιάστηκαν τά παιδιά, ὅμως γρήγορα συνῆλθαν κι ἔσκυψαν κι οἱ δυό μέ σεβασμό καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
- Ὁ Λάμπης εἶναι ὁ γιός μου, εἶπε περήφανα ὁ καπετάν Νώντας καί δίχως νά ντραπεῖ, ἄφησε τά δάκρυα νά τοῦ αὐλακώσουν τό μπαρουτοκαπνισμένο του πρόσωπο.
- Ἡ πατρίδα, ὠρέ Νάσο, μοῦ φαίνεται πώς δέ θέλει μόνο τουφέκια γιά νά λευτερωθεῖ, μά θέλει καί πλάκες καί κοντύλια.
Χαμογέλασε ὁ καπετάν Νάσος καί ἀγκάλιασε τό φίλο του.
- Ἡ πατρίδα, καπετάνιο μου, τοῦ εἶπε μέ ἀγάπη, ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπό τήν μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλλα τοῦ κλέφτη, ὅσο κι ἀπό τό σεμνό ράσο τοῦ παπαδάσκαλου. Ἐσύ τῆς τά χάρισες καί τά δύο. Χαρά σου καί καμάρι σου! Πῆρε στά χέρια του ξανά τό καριοφύλλι ὁ καπετάν Νώντας καί τό κοίταξε μέ ἀγάπη.
- Ἐγώ θά πολεμῶ ἀπό ᾿δῶ, μονολόγησε, κι ὁ γιός μου ἀπό ᾿κεῖ. Χαρά μου καί καμάρι μου!
Ε. Β.
- Ἄσε με, μάνα, σοῦ λέω, δός μου τήν εὐχή σου! Μή μέ κρατᾶς ἄλλο δεμένο στά φουστάνια σου. Δέν τό βλέπεις, λοιπόν, πώς ἔγινα πιά ἄντρας;
Τά λόγια τοῦ Μιχάλη χτύπησαν σάν μαχαιριά στήν καρδιά τῆς μάνας.
- Τό ξέρω, παιδί μου, τό βλέπω. Κάνε ὅμως λιγάκι ἀκόμα ὑπομονή νά βγεῖ ὁ βαρύς χειμώνας, νά μπεῖ ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι ἄμαθος καθώς εἶσαι, θ᾿ ἀρρωστήσεις πάνω στό βουνό.
Ὁ Μιχάλης κοίταξε ἤρεμος πιά τή μάνα του.
- Καλά, λοιπόν, θά περιμένω τήν ἄνοιξη. Μά ξέρε το, ἄλλο πιά δέν μπορῶ νά καρτερῶ. Ἄν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί δέν μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου, θά φύγω καί δίχως αὐτήν.
Τόν εἶδε νά βγαίνει ἀπό τό ξεπόρτι της ἡ κυρα-Βασιλική καί σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Δίκιο εἶχε τό παιδί. Ὄχι μόνο μεγάλωσε, μά ἔγινε καί λεβέντης. Ἔπειτα ὅλοι οἱ συνομήλικοί του ἀνέβηκαν στό βουνό. Μόνο ἐκεῖνος ἔμενε στέργοντας στά παρακάλια της καί στά δάκρυά της.
- Συγχώρα με, Θεέ μου! ψιθύρισε καθώς τόν σταύρωνε ἀπό μακριά. Συγχώρα με. Μόνο αὐτός μ᾿ ἀπέμεινε.
Ἔπειτα θέλησε νά παρακαλέσει τόν Θεό ν᾿ ἀργήσει φέτος νά φέρει τήν ἄνοιξη, μά ντράπηκε, κοκκίνησε μόλις τό σκέφτηκε.
Ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη ἡ κυρα-Βασιλική νά κοιτᾶ τό δρόμο. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔφυγε πρῶτα ὁ ἄντρας της καί ὕστερα μέ τή σειρά οἱ τρεῖς γιοί της. Μέσα ἀπ᾿ αὐτόν τούς πέρασαν ἕναν ἕναν μέ τίς θανατερές λαβωματιές. Τέσσερις εἶχε δοσμένους στήν πατρίδα· δέν ἔφτανε τό αἷμα τους;
- Θεέ μου! ἱκέτεψε, μήν ἐπιτρέψεις νά χάσω καί τόν Μιχάλη. Περνοῦσαν οἱ μέρες δίχως νά τῆς ξανακάνει λόγο γιά τό βουνό ὁ Μιχάλης. Καί κείνη μέσα της ἔνιωθε τήν ἐλπίδα νά ξαναγεννιέται. Μήπως τό παιδί της ἄλλαξε ἀπόφαση; Μήπως τοῦ πέρασε ἡ λαχτάρα τοῦ βουνοῦ;
- Μάντεψε τί ἔχω, μάνα, στόν ντουρβά μου, τῆς εἶπε μιά μέρα πού γύρισε ἀπό τό χωράφι μέ πρόσωπο πού ἔλαμπε ὁ Μιχάλης.
Τόν κοίταξε μέ ἀπορία μήν μπορώντας νά ὑποθέσει τί ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε στόν ντουρβά ὁ γιός της καί τοῦ ἔδινε τόση χαρά.
- Δεῖξε μου, λοιπόν, τί ἔχεις νά χαρῶ κι ἐγώ, τοῦ εἶπε καί ἕνας ἀνεξήγητος, ἕνας ἀκαθόριστος φόβος τήν κυρίεψε.
Ἄνοιξε ἀργά καί προσεκτικά τόν ντουρβά του ὁ Μιχάλης κι ἔβγαλε μέ δέος ἕνα κλωνάρι ἀνθισμένης μυγδαλιᾶς.
- Ἦρθε ἡ ἄνοιξη, μάνα. Νόμιζα πώς δέν θά ᾿ρχότανε ποτέ. Μά κοίτα, δές, ἄνθισε ἡ μυγδαλιά στό χωράφι μας.
Φωτιά ἄναψαν τά φυλλοκάρδια τῆς μάνας, μά δέν τοῦ τό φανέρωσε. Τό ᾿βλεπε πιά καθαρά, τίποτα δέν κρατοῦσε τόν γιό της κοντά της.
- Ναί, γιέ μου, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον πάνω στήν καρδιά της, κανένας δέν μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἄνοιξη.
- Οὔτε καί τή λευτεριά, μητέρα, μπορεῖ κανείς νά τή σταματήσει. Ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει. Θά σοῦ τή φέρω ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔφερα σήμερα μέσα στό σπίτι μας τήν ἄνοιξη. Ἔτσι μιά μέρα, ἐκεῖ πού δέν θά τό περιμένεις, θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα μας καί θά σοῦ φέρω τή λευτεριά. Δός μου, μητέρα μου, τήν εὐχή σου! Αὔριο τά χαράματα θά φύγω μέ τόν Κωνσταντή τῆς Μήτραινας.
- Τόσο γρήγορα θά φύγεις; Καί πότε θά προλάβεις νά ἑτοιμαστεῖς; τόν ρώτησε συγκρατώντας μέ κόπο ἕνα λυγμό.
- Τ᾿ ἄρματα τοῦ πατέρα μου εἶναι ἕτοιμα καί καλοκαθαρισμένα. Ἕνα δισάκι μέ λίγα ροῦχα κι αὐτό εἶναι ὅλο, τῆς ἀπάντησε καί ἔνιωσε ἡ μάνα πώς ὁ γιός της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ κι ἄς τόν εἶχε μπροστά της.
Δέν κοιμήθηκε κανένας τους ὅλη τή νύχτα καί μέ τό πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ὁ Μιχάλης ἦταν ὄρθιος. Ἡ κυρα-Βασιλική τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μπροστά στό εἰκονοστάσι, κάτω ἀπό τό καντήλι.
- Σοῦ τόν παραδίδω, Χριστέ μου, εἶπε δακρυσμένη. Φύλαγέ τον Ἐσύ καί γρήγορα φέρε μου τον πίσω μέ τή λευτεριά.
Γονάτισε ὁ Μιχάλης καί φίλησε τό χέρι τῆς μάνας του. Ὕστερα προσκύνησε ὅλα τά εἰκονίσματα, πῆρε τ᾿ ἄρματα καί τόν μπόγο πού τοῦ ἑτοίμασε ἡ μάνα του καί χάθηκε τρέχοντας μέσα στή νύχτα.
Ἔμεινε ὧρες γονατισμένη ἡ κυρα-Βασιλική, ἀφήνοντας τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἁγίους του. Ξαφνιάστηκε, ὅταν κάποια στιγμή ἄκουσε νά χτυποῦν ἐπίμονα τήν πόρτα της. Ἀπό τό παράθυρό της εἶδε καμιά δεκαριά Τούρκους κι ἀνάμεσά τους τόν μουχτάρη. Ξεμαντάλωσε γεμάτη ἀγωνία τήν πόρτα καί ὅρμησαν μέσα οἱ ἄπιστοι.
- Γκιαούρισσα, ἔχεις ἕνα γιό δεκαπέντε χρονῶν. Θά τόν παραδώσεις στόν πολυχρονεμένο μας πασά, εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἔρριξε ἀγριεμένος τό βλέμμα του στήν κλειστή πόρτα.
- Βασιλική, ἄκουσε τόν μουχτάρη νά τῆς λέει, μάζεψαν ὅσα ἀγόρια ἀπόμειναν στό χωριό. Σφίξε τήν καρδιά σου· τό ξέρεις πώς δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς.
Ἄστραψε τό βλέμμα τῆς κυρα-Βασιλικῆς κι ἡ καρδιά της ἄρχισε ἕνα ξέφρενο χορό. Τῆς ἦρθε ν᾿ ἀρχίσει νά χοροπηδᾶ, μά συγκρατήθηκε.
- Ἄν τόν βροῦνε, ἄς τόν πάρουν, εἶπε ἀγέρωχα ἡ μάνα καί κοίταξε τό δρόμο ἀπό τό παράθυρο -ἐπιτέλους μιά φορά τῆς πῆρε τόν γιό της γιά νά τόν σώσει.
- Ποῦ τόν ἔκρυψες, γκιαούρισσα; ἄκουσε ἄγρια τή φωνή τοῦ Τούρκου ἀπό πάνω της κι ἔνιωσε βαρύ τό χέρι του νά πέφτει στό πρόσωπό της.
Ἔφυγαν ἀφήνοντάς την αἱμόφυρτη μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι ἀνάστατο. Μάζεψε τίς δυνάμεις της ἡ κυρα-Βασιλική καί σηκώθηκε. Κάπου ἐκεῖ κοντά εἶδε πεταμένο τό κλωνάρι τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τό πῆρε στά χέρια της, τό φίλησε κι ὕστερα τ᾿ ἀπόθεσε εὐλαβικά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
- Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου! εἶπε γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού ἔφερες τήν ἄνοιξη πάνω στήν ὥρα. Κάνε, Θεέ μου, στήν ὥρα της νά ᾿ρθεῖ κι ἡ λευτεριά!
Κάπου ψηλά στό βουνό ὁ Μιχάλης ἀνέπνεε ἐλεύθερα. Κι ἦταν στ᾿ ἀλήθεια πανέμορφα ὅλα ἀπό κεῖ πάνω, μά πιό ὄμορφες φάνταζαν ἀπό ψηλά οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιές.
- Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ᾿φερες τήν ἄνοιξη, ψιθύρισε κι ἔσφιξε ἀποφασισμένος μέ ἀγάπη τό ντουφέκι του. Μ᾿ αὐτό θά ᾿φερνε καί τή λευτεριά.
Ἑ. Β.
Τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
- Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
- Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
- Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
- Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
- Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
- Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
- Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
- Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
- Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
- Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...