Super User

Super User

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Εὐωδία ἀναστάσιμη

evodia anastasimiΤή γιαγιά τή Δέσποινα τήν ἀγαποῦσα ἀπό παιδί καί τή θαύμαζα. Δέν ἦταν πραγματική γιαγιά μου, μάνα τοῦ πατέρα μου ἤ τῆς μάνας μου, μά τήν ἔνιωθα τέτοια. Ἔμενε στή γειτονιά μου, λίγο πιό πάνω ἀπό τό σπίτι μου. Καί τό σπίτι της μοσχοβολοῦσε λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Θαρρεῖς καί ὅλες αὐτές οἱ εὐωδιές πότισαν καί τό δικό της σῶμα καί τή δική της ψυχή.
 Κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔτρεχα νά πιάσω θέση δίπλα της, νά βλέπω ἀπό τή φθαρμένη της Σύνοψη καί νά τήν παρατηρῶ μέ δέος, καθώς τά χείλη της ψέλλιζαν λόγια τρυφερά καί πονετικά στόν Νυμφίο. Πόσο τίς νοσταλγῶ ἐκεῖνες τίς Μεγάλες Ἑβδομάδες πλάι σέ κείνη τήν εὐωδιαστή ὕπαρξη!
 Μιά τέτοια Μεγάλη Ἑβδομάδα, μεγάλη πιά ἐγώ, συνόδεψα τή γιαγιά Δέσποινα ἀπό τήν ἐκκλησιά στό σπίτι της μετά τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιαγιά μοῦ φάνηκε ἄκεφη, λυπημένη. Αὐτό μέ παραξένεψε πολύ, ὄχι ὅμως πιό πολύ ἀπό τόν λόγο τῆς λύπης της.
 - Ὁ Θεός, παιδάκι μου, μοῦ εἶπε, μέ ξέχασε...
 - Τί λές, γιαγιά! διαμαρτυρήθηκα. Εἶναι δυνατόν νά τό λές ἐσύ αὐτό;
 - Κι ὅμως, ἐπέμενε ἡ γιαγιά. Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα πολύ νέα, γιά νά τό καταλάβεις. Ἐγώ εἶμαι 84 ἐτῶν καί δέν μοῦ ἔστειλε ὁ Εὐλογημένος οὔτε ἕναν πονοκέφαλο. Δέν ξέρω τί θά πεῖ πόνος, οὔτε τά πόδια μου πονᾶνε οὔτε τά χέρια μου. Πῶς νά λαφρύνω λίγο τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μου ἐγώ, πού δέν πόνεσα ποτέ;
 Τήν κοίταξα ὅπως κοιτᾶ κανείς τό ἐξωγήινο, δίχως νά μπορῶ νά πῶ λέξη.
 - Προσευχήσου, παιδί μου, κι ἐσύ! Παρακάλεσέ τον νά μέ θυμηθεῖ, νά μοῦ στείλει μιά ἀρρώστια, ἕναν πόνο. Πῶς θά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή δίχως νά ξέρω πώς ὁ Θεός μέ ἐπισκέφθηκε;
 Ἦταν τότε ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού μάθαινα πώς ὁ πόνος καί ἡ ἀρρώστια εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιά σιγουριά, ὅτι ὁ Θεός μέ θυμᾶται.
 Γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, ποτέ δέν μοῦ ἦρθε νά προσευχηθῶ νά στείλει ὁ Θεός πόνο καί ἀρρώστια στήν ἀγαπημένη μου γιαγιά. Ὅμως καί μένα μοῦ φαινόταν παράξενο πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει στά 84 του χρόνια δίχως νά νιώσει πόνο, δίχως ν᾿ ἀρρωστήσει ἔστω μέ ἕναν πυρετό.
 Πέρασαν τέσσερα χρόνια δίχως νά δῶ τή γιαγιά Δέσποινα. Δέν πέρασε ὅμως μέρα πού νά μήν τή θυμηθῶ. Ὅταν ξανανταμώσαμε, τό πρόσωπό της, παρ᾿ ὅλο πού πέρασαν ἀπό πάνω του ἄλλα τέσσερα χρόνια, μοῦ φάνηκε σχεδόν νεανικό. Ἔλαμπε ὁλόκληρη κι εἶχε στά χέρια της ἕνα μπαστούνι. Τό σήκωνε ψηλά καί μοῦ τό ἔδειχνε, ὅπως δείχνει κανείς τό δῶρο πού πῆρε καί πού τόσο τό περίμενε.
 - Μέ θυμήθηκε ὁ Θεός! μοῦ εἶπε καί τά μάτια της ἔλαμψαν ἀκόμα περισσότερο.
 Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἦταν χαρούμενη, γιατί πηγαίνοντας ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια στό ξωκλήσι τ᾿ Ἁι-Γιώργη, πράγμα πού τό ἔκανε κάθε μέρα ὅλα τά χρόνια, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι της. Ἔτσι στά 88 της χρόνια σιγουρεύτηκε πώς ὁ Θεός δέν τήν ξέχασε.
 Πέρασε καιρός καί τά ἔφερε καί πάλι ἔτσι ὁ Θεός νά ξαναβρεθῶ Μεγάλη Ἑβδομάδα στό χωριό μου. Τή Μ. Δευτέρα πέρασα νά πάρω τή γιαγιά Δέσποινα, γιά νά πᾶμε μαζί στήν ἀκολουθία. Τή βρῆκα ξαπλωμένη καί ἄρρωστη.
 - Δέν πονάω πουθενά, μοῦ εἶπε, μά δέν ἔχω δυνάμεις νά σηκωθῶ.
 Πῆγα στήν ἐκκλησία καί κάθισα στή θέση της. Ὅλα τά λόγια τά τρυφερά, τά πονετικά πού ἔλεγαν τά χείλη της στόν Νυμφίο, δίχως νά τό καταλάβω, ἀνέβηκαν μέσα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου καί στά δικά μου χείλη. Κι ὕστερα τοῦ εἶπα λόγια τρυφερά καί γιά κείνην, πού τόσο τόν ἀγάπησε. Ὄχι, δέν ἦταν ἀλήθεια τό ὅτι ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα δέν πόνεσε ποτέ στή ζωή της· δέν ἦταν ἀλήθεια πώς δέν ἔνιωσε κάτι ἀπό τόν πόνο τοῦ Χριστοῦ πάνω στό σταυρό του. Γιατί ἡ εὐωδιαστή αὐτή ὕπαρξη ἔζησε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τά πρῶτα νεανικά της χρόνια. Ὁ ἄνδρας της, πού τόσο ἀγαποῦσε, ἔφυγε στήν Ἀγγλία καί τήν ξέχασε κι αὐτή καί τό παιδί τους. Κακιά κουβέντα δέν τήν ἄκουσα νά πεῖ γι᾿ αὐτόν ποτέ μου κι οὔτε κακία φάνηκε ποτέ νά τοῦ κρατᾶ.
 - Λές, παιδί μου, νά μέ καλέσει κοντά του; μέ ρώτησε τήν ἄλλη μέρα πού πῆγα νά τή δῶ, καί τό βλέμμα της ἔγινε γιά μιά στιγμή ἀπόκοσμο. Λές, κόρη μου, νά μ᾿ ἀξιώσει νά πεθάνω τή μέρα πού καί Κεῖνος πέθανε; Μά τί εἶναι αὐτά πού σοῦ λέω, παιδάκι μου! Ποιά εἶμαι ἐγώ, γιά νά μοῦ κάνει αὐτή τήν τιμή;
 Σώπασε ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα καί ἀπό τότε δέν ξανάνοιξε τό στόμα της νά πεῖ κουβέντα. Μόνο μέ τίς λιγοστές της δυνάμεις κάτι ψιθύριζε μέσα ἀπ᾿ τά χείλη της καί κανένας δέν καταλάβαινε παρά μονάχα ἐγώ, πού εἶχα μάθει νά τά διαβάζω κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα πού καθόμουν δίπλα της.
 Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἔσβησε ἥσυχα κι ἁπλά τή Μ. Παρασκευή τό ἀπόγευμα καί τήν ξενυχτήσαμε μαζί μέ τόν μεγάλο Νεκρό. Τή θάψαμε τό Μ. Σάββατο τό μεσημέρι μετά τό «Ἀνάστα ὁ Θεός», κι ὅλα γύρω μύριζαν λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Ὅλα μέσα μου κι ἔξω μου μύριζαν Ἀνάσταση.

 Ἑ.Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ

2h manaΝόμιζε πώς τίποτα δέν μαρτυροῦσε τήν πάλη τῆς καρδιᾶς της. Εἶχε τήν ἐντύπωση πώς κανείς δέν ἀντιλήφθηκε τόν πόνο πού κρυβόταν πίσω ἀπό τό χαμογελαστό πρόσωπό της, γι᾿ αὐτό ξαφνιάστηκε σάν ἄκουσε τή φιλόλογό της νά τή ρωτᾶ ἀνήσυχα:
 - Κατερίνα, σοῦ συμβαίνει τίποτα;
 Σήκωσε τότε τό βλέμμα της, ἔκανε τό ὕφος της ἐπιθετικό κι ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀμυνθεῖ. Μά ἐκεῖνο τό ἄλλο βλέμμα πού ἀντίκρυσε τήν ἀφόπλισε.
 Δέν μίλησε ἡ Κατερίνα, δέν ἀπάντησε στό ἀνήσυχο ἐρώτημα τῆς καθηγήτριάς της. Μά σάν εἶδε τά γεμάτα στοργή μάτια της ἔχασε κάθε δύναμη γιά ἐπίθεση. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἄλλο τήν καρδιά της καί τά πυρωμένα της δάκρυα τῆς ἔτσουζαν τά μάτια. Καί τά δάκρυά της ἔγιναν λυγμοί καθώς ἔνιωσε στό κεφάλι της τό στοργικό χάδι τῆς καθηγήτριάς της.
 Ἡ Κατερίνα ἡ ἀπουσιολόγος τοῦ Β2, τό παιδί πού δυό χρόνια στό Λύκειο δέν ἔδωσε σέ κανέναν τήν παραμικρή ἐντύπωση ὅτι κάτι τήν ἀπασχολοῦσε, ὅτι κάτι τήν βασάνιζε, ἔκανε καί τούς συμμαθητές της νά τά χάσουν. Εὐτυχῶς τό κουδούνι τούς λύτρωσε ὅλους καί, μέ τήν εὐαισθησία πού διακρίνει αὐτή τήν ἡλικία, ἔφυγαν ἀπό τήν τάξη ἀφήνοντας μόνες τήν Κατερίνα καί τή φιλόλογό τους.
 - Κυρία... Κυρία, τό Σάββατο πρέπει νά πάω στό γάμο τοῦ πατέρα μου!... Δέν εἶναι φοβερό; Καλύτερα νά πεθάνω, νά πάω ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ μαμά...
 - Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού πέθανε ἡ μαμά σου, Κατερίνα; Ἡ ἐρώτηση τῆς καθηγήτριας ξάφνιασε τήν Κατερίνα, γιατί φάνηκε πώς ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν καρδιά τοῦ προβλήματος.
 - Δέκα χρόνια, κυρία, ἀπάντησε ἡ Κατερίνα. Ἐγώ ἤμουν στήν πρώτη δημοτικοῦ κι ὁ ἀδερφός μου στά νήπια.
 - Κι ὁ πατέρας σου, παιδί μου, πόσων χρονῶν εἶναι;
 - Σαρανταδύο, ἀπάντησε ἐκείνη, καί τότε, γιά πρώτη φορά, κατάλαβε πόσο νέος ἦταν ὁ μπαμπάς.
 - Δηλαδή, ὅταν ὁ πατέρας σου ἔχασε τή γυναίκα του, ἦταν 32 χρονῶν. Καί τό θεωρεῖς τραγικό ὕστερα ἀπό δέκα ὁλόκληρα χρόνια, κι ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά χρόνια σᾶς στάθηκε καί μάνα καί πατέρας, νά ξαναφτιάξει τώρα τή ζωή του; Νομίζεις, Κατερίνα μου, πώς δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα;
 Τ᾿ αὐτιά τῆς Κατερίνας εἶχαν γίνει κατακόκκινα καί βούιζαν.
 - Ξέρεις κάτι, καλό μου παιδί; Ἦταν ἀπό τόν Θεό νά πεῖς τόν πόνο σου σέ μένα, γιατί κι ἐγώ λίγο-πολύ στήν ἡλικία σου ἤμουν, ὅταν κι ὁ δικός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Καί ᾿γώ, τό λέω καί ντρέπομαι, πείσμωσα καί δέν πῆγα στό γάμο του. Καί μόνο αὐτό; Δέν ἤθελα νά γνωρίσω κἄν τή γυναίκα του. Ἔφυγα στή γιαγιά μου, τή μάνα τῆς μάνας μου, καί δέν ἤθελα νά ξαναδῶ οὔτε τόν ἴδιο.
 Ἡ Κατερίνα ἄκουγε καί δέν πίστευε στ᾿ αὐτιά της. Ἀκριβῶς τό ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει κι ἐκείνη. Νά φύγει καί νά πάει στή γιαγιά της. Μά τέτοια σύμπτωση!
 - Ἄρα, λοιπόν, μέ καταλαβαίνετε! Εἶπε μονάχα μέ πόνο καί ξανάβαλε τά κλάματα.
 - Σέ καταλαβαίνω, Κατερίνα μου, ὅμως ἡ πραγματικότητα μοῦ ἀπέδειξε πόσο ἄδικο εἶχα. Ὁ πατέρας μου εἶχε ἀνάγκη ἀπό μιά συντροφιά, πού ἐμεῖς τά παιδιά του δέν μπορούσαμε νά τοῦ τήν προσφέρουμε. Ἡ γυναίκα πού παντρεύτηκε ἔγινε, κι ἄς ἤμουν ὁλόκληρη γυναίκα, δεύτερη μάνα μου. Ἀρκεῖ μονάχα νά σοῦ πῶ πώς μένει σήμερα στό σπίτι μου καί πώς μεγαλώνει τά δικά μου τά παιδιά.
 - Καί τ᾿ ἀγαπάει; ρώτησε ἔκπληκτη ἡ Κατερίνα.
 - Ὅσο ἀγάπησε καί τόν πατέρα κι ἐμένα κι ἀκόμα πιό πολύ.
 Τό κουδούνι εἶχε χτυπήσει ἐδῶ καί ἀρκετή ὥρα κι οἱ συμμαθητές τῆς Κατερίνας στριμωγμένοι ἔξω ἀπό τήν πόρτα περίμεναν.
 - Θά τά ξαναποῦμε ὥς τό Σάββατο, ἔδωσε τέρμα στή συζήτηση ἡ φιλόλογος. Ἐγώ θά ἔλεγα νά ψωνίσεις καί κανένα ὄμορφο ροῦχο ὥς τότε.
 Τά εἶπαν καί τά ξαναεῖπαν ὥς τή μέρα τοῦ γάμου ἡ Κατερίνα μέ τή φιλόλογό της, καί τήν Παρασκευή, τήν ὥρα πού σχολοῦσε ἡ Κατερίνα, τόλμησε καί ζήτησε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά της:
 - Κυρία, θά μπορούσατε νά ᾿ρθεῖτε μαζί μου στό γάμο; Θά ... θά τό ἤθελα τόσο νά σᾶς ἔχω δίπλα μου...
 - Τό σκέφτηκα καί ᾿γώ Κατερίνα, μά δυστυχῶς ἐκείνη τήν ὥρα ἔχω ἄλλη σοβαρή ὑποχρέωση. Μή φοβᾶσαι·  θά τά καταφέρεις καί μόνη σου. Εἶμαι σίγουρη γι᾿ αὐτό.
 Μελαγχόλησε ἡ Κατερίνα. Λιγάκι καί τῆς κακοφάνηκε. Πιό σοβαρή ὑποχρέωση ἀπό τή δική της ὑπῆρχε;
 Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ γάμου κι ἡ Κατερίνα βρέθηκε στήν ἐκκλησία μέ ἀρκετή ἀγωνία στήν καρδιά της. Τήν ἀρραβωνιστικιά τοῦ πατέρα της δέν τήν εἶχε δεῖ παρά μόνο σέ φωτογραφίες. Οὔτε κι ἐκείνη εἶχε δεῖ ποτέ τήν Κατερίνα. Ὁ γάμος θά γινόταν σέ κλειστό οἰκογενειακό κύκλο. Ἔτσι μπῆκε στήν ἐκκλησία νά περιμένει τούς μελλόνυμφους.
 Ἕνα σούσουρο τήν ἔκανε νά γυρίσει πρός τήν πόρτα καί τότε τῆς ἦρθε νά φωνάξει ἀπό τή χαρά της. Δίπλα στή νύφη περπατοῦσε ἡ κυρία της, ἡ φιλόλογός της. Ἔτρεξε κοντά της ἀπορημένη.
 - Κατερίνα, θά παντρέψω σήμερα τήν πιό καλή μου φίλη μέ τόν πατέρα σου. Ἔλα, καλό μου παιδί, νά σοῦ τή γνωρίσω...
 Κοίταξε ἡ Κατερίνα τή σεμνή νύφη δίπλα στόν πατέρα της. Βύθισε τό βλέμμα της μέσα στό δικό της καί τό εἶδε ἴδια φωτεινό καί γλυκό, ἴδια ζεστό καί στοργικό μέ τῆς καθηγήτριάς της.
 - Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, Κατερίνα μου! Θά σ᾿ ἀγαπᾶ ὅπως ἀγάπησε τόν πατέρα σου, ὅπως ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου πού τόν γνώρισε. Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τῆς καθηγήτριάς της ἡ Κατερίνα.
 - Καί θά γίνει δεύτερη μάνα μου; τή ρώτησε δακρυσμένη.
  - Φτάνει νά θελήσεις ἐσύ νά γίνεις κόρη της, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη καί τήν ἔσπρωξε ἁπαλά στήν ἀγκαλιά τῆς φίλης της.
  - Θέλω, ψιθύρισε ἡ Κατερίνα, κι ἔνιωσε αὐτή τήν ἀγκαλιά τόσο πλατειά, τόσο ζεστή, σάν ἐκείνη πού χρόνια τώρα νοσταλγοῦσε κι ὀνειρευότανε.
 

Ἑ. Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Τό να'σαι τοῦ Θεοῦ

nasai toutheouΕἶχε περάσει μιά βδομάδα ἀπό τότε πού ἄνοιξαν τά σχολεῖα κι ὅλα εἶχαν μπεῖ σέ τάξη. Τά παιδιά ἔδειχναν πώς ἤδη εἶχαν προσαρμοστεῖ στό νέο τους πρόγραμμα καί ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν πώς πάει πιά τό καλοκαίρι, τέλειωσε. Μόνο σάν χτυποῦσε τό κουδούνι καί ξεχύνονταν ὅλα στήν αὐλή, τότε ἔμοιαζε ἡ αὐλή τοῦ σχολείου μέ καλοκαιρινή ἀλάνα μέ παιδιά πού ξεχνοῦσαν πώς μέσα σέ λίγα λεπτά θά ξανάμπαιναν στήν αἴθουσά τους γιά μάθημα.
 Ἡ Παναγιώτα, ἡ δασκάλα τῆς Τετάρτης, ἔκανε τήν ἐφημερία της στήν αὐλή καί ἀπολάμβανε τό θέαμα τῶν μικρῶν παιδιῶν. «Ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι εἴμαστε οἱ πιό προνομιοῦχοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου», σκέφτηκε κι εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τῆς φύτεψε μέσα της τήν ἐπιθυμία νά γίνει δασκάλα. Καθώς ἔτρεχε μέ τό βλέμμα της σ᾿ ὅλη τήν αὐλή, σταμάτησε ἀπορημένη σ᾿ ἕνα ἀγοράκι πού κοιτοῦσε θλιμμένα τά ἄλλα πού ἔπαιζαν. Τό πλησίασε σιγά-σιγά καί τότε εἶδε πώς ἦταν ὁ Γιαννάκης ἀπό τήν τάξη της. Ἅπλωσε τό χέρι της καί τοῦ χάιδεψε τό κεφάλι.
 - Γιατί δέν παίζεις, Γιάννη; τόν ρώτησε γλυκά.
 Γύρισε καί τήν κοίταξε μέ τά πράσινα, ἐκφραστικά του μάτια.
 - Ὁ μπαμπάς λέει πώς, ἄν παίξω, θά ἱδρώσω καί θ᾿ ἀρρωστήσω, ἀπάντησε ὁ μικρός καί κοίταξε μέ ὁλοφάνερη ζήλεια τά ἄλλα παιδιά πού ἔπαιζαν. Ποτέ δέ μ᾿ ἀφήνει νά παίζω, πρόσθεσε μ᾿ ἕναν ἀναστεναγμό.
 Ἀργότερα, στήν τάξη μέσα, ἡ κ. Παναγιώτα παρατήρησε μέ λύπη πώς ὁ Γιάννης ἦταν ὁ πιό μελαγχολικός μαθητής. Καθόταν ἀκίνητος σάν στρατιωτάκι ψεύτικο, μά ἀπαντοῦσε ὁλόσωστα, ὅταν ἐκείνη τόν ρωτοῦσε.
Ἡ σκέψη τοῦ Γιάννη κυριάρχησε μέσα της κι ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα μά καί τή νύχτα. Μήπως ἔπρεπε ἀπό τώρα πού εἶναι ἀρχή νά μιλήσει μέ τούς γονεῖς του; Προσευχήθηκε πολλή ὥρα γιά ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί ἰδιαίτερα γιά τόν Γιάννη.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ξεκίνησε γεμάτη ὄρεξη καί ζωντάνια γιά τό σχολεῖο της. Θά τό συζητοῦσε μέ τόν διευθυντή της καί θά ἀποφάσιζαν μαζί τί ἔπρεπε νά γίνει μέ τό παιδί. Ἔφτασε νωρίτερα ἀπ᾿ ὅλους, γιατί ἤθελε νά τόν βρεῖ μόνο του, μά δυστυχῶς κάποιος ἄλλος τήν εἶχε προλάβει. Ἄκουσε ἀπ᾿ ἔξω ὑψωμένη τή φωνή τοῦ διευθυντῆ της.
 - Μά δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό πού ζητᾶτε, κύριε. Δέν βλέπω νά ὑπάρχει εἰδικός λόγος.
- Ἔ, λοιπόν, ὑπάρχει! ἀκούστηκε νά λέει ὁ ἄλλος πού ἦταν μαζί του. Εἶναι θεοῦσα ἡ δασκάλα τοῦ γιοῦ μου κι ἐγώ δέν τό θέλω. Ὕστερα εἶναι καί τό ἄλλο. Ὁ γιός μου ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη καί στοργή, καί μιά γυναίκα πού δέν ἔκανε δικά της παιδιά δέν μπορεῖ νά ἔχει μητρική ἀγάπη στά παιδιά τῆς τάξης της. Λοιπόν, ἐπαναλαμβάνω: Θέλω τό παιδί μου νά πάει στό ἄλλο τμῆμα, στήν κ. Γεωργία, σήμερα κιόλας, ἀλλιῶς εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τό πάω σέ ἄλλο σχολεῖο.
 - Μά, ἐλᾶτε στή θέση μου, κύριε! ἀκούστηκε ἱκετευτική ἡ φωνή τοῦ διευθυντῆ. Τί θά πῶ ἐγώ στήν κ. Παναγιώτα, σ᾿ αὐτή τήν ἐξαίρετη δασκάλα;
 Ἡ κ. Παναγιώτα χτύπησε ἀποφασιστικά τήν πόρτα τοῦ διευθυντῆ καί μπῆκε χαμογελαστή μέσα.
 - Δέν χρειάζεται νά πεῖτε τίποτα, κ. διευθυντά. Γιά ποιό παιδί πρόκειται, μόνο, πέστε μου καί θά κάνουμε ἀμέσως τήν ἀλλαγή.
 Κατέβασε σαστισμένος τό κεφάλι ὁ πατέρας κι ὁ διευθυντής ἔγινε κατακόκκινος.
 - Μιλούσατε πολύ δυνατά καί δίχως νά τό θέλω ἄκουσα, ἐξήγησε ἡ κ. Παναγιώτα.
 - Γιάννης Διαμαντίδης! εἶπε μανιασμένος ὁ πατέρας.
 Ὁ ... ὁ Γιάννης; τραύλισε δίχως νά μπορεῖ νά μήν δείξει τήν ταραχή της ἡ δασκάλα. Κι ἤθελα τόσο πολύ νά βοηθήσω αὐτό τό παιδί!
 - Ἡ μόνη βοήθεια πού μπορεῖτε νά τοῦ δώσετε εἶναι νά τόν στείλετε στό ἄλλο τμῆμα, εἶπε ψυχρά ὁ πατέρας.
 Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά ὁ Γιάννης ἔμπαινε στήν αἴθουσα τῆς κ. Γεωργίας. Τά μάτια του ἦταν δακρυσμένα.  Γύρισε γιά τελευταία φορά καί κοίταξε τήν κ. Παναγιώτα πού τόν ὁδηγοῦσε στήν καινούργια του δασκάλα.
 - Ἐγώ δέν ἤθελα, τῆς εἶπε μέ παράπονο, ὁ πατέρας μου ἤθελε. Θά βλεπόμαστε ὅμως στήν αὐλή, ἔτσι δέν εἶναι;
 - Ἔτσι εἶναι, Γιάννη, θά κάνουμε παρέα στήν αὐλή, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
 Πέρασε ἄλλη μιά βδομάδα καί τό σχολεῖο τῆς κ. Παναγιώτας ξεκίνησε γιά τόν πρῶτο του περίπατο. Οἱ δυό Τετάρτες ἡ μιά πίσω ἀπ᾿ τήν ἄλλη ξεκούφαιναν τόν κόσμο. Ἡ κ. Παναγιώτα μ᾿ ἄγρυπνο μάτι παρακολουθοῦσε ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί πότε-πότε κοιτοῦσε καί τόν Γιάννη λίγο πιό πίσω. Σέ μιά στιγμή πού γύρισε, δέν τόν εἶδε στή γραμμή του. Ἐκείνη τήν ὥρα ἕνας νεαρούλης ἔκανε μέ τή μηχανή του ἐπίδειξη σούζας στά μικρά τοῦ Δημοτικοῦ. Ἡ κ. Παναγιώτα εἶδε τόν Γιάννη νά στέκεται στή μέση τοῦ δρόμου σαστισμένος. Ἀντιλήφθηκε πώς ὁ νεαρός δέν τόν ἔβλεπε, γιατί κοιτοῦσε τ᾿ ἄλλα παιδιά. Κόπηκαν τά πόδια τῆς δασκάλας καί τότε ὅρμηξε πάνω στόν Γιάννη. Ἀκούστηκε μιά κραυγή ἀπό πολλά παιδιά κι ὕστερα ὅλα χάθηκαν.
 Ὅταν συνῆλθε, βρισκόταν μέ τά δυό πόδια σπασμένα στό νοσοκομεῖο. Ὁ Γιάννης, ἐκτός ἀπό μιά γρατσουνιά στό πόδι ἀπό τήν πτώση του στήν ἄσφαλτο, δέν ἔπαθε τίποτε ἄλλο. Τό μηχανάκι ὅμως πέρασε πάνω κι ἀπό τά δυό πόδια τῆς δασκάλας καί τῆς τά τσάκισε.
 Ἄκουσε τήν πόρτα τοῦ δωματίου της ν᾿ ἀνοίγει καί εἶδε δεξιά νά ξεπροβάλλει πρῶτα τό κεφάλι τοῦ πατέρα τοῦ Γιάννη. Ὕστερα εἶδε τόν Γιάννη πιασμένο ἀπό τό χέρι τῆς μαμᾶς του μέ μιά ἀγκαλιά λουλούδια. Τούς χαμογέλασε ἐνθαρρυντικά καί τότε ὁ Γιάννης ἔτρεξε καί κρύφτηκε στήν ἀγκαλιά της.
 - Σᾶς εὐχαριστοῦμε, μίλησε πρῶτα ἡ μητέρα. Μονάχα τόν Γιάννη ἔχουμε... κι ἄν δέν ἤσασταν ἐσεῖς...
 - Ὁ μπαμπάς λέει, τή διέκοψε ὁ Γιάννης, πώς μόλις γυρίσετε στό σχολεῖο θά ξανάρθω πάλι στήν τάξη σας.
 Πῆρε τά λουλούδια ἀπό τά χέρια του καί μέ μάτια βουρκωμένα διάβασε τήν κάρτα. «Σᾶς εὐχαριστοῦμε, πρῶτα πού σώσατε τόν Γιάννη κι ὕστερα πού μᾶς δείξατε πώς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν καί νά θυσιάζονται. Οἰκογένεια Διαμαντίδη».
 Κοίταξε δακρυσμένη τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού κρεμότανε ἀπέναντί της.
 «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μ᾿ ἀξίωσες νά κάνω κάτι γιά τή δόξα σου», εἶπε μυστικά καί γύρισε καί τούς χαμογέλασε.
 - Ἐκεῖνον νά εὐχαριστήσετε, τούς εἶπε καί τούς ἔδειξε τήν εἰκόνα.
 - Τόν εὐχαριστοῦμε πού στέλνει στή ζωή μας ἀνθρώπους σάν κι ἐσᾶς, εἶπε ταπεινά ἡ μητέρα.
 - Κι ἄς μᾶς συγχωρέσει, συμπλήρωσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ὁ πατέρας.
 Κι ὁ Γιάννης ἀκουμπισμένος πάνω στήν καρδιά της ἄκουγε τούς κτύπους νά γίνονται ὅλο καί πιό δυνατοί· κι ἄν ἤξερε τή γλώσσα τους, θά ἄκουγε πώς ἡ καρδιά της φώναζε ὅλο καί πιό δυνατά: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!».

Ἑ.Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἁπολύεται!

 Πάντα τό ἔλεγε ὁ Χάρης πώς ὁ Ἰούνιος δέν εἶναι μήνας γιά ἐξετάσεις. Δηλαδή, κανένας μήνας δέν εἶναι γιά ἐξετάσεις, μά ὁ Ἰούνιος ἕνα παραπάνω. Καί εἶχε καί ἐπιχειρήματα γι᾿ αὐτό. «Ὁ Ἰούνιος», ἔλεγε, «εἶναι ὁ πρῶτος μήνας τοῦ καλοκαιριοῦ, τ᾿ ἀκοῦτε; Τοῦ καλοκαιριοῦ. Καί οἱ ἐξετάσεις... τόν κακό τους τόν καιρό!» Ἔ, πῶς μποροῦν νά συνυπάρχουν ἐξετάσεις καί καλοκαίρι, δέν τό κατάλαβε ποτέ ὁ Χάρης. Καί ἐπειδή δέν τό κατάλαβε, κουβαλοῦσε πάντα δυό- τρία μαθήματα γιά τό Σεπτέμβριο.
 Ὁ Χάρης ἦταν ὁ καημός τῆς μάνας του. Πανέξυπνο παιδί, τῆς τό ἔλεγαν ὅλοι οἱ καθηγητές, ὅμως δέν εἶχε τό μυαλό του στά γράμματα. Καί ποῦ τό εἶχε; Ὁ Χάρης εἶχε τό νοῦ του μόνο στό παιχνίδι καί στή σκανδαλιά.
 Καί οὔτε καί τώρα, πού ἔγινε ὁλόκληρο παλληκάρι, ἔλεγε νά σοβαρευτεῖ καί νά ὡριμάσει. Ἔφτασε στήν Γ΄Γυμνασίου μέ χίλιους μύριους κόπους, καί δέν ἔλεγε καί στίς φετινές ἐξετάσεις νά ἀνοίξει βιβλίο. Ἄσε πού κόντεψε νά μείνει ἀπό ἀπουσίες. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν ἀναστάτωσε λίγο. Ἀφοῦ, μέχρι νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν ἔμεινε, δέν εἶχε ὄρεξη οὔτε γιά παιχνίδι οὔτε γιά σκανδαλιά!
 Ἡ ἀλήθεια, βέβαια, εἶναι ὅτι ὁ Χάρης μέ ὅλη τή ζωηράδα του ἦταν ἕνα χρυσό παιδί. Κι αὐτό τό ἤξερε καί ἡ μάνα του, τό ἤξεραν καί οἱ καθηγητές του. Γι᾿ αὐτό καί παρ᾿ ὅλο πού κάποιες φορές δέν τόν ἄντεχαν, ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν.
 Οἱ ἐξετάσεις κυλοῦσαν ὁμαλά, «χωρίς ἐκπλήξεις», ὅπως θά ἔλεγε μέ τό χιοῦμορ του ὁ Χάρης.
«Φαντάσου νά γράψω στήν ἱστορία 20! Θά τραβάει τά μαλλιά της ἡ γυναίκα. Ἄσε, μάνα, νά μήν ἔχω καί τό κρίμα της», ἔλεγε στή μάνα του, πού προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά διαβάσει.
 Ἔγραψε ὅ,τι ἤξερε στήν ἱστορία ὁ Χάρης καί, μόλις βγῆκε ἀπό τήν αἴθουσα, θυμήθηκε πώς ἔπρεπε νά δώσει μιά φωτογραφία του στόν διευθυντή γιά τό ἀπολυτήριο.
 «Ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ καί νά μοῦ τό δώσουν!», εἶπε χαμογελαστά στόν ἑαυτό του καί τράβηξε γιά τό γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ.
 - Ἔχω ἀγωνία, μέ καταλαβαίνετε; ἄκουσε μιά γυναίκα νά λέει στόν διευθυντή. Τό παιδί μου εἶναι ἄβγαλτο κι ἔμαθα ὅτι τώρα τελευταῖα κάνει παρέα μέ τόν Χάρη τόν Τσακίρη. Ἔχω ἀκούσει γι᾿ αὐτόν πώς εἶναι ἀλητόπαιδο.
Τά πόδια τοῦ Χάρη κόπηκαν καί ἦταν ἕτοιμος νά σωριαστεῖ κάτω. Γι᾿ αὐτόν μιλοῦσε ἔτσι αὐτή ἡ κυρία;
- Σᾶς παρακαλῶ, κυρία μου, ἡσυχάστε! Μπορῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς ὁ γιός σας δέν κινδυνεύει ἀπό τόν Τσακίρη. Ὁ Χάρης δέν εἶναι ἀλήτης οὔτε κακό παιδί. Εἶναι ἁπλά πολύ ζωηρός, πολύ ζωντανός. Ἔχει ὅμως καί ἦθος καί ἀρχές καί προπαντός ἔχει χρυσή καρδιά.
Δάκρυα ἀνέβηκαν στά μάτια τοῦ Χάρη μέ ὅλα τοῦτα πού ἄκουγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί τήν ἄνοιξε, πρίν ἀκούσει τό «ἐμπρός». Πλησίασε τόν διευθυντή του καί, πρίν προλάβει ἐκεῖνος νά συνέλθει ἀπό τήν ἔκπληξή του, ἅρπαξε στά χέρια του τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε! εἶπε καί ἄφησε τή φωτογραφία του πάνω στό γραφεῖο. Ὕστερα στύλωσε τά δακρυσμένα του μάτια πάνω στή μάνα τοῦ Γιώτη.
 - Ὁ Γιώτης, κυρία, εἶναι φίλος μου καί τόν ἀγαπῶ. Δέν θά ἤθελα οὔτε κι ἐγώ νά πάθει κακό, εἶπε σάν νά μετροῦσε τά λόγια του ὁ Χάρης καί, ἀφοῦ χαιρέτησε, βγῆκε ἀπό τό γραφεῖο.
Εἶχε μιά χαρά μέσα του, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἀκόμα δακρυσμένος. Τά λόγια τοῦ διευθυντῆ ἦταν γι᾿ αὐτόν τό καλύτερο ἀντίδοτο στά λόγια τῆς μητέρας τοῦ Γιώτη.
 - Χάρη! Ἔ, Χάρη, περίμενέ με!
 Ἡ φωνή τοῦ Γιώτη, πού μόλις εἶχε βγεῖ ἀπό τήν αἴθουσα, τόν πανικόβαλε. Πῶς θά τόν ἀντίκρυζε ἔτσι, μέ κόκκινα τά μάτια;
 - Μιά στιγμή, νά πάω τή φωτογραφία στόν διευθυντή καί ἔρχομαι.
 Πρίν προλάβει νά ἀπαντήσει ὁ Χάρης, ὁ Γιώτης βρέθηκε κιόλας στό γραφεῖο. Δέν κάθισε νά τόν περιμένει· ἤξερε ὅτι λιγάκι θ᾿ ἀργοῦσε. Ξεκίνησε γιά τό σπίτι του προβληματισμένος. Γιά νά μιλᾶ ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Γιώτη, ἄρα αὐτήν τήν εἰκόνα δείχνει πρός τούς ἔξω, σ᾿ ἐκείνους, ἔστω, πού δέν τόν ξέρουν.
 Παραξενεύτηκε ἡ μάνα του, πού τόν εἶδε σοβαρό. Παραξενεύτηκε ἀκόμα, πού τόν εἶδε ν᾿ ἀνοίγει τό βιβλίο τῆς Βιολογίας καί νά διαβάζει. Παραξενεύτηκαν καί ὁ πατέρας του μέ τά ἀδέλφια του, πού στό μεσημεριανό τραπέζι δέν πείραξε κανέναν.
 Κόντευαν νά ἀποφάγουν, ὅταν χτύπησε ἡ πόρτα τους. Τινάχτηκαν ὅλοι ἀπό τίς θέσεις τους, ὅταν εἶδαν τόν διευθυντή τοῦ σχολείου νά στέκεται στήν εἴσοδο. «Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σοβαρότητα τοῦ λεβέντη μας», σκέφτηκαν ὅλοι. «Ποιός ξέρει τί θά σκάρωσε καί σέ τί μπελάδες μᾶς ἔβαλε!»
 - Μέ συγχωρεῖτε, ἀπολογήθηκε ὁ διευθυντής, μά δέν ἄντεχα νά μήν ἔρθω νά σᾶς συγχαρῶ γιά τόν Χάρη.
Κοιτάχτηκαν ἀπορημένοι ὅλοι μεταξύ τους κι ὁ Χάρης τόν κοίταξε, δίχως νά καταλαβαίνει.
 Κάθισε πολλή ὥρα μαζί τους ὁ διευθυντής καί εἶπαν πολλά. Κι ὁ Χάρης τά ἄκουγε μέ τό κεφάλι σκυμμένο, μέ τό πρόσωπο νά βγάζει φωτιά.
- Ὁ Γιώτης, παιδί μου, ἄκουσε τόν διευθυντή νά ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτόν, ὅταν ἔμαθε ἀπό τή μητέρα του τό λόγο τῆς παρουσίας της στό γραφεῖο μου, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Καί τότε ἀνάμεσα σέ δάκρυα καί ὀργισμένες φωνές μᾶς ὁμολόγησε τόν τρόπο πού γίνατε φίλοι.
- Ὁ γιός σας, κ. Τσακίρη, συνέχισε ἀπευθυνόμενος τώρα στόν πατέρα, τόν ἔσωσε ἀπό βέβαιο μπλέξιμο.   Ὁ Γιώτης στά μέσα τῆς χρονιᾶς ἦταν ἀπελπισμένος ἀπό τό χωρισμό τῶν γονιῶν του καί θέλησε νά βρεῖ διέξοδο στά ναρκωτικά. Δέν ξέρω πῶς, ἀλλά ὁ Χάρης ἀντιλήφθηκε τή συναλλαγή πού εἶχε μέ κάποιον ἐξωσχολικό καί, ἀφοῦ τόν πλησίασε, τόν ἔπεισε πώς δέν ἔπρεπε νά τό κάνει. Ἀπό τότε ὁ Χάρης ἔγινε ὁ σύντροφος τοῦ Γιώτη, καί ὁ Γιώτης δίπλα στόν ζωντανό καί καλόκαρδο φίλο του ξεπέρασε τό πρόβλημά του.
 Ὅταν ὁ διευθυντής σηκώθηκε νά φύγει, ἅπλωσε τό χέρι του καί τράβηξε στήν ἀγκαλιά του τόν Χάρη.
- Τόσο καλό παιδί πού εἶσαι, δέ γίνεται νά γίνεις καί λίγο διαβαστερός;
Δέν μίλησε ὁ Χάρης, μόνο πῆρε ἐκεῖνο τό στιβαρό χέρι τοῦ διευθυντῆ του, πού ἦταν ἁπλωμένο πάνω του, καί τό ξαναφίλησε. Δέν εἶπε τίποτα κι οὔτε ἔδωσε ὑποσχέσεις, ὅμως οἱ ἑπόμενες μέρες τῶν ἐξετάσεων εἶχαν καί τίς ἐκπλήξεις τους. Καί ἦταν πολλοί οἱ καθηγητές πού διορθώνοντας τό γραπτό τοῦ Χάρη τοῦ Τσακίρη ἔξυναν τό κεφάλι τους καί ἔλεγαν: «Τό ἔλεγα ἐγώ, πώς αὐτό τό παιδί εἶναι ἀετός. Μπράβο, Χάρη, μπράβο! Τούς ἔβαλες ὅλους γυαλιά».

Ἑ. Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ζη ὁ Θεός!

῾Η κ. ῎Αννα, ἡ δασκάλα τῆς Δ´ τάξης, κοίταξε μέ χαρά τίς στοιβαγμένες σχολικές τσάντες πού εἶχε μπροστά της. ῞Ολες ἔμοιαζαν σάν καινούργιες. ῏Ηταν σοφή ἡ ἰδέα τῆς μητέρας της. ῞Οσα παιδιά πῆραν καινούργια τσάντα νά ἔφερναν τίς παλιές τους στό σχολεῖο γιά νά δοθοῦν σέ ἄλλα φτωχότερα παιδιά.
    Κάλεσε, λοιπόν, πρῶτα τόν ᾿Αλέξη τῆς Ε´ τάξης, παλιό της μαθητή, πού ἤξερε πώς οἱ γονεῖς του δυσκολεύονταν οἰκονομικά, καί τοῦ εἶπε νά διαλέξει ὅποια τσάντα ἤθελε. ῾Ο ᾿Αλέξης τά ᾿χασε μπροστά στήν τόση ποικιλία.
    - ῞Οποια θέλω; ρώτησε συνεσταλμένα.
    - ῞Οποια θές, τόν ἐνθάρρυνε ἡ δασκάλα.
    Νά, ἐκεῖ μέσα στό σωρό ξεχώρισε ὁ ᾿Αλέξης τήν τσάντα πού ὅσο τίποτε ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει. ῏Ηταν μιά ὑπέροχη φιρμάτη μπλέ τσάντα σάν κι αὐτήν πού εἶχε πέρσι ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης, ὁ συμμαθητής του. Μπορεῖ νά ἦταν καί ἡ ἴδια, μά τόν ᾿Αλέξη δέν τόν ἔνοιαζε. ᾿Εκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν νά γίνει δική του.
    - Αὐτήν θέλω, εἶπε καί τήν ἔδειξε μέ τρεμάμενο ἀπό τή λαχτάρα χέρι.
    ῾Η κ. ῎Αννα τήν κοίταξε χαμογελώντας καί ὕστερα ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
    - Πάρ᾿ την, λοιπόν, δική σου εἶναι, τοῦ εἶπε καί τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους.
    ῎Εφυγε τρέχοντας ἤ καλύτερα πετώντας ὁ ᾿Αλέξης. ῾Η τσάντα στούς ὤμους του εἶχε γίνει φτερά.
    Φώναξε κι ἄλλα παιδιά ἡ κ. ῎Αννα καί τούς μοίρασε μία-μία ὅλες τίς τσάντες. ῎Ενιωθε χαρούμενη, ἐνθουσιασμένη καί εὐγνωμονοῦσε τή μητέρα της γιά τήν ὑπέροχη ἰδέα της.
    Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἔφτασε καί πάλι χαρούμενη στό σχολεῖο της. Εἶχε τόσο καλή διάθεση καί ὄρεξη γιά δουλειά, πού δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά χτυπήσει τό κουδούνι καί νά βρεθεῖ στήν τάξη μέ τά 24 παιδιά της.
    - Κυρία Νικολαΐδου, ἔρχεστε μιά στιγμή σᾶς παρακαλῶ;
    ῾Η φωνή τοῦ διευθυντῆ της, ἡ πάντα φιλική, τῆς φάνηκε λιγάκι ἐναγώνια.
    Μέσα στό γραφεῖο βρισκόταν ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης μέ τή μητέρα του. Τούς κοίταξε ἀπορημένη.
    - Χθές, ἄν δέν κάνω λάθος, μοιράσατε κάτι τσάντες στά παιδιά. Δέν εἶναι ἔτσι;
    - Ναί, ἀπάντησε κοκκινίζοντας ἡ κ. ῎Αννα, γιατί δέν εἶχε σκεφθεῖ νά τόν ἐνημερώσει.
    - Τίς μοιράσατε ὅλες; Θέλω νά πῶ, μήπως περίσσεψαν κάποιες; Ρώτησε μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὁ διευθυντής.
    - ῞Ολες! Μά δέν καταλαβαίνω, συνέβη κάτι; ρώτησε, ἀπευθυνόμενη περισσότερο στή μητέρα τοῦ Νίκου παρά στόν διευθυντή της ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῾Ο Νίκος ἔδωσε τήν τσάντα χωρίς νά μέ ρωτήσει. Αὐτό δέ θά πείραζε καθόλου, ἄν ἐγώ τόν τελευταῖο καιρό δέν τή χρησιμοποιοῦσα γιά νά ἀσφαλίσω ἐκεῖ διάφορα προσωπικά μου πράγματα. ῎Ετσι, ὁ Νίκος τήν παρέδωσε δίχως νά τήν ἀνοίξει. Μέσα στήν ἐσωτερική θήκη της εἶχα τοποθετήσει ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ, πού τά προόριζα γιά νά τοῦ ἀγοράσω ἕναν φορητό ὑπολογιστή. ῞Οποιος καί νά τήν πῆρε ἀποκλείεται νά μᾶς τά γυρίσει πίσω.
    - Μήν κάνετε ἔτσι, κ. Βασιλειάδου. ᾿Εγώ ξέρω σέ ποιά παιδιά ἔδωσα τίς τσάντες καί θά βροῦμε τήν ἄκρη, τήν καθησύχασε ἡ κ. ῎Αννα.
    - Τήν ἄκρη μπορεῖ νά τή βροῦμε, κυρία μου, ἀπάντησε λιγάκι ἐπιθετικά ἡ μητέρα τοῦ Νίκου, τά χρήματα ὅμως πολύ ἀμφιβάλλω ἄν θά τά βροῦμε. ῞Ολα τά παιδιά πού πῆραν τίς τσάντες εἶναι φτωχά καί σπάνια βλέπουν μαζεμένα τόσα λεφτά. Φοβᾶμαι πώς αὐτός πού πῆρε τήν τσάντα δέ θά παραδεχτεῖ πώς βρῆκε μέσα τίποτε.
    nike-blue- Πῶς ἦταν ἡ τσάντα σου, Νίκο; ρώτησε δίχως νά δώσει σημασία στά λόγια τῆς μητέρας ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῏Ηταν μιά μπλέ ΝΙΚΕ, ἀπάντησε σχεδόν κλαίγοντας ἐκεῖνος.
    Τά μάτια τῆς κ. ῎Αννας ἔλαμψαν. ῾Η ὄμορφη ΝΙΚΕ μπλέ τσάντα, ἡ χαρά τοῦ ᾿Αλέξη σάν τήν πῆρε στά χέρια του, τά φτερά πού τοῦ ἔδωσε σάν τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους. ῏Ηταν ἕτοιμη νά πεῖ πώς ναί, ἤξερε σέ ποιόν τήν ἔδωσε, ὅταν εἶδε νά στέκεται στήν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ διευθυντῆ ὁ ᾿Αλέξης μέ τήν τσάντα στόν ὦμο, πλάι στή μητέρα του.
    - Μποροῦμε νά περάσουμε; ρώτησε ὅσο ποτέ σοβαρός ὁ ᾿Αλέξης, καί δίχως νά περιμένει ἀπάντηση μπῆκε μέσα.
    - ῾Η κ. ῎Αννα μοῦ ἔδωσε χτές αὐτή τήν τσάντα εἶπε δείχνοντας τήν μπλέ ΝΙΚΕ. ῞Οταν πῆγα στό σπίτι καί τήν ἄνοιξα γιά νά βάλω τά βιβλία μου, μέσα βρῆκα ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ.
    ᾿Εγώ χάρηκα πολύ γιατί ἤξερα πώς χρωστούσαμε δυό νοίκια, ὅμως ἡ μαμά ἐπιμένει πώς ἔγινε κάποιο λάθος. ᾿Εγώ τῆς εἶπα πώς ὁ Θεός μᾶς τά ἔστειλε, γιατί Τόν παρακάλεσα πολύ, μά ἐκείνη δέ μέ πολυπιστεύει κι ἦρθε νά ρωτήσει τί συμβαίνει.
    - ᾿Αλέξη, ἡ τσάντα ἦταν τοῦ Νίκου, ἄρχισε νά λέει ἡ δασκάλα του.
    - Τό κατάλαβα, φώναξε χαρούμενος ὁ ᾿Αλέξης, καί σκέφτηκα πώς εἶναι τόσο πονόψυχος ὁ Νίκος, πού θά ἔπεισε τούς γονεῖς του νά βάλουν στήν τσάντα καί τά χρήματα. ῎Ετσι δέν εἶναι Νίκο;
    ῾Ο Νίκος ἄκουγε τόν συμμαθητή του κατακόκκινος, μέ τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Γύρισε καί κοίταξε τή μητέρα του μέ βλέμμα γεμάτο ἱκεσία.
    ᾿Εκείνη ἔκανε ἕνα βῆμα κι ἀγκάλιασε τόν ᾿Αλέξη·
    - Πολύ καλά τό σκέφτηκες, παιδί μου, ἔτσι ἀκριβῶς γίναν τά πράγματα. Κυρία, τό παιδί ἔχει δίκιο, τά χρήματα σᾶς ἀνήκουν. Εἶναι γιά τά δυό νοίκια καί γιά ὅ,τι ἄλλο χρειαστεῖ.
    - Εἶστε, εἶστε ἡ μητέρα τοῦ Νίκου; ἔκανε τρελή ἀπό τή χαρά της ἡ μητέρα τοῦ ᾿Αλέξη.
    - Ναί, εἶμαι ἡ μητέρα τοῦ Νίκου καί σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε αὐτά τά χρήματα γιά χάρη τοῦ ᾿Αλέξη καί γιά χάρη τοῦ Νίκου.
    ῾Η κ. ῎Αννα ἀγκάλιασε τά δυό παιδιά δακρυσμένη καί ἔχοντάς τα στήν ἀγκαλιά της τά ὁδήγησε στήν τάξη τους. Οἱ δυό μάνες χώρισαν συγκλονισμένες καί ὁ διευθυντής θυμήθηκε αὐτό πού ξέχασε τόν τελευταῖο καιρό, πώς στ᾿ ἀλήθεια ζῆ ὁ Θεός. Καί ἡ κ. ῎Αννα; ῎Α! ἡ κ. ῎Αννα ἦταν πάντα σίγουρη γι᾿ αὐτό, μά σήμερα ὅλο τῆς ἐρχόταν νά τό ψιθυρίζει· «Ζῆ ὁ Θεός... Ζῆ ὁ Θεός!».

 

Ε.Β. 

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἕν φοβερόν

en foveronΠρώτη του φορά μπάρκαρε ὡς ἁπλός ναύτης ὁ Μανώλης. Τό ᾿χε πάντα ὄνειρο νά γίνει θαλασσινός. Ἔδωσε ἐξετάσεις στή σχολή ἐμποροπλοιάρχων μά δέν τά κατάφερε νά μπεῖ. Ὡς στρατιώτης ὑπηρέτησε στό ναυτικό καί ἐκεῖ ὁ πόθος του γιά τά θαλασσινά ταξίδια, ἀντί νά λιγοστέψει, τράνεψε ἀκόμα πιό πολύ. Ἔτσι σάν πῆρε τό χαρτί του ἀπό τό στρατό, τό ξεκαθάρισε στούς δικούς του πού τόν ἤθελαν σώνει καί καλά στεριανό:
 - Θά μπαρκάρω μέ τό ἐμπορικό τοῦ καπετάν Ἀντώναρου, τούς εἶπε.
 Κι ἐκεῖνοι ἤξεραν πώς ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγαν ἦταν μάταιο.
 Βρῆκε ἕναν κοντοχωριανό του πού κι ἐκεῖνος ἤθελε νά μπαρκάρει καί βρέθηκε ναύτης γεμάτος ὄρεξη καί ἐνθουσιασμό.
 Μοιράστηκε τήν καμπίνα του μέ τόν Ἄρη πού, ἄν κι ἀπό διπλανά χωριά, δέν τόν γνώριζε σχεδόν καθόλου καί σάν ἀποφάσισε νά μοιραστοῦν καί τά ὄνειρά τους κατάλαβε ὁ Μανώλης πόσο δέν ταιριάζαν οἱ δυό τους.
 Τόν Μανώλη τόν ἔκραζε ἡ θάλασσα μέ τά ταξίδια της. Τόν Ἄρη τόν ἔκραζε ἡ μεγάλη ζωή. Μπάρκαρε μόνο καί μόνο γιά νά βρεθεῖ σέ κάποια χώρα μαγική. Δέν εἶχε σκοπό νά παραμείνει ναύτης. Ἔφυγε ἁπλῶς ἀπό τό νησί γιά νά ζήσει τή ζωή του.
 Προσπάθησε ὁ Μανώλης νά τόν λογικέψει, νά τοῦ μιλήσει γιά τούς κινδύνους πού τόν περίμεναν. Ὁ Ἄρης ὅμως τίποτε δέν ἔνιωθε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ἔλεγε ἐκεῖνος, κι ὁ Μανώλης παραιτήθηκε. Ἀπέφευγε πιά ν᾿ ἀνοίγει συζήτηση μαζί του καί κάθε φορά πού ὁ Ἄρης ἄνοιγε τό χάρτη γιά νά δεῖ ποῦ βρισκόντουσαν καί ποιό θά ἦταν τό ἑπόμενο λιμάνι, ὁ Μανώλης ἀνέβαινε στό κατάστρωμα καί τόν ἄφηνε μόνο.
 Ἕνα βράδυ, ὅταν μπῆκε στήν καμπίνα, τόν βρῆκε νά μαζεύει τά πράγματά του.
 - Δέν θά πεῖς σέ κανέναν τίποτε, εἶπε κοφτά ὁ Ἄρης. Αὔριο πιάνουμε λιμάνι γιά λίγες ὧρες. Θά βγῶ καί δέν θά ξαναγυρίσω. Μήν ἀνησυχεῖς, θά γράψω στή μάνα μου, μόλις βρῶ νά μείνω κάπου.
 Σταμάτησε καί κοίταξε σκεφτικός τόν Μανώλη.
 - Κοίτα, ἔχω καί κάτι πού μοῦ τό ἔδωσε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ μου, ὅταν μέ ξεπροβόδησε. Ἐμένα δέ μοῦ χρειάζεται, τοῦ εἶπε. Ἄν τό θέλεις, κράτησέ το ἐσύ.
 Ἔβγαλε ἀπό τή θήκη τῆς βαλίτσας του ἕνα βιβλίο καί τοῦ τό ἔδωσε.
 - Εἶναι... εἶναι μία ἁγία Γραφή, εἶπε κομπιάζοντας, ἀλλά ἐγώ δέν πρόκειται νά τήν ἀνοίξω... Τή θές;
 Πῆρε στά χέρια του τό βιβλίο ὁ Μανώλης καί τοῦ ᾿ρθε νά τό ἀσπαστεῖ. Στή μέση τοῦ πελάγους ἡ θέα τῆς ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἔφερε δάκρυα στά μάτια.
- Τή θέλω, τοῦ ἀποκρίθηκε καί τήν ἀκούμπησε στό κομοδίνο του.
 Τήν ἄλλη μέρα ὁ Ἄρης τό ᾿πε καί τό ᾿κανε. Μάταια τό καράβι καθυστέρησε μιά ὥρα τήν ἀναχώρησή του, ὁ Ἄρης εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
 Δέν περίμενε ὁ Μανώλης νά τοῦ στοιχίσει τόσο ἡ πράξη τοῦ φίλου του. Μπῆκε στήν καμπίνα του κι ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν ἀβίαστα. Πῆρε ὕστερα τήν ἁγία Γραφή τοῦ Ἄρη καί τήν ἄνοιξε.
«Μή φοβᾶσαι τίποτε, παιδί μου, σάν ἔχεις τόν Θεό μαζί σου. Μή φοβᾶσαι τίποτε!», ἔγραφε στό πρῶτο φύλλο καί ἀπό κάτω ἡ ὑπογραφή τοῦ παπᾶ.
Στή δεύτερη σελίδα βρῆκε μιά κάρτα μ᾿ ἕνα ὄμορφο ἡλιοβασίλεμα καί πάνω της τυπωμένη μιά φράση: «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν· τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ». Ἱερός Χρυσόστομος.
Χρυσόστομος! Τό ὄνομά του τό θυμόταν ἀπό τή γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐπανέλαβε πολλές φορές τή φράση, ὥσπου τήν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω. Γύρισε ἔπειτα τό ἑπόμενο φύλλο κι ἄρχισε νά διαβάζει. Τί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἐκεῖνο πού τόν κράτησε ξάγρυπνο ὅλη νύχτα διαβάζοντας γιά πρώτη φορά τήν ἁγία Γραφή; Τί ἦταν ἐκεῖνο πού τόν ἔκανε κάθε φορά πού ἔβρισκε λίγο χρόνο νά τρέχει νά τήν ἀνοίγει καί νά χάνεται μέσα στίς σελίδες της; Οὔτε ὁ ἴδιος μποροῦσε νά τό ἐξηγήσει. Οὔτε πάλι μποροῦσε νά ἐξηγήσει γιατί ἐκείνη ἡ φράση τοῦ Χρυσοστόμου ἄσκησε τόση γοητεία μέσα στήν ψυχή του.
- Μανώλη, ἀπόψε θά βγοῦμε ὅλοι μαζί νά διασκεδάσουμε λιγάκι, τοῦ εἶπε ὁ δεύτερος πλοίαρχος. Σάν νά τό παρακάνεις νομίζω, συνέχισε νά τοῦ λέει. Ὅσες φορές πιάνουμε λιμάνι ἐσύ ζητᾶς νά κάνεις νυχτερινή βάρδια στό καράβι. Ἀπόψε, θές δέ θές, θά ᾿ρθεῖς μαζί μας. Νέος ἄνθρωπος εἶσαι, βρέ παιδάκι μου, ζῆσε καί λίγο τή ζωή σου.
Μπῆκε στήν καμπίνα του ἀναστατωμένος ὁ Μανώλης. Σέ τοῦτο τό λιμάνι στόν πηγαιμό τό ἔσκασε ὁ Ἄρης γιά νά «ζήσει» τή ζωή του. Ἄν κατέβαινε νά τόν ψάξει; Ἄν ἡ τύχη τό ἔφερνε νά τόν συναντήσει; Πρώτη φορά γονάτισε ὁ Μανώλης. Ἔψαχνε κάποιον ἅγιο γιά νά ἐπικαλεστεῖ.
- Ἅγιε Χρυσόστομε, φώναξε σχεδόν. Ἅγιε Χρυσόστομε, φέρ᾿ τον στό δρόμο μου.
Παραξενεύτηκαν ὅλοι σάν τόν εἶδαν νά κατεβαίνει μαζί τους ἀπό τό καράβι.
- Ἔτσι μπράβο, τοῦ ᾿πε κτυπώντας τον στήν πλάτη ὁ δεύτερος κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι γέλασαν μέ νόημα.
Γύρισε καί τούς κοίταξε μέ λύπη κι ὕστερα τό ἔβαλε στά πόδια. Ἦταν ἀποφασισμένος μέσα στή νύχτα νά γυρίσει ὅλα τά κέντρα καί τά καταγώγια τοῦ λιμανιοῦ. Μπῆκε καί βγῆκε σέ πολλά καί κάθε φορά ἡ ψυχή του πονοῦσε περισσότερο. «Πῶς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», «ποῦ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», ἔλεγε καί ξανάλεγε κι ἔνιωθε πώς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅσο ποτέ τόν ἄγγιζε. Ἔτρεξε, ἔτρεξε ὁ Μανώλης καί κατά τά ξημερώματα τόν βρῆκε. Βρῆκε ἕναν Ἄρη μέ σκυμμένο τό κεφάλι νά σκουπίζει σ’ ἕνα καταγώγιο. Ἐκεῖνος σάν τόν ἀντίκρυσε ἔκανε σάν τρελός.
 - Ἡ μεγάλη ζωή, Μανώλη, ἡ μεγάλη ζωή, ἔλεγε καί ξανάλεγε ἀνάμεσα στά δάκρυά του. Τόν πῆρε καί πῆγαν στό καράβι.
 - Ξημερώθηκες, Μανωλάκη, τόν πείραξε ὁ νυκτερινός. Μά ὁ Μανώλης οὔτε πού γύρισε νά τόν κοιτάξει.
 - Κάποιος ἅγιος ἔβαλε τό χέρι του, Μανώλη. Κάποιος ἅγιος σέ ὁδήγησε σέ μένα, ἔλεγε μέ δάκρυα ὁ Ἄρης.  Γιά νά δῶ ποιός γιορτάζει σήμερα. Ἔχω τό ἡμερολόγιο πού μοῦ ᾿δωσε ἡ μάνα μου, εἶπε καί ἔβγαλε ἀπό τή μέσα τσέπη τοῦ μπουφάν του τό βιβλιαράκι.
 - Πόσο ἔχουμε σήμερα; ρώτησε τόν Μανώλη.
 - 13 Νοεμβρίου, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
 - 13 Νοεμβρίου: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Δαμασκηνοῦ ἱερομάρτυρος, διάβασε ὁ Ἄρης.
 - Ἔ, λοιπόν, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος! Τόν ἄφησες, ἀλλά αὐτός σέ βρῆκε! Μᾶλλον μοῦ τόν ἄφησες καί σέ βρήκαμε μαζί, φίλε μου.
 Ἀπό κεῖνο τό βράδυ ὁ Μανώλης καί ὁ Ἄρης ἄρχισαν νά μοιράζονται καί πάλι τήν καμπίνα. Μόνο πού τώρα πιά μοιράζονταν καί τά ὄνειρά τους, μοιράζονταν τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, μοιράζονταν τά πάντα.
 - «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν», ἔλεγε ὁ ἕνας.
 - «Τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ», συμπλήρωνε ὁ ἄλλος.
 Καί κάθε φορά πού πιάναν λιμάνι, δήλωναν κι οἱ δυό νυχτερινοί. Ἦταν ἡ καλύτερη εὐκαιρία νά διαβάσουν μαζί τήν ἁγία Γραφή.
 - Θέλουμε νά ζήσουμε τή ζωή μας, βρέ ἀδελφέ, ἔλεγαν· καί στ᾿ ἀλήθεια τή ζοῦσαν!

 

Ε.Β.

Πέμπτη, 14 Ιανουάριος 2016 03:00

Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης

Giagia-sto-tzaki  Κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ κι ὁ οὐρανός ἀνοίγει τούς κρουνούς του, θέλω δέ θέλω, μιά δύναμη πού εἶναι πάνω ἀπό μένα -μπορεῖ συνειρμός, μπορεῖ σφραγίδα- μέ μεταφέρει ἐκεῖ, σέ κεῖνο τό ἁπλό παραγώνι πλάι στό τζάκι. Ἡ ἀγαπημένη φιγούρα τῆς γιαγιᾶς κι ὅλοι ἐμεῖς ἀπό γύρω νά μαθαίνουμε καθισμένοι στά πόδια της. Κοντά στή γιαγιά μου δέν φοβόμουν τίποτε, οὔτε ἀστραπές οὔτε βροντές. Ὄχι πώς ἦταν καμιά ἀνδρογυναίκα. Ἀντίθετα, μιά σταλιά ἄνθρωπος ἦταν καί μάλιστα τυφλή. Σάν ἔπιανε κάθε φορά τ᾿ ἀστραπόβροντο, ἐμεῖς ζαρώναμε στή γωνιά μας καί τότε ἐκείνη πού ἔνιωθε τό φόβο στά βλέμματά μας -ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά τόν δεῖ- σηκωνόταν ὄρθια, ἔκανε τρεῖς βαθειές μετάνοιες κι ἔλεγε μιά προσευχή, πού θαρρεῖς καί τήν ἔκανε νά φαντάζει ἀλεξικέραυνο στά μάτια μας. Μιά προσευχή ἁπλή, γεμάτη πίστη. «Θεέ μου», ἔλεγε, «ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Κι ὕστερα τή λέγαμε ὅλοι μαζί καί στ᾿ ἀλήθεια ξεχνούσαμε πώς ἔξω γινόταν χαλασμός. Ἦταν μιά τέτοια μέρα. Τά μεγάλα ἀδέλφια μου ἔλειπαν στό σχολεῖο, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας πῆγαν νά μάσουν τίς ἐλιές κι ἐμεῖς χαιρόμασταν τήν παρουσία τῆς γιαγιᾶς. Τό πρωί τίποτε δέν προμηνοῦσε τήν κακοκαιρία καί γι᾿ αὐτό ὅλοι σχεδόν στό χωριό μας βγῆκαν στίς ἐλιές. Ἡ γειτόνισσά μας πρίν ξεκινήσει γιά τό χωράφι, στάθηκε γιά λίγο ἔξω ἀπό τήν αὐλή μας καί φώναξε μέ φωνή ἐπιτιμητική:
 - Κυρα-Λένη, τά παιδιά μπαίνουν ἀπό τό φράχτη καί κλέβουν τ᾿ αὐγά. Μάλωσέ τα, γιατί ἄν καταλάβω πώς μπῆκαν καί σήμερα, ἀλίμονό σας· θά φωνάξω τήν ἀστυνομία.
 - Λάθος κάνεις κυρα-Δέσποινα, ἀπάντησε μέ γλυκιά φωνή ἡ γιαγιά. Τά δικά μας τά παιδιά δέν μπῆκαν ποτέ στήν αὐλή σου.
 - Καί ποῦ τό ξέρεις ἐσύ, ἀφοῦ εἶσαι στραβή καί δέν βλέπεις; Στό ξαναλέω· πρόσεξέ τα, γιατί ἀλλιῶς θά ἔχετε νά κάνετε μέ τήν ἀστυνομία.
 Τά τελευταῖα λόγια ἡ κυρα-Δέσποινα ἡ γειτόνισσα τά εἶπε θυμωμένη. Κτύπησε στή γῆ τό πόδι της, γιά ἐπισφράγισμα τῶν ὅσων εἶπε, κι ἔφυγε ἀφήνοντας στό πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς μου μιά θλίψη.
 - Γιαγιά, ξέρω ποιός τῆς κλέβει τ᾿ αὐγά καί θά τό πῶ καί στήν ἀστυνομία.
 Ὁ ἀδελφός μου θιγμένος κατάβαθα ἀπ᾿ αὐτήν τή ρετσινιά, πού μᾶς κόλλησε ἡ γειτόνισσα, ἦταν ἀποφασισμένος νά ρίξει φῶς στήν ὑπόθεση.
 - Ὁ Χάρης, ὁ ἐγγονός της, τά κλέβει καί τά πάει στόν μπακάλη καί τοῦ δίνει καραμέλες καί σοκολάτες.  Ξεχάσαμε γιά λίγο τή γειτόνισσα, τίς κότες της καί τ᾿ αὐγά καί καθισμένοι στό τζάκι κουβεντιάζαμε καί παίζαμε ἀνέμελα. Ἡ πρώτη ἀστραπή καί ἡ πρώτη βροντή μᾶς ξάφνιασαν.
 - Γιά βγές, κόρη μου, μοῦ εἶπε ἡ γιαγιά, καί δές· ἔχει πολλά σύννεφα ὁ οὐρανός; Βγῆκα στήν αὐλή καί τότε εἶδα τόν οὐρανό κατάμαυρο. Ἤμουν ἕτοιμη νά μπῶ ξανά μέσα μέ τήν καρδιά σφιγμένη στή σκέψη πώς οἱ γονιοί μου ἦταν στό χωράφι, ὅταν τό μάτι μου ἔπιασε νά γίνεται κάτι ἀσυνήθιστο στήν αὐλή τῆς γειτόνισσας: ὅλες οἱ κότες τρέχαν ἀλαφιασμένες στήν αὐλή κι ὁ σκύλος της λυμένος ξεκοκκάλιζε μιά.

-  Γιαγιά, γιαγιά! φώναξα ξαναμμένη πηδώντας σχεδόν ἀπ᾿ τή χαρά μου, ὁ σκύλος ἄνοιξε τό κοτέτσι καί τρώει τίς κότες.
 - Ἄ, τή φτωχή τήν κυρα-Δέσποινα! Γρήγορα, γρήγορα, κόρη μου, τρέχα νά κυνηγήσεις τό σκύλο. Τρέξτε, παιδιά μου, νά γλυτώσετε τίς κότες καί νά τίς βάλετε μέσα, γιατί ὅπου νά ᾿ναι φτάνει ἡ μπόρα. Ἡ γιαγιά εἶχε σηκωθεῖ ὄρθια καί σάν λοχαγός ἔδινε διαταγές, πού ἐμεῖς ἔπρεπε νά τίς τηρήσουμε.
 Ξέχασα τήν εὐχαρίστηση τῆς ἐκδίκησης, πῆρα τό μπαστούνι τῆς γιαγιᾶς, πήδηξα τό φράχτη κι ἔδιωξα τό σκύλο. Ὕστερα μέ τόν ἀδελφό μου μαζί βάλαμε τίς κότες στό κοτέτσι καί δέσαμε γερά τήν πόρτα. Μόλις πού προλάβαμε καί μπήκαμε στό σπίτι μας κι ἄρχισε μιά βροχή, κατακλυσμός. Τ᾿ ἀστραπόβροντα δίναν καί παίρναν κι ἡ γιαγιά μέ τό βλέμμα στόν οὐρανό, τόν τόσο σκοτεινό γιά τά φυσικά της μάτια, μᾶς ἔκανε ξανά νά βλέπουμε πέρα ἀπ᾿ αὐτόν, καθώς ξέσπασε πάλι στήν ἀγαπημένη προσευχή· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Ὕστερα ἄρχισε νά λέει τά ὀνόματα ὅλων τῶν χωριανῶν πού ἤξερε πώς ἦταν στίς ἐλιές. Εἶπε καί τ᾿ ὄνομα τῆς κυρα-Δέσποινας καί τελευταῖα ἀνέφερε τά ὀνόματα τῶν γονιῶν μου.
 - Γιαγιά, τόλμησα καί τή ρώτησα, γιατί παρακαλᾶς τόν Θεό καί γιά τήν κυρα-Δέσποινα, ἀφοῦ αὐτή εἶναι κακιά;
  - Γιά νά μπορῶ, κόρη μου, μοῦ εἶπε, νά τόν παρακαλῶ, τόν δίκαιο θυμό του νά τόν στέλλει μακριά ἀπό τά πλάσματά του καί νά κρατάει γιά μᾶς τήν ἀγάπη του. Κατάλαβες;
 Σίγουρα τότε δέν εἶχα καταλάβει. Πολύ περισσότερο μπερδεύτηκα, σάν γύρισε κι ἡ κυρα-Δέσποινα καί ἀντί γιά "εὐχαριστῶ", μᾶς κατηγόρησε ὅτι ἐμεῖς λύσαμε τό σκύλο καί ἀνοίξαμε καί τό κοτέτσι.
 Σήμερα ὅμως ξέρω, κατάλαβα! Καί κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ, θέλω δέ θέλω, ψιθυρίζω· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Καί κάθε φορά πού τό λέω, ταξιδεύω μαζί μέ τό δίχως φυσικό φῶς βλέμμα τῆς γιαγιᾶς μου τῆς Ἑλένης πάνω ἀπό τόν σκοτεινό, ἄγριο οὐρανό. Ἐκεῖ πού ἕνας Θεός δίχως θυμό κοιτᾶ τά πλάσματά του καί κυρίως ἐκεῖνα πού ξέρουν νά ἀγαποῦνε μέ πατρική ἀγάπη. Καί εἶμαι σίγουρη πώς ἀπό κάπου ἐκεῖ μέ βλέπει κι ἡ γιαγιά!

Ἑλένη Βασιλείου

Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 235-236

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Χριστῳ συνεσταύρωμαι

Ποτέ της δέν συμβιβάστηκε ἡ κυρία Εὐθυμία μέ τό γάμο τοῦ γιοῦ της. Αὐτή ἄλλα ὄνειρα εἶχε γιά τόν μοναχογιό της. Τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει κιόλας τή νύφη, τά εἶχε ὅλα κανονισμένα. καί ἦταν, λοιπόν, νά μήν πέσει ἀπό τά σύννεφα, ὅταν μιά μέρα ἐκεῖνος γεμάτος χαρά καί καμάρι τῆς παρουσίασε τήν κοπέλλα πού θά ἔκανε γυναίκα του;
    Μιά δασκαλίτσα ἀπό ἕνα χωριό πού πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε ἡ κυρία Εὐθυμία. ῎Αστραψε καί βρόντηξε, τσίριξε καί φώναξε, μά ἐκεῖνος ἐκεῖ· τήν παντρεύτηκε τή δασκαλίτσα καί δέν ἄκουσε τήν ἐπιθυμία τῆς μάνας του.
    Τί δέν μηχανεύτηκε ἡ κυρία Εὐθυμία γιά νά κάνει μαρτύριο τή ζωή τῆς νύφης της! Ποτέ δέν τήν εἶπε παιδί της καί ποτέ δέν τή σύστησε σάν νύφη της. ῞Οταν χρειαζόταν νά μιλήσει γι᾿ αὐτήν, ἔλεγε· "ἡ Καταφερτζοῦ" πού τύλιξε τόν γιό μου. Οὔτε ὅταν γεννήθηκαν τά παιδιά ἄλλαξε τίποτα. Καί τά ἕξι ἐγγόνια της εἶχαν τήν ἴδια ἀπορία· Πῶς ἡ γιαγιά τους δέν ἀγαποῦσε τή μαμά τους, πού ἦταν σωστός ἄγγελος;
    ῞Ολοι ἤλπιζαν πώς μέ τό χρόνο θά μαλάκωνε ἡ καρδιά τῆς κυρίας Εὐθυμίας. Μά ὅσο ἐκείνη γερνοῦσε, τόσο θαρρεῖς καί τό κακό μεγάλωνε μέσα της. Κι ὅταν ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες καί ἔσπασε τό πόδι της καί χειρουργήθηκε, εἶπαν ὅλοι πώς ἦταν μιά εὐκαιρία νά πλησιάσει ἡ νύφη τήν πεθερά της. Καί κείνη, πράγματι, μετά τό νοσοκομεῖο τήν ἔφερε στό σπίτι της.
    Σάν νά τῆς καλάρεσε τῆς κυρίας Εὐθυμίας νά εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐγγόνια της καί νά τρέχουν ὅλα νά ἐκπληρώνουν τίς ἐπιθυμίες της. Μά ἐκείνη ἡ ἀγάπη, ἐκείνη ἡ ἁρμονία, πού ἔβλεπε μέσα στό σπιτικό τοῦ γιοῦ της, καθόλου δέν τῆς ἄρεζε.
    ῏Ηταν πολλές οἱ φορές πού μέσα της παραδεχόταν πώς ἡ δασκαλίτσα ἔκανε εὐτυχισμένο τόν γιό της καί τότε ἡ ζήλεια κι ὁ ἐγωισμός της τῆς ἔκαιγαν τά σωθικά.
    Μόλις μπῆκε ἡ Σαρακοστή, ἡ κυρία Εὐθυμία ἄρχισε νά ζητᾶ συνεχῶς νά εἶναι κοντά της ἡ νύφη της. Τῆς ζητοῦσε συνεχῶς ἐξυπηρετήσεις καί κείνη ξαφνιασμένη ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς στάσης τῆς πεθερᾶς της ὁλοπρόθυμα ἀνταποκρινόταν σέ ὅ,τι τῆς ζητοῦσε. Δέν ἄργησαν ὅμως ὅλοι νά καταλάβουν τούς σκοπούς της.
    - Σήκωσέ με, κάθισέ με, κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο, κι ἡ δόλια ἡ ᾿Αννέτα μέ τά ἕξι παιδιά δέν σήκωνε κεφάλι.
    Τήν ξυπνοῦσε τή νύχτα καί τήν ἤθελε δίπλα της νά τῆς κρατάει συντροφιά. Καί κείνη δίχως νά βγάζει μιλιά σάν ὑποτακτικός ὑπηρέτης ἔκανε ὅ,τι τῆς ἔλεγε.
    Μιά φορά ἡ ᾿Αννέτα θέλησε νά πάει στούς Χαιρετισμούς καί τότε πικρόχολα τῆς πέταξε·
    - ῎Εμ βέβαια, ἀντί νά καθίσεις νά περιποιηθεῖς τή μάνα τοῦ ἄντρα πού σέ ἔκανε ἀρχόντισσα, μοῦ τρέχεις στίς ἐκκλησίες. Αὐτά σέ διδάσκει ὁ Χριστός;
    Σάν μπῆκε ἡ Μ. ῾Εβδομάδα ἡ κυρία Εὐθυμία παρίστανε πώς εἶναι πιά «τοῦ θανατᾶ». ῞Ολοι ἤξεραν πώς μποροῦσε πιά νά περπατήσει καί πώς δέν εἶχε λόγους νά εἶναι κατάκοιτη, μά ἐκείνη περισσότερο παρά ποτέ βογγοῦσε καί παραπονιότανε.
    - ῎Αχ! μιά σταλιά δέν μέ πονᾶτε, μιά στάλα δέν μέ νιώθετε. ῎Αχ! νύφη σοῦ λέει ὁ ἄλλος... Νά ἦταν κόρη, μάλιστα! ᾿Εκείνη θά ἤξερε νά μέ περιποιηθεῖ.
    ῾Η ᾿Αννέτα μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της. Δέν ἤθελε νά τῆς δώσουν καμιά πραγματική ἀφορμή. Τόν ἔστελνε, λοιπόν, μέ τά παιδιά στήν ἐκκλησία καί κείνη καθόταν κοντά της καί ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις της.
    Τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ ὅμως τό ποτήρι ξεχείλισε. Τήν παρακάλεσαν νά κάνει λίγη ὑπομονή, νά πάει κι ἡ ᾿Αννέτα στήν ἐκκλησία, καί κείνη τούς εἶπε ἄπονους καί σκληρούς χύνοντας ἄφθονα δάκρυα.
    ῾Ο ᾿Αντώνης, ὁ γιός της, ἄλλο πιά δέν κρατιότανε.
    - ῎Οχι, ᾿Αννέτα, φώναξε ἔξω φρενῶν, ὄχι! Δέν μπορῶ ἄλλο ν᾿ ἀνεχτῶ αὐτήν τήν κατάσταση. ῾Η γυναίκα αὐτή, ὄχι, δέν μπορεῖ νά εἶναι μάνα μου. Τί δαίμονας κρατᾶ τήν ψυχή της πού οὔτε ἀπό Μ. Πέμπτη καταλαβαίνει οὔτε ἀπό σταύρωση τοῦ Χριστοῦ;
    - Μή, ᾿Αντώνη μου, μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μάνα σου. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή της ἀγωνιστήκαμε μαζί τόσα χρόνια. Τραβήξαμε τόσα καί τόσα καί θά τά παρατήσουμε τώρα;
    ῾Ο Νίκος, ὁ μικρός της γιός, φοβισμένος ἀπό τίς φωνές τοῦ μπαμπᾶ, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς γιαγιᾶς καί μπῆκε μέσα. Τότε οἱ φωνές τοῦ ζευγαριοῦ ἔφτασαν ὁλοκάθαρα στ᾿ αὐτιά της. Καί τότε σάν σέ καθρέφτη εἶδε ποιά ἀληθινά ἦταν. Ποιά ἦταν ἡ νύφη της καί ποιά ἡ ἀφεντιά της.
    ῞Οταν κάποτε σταμάτησαν οἱ φωνές, ἡ ᾿Αννέτα κόκκινη ἀπό τό κλάμα, μά ὅσο ποτέ γλυκιά, μπῆκε στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς.
    - Θέλεις τίποτα, μαμά, τή ρώτησε τρυφερά.
    - Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη μέ μιά ἀσυνήθιστη γλυκάδα στή φωνή. Νά μοῦ φέρεις ἐδῶ τό ραδιόφωνο καί νά ἑτοιμαστεῖς νά πᾶς στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
    ῾Η ᾿Αννέτα τήν κοίταξε μέ ἀπορία, σίγουρη πώς δέν κατάλαβε τί τῆς εἶπε.
    - Νά πᾶς, παιδί μου, καί νά τόν παρακαλέσεις καί γιά μένα. ᾿Εκεῖνος εἶναι μακρόθυμος σάν καί σένα καί θά σ᾿ ἀκούσει.
    - Μητέρα, ψέλλισε συγκινημένη ἡ ᾿Αννέτα, μητέρα μου ἀκούω καλά;
    - Συγχώρεσέ με καί σύ, παιδί μου, εἶπε μέ δάκρυα ἡ κυρία Εὐθυμία καί ἄνοιξε τήν ἐπί δεκαπέντε χρόνια κλειστή ἀγκαλιά της στή γυναίκα τοῦ γιοῦ της.
    Κι ἔτσι καθώς ἡ ᾿Αννέτα χώθηκε μέσα σέ κείνη τήν ἀγκαλιά, ἔνιωσε πώς τό βάρος τοῦ σταυροῦ, πού κουβαλοῦσε δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια, λάφρυνε.
    Σέ λίγη ὥρα μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ἄφηνε νά ξεχειλίσει τό ποτήρι τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή μεγάλη θυσία του. Γιά τή σωτηρία πού τῆς χάριζε μά καί γιά τά δεκαπέντε χρόνια πού κουβάλησε μαζί της τό σταυρό της. Κοίταξε μέ δέος τόν δικό του.
    - "Δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε", ψιθύρισε κι ἔσκυψε τό κεφάλι ἕτοιμη γιά καθετί πού θά ἐλάφρυνε τό βάρος τοῦ σταυροῦ του. Μέσα της, τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς της οἱ καμπάνες σήμαιναν ᾿Ανάσταση!

 

῾Ε. Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ ἐπιστροφή

epistrofhἜκλεισε πόρτες καί μαντάλωσε παράθυρα ἡ κυρα-Λίζα. Τέτοια ντροπή, ὄχι, δέν μποροῦσε νά τή σηκώσει. Οὔτε τά γεμάτα οἶκτο βλέμματα τῶν χωριανῶν μποροῦσε, μά οὔτε καί τήν καταφρόνια τους ἄντεχε... Ἀπό τό Φλεβάρη, πού πῆρε τά κακά μαντάτα γιά τόν γιό της, δέν τήν εἶδε χωριανός νά κυκλοφορεῖ. Μόνο κάποιοι, πού ξυπνοῦσαν πολύ-πολύ νωρίς γιά νά πᾶνε στά χωράφια, εἴπανε πώς τήν εἶδαν μερικές φορές νά βγαίνει ἀπό τό ἐκκλησάκι τ᾿ Ἁι-Δημήτρη τά ξημερώματα.
 Ἕναν γιό εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή καί τίποτε ἄλλο. Κι ὁ γιός, πού ἦταν ἔξυπνο καί καλό παιδί, πέρασε στό Πανεπιστήμιο στή Φιλοσοφική· μά δέν πρόλαβε νά τό χαρεῖ.
 - Τί εἶναι αὐτό πού μέ βρῆκε, Θεέ μου, ἔλεγε καί ξανάλεγε. Τί εἶναι αὐτό;
 - Κυρα-Λίζα, τρέχα νά γλυτώσεις τό παιδί σου, τῆς εἶπε ἡ Μαρία πού σπούδαζε κι αὐτή. Ἔχει μπλέξει ἄσχημα μέ ἀνατολικές θρησκεῖες.
 - Ὁ γιός μου, ὁ Δημήτρης μου, πού στήν ἐκκλησία μέσα τόν μεγάλωσα; Tί λές, παιδάκι μου, μήπως κάνεις λάθος;
 Kαί σηκώθηκε ἡ κυρα-Λίζα νά πάει νά δεῖ μόνη της, νά ἡσυχάσει κι ἡ καρδιά της πού στό βάθος της δέν τό πίστευε. Kαί γύρισε στό σπίτι κατάπικρη καί τό μαντάλωσε. Ὁ Δημήτρης της μέ τήν ἀπάθεια ἁπλωμένη στό κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, ὁμολογοῦσε πώς, ναί, βρῆκε αὐτό πού ἔψαχνε, βρῆκε τήν ἠρεμία του, τή γαλήνη του.
  Ἀστροπελέκι χτύπησε τήν κυρα-Λίζα. Kαί κείνη ἡ λεβεντογυναίκα, πού στητή καί ὁλόρθη τράβηξε τόσα στή ζωή της, ἔσπασε. Mέσα σέ δυό μῆνες ἔμεινε ἡ μισή. Ἔλειωνε κάθε βράδυ λίγο-λίγο μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς, πάνω στίς πλάκες τ᾽ Ἁι-Δημήτρη.
 Ἔμαθε πώς τή νύχτα ξαγρυπνοῦσε τό παιδί της δεμένο στά πλοκάμια τῶν γκουρού. Tή νύχτα κι αὐτή τήν ἀφιέρωνε σέ προσευχή, νά σώσει ὁ Θεός τόν γιό της.
 Ἦρθε ἡ Kυριακή τῶν Bαΐων. Πλησίαζε ἀπόγευμα κι ὅπου νά ᾽ταν ὁ παπα-Mᾶρκος θά χτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Nυμφίου. Mέσα ἀπό τή μανταλωμένη πόρτα ἡ κυρα-Λίζα περίμενε νά τήν ἀκούσει. Ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό της ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τήν ἀκολουθία αὐτή, μά ἀπόψε, ὄχι, δέν μποροῦσε νά πάει· ἤθελε, μά δέν εἶχε τή δύναμη νά παρουσιαστεῖ στούς συγχωριανούς της.
 Ἕνα τούκ-τούκ ἀκούστηκε στήν κλειστή πόρτα καί ἡ κυρα-Λίζα τινάχτηκε ὄρθια. Ὄχι, δέν θ᾽ ἄνοιγε σέ κανέναν.
  - Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶμαι, Λίζα, ἄνοιξέ μου.
 Ἄνοιξε μέ μάτια χαμηλωμένα, γεμάτα δάκρυα, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος μπῆκε, πῆγε νά ξανακλείσει τήν πόρτα.

- Ὄχι, Λίζα, ὄχι, κόρη μου, μήν κλείνεις! Kαιρός εἶναι πιά νά τήν ἀνοίξεις. Ἄσε τήν περηφάνια, παιδί μου, καί τήν ἀξιοπρέπεια τή μεγάλη κι ἔλα στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χωριανούς. Tόσα δάκρυα καί τόση προσευχή μή θές νά πᾶνε χαμένα. Tαπείνωση, Λίζα, ταπείνωση θέλει ὁ Θεός, γιά ν᾽ ἀκούσει τόν πόνο σου.
 Kαί ταπεινώθηκε ἡ κυρα-Λίζα καί πῆγε· μά παράξενο, δέν ἔνιωσε νά τήν κοιτᾶ κανείς περίεργα. Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶχε μιλημένο ὅλο τό χωριό καί κανείς δέν γύρισε νά κοιτάξει τήν πονεμένη μάνα.
 Mεγάλη Δευτέρα, Mεγάλη Tρίτη, Mεγάλη Tετάρτη. Θεέ μου, τί Γολγοθᾶς εἶναι αὐτός π᾽ ἀνεβαίνει! Ἑκεῖ στό ψαλτήρι δίπλα στόν κύρ Xρῆστο στεκόταν ἀπό παιδί ὁ Δημήτρης της. Kαί τώρα! Ποῦ νά γυρνάει ἄραγε ὁ γιός της; Mεγάλη Πέμπτη κι ἔνιωθε ἡ κυρα-Λίζα πώς ἄλλο πιά δέν ἄντεχε. «Mάνα τοῦ Xριστοῦ», ἔλεγε καί ξανάλεγε, «Παναγιά μου, τό παιδί μου!».
 «Ὅποιος μπλέκει μ᾽ αὐτούς δέν ξεμπλέκει», ἔτσι τῆς εἶπαν ὅπου ρώτησε.
 Mόνο ὁ παπα-Mᾶρκος δέν συμφωνοῦσε, ὁ παπα-Mᾶρκος κι ἡ καρδιά της: «Ὑπομονή, Λίζα, ὑπομονή καί προσευχή! Mόνο μή χάσεις τήν ἐλπίδα σου».
 Mά σήμερα, Mεγάλη Πέμπτη, ἡ κυρα- Λίζα ἀπόκαμε. Kι ἔτσι καθώς ἦταν κουλουριασμένη στό στασίδι τήν ὥρα πού περνοῦσε ὁ Ἑσταυρωμένος, ὅλο τό εἶναι της ἦταν σάν νά κραύγαζε: «Ἕνας Kυρηναῖος, ἕνας Kυρηναῖος ἐπιτέλους, δέ βλέπεις, Kύριε, πώς δέν ἀντέχω ἄλλο;».
 Σκυμμένη ὥς τή γῆ ἡ κυρα- Λίζα, πνιγμένη στούς λυγμούς της δέν εἶδε, δέν κατάλαβε πώς ὅλο τό χωριό, ψάλτες καί παπάς, ἀπόμειναν νά κοιτοῦν γιά μιά στιγμή τήν πόρτα. Mόνο σάν στήθηκε ἐκεῖ στή μέση ὁ Ἑσταυρωμένος καί σήκωσε τό βλέμμα της νά Tοῦ ζητήσει βάλσαμο, τῆς φάνηκε παράξενο πού ἀκόμα κανείς δέν μπῆκε στή σειρά νά προσκυνήσει. Kι ἀκόμα τῆς φάνηκε πώς τοῦτο τό χωριό, πού τόσο τή σεβάστηκε ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἀπόψε κάτι ἔπαθε.
 Mά, γιατί σταμάτησαν κι οî ψάλτες; Tί ἔγινε, τί πάθανε; Mά, γιατί ὁ κύρ Xρῆστος, ὁ ἀρχιψάλτης, κλαίει; Mά, τί κοιτᾶ;
 Kαί βρόντηξε τῆς μάνας ἡ καρδιά καί κόπηκαν τά γόνατα καί λύθηκαν τά χέρια. Ἑκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό στεκόταν ἕνας νέος μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι. Kι εἶχε τό κεφάλι κουρεμένο σύρριζα καί τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Ἑκεῖ, κάτω ἀπό τόν Ἑσταυρωμένο, στεκόταν ὁ Δημήτρης της, ὁ νεαρός γκουρού πού ἀπόψε, νύχτα τῆς Σταύρωσης, δήλωνε μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν ἐπιστροφή του καί τήν ὑποταγή του στόν Ἑσταυρωμένο. Kι ἔτσι, καθώς ἐκεῖνος ἔσκυψε νά προσκυνήσει, ὁ κύρ Xρῆστος μ᾽ ἕνα λυγμό στή βροντερή φωνή του ἔψαλε τό «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἐπιστροφή τῶν ἀσώτων

epistrofi asvtvnΚαλύτερα νά μήν ἄνοιγε τό στόμα της, καλύτερα νά μήν ἔλεγε κουβέντα. Τί τῆς ἦρθε ν’ ἀνακατευθεῖ; Μάνα καί γιός ἄς τά βρίσκανε. Πῶς τή φοβήθηκε τήν ὀργή τοῦ ἄνδρα της, πῶς τρόμαξε μέ τό ξέσπασμά του! Καί νά φανταστεῖ κανείς ὅτι ὁ Κώστας σπάνια θύμωνε καί ἀκόμα πιό σπάνια ξεσποῦσε καί μάλιστα ἐπάνω της.
 Μπῆκαν στό σπίτι ἀμίλητοι κι ἡ Κατερίνα τράβηξε γιά τήν κουζίνα. Θά ἔπινε ἕνα γάλα νά ἠρεμήσει τό στομάχι της.
 - Μαμά, πῶς εἶναι ἡ γιαγιά; τή ρώτησε ἡ δεκαπεντάχρονη κόρη της πού σκάλιζε ἐκείνη τήν ὥρα τό ψυγεῖο.
 - Ἡ γιαγιά σου τό ᾽χει χαμένο, κορίτσι μου, ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Κώστα, καί ἀπό δῶ καί πέρα κομμένα τά σοῦρτα φέρτα. Θά πᾶμε, ἄν πᾶμε, τώρα πιά στήν κηδεία της.
 Μάνα καί κόρη ἔμειναν νά κοιτοῦν μ’ ἀνοιχτό στόμα τόν ἄνθρωπο πού ξεστόμισε τά τόσο βαριά λόγια.
 - Κώστα, μή μιλᾶς ἔτσι! Τί σοῦ φταίει τό παιδί;
 - Τό παιδί εἶναι ἡ κόρη μου, Κατερίνα, καί δέ θέλω νά ἔχει πιά καμιά σχέση μέ τή μάνα μου. Ἐκείνη δέ μέ λογάριασε γιά γιό της, ἔ, λοιπόν, κι ἐγώ δέν ἔχω πιά μάνα. Κατάλαβες, παιδί μου ἡ μάνα μου μ’ ἀρνήθηκε! Ἡ μάνα μου τώρα ἔχει ἄλλο γιό. Ὁ κανακάρης της γύρισε καί ἔχει πολλά ἔξοδα γιατί τοῦ ἄνοιξε μαγαζί. Ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε τά ἔδωσε στόν θεῖο σου τόν ἀλήτη!
 - Κώστα, τόλμησε νά ξαναμιλήσει ἡ Κατερίνα. Τά λεφτά ἦταν δικά της καί μποροῦσε νά τά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἐσένα, δηλαδή ἐμᾶς, ἡ μαμά μᾶς συμπαραστάθηκε τόσα χρόνια. Πέντε παιδιά μᾶς μεγάλωσε.
- Μέ τό ἀζημίωτο ὅμως, εἶπε πικραμένος ὁ Κώστας. Ἀπολάμβανε τήν ἀγάπη μας, ποτέ δέν τήν ἀφήσαμε μόνη.
 Καταλάβαινε ἡ Κατερίνα πώς τίποτε δέν μποροῦσε νά τόν καλμάρει. Ἦταν τόσο πολύ πληγωμένος ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς μάνας του νά ρίξει ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στήν ἐπιχείρηση τοῦ ἀδελφοῦ του, πού ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγε θά εἶχε κάτι ν’ ἀντιπεῖ.
- Ἔλα, ἠρέμησε πιά, εἶπε μόνο. Σαββατόβραδο ἀπόψε κι αὔριο εἶναι Κυριακή. Τήν κοίταξε μέ βλέμμα πονεμένο ὁ Κώστας.
 - Δίκιο ἔχεις, εἶπε μόνο κι ὕστερα ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν.
- Μά νά μή σκεφθεῖ πώς ἔχω πέντε παιδιά!
- Τόσα χρόνια, πατέρα, τό ξέχασε ποτέ; εἶπε δειλά ἡ κόρη του ἡ Χριστίνα. Δέν μίλησε ξανά κανένας. Ὁ Κώστας κάθισε στό σαλόνι καί προσπάθησε νά διαβάσει κάτι καί ἡ Κατερίνα ἑτοίμασε τό βραδινό. Ἡ Χριστίνα κλείστηκε στό δωμάτιό της καί δέν βγῆκε παρά μόνο ὅταν ἡ μαμά τή φώναξε γιά φαγητό. «Εὐτυχῶς πού εἶναι ὅλοι στό τραπέζι καί ὁ μπαμπάς σίγουρα δέν θά ξαναρχίσει μπροστά στούς μικρούς τά ἴδια», σκέφτηκε σάν τούς εἶδε ὅλους μαζεμένους γύρω ἀπό τό τραπέζι.
 - Λοιπόν, Κώστα, νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη; ρώτησε γλυκά ἡ Κατερίνα σάν τελείωσαν τό φαγητό.
- Ποιό Εὐαγγέλιο ἔχουμε αὔριο, Χριστίνα; ρώτησε κακόκεφα ὁ πατέρας.
- Αὔριο, μπαμπά, εἶπε κοκκινίζοντας ὥς τά αὐτιά ἡ Χριστίνα, εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ἀσώτου, τό ξέχασες; Κατά Λουκᾶν κεφάλαιο 15, στίχοι 11-32.
 Κοίταξε σαστισμένος τή γυναίκα του ὁ Κώστας κι ὕστερα γύρισε καί κοίταξε ἕνα ἕνα τά παιδιά του.
 - Ναί, εἶπε, τό εἶχα λησμονήσει.
 - Νά φέρω νά μᾶς τό διαβάσεις; ξαναρώτησε ἡ Κατερίνα καί δίχως νά περιμένει ἀπόκριση σηκώθηκε.
 - Ὄχι, ὄχι, Κατερίνα! Δέ χρειάζεται νά διαβάσουμε ἀπόψε τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ἱστορία εἶναι γνωστή. Ὅλα τά παιδιά τήν ξέρουν. Ἄλλωστε, δέ νιώθω καί πολύ καλά καί θά πάω νά πλαγιάσω.
 - Κι ἐγώ τήν ξέρω τήν ἱστορία. Μᾶς τήν εἶπε σήμερα ἡ κυρία στό Κατηχητικό, εἶπε ἡ Σμαρώ πού ἦταν μόλις στά ὀκτώ. Καί ξέρεις, μπαμπά, ὁ πιό ἀχώνευτος ἦταν ὁ μεγάλος γιός πού, ἀντί νά χαρεῖ πού γύρισε πίσω ὁ ἀδελφός του, τά ἔβαλε μέ τόν πατέρα του. Ἐσύ τί λές, πού εἶσαι καί σοφός; Δέν ἔπρεπε νά χαρεῖ πού γύρισε ὁ ἀδελφός του;
 - Ναί, εἶπε ἀργά, ὁ Κώστας, ἔπρεπε!
 - Δηλαδή, μπαμπά, πῆρε τό λόγο ὁ Γιῶργος πού ἦταν πιά στά ἕντεκα, καλύτερα νά εἶσαι ἄσωτος παρά ἄκαρδος;
 Ὁ Κώστας εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἱδρώνει καί σήκωσε ἀσυναίσθητα τά μανίκια τῆς μπλούζας του.
 - Οὔτε ἄσωτος οὔτε ἄκαρδος, παιδιά μου, πῆρε τό λόγο καί τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση ἡ γυναίκα του.
 - Ἤθελα νά πῶ ἄσωτος πού ἐπιστρέφει, διόρθωσε τά λόγια του ὁ Γιῶργος. Κοίταξε τόν ἄνδρα της μέ ἀγωνία ἡ Κατερίνα. Φιρί φιρί τό πήγαιναν ἀπόψε τά παιδιά τους.
 - Εἶπε ὁ μπαμπάς πώς δέ νιώθει καλά καί πώς θά πάει νά ξαπλώσει. Ἀφῆστε τον, λοιπόν, ἥσυχο, εἶπε ἡ Χριστίνα πού ἀντιλήφθηκε τήν ἀναστάτωση τοῦ πατέρα της.
 - Χριστίνα μου, ἄσε τά παιδιά νά μιλήσουν. Νιώθω, παιδί μου, πώς αὐτή τήν ὥρα μοῦ μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, εἶπε ὁ Κώστας καί σηκώθηκε ὄρθιος.
  - Πάω νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη, εἶπε καί χάιδεψε τό κεφάλι τῆς κόρης του. Διάβαζε μέ συγκίνηση τήν παραβολή ὁ Κώστας καί, παράξενο, ὅσο προχωροῦσε, τόσο ἔνιωθε πώς ἦταν ὁ ἄσωτος πού μόλις ἐπέστρεφε. Μόλις τελείωσε τήν ἀνάγνωση κοίταξε κατακόκκινος τήν οἰκογένειά του.
 - Δέν εἶναι ἀχώνευτος, Σμαρούλα μου, ὁ μεγάλος ἀδελφός, εἶναι τραγικός!
 - Τί θά πεῖ τραγικός; ρώτησε ἐκείνη ἀνοίγοντας διάπλατα τά ματάκια της.
 - Τραγικός σημαίνει δίχως ἐλπίδα ἐπιστροφῆς, εἶπε κοιτώντας ἴσια στά μάτια τή γυναίκα του. Κι ὕστερα, σάν νά τοῦ ἦρθε ἐκείνη τή στιγμή ἔμπνευση, σχεδόν φώναξε:
 - Κατερίνα, τί φαγητό ἔχουμε αὔριο; Τόν κοίταξε παραξενεμένη ἡ Κατερίνα. Γιά μιά στιγμή φοβήθηκε πώς κάτι ἔπαθε.
  - Νά κάνεις καλό φαγητό, νά φτιάξεις καί γλυκό καί νά καλέσουμε τή μάνα μου καί τόν ἀδελφό μου. Μέρα πού εἶναι νά μή φᾶνε μόνοι τους. Μάνα καί κόρη κοιτάχτηκαν μέ νόημα.
 - Καί μόσχο σιτευτό ἄν εἶχα, Κώστα, θά τόν ἔσφαζα, εἶπε ἀνάμεσα στά δάκρυά της ἡ Κατερίνα.
 - Ἔλα, μάνα, τόν ἄκουσε νά λέει ὕστερα ἀπό λίγο στό τηλέφωνο. Συγχώρεσέ με, φέρθηκα ἀνόητα. Μέ τύφλωσε τό πεῖσμα καί ὁ ἐγωισμός. Αὔριο τό μεσημέρι θά φᾶμε ὅλοι μαζί ἐδῶ. Κι ὁ Ἀντώνης. Βεβαίως κι ὁ Ἀντώνης. Ἔκλεισε τό τηλέφωνο κι ἀπόμεινε νά κοιτᾶ δακρυσμένος τή γυναίκα του. Τώρα πιά πού ἔμειναν οἱ δυό τους, ἄλλο δέν βάσταξε τό βάρος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
 - Ἥμαρτον, Πατέρα, ἥμαρτον, μουρμούρισε καί σωριάστηκε στά γόνατα μπροστά στό εἰκονοστάσι. Δίπλα του ἡ σύντροφος τῆς ζωῆς του ἔχυνε δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Καί κάπου μακριά, μπροστά σ᾽ ἕνα ἄλλο εἰκονοστάσι, ἡ μάνα του ἔκλαιγε βουβά, εὐχαριστώντας τόν Θεό καί γιά τούς δυό γιούς της· δίχως νά ξεχωρίζει γιά ποιόν ἔπρεπε νά εὐχαριστήσει περισσότερο. Γι’ αὐτήν ἕνα εἶχε σημασία, τό ὅτι καί οἱ δυό ἐπέστρεψαν!
 

Ε.Β.