Super User

Super User

Δευτέρα, 25 Ιούλιος 2016 03:00

Μάθημα ἀπό μιά φτωχή

apo-ftoxiὍταν ἔχουμε μιά μεγάλη θλίψη ἀκόμη καί τό φῶς νομίζουμε ὅτι μᾶς ἐνοχλεῖ... Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συνέβη μέ τή χήρα πρός τήν ὁποία ἔστειλε ὁ Θεός τόν προφήτη Ἠλία (βλ. Γ΄ Βα 17). Ὅταν εἶδε τόν προφήτη πού ἦλθε γιά νά τῆς γίνει βάρος, κι ἐνῶ ἡ ἴδια ἦταν καταπονημένη ἀπό τήν πείνα, ὄχι μόνο δέν ἀδιαφόρησε γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά παραμέρισε ὅλη τή φτώχεια της γιά νά ὑποδεχθεῖ καί νά φιλοξενήσει ἐκεῖνον πού εἶχε προξενήσει τήν πείνα. Τῆς ζήτησε ψωμί, μά αὐτή δέν εἶχε ψωμί. Φοβήθηκε, λοιπόν, μήπως, ἐνῶ αὐτή θά ἑτοίμαζε τό ψωμί καί θά καθυστεροῦσε, ὁ προφήτης στενοχωρηθεῖ γιά τήν ἀργοπορία καί δέν περιμένει, μήπως ἀπομακρυνθεῖ ὁ προφήτης καί τῆς διαφύγει ἡ εὐκαιρία τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτό τόν προλαβαίνει μέ τόν ὅρκο, λέγοντας ὄχι ὅτι δέν ἔχει ἀλεύρι, ἀλλ᾿ ὅτι δέν ἔχει ψωμί, ἀλλά ἔχει ἀλεύρι. Καί τόν βεβαιώνει ὄχι μόνο μέ τόν ὅρκο ἀλλά καί μέ τίς ἴδιες τίς πράξεις της.
 Ἄς τ᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνοι πού χτίζουν περίλαμπρα σπίτια κι ἀγοράζουν πανάκριβα χωράφια καί περιφέρουν στήν ἀγορά κοπάδια δούλων. Μᾶλλον νά τ’ ἀκούσουν ὅλοι, καί πλούσιοι καί φτωχοί. Διότι, μετά ἀπ᾿ αὐτή τή χήρα κανείς δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ. Τόσο μεγάλα ἐμπόδια ὑπῆρχαν κι αὐτή τά παραμέρισε καί τά ξεπέρασε...  Ἄς τ᾿ ἀκούσουν οἱ χῆρες πού τρέφουν παιδιά, πώς δέν ἀποτελεῖ αὐτό σοβαρή δικαιολογία γιά νά μήν κάνουν ἐλεημοσύνη καί νά μήν εἶναι φιλόξενες.
 Ἀλλά ἴσως κάποιος θά πεῖ· φέρε μου κι ἐμένα ἕναν προφήτη καί θά τόν ὑποδεχθῶ μέ τήν ἴδια εὔνοια. Δός μου, λοιπόν, αὐτή τήν ὑπόσχεση καί θά σοῦ φέρω τόν προφήτη. Ἀλλά τί λέω τόν προφήτη; Θά σοῦ φέρω τόν ἴδιο τόν κύριο τοῦ προφήτη, τόν Θεό μας καί Κύριο, τόν Χριστό, διότι ὁ ἴδιος λέγει «μέ εἴδατε πεινασμένο καί μέ θρέψατε» (Μθ 25,35).
 Ποιά συγχώρεση θά βροῦμε, ἄν μετά ἀπό τέτοιες προτροπές, ἄν μετά ἀπό τέτοια ἔπαθλα πού μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος -τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!-, δέν φθάσουμε στό ἐπίπεδο τῆς φιλανθρωπίας τῆς χήρας; Ἐμεῖς πού καί τίς προφητεῖες γνωρίζουμε, καί τά θεϊκά διδάγματα ἀπολαμβάνουμε, πού ἔχουμε τή δυνατότητα νά γνωρίζουμε πολλά γιά τή μέλλουσα ζωή, πού δέν ἀπειλούμαστε ἀπό τήν πείνα κι ἔχουμε πολύ περισσότερα ἀγαθά ἀπ᾿ ὅσα εἶχε ἡ χήρα, ποιά ἀπολογία θά παρουσιάσουμε, ὅταν φροντίζουμε γιά τά ὑλικά καί ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία μας;

Ἰω. Χρυσοστόμου,
 Εἰς τόν Ἠλίαν καί τήν χήραν, ΡG 51,337
 Ἀπόδοση Κ.Π.
    

Παρασκευή, 30 Ιούνιος 2023 03:00

Ἡ φιλαυτία

filaftia... Προκοπή, λέτε, δέν ἔχετε κάνει στήν πνευματική ζωή. Καί δέν θά κάνετε, ὅσο θά ὑπάρχει μέσα σας φιλαυτία. Αὐτή ἀναμφισβήτητα μαρτυρεῖ πώς τήν πρώτη θέση στήν καρδιά σας κατέχει τό «ἐγώ» καί ὄχι ὁ Κύριος. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας εἶναι ἡ ζωντανή «ἐντός ἡμῶν» ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὅλη ἡ ἁμαρτωλότητά μας. Καί ὅταν εμαστε βυθισμένοι στήν ἁμαρτωλότητα, μᾶς πλησιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ὄχι! ὅπως ἡ μέλισσα δέν πλησιάζει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καπνός. Ἡ παρουσία τῆς φιλαυτίας στήν ψυχή μας δείχνει πώς ἡ πρώτη ἀπόφασή μας νά μετανοήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο ἦταν ἐλλιπής, χλιαρή, ἐπιπόλαιη. Ἡ ἀπόφαση αὐτή εἶναι ἡ ἀνταπόκριση στήν κλήση τοῦ Ἰησοῦ: «Εͺτις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... καί ἀκολουθείτω μοι» (Μθ 16,24). Βλέπετε πώς ἡ πεμπτουσία τῆς κλήσεως εἶναι τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Καί τοῦτο σημαίνει ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας, ἀσυγκατάβατο ἀγώνα ἐνάντια στή φιληδονία καί στήν αὐτοϊκανοποίηση.

 Ἀπό τή μιά θέλουμε νά σωθοῦμε. Κι ἀπό τήν ἄλλη συγκαταβαίνουμε στά θελήματά μας. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ὑποτασσόμαστε καί στόν Θεό καί στόν ἑαυτό μας. «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Μθ 6,24). Ὁ κύριος, λοιπόν, τῆς δικῆς σας καρδιᾶς ποιός εἶναι; Ὁ Χριστός ἤ ὁ ἑαυτός σας; Ἀφοῦ ἀπαντήσετε μέ εἰλικρίνεια σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, καθίστε καί σκεφτεῖτε στά σοβαρά τί θά κάνετε. Μοῦ γράφετε νά προσευχηθῶ γιά τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τή φιλαυτία. Ἀλλά γιατί νά προσευχηθῶ; Ὁ Θεός δέν θά μέ ἀκούσει. Ἀκούει μόνο τίς προσευχές πού γίνονται γιά ὅσους καί ἀπ᾿ ὅσους ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς φιλαυτίας. Ἡ ἀφιλαυτία δέν χαρίζεται ἀπό τόν Κύριο. Προαπαιτεῖται γιά τήν ἀποστολή τῆς χάριτος καί ὅλων τῶν ἄλλων θείων εὐεργεσιῶν.

Ἀπό τίς ἐπιστολές

τοῦ ὁσ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

(«Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή»,

ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2005, σελ. 142-143)

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ἕνας ὕμνος ἀνυπέρβλητος

melissa῎Αν ρωτούσαμε τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πότε ἡ γυναίκα ἔγινε τό κέντρο τῆς προσοχῆς τοῦ κόσμου, πότε βγῆκε στό προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητος, μέ φυσικότητα θά μᾶς ἀπαντοῦσε· στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα, τότε πού τό φεμινιστικό κίνημα πανηγυρικά διακήρυξε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων σ᾿ ὅλους τούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί θριαμβευτικά ὑποστήριξε τή χειραφέτηση τῆς γυναίκας. Κι ὅμως, πολύ πιό παλιά, ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα δρασκέλιζε τό κατώφλι τῆς β' πρός τήν α' π.Χ. χιλιετηρίδα, γράφτηκε ἕνα ποίημα, στό ὁποῖο εἶναι διάχυτη ἡ ἐκτίμηση καί ὁ θαυμασμός γιά τή γυναίκα. ῾Ο ὁδοστρωτήρας τοῦ χρόνου δέν ἔφθειρε τόν ὕμνο αὐτό καί ἡ λήθη τῶν αἰώνων δέν τόν ἀφάνισε. Μέ διατηρημένη τή διαχρονικότητα καί ἐπικαιρότητά του προβάλλει σύγχρονος μέσα στούς ἱερούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὁμολογουμένως ὠχριᾶ μπροστά του κάθε πρόσφατη παραγωγή τοῦ φεμινισμοῦ.

Στό ποίημα αὐτό, πού περιέχεται στό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δίδεται ὁ τίτλος «῾Η ἀνδρεία γυναίκα». Καμία ἄλλη ἁγιογραφική περικοπή δέν ἀνεβάζει τή γυναίκα τόσο ψηλά, ὡς θρησκευτική καί ἠθική προσωπικότητα, ὅσο αὐτός ὁ ὕμνος. Σωστά λέχθηκε ὅτι τό παροιμιακό ποίημα ἀποτελεῖ τό ἄριστο κάτοπτρο τῆς ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως, πού ἀπολάμβανε ἡ γυναίκα στόν ἀρχαῖο ἑβραϊκό πολιτισμό. ῾Η παγκόσμια βιβλιογραφία δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἰσάξιο κείμενο. Αἰῶνες τώρα οἱ ὕμνοι καί οἱ συνθέσεις μέ θέμα τήν ἀγάπη ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀντιπαρατεθοῦν πρός τόν μεγαλειώδη ἐκεῖνον ὕμνο τῆς ἀγάπης, πού συνέθεσε ὁ θεόπνευστος νοῦς καί ἡ χριστοκεντρική καρδιά τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Α' Κο 13). Παρόμοια, κανένα δημιούργημα τῆς κοινῆς λογικῆς καί τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, γραμμένο πρός τιμήν τῆς γυναίκας, δέν τολμᾶ ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό ἐγκώμιο πρός τήν ἀνδρεία γυναῖκα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι κλασικές συνθέσεις τῆς νεώτερης λογοτεχνίας εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπό τό ἐνθουσιῶδες αὐτό διδακτικό ποίημα.

Τό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν στή μετάφραση τῶν Ο' ἀριθμεῖται ὡς 29ο, ἐνῶ στό (ἑβραϊκό) μασοριτικό κείμενο φέρει τόν ἀριθμό 31. ῎Αγνωστος παραμένει ὁ συνθέτης τοῦ ἀμιμήτου αὐτοῦ ποιήματος, ἀλλά καί διάφοροι εἶναι οἱ ποιηταί τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν, μέ ἡγήτορα βέβαια τό βασιλιά Σολομώντα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλους τό ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι ὁ ἐμπνευστής καί οὐσιαστικός συγγραφέας ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Δεητικός ὑψώνεται ὁ τόνος στά ποιήματα τοῦ Δαυΐδ, στούς Ψαλμούς, συμβουλευτικός στή συλλογή ποιημάτων τοῦ Σολομώντα, στίς Παροιμίες. ᾿Επιπλέον, τό ποίημα γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα ἔχει κι ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα, τήν ἀκροστιχίδα. Οἱ 44 στίχοι του κατανέμονται ἀνά δύο σέ στροφές καί τά πρῶτα γράμματα τῶν 22 στροφῶν ἀπαρτίζουν τό ἑβραϊκό ἀλφάβητο, τό ὁποῖο -ὡς γνωστόν- ἀποτελεῖται ἀπό 22 στοιχεῖα. Αὐτές οἱ ἰδιαιτερότητες δέν μποροῦν βέβαια νά ἀποδοθοῦν στό ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο οὔτε στή νεοελληνική μετάφραση, πού παραθέτω στή συνέχεια.

Πρμ 29,10-31
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
 

10 Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη.

11 θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρός αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει·

12 ἐνεργεῖ γάρ τῷ ἀνδρί ἀγαθά πάντα τόν βίον.
13 μηρυομένη ἔρια καί λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσίν αὐτῆς.

14 ἐγένετο ὡσεί ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δέ αὐτῆς τόν πλοῦτον.

15 καί ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καί ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καί ἔργα ταῖς θεραπαίναις.

16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπό δέ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα.

17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τήν ὀσφύν αὐτῆς ἤρεισε τούς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον.

18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τό ἐργάζεσθαι, καί οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τήν νύκτα.

19 τούς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπί τά συμφέροντα, τάς δέ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον.

20 χεῖρας δέ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπόν δέ ἐξέτεινε πτωχῷ.

21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γάρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί.

22 δισσάς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρί αὐτῆς, ἐκ δέ βύσσου καί πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα.

23 περίβλεπτος δέ γίνεται ὁ ἀνήρ αὐτῆς ἐν πύλαις , ἡνίκα ἄν καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ μετά τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς.

24 σινδόνας ἐποίησε καί ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δέ τοῖς Χαναναίοις.

25 ἰσχύν καί εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καί εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.

26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καί ἐννόμως, καί τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς.

27 στεγναί διατριβαί οἴκων αὐτῆς, σῖτα δέ ὀκνηρά οὐκ ἔφαγε.

28 τό στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν, καί ὁ ἀνήρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν.

29 Πολλαί θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαί ἐποίησαν δύναμιν, σύ δέ ὑπέρκεισαι καί ὑπερῇρας πάσας.

30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καί μάταιον κάλλος γυναικός· γυνή γάρ συνετή εὐλογεῖται, φόβον δέ Κυρίου αὕτη αἰνείτω.

31 δότε αὐτῇ ἀπό καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καί αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνήρ αὐτῆς.

 
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 

10 Γυναίκα ἀνδρεία ποιός θ᾿ ἀνακαλύψει; Αὐτή εἶναι πολυτιμότερη κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια.

11 ᾿Απ᾿ αὐτήν παίρνει θάρρος ἡ καρδιά τοῦ ἄνδρα της· κανένα ἀγαθό δέν θά τῆς λείψει.

12 Σ᾿ ὅλη της τή ζωή μοχθεῖ γιά τοῦ ἄνδρα της τήν εὐτυχία.

13 Κουβαριάζει νήματα μάλλινα καί λινά καί φτιάχνει μέ τά χέρια της πράγματα χρήσιμα.

14 Σάν πλοῖο μοιάζει, πού μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπό μέρη μακρινά· ἔτσι συγκεντρώνει τά πλούτη της.

15 Σηκώνεται ἀπ᾿ τή νύχτα καί μοιράζει στούς δικούς της τροφές καί στίς δοῦλες της διακονήματα.

16 ᾿Εξετάζει προσεκτικά καί ἀγοράζει ἕνα χωράφι, πού μέ τόν κόπο τῶν χεριῶν της τό κάνει κατάφυτο κῆπο.

17 Περιζώνει καλά-καλά τή μέση της καί στηρίζει τά μπράτσα της στή δουλειά.

18 Γεύθηκε πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ δουλειά, γι᾿ αὐτό δέν σβήνει τό λυχνάρι της ὅλη τή νύχτα.

19 Τά χέρια της ἁπλώνει γιά τά συμφέροντά της καί στηρίζει τίς παλάμες της στό ἀδράχτι.

20 ᾿Ανοίγει στόν φτωχό τά χέρια της κι ἁπλώνει τήν παλάμη στόν δυστυχισμένο.

21 Δέν νοιάζεται γιά τίς σπιτικές φροντίδες ὁ ἄνδρας της, ὅταν βρίσκεται κάπου μακριά, διότι ὅλοι ὅσοι ζοῦν μέ τή γυναίκα του εἶναι καλοντυμένοι.

22 Διπλά πανωφόρια ἑτοιμάζει γιά τόν ἄνδρα της καί γιά τόν ἑαυτό της φορέματα ἀπό λευκό λινό καί πορφύρα.

23 Θαυμάζουν ὅλοι τόν ἄνδρα της, ὅταν καθίσει ὡς σύνεδρος στήν πλατεῖα μαζί μέ τή γερουσία τοῦ τόπου.

24 ῾Υφαίνει σεντόνια καί ἐνδύματα, πού τά πουλᾶ στούς Φοίνικες καί στούς Χαναναίους.

25 Δύναμη καί μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένη, καί εὐφραίνεται μές στά γηρατειά της.

26 ῞Οταν ἀνοίγει τό στόμα της, μιλᾶ μέ προσοχή καί ἀκρίβεια· ἁρμονία σκορπᾶ μέ τή γλῶσσα της.

27 Ζεστή εἶναι ἡ παραμονή στό σπίτι της καί καλομαγειρεμένα τά φαγητά της.

28 Τά λόγια της εἶναι σοφά καί σύμφωνα μέ τό νόμο· ἡ ἐλεημοσύνη της προκοπή καί πλοῦτος γιά τά παιδιά της. Γι᾿ αὐτό τῆς πλέκει ἐγκώμιο ὁ σύζυγός της.

29 Πολλές γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη, πολλές ἀναδείχθηκαν δυνατές, ἐσύ ὅμως στέκεις ψηλότερα καί ὅλες τίς ξεπέρασες.

30 Εἶναι ψεύτικη ἡ φιλαρέσκεια καί μάταιο τό κάλλος τῆς γυναίκας· ἡ φρόνιμη γυναίκα ὅμως τιμᾶται, γι᾿ αὐτό μέ εὐλάβεια ἄς ὑμνεῖ τόν Κύριο.

31 ᾿Ανταποδῶστε της γιά ὅ,τι προσφέρει μέ τά χείλη της καί ἐπαινέστε τόν ἄνδρα της στίς πλατεῖες.

 
 
᾿Εγκώμιο μέ διαχρονική ἀξία
 

᾿Από τόν τίτλο τοῦ ποιήματος δημιουργεῖται ἴσως ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτό ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στό γυναικεῖο φῦλο. ᾿Αλλ᾿ ἡ ἐπισταμένη μελέτη τῆς πλοκῆς του διατρανώνει πώς ἀφορᾶ ἐπίσης στόν ἄνδρα, στά παιδιά, στήν οἰκογένεια ὅλη. Προσφέρει στόν νέο, ὁ ὁποῖος σκέπτεται σοβαρά τό γάμο, τά κριτήρια ἐκλογῆς τῆς μελλούσης συζύγου του. Εἶναι ἀκόμη ζυγαριά καί δείκτης πορείας καί γιά ὅλους ἐκείνους πού ἤδη ξεκίνησαν καί διανύουν τήν οἰκογενειακή τους ζωή.

Μές στά εἰκοσιδύο δίστιχά του ζωγραφίζεται ἀνάγλυφα τό μεγαλεῖο
* τῆς ἀληθινῆς,
* τῆς ἄξιας καί
* σπουδαίας γυναίκας.

᾿Εμφανίζεται τό ἰδεῶδες τῆς γυναικείας ἀρετῆς, καθώς φιλοτεχνεῖται τό πορτραῖτο τῆς τέλειας γυναίκας, ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τά πλούσια προσόντα καί τά σπάνια χαρίσματά της. Δίκαια ἡ περικοπή αὐτή χαρακτηρίστηκε ὡς τό «χρυσοῦν ἀλφάβητον διά τάς γυναῖκας»· ἕνα ἀλφάβητο εὔχρηστο σέ κάθε ἐποχή καί γλῶσσα. ῾Ο ἀείμνηστος καθηγητής Π. Μπρατσιώτης στήν περισπούδαστη ἐργασία του «῾Η γυνή ἐν τῇ ῾Ιερᾷ Βίβλῳ», μετά ἀπό σύντομη παρουσίαση τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, σημειώνει χαρακτηριστικά· «Τοιοῦτο εἶναι τό ἰδανικόν τῆς γυναικός τό πρό 2 1/2 χιλιάδων καί πλέον ἐτῶν θεοπνεύστως ἐν τῇ ῾Ιερᾷ Βίβλῳ διατυπωθέν, εἰς ὅ ὅμως μετά τοσούτων αἰώνων πρόοδον καί ἀνάπτυξιν οὐδέν θά ἠδύνατο μήτε νά προστεθῇ μήτε ν᾿ ἀφαιρεθῇ».

Σ᾿ ἐκεῖνα τά προχριστιανικά χρόνια κατά κανόνα ἡ γυναίκα εἶνε κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα, κτῆμα καί δούλη του, ἕνα ἀναφαίρετο παιχνίδι, πού θά ἱκανοποιεῖ διαρκῶς τίς ὀρέξεις καί τίς ἰδιοτροπίες του. ᾿Εντούτοις, ἡ πρωταγωνίστρια τοῦ ὕμνου μας σπάζει τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς της. Προβάλλει ὡς ἀξιοσέβαστη δέσποινα, πραγματική σύντροφος καί συνεργάτις τοῦ συζύγου της, ὄχι ἕνα res πρός καταπάτηση ἤ ἐκμετάλλευση, ἀλλά πολύτιμη βοηθός του (πρβλ. Γε 2,18) καί δῶρο ἀκριβό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γεγονός ὅτι στήν ἀρχαιότητα ἡ θέση τῆς ᾿Ισραηλίτισσας γυναίκας καί μάλιστα τῆς ἐγγάμου, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ὕμνος, δέν εἶναι τόσο ταπεινή καί ὑποτιμητική, ὅσο στούς ἄλλους λαούς. Χωρίς νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τό κυριαρχικό φρόνημα, ὁ ᾿Ισραηλίτης περιβάλλει τή σύζυγό του μέ σεβασμό καί ἐκτίμηση. Κλασικά παραδείγματα γιά τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ἀποτελοῦν οἱ γυναῖκες τῶν πατριαρχῶν Σάρρα, Ρεβέκκα, Ραχήλ. Μή λησμονοῦμε ἀκόμη τίς πρωτοποριακές ἐκεῖνες περιπτώσεις, ὅπου κάποιες ᾿Ισραηλίτισσες διαδραματίζουν σπουδαῖο ἡγετικό ρόλο στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ, ὅπως π.χ. ἡ Δεββώρα (βλ. Κρ 4-5), ἤ μετέχουν ἐνεργά στή θρησκευτική ζωή, ὅπως ἡ ἀδελφή τοῦ Μωϋσέως, ἡ Μαριάμ (βλ. ῎Εξ 15,20) ἤ ἡ προφῆτις ῎Ολδα (βλ. Δ' Βα 22,14).

῾Η ἐντυπωσιακή αὐτή ὑπεροχή τῶν ᾿Ισραηλιτισσῶν ἔναντι τῶν συγχρόνων τους γυναικῶν τῶν ἄλλων ἐθνοτήτων ὀφείλεται ἀναμφίβολα στό γεγονός ὅτι στήν ἑβραϊκή κοινωνία καί οἰκογένεια ἔχει ἀφήσει ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα της ἡ μονοθεϊστική θρησκεία, ἡ λατρεία καί ὁ νόμος τοῦ Γιαχβέ. Πράγματι ὁ μωσαϊκός νόμος, παρ᾿ ὅλο πού δέν ἐξισώνει τά δύο φῦλα, ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτά ὀντολογική καί σωτηριολογική ἰσοτιμία. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἠθικές ἐντολές ἀπευθύνονται ἐξίσου στόν ἄνδρα καί στή γυναίκα. ᾿Εξάλλου, ἄν καί δέν καταργεῖ τήν πολυγαμία ἡ Παλαιά Διαθήκη, προβάλλει ἔντονα ὡς ἰδεώδη συζυγική σχέση τή μονογαμία. Δέν εἶναι δέ τυχαῖο ὅτι ὁ Γιαχβέ ἀπαιτεῖ ἀπό τόν περιούσιο λαό του νά προσβλέπει μόνο σ᾿ αὐτόν, ὅπως ἡ πιστή νύμφη στό νυμφίο της, καί νά μήν ἔχη καμία σχέση μέ ἄλλους θεούς. Κάθε φορά πού ὁ ᾿Ισραηλίτης ἀθετεῖ αὐτή τήν ἱερή σχέση, στιγματίζεται ἡ ἀποστασία του ὡς συζυγική ἀπιστία· «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, πλήρης κρίσεως, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ, νῦν δέ φονευταί;» (᾿Ησ 1,21).

῾Η μοιχεία στιγματίζεται ὡς ἀφροσύνη καί ἀσέβεια· «ὅς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τά ἀγαθά, ὁ δέ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καί ἀσεβής» (Πρμ 18,22α). Στόν ἄρχοντα ὁ νόμος συστήνει· «Καί οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ γυναῖκας, ἵνα μή μεταστῇ αὐτοῦ ἡ καρδία» (Δε 17,17). ᾿Απαγορεύει νά παίρνει ὁ ῾Εβραῖος ὡς συζύγους συγχρόνως δύο ἀδελφές· «Γυναῖκα ἐπ᾿ ἀδελφῇ αὐτῆς οὐ λήψῃ ἀντίζηλον ἀποκαλύψαι τήν ἀσχημοσύνην αὐτῆς ἐπ᾿ αὐτῇ, ἔτι ζώσης αὐτῆς» (Λε 18,18).

῾Ο σεβασμός πρός τή μητρότητα ἀνεβάζει ἐπίσης τήν ὑπόληψη τῆς γυναίκας στήν ἰουδαϊκή κοινωνία. «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου», θεσπίζει ὁ Δεκάλογος (῎Εξ 20,12), καί οἱ Παροιμίες ἐκτιμοῦν ὡς ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ τό ν᾿ ἀποκτήσει ὁ ᾿Ισραηλίτης καλή γυναίκα· «῞Ος εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δέ παρά Θεοῦ ἱλαρότητα» (Πρμ 18,22).

Σέ πολλά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἰδιαίτερα στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἐξαίρονται οἱ ἀρετές τῆς γυναίκας. ᾿Αλλοῦ πάλι, κυρίως στά προφητικά βιβλία, ἐλέγχονται τά πάθη καί οἱ κακίες της, ὅπως ἐξάλλου ἐλέγχονται καί τοῦ ἀνδρός οἱ κακίες.

Εἰδικά στό ποίημα γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα δέν προβάλλει ἐνώπιόν μας μία γυναίκα ἄβγαλτη, ἔγκλειστη στό χαρέμι, δειλή καί ἀμαθής, οὔτε μία σύζυγος ἄπιστη καί διεστραμμένη, ἀλλά

* μία ἀφοσιωμένη συμβία,
* ἡρωίδα καί λεβέντισσα,
* δραστήρια καί ἐπιδέξια,

μία γυναίκα ἡ ὁποία, ἄν καί ἀνήκει σέ εὔπορη καί εὐκατάστατη οἰκογένεια, δουλεύει ὅπως οἱ δοῦλες καί οἱ φτωχές ἀγρότισσες. ᾿Ενῶ ὅμως παρουσιάζονται τά γνωρίσματα μιᾶς ἀγρότισσας, ἐντούτοις τά στοιχεῖα αὐτά δέν μειώνουν στό ἐλάχιστο τήν παγκοσμιότητα, τήν καθολικότητα καί τήν αἰωνιότητα τῶν θείων νοημάτων τοῦ ποιήματος.

Θεωροῦν μερικοί ὅτι τό ὑπέροχο αὐτό ἐγκώμιο ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένη βασίλισσα. ῾Η ἄποψη ὅμως αὐτή δέν εἶναι τεκμηριωμένη. ᾿Εντούτοις, καθώς προχωρεῖ κανείς στή μελέτη τοῦ κειμένου, διακρίνει ἕνα ἀστραφτερό βασιλικό στέμμα, πού μέ τ᾿ ἀκριβά καί σπάνια πετράδια του λαμπρύνει τό κεφάλι τῆς ἀνδρείας γυναίκας. Εἶναι οἱ ἄφθαρτες ἀρετές της·

* ἡ ἀφοσίωση στό σπιτικό της,
* ἡ οἰκονομία της,
* ἡ φιλεργία της,
* ἡ ἐλεημοσύνη της, μά προπάντων
* ἡ εὐσέβειά της.

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ περικοπή μας εἶναι πολύ ἐκφραστική τῆς ἐποχῆς της, διότι ἀπεικονίζει τίς γυναῖκες ὅλων τῶν τάξεων, τῆς πόλεως καί τοῦ χωριοῦ, καθόσον τότε καί οἱ γυναῖκες τῶν πόλεων ἦταν ἀγρότισσες. ῾Υπενθυμίζω ἐπιπλέον τή διαχρονικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς· ἀκόμη καί ὅταν ἀναλύει θέματα καιρικοῦ, τοπικοῦ ἤ ταξικοῦ χαρακτῆρος, δέν παύει νά ἐκπέμπει μηνύματα μέ κῦρος καθολικό καί ἐπικαιρότητα αἰώνια. Τό ἱστορικό πλαίσιο δηλαδή δέν ἀλλοιώνει τό πνεῦμα καί τούς στόχους πού ἡ ἴδια ἡ Γραφή θέλει νά προσφέρει καί νά χαράξει στή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς. Στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου π.χ. εἶχε δημιουργηθεῖ μέ τά εἰδωλόθυτα σοβαρό πρόβλημα, τό ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ ἴδιος στήν Α' ᾿Επιστολή του πρός τούς Κορινθίους. ῾Οπωσδήποτε παρόμοιο θέμα δέν ὑφίσταται στή σύγχρονη ἐποχή. ᾿Από τή διευθέτηση ὅμως ἐκείνου τοῦ προβλήματος ἀναδύονται συμπεράσματα μέ αἰώνιο κῦρος, ἱκανά νά χειραγωγήσουν στή λύση ποικίλων προβλημάτων τοῦ σήμερα. ᾿Αναφέρω ἐνδεικτικά τό ἀξίωμα «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» (Α' Κο 8,2) καί τή σπουδαία κατακλείδα αὐτῆς τῆς περικοπῆς «οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰῶνα, ἵνα μή τόν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (στ. 13).

Εἶναι ἀλήθεια πώς πολλά πράγματα μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων χάνουν τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἐκπίπτουν ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλά εἶναι καί κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα μένουν ἀνέγγιχτα ἀπό τόν ὁδοστρωτήρα τοῦ χρόνου. ῾Ο ἥλιος π.χ. ἤ τό ὀξυγόνο παραμένουν πάντοτε σύγχρονα καί χαρακτηρίζονται «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ», παρόλες τίς ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης καί τίς θαυμαστές ἐφαρμογές τῆς τεχνολογίας. ῎Ετσι, κι ἕνας πού ξέρει νά «περπατάει» στίς σελίδες τῆς Γραφῆς, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τά πρόσκαιρα στοιχεῖα καί σχήματα, ἀλλά στέκεται στίς ἀναλλοίωτες καί αἰώνιες ἀλήθειές της. Σ᾿ αὐτές τίς ἀκατάλυτες καί ἄφθαρτες ἀξίες, πού ξεπηδοῦν ἀπό τούς στίχους γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα, θά στρέψουμε στή συνέχεια τήν προσοχή μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Σάββατο, 05 Μάρτιος 2022 02:00

Περί νηστείας

nistiaΜέσα στό κλίμα τοῦ διάχυτου εὐδαιμονισμοῦ, ὅπου μᾶς παρασύρει ὁ συρμός τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία -μόνη αὐτή- ὑψώνει τή σημαία τοῦ ἀγώνα τῆς ἐγκράτειας. ᾿Από τίς 15 Νοεμβρίου μέχρι τίς 25 Δεκεμβρίου οἱ πιστοί καλοῦνται νά προετοιμαστοῦν γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῞Ενα μέσο προετοιμασίας εἶναι καί ἡ ἄσκηση τῆς νηστείας. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος μᾶς παροτρύνει νά τήν ὑποδεχτοῦμε:

«῞Οταν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, τόν παρέδωσε σ᾿ ἕναν σπουδαῖο παιδαγωγό, στή νηστεία. Διότι ἕνα εἶδος νηστείας ἦταν ἡ ἐντολή πού περιγράφεται στή Γένεση· «ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ» (2,16-17).

Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, πόσο περισσότερο μᾶς χρειάζεται ἐκτός παραδείσου! ῾Η δύναμή της μπορεῖ νά ἀνατρέψει καί τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ καί νά σώσει ἀπ᾿ τό θάνατο ὄχι δυό, τρία, δέκα ἤ εἴκοσι ἄτομα ἀλλά κι ὁλόκληρο λαό. Αὐτό συνέβη στήν πραγματικότητα μέ τή θαυμαστή πόλη τῆς Νινευή.

Χάρη στή νηστεία καί ὁ Δανιήλ ἐπικοινώνησε μέ τά λιοντάρια σάν νά ἦταν πρόβατα καί βγῆκε ἀβλαβής ἀπ᾿ τό λάκκο τῆς καταδίκης του. ᾿Αλλά καί οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν λαμπρότεροι καί ἐνδοξότεροι ἀπό τό πῦρ τῆς βαβυλωνιακῆς καμίνου μέ τή βοήθεια τῆς νηστείας.

῎Ας ὑποδεχτοῦμε, λοιπόν, μέ θαυμασμό καί ἀνοιχτή ἀγκαλιά αὐτή τή βασίλισσα πού καί μέσα στήν κάμινο βοηθᾶ, καί μέσα στό λάκκο τῶν λεόντων διαφυλάσσει, καί δαίμονες ἀπομακρύνει, καί τόν Θεό κάνει νά ἀναστέλλει τίς ἀποφάσεις του, καί τήν μανία τῶν παθῶν καταστέλλει, καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, καί πολλή γαλήνη ἐπιφέρει στούς λογισμούς μας.

Εἶναι δυνατόν νά φοβόμαστε καί νά ἀποφεύγουμε ἕναν τόσο μεγάλο εὐεργέτη; Δέν εἶναι τρέλα κάτι τέτοιο; «Τή φοβόμαστε», λένε κάποιοι, «διότι φθείρει τό σῶμα καί τό κάνει ἀσθενικό». ᾿Αλλά, ὅπως λέει ὁ μεγάλος ἐκεῖνος ἀπόστολος, ὅσο φθείρεται ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος, δηλαδή τό σῶμα, τόσο ὁ ἐσωτερικός, δηλαδή ἡ ψυχή, ἀνανεώνεται μέρα μέ τήν ἡμέρα (Β' Κο 4,16). ῎Αν ἐξετάσουμε, μάλιστα, καλύτερα τό πράγμα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἡ μητέρα τῆς ὑγείας. ῎Αν πρέπει κάτι νά φοβόμαστε αὐτό εἶναι ἡ μέθη καί ἡ πολυφαγία κι ὄχι ἡ νηστεία. ῾Η γαστριμαργία μας εἶναι αὐτή πού, ἀφοῦ μᾶς δέσει πισθάγκωνα, μᾶς παραδίδει δούλους στήν τυραννική δύναμη τῶν παθῶν μας. ᾿Απ᾿ αὐτή τήν τυραννία μποροῦμε νά γλυτώσουμε μόνο μέ τή βοήθεια τῆς ἁγίας νηστείας».

 zhmia-thisavrosΑὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, αὐτό ὑγεία καί πλοῦτος μας, αὐτό τό ὕψιστο τῶν ἀγαθῶν: ἡ προσευχή μέ καθαρή καί ἁγνή ψυχή. Ὅ,τι εἶναι γιά τό σῶμα τό φῶς τοῦ ἥλιου, τό ἴδιο ἀκριβῶς εἶναι γιά τήν ψυχή ἡ προσευχή. Ἄν, λοιπόν, ὑποφέρει ὁ τυφλός πού δέν βλέπει τόν ἥλιο, πόσο ζημιώνεται ὁ χριστιανός, ὅ­ταν δέν προσεύχεται συνεχῶς καί στερεῖ τήν ψυχή του ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Κι ὅμως, ποιός δέν ἐκπλήσσεται καί δέν ἀ­πο­ρεῖ μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χαρίζει ἕνα τόσο μεγά­λο προνόμιο στούς ἀνθρώπους, ὥστε ν᾿ ἀξιώνονται νά προσεύχονται καί νά συναναστρέφον­ται τόν ἴδιο; Διότι ἀληθινά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς συνομιλοῦμε μαζί Του...
 Ἄς πλησιάζουμε τόν Θεό μέ χαρά και φόβο· μέ φόβο, μήπως φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί γεμάτοι χαρά γιά τό μέγεθος τῆς τιμῆς... Θησαυρούς ἐναποθέτει στίς ψυχές μας ἡ προσευχή καί αὐτή εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στή θεάρεστη ζωή. Πρα­γμα­τι­κά, εἴτε κανείς ἀγαπᾶ τήν παρθενία εἴτε τιμᾶ τήν κοινωνία τοῦ γάμου εἴτε ἀγωνίζεται νά κυριαρχήσει στό θυμό εἴτε νά μείνει καθαρός ἀπό τό φθόνο, ἡ προσευχή προηγεῖ­ται καί ἐξομαλύνει τό δρόμο τῆς εὐσεβείας, ὥστε νά τόν καταστήσει εὐ­κολοδιάβατο.

Ἰ. Χρυσοστόμου,
Περί προσευχῆς 1· ΕΠΕ 31,180-183­
Ἀπόδοση Β.Τ.

Σάββατο, 05 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ παράξενος ἔμπορος

paraxenos-emporosΣάν τόν καλό τεχνίτη πού ἀνακάλυψε πολύτιμο ὑλικό κι ἔσπευσε νά κατασκευάσει τό πιό ὡραῖο σκεῦος, ἔτσι καί ὁ Χριστός, μόλις βρῆκε τῆς Παρθένου τό ἅγιο σῶμα καί τήν ψυχή, κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ἕναν ἔμψυχο ναό, πλάθοντας μέσα στήν Παρθένο τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως τόν θέλησε. Καί νά, μ᾿ αὐτόν ὡς ἔνδυμά του σήμερα ἔρχεται στόν κόσμο, δίχως νά ντραπεῖ τήν ἀσχήμια τῆς φύσεώς μας. Οὔτε τό θεώρησε προσβλητικό νά ἐνδυθεῖ τό ἔργο τό δικό του· τό πλάσμα, λοιπόν, ἔγινε ἔνδυμα τοῦ τεχνίτη, καρπώθηκε τήν πιό μεγάλη δόξα!
 Πραγματικά, ὅπως ἀκριβῶς κατά τήν πρώτη δημιουργία ἦταν ἀδύνατον νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, πρίν πάρει ὁ Δημιουργός στά χέρια του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο μας σκεῦος ἦταν ἀδύνατον νά μεταποιηθεῖ, ἄν δέν γινόταν πρῶτα ἔνδυμα τοῦ πλαστουργοῦ. ...
 Μέ ἀφήνει ἔκπληκτο τό θαῦμα! «Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται παιδί· αὐτός πού καθόταν σέ θρόνο ὑψηλό καί μεγαλοπρεπῆ τοποθετεῖται σέ φάτνη· ὁ ἀναφής καί ἀσώματος βαστάζεται στά ἀνθρώπινα χέρια· αὐτός πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτό θέλει. Θέλει, δηλαδή, νά μεταβάλει τήν ἀτιμία σέ τιμή, νά ἐνδύσει τήν ἀδοξία μέ δόξα... Γι᾿ αὐτό μπαίνει μέσα στή φύση μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο του. Γι᾿ αὐτό παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μοῦ δώσει τό Πνεῦμα του, ὥστε μ᾿ αὐτή τή δοσοληψία ὁ παράξενος αὐτός ἔμπορος νά βάλει στά χέρια μου τό θησαυρό τῆς ζωῆς.

 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Γενέθλιον
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2·
ΕΠΕ 35,470-472.
Ἀπόδοση Β.Τ.

Σάββατο, 05 Ιούλιος 2014 03:00

Χριστούγεννα

Πῶς νά δοξολογήσει τό στόμα μου τόν Κύριο! Τόν Κύριό του, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ δημιούργησε ὅλα τά κτίσματα, γεννήθηκε ἀνάμεσά τους σάν ἕνα ἀπό αὐτά!

Τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού, ἄν καί ὁ μέγιστος τοῦ οὐρανοῦ, ἔγινε μικρός καί μπῆκε στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.

Τί φοβερό! Ὁ Θεός Λόγος, ὁ προαιώνιος καί ἄχρονος, γίνεται ἄνθρωπος τήν καθορισμένη καί κατάλληλη στιγμή. Παραδίδεται ἑκούσια στή ροή τοῦ φθαρτοῦ καί πεπερασμένου χρόνου!

Γιά χάρη μας ὁ ὕψιστος Θεός γίνεται δοῦλος!

Τί ἐκπληκτικό! Αὐτός, πού στερέωσε τόν ἥλιο, τώρα γεννιέται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀκτίνων του!

Αὐτός, πού κυβερνᾶ τά ἄστρα, γίνεται βρέφος καί τρέφεται μέ μητρικό γάλα!

Τί παράδοξο! Ἐνῶ βασιλεύει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων ἀπό τόν κόλπο τοῦ Πατρός, ἁγιάζει τή σημερινή ἡμέρα ἀπό τά σπλάγχνα μητέρας. Κι ὅμως! Καί στήν πρώτη Του θέση παραμένει καί στόν κόσμο μας ἔρχεται!

Ἀγαλλιᾶσθε, λοιπόν, ἄνδρες καί γυναῖκες! Διότι ὁ Χριστός ὡς ἄνδρας γεννημένος ἀπό γυναίκα τίμησε καί τά δύο φύλα. Κι ἄν ἀπό γυναίκα πέρασε σέ μᾶς ὁ θάνατος, ἀπό γυναίκα πάλι γεννιέται ἡ Ζωή!

Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι! Γεννήθηκε Αὐτός πού μᾶς δικαίωσε!

Ἀγαλλιᾶσθε, ἁμαρτωλοί καί ἀδύναμοι! Γεννήθηκε ὁ Σωτήρας μας!

Ἀγαλλιᾶσθε, αἰχμάλωτοι! Γεννήθηκε ὁ Λυτρωτής!

Ἀγαλλιᾶσθε, δοῦλοι! Γεννήθηκε ὁ Κύριος!

Ἀγαλλιᾶσθε, ἐλεύθεροι! Γεννήθηκε ὁ Ἐλευθερωτής!

Ἀγαλλιᾶσθε, ὅλοι οἱ χριστιανοί! Γεννήθηκε ὁ Χριστός!

(Ἁγίου Αὐγουστίνου, Στή Γέννηση τοῦ Κυρίου, λόγοι 1 καί 4· PL 38,996.1001.

Ἐλεύθερη ἀπόδοση Εὐ. Δάκας)

Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 02:00

Χρόνος καί αἰωνιότητα

xronos aivniotitaὉ ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἦταν ἕνας ἁπλός διανοούμενος· ἦταν ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος, ἐρευνητής τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Στά τελευταῖα βιβλία τῶν «Ἐξομολογήσεών» του παλεύει κυριολεκτικά νά ἑρμηνεύσει τήν ἀρχή τῆς Γενέσεως, γιά νά κατανοήσει τή σοφία καί τήν ἀγάπη τοῦ θείου Δημιουργοῦ. Στήν ἔρευνά του προσκρούει σ’ ἕνα μεγάλο θέμα: Τί εἶναι ὁ χρόνος; Ποιά ἡ σχέση του πρός τόν Δημιουργό καί τήν δημιουργία; Πῶς ἐννοεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν χρόνο καί πῶς ἐννοεῖται αὐτός στήν πορεία τοῦ χρόνου; Στό 11ο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων» περιέχεται μία θαυμάσια ἀνάλυση τοῦ χρόνου, μοναδική στήν παγκόσμια φιλοσοφία. Βέβαια ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου μᾶς ἄφησε καί ὁ Ἀριστοτέλης στό τέταρτο βιβλίο τῶν «Φυσικῶν» του, ἀλλά καί ἡ κατεύθυνση τῆς σκέψεως καί οἱ συλλογισμοί εἶναι διαφορετικοί. Ἀπό ψυχολογικῆς πλευρᾶς συγκρινόμενος ὁ Ἀριστοτέλης μέ τόν Αὐγουστῖνο δέν μπορεῖ νά φτάσει τό ὕψος του καί νά προσεγγίσει τό βάθος του.
 «Τί εἶναι, λοιπόν, χρόνος; ρωτᾶ ὁ Αὐγουστῖνος. – Ποιός θά ἦταν ἱκανός νά τόν ἑρμηνεύσει εὔκολα καί σύντομα;». Στήν ἐρώτηση αὐτή ἀπαντᾶ: «Τόν γνωρίζω, ἀλλ’ ἄν θελήσω νά τόν ἑρμηνεύσω σ' αὐτόν πού μέ ρωτᾶ, τόν ἀγνοῶ». Ἐάν δέν παρερχόταν τίποτε, δέν θά ὑπῆρχε παρελθόν, ὅπως δέν θά ὑπῆρχε μέλλον, ἐάν δέν ἐπερχόταν τίποτε. Ἄν πάλι ὑπῆρχε πάντοτε τό παρόν, δέν θά ὑπῆρχε χρόνος, ἀλλά αἰωνιότης. Ἀλλά καί ἡ καταμέτρηση τοῦ χρόνου εἶναι κάτι τό σχετικό καί ἐπιτυγχάνεται μέ τή σύγκριση. «Μπορεῖ κανείς νά μετρήσει κάτι πού δέν ὑφίσταται; Ἑπομένως μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά μετρήσουμε τόν χρόνον, ἐφ’ ὅσον παρέρχεται, ἀλλά ὅταν ἤδη παρῆλθε δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνουμε πλέον. Ἀλλά μήπως μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι; Τό μόνο πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι τό παρόν. Τό μέλλον, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρόν, ἐξέρχεται ἀπό κάποιο κρυμμένο τόπο, καί τό παρόν, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρελθόν, ἐξαφανίζεται ἐκ νέου σέ κάποιο σκοτεινό κρησφύγετο». Ὥστε τό παρελθόν καί τό μέλλον ὑφίστανται. Καί ὅμως ὑπάρχει καί τό παρελθόν καί τό μέλλον στή σκέψη μας καί συνδέονται μέ γεγονότα. Ὑπάρχει καί τό μέλλον; Ναί. «Σ' αὐτό τό σημεῖο ἐμφιλοχωρεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν μου. Ἀδυνατῶ νά τό πλησιάσω μέ τίς δυνάμεις τῆς διανοίας μου, ἀλλά θά μπορέσω νά τό κατορθώσω μέ τήν βοήθειάν Σου, ἐάν μοῦ δώσεις τήν δύναμη, Σύ, γλυκύ φῶς τῶν πνευματικῶν μου ὀφθαλμῶν. Ὅ,τι εἶναι τώρα φανερόν καί σαφές σέ μένα εἶναι τό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε τό μέλλον, οὔτε τό παρελθόν, οὔτε εἶναι ὀρθό νά λέμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι, τό παρόν τῶν παρελθόντων, τό παρόν τῶν παρόντων καί τό παρόν τῶν μελλόντων. Διότι τά τρία αὐτά βρίσκονται στό πνεῦμα καί δέν βλέπω ποῦ ἀλλοῦ θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχουν. Τό παρόν τῶν παρελθόντων βρίσκεται στή μνήμη, τό παρόν τῶν παρόντων εἶναι ἡ ἐνόραση, τό δέ παρόν τῶν μελλόντων ἡ πρόβλεψη. Ἐάν μοῦ ἐπιτρέπεται νά μιλήσω μέ τόν τρόπον αὐτόν, θά πῶ ὅτι βλέπω τρεῖς χρόνους καί θά ὁμολογήσω ὅτι πράγματι εἶναι τρεῖς».
 Ἀλλά καί πάλι ὁ ἱερός πατήρ αἰσθάνεται ἀδυναμία νά ἐμβαθύνει περισσότερο στό θέμα τοῦ χρόνου. Στό σημεῖο αὐτό, ὅπως συχνά συνηθίζει, στρέφεται μέ ἐναγώνια σκέψη καί ὁλόθερμη ἀπό ἀγάπη καρδιά στόν Θεό καί ζητᾶ ἀπό αὐτόν τή λύση τοῦ βαθυτάτου προβλήματος. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τή συνομολία του αὐτή μέ τόν Θεό:
 «Τό πνεῦμα μου διακαίεται ἀπό τόν πόθο νά διευκρινίσει τό τόσο πολύπλοκο αὐτό αἴνιγμα. Μή θελήσεις, Πάτερ ἀγαθέ, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ Σου, Σέ ἱκετεύω. Μή θελήσεις ν’ ἀποκρύψεις στόν πόθο μου τά μυστήρια αὐτά, τά συγχρόνως τόσο οἰκεῖα καί τόσο σκοτεινά, γιά νά μπορέσω νά διεισδύσω ἐντός αὐτῶν, ὥστε νά μοῦ ἀποκαλυφθοῦν μέσα στό φῶς τῆς εὐσπλαγχνίας Σου, Κύριε! Ποιόν μπορῶ νά συμβουλευθῶ γι’ αὐτά; Καί σέ ποιόν θά ἐξομολογηθῶ τήν ἄγνοιά μου, ἐάν ὄχι σέ Σένα, στόν ὁποῖον εἶναι φορτικός ὁ ζῆλος μου, πού μέ πυρπολεῖ γιά τίς Γραφές Σου; Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ, διότι ἀγαπῶ, Σύ δέ μέ ἔκανες νά ἀγαπῶ. Δῶσε μου, Πατέρα, Σύ πού γνωρίζεις «δόματα ἀγαθά διδόναι τοῖς τέκνοις Σου». Δῶσε μου ὅ,τι ἄρχισα ἤδη νά γνωρίζω καί τό ὁποῖο θά ἦταν κόπος ἐναντίον μου, ἄν δέν τό ἀπεκάλυπτες σέ μένα. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, Σέ ἱκετεύω. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τῶν ἁγίων, εὐδόκησον, ὅπως οὐδείς με συσκοτίσει. «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα». Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίς μου, ζῶ μέ τήν ἐλπίδα «τοῦ θεωρεῖν με τήν τερπνότητα Κυρίου».
 Σ’ αὐτή τήν ἔρευνα καί ἐμβάθυνση ὁ Αὐγουστῖνος κουράζεται πολύ. Ἔρχονται στιγμές πού παραλύουν οἱ δυνάμεις του. Γονατιστός ἀπευθύνεται πότε πρός τόν Θεό καί ζητεῖ τή βοήθειά του, πότε πρός τήν ψυχή του, γιά νά τῆς δώσει κουράγιο: «Πρέπει νά ἐπιμείνεις, ὦ ψυχή μου, νά προσέξεις περισσότερο. "Ὁ Θεός βοηθός ἡμῶν", "αὐτός ἐποίησεν ἡμᾶς καί οὐχ ἡμεῖς". Στρέψε, ὅπου γλυκοχαράζει τῆς ἀληθείας τό φῶς!». Καί πιό κάτω μᾶς δίνει θαυμάσια συμπεράσματα πού κανένας ἀπό τούς φιλοσόφους δέν μπόρεσε νά πλησιάσει. «Τόν χρόνο μετρῶ ἐντός σου, ὦ ψυχή μου. Μή θελήσεις νά παρασυρθεῖς ἀπό τόν ψίθυρο τῶν θορυβωδῶν ἐπινοήσεών σου. Ἐντός σου, εἶπα, μετρῶ τήν ἐντύπωση, τήν ὁποία τά πράγματα, ὅταν παρέρχονται, ἀφήνουν σέ σένα, ἡ ὁποία καί ἀπομένει, ὅταν αὐτά παρέλθουν. Μετρῶ τήν ἐντύπωση αὐτή, πού μένει παροῦσα, καί ὄχι τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν παρήγαγαν καί ἐξηφανίστηκαν. Αὐτήν τήν ἐντύπωση μετρῶ, ὅταν μετρῶ τόν χρόνο. Ἄρα αὐτή εἶναι ὁ χρόνος, τόν ὁποῖον μετρῶ· ἄλλως δέν μετρῶ κανένα χρόνο. Ὅταν δέ μετροῦμε τήν σιωπή καί λέμε «ἡ σιωπή αὐτή διήρκεσε τόσο χρόνο, ὅσο καί ὁ ἦχος ἐκεῖνος», τό πνεῦμα μας δέν ζητεῖ νά μετρήσει τόν μή ὑπάρχοντα πλέον ἦχο, σάν νά ἐξακολουθοῦσε ἀκόμα νά ἠχεῖ, μέ τόν σκοπό νά καθορίσουμε διά τῆς συγκρίσεως τά διαστήματα τῆς σιωπῆς, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Διότι, καί ὅταν ἀκόμη δέν ὑπάρχουν παρά μόνο οἱ ἦχοι λέξεων, δέν ἀναπαράγουμε στόν νοῦ μας ἄσματα, στίχους καί λέξεις ὁποιεσδήποτε καί τέλος μέτρα παντοειδῆ καί κινήσεις. Τήν ἀμοιβαία δέ σχέση τῶν χρονικῶν αὐτῶν διαστημάτων καθορίζουμε μέ ἀκρίβεια, σάν νά ἦσαν ἦχοι πραγματικοί».
 Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σκέψεις πού ἀντλήσαμε ἀπό τό ἑνδέκατο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων», καί σέ ἄλλα ἔργα του μιλᾶ ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος γιά τόν χρόνο. Ἡ μελέτη του αὐτή, ὅπως γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης, «ἀνεγνωρίσθη ὡς λαμπροτάτη συμβολή διά τήν διερεύνησιν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προβλήματος». Ἀλλά καί κάτι βαθύτερο καί σπουδαιότερο στηρίζεται θεολογικά στήν ἀνάλυση αὐτή: Ἀπό τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στήν χρονικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτήν στήν αἰωνιότητα τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας του θά ἐξέλθει ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί θά εἰσέλθει στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.

 Εἰρήνη Πάνου
 Φιλόλογος - θεολόγος

Τρίτη, 25 Αύγουστος 2020 03:00

Γράμμα σ' ἕναν γιατρό

gramma-segiatroΠοῦ νά σέ βρίσκει ἄραγε αὐτή μου ἡ ἐπιστολή; Τούτη ἡ μεμβράνη εἶναι γραμμένη ἀπ’ τά γεροντικά, ἰσχνά πιά χέρια μου. Μελέτησέ την μέ προσοχή καί ἐπιμέλεια, μιά καί εἶναι «ἀνίκητος ἡ προθυμία μου διδάσκειν τι χρήσιμο». Στηριγμός καί παρηγοριά μου θέλω νά ’σαι, ἀγαπημένο μου παιδί! Γέροντας εἶμαι πιά «πυρετοί τό σῶμα κατεδαπάνησαν», ὥστε νά μή διαφέρω ἀπό ἕναν ἱστό ἀράχνης.
 Μ’ ἐνδιαφέρει, ἰατρέ μου, τόν ἄρρωστο θεραπεύοντας, ἀπό τή μιά ν’ ἀντικρύζεις τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ κι ἀπό τήν ἄλλη ἀνεπηρέαστα νά πλησιάζεις τόν πόνο καί μ’ ἐπιμέλεια νά τόν θεραπεύεις. «Ἐν πραΰτητι παιδεύειν τούς ἀντιδιατιθεμένους». Ταπεινά καί ἁπλά νά πλησιάζεις τόν ἀσθενῆ σου, διότι ὅσοι ὑπηρετοῦν τήν ἰατρική ὀφείλουν νά ἐργάζονται «μή μεθ’ ἡδονῆς πρός χρήματα βλέποντας καί περί τήν δόξαν».
 Μήπως ὅλα τοῦτα σέ φιλοσοφικό βιβλίο τά συνάντησα καί τ’ ἀναφέρω; Νύχτα μέρα περπατῶ στούς δρόμους τῆς Βασιλειάδας ἀνάμεσα σέ πονεμένους καί λεπρούς καί κουρασμένους. Τό πρῶτο φάρμακό μου εἶναι γιά τή «φλεγμονή» τῆς ψυχῆς τους. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι «κάμνουσα... ψυχή ἐγγίζει Θεῷ».Ἔπειτα ζητῶ νά δείξω στόν ἄρρωστο «τῆς νόσου τό μέγεθος», ὥστε κι ὁ ἴδιος νά φροντίσει νά συνεργαστεῖ ὅσο πιό καλά μπορεῖ.
 Στέκομαι κι ὁ ἴδιος προσωπικά «ἐπιτηρῶν τοῖς πᾶσιν». «Ἐπί λοιμικῶν νοσημάτων» ἀσφαλισμένος «τοῖς προφυλακτικοῖς βοηθήμασι», μά χωρίς φόβο καί ἄπωση. Θέλω ν’ ἀγγίζω τόν πάσχοντα καί στήν ψυχή μά καί στό σῶμα. Μά ... «ὅταν πᾶσα ἐλπίς ἀνακουφίσεως ἔχει ἀποκλεισθῇ», τότε «μεμνῆσθαι Θεοῦ καί τῶν ἐκεῖθεν ἐλπίδων» καί γίνεται ἡ ἐπιστήμη προσευχή καί ἡ προσευχή ἐπιστήμη.
  Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, Μελέτιε ἰατρέ μου, εἶναι ἀπό τήν πρόνοια τοῦ γιατροῦ. Παρ’ ὄλα αὐτά ζητῶ τή συμβουλή σου γιά τούς «λάβρους πυρετούς» μου, μήπως ὑποκύψω τελικά «ὑπό τοῦ κακοῦ τοῦ τοῖς σπλάχνοις ἐνιδρυμένου». Θά ἤθελα νά σέ εἶχα κοντά –φροντίδα καί ἀσφάλεια μές στό χειμώνα- μά καί συνεργό στό δύσβατό μου ἔργο.
 Πάνω ἀπ’ ὅλα ζητῶ τό χέρι τοῦ Θεοῦ μου «καρτερῶς φέρειν» ἀπό τή μιά τοῦ σώματος τήν ἀδυναμία κι ἀπό τήν ἄλλη τό βαρύ φορτίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἱκετεύω τόν Θεό καί τούς ἁγίους του νά μοῦ χαρίσουν τό «σύν αὐτοῖς αὐλίζεσθαι» μές στόν Παράδεισό του.

Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή πρός ἀρχίατρον Μελέτιον,
ΕΠΕ 2,296.
 Ἀπόδοση Εὐγ. Χατζηιωαννίδου

 den-arkeiΠροσμένοντας τόν ἄρχοντα
 Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
 Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
 Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
 Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
 Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
 Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308