Ὁ Ἠλίας ἔσκυψε γιά τελευταία φορά καί φίλησε τόν τάφο τῶν γονιῶν του.
Τό νιόσκαφτο χῶμα τό ἔνιωσε νά λαφραίνει καί μαζί του λάφρυνε κι ἡ ψυχή του. Πόσο τούς ἀγάπησε, πόσο τόν ἀγάπησαν! Καί δέν ἦταν δικό τους παιδί· δέν τόν γέννησαν αὐτοί, μά ὁ Ἠλίας δέν τό ᾿νιωσε αὐτό ποτέ του.
- Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, πάει, καί ᾿γώ ὅπου νά ᾿ναι πηγαίνω νά τόν βρῶ, τοῦ εἶπε ἡ μάνα του λίγες ὧρες πρίν ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό.
- Δέν εἶσαι ὅμως μόνος πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Πρέπει τώρα πιά νά μάθεις ὅλη τήν ἀλήθεια.
Στή θύμηση αὐτή ὁ Ἠλίας ἔνιωσε τήν καρδιά του νά γλυκαίνεται καί νά γίνεται ὁ πόνος τοῦ χαμοῦ τῆς μάνας του λιγότερο ἀβάσταχτος.
«Ὁ πατέρας σου», παιδί μου, «στά μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς ἦταν ἔμπορος λαδιοῦ. Πήγαινε μέ πολλούς κινδύνους ἀπό πόλη σέ πόλη καί πουλοῦσε τό λάδι στόν πεινασμένο κοσμάκη. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος ὁ πατέρας σου, γιέ μου. Τότε, ἄν ἤθελε, θά γινόταν πάμπλουτος, μά... μαυραγορίτης δέν θέλησε νά γίνει ποτέ!
Ἐκείνη τή χρονιά τοῦ ᾿43 ὁ Θεός δέν τσιγκουνεύτηκε. Φόρτωσε τά λιόδεντρά μας μέ καρπό καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στήν Ἀθήνα, γιατί εἶχε ἀκούσει πώς ἐκεῖ ἦταν πολύ μεγάλο τό κακό, πώς τούς ἀνθρώπους τούς μάζευαν μέ τά κάρρα πεθαμένους ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τότε ἐπέμενα νά μή φύγει τόσο μακριά, μά ἐκεῖνος θυμωμένος μέ ἀποπῆρε:
- Ἐδῶ γύρω, γυναίκα, δέν θά πεθάνει κανείς ἀπό πείνα· ὅλοι κουτσά στραβά πορεύονται. Δέν ἀκοῦς πού λένε ὅτι στήν Ἀθήνα δέν βρίσκεις σταγόνα λαδάκι, γιατί τό κρύβουν οἱ μαυραγορίτες; Θά πάω νά πουλήσω στόν κοσμάκη φτηνό λάδι.
Ἔφυγε, λοιπόν, γιέ μου, κι ὅταν γύρισε ἔφερε μαζί του τήν εὐτυχία στό σπίτι μας, ἔφερε, γιόκα μου, μιά σταλιά ἄνθρωπο, ἔφερε ἐσένα».
Ἔτσι ἔμαθε ὁ Ἠλίας στά 23 του χρόνια πώς οἱ ἄνθρωποι πού τόν μεγάλωσαν μέ τόση ἀγάπη δέν ἦταν αὐτοί πού τόν γέννησαν.
- Ποῦ μέ βρῆκε, μάνα; ρώτησε γεμάτος ἀγωνία.
- Ὁ Θεός, γιέ μου, ἔστειλε στό δρόμο του ἐκεῖ στό χάος τῆς Ἀθήνας ἕναν χρυσό ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μιά ἀποθήκη νά βάλει τά λάδια του κι ὕστερα τόν φιλοξένησε στό σπίτι του μιά ᾿βδομάδα μ᾿ ἀντάλλαγμα λίγο λάδι. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε τέσσερα παιδιά καί τό μικρότερο μόλις πού εἶχε σαραντίσει. Ὁ πατέρας σου τό ἔβλεπε καθαρά πώς τό μωρό δέν εἶχε καί πολλές ἐλπίδες νά ζήσει σέ ἕνα τόσο φτωχικό σπίτι καί τότε τούς πρότεινε νά τό υἱοθετήσει, μιά καί ὁ Θεός δέν τοῦ ᾿δωσε τοῦ διου παιδί. Ἔτσι, παιδί μου, βρέθηκες στήν ἀγκαλιά μου, βρέθηκες νά εἶσαι γιός μου.
Ἐκεῖ στό συρτάρι πού ἔβαζε ὁ πατέρας σου τούς λογαριασμούς του εἶναι τό ὄνομα καί ἡ διεύθυνση αὐτῶν πού σέ γέννησαν. Σάν κλείσω τά μάτια μου, μέ τήν εὐχή μου νά πᾶς νά τούς βρεῖς. Ὁ πατέρας σου ἔλεγε πάντα πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι.
Ἔβαλε τό χέρι στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ὁ Ἠλίας καί χάιδεψε τό κιτρινισμένο χαρτί. Σήμερα ἔκανε τά ἐννιάμερα τῆς μάνας του καί τώρα ἦταν ἕτοιμος νά πάει νά γνωρίσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν. Θά γνώριζε καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του. Τί ἦταν ἄραγε, κορίτσια ἤ ἀγόρια; Αὐτό δέν τοῦ τό εἶπε ἡ μάνα του.
Ἀτέλειωτο τοῦ φάνηκε τοῦ Ἠλία τό ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα, σάν νά τό ἔκανε γιά πρώτη φορά, κι ἄς εἶχε μείνει ἐκεῖ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὅσο κράτησαν καί οἱ σπουδές του. Μά σάν βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα μέ τήν ὁδό καί τόν ἀριθμό πού εἶχε στό χαρτάκι του, εὐχήθηκε νά ἦταν μακρύτερος ὁ δρόμος πού τόν ἔφερε ἐκεῖ. Στάθηκε μπροστά στό κουδούνι μέ χέρια καί πόδια πού ἔτρεμαν.
- Ζητᾶς κάτι, παιδί μου; Μπορῶ μήπως νά σέ βοηθήσω;
- Ψάχνω τόν κ. Διαμαντόπουλο. Τόν ξέρετε; Μένει ἀκόμα ἐδῶ; ρώτησε μέ κομμένη ἀνάσα ὁ Ἠλίας.
- Τόν κύρ Πέτρο δέν ξέρω, παιδί μου; Καί ποιός δέν τόν γνωρίζει σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. Ὅλα τά ὀρφανά κι οἱ χῆρες τόν ἔχουνε πατέρα. Κι αὐτός καί ἡ κυρά του δέν ζοῦν πιά παρά μόνο γιά τούς ἄλλους.
- Καί τά παιδιά τους; ρώτησε μέ κάποιο δισταγμό ὁ Ἠλίας.
- Τό ἕνα πού τούς ἄφησε σ᾿ αὐτή τή ζωή ὁ Θεός τοῦ τό χάρισαν. Ὁ πατήρ Ἰσίδωρος εἶναι ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας. Τ᾿ ἄλλα, παιδί μου, τά ἔφαγε ἡ πείνα τῆς κατοχῆς.
- Ἔ, κύρ Πέτρο, τό παλληκάρι ἀπό δῶ σέ ψάχνει. Γύρισε ὁ Ἠλίας καί κοίταξε τό ζευγάρι πού πρόβαλε ἀπό τό δρόμο καί εἶδε ἐκεῖνο τό ἀγαθό βλέμμα τοῦ κύρ Πέτρου νά στηλώνεται ἀπάνω του κι ὕστερα νά βυθίζεται στό δικό του βλέμμα.
- Μπά σέ καλό σου, γιέ μου, εἶπε γελαστός ὁ κύρ Πέτρος. Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ἔβλεπα τόν πατέρα Ἰσίδωρο, πρίν γίνει παπάς. Πῶς ξεγελοῦν καμιά φορά τά μάτια, κύρ Γιώργη!
- Τά μάτια πολλές φορές μᾶς ξεγελοῦν, εἶπε ξέπνοα ὁ Ἠλίας, μά ἡ καρδιά ποτέ της.
- Τί θές νά πεῖς, παιδί μου; ρώτησε ὁ κύρ Πέτρος ἀνυποψίαστος.
- Ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό γονιούς μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ Ἠλίας. Μά ἡ μάνα μου πρίν πεθάνει μοῦ ᾿πε νά ᾿ρθῶ ἐδῶ σέ σᾶς, γιά νά βρῶ μάνα καί πατέρα.
- Καλῶς ἦρθες, παιδί μου, εἶπε ἡ γυναίκα, πού δέν εἶχε μέχρι τώρα ἀνοίξει τό στόμα της. Μά ποῦ μᾶς ἤξερε ἡ μάνα σου;
- Ἐκείνη δέν σᾶς ἤξερε, σᾶς ἤξερε ὅμως ὁ πατέρας μου, ὁ κύρ Λάμπρος ὁ λαδάς. Δέ σέ γέλασε ἡ καρδιά σου, πατέρα. Φαίνεται μοιάζω πολύ μέ τόν ἀδελφό μου, εἶπε ὁ Ἠλίας καί μέ μιά κίνηση ἔκλεισε μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά του ἐκείνους τούς δυό πονεμένους ἀνθρώπους, πού τόσα χρόνια ξεχνοῦσαν τόν πόνο τους ἀνακουφίζοντας τόν πόνο τῶν ἄλλων, καί πού ἔχοντάς τα χαμένα ἔλεγαν καί ξανάλεγαν: Ὁ Ἠλίας, δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ Ἠλίας!
Καί τοῦ κύρ Γιώργη τά μάτια, πού εἶχαν δεῖ πολλά -πάρα πολλά- ἔτρεχαν ποτάμια.
- Τέτοια χαρά, Θεέ μου, τέτοια χαρά μόνο Ἐσύ μπορεῖς νά δίνεις! ἔλεγε, καί μιά γελοῦσε καί μιά ἔκλαιγε, σάν τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τοῦ πατρός Ἰσιδώρου. Τότε οἱ δυό πονεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι ἔδιναν τό μοναδικό παιδί τους στόν Θεό. Τώρα ὁ Θεός τούς ξαναγέμιζε τήν ἄδεια ἀγκαλιά τους. «Βρέ σεῖς», μονολόγησε, «βρέ σεῖς, ἔχετε ἰδέα ἀπό Θεό!».
Ἑ. Β.
Τούς φίλους μου τούς παιδικούς δέν τούς ξέχασα ποτέ. Οἱ σύντροφοι τῶν παιχνιδιῶν μου στά ξένοιαστα χρόνια τῆς ζωῆς μου ἔρχονται συχνά-πυκνά στή σκέψη μου μέ νοσταλγία. Κι εἶχα τήν εὐτυχία νά ἔχω πολλούς παιδικούς φίλους. Τόσους ὅσα καί τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, τά ξηγημένα ἐκεῖνα χωριατάκια μέ τά ὁποῖα ἔπαιξα, μάλωσα, φίλιωσα, μεγάλωσα...
Ἔρχονται συχνά-πυκνά στό νοῦ μου καί γλυκαίνουν μέ τή θύμησή τους τήν ὕπαρξή μου. Μά εἶναι καί μιά μέρα πού νιώθω πώς περισσότερο ἀπό κάθε φορά τούς ἀνήκω, πώς ὅσο ποτέ μοῦ ἀνήκουν. Κάθε Πρωτοχρονιά ξαναγίνομαι μικρό παιδί καί τρέχω ἀνάμεσά τους σάν τότε, τότε πού ...
Εἶχε τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου καί μεῖς ἄλλο δέν κρατιόμασταν. Κρεμάσαμε στό λαιμό μας τά παρδαλά πουγγιά μας, φτιαγμένα ἀπό κάποιο παλιό πουκάμισο ἤ σεντόνι, καί ξεκινήσαμε. Ἐμεῖς δέν τόν ξέραμε τόν βραδινό Ἁι-Βασίλη, γιατί ὁλονῶν μας οἱ γονιοί ἦταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες. Εἴχαμε ὅμως ἄλλο τρόπο νά κάνουμε τή μέρα πού γιόρταζε δική μας.
Στό χωριό μου ὑπῆρχε τό ἔθιμο τήν Πρωτοχρονιά τά παιδιά νά περνᾶνε ἀπ᾿ ὅλα τά σπίτια καί νά εὔχονται σέ ὅλους «Καλόν νέον ἔτος!». Σέ κάθε σπίτι πού πηγαίναμε, ἀκόμα καί ὁ πιό «σφιχτός» κάτι ἔρριχνε στό πουγγί μας. Ἔτσι μπορεῖ νά μήν παίρναμε δῶρα ἀπό τόν Ἁι-Βασίλη, ὅμως ὅλα τά παιδιά εἶχαν στή γιορτή του ἐξασφαλισμένο ἕνα γεμάτο πουγγί. «Καλόν νέον ἔτος, παππού!», «Καλόν νέον ἔτος, γιαγιά!». Πρῶτα νιώθαμε τό χάδι τους στό κεφάλι κι ὕστερα τό βάρος τοῦ κέρματος στό λαιμό μας. Ἕνα πανηγύρι, ἕνα παιδικό ξεφάντωμα.
Πλησίαζε πιά μεσημέρι καί κοντεύαμε νά τελειώσουμε τή γύρα μας, ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ λαιμός μου δέν σήκωνε κανένα βάρος. Ἔψαξα γιά τό πουγγί μου καί τότε μέ κομμένα τά γόνατα ἄρχισα νά φωνάζω μέ πανικό· «Τό πουγγί μου! Χάθηκε τό πουγγί μου»! Ὅλα τά παιδιά γύρισαν καί μέ κοίταξαν ξαφνιασμένα. Μερικά χαμογέλασαν νομίζοντας πώς τούς ἔκανα πλάκα. Μά, ὅταν εἶδαν τά δάκρυά μου νά τρέχουν, σοβάρεψαν ἀπότομα. Βαλθήκαμε τότε ὅλοι νά ψάχνουμε τά δρομάκια ἀπ᾿ ὅπου περάσαμε, ὅμως τό πουγγί -λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τό κατάπιε- δέν βρέθηκε πουθενά.
- Παιδιά, ἐγώ λέω πώς δέν πρέπει νά στενοχωριόμαστε ἄλλο, εἶπε ὁ Ἀνδρέας. Προτείνω νά πᾶμε στόν παπά νά τοῦ τό ποῦμε, νά μᾶς πεῖ ἐκεῖνος τί θά κάνουμε.
Βρήκαμε τόν πατέρα Ἀπόστολο στό σπίτι του καί τοῦ ἐξηγήσαμε τί συνέβη. Ἐκεῖνος μᾶς κοίταξε ἕναν-ἕναν μέ σοβαρότητα.
- Καί εἶστε ἕτοιμοι νά κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ; μᾶς ρώτησε ἀργά-ἀργά.
- Ναί, πάτερ, ἄκουσα ὅλα τά παιδιά μαζί ν᾿ ἀπαντοῦν.
- Εἶστε, λοιπόν, δεκαεπτά ὅλοι μαζί. Θά ἀνοίξετε τά πουγγιά σας ἐσεῖς οἱ δεκαέξι καί θά χύσετε τά χρήματα, δίχως ὁ καθένας νά μετρήσει τά δικά του, πάνω στό τραπέζι μου. Ὕστερα, ἀφοῦ τά μετρήσουμε ὅλα μαζί, θά τά μοιράσουμε στά δεκαεπτά. Ἔτσι θά πάρει κι ὁ Νίκος τό μερίδιό του καί θά εἶναι ὅλα μιά χαρά. Λοιπόν, τί λέτε;
Ὁλονῶν τά πουγγιά ξέραμε πώς εἶχαν πενταροδεκάρες, μά ξέραμε ἐπίσης πώς τό πουγγί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἰδιαίτερα ἐνισχυμένο ἀπό τόν θεῖο του πού ἦρθε ἀπό τήν Ἀγγλία. Θά τό δεχόταν, λοιπόν, αὐτό ὁ Ἀνδρέας; Καί τότε ἦταν πού ζήσαμε ὅλοι τό πιό ὄμορφο ξάφνιασμα. Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας ἄδειασε τό πουγγί του πάνω στό τραπέζι τοῦ παπᾶ, δίχως νά τό σκεφτεῖ καθόλου. Κι ἔτσι καθώς τό περιεχόμενο τοῦ παρδαλοῦ πουγγιοῦ γέμιζε τό τραπέζι, βλέπαμε θαρρεῖς τήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ὑπέροχου φίλου νά ξεχύνεται καί νά πλημμυρίζει ἀπό ἀγάπη καί τίς δικές μας.
Ὅταν ἄδειασαν ὅλα τά πουγγιά, ὁ πατήρ Ἀπόστολος μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μέ ἔφερε κοντά στό γεμάτο κέρματα τραπέζι.
- Αὐτό, Νίκο, δέν πρέπει νά τό ξεχάσεις ποτέ στή ζωή σου! μοῦ εἶπε δακρυσμένος. Καί σεῖς, παιδιά, νά τό βάλετε σάν βάση στή ζωή σας. Σήμερα πού κάνει ἀρχή ὁ χρόνος, ἐσεῖς ἀρχίσατε τή νέα χρονιά μέ μιά ὄμορφη πράξη. Ὁ Χριστός εἶναι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό σᾶς.
Ἦταν ἕτοιμος ὁ πατήρ Ἀπόστολος ν᾿ ἀρχίσει τό μέτρημα, ὅταν κάποιος ἀκούστηκε ἀπ᾿ ἔξω νά τόν φωνάζει. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί στό ἄνοιγμά της φάνηκε ἡ γιαγιά Ἀνθοῦσα πού κατάκοπη, σέρνοντας τά 93 της χρόνια, γύρεψε ἀμέσως μιά καρέκλα νά καθίσει.
- Ποιός καλός ἄνεμος σ᾿ ἔφερε ὥς ἐδῶ, γιαγιά Ἀνθοῦσα; τή ρώτησε ὁ παπάς.
- Ὁ Θεός μέ βοήθησε κι ἦρθα, πάτερ μου. Κάποιο ἀπό τά παιδάκια πού πέρασαν ἔχασε τό πουγγί του μέσα στήν αὐλή μου. Δέν τό εἶχα καλό τέτοια μέρα ἅγια νά στενοχωριέται τό παιδί. Ἔκανα κουράγιο κι ἦρθα νά σοῦ τό φέρω. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τή δύναμη. Νά το τό πουγγί.
Ὁ πατήρ Ἀπόστολος πῆρε τό πουγγί ἀπό τό τρεμάμενο χέρι τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί τό ἔβαλε στά χέρια μου. Ἔσκυψα, φίλησα τό χέρι του, φίλησα τό χέρι καί τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί μέ μιά κίνηση ἄδειασα τό περιεχόμενό του στό σωρό μέ τά κέρματα.
Στό μέτρημα ἔγινε σωστό πανηγύρι, ὅταν τά δεκαεπτά πουγγιά ξαναγέμισαν πάλι. Πήραμε τήν εὐχή τοῦ πατέρα Ἀπόστολου καί φύγαμε γιά τά σπίτια μας. Τήν πρώτη μέρα ἐκείνου τοῦ χρόνου εχαμε ζήσει στήν πράξη μέ τή βοήθεια τοῦ καλοῦ παπᾶ μας τήν ἀδελφική ἀγάπη· εχαμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, οἱ φίλοι καί οἱ σύντροφοι στά παιχνίδια, ἤμασταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀδέλφια.
Μέ τέτοια ἀγάπη, μέ τέτοια ζεστασιά καί μέ τέτοια νοσταλγία τούς θυμᾶμαι κάθε φορά. Ἔτσι ὅπως σκέφτομαι καί ἀγαπῶ τ᾿ ἀδέλφια μου, σκέφτομαι κι ἀγαπῶ καί κείνους. Προπαντός κάθε Πρωτοχρονιά, ὅταν νοερά τούς εὔχομαι «Καλόν νέον ἔτος!».
Ἑλένη Βασιλείου
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 20-21
Ἡ πολυτέλεια τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ τῆς κ. Ἀλίκης μαρτυροῦσε τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη οἰκονομική ἄνεση. Ἡ χλιδή συνταιριασμένη μέ τό γοῦστο τῆς οἰκοδέσποινας ἄφηναν ἕνα αἴσθημα θαυμασμοῦ σέ ὅποιον τίς μέρες αὐτές ἐπισκέπτονταν τήν οἰκογένεια τοῦ κ. Λόντου. Μά ἡ κ. Ἀλίκη σήμερα δέν εἶχε μάτια νά δεῖ τό σαλόνι της, οὔτε καρδιά γιά νά χαρεῖ ὅτι μέ μεράκι καί ἔξοδα τόσο ὄμορφα εἶχε στολίσει.
Γιά ποιούς τό στόλισε; γιά ποιόν ἔκανε τό σπίτι της ὄμορφο ὥστε ὅλοι νά τό θαυμάζουν καί νά τό ζηλεύουν;
- Μαμά, τῆς εἶπε τό πρωΐ ὁ γιός της, μόλις κλείσουν τά σχολεῖα γιά τά Χριστούγεννα θά φύγουμε μέ τήν παρέα μου γιά κάποιο χιονοδρομικό κέντρο.
- Ἄς κάνουμε, παιδί μου, πρῶτα ὅλοι μαζί Χριστούγεννα καί φεύγεις μετά, τοῦ εἶπε μαλακά ἡ Ἀλίκη.
- Γιατί μήπως ἐκεῖ ποῦ θά πᾶμε δέν θά ἔχει Χριστουγεννιάτικα φαγητά ἤ μήπως δέν θά στόλισαν τά σαλέ μέ Χριστουγεννιάτικα στολίδια; Ἄσε μέ ρέ μαμά καί σύ, ἐκτός, τόνισε μιά μιά τίς λέξεις ὁ Δημήτρης, ἄν ἐννοεῖς ὅτι θά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία, ὅπως τότε ποῦ ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα.
Δέν ἀπάντησε ἡ κ. Ἀλίκη στό ἐρώτημα τοῦ γιοῦ της μά ὅλη τή μέρα δέν ἔπαψε νά τό σκέφτεται. Ἡ κουβέντα πού τῆς εἶπε ὁ Δημήτρης τήν ἀναστάτωσε. Κάτι παρόμοιο τῆς εἶπε καί ἡ Γιάννα ἡ κόρη της τίς προάλλες.
- Ὅταν ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα, ὅλα στό σπίτι μας ἦταν διαφορετικά, πιό ζεστά, πιό ὄμορφα, τῆς εἶπε.
Γύρισε ἡ Ἀλίκη καί κοίταξε τή θέση πού ἦταν ἄλλοτε τό καντήλι καί τό εἰκονοστάσι. Ὅσο ἦταν ἡ μάνα της στή ζωή ἐκεῖνο ἦταν ἀκοίμητο. Ποιός τολμοῦσε νά πεῖ πώς ἦταν ἀταίριαστο σ᾽ ἕνα τόσο χλιδάτο σαλόνι; Ἡ γριά ἦταν σίγουρη πώς ἐκείνη ἡ γωνιά ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κανείς δέν ἤθελε νά στενοχωρέσει τή γιαγιά. Μά σάν ἔφυγε ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν φίλων. Ὄχι, δέν ταίριαζε ἐκεῖ. Ὁ Θεός εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός. Σ᾽ ἕνα σαλόνι πού δέχεται κόσμο καί κοσμάκη μιᾶς ὑψηλῆς κοινωνίας δέν ταίριαζε εἰκονοστάσι καί καντήλι.
Καί μαζί μ᾽ αὐτό ἔδιωξε ἡ κ. Ἀλίκη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Τρία χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἡ γιαγιά ἡ κ. Ἀλίκη ἄρχισε νά προβληματίζεται, ἄρχισε ν᾽ ἀνησυχεῖ. Κάτι δέν πήγαινε καλά σ᾽ αὐτό τό πλούσιο σπίτι. Ὅσο κι ἄν πάσχιζε νά τό κάνει ὄμορφο καί θελκτικό γιά τά δυό παιδιά της, ἐκεῖνα ἔδειχναν πώς τίποτε δέν τά τραβοῦσε μέσα σ᾽ αὐτό.
Κάθισε καί ἄρχισε νά λογαριάζει ἡ κ. Ἀλίκη. Πόσους καί ποιούς θά καλοῦσε στό Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν; Ἔγραψε ὀνόματα, ὀνόματα τόσα πολλά πού γέμισε ἡ σελίδα, γέμισε ὁλόκληρο τό τεράστιο σαλόνι. Γιά μιά στιγμή ξέχασε ἀνησυχίες καί προβληματισμούς καί ἀφέθηκε στήν εὐδαιμονία τῆς φαντασίας.
- Ὡραῖο τό σπίτι σου, καλή μου, θά τῆς ἔλεγε ἡ μιά.
- Τί γοῦστο! θά τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη.
Ἔμεινε γιά πολλή ὥρα βυθισμένη στίς σκέψεις της ὡς τή στιγμή πού ἡ φωνή τῆς κόρης της τήν ἔφερε στήν πραγματικότητα.
- Μαμά, μοῦ ἐπιτρέπεις νά πάω νά κάνω Χριστούγεννα στή θεία Ἑλένη στό χωριό;
- Στό χωριό; ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
Μά, μά ἐδῶ θά ἔχουμε ρεβεγιόν, ἐδῶ θά ἔχουμε τόσο κόσμο, τῆς εἶπε δείχνοντας της τήν λίστα μέ τά ὀνόματα.
- Μαμά θέλω νά κάνω Χριστούγεννα κι ὄχι ρεβεγιόν, τό καταλαβαίνεις;
Ἡ νεαρή κοπέλα κοίταξε μέ οἶκτο τή μάνα της πού τήν κοιτοῦσε σαστισμένη.
- Μαμά, δέν μᾶς λείπει τό φαγητό καί τό ποτό, δέν μᾶς λείπει τό ξενύχτι καί ἡ διασκέδαση. Ἡ γιαγιά μᾶς λείπει, μητέρα, ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της.
- Ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της; ἐπανέλαβε γεμάτη ἀπορία ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ἐσένα, μαμά, δέ σοῦ λείπει, πῶς δέ μοῦ λείπει ὅμως.
- Ὅμως δέν κάνεις τίποτε γιά νά ξαναγυρίσει.
- Ποιός ἡ γιαγιά; μπά σέ καλό σου, παιδάκι μου, τί σ᾽ ἔπιασε σήμερα, ἔκανε τάχα γελώντας ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ὁ Θεός, μητέρα, ὁ Θεός τῆς γιαγιᾶς!
Κοίταξε τήν κόρη της σάν χαμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ἴσως, ἴσως ἔχεις δίκιο εἶπε ταπεινά καί δέν ξαναμίλησε ὡς τό βράδυ πού γύρισε στό σπίτι ὁ ἄνδρας της.
- Χρῆστο, μπορεῖς νά βάλεις αὐτό τό μεγάλο καρφί σ᾽ ἐκείνη τή γωνία; τοῦ εἶπε μέ μάτια χαμηλωμένα.
- Ποῦ ἐκεῖ πού ἦταν τό καντήλι, εἶπε κι ἔνιωσε στό στῆθος της νά λευτερώνεται.
Σάν γύρισαν τά δυό παιδιά ἀργά τή νύχτα τό σαλόνι ἦταν ἄδειο καί οἱ γονεῖς της εἶχαν ἤδη ἀποσυρθεῖ στό δωμάτιο τους. Πρῶτος εἶδε τό ἀναμμένο καντῆλι ὁ Δημήτρης καί χωρίς νά τό καταλάβει τοῦ ξέφυγε μιά θριαμβευτική κραυγή.
- Γιές!
- Τί ἔπαθες τόν ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ ἀδελφή του.
- Κοίτα, τῆς εἶπε δείχνοντάς της τό εἰκονοστάσι μέ τό ἀναμμένο καντῆλι.
Ἀγκάλιασε τόν ἀδελφό της συγκινημένη ἡ Γιάννα καί πῆγαν μαζί κάτω ἀπό τό καντήλι. Ἔκαναν εὐλαβικά τό σταυρό τους καί ὕστερα κοιτάχτηκαν χαρούμενοι. Μπροστά της στό μεγάλο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ἦταν ἀφημένο τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τῶν καλεσμένων γιά τό ρεβεγιόν. Ἕνα μεγάλο Χ τά διέγραφε ὅλα καί ἀπό κάτω ἦταν γραμμένα τέσσερα ὀνόματα, Ἀλίκη, Χρῆστος Γιάννα καί Δημήτρης. Θά γιορτάσουμε οἰκογενειακά.
Τά παιδιά κοίταξαν μιά τό χαρτί καί μιά τό καντῆλι. Ἐπιτέλους ἐπέστρεψε ὁ Θεός. Ἦταν πιά καί οἱ δυό σίγουροι πώς μόνο στό σπίτι τους θά γιόρταζαν Χριστούγεννα καί δέν εἶχαν ὄρεξη νά πᾶνε πουθενά, μά πουθενά παρά μόνο τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία.
- Θά τό ἀναβω μιά μέρα ἐγώ καί μιά ἐσύ τοῦ εἶπε χαρούμενα ἡ Γιάννα.
- Θά τό ἀνάβω κάθε μέρα ἐγώ, εἶπε γλυκά ἡ Ἀλίκη πού στάθηκε ἀθόρυβα πίσω της εἶναι δικό μου χρεός.
- Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα εἶπε ὁ Δημήτρης.
- Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα ἐπανέλαβε συγκεκριμένη ἡ κ. Ἀλίκη καί ἔκλεισε τά δυό παιδιά της στήν ἀγκαλιά της. Κι ἦταν τόσο ζεστή ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά, ὅσο καί ἡ φλόγα πού ἔκαιγε στό καντηλάκι, ὅσο καί τά χνώτα πού ζέσταιναν τόν νεογέννητο Χριστό, ὅσο καί ἡ ἀγκαλιά τῆς Παναγίας πού τόν κρατοῦσε. Ποιός εἶπε πώς δέν ἦρθαν ἀκόμα τά Χριστούγεννα;
Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
- Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
- Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
- Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
- Ἐμπρός!
Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
- Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
- Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
- Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε. Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
- Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
- Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
- Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
- Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
- Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
- Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
- Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
- Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
- Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
- Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
- Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
- Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
- Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
- Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.
Ε.Β.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ὥρα καλή γιά κείνους π᾿ ἀγρυπνοῦν μετρώντας κόμπο-κόμπο τά «Κύριε ἐλέησον» ἤ διαβάζοντας τό Μεσονυκτικό. Ὥρα καλή, πού μέσα στή σιωπή της γίνεται εὐκολότερη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μά καί ὥρα κακή γιά ὅσους, τυλιγμένοι τό σκοτεινό της μανδύα, ξεγλιστροῦν, νομίζουν, ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦν μές στό βαθύ σκοτάδι νά πράξουν τά ἀνόσια.
Κατέβηκε νυχοπατώντας τή σκάλα ὁ Μιχάλης καί βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ ὑπόγειου διαμερίσματος. Τοῦ ἦταν ὅλα ἐκεῖ τόσο γνώριμα, ἀκόμα κι ἡ μυρωδιά τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας· μιά μυρωδιά πετρελαίου ἀνακατωμένη μέ τό ἄρωμα τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ πού χρησιμοποιοῦσε ἡ καθαρίστρια.
Παρασκευή βράδυ καί περασμένα μεσάνυχτα. Στάθηκε μπρός στήν πόρτα μέ καρδιοχτύπι. Κι ἄν ἦταν μέσα ὁ φοιτητής πού τό νοίκιαζε; Ἄν τρόμαζε κι ἔβαζε τίς φωνές μέσα στή νύχτα; Θά χτυποῦσε πρῶτα τό κουδούνι κι ἄν ἦταν μέσα, θά τοῦ ἔλεγε πώς ἔκανε λάθος, πώς ἔψαχνε κάποιον χωριανό του.
Χτύπησε μέ τρεμάμενο χέρι τό κουδούνι ὁ Μιχάλης καί περίμενε. Ξαναχτύπησε καί ξαναπερίμενε, κι ὅταν πιά σιγουρεύτηκε πώς ὁ ἔνοικος ἔλειπε, ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τό κλειδί. Τί καλά ἔκανε καί κράτησε ἀντικλείδι, ὅταν τό ξενοίκιασε πρίν ἀπό δύο χρόνια! Ἔβαλε τό κλειδί στήν κλειδαριά καί ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα σάν νοικοκύρης καί ἄναψε τό φῶς. Ἡ ματιά πού ἔρριξε γύρω του τόν βεβαίωσε πώς δέν θά πήγαινε ἄδικος ὁ κόπος του. Τουλάχιστον θά ἔπαιρνε μαζί του ἕναν πολύ καλό ὑπολογιστή. Ἐπιτέλους θά ἱκανοποιοῦσε τήν παρέα του. Στή σκέψη τῆς παρέας ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά, καθώς τά λόγια τῆς Μαίρης τόν ἔσφαζαν σάν μαχαίρι: «Δέν εἶσαι γιά δῶ, ρέ Μιχάλη, ξεκόλλα ἀπό μᾶς. Δέν εἶσαι ἱκανός νά γίνεις κλέφτης». Ἀπόψε θά ἀνέβαινε στά μάτια της, θά τόν ἐκτιμοῦσε ἀπό δῶ καί πέρα, ὅπως ἐκτιμοῦσε τόν Λάκη καί τόν Πέτρο. Πῆγε χωρίς νά βιάζεται στήν κουζίνα κι ἄνοιξε τό ψυγεῖο. Ὅλα τ᾿ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ λές καί στοιβάχτηκαν ἀπόψε ἐκεῖ μέσα γιά χατίρι του. Διάλεξε ὅ,τι ἤθελε καί πῆγε νά τ᾿ ἀφήσει στό τραπέζι. Πῆγε νά ξεφωνίσει ἀπ᾿ τή χαρά του. Ἐκεῖ, στή μέση τοῦ τραπεζιοῦ, ἦταν σκεπασμένο ἕνα ταψί μέ μιά ὡραιότατη χωριάτικη τυρόπιτα καί δίπλα ἀφημένο ἕνα κουτί ἀπό χρυσοχοεῖο. Ἄνοιξε μέ βουλιμία τό κουτί καί βρῆκε μέσα ἕνα πανάκριβο ρολόι μάρκας. Ὕστερα μέ τήν ἴδια βουλιμία ρίχτηκε στήν πίτα.
«Σάν τήν πίτα τῆς μάνας μου», σκέφτηκε μόλις τή δάγκωσε, κι ἡ δαγκωματιά λές κι ἔφτασε ὥς στήν καρδιά του. Ἄν μάθαινε ἡ μάνα του τί ἔκανε ἀπόψε ὁ γιός της, ἄλλη νύχτα δέν θά ζοῦσε. Ἀπόμεινε στή σκέψη του ἡ μάνα του καί τήν εἶδε μπροστά του ὁλοζώντανη νά ἀνοίγει τό φύλλο χαρούμενη, νά ἁπλώνει τό τυρί, νά βάζει τήν πίτα στό φοῦρνο κι ὕστερα νά χωρίζει τό καλύτερο κομμάτι γιά τόν κανακάρη της.
Πόση ὥρα κοιτοῦσε τήν πίτα δέν κατάλαβε. Οὔτε κατάλαβε πότε στάθηκαν στήν πόρτα τῆς κουζίνας ἐκεῖνοι πού τόν κοιτοῦσαν ὄχι τόσο ξαφνιασμένα ἀλλά, θά μποροῦσε νά τό πεῖ, πονετικά. Τινάχτηκε μόλις τούς εἶδε κι ἄρχισε νά τρέμει ἀπό τό φόβο του.
- Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ μίλησε γλυκά ἡ γυναίκα.
Κοίταζε μιά τή γυναίκα πού τοῦ μιλοῦσε καί μιά τόν νεαρό πού ἦταν πλάι της. Προσπάθησε νά κρατηθεῖ στά πόδια του, μά ἐκείνη ἡ τρεμούλα δέν ἔλεγε νά τόν ἀφήσει.
Ἡ γυναίκα τόν πλησίασε, τόν ἀκούμπησε ἁπαλά καί τόν ἔβαλε νά καθίσει. Ὕστερα ἅπλωσε πάνω στά λερά μαλλιά του τό χέρι της καί τόν χάιδεψε.
- Πῶς μπῆκες μέσα; τόν ρώτησε ὁ νέος πού ἦταν μαζί μέ τήν κυρία.
Ἔβγαλε συντριμμένος τό κλειδί ἀπό τήν τσέπη ὁ Μιχάλης καί τ᾿ ἄφησε πάνω στό τραπέζι. Πρίν δύο χρόνια ἔμενα ἐδῶ. Νόμιζα... δηλαδή εἶχα μάθει πώς ἔφευγες κάθε Παρασκευή στό σπίτι σου, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
Αὐτή τή φορά ἦρθα ἐγώ, γιατί αὔριο ὁ Μιχάλης μου γιορτάζει καί θά ἔρθουν ἐδῶ οἱ φίλοι του νά τόν γιορτάσουν. Πήγαμε ἀπόψε στήν ἀγρυπνία. Ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμαστε, παιδί μου. Ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔγινε τό κακό. Κάθισε, λοιπόν, μαζί μας νά φᾶμε κι ὕστερα τραβᾶς στό καλό. Ἔλα, Μιχάλη μου, βόηθα με νά στρώσω γρήγορα μιά κι ἔχουμε μουσαφίρη!
- Δέν θά φωνάξετε τήν ἀστυνομία; ρώτησε ἀπορημένος καί γεμάτος ἐλπίδα ὁ Μιχάλης.
- Δέν πῆρες τίποτα, πῆρες; τόν ρώτησε γλυκά ἡ μάνα.
- Δέν πρόλαβα, ὁμολόγησε ταπεινά ἐκεῖνος καί ξέσπασε σέ κλάματα. Κάθισε δίπλα του ἡ μάνα ἡ χωρική, ὅμοια κι ἀπαράλλαχτη μέ τή δική του μάνα, καί τοῦ ᾿πε λόγια σοφά, συμβουλευτικά. Πότε τόν μάλωνε γιά τό κατάντημά του καί πότε τοῦ μιλοῦσε τρυφερά. Πότε τοῦ ἔδειχνε τήν Παναγιά, πού ἀπ᾿ ἀπέναντι τούς κοιτοῦσε γλυκά, καί πότε τοῦ θύμιζε τή μάνα του, πού τόν περίμενε νά γυρίσει ἐπιστήμονας κοντά της. Κι ὅταν πιά στέρεψαν τά δάκρυα τοῦ νέου καί σώθηκαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖνος ἅρπαξε τά δυό της χέρια καί τά φίλησε.
- Οὔτε τό ὄνομά σου δέν μᾶς εἶπες, παιδί μου, εἶπε ἡ μάνα καί τόν κοίταξε μέ ὅση ἀγάπη ἔκρυβε ἡ πλατειά καρδιά της.
- Μιχάλης, ἀπάντησε γεμάτος ντροπή πού εἶχε τό ἴδιο ὄνομα μέ τό τίμιο παιδί τῆς ὑπέροχης, τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας.
- Μιχάλης! Καί δέ μᾶς τό λές τόση ὥρα! Χρόνια πολλά, Μιχάλη! Χρόνια πολλά, παιδί μου! εἶπε συγκινημένη.
Καί πρίν προλάβει νά πεῖ «εὐχαριστῶ» ὁ Μιχάλης, ἔνιωσε τά μητρικά της χείλη ν᾿ ἀκουμποῦν στό ἱδρωμένο του μέτωπο.
Ἦταν σχεδόν ξημέρωμα, ὅταν ὁ Μιχάλης ἄφηνε πίσω τό παλιό του διαμέρισμα καί τούς καινούργιους του φίλους. Στά χέρια του δέν κρατοῦσε οὔτε τόν ὑπολογιστή οὔτε κανένα ἄλλο λάφυρο. Στά χέρια του ἔσφιγγε δυνατά τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἡ γλυκειά γυναίκα ψιθυρίζοντάς του τρυφερά: «Πήγαινε νά γιορτάσεις σήμερα μέ τή μανούλα σου, μέ τούς δικούς σου!».
Ἔφτασε στό πρακτορεῖο καί περίμενε ν᾿ ἀνοίξει. Πῆρε τό πρῶτο λεωφορεῖο καί ξεκίνησε. Τήν ἴδια ὥρα στό χωριό του, ἡ μάνα του μέ χίλιες ἐλπίδες στήν καρδιά πῆρε τό πρόσφορο πού ζύμωσε, ἔγραψε τό ὄνομα «Μιχαήλ» στό χαρτί καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία. Δέν τόν περίμενε, μ᾿ αὐτός τῆς ἐρχόταν. Αὐτό ἦταν ἀπό τά ἀνέλπιστα, πού ἀναπάντεχα χαρίζει ὁ Θεός.
Ὅταν τό λεωφορεῖο σταμάτησε στό χωριό του, ἦταν ἡ ὥρα πού σχολνοῦσε ἡ ἐκκλησία κι ἡ μάνα του, θές ἀπό ἔνστικτο, θές ἀπό ἐλπίδα, στύλωσε τά μάτια στήν πόρτα του. Κι ἄρχισε ἡ καρδιά της ἕνα φτεροκόπημα ὅμοιο, θαρρεῖς, μέ κεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, καθώς πετώντας γιόρταζαν τή γιορτή τοῦ Μιχαήλ, τοῦ γιοῦ της πού ἐπέστρεψε.
Ἑ.Β.
Ὁ Μανώλης τράβηξε τήν κουρτίνα τοῦ παραθύρου του καί εἶδε μέ ἱκανοποίηση ὅτι ὁ καιρός τό γύρισε σέ χιόνι. Ὅλη τή μέρα ἔβρεχε, μά μέσα στή βροχή ἔβλεπε μερικές νιφάδες πού πάλευαν νά ἐπικρατήσουν. Κι ἐπιτέλους τά κατάφεραν! Ἄρχισε ἤδη νά τό στρώνει.
Τοῦ ἦρθε στή σκέψη τό χωριό. Εἶχαν νά πᾶνε ἐκεῖ γιά Χριστούγεννα τρία χρόνια καί ἀκριβῶς τόσα χρόνια εἶχε νά δεῖ τούς θείους καί τά ξαδέλφια του. Ἦταν πολύ ὄμορφα στό χωριό ὅταν χιόνιζε, μά ἀπό τότε πού εἶχαν οἱ μεγάλοι ἐκείνη τήν ἀνόητη παρεξήγηση, δέν ξαναπάτησαν ἐκεῖ οὔτε Χριστούγεννα οὔτε καλοκαίρι. Οὔτε πού θυμόταν καλά-καλά πῶς ἄρχισε ἡ παρεξήγηση. Θυμᾶται ὅτι ὁ μπαμπάς του ἀστειεύθηκε λέγοντας πώς οἱ λαχανοσαρμάδες τῆς θείας ἦταν καλοί, ὅμως ὄχι σάν τῆς γυναίκας του. Θυμᾶται ὅτι ἡ θεία ἡ Σμαρώ κατέβασε τά μοῦτρα της καί δέν τά ξανανέβασε ὅλη τή μέρα. Τή δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων ἡ θεία πεισμωμένη δέν μαγείρεψε τίποτε κι ὁ ἀδελφός της, ὁ πατέρας του δηλαδή, θύμωσε, τούς πῆρε ὅλους κι ἔφυγε κι ὁρκίστηκε νά μήν ξαναπατήσει στό χωριό.
- Κοίτα, φίλε μου, τί μᾶς κάνανε οἱ λαχανοσαρμάδες! εἶπε δυνατά.
- Μανώλη, τί ἔπαθες; Παραμιλᾶς;
Ἡ ἀδελφή του ἡ Χρυσούλα, πού μπῆκε ἐκείνη τήν ὥρα στό δωμάτιο, τόν κοίταζε κοροϊδευτικά.
- Ὄχι, Χρύσα μου, δέν παραμιλάω. Ὅμως ἔλα νά δεῖς· τό ἔστρωσε κιόλας. Φαντάζεσαι τί ὄμορφα πού θά εἶναι τώρα στό χωριό!
- Κατάλαβα, εἶπε βγάζοντας ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό ἡ Χρυσούλα. Ἴσως γι᾿ αὐτό νά μή μ᾿ ἀρέσουν καί οἱ λαχανοσαρμάδες.
Ἔφυγε ἡ Χρυσούλα κι ἔμεινε μόνος καί πάλι ὁ Μανώλης μπροστά στό χιονισμένο τοπίο.
«Κάτι πρέπει νά γίνει, σκέφτηκε. Τί στό καλό; Ὁ μπαμπάς μέ τή θεία εἶναι ἀδέλφια· δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπιοῦνται, νά μήν πεθύμησε τόσα χρόνια ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ναί, κάτι πρέπει νά γίνει. Τί ὅμως;»
Ὁ μπαμπάς του -τό ἤξερε καλά ὁ Μανώλης- ποτέ δέν ὑποχωροῦσε πρῶτος. Εὔκολα ἔκανε τό δεύτερο βῆμα σέ μιά συμφιλίωση, ποτέ ὅμως τό πρῶτο. Ἡ μαμά ὅμως ἦταν πιό ἁπλός ἄνθρωπος, πιό ταπεινός. Κι ὁ διος ἦταν πιά δεκάξι χρονῶν καί μποροῦσε νά τό καταλάβει πολύ καλά αὐτό. Θά συνεργαζόταν, λοιπόν, μέ τή μαμά.
Τή βρῆκε ὅπως ἦταν φυσικό στήν κουζίνα. Τά εἶπαν μάνα καί γιός καί ὕστερα κατάστρωσαν τό σχέδιό τους. Τό βράδυ στό τραπέζι ὁ Μανώλης κοίταξε ἱκετευτικά τόν πατέρα του κι ὕστερα τοῦ μίλησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε:
- Πατέρα, θέλω νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη.
Ἐκεῖνος σταμάτησε νά τρώει καί κοίταξε τό γιό του ξαφνιασμένος.
- Θέλω νά μοῦ δώσεις ἄδεια, αὔριο πού κλείνουν τά σχολεῖα, νά πάω στό χωριό καί νά κάνω ἐκεῖ Χριστούγεννα.
- Θέλεις νά κάνεις Χριστούγεννα μακριά ἀπό τήν οἰκογένειά σου; τόν ρώτησε ταραγμένος ἐκεῖνος.
- Πατέρα, θεωρῶ γελοία τήν ἀφορμή τῆς παρεξήγησής σου μέ τή θεία Σμαρώ καί ἀφοῦ ἐσύ χωρίς σπουδαῖο λόγο δέν θές νά πᾶς, νομίζω πώς ἔχω τό δικαίωμα ἐγώ νά πάω νά γιορτάσω μαζί μέ τούς θείους καί τά ξαδέλφια μου.
- Ἀφοῦ τό θέλεις πήγαινε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του, καί τά λόγια του -παράξενο- δέν φαίνονταν νά βγαίνουν ἀπό θιγμένο ἄνθρωπο.
Τήν ἄλλη μέρα χαιρέτησε τούς δικούς του ὁ Μανώλης κι ἔφυγε μέ τό τραῖνο γιά τό χωριό.
- Κανονικά ἔπρεπε ὅλοι νά πᾶμε, τούς εἶπε φιλώντας τους. Καί μήν ξεχνᾶς, μπαμπά, ἐσύ κάποτε μοῦ εἶπες πώς Χριστούγεννα σημαίνει εἰρήνη καί ὅτι εἰρήνη σημαίνει συμφιλίωση.
Δέν εἶπε τίποτε ὁ κύρ Ἀλέκος, ὅμως στό βάθος του ζήλεψε τό παιδί του, γιατί καί κεῖνος περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἐπιθυμοῦσε ν᾿ ἀνέβει στό τραῖνο καί νά πάει στό χωριό.
Τό βράδυ ἀργά κτύπησε τό τηλέφωνο. Ὁ κύρ Ἀλέκος τό σήκωσε ἀνήσυχος.
- Ἀλέκο μου, ἡ Σμαρώ εἶμαι· τό παιδί ἔφτασε καλά. Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ πού μέ συγχώρησες. Ὁ Μανώλης μοῦ εἶπε πώς θά ᾿ρθεῖτε καί σεῖς αὔριο καί κλαίω, Ἀλέκο μου, ἀπό τή χαρά μου. Ἤμουν ἀνόητη, Ἀλέκο μου, τ᾿ ἀκοῦς; Ἀνόητη.
- Σᾶς εἶπε ὁ Μανώλης ὅτι αὔριο θά ᾿ρθοῦμε καί μεῖς; ρώτησε ὁ κύρ Ἀλέκος συγκινημένος μ᾿ ὅλα αὐτά πού ἄκουγε.
- Ναί μᾶς τό ᾿πε καί πῆρα νά σᾶς πῶ νά ᾿ρθεῖτε μέ τό τραῖνο, γιατί στό χωριό ἔχουμε ἕνα μέτρο χιόνι. Καί ... καί κάτι ἄλλο, Ἀλέκο μου. Πές στή γυναίκα σου, ἄν μπορεῖ, ἄς φτιάξει καί κάμποσους λαχανοσαρμάδες, πού τούς φτιάχνει τόσο νόστιμους, καί νά τούς φέρει μαζί της. Ἐγώ ἔχω τρία χρόνια νά τούς μαγειρέψω καί φοβᾶμαι πώς δέν θά τούς πετύχω. Καλή ἀντάμωση, ἀδελφέ μου. Μέ τό καλό νά ᾿ρθεῖτε!
Ἔκλεισε τό τηλέφωνο ὁ κύρ Ἀλέκος καί γύρισε δακρυσμένος πρός τή γυναίκα του.
- Μιά χαρά μᾶς τήν κατάφερε ὁ μικρός, τῆς εἶπε. Αὔριο πρωί-πρωί πρέπει νά φτιάξεις λαχανοσαρμάδες.
-Ἔχεις τρία χρόνια νά μοῦ τό ζητήσεις αὐτό. Σοῦ ὑπόσχομαι πώς θά εἶναι οἱ νοστιμότεροι λαχανοσαρμάδες πού ἔφαγες ποτέ, τοῦ εἶπε ἐκείνη κι ἡ σκέψη της ἔτρεξε μακριά στό χωριό στό γιό της τόν Μανώλη.
Μέσα στήν καρδιά της ξεχώρισε καθαρά τή φωνή του. Ναί! Ἀνάμεσα στίς φωνές τίς ἀγγελικές ἄκουγε καί τή φωνή τοῦ Μανώλη της: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
Κι ἡ καρδιά της πῆρε νά κτυπᾶ χαρμόσυνα: «καί ἐπί γῆς εἰρήνη», «καί ἐπί γῆς εἰρήνη»... Ἐπιτέλους ὕστερα ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια θά γιόρταζαν ἀληθινά Χριστούγεννα!
Ἑ.Β.
Πρωτομηνιά. Παίρνω στά χέρια μου τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου... Θυμόμουν ὅτι γιορτάζουν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι. Ὅμως μόλις ἀνοίγω τό βιβλίο, βλέπω πώς πρῶτα ἀναφέρεται μία ἄλλη γιορτή: ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Γι’ αὐτό», σκέφτομαι, «στόν Ἑσπερινό ψάλαμε “Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου...”». Αὐθόρμητα μία ἀπορία μοῦ δημιουργήθηκε: Τί ἀκριβῶς γιορτάζουμε; Μήπως ἀπό τόν Αὔγουστο ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου; Μᾶλλον εἶναι πολύ μακρινός ὁ συσχετισμός...
Ἀναζητώντας τίς ρίζες αὐτῆς τῆς γιορτῆς ἔφτασα στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα βρῆκα στόν πολυγραφότατο Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο μία ἐνδιαφέρουσα μαρτυρία. Στό ἔργο του «Ἔκθεσις Βασιλείου Τάξεως» ἀναφέρει πώς στήν Κωνσταντινούπολη ἄρχιζε ἀπό τίς 23 Ἰουλίου ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. Στή συνέχεια, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί γιά δύο ἑβδομάδες, γινόταν ἡ «Πρόοδος», δηλαδή ἡ περιφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου σχεδόν σ’ ὅλη τήν Πόλη καί τά περίχωρα πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (14 Αὐγούστου) περιέφεραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στά ἀνάκτορα καί τέλος, τόν ἐναπέθεταν στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πού βρισκόταν μέσα στό παλάτι.
Ἡ ἐπίσημη ἑορτή θεσπίστηκε, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα. Τόν 12ο αἰώνα, στά χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Βυζαντινοί σώθηκαν ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Ξύλου. Ἔκτοτε ἡ ἑορτή ὁρίστηκε τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1 Αὐγούστου) καί συνοδευόταν ἀπό λιτάνευση (πρόοδο) τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Πατμιακός κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι ἐπίσης κατά τήν 1η Αὐγούστου στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων». Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει: «Κατά τήν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος Σταυρός, περιήγετο ἀνά τήν πόλιν καί ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναούς πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμόν τῶν πιστῶν καί πάλιν ἀπετίθετο εἰς τό σκευοφυλάκιον».
Ταξιδεύω μέ τόν νοῦ στούς δρόμους τῆς Πόλης καί βλέπω τήν περιφορά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ πιστοί στέκουν στά πλάγια καί κάνουν εὐλαβικά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι συνοδεύουν τήν πομπή μέ κατάνυξη καί προσεύχονται καθώς ἁγιάζεται κάθε γωνιά τῆς Βασιλεύουσας. Καμαρώνεις καί χαίρεσαι γιά τήν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦσαν τόσο ἔντονα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ... Σοφά θεσπίστηκε αὐτή ἡ γιορτή. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πείρα τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ ἀπό τή γέννησή της, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι σέ κάθε δυσκολία ἀτομική ἤ συλλογική οἱ πιστοί προσέτρεχαν πάντοτε στό Τίμιο Ξύλο, πού κατατρόπωσε τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου, πού νίκησε τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο, τήν ἁμαρτία...
Σήμερα, ὡστόσο, πόσο ξεθώριασε τούτη ἡ γιορτή! Κι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀναβίωσή της περισσότερο ἀπό ποτέ, θαρρῶ. Μπορεῖ σήμερα νά μή γίνονται ἐπιδρομές Σαρακηνῶν, ἀλλά ἡ πατρίδα μας πλήττεται ἀπό χειρότερες ἐπιδρομές. Δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπιθέσεις τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί οἱ ὕπουλες χρόνιες διαβρωτικές ἐπιθέσεις ἐκ τῶν ἔνδον, πού ροκάνισαν τίς ρίζες τῆς φυλῆς μας.
Βρισκόμαστε σέ τόσο δεινή θέση... κι ἐξακολουθοῦμε νά βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία... Μά τέλος πάντων, τί συμβαίνει; Μήπως στέρεψε ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Τότε ποῦ βρίσκεται τό πρόβλημα; Μήπως λείπουν οἱ χριστιανοί πού προστρέχουν στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί προσεύχονται μέ πίστη ἀταλάντευτη;
Ἡ ἱστορία μας ἔχει τόσα νά μᾶς διδάξει... Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ζωντανή... Στό χέρι μας εἶναι νά ἀναβιώσουν ἐκεῖνες οἱ μέρες πού οἱ πιστοί δέονταν μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους, μέ ἐμπιστοσύνη ἀκουμποῦσαν ὅλα τά θέματά τους στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἦταν βεβαία, ὄχι γιά νά φέρει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά δεινά κατά τό δικό μας θέλημα, ἀλλά γιά νά φέρει τήν ἔκβαση κατά τό ἅγιό του θέλημα καί τό συμφέρον τῶν ψυχῶν.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Τραγικά διασπασμένος καί μόνιμα διαιρεμένος ὁ κόσμος μας μοιάζει νά θεωρεῖ ἀνέφικτη καί ἀπροσπέλαστη τήν ἔννοια τῆς ἀδελφοσύνης. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ἡ ἀνταγωνιστικότητα καί ἡ βίαιη τάση προβολῆς καί ἐπιβολῆς φθείρει καί διασπᾶ, μ᾿ ἕνα χάσμα βαθύ καί ἀγεφύρωτο, ἀκόμη καί τίς πιό στενές καί οἰκεῖες σχέσεις. Δέν βλέπουμε γύρω μας ἀδελφούς, ἀλλά τούς «ἄλλους», τούς ὁποίους δέν ἀγαποῦμε, διότι εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κι ἐκεῖνοι μᾶς μισοῦν ἤ τουλάχιστον μᾶς ἀπορρίπτουν. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦμε μέ κάθε τρόπο νά τούς ὑποσκελίσουμε ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- νά τούς προσπεράσουμε, νά προπορευθοῦμε ἀφήνοντάς τους πίσω. Ἀνασφαλεῖς καί ἀνερμάτιστοι ἐσωτερικά προβάλλουμε στόν ἄλλο τό ἐσωτερικό μας χάος, γιά νά καταλήξουμε στό ἀξίωμα πού διατύπωσε διανοητής τοῦ περασμένου αἰώνα, ὅτι «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Κι ὅμως, κανείς δέν τή θέλει τήν κόλαση, κανείς δέν ἱκανοποιεῖται σέ μία ἀνάδελφη ζωή. Ἡ ἀδελφοσύνη δέν εἶναι μόνο πόθος καί λαχτάρα τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Εἶναι ἐπίσης ἐπιταγή ἀλλά καί προσφορά τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τό δρόμο γιά τή θέωση, τή ζωή τῆς ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπης. Ἁπλώνοντας στό σταυρό τά χέρια του συμφιλίωσε τήν ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Ἔτσι ἅπλωσε στή γῆ τή θεϊκή ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ὅπου ὅλοι γίνονται ἀδελφοί μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό (Ρω 8,29). Ἡ «ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφότης» (Α΄ Πε 5,9) θεμελιώνεται στή μία πίστη· ἀρχίζει μέ τό βάπτισμα καί τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στή μία Ἐκκλησία· τρέφεται ἀπό τό κοινό ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· πραγματώνεται μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία του, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γινόμαστε μέλη ὄχι ἁπλῶς μιᾶς οἰκογένειας ἀλλά τοῦ αὐτοῦ σώματος, πού κεφαλή του ἔχει τόν Θεάνθρωπο!
Ὡστόσο, καί μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κυριαρχεῖ, καί μάλιστα μόνιμα, μιά τέτοια ἑνότητα καί ἀδελφοσύνη. Γιατί; Διότι αὐτή ἡ ἀδελφοσύνη δέν ἐπιβάλλεται οὔτε ἀπό τόν Θεό. Ἀποτελεῖ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου κι εἶναι καρπός μετάνοιας καί ὁλόψυχης ὑπακοῆς «διά Πνεύματος» (Α΄ Πε 1,22) στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπακόλουθο καί γνώρισμα τῆς ἁγιότητας.
Νά ἀναφερθοῦμε στίς θετικές προεκτάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης; Νά θυμηθοῦμε πῶς βλέπουν τόν ἄλλο, τόν ἀδελφό, οἱ ἅγιοι; Μέ τά μάτια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά δεδομένα πού ἡ θυσία Ἐκείνου ἐξασφάλισε· ὡς τό ἀσφαλές κριτήριο πού ἐγγυᾶται καί ζυγίζει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη. Διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό πού τόν βλέπει, πῶς μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πού δέν βλέπει;» (Α΄ Ἰω 4,20). Δέν μπορεῖς, λοιπόν, νά εἶσαι ἀδελφός, ὅταν δέν ἀγαπᾶς, ὅταν φθονεῖς τόν ἀδελφό σου, ὅταν δέν χαίρεσαι μέ τήν ἐπιτυχία του, ἀλλά θέλεις τό κακό του. Κι ὅταν ὁ ἀδελφός γίνεται σκάνδαλο καί ἐμπόδιο στή δική μου πορεία καί διαρρηγνύει τό πέπλο τῆς ἀδελφοσύνης; Ἐφόσον δέν διαρρηγνύει τή σχέση του μέ τόν Χριστό καί δέν νοθεύει τήν πίστη, ὀφείλω νά μακροθυμήσω. Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία εἶναι οἱ δύο πτέρυγες πού ἀσφαλίζουν καί κρατοῦν σέ ὑψηλά ἐπίπεδα τήν ἀδελφοσύνη, πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής συμβουλεύει: «Μή τόν χθές πνευματικόν ἀδελφόν καί ἐνάρετον, διά τό ἐν σοί σήμερον ἐξ ἐπηρείας τοῦ πονηροῦ ἐγγινόμενον μῖσος, κρῖνε φαῦλον καί πονηρόν· ἀλλά διά τῆς μακροθυμούσης ἀγάπης, τά χθεσινά καλά λογιζόμενος, τό σήμερον μῖσος τῆς ψυχῆς ἀπόβαλε» (Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντάς τετάρτη, κστ΄). Δηλαδή: «Μήν κρίνεις ὡς φαῦλο καί πονηρό αὐτόν πού μέχρι χθές θεωροῦσες πνευματικό σου ἀδελφό καί ἐνάρετο. Μέ ὁδηγό τήν ἀγάπη πού μακροθυμεῖ νά σκέπτεσαι τά χθεσινά καλά καί νά ἀποβάλλεις τό μίσος πού σήμερα κατέκλυσε τήν ψυχή σου».
Παρόλο πού εἶναι θέμα προσωπικό ἡ σωτηρία, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς χωρίς τόν ἀδελφό. «Ὁ δρόμος γιά τή σωτηρία μου περνᾶ ἀπό τή σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου», λένε οἱ ἅγιοι. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ὡς χαρά τόν ἀδελφό κι ἔτσι τόν προσφωνοῦν «χαρά μου!», κι ἔχουν γιορτή καί πανηγύρι, ὅταν συναντοῦν τόν ἀδελφό, τόν ὅποιο ἀδελφό· καί τόν ἄσημο καί τόν ἄσχημο καί τόν ἀλλοιωμένο ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν χαλασμένο ἀπό τήν κακία καί τό πάθος. Διότι γιά ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος διαβεβαιώνει· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
Μ᾿ αὐτό τό κριτήριο ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν σέ μοναχικά κοινόβια ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί μέσα στόν κόσμο χρωστοῦν νά ἔχουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν ἀδελφό. Ἡ συναλλαγή μέ τόν ἀδελφό δέν ρυθμίζεται ἀπό τό κέρδος, τό στυγνό προσωπικό συμφέρον, ἀλλά ἀπό τό συμφέρον τῆς ψυχῆς, τῆς δικῆς του καί τῆς δικῆς μου ἀδιάκριτα. Διότι ταυτίζονται αὐτά τά δύο συμφέροντα.
Ὁ λόγος καί τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει ὡς τόν μοναδικό τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τή διακονία τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20,28). Κι ὁ χριστιανός, σ᾿ ὅποια θέση κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιες συνθῆκες κι ἄν κινεῖται, βάζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα κι ἀπ᾿ ὅλους τόν ἀδελφό. Διότι ἡ κάθε προσφορά πρός τόν ἀδελφό ἀπευθύνεται πρός τόν ἴδιο τόν Χριστό καί γίνεται ἐπένδυση καί συνάλλαγμα γιά τήν ἐξαγορά τοῦ αἰώνιου μέλλοντος.
Συνήθως αὐτός εἶναι ὁ νόμος πού ἰσχύει μεταξύ δύο ἀντιμαχόμενων πλευρῶν. Μήπως ὅμως τελικά δέν εἶναι ἔτσι; Μήπως ὁ θάνατος τοῦ συνανθρώπου μου, πού ἐγώ προκαλῶ ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὁδηγεῖ σταθερά καί στόν δικό μου ἐξαφανισμό; Μήπως μᾶς συμβαίνει ὅ,τι καί στή μέλισσα;
Λίγο πολύ ὅλοι γευτήκαμε κάποτε τό ὀδυνηρό αἴσθημα πού προκαλεῖ τό τσίμπημα τῆς μέλισσας. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις πού ἀλλεργικά ἄτομα κινδύνεψαν θανάσιμα ἤ καί ὑπέκυψαν στό θάνατο ἀπό ἕνα τέτοιο τσίμπημα. Νά εἶστε σίγουροι ὅμως ὅτι καί ἡ μέλισσα δέν εἶχε καλύτερη τύχη, διότι τό ἀγκιστρῶδες κεντρί της, ὅταν μπεῖ στή σάρκα τοῦ «ἐχθροῦ», δέν μπορεῖ νά βγεῖ πιά. Στήν προσπάθεια πού κάνει τό ἔντομο νά ἀπαγκιστρώσει τό κεντρί καί νά φύγει, καταστρέφονται τά ἐσωτερικά του ὄργανα, μέ ἀποτέλεσμα νά πεθάνει μετά ἀπό λίγο.
῎Ας τό ξανασκεφτοῦμε, λοιπόν, ἀπό δῶ καί πέρα πρίν ἐπιχειρήσουμε νά... «τσιμπήσουμε» κάποιον.
Φυσιοδίφης