Εἶναι τό σαράκι τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ταλαιπωρεῖ μικρούς καί μεγάλους. Τρυπώνει στήν καρδιά τοῦ ὑπερήλικα γέροντα, πού ταράσσεται μέ τήν κάθε μικροαδιαθεσία, ἀλλά καί τοῦ μικροῦ μαθητῆ, πού ἀναστατώνεται ἀπό τίς ἀλλαγές τῶν σχολικῶν προγραμμάτων, τοῦ φοιτητῆ, πού πιέζεται ἀπό τήν ἐντατική μελέτη, καί τοῦ νεαροῦ ἐπιστήμονα, πού μελαγχολεῖ μέ τόν περιορισμό τῶν προοπτικῶν νά βρεῖ μιά θέση, γιά τήν ὁποία τόσα χρόνια μόχθησε. Κατατρύχει τόν «πετυχημένο» ἐπιχειρηματία, πού τρέχει καί δέν φθάνει νά διεκπεραιώσει τίς πολλές ὑποθέσεις, νά προλάβει τίς ἀλλαγές τοῦ χρηματιστηρίου, γιά νά ἐπενδύσει συμφερώτερα τά κεφάλαιά του, ἀλλά καί τόν φτωχό μεροκαματιάρη καί τόν ταλαίπωρο ἄνεργο, πού ἀντιμετωπίζει σοβαρό τό πρόβλημα τοῦ ἐπιουσίου, τῆς στέγης καί τόσα ἄλλα.
Ἐπίσημοι καί ἀφανεῖς, μορφωμένοι καί ἀγράμματοι, φτωχοί καί πλούσιοι, εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι στήν ἀγωνιώδη μέριμνα, στό ἄγχος, πού σωστά χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ ἀσθένεια τοῦ αἰώνα μας. Σύγχρονος καθηγητής τῆς Ψυχιατρικῆς παρατηρεῖ: «Κάποτε οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στόν γιατρό μέ τό παράπονο τοῦ πόνου. Τώρα τό κεντρικό παράπονο εἶναι τό ἄγχος». Ποῦ, λοιπόν, ὀφείλεται αὐτό τό καταλυτικό γιά τήν κοινωνία μας φαινόμενο καί πῶς θά μποροῦσε τάχα νά ἀντιμετωπισθεῖ;
Θά ἦταν ἀσφαλῶς ἁρμόδιος νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα αὐτό ἕνας ψυχίατρος, μιά καί τό ἄγχος σαφῶς ἐντάσσεται στά ψυχικά νοσήματα. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἑνός θεολόγου ἡ ἀπάντηση. Γιά νά μήν πῶ ὅτι ἀκριβῶς τοῦ θεολόγου ἡ ἀπάντηση προσφέρει τήν ἀλήθεια, ἐφόσον ἀντλεῖται ἀπό τόν λόγο τῆς ἀληθείας, τόν ἀλάθητο καί ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἄν καί δέν περιέχεται στήν ἁγία Γραφή ἡ λέξη, μνημονεύεται καί στιγματίζεται κατ' ἐπανάληψιν ἡ ἔννοια τοῦ ἄγχους. Ἀπό τό ὕψος τοῦ ὄρους, ὅπου ἐκφωνεῖ τήν μνημειώδη ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του, ὁ Κύριος βλέπει τήν ἀνθρωπότητα νά ἀναστενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ἄγχους, καθώς προσπαθεῖ νά σηκώσει τήν βαρειά ἔγνοια γιά τά καθημερινά -τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε;
Μή μεριμνᾶτε γιά ὅλα αὐτά, παραγγέλλει ὁ Κύριος. Καί φυσικά δέν θέλει μ' αὐτό νά πεῖ ὅτι δέν θά φροντίσουμε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα μας καί γιά ὅλα τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Σήμερα μποροῦμε καθημερινά νά βρίσκουμε ψωμί καί κρέας καί ὁ,τιδήποτε χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε. Δέν ἦταν ὅμως ἴδιες οἱ συνθῆκες ζωῆς καί τότε. Οἱ ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀναγκασμένοι νά γεμίζουν ἀπό τό καλοκαίρι τό ἀμπάρι τους μέ τό σιτάρι ὅλης τῆς χρονιᾶς καί νά κάνουν ἐγκαίρως τίς ἀπαραίτητες προμήθειες. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἔκανε αὐτές τίς προμήθειες. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, τήν πρόνοια. Ἀσφαλῶς, ἄν μιλοῦσε σήμερα, θά ἐπαινοῦσε καί τήν κοινωνική πρόνοια καί τά ταμεῖα συντάξεων καί ὅλα τά σχετικά.
Δέν καταδικάζει τόν προγραμματισμό. «Δέν εἶπε πώς δέν πρέπει νά σπέρνουμε», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά μεριμνοῦμε. Ὄχι πώς δέν πρέπει νά ἐργάζεσαι, ἀλλά δέν πρέπει νά εἶσαι μικρόψυχος καί νά παραδίδεσαι ὁλότελα στήν ἀγχώδη μέριμνα». Δηλαδή, νά μήν ἑστιάζεις ὅλο τό ἐνδιαφέρον σου μόνο σ' αὐτά. Πολύ περισσότερο νά μήν ἐπιβαρύνεις τόν ἑαυτό σου μέ πλασματικές ἀνάγκες καί «νά μήν πολλαπλασιάζεις σέ βάρος σου τίς ἀφορμές τῶν πόνων», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. «Γιατί αὐξάνεις τούς φόρους σέ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ σου; Γιά ποιό λόγο ἔσυρες τόν ἑαυτό σου καί τόν ὑποδούλωσες σέ τόσα χρέη;», ρωτᾶ ὁ ἴδιος πατέρας.
Μᾶς χρειάζονται στήν ζωή πολύ λιγώτερα ἀπό ὅσα φανταζόμαστε. Γι' αὐτό ὁ Κύριος χαρακτήρισε «ἄφρονα», δηλαδή τρελλό, τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς πού συγκέντρωνε «πολλά ἀγαθά» προσπαθώντας μέ αὐτά νά ἀσφαλίσει τήν ζωή του. Εἶναι κυρίαρχος καί ὄχι δοῦλος τῆς ὕλης ὁ ἄνθρωπος. Καί μπορεῖ νά ὑπερνικᾶ καί νά κυριαρχεῖ «διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρω 8,37), μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητική φροντίδα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀσφάλεια καί τό βέβαιο στήριγμα γιά τήν ζωή. Αὐτή εἶναι τό μυστικό τῆς ψυχικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας καί ὁ πιό δραστικός ἀντίπαλος τοῦ ἄγχους.
Θά κοπιάσουμε ἀσφαλῶς, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν τροφή καί τά ἀναγκαῖα ἀγαθά. Δέν εἶναι λύση τοῦ προβλήματός μας ὁ Κύριος, ὅταν κρατοῦμε σταυρωμένα τά χέρια μας. Θά ἐργασθοῦμε καί θά μοχθήσουμε, γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προοπτική καί δυνατότητά μας ἡ δημιουργία. Νά μήν ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μέσα γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ζωή μας, ἡ ὁποία τείνει στήν αἰωνιότητα. Ὅταν τό μέσο ὑποκαταστήσει τόν σκοπό, τότε ὅλα ἀνατρέπονται καί σύγχυση ἐπικρατεῖ. Ἡ σημερινή προσκόλληση στόν ὑπερκαταναλωτισμό καί τό ὄργιο τῶν διαφημίσεων ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Νά μήν ξεχνοῦμε πώς πίσω ἀπό ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα στέκει ὁ Θεός. Σ' αὐτόν νά ἀναθέτουμε τήν κάθε μέριμνα, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» (Α΄ Πέ 5,7). Οἱ δικοί του θεϊκοί ὦμοι ἀντέχουν νά σηκώσουν κάθε φορτίο, καί ἡ καρδιά του ἡ γενναιόδωρη περιβάλλει μέ ἀγάπη τό κάθε τι πού μᾶς βαραίνει. Ἀρκεῖ νά τοῦ τό ἐμπιστευθοῦμε. Κανένα πρόβλημα, ὅσο μικρό καί ἀσήμαντο κι ἄν εἶναι, δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τόν Θεό, ἀφοῦ τοῦ τό ἀναθέσαμε.
Βέβαια, σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τήν σκοτεινή πλευρά τῶν πραγμάτων. Ποιός ὅμως εἶπε ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἐξίσου ἀναγκαία μέ τήν φωτεινή, γιά νά κατανοήσουμε καί νά χαροῦμε τό μυστήριο τῆς ζωῆς; Κι ἔπειτα, γιατί νά τονίζουμε τίς σκιές; Καί ποιό εἶναι τό κέρδος, ὅταν ὑπερφορτωνόμαστε μέ τήν ἀγχώδη μέριμνα; Ὁ Νεύτων συνήθιζε νά παρομοιάζει τούς μόχθους καί τό ἄγχος τῆς ζωῆς μέ ἕνα ὀγκῶδες φορτίο ξύλων, κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὁποίου ἀγκομαχᾶ ὁ θνητός. Ὁ πανάγαθος Θεός τοῦ πρότεινε ἕναν τρόπο πού τόν ἀπαλλάσσει ἀπό αὐτό τό καθημερινό μαρτύριο. Ἔλυσε τό φορτίο καί εἶπε στόν ἄνθρωπο νά σηκώνει μόνο ἕνα ξύλο κάθε μέρα. Προλαβαίνει νά τά σηκώσει ὅλα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μά ἐκεῖνος ἐπιμένει νά τά φορτώνεται ὅλα μαζί...
«Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία (= ταλαιπωρία) αὐτῆς» (Μθ 6,34). Γιατί θέλουμε νά πιεζόμαστε καί ἀπό τά βάρη τῆς ἑπόμενης μέρας, τοῦ ἑπόμενου μήνα καί χρόνου; Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, νομίζω, δέν εἶναι τό ἄγχος ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία μας, πού τό προκαλεῖ καί τό καλλιεργεῖ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 220-221
Σέ πρόλαβε ἡ φουρτούνα καί σύ δείλιασες. Τό σκοτάδι σέ ζώνει καί φῶς πουθενά. Μικρή ἡ βαρκούλα σου κι ἡ θάλασσα δέν λέει νά γαληνέψει. Ψυχή μου, ἀπόκαμες. Κι ὅμως, πρέπει νά περπατήσεις πάνω στ᾽ ἀγριεμένα κύματα. Πῶς μπορεῖ νά σοῦ ζητᾶνε κάτι τέτοιο; Δέν βλέπουνε τό ἀδύνατο σκαρί σου; Οὔτε ὅτι ἡ θύελλα μαίνεται τόσο καιρό κι ἐσύ κουράστηκες, διαλύεσαι, δέν μπορεῖς ἄλλο; Πονᾶς, δακρύζεις, γονατίζεις μέ πίστη καί στήν προσευχή σου ζητᾶς ἐπίμονα νά σ᾽ ἀπαλλάξει ὁ Θεός ἀπ᾽ αὐτό τό ἀσήκωτο βάρος. Ἀλλά Ἐκεῖνος δέν σ᾽ ἀκούει. Ἔτσι λές κι ἀναρωτιέσαι «γιατί;».
Πρίν ἀφεθεῖς νά λυγίσεις, πρίν μπεῖς στόν πειρασμό νά δώσεις ἐσύ τό τέλος στή φουρτούνα, μέ ὅποιον τρόπο κρίνεις κι ἄς μήν Τοῦ ἀρέσει, πρίν σέ τυλίξει τό ἔρεβος, ζητῶ μιά τελευταία χάρη: Ψυχή μου, κοιτάξου στόν καθρέπτη κατάματα, μέ εἰλικρίνεια, χωρίς ἐνδιάμεσα παραπετάσματα τοῦ κόσμου τούτου, πού σοῦ θολώνουν τήν εἰκόνα. Κοιτάξου ἁπλά, κι ὕστερα πές μου: Σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, σέ ποιό Θεό πιστεύεις;
Μήπως ἔχεις ἀποθέσει τίς ἐλπίδες σου σ᾽ ἕνα θεό πού δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν ξέρει οὔτε τά βάσανά σου, οὔτε τίς φτωχές σου δυνάμεις; Μήπως περιμένεις πολλά ἀπό ἕνα θεό πού δέν εἶναι ἀρκετά παντοδύναμος, ὥστε νά σ᾽ ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος; Ἤ μήπως ὁ θεός σου ξέρει καί μπορεῖ, ἀλλά δέν πολυνοιάζεται, ἄρα δέν εἶναι ὅσο πανάγαθος νομίζεις;
Τρόμαξες καί τό πρόσωπό σου ἀποστρέφεις. Μή γένοιτο, ἐσένα δέν σοῦ πέρασε ποτέ μιά τέτοια ἰδέα. Ἐσύ πάντοτε ἔλεγες πώς Θεός σου εἶναι ὁ ἄλλος Θεός.
Μά τότε; Ἄν ὁ δικός σου Κύριος εἶναι ὁ παντογνώστης, παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός τῶν χριστιανῶν, τότε γιατί βουλιάζεις; Δέν εἶναι Αὐτός πού μετρημένες ἔχει τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου καί μιά δέν πέφτει χωρίς τό δικό Του θέλημα; Πῶς λές ὅτι δέν μέτρησε σωστά τή δύναμή σου; Δέν εἶναι Αὐτός πού ἔθρεψε λαό 5.000 μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά; Πῶς τό ξεχνᾶς καί πᾶς ἐσύ νά δώσεις λύση σάν νά ξέρεις καί νά μπορεῖς καλύτερα; Δέν εἶναι Αὐτός πού θυσιάστηκε γιά σένα; Κοίτα! Δέν εἶν᾽ Αὐτός πού πλησιάζει ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί περπατᾶ πάνω στά κύματα μόνο καί μόνο γιά νά μή φοβᾶσαι; Ἄν δέν Τόν ἀντιλήφθηκες ὥς τώρα, ἴσως νά φταίει ὅτι κοιτᾶς ἀλλοῦ. Ψυχή μου, πρόσεξε, μήν ἀκουστεῖ γιά σένα αὐστηρή ἡ φωνή Του· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;».
Ἀφοῦ ὁ πανάγαθος, παντοδύναμος καί παντογνώστης Θεός δέν σταματᾶ τή θύελλα ὅταν θές, καί σοῦ ζητᾶ καί σύ στά κύματα νά περπατήσεις, ἕνα μόνο σημαίνει: ὅτι καί πρέπει καί μπορεῖς.
Γι᾽ αὐτό ἀναθάρρησε. «Θαρσεῖτε», σοῦ φωνάζει, «ἐγώ εἰμι». Μή φοβηθεῖς τόν ἄνεμο, ἄσε τον νά σφυρίζει. Μή σκύβεις πρός τά κύματα, ἄφησέ τα ν᾽ ἀφρίζουν. Μόνο τό πρόσωπό Του νά κοιτᾶς. Ἐκεῖ στρέψε τό βλέμμα σου, καί στοῦ Κυρίου τή μορφή σκαλώσου. Κράτα τό χέρι πού σοῦ ἁπλώνει καί ἡ φουρτούνα νά μή σέ τρομάζει. Δέν εἶναι πιά γιά σένα ἀπειλή. Τά κύματα ἴσως σέ βρέξουν γιά καιρό ἀκόμα μά πίστεψέ το: Ὅπως τότε οἱ μαθητές, οὔτε κι ἐσύ θά καταλάβεις πῶς θά βρεθεῖς μ᾽ ἀσφάλεια σέ γαλήνιο λιμάνι.
Ἕνα ἀπό τά μεγάλα ἐλλείμματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν του εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τήν συνείδηση καί ἀπό τίς σχέσεις μας ἡ διάθεση γιά προσέγγιση καί κατανόηση, ἡ διάθεση νά πλησιάσω τόν συνάνθρωπό μου μέ ἐγκαρδιότητα καί καλοσύνη∙ μέ εὐγένεια εἰλικρινῆ καί ἀφτιασίδωτη. Νά γίνω κοινωνός τῆς ἀγωνίας καί τῆς χαρᾶς του, καί νά τοῦ προσφέρω τήν ἄνεση νά κάνει κι αὐτός τό ἴδιο ἀπέναντί μου. Καί ὅταν τό χρειάζεται, νά τοῦ ἁπλώσω χέρι παρακλητικό καί ὑποστηρικτικό. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα πάσχει ἀπό ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς.
Τό ἔλλειμμα βέβαια αὐτό ἔχει καταγωγή ἀρχαία. Μήτρα του εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδή ἡ διατάραξη τῆς πιό οὐσιώδους σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας του μέ τόν ἅγιο Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μετά τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί τήν σύγκρουσή τους μέ τόν ζωοδότη δημιουργό τους, ὁ ἀνέφελος σύνδεσμος τοῦ ἄνδρα μέ τήν «βοηθόν» του (Γέ 2,18), τήν γυναίκα, ράγισε καίρια καί ἀμέσως. Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου, ἄν ἔφαγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὁ Ἀδάμ ἀποκρίνεται μέ ἔντονη τήν συνείδηση τῆς ἐνοχῆς, ρίχνοντας ὅμως τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν Εὔα. «Αὐτή φταίει», τοῦ ἀπαντᾶ∙ «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γέ 3,12). Μάλιστα ὁ λόγος του αὐτός ἀποκαλύπτει ὅλη τήν τραγικότητα πού δεσπόζει πλέον μέσα του: ὄχι μόνον ἀθωώνει τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο κατηγορεῖ ἐξουθενωτικά τήν γυναίκα, ἀλλά πιό πολύ κατηγορεῖ τόν Θεό πού τοῦ τήν ἔδωσε!
Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος. Ὀχυρωμένος μέσα στό κάστρο τοῦ «ἐγώ» του πού θεοποιεῖ καί λατρεύει, ξένος τοῦ Θεοῦ, ἀποξενώνεται ἀναπόδραστα καί ἀπό τόν συνάνθρωπό του, ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός του: «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;» (Γέ 4,9). Φτιάχνει βέβαια οἰκογένεια, ὀργανώνει μικρές ἤ μεγάλες πολιτεῖες, χτίζει πολιτισμούς, συνεργάζεται, ἀλλά ὅλα αὐτά πάσχουν στό ἴδιο τό γενετικό τους ὑλικό, στόν πυρήνα τους: Ἐπειδή γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄξονας τοῦ κόσμου του εἶναι ὁ ἑαυτός του, οἱ «πλησίον» δέν τόν ἐνδιαφέρουν παρά μόνο στόν βαθμό πού ἱκανοποιοῦν τίς κοινωνικές, συναισθηματικές, οἰκονομικές ἤ ὅποιες ἄλλες ἀνάγκες του. Ἐπειδή εἶναι «πολιτικὸν ζῷον», ζῆ δηλαδή μόνο σέ σχέση μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ἀναγνωρίζει μέν δικαιώματα, ἀλλά δέν τούς πλησιάζει περισσότερο. Ἄλλωστε τά ἴδια τά δικαιώματα δέν ἀποτελοῦν «κατάκτηση τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλά μᾶλλον κόκκινες γραμμές, σύνορα, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων συνεπάγεται πόλεμο.
Ὅμως σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο, ποῦ νά χωρέσει ἡ καλοσύνη; Ποῦ νά βρεῖ τόπο ἡ ἀνθρωπιά; Οἱ ἐξαιρέσεις οὔτε ἀναμφισβήτητες εἶναι οὔτε στέρεες οὔτε ἀλλάζουν τά δομικά στοιχεῖα τοῦ κανόνα. Δέν μπορεῖ ὁ «θεός»-ἑαυτός μας νά μᾶς στηρίξει στήν ἐπιλογή τοῦ καλοῦ, διότι καλό καί καλοσύνη θά πεῖ θυσία χρόνου, κόπου, συμφερόντων, ἐπιδιώξεων, ἐπιθυμιῶν, καρδιᾶς, δηλαδή αὐταπάρνηση∙ καί φυσικά ὁ ἑαυτός μου ἀρνεῖται νά «αὐτοκτονήσει». Ἀντίθετα, τό κακό ἀφ’ ἑνός μέν ἐξασφαλίζει τό ὀχυρό μας καί ἀφ’ ἑτέρου ὄχι μόνο δέν θίγει, ἀλλά τρέφει ἀκόμη περισσότερο τήν λατρεία στό εἴδωλό μας. Γι’ αὐτό καί προτιμᾶται πάντοτε. Μάλιστα ἡ ἁγία Γραφή ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει πρός τό κακό «ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γέ 8,21) -τόσο συνδέεται μαζί του. Τό ἀποτέλεσμα; «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψα 52,4). Ἕνας θεόπνευστος λόγος, πού εἶναι, νομίζω, ἀπό τούς πιό φοβερούς. Καί γίνεται ἀκόμη πιό φοβερός, ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι στό «πάντες» περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄγευστοι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ κανείς νά διαβάσει τούς προφῆτες γιά νά διαπιστώσει πόσο ὁ λαός αὐτός, πού τόσο εἶχε εὐλογηθεῖ ἀλλά καί τόσο ἀναιδῶς ἀπέρριψε στήν συνέχεια τόν Γιαχβέ καί τήν διαθήκη του, ἐκμεταλλευόταν, ἐξαπατοῦσε, ἔκλεβε, ἐξουθένωνε, ταπείνωνε, ἀδιαφοροῦσε, λοιδοροῦσε, ὑποκρινόταν, καί γενικά εἶχε γίνει ἕρμαιο τῆς φαυλότητας.
Τό συμπέρασμα σχεδόν ἀναφέρθηκε ἤδη: ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγαθότητα καί γενικά ἡ ἀνθρωπιά δέν ὑπάρχουν ἀνόθευτα καί δέν ἀντέχουν καθόλου ἔξω ἀπό τόν χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι πέρα ἀπό τά σύνορα τῆς ἀγάπης του κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει καί σκοτώνει τά πάντα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ «πίστις», δηλαδή ἡ ἀξιοπιστία, ἡ φερεγγυότητα, εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22). Αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀποκτᾶ, τούς γεύεται, τούς χαίρεται στήν οὐσία τους καί τούς προσφέρει καί στούς ἄλλους μόνον ἐκεῖνος πού εἶναι τοῦ Πνεύματος. Οἱ ἄλλοι δέν ἔχουν αὐτή τήν δυνατότητα∙ δέν μποροῦν νά καρποφορήσουν τέτοιους καρπούς, εἶναι στεῖροι. Ὅμως γιά νά εἴμαστε τοῦ Πνεύματος, πρέπει ἀφ’ ἑνός μέν νά συνδεόμαστε μαζί του μέ τήν πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου νά ζοῦμε τήν ζωή του∙ ὅπως καί πάλι λέει ὁ Παῦλος, πρέπει νά στοιχιζόμαστε στόν στοῖχο του∙ «εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν» (Γα 5,25). Καί ὁ στοῖχος του δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του, ὅπως βιώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί ἀναγκαία προϋπόθεση.
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος
Καταλαλιά καί κατάκριση εἶναι δύο σοβαρά πάθη, τά ὁποῖα ὑπονομεύουν τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. «Καταλαλῶ» σημαίνει «λαλῶ εἰς βάρος κάποιου», ἐνῶ «κρίνω» σημαίνει τή λήψη τῆς ἀποφάσεως, τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς, τοῦ κρίματος. Βέβαια ὅλη ἡ διαδικασία ἐννοεῖται ὡς ὑποκειμενική. Ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά βλάψει κάποιον, τόν καταριέται καί εὔχεται τό κακό πού δέν μπορεῖ νά πράξει, ἔτσι καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταλαλεῖ καί κατακρίνει, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σύρει τόν ἀδελφό σέ πραγματικό δικαστήριο καί νά ἐπιτύχει τήν καταδίκη του, στήνει μέσα του ἕνα ὑποκειμενικό κριτήριο καί, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, ἀναπτύσσει τό κατηγορητήριο (καταλαλεῖ) καί ἐκδίδει τήν καταδικαστική ἀπόφαση (κρίνει) κατά τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἡ κατάκριση εἶναι μία πολύπλοκη λειτουργία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού κατακρίνει· παράπτωμα πολύ βασικώτερο ἀπό ὅ,τι φαίνεται. Εἶναι κακό πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τό καλλιεργεῖ, ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου, τόν ὁποῖο κατακρίνει καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου σφετερίζεται τό ἀξίωμα, ὅπως θά ἐξηγήσω ἀμέσως.
Κακό ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του
Στήν κατάκριση ὑπολανθάνει πάντοτε μία κρίση. Ἀποδεικνύοντας τήν ἀθλιότητα τοῦ ἄλλου, ὁ ἄνθρωπος πού κατακρίνει, λαθραῖα ἀνακηρύσσει τή δική του λαμπρότητα, αὐτοπροβάλλεται καί αὐτοεπαινεῖται. Καί ἄν δέν πείθει τούς ἀκροατές, μέ τήν κρίση του αὐτή, πείθει τόν ἑαυτό του. Μέ αὐτό τόν τρόπο καλλιεργεῖ μία δική του, φανταστική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, παθαίνει μία πνευματική ὑπερτροφία, αὐταπατᾶται καί εἶναι αἰσχρό τό «φενακίζειν ἑαυτόν». Ἀλλά ὅπως μέ τήν ὑπερτροφία καταστρέφεται ὁ ὀργανισμός, ἔτσι καί μέ τήν ὑπερτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας φθείρεται καί διαφθείρεται ἡ ψυχή.
Κακό ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου
Ἡ κατάκριση προϋποθέτει παντελῆ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἔχει τή δύναμη νά καλύπτει καί νά συγχωρεῖ ἀκόμη καί τά λάθη τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Ἐκεῖνος ὅμως πού κατακρίνει, ἁρπάζει μία ἀδυναμία τοῦ ἄλλου -ἤ κάτι τό ὁποῖο αὐτός θεωρεῖ ἀδυναμία– καί ἀπορροφᾶται ἀπό αὐτή, χωρίς νά ἔχει τή δύναμη νά ἰδεῖ καί τόσες ἄλλες ἀρετές, πού πιθανόν ἔχει τό κατακρινόμενο πρόσωπο. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἀδικεῖ καί βλάπτει τό συνάνθρωπό του.
Κακό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ
Τό χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ κατάκριση θέτει σέ ἀναστολή τήν ἰσχύ τοῦ θείου νόμου καί σχεδόν ἀνατρέπει τήν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ, γιά νά στήσει δίκην ἐπαναστατικοῦ νόμου τό προσωπικό δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κατακρίνει. Τό δικαίωμα τῆς κρίσεως τό ἔχει μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ δημιουργός καί γνώστης τῶν πάντων. Αὐτός ὅρισε τό νόμο καί αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νά κρίνει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τό νόμο του. Τί παραφροσύνη, νά θέλουμε νά ἀντικαταστήσουμε τόν Θεό στό ἔργο τῆς κρίσεως!
Νά λοιπόν, πῶς ἡ κατάκριση, πού τόσο εὔκολα τήν ἀναφέρουμε σάν ἕνα ἁπλό ἁμάρτημα, εἶναι μία πολυσύνθετη λειτουργία. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη ταπεινώσεως, ἀγάπης καί πίστεως ἤ ἔστω στοιχειώδους συναισθήσεως τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 23
᾿Ανάπαυλα ἀναψυχῆς στήν κοπιαστική ρουτίνα, σταθμός ἀνεφοδιασμοῦ γιά τή συνέχεια τῆς ἐργασίας οἱ διακοπές διεγείρουν τόν πόθο ὄχι μόνο τῶν μικρῶν μαθητῶν ἀλλά καί τῶν ἐνηλίκων καί τῶν ὡρίμων καί κάθε ἐργαζομένου. ῞Ολοι τίς νοσταλγοῦμε καί ἀπό πολύ νωρίς κάνουμε σχέδια καί προγράμματα γι᾿ αὐτές. ῎Ετσι τόν ᾿Ιούλιο καί τόν Αὔγουστο, τούς κατ᾿ ἐξοχήν μῆνες τῶν θερινῶν διακοπῶν, πολλές φορές τούς ἀναπολήσαμε κατά τή διάρκεια τοῦ χρόνου. Καί νά, ἦρθε τώρα ἡ ὥρα, ἀδέσμευτοι ἀπό τήν πίεση τοῦ ὡραρίου, ἀπελευθερωμένοι ἀπό τό τροχάδην τοῦ ὡρολογιοῦ, νά ἀπολαύσουμε τή δροσιά καί τήν ἠρεμία, νά ἀνανεώσουμε καί νά ἀνασυντάξουμε τίς δυνάμεις μας, νά πλουτίσουμε τίς ἐμπειρίες μας, νά χαροῦμε τή δροσιά τοῦ βουνοῦ, τήν ἁλμύρα τῆς θάλασσας, τίς τόσες φυσικές ὀμορφιές πού μᾶς περιβάλλουν.
Θά ἦταν ὅμως σφάλμα μεγάλο καί ἀδικία ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας νά καλύψουμε τίς διακοπές μόνο μέ τήν ἀργία ἀπό τήν ἐργασία μας, μέ τήν παραθέριση, τίς ἐκδρομές καί τίς ἄλλες διασκεδάσεις. Εἶναι πλουτισμός καί ἀξιοποίηση τῶν διακοπῶν, μαζί μ᾿ ὅλα αὐτά νά χαροῦμε καί τούς δικούς μας, πού μέσα στόν πυρετό τῆς ταχύτητας καί στήν ἀτονία τῆς συνήθειας συχνά τούς λησμονοῦμε, τούς παραμελοῦμε. Μία ἀνανέωση τῶν παλιῶν, πολυχρόνιων δεσμῶν μας θά ἀνανεώσει κι ἐμᾶς τούς ἴδιους. ῎Επειτα, στούς νέους τόπους, ὅπου πιθανόν θά βρεθοῦμε τό καλοκαίρι, δέν εἶναι μόνο ἡ ἄψυχη φύση, εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι, πού ζοῦν κι ἐργάζονται κοντά της. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἀξίζουν τό θαυμασμό καί ὅλοι ἀσφαλῶς τό σεβασμό μας ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ὁ ἑαυτός μας περιμένει νά τόν συναντήσουμε στίς διακοπές. Νά βρεθοῦμε μαζί του, ν᾿ ἀφουγκρασθοῦμε τούς πόθους καί τίς βαθειές ἀναζητήσεις του, νά σκύψουμε μέ ἀληθινό ἐνδιαφέρον στά ζωτικά προβλήματά του, πού τά ἔχουμε ἀπωθήσει ἤ κακῶς ἀντιμετωπίσει στή φούρια τῆς καθημερινότητας. Παράλληλα μέ τίς ἐκδρομές στή φύση εἶναι καιρός τώρα τό καλοκαίρι νά αὐτοσυγκεντρωθοῦμε. Νά ἐκδράμουμε στό μέσα μας καί -ὅσο μποροῦμε- νά τό ἐξερευνήσουμε. Θά βροῦμε ἐκεῖ πολλά ἀξιοθέατα ξεχασμένα καί ἀναξιοποίητα. Κι ἀκόμη, ἀκολουθώντας τή σοφή συμβουλή «ἔνδον σκάπτειν», μποροῦμε νά ἀνακαλύψουμε τά σκληρά καί ἄγονα μέρη τῆς ψυχῆς μας. Νά ξεπετρώσουμε, νά ξερριζώσουμε ζιζάνια, νά κάψουμε ἄχρηστα. Ν᾿ ἀνοίξουμε χῶρο καί πεδίο δράσεως γιά τόν καινό ἄνθρωπο, νά ἀνανεώσουμε τόν ἐν Πνεύματι ζῶντα ἑαυτό μας.
Κινητήρια δύναμη γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού -εὐτυχῶς γιά μᾶς- δέν κάνει διακοπές στίς ἐπιχορηγήσεις της. Μέ μύριους τρόπους ἔρχεται νά μᾶς δροσίσει στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ, νά μᾶς τονώσει καί νά μᾶς ἐνισχύσει στή γενική χαύνωση, νά μᾶς ξεκουράσει ἀληθινά, νά μᾶς ζωογονήσει. Γι᾿ αὐτό, τό σπουδαιότερο μέσα στίς διακοπές εἶναι νά μή στρίψουμε διακόπτη στή σχέση μας μέ τόν Θεό καί τά θεῖα. Νά διατηρήσουμε ἀδιάκοπη τήν πνευματική μας ζωή. Μήν ἀφήσουμε νά «ἀργεῖ τό Εὐαγγέλιον», ὅπως ψάλλεται στόν Μέγα Κανόνα. Μή καταληφθοῦμε ἀπό τήν «ἀργία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ», πού, ὅπως διαβάζουμε στό βίο τοῦ ἁγίου Παχωμίου, «βαρύνει τά χέρια καί τήν καρδιά».
᾿Ανοιχτοί στήν ἐπικοινωνία μας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νά περάσουμε τίς καλύτερες διακοπές μας. Νά προετοιμασθοῦμε ὄχι μόνο γιά τή νέα περίοδο πού μέ τό Σεπτέμβριο θ᾿ἀρχίσει ἀλλά καί γιά τήν ἀδιάκοπη ζωή μας, πού συνεχίζεται μέ τήν αἰώνια παραθέρισή μας στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν Παράδεισο. ᾿Αμήν!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Γιά τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τίς βέβηλες ἐνέργειες γιά τήν καταπάτησή της ἔχουμε ξαναγράψει. Προσθέτουμε τώρα μερικές ἀκόμη σκέψεις.
Ἡ Κυριακή -ὅπως πολλές φορές τονίσθηκε- εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Κύριο· ἡμέρα, κατά τήν ὁποία πανηγυρίζουμε τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως καί δοξάζουμε τόν φιλάνθρωπο Θεό πού μᾶς χάρισε τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ τά «ἀπόρρητα ἀγαθά» πού μᾶς προσπορίζει ἡ ἡμέρα αὐτή ὡς ἑξῆς: «Ἐν ταύτῃ (Κυριακῇ) κατελύθη ὁ θάνατος, ἐσβέσθη ἡ κατάρα, ἁμαρτία ἠφανίσθη, ᾅδου πύλαι συνεκλάσθησαν καὶ δέσμιος ὁ διάβολος γέγονε καὶ ὁ χρόνιος κατελύθη πόλεμος, καὶ καταλλαγαὶ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐγένοντο... Διὰ τοῦτο καὶ προσήκει αὐτὴν τιμᾶν τιμὴν πνευματικήν» (ΕΠΕ 31,416-418· PG 51,265).
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μέγας καί ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος μέ διάταγμά του στίς 3 Μαρτίου τοῦ 321, ἐπέβαλε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς: «Ὅλοι οἱ δικασταί, ὁ λαὸς τῆς πόλεως καὶ αἱ λοιπαὶ ἐργασίαι ὀφείλουν νὰ καταπαύουν κατὰ τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμέραν τοῦ Ἡλίου» (C 111,12 2, in Corpus Juris Civilis ν. II, Codex Justinianus, Berlin 1927).
Δυστυχῶς ὅμως σήμερα ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ἀνάκαμψης τῆς οἰκονομίας ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Κυριακῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα συντελεῖται ἡ ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετατροπή του σέ μηχανή.
Ἀναμφισβήτητα, ἡ χρεωκοπημένη μας οἰκονομία δέν πρόκειται νά τονωθεῖ μέ τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων μας τήν Κυριακή. Γιά τήν ὕφεση στήν ἐγχώρια ἀγορά εὐθύνεται ἡ ἔλλειψη ρευστότητας, ὄχι ἡ ἔλλειψη χρόνου γιά ἀγορές. Ἄς μή μᾶς ἐξαπατοῦν μέ τά ἕωλα ἐπιχειρήματά τους. Ἀνύπαρκτη ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ ἐπικαλέστηκε ὁ ὑπουργός Ἀνάπτυξης, γιά νά ὑποστηρίξει τίς θετικές συνέπειες ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ὡραρίου λειτουργίας τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων (βλ. «matrix 24»).
Ἄν πραγματικά ἤθελαν μία ἐπέκταση τοῦ ὡραρίου -ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται- γιατί δέν τήν ἐπιχείρησαν τά ἀπογεύματα πού τά καταστήματα παραμένουν κλειστά; Τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων τήν Κυριακή καταδεικνύει τά ἄνομα καί ἀντίθεα σχέδια ἐκείνων πού τό ἐπινόησαν, καθώς καί τίς βρόμικες μεθοδεύσεις τῶν πολυεθνικῶν, τῶν ὑπεραγορῶν καί τῶν ἐμπορικῶν μονοπωλίων. Θά μποροῦσε κάτι ἀνάλογο νά ἐπιχειρηθεῖ στίς μουσουλμανικές χῶρες μέ τήν κατάργηση τῆς Παρασκευῆς ἤ τοῦ Σαββάτου στούς Ἑβραίους;
Οὔτε βέβαια πρέπει νά ἐφησυχάζουμε μέ τό γεγονός ὅτι τά ἐμπορικά καταστήματα θά ἀνοίγουν μετά τή θεία Λειτουργία. Δέν κάνουμε «παζάρια» μέ τόν Θεό, γιά νά βρεθοῦμε στό παζάρι! Ἡ Κυριακή, «ἡ ἀπαρχή τῶν ἡμερῶν», ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός» καί «τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασιλείου, ΕΠΕ 4,98· PG 29,52) εἶναι ὁλόκληρη ἁγία, ὄχι μόνον οἱ πρῶτες της ὧρες. Εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Τήν ξεχώρισε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του καί τή σφράγισε. Κι ὅ,τι λέει ὁ Θεός δέν ἀμφισβητεῖται, δέν τροποποιεῖται, δέν ἀθετεῖται, δέν τίθεται ὑπό διαπραγμάτευση. Ἐπιπλέον, ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ὅποιος ψωνίζει τήν Κυριακή, αὐτός συναινεῖ στή διάλυση τῆς οἰκογένειας καί στήν περαιτέρω ἐξαθλίωση τῶν ἐργαζομένων.
Πρόσφατα, ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ προτείνει λειτουργία τῶν καταστημάτων ὅλες τίς Κυριακές τοῦ χρόνου, παρά τό γεγονός ὅτι πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἐμπορικοῦ κόσμου ἀντιδρᾶ. Ἡ ἐπιχειρούμενη ὁλική κατάργηση τῆς ἀργίας πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἕτοιμους νά ἀνατρέψουμε αὐτόν τόν νόμο. Ὄχι μόνον νά μήν ψωνίζουμε τήν Κυριακή, ἀλλά καί νά στηρίξουμε τά καταστήματα πού τή σέβονται. Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς δέν ἀποτελεῖ μόνον πρόβλημα τῶν ἐμπόρων. Ξεκινοῦν ἀπό αὐτούς, γιά νά ἐπεκταθοῦν σέ ὅλους μας.
Πολύ εὔστοχα ἡ ἱερά μονή Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ: «Ἐκεῖνοι πού σήμερα ἐπίεσαν γιά τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας δέν θέλουν τούς χριστιανικούς θεσμούς, ἐπειδή δέν θέλουν τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἀντίχριστο, κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: “ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε” (Ἰω 5,43)».
Ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ὡς ἀκριβό καί πολυτίμητο θησαυρό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κατηγορηματικός γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τῆς δικῆς του ἡμέρας (βλ. Ἔξ 31,14). Καί ὁ Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος συμβουλεύει: «Μὴ παρέλθῃς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, μὴ κλέψῃς τὴν ἡμέραν αὐτοῦ, μὴ ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τὴν ἀνάπαυσιν, μὴ χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μὴ ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (PG 86A,421Α).
Στά κελεύσματα τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, ἡ ὁποία καθαιρεῖ ὅ,τι ἱερό καί ὅσιο, καλούμαστε νά προβάλουμε ἀντίσταση, νά γίνουμε ἀντιστασιακοί! Δέν εἶναι, ἐξάλλου, ἡ πρώτη φορά πού ὡς ἔθνος περνᾶμε δυσκολίες. Καί οἱ προηγούμενες γενιές ἔζησαν πολέμους, καταστροφές, στερήσεις· καί ὅμως μπόρεσαν νά ἀναστήσουν ἀπό τά συντρίμμια τήν πατρίδα μας, γιατί εἶχαν θεμελιώσει τή ζωή τους στό θεμέλιο τῆς πίστης, τῆς ὀλιγάρκειας, τῆς ἄσκησης.
Ἐπιπροσθέτως, δέν εἶναι δυνατό νά λέμε ὅτι τιμοῦμε τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό -τό 2014 εἶναι ἀφιερωμένο στή μνήμη του, ἐπειδή συμπληρώνονται 300 χρόνια ἀπό τή γέννησή του- κι ἐμεῖς νά ἐξακοντιζόμαστε τήν Κυριακή στά καταστήματα. Δέν χρειάζεται οὔτε προβληματισμός οὔτε δίλημμα. Στό χέρι μας εἶναι νά καταργήσουμε ἐν τοῖς πράγμασι τόν ἐπαίσχυντο αὐτό νόμο. Ἀποτελεῖ πιά ὁμολογία πίστεως ἡ τήρηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος- Θεολόγος
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅπως τονίζει σαφέστατα ἡ ἁγία Γραφή, τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἄν ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, τότε εἶναι ὄντως ὁ ἀληθινός Θεός καί ἡ ἀπαρχή τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάστασή του εἶναι μῦθος καί θρῦλος, τότε ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὐθέως, χωρίς περιστροφές, ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη, δέν ἔχει ἀντίκρυσμα, εἶναι ἕνα ἐλεεινό ψεῦδος (βλ. Α΄ Κο 15,17-19). Διότι αὐτό εἶναι τό κήρυγμα καί ἡ ἐπαγγελία της: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται καί τήν ἀνάσταση ὅσων ἐλπίζουν καί πιστεύουν σ’ Αὐτόν (βλ. Α΄ Κο 15,20). Δέν πιστεύουμε στόν Χριστό ἐπειδή θέλουμε νά γίνουμε καλύτεροι, νά βελτιώσουμε τήν ἠθική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι πρωταρχική ἐπιδίωξη καί στόχος ὅλων τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν συστημάτων. Οἱ χριστιανοί πιστεύουμε στόν Χριστό πρό πάντων ἐπειδή ἡ ἀνάστασή του μᾶς βεβαιώνει γιά τήν θεότητά του καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν πιό φοβερό καί ἀξεπέραστο ἐχθρό μας: τόν θάνατο (βλ. Α΄ Κο 15,25). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς βαπτιζόμαστε στό ὄνομά του: «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κο 15,29), ἐπειδή δηλαδή θά ἀναστήσει τούς νεκρούς. Κάτι τέτοιο δέν ἔχει ἄλλο ἀντίστοιχό του. Εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νά ἐλπίσει καί νά ποθήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ πιό ζωτική ἀπαίτηση τῆς ὕπαρξής μας.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; Εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἱστορικό γεγονός, ὅπως κήρυξαν οἱ μαθητές του καί ὅπως κηρύττει ἡ Ἐκκλησία του συνεχῶς ἐδῶ καί 2.000 χρόνια; Εἶναι. Ἀναμφίβολα. Εἶναι τόσο ἱστορικό γεγονός, ὅσο εἶναι ἐπί παραδείγματι ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος ἤ ἡ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου στήν Ἀσία. Ὅσο μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τήν ἱστορικότητα αὐτῶν τῶν δύο γεγονότων, τόσο μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει καί τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως. Ἤ ἀκριβέστερα: Ἀκόμη καί ἄν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν δύο αὐτῶν, δέν θά μποροῦσε νά ἰσχύσει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως θεωροῦν αὐτή τήν θέση αὐτόχρημα πλάνη καί σκοταδισμό, ὡστόσο ἡ νηφάλια καί ἀπροκατάληπτη κρίση καί ἐξέταση τῶν δεδομένων δείχνει πρός τήν ἀντίθετη ἀκριβῶς κατεύθυνση.
Στήν πραγματικότητα, οἱ πολλές καί ποικίλες ἐνστάσεις ὅσων ἀπορρίπτουν τήν ἀνάσταση ὡς ἱστορικό γεγονός συνοψίζονται στίς ἑξῆς δύο:
Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν σχέση τῆς ἀνάστασης μέ τήν λογική. Οἱ ἀρνητές ὑποστηρίζουν συνήθως ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ συγκρούεται ἐξ ὁρισμοῦ μαζί της, ὅτι εἶναι ἕνας κοινός ἀκραῖος παραλογισμός. Οἱ νεκροί δέν ἐπανέρχονται στήν ζωή, ὑποστηρίζουν, εἶναι χίμαιρα μία τέτοια προσδοκία. Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον ὅτι τήν ἔνσταση αὐτή ἀντιμετωπίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό 15ο κεφ. τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς του, ὅπου πραγματεύεται αὐτό ἀκριβῶς τό θέμα: Εἶναι δυνατόν νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἡ ξεκάθαρη καταφατική ἀπάντηση πού δίνει ὁ ἀπόστολος στό συγκεκριμένο ἐρώτημα ἔχει ὄχι μόνο θεολογικά ἀλλά καί φυσικά ἐρείσματα: Ὅταν ὁ σπόρος πέφτει στήν γῆ, δέν βλαστάνει πρίν νά σαπίσει (βλ. Α΄ Κο 15,36)· δέν ἀποτελεῖ αὐτό τό γεγονός σαφῆ ἐμπειρία ἀναστάσεως; Θά μπορούσαμε ἐπίσης, ἰδίως ἐμεῖς σήμερα, νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἀφορισμοί τοῦ τύπου «εἶναι παράλογο καί συνεπῶς ἀδύνατο» ἔχουν ξεπεραστεῖ πρό πολλοῦ. Πόσο λογική ἐπί παραδείγματι θά φαινόταν σ’ ἕναν ἐπιστήμονα τοῦ 1910 ἡ θεωρία τῆς «μεγάλης ἔκρηξης» πού ὑποστηρίζει οὐσιαστικά ὅτι τά πάντα προῆλθαν ἀπό τό τί- ποτε; Κι ὅμως αὐτή ἀποτελεῖ τήν τελευταία λέξη τῆς σύγχρονης κοσμολογίας.
Ἡ δεύτερη ἔνσταση ἀφορᾶ στά τεκμήρια. Ἄν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τονίζουν οἱ ἀρνητές της, εἶναι ἱστορικό γεγονός, τότε πρέπει νά μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ. Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο αὐτό εἶναι καί τό πιό ἀδύναμο ὅλων τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Ὑπάρχουν πολλές καί πολύ ἰσχυρές ἀποδείξεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. Ἀποδείξεις βεβαίως ἱστορικές, ὄχι ἐμπειρικές ἤ μαθηματικές· ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά ἀρχαῖα ἱστορικά γεγονότα. Ἐπί παραδείγματι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν συνάφεια πού ἀναφέραμε παραπάνω (βλ. Α΄ Κο 15,5-8), ἀλλά καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές μνημονεύουν ποικίλες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στούς μαθητές του. Τό γεγονός αὐτό τῶν ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος ἦταν τόσο συγκλονιστικά ἀληθινό, ὥστε οἱ μαθητές του νά γίνουν ἀπόστολοί του καί μάλιστα νά ἀγωνισθοῦν γιά τήν διάδοση τοῦ εὐαγγελίου μέχρι αἵματος καί μαρτυρίου. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει ἐδῶ εἶναι ἁπλό: Θυσιάζει ποτέ κανείς τήν ζωή του γιά ἕνα ψέμα πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος; Διότι ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε τήν ἀπάτη γύρω ἀπό τήν ἀνάστασή του τήν ἔστησαν οἱ μαθητές του. Ἀλλά γιά ποιόν λόγο; Γιά νά κερδίσουν τί; Τόν θάνατο; Εἶναι μάλιστα σημαντικό νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ ὅτι τό παράδειγμά τους μιμήθηκαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στά πρῶτα τριακόσια χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι φυσικά ἀποτελοῦν καί ἀδιάψευστα τεκμήρια τῆς βιοτῆς καί τῆς θυσίας τῶν διδασκάλων τους.
Θά μπορούσαμε αὐτό τό θέμα νά τό διαπραγματευθοῦμε σέ ἑκατοντάδες σελίδες μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα. Ἀλλά δέν χρειάζεται. Κάτι τέτοιο ἄλλωστε ἔχει γίνει ἤδη πολλές φορές. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο, θά ρωτήσει ἴσως κανείς, εὔλογα, πῶς τόσοι συνάνθρωποί μας τήν ἀπορρίπτουν ὡς μῦθο; Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτόν τόν προβληματισμό εἶναι πολύπτυχη καί ἐκτεταμένη, ἀλλά ἐδῶ θά ἑστιάσουμε μόνο στό κέντρο της: Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνειδητά εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν νά ἀποδεχθοῦν τό ὑπέροχο μέν, ἀλλά καί πικρό γιά τήν κακία μας μήνυμά της. Ὅτι δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καταργεῖ τόν θάνατο καί ἐγκαινιάζει μία καινούργια ζωή, πανευφρόσυνη καί ἀτελεύτητη, προσφέρεται ὡς δῶρο σ’ ὅσους ἀποκλειστικά τήν θέλουν· δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἐκβιάζει ὁ Θεός τήν σωτηρία μας. Ὅποιος ὅμως ἐπιθυμεῖ ἀληθινά νά συναναστηθεῖ μέ τόν Χριστό ἀπορρίπτει τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί ἀγωνίζεται πλέον νά ζήσει τήν ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, τήν ζωή τῆς ἁγνότητας (βλ. Α΄ Ἰω 3,3). Εἰδάλλως παραμένει στό σκοτάδι του. Ἀλλά φυσικά -καί ἐδῶ ἔγκειται τό πρόβλημα- ὁ σάπιος καί διεφθαρ- μένος κόσμος δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ μία τέτοια προϋπόθεση. Προτιμᾶ λοιπόν νά στρουθοκαμηλίζει καί νά ἀρνεῖται τό προφανές.
Εὐ. Ἀ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος