Κυκλοφοροῦμε μέ μεταλλικά ὀχήματα
καί προσπερνοῦμε γρήγορα
τούς ἀπέραντους δρόμους μας.
Ποῦ νά βρεῖ χρόνο νά σκαλώσει ἡ ματιά μας
στόν φτωχό, πού μές στό κρύο
ἔχει γιά κρεβάτι ἕνα χαρτόνι
καί τόν ἀέρα γιά κουβέρτα καί σεντόνι!
Παγωνιά! Ὑπό τό μηδέν ἡ ἀγάπη μας, Κύριε,
κι ἡ ταχύτητα στή δράση μας
ὑπερβαίνει τά ἐπιτρεπόμενα ὅρια.
Ἡ καρδιά μας συντονισμένη
στούς κραδασμούς τῶν τροχοφόρων
δέν ἔχει πιά μάτια νά ἀναγνωρίσει στόν συνάνθρωπο
τόν Χριστό, πού ἀπόψε γεννιέται.
Φτωχολάζαροι, μικροί Χριστοί, δεξιά κι ἀριστερά,
περιμένουν ν᾿ ἀφουγκραστοῦν κάποιο ἀνθρώπινο βῆμα.
Κι οἱ μέρες μας κυλοῦν τόσο γρήγορα!
Δέν κοντοστέκονται μιά σταλιά,
γιά νά ξεχωρίσουμε τή μιά ἀπό τήν ἄλλη.
Φωτεινά γεφύρια μέ ὑπέροχα λαμπιόνια
στολίζουν τούς δρόμους μας.
Ἡ μνήμη σκαλίζει τό χρόνο.
«Ἄ, ναί! Ἦρθαν Χριστούγεννα».
Μά δέν ἔχουμε μάτια νά δοῦμε
πώς δίπλα μας,
στό πλάι τοῦ δρόμου,
ὁ μικρός Χριστός ἀργοπεθαίνει.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Ἔφτασα στό ναό μέ χέρια γεμάτα
ἀπό ἐνάρετα ἐπιτεύγματα.
Μέ βαρύγδουπους τίτλους διαλαλῶ
αὐτοδικαίωσης πραμάτειες
σε τιμή ἀξιομισθίας
πρός πώληση στόν Θεό.
Στῆς αὐτάρκειας τή στέρνα βουτηγμένη
μές στ' ἀντάριασμα τοῦ νοῦ,
κωφεύουν οἱ αἰσθήσεις ἀλαζονικά
στήν ἐκ βαθέων κραυγή τοῦ ἀδελφοῦ.
Δίπλα μου λειώνει σάν κερί
σέρνοντας τῆς ἀγωνίας τό χορό
μ' αὐτοκατάκρισης τραγούδι πονεμένο.
Ἐξαγοράζει τή συνδιαλλαγή
γιά συμπάθεια καί λυτρωμό
μέ χέρια γεμάτα ἀνοικτές πληγές,
μέ δάκρυα ποτάμι.
Γιά τό σπίτι τοῦ Πατέρα
ἀρτηρίες ἀνοίγεις ἀδελφέ,
τήν ἔσχατη εὐκαιρία ἐπιστροφῆς
ἀπό τή χώρα τῆς αὐτάρεσκης
ἀποδημικῆς μου διαστροφῆς...
Γ.Δ.
Χριστούγεννα 2013 κι ἡ γῆ μας ἑτοιμάζεται ξανά νά τά γιορτάσει!
Μέ σκοτεινά τά πρόσωπα, μέ κρύες τίς καρδιές!
Μέσα στήν ἀνασφάλεια καί τήν παγκόσμια κρίση,
τάχα τί ρόλο παίζουνε τά φῶτα, τά στολίδια κι ὅλες οἱ μουσικές;
Χριστούγεννα καί ἔγινε ἡ καρδιά μας ὅλη Φῶς!
Ἕνα ἀστέρι πού ἔλαμψε 2000 χρόνια πρίν,
τά φετινά Χριστούγεννα θά ᾿ναι πιό φωτεινό.
Ἕνας Θεός πού ἔγειρε νά κοιμηθεῖ σέ φάτνη, δικός σου εἶναι Θεός!
Ἕνα βρέφος πού τό προσκύνησαν βοσκοί καί βασιλιάδες
σέ καρτερεῖ προσκυνητή νά σοῦ χαρίσει δῶρα:
Εἰρήνη! Πού τήν πόθησε ὅσο ποτέ ἡ ψυχή σου!
Ἀγάπη! Γιά νά ζεσταθεῖ ὅλη ἡ ὕπαρξή σου!
Χαρά! Πού σάν αὐτήν ποτέ δέν πῆρες στή ζωή σου!
Τόν λυτρωμό! Ἀπό ὅσα βάρη ἀσήκωτα, ἄσπλαχνα σέ πλακώνουν!
Τή συντροφιά! Ἀφοῦ ὁ Θεός θά εἶναι πιά μαζί σου!
Ἐλπίδα! Τό τοῦνελ τῆς ἀγάπης Του φτάνει ὥς τόν οὐρανό!
Γεννιέται πάλι ἐδῶ στή γῆ γιά ὅλους μας ὁ Ἰησοῦς μοναδικός Σωτήρας!
Γεννιέται ὁ Ἐμμανουήλ καί θά ᾿ναι πιά μαζί μας ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς!
Σέ καρτερεῖ!
Μιά τέτοια Ἀγάπη ἡ διψασμένη σου ψυχή δέν πρέπει νά τήν ἀρνηθεῖ!
Πῶς Τόν βαστᾶ στά χέρια της
καί Τοῦ γλυκομιλάει!
Ὅλος ὁ κόσμος γύρω της
ἀνθίζει καί σκιρτάει,
σάν μπαίνει μέσα στό Ναό
παρθένα καί κυρά!
Σήκω, ψυχή μου, νά Τόν δεῖς
στή μητρική ἀγκάλη,
κι ἄν κοίταξες καί θάμαξες
φθαρτά καί μάταια κάλλη,
ἄκου γλυκό δοξαστικό πού ψάλλουν ἅγια χείλη·
«Εἶδα, Πατέρα μου, ό Φῶς!
Νῦν ἀπολύεις...».
Εὑ Δάκας
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
ἀδάπανο τό Φῶς Σου ν᾿ ἁπλώνεται
στά μονοπάτια πού καθόρισες
νά περπατήσω·
καί τά ἐνδότερα τοῦ εἶναι μου
νά τά φωτίζεις γιά νά κατανοῶ
τά ἅγια μυστήρια τοῦ μεγαλείου Σου.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
ἡ πατρική ἀγάπη Σου
λάβα νά καίει στήν καρδιά μου·
νά τήν ἀναμοχλεύει·
νά λειώνει κάθε ἄχρηστο καί περιττό.
Νά πλάθομαι μέρα μέ τή μέρα
τῆς χάρης Σου δοχεῖο θεϊκό.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
νά μοῦ ἀποκαλύπτεις
τήν Πολιτεία τοῦ ουρανοῦ·
νά μ᾿ ἀνεβάζεις ἀπό τή γῆ
ὅπου καθηλωμένη μέ κρατοῦν
τά σιδηρά δεσμά τῆς ματαιότητας
καί τοῦ ἐγωισμοῦ.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
στή στοργική ἀγκάλη σου
ἀφήνω τό σῶμα μου καί τήν ψυχή.
Ἀσφάλισέ τα καί ἁγίασέ τα,
Πατέρα μου καί Λυτρωτή.
Γ.Δ.
«Πάλι στήν ἐκκλησία; Μά τί θά γίνει ἄν δέν πᾶς μιά Κυριακή; Αὔριο θά πᾶμε θάλασσα», μοῦ εἶπε ἡ νεαρή ξαδέλφη μου μέ ἕναν τόνο εἰρωνείας στή φωνή. Τήν κοίταξα μέ συγκατάβαση. Πῶς νά τῆς ἐξηγοῦσα ἄλλωστε...
Τ᾿ ἄλλο πρωί βρέθηκα στό ναό. Μπροστά μου μιά μικρούλα ἴσαμε τέσσερα χρονῶν σταύρωνε τά χεράκια της σέ στάση προσευχῆς. Πίσω μου μιά γερόντισσα ἔσυρε τό στασίδι της. Τά χρόνια κύρτωναν τούς ὤμους της μά εἶχε στά μάτια της τήν ἡμεράδα τοῦ ταξιδευτῆ, ὅταν ἀράζει στό λιμάνι του.
-Ἦρθες, Σοφία -ἀκούστηκε ἡ διπλανή φωνή-, πάλι στήν ἐκκλησία σου...
-Ἦρθα, Ἑλένη· δόξα νά ᾿χει ὁ Θεός· ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε; Ἐδῶ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ γαλήνη μας. Μιά ζωή ἐδῶ...
Ἀγγίζαν τοῦτα τά λόγια τῆς ἀγάπης τήν καρδιά μου τήν πρωτόπειρη. Τήν κάνανε νά γονατίζει εὐλαβικά μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Κεντοῦσε ἡ αὐγή μικρούς σταυρούς ἀπό λευκόχρυσο στίς λάμπουσες ψηφίδες πού ζωγράφιζαν τή Μάνα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς ἱερουργοῦσε τή λατρεία του στήν ἄσπιλη μορφή ἐκείνης πού προσφέρθηκε ζῶσα λατρεία στόν Θεό, πανάγιο πρόσφορο, αἰρόμενο ἐπάνω στά φτερά τῶν Χερουβείμ, νά μοῦ θυμίζει, καθώς μπαίνω στό ναό, πώς πρέπει ἡ πήλινή μου ὕπαρξη νά σηκωθεῖ στόν οὐρανό, γιά νά μετέχω στή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ.
Ἀπ᾿ τίς μισανοιγμένες πύλες τοῦ Ἱεροῦ κοιτάζω τήν Ἁγία Τράπεζα. Λαμποκοπᾶ στό βύσσινο τοῦ αἵματος καί στό χρυσάφι τοῦ φωτός· αἷμα καί φῶς τό νάμα πού ἀνάβλυσε ἀπό τά τρυπημένα χέρια τοῦ Ἀρνίου πού ἀνοίγουν πάνω της. Σέ λίγο ἐκεῖ, στό βυσσινόχρυσό της κάλυμμα, θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ θυσία τοῦ Σταυροῦ. Θά θυσιάζεται ὁ Ἀμνός πάνω σ᾿ ἐκεῖνο τό Τραπέζι πού φυλάγει μές στά σπλάχνα του λείψανα τῶν θυσιασμένων στήν ἀγάπη του· καί ἡ Ἁγία Τράπεζα θά γίνει Γολγοθᾶς, πού γύρω του θά συναχθεῖ ἀκέραιος ὁ Παράδεισος: οἱ ἅγιοι, πού ἀκολουθῆσαν τόν Νυμφίο ἀπό τά λίκνα τῆς Βηθλεέμ τά διωκόμενα μέχρι τήν ἀγωνία τῆς Γεσθημανῆ, κι οἱ ἄγγελοι, τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ, πού τώρα ἀνάγλυφα στούς δίσκους τούς χρυσούς περιχορεύουν στό Σταυρό.
Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄκρα συγκατάβαση· πίσω ἀπ᾿ τά τέμπλα τοῦ Ἱεροῦ θά χαμηλώσει ὁ οὐρανός· τό ἄυλο καί ἄκτιστο· καί τό κτιστό, πού ὅμως κοινώνησε στήν ἀφθαρσία τοῦ Ἀναστημένου κι ἀφθαρτίστηκε· κι ἀνάμεσα σ᾿ ἁγίους καί ἀγγέλους χέρια ἀνθρώπινα θά λογχίζουνε τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκεῖνα πού τόν κάρφωσαν ἐπάνω στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ· τότε, ἀσέβεια καί ἔγκλημα· τώρα, λατρεία καί εὐχαριστία, ἡ πιό ὑπέρτατη...
Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄπειρη συγχώρεση· κι ἀναλογίζομαι μέ δέος τή χαρά καί τόν τρομακτικό σταυρό τοῦ λειτουργοῦ. Δέν θά μποροῦσα -λέω- δέν θά ἄντεχα...
Ἔτσι, μέ τήν καρδιά μαλακωμένη μπρός στό θαῦμα πού θά τελεσθεῖ, εἰσέρχομαι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὄρθρος τέλειωσε. Ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε. Τώρα ὑπάρχω ἀνάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς. Μοῦ τό θυμίζουνε αὐτό τά δύο χρώματα πού ἀνταμώνουνε στό φόντο πίσω ἀπό τῶν ἁγίων τίς μορφές. Κάτω τό πράσινο τῆς γῆς, ἐπάνω περισσότερο, ἄμετρα περισσότερο τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ. Στούς τοίχους τοῦ ναοῦ ζωγραφισμένος ὁ Παράδεισος, αὐτός πού δέν μπορῶ ἤ δέν θά ἄντεχα νά δῶ μπρός στήν Ἁγία Τράπεζα: ἡ ἐστεμμένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· ἀπ᾿ τή μεριά μου οἱ ὁμόφυλες, ὁσίες μέ λευκά μαλλιά, μητέρες καί παρθένες, τρυφερά παιδόπουλα... Εἴμαστε ὅλες μας ἐκεῖ· κι ἀπέναντι οἱ ἅγιοι· στεφανηφόροι βασιλεῖς καί ἱερεῖς, ἄσημοι καί ἁπλοϊκοί κι ἐγγράμματοι...
Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ σβήνει εἰρηνικά κάθε διαχωριστική γραμμή πού χαράξανε ἀνάμεσά μας ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί μικρότητα κι οἱ τοῖχοι ζωγραφίζουν σιωπηλά: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος· πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Ὅλοι μας ἕν· συνοδοιπόροι στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ ἐσταυρωμένος μας Θεός πάνω στή γῆ· τώρα στίς ἀμμουδιές τῆς Γαλιλαίας, στίς πλαγιές τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καθώς ὁ λειτουργός διαβάζει τό Εὐαγγέλιο· ὕστερα Κυρηναῖοι στήν ἀνηφοριά τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν μέσα σέ σιωπή καί σέ κατάνυξη θά λιτανεύονται τά ἅγια· κι ὕστερα μαθητές καί μυροφόρες του, πού θ᾿ ἀντικρύζουμε τόν ὄλβιο τάφο του κενό, ὅταν θά κοινωνοῦμε στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς.
Ὅλοι μας ἕν· στά ψίχουλα τῆς λειτουργιᾶς πού θρυμματίζει ὁ ἱερουργός φέρνοντας τά ὀνόματά μας στόν Θεό· στ᾿ Ἀμπέλι τό πολύκλωνο πού βλάστησε ἀπ᾿ τό Αἷμα τοῦ σταυροῦ στό δισκοπότηρο. Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ ἔχουμε κοινωνήσει στήν ἀγάπη, δίχως ἐπαγγελίες, δίχως φῶτα, δίχως σύμβολα κενά.
Ὁ λειτουργός διαβάζει τήν ἀπόλυση. Τρέχει ἡ μικρούλα, γιά νά πάρει τό ἀντίδωρο. Φεύγει σκυφτή καί ἡ γερόντισσα... Θά ἔρθουν καί τήν ἄλλη Κυριακή καί τήν ἑπόμενη.
Στρέφω τό βλέμμα μου ψηλά καί ἀτενίζω τόν μεγάλο πολυέλαιο. Ἐτοῦτα τ᾿ ἄπειρα, μικρά κεριά, πού ἡ φλόγα τους κοιτᾶ τόν Παντοκράτορα, λειώνουν τά «Κύριε ἐλέησον» στό θρόνο του· τήν προσευχή γιά ὅλη τή χρεία τήν ἀνθρώπινη κι ἐκείνην πού ἀναπέμψαν μυστικά καρδιές μέ πόνο καί μέ πόθο τῆς μετάνοιας.
Κρατᾶ τό σπίτι τοῦ Θεοῦ τά «Κύριε ἐλέησον» καί ἡσυχάζει στή σιωπή. Κάνω ἐπάνω στό κορμί μου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἑτοιμάζομαι νά βγῶ. Μέσα στή σκέψη μου γυρίζει ἡ φωνή τῆς νεαρῆς ξαδέλφης μου: «Πάλι στήν ἐκκλησία; Αὔριο πᾶμε θάλασσα»... Αὐθόρμητα, σάν ἄνθρωπος πού τοῦ ζητοῦν νά στερηθεῖ ὅ,τι πολύτιμο κι ἀγαπημένο γνώρισε, τά χείλη μου ψελλίζουνε τήν ἄρνηση μέ τή φωνή τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον»· καί σμίγει ἐτούτη ἡ φωνή ἐκείνην τῆς γερόντισσας, πού κελαρύζει μέσα μου ψαλμός, εὐχαριστία μιᾶς ζωῆς πού προσκομίστηκε λατρεία στόν Θεό: «Ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;... Μιά ζωή ἐδῶ...».
Ἐδῶ, Κύριε· τίς Κυριακές, τά δειλινά, τούς ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης, τίς νύχτες τῆς Ἀνάστασης· ἐδῶ· μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ σου, μέ τήν καρδιά μου ταπεινό κερί νά λιγοστεύει στήν εἰκόνα σου· κάτω ἀπ᾿ τίς στέγες τοῦ ναοῦ σου, μέ τήν ἄστεγη ψυχή μου Χερουβείμ, κάποτε ματωμένο ἀπ᾿ τίς ἁμαρτίας τήν πληγή, μά πάντοτε φωνάζοντας τό κεκραγάρι τῆς ἀγάπης του: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλά καί σοί μόνῳ λατρεύομεν». Ἐδῶ μέσα στή γλύκα τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου μέ περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς στοργῆς σου καί ἡ θωπεία τῆς συγχώρεσης· ἐδῶ πού ἔρχομαι δίχως ποτέ νά μέ πληγώνει ἡ ἀπόρριψη· ἐδῶ πού ἡ μοναξιά μου λιγοστεύει στήν ἀγάπη σου· ἐδῶ πού ὁ ἄλλος ἄνθρωπος μοῦ γίνεται ἀδελφός· μιά ζωή ἐδῶ· ἀπό τίς πρῶτες λέξεις μου μέχρι τό λυκοφῶς· μέχρι νά ξημερώσει ἡ ἄλλη Κυριακή, ἡ ἀτέλειωτη, πού θά μέ πάρεις ἀπό δῶ, ἀπό τόν κτιστό ναό σου -ὅπου μετέχω στή χαρά σου ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι- στόν ἄκτιστο, νά σέ λατρεύω ἐκτυπώτερον, ἔτσι ὅπως τώρα δέν μπορῶ νά φανταστῶ, μαζί μέ τούς ἁγίους, τούς ἀγγέλους, τή Μητέρα σου· ἀπό τό Πάσχα κάθε Κυριακῆς στό Πάσχα τό ἀνέσπερο τῆς βασιλείας σου. Ἀμήν.
Μ. Σωτηρίου
«Ἀπολύτρωσις»
Ὅ,τι κοινώνησαν οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ στό Μυστικό Δεῖπνο, τό ἴδιο κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Μιά ἀνεξάντλητη πηγή, ἀπ' ὅπου ὅλοι οἱ πιστοί πίνουν καί τροφοδοτοῦνται, εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἥλιος, πού ἐνῶ κάθε μέρα στέλνει ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια ἀκτῖνες κάτω στή γῆ καί κατά κάποιο τρόπο γίνεται ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια κομματάκια, κι ὅμως ὁ ἥλιος παραμένει ὁ ἴδιος, ἀνεξάντλητος. Μυστήριο! Ὁ Χριστός μέ ἕνα ἄλλο θαῦμα μᾶς ἔδωσε τήν εἰκόνα τοῦ μεγαλυτέρου τούτου θαύματος, πού εἶναι ἠ θεία Εὐχαριστία. Ποιό εἶναι τό μικρότερο θαῦμα; Μᾶς τό διηγεῖται τό Εὐαγγέλιο. Μιά μέρα στήν ἔρημο μαζεύτηκε κόσμος πολύς γιά ν' ἀκούση τό Χριστό. Πέρασε ἡ ὥρα, καί ἡ μέρα ἔκλινε πρός τή δύσι. Ἦταν ἕνα βραδινό σάν τό βραδινό αὐτό πού ὁ Χριστός κάθησε μαζί μέ τούς μαθητάς του νά φάη στό Μυστικό Δεῖπνο. Ὁ κόσμος πού εἶχε μαζευτῆ στήν ἔρημο ἔπρεπε νά φάη. Ἀλλά ποῦ τροφή γιά τόσο λαό! Χρειάζονταν χιλιάδες ψωμιά. Καί οἱ μαθηταί δέν εἶχαν παρά μονάχα πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια. Ἦταν ἀδύνατο μ' αὐτά νά φᾶνε καί νά χορτάσουν. Κι ὅμως ὁ Χριστός ἔκανε τό θαῦμα του. Πῆρε τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια, τά εὐλόγησε καί μετά ἄρχισε νά μοιράζη. Μοίραζε, ἀλλά τό ψωμί δέν τέλειωνε. Πολλαπλασιαζόταν συνεχῶς.
Αὐτό ἦταν τό θαῦμα πού ἔκανε στήν ἔρημο. Ἀπ' αὐτό μποροῦμε νά πάρουμε μιά ἰδέα τοῦ τί γίνεται στή θεία Κοινωνία. Τό ψωμί καί τό κρασί, πού εὐλόγησε ὁ Χριστός στό Μυστικό Δεῖπνο καί ἐξακολουθεῖ νά εὐλογῆ καί νά ἁγιάζη διά μέσου τοῦ ἱερέως, κατά θαυμαστό τρόπο αὐξάνεται καί πολλαπλασιάζεται πάνω στίς ἅγιες τράπεζες καί ἀπ' αὐτό παίρνουν καί κοινωνοῦν ὅλες οἱ γενιές τῶν χριστιανῶν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Κοινωνοῦν ὅλοι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον». Καί αὐτό εἶναι τό χριστιανικό πάσχα ἐδῶ στή γῆ. Ἀλλ' ὑπάρχει καί ἄλλο πάσχα ἀπείρως ἀνώτερο, τό πάσχα τῆς ἄλλης ζωῆς, πού θ' ἀξιωθοῦν ὅσοι κοινωνοῦν ἐδῶ ἀξίως τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων σου!
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου π. Αὐγουστίνου Καντιώτου «Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν», τεῦχος Α΄, Ἀθῆναι 1977, σελ. 21-22.
Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
- Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
- Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
- Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
- Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
- Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
- Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
- Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
- Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
- Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
- Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
Ταξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας. Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.
Τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας, μιά ἀγάπη πού δέν τήν ἀξίζουμε, ἐκφράζει ἡ Καινή Διαθήκη μέ τή λέξη χάρη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται ἁπλόχερα καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν τήν ἀξιοποιοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί ὑπάρχει πάντοτε κίνδυνος νά πάει χαμένη. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότερη συμφορά πού μπορεῖ νά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο.
Ἄν χαθεῖ ὁ ἥλιος ἤ τά ἄστρα, μικρό τό κακό. Ἄν λείψει ἡ χλωρίδα καί ἡ πανίδα, λίγη ἡ ζημία. Ἄν στερέψουν οἱ πηγές κι ἀδειάσουν οἱ ὠκεανοί, δέν εἶναι τόσο φοβερό. Ὅλα αὐτά μποροῦν νά προκαλέσουν μόνον ἐπίγεια κακά καί σωματικό θάνατο. Ἄν ὅμως πάει χαμένη ἡ χάρη, σαλεύεται τό σύμπαν. Γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅ,τι ἡ ἕλξη γιά τόν πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι τό ὀξυγόνο γιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς του, ἡ ἐγγύηση τῆς ἐσωτερικῆς ἁρμονίας καί ἰσορροπίας του, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης του. Στή χάρη τοῦ Θεοῦ περικλείεται ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά πῶς χάνουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Τή χάνουμε, πρῶτον, ὅταν ἐπαναπαυόμαστε σέ κάποια ξερή γνώση γιά τή λύτρωση, ἀλλά δέν ἀνοίγουμε τίς καρδιές μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό γράμμα παίρνει τότε τή θέση τοῦ πνεύματος μέσα μας. Εἶναι σάν νά κατέχουμε μιά θαυμάσια βιβλιοθήκη χωρίς νά ξέρουμε τήν ἀλήθεια ἤ τή σοφία πού περιέχει. «Ἐσεῖς κατέχετε τή γῆ», εἶπε ἕνας ἄνθρωπος μέ αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς στόν ἰδιοκτήτη ἑνός κτήματος. «Ἐγώ κατέχω τό τοπίο». Ἔτσι καί ἡ θεολογική γνώση μπορεῖ νά μήν ἐξελιχθεῖ ποτέ σέ ἀποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν συγκινηθοῦμε βέβαια ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ζήσουμε τή δύναμή της. Γιά αἰῶνες ὁ Νιαγάρας ἦταν μόνον ἕνα θαυμάσιο θέαμα, γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, μέχρις ὅτου οἱ μηχανικοί βρῆκαν τόν τρόπο νά συλλάβουν τή δύναμη τοῦ νεροῦ του καί νά μετασχηματίσουν τή δύναμή του σέ φῶς καί ἐνέργεια. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά γίνει ἁπλῶς ἕνα καταπληκτικό θέαμα, πού θά ἱκανοποιεῖ τό συναίσθημα χωρίς νά ὑποτάσσει τό θέλημα σέ ὑπακοή, χωρίς νά μετασχηματίζεται σέ διακονία ἤ θυσία, πού κάνει τήν ἀγάπη πραγματική. Ἄν ὁ σταυρός δέν γεννᾶ μέσα μας καί τά δύο, καί τήν ἐπιθυμία καί τή δύναμη νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεχόμαστε τή χάρη τοῦ Θεοῦ στά χαμένα.
Τέλος, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ἐπαναπαυθοῦμε σέ μιά πραγματική ἐμπειρία μεταστροφῆς καί μετανοίας, ἀλλά δέν προχωρήσουμε νά ἐξερευνήσουμε τό πλῆρες νόημά της γιά τή ζωή μας, δέν ἐπιτρέψουμε στό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά κυβερνήσει κάθε πτυχή μας -τή δουλειά μας, τή διασκέδασή μας, τίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους κ.ἄ. Πολλοί χριστιανοί δέν ἔχουν προχωρήσει ποτέ σ' ἐκείνη τή βαθύτερη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνάπτυξή τους διακόπτεται, ὅπως ἕνα φυτό πού δέν ἀνθίζει ἤ δέν πολλαπλασιάζεται. «Αὐτός πού παύει νά γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός», εἶπε κάποιος (ὁ Ὄλιβερ Κρόμβελ). Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά ἀποφασιστική στιγμή, ἀλλά εἶναι μιά ἀποφασιστική ζωή. Καί κάποιος πού βρῆκε τή χάρη, μπορεῖ νά τήν χάσει, ἄν δέν τήν καλλιεργήσει.
Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε καί κάτι ἄλλο, γιά νά μή χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ· ὅτι αὐτήν δέν μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι πώς θά τήν ἔχουμε πάντοτε στή διάθεσή μας. Τώρα πού βρίσκεται στό παρόν πρέπει νά τήν ἀποκτήσουμε. Τό τώρα, πού ἔχουμε στά χέρια μας, χρειάζεται νά ἀξιοποιήσουμε. Ὅπως ἀξιοποιοῦμε τό νερό ὅταν τρέχει, τόν ἥλιο ὅταν βγαίνει, ἔτσι πρέπει νά ἐκμεταλλευθοῦμε τόν καιρό καί τό χρόνο πού ζοῦμε αὐτή τή στιγμή, τίς συνθῆκες καί τή μέρα πού διαβαίνουμε στό παρόν. Αὐτός εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός καί ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας.
Πρόσεξε, ἀδελφέ μου: Ἐκεῖ στή χαράδρα τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεσαι καί κανείς δέν μπορεῖ νά σέ βοηθήσει, περνᾶ ἀπό μπροστά σου ἕνα σκοινί. Δέν εἶναι μπροστά σου πάντοτε· στήν κατάλληλη ὥρα ἅπλωσε τό χέρι σου καί ἅρπαξέ το. Ἀμέσως θά σέ τραβήξει στή σωτηρία καί στήν αἰώνια ζωή. «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς», λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τώρα, σήμερα, ἀδελφέ μου, πού κάποιος σέ πλησιάζει καί σοῦ δείχνει τόν τρόπο νά σωθεῖς, μήν ἀδιαφορήσεις. Κίνησε μέσα σου τήν πίστη καί πιάσε ἐπαφή μέ τό Θεό καί δέξου τή χάρη του.
Στέργιος Ν. Σάκκος
«Ποῦ ἔγκειται ἡ διαφορά τῶν δύο ῾Αγιασμῶν, τῆς πρώτης ἁγιάσεως κατά τήν παραμονή καί τῆς δεύτερης κατά τήν ἡμέρα τῶν Φώτων, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀκολουθίες εἶναι οἱ ἴδιες, καί σέ τί εἰδικότερο χρησιμοποιεῖται ὁ καθένας;»
Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἀκολουθία, μέ μόνη τή διαφορά ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδή ἀπό τό «Τριάς ὑπερούσιε...» μέχρι τό «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», διαβάζεται μόνο κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, ἐνῶ κατά τήν παραμονή ἡ εὐχή ἀρχίζει ἀπό τό «Μέγας εἶ, Κύριε...».
Ὁ «πρόλογος» αὐτός δέν εἶναι κἄν εὐχή ἀλλά πανηγυρικό ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, πού βέβαια δέν ἀλλοιώνει καθόλου τήν οὐσία τῆς ἀκολουθίας στήν ὁποία ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καί ἐμβόλιμο στοιχεῖο.
῾Επομένως καί τῆς παραμονῆς καί τῆς ἑορτῆς ὁ ῾Αγιασμός εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, «μέγας ῾Αγιασμός» καί στίς δύο περιπτώσεις. ῾Η νηστεία τῆς 5ης ᾿Ιανουαρίου δέν γίνεται γιά τόν ῾Αγιασμό, πού θά λάβουμε τήν ἑπομένη, ἀλλά γιά τήν ἴδια τή γιορτή τῶν Θεοφανείων. ῾Ιστορικά καί λειτουργικά πρόκειται γιά μία ἀκολουθία πού ἐπινοήθηκε ἤδη ἀπό τόν Ε´ αἰώνα νά τελεῖται καί κατά τήν παραμονή, γιά νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί. ᾿Αρχικῶς ὁ μέγας ῾Αγιασμός ἐτελεῖτο εἰς ἀνάμνησιν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου κατά τήν Παννυχίδα (ἀκολουθία ἐν εἴδει μικρῆς ἀγρυπνίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων ἀμέσως μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Στό ἁγιασμένο νερό, ἀπό τό ὁποῖο ἔπιναν καί ραντίζονταν οἱ πιστοί, γινόταν ἡ Βάπτιση τῶν κατηχουμένων. Οὐσιαστικά ὁ μέγας ῾Αγιασμός εἶναι εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, μέ τήν ὁποία μέχρι σήμερα παρουσιάζει τόσα κοινά.
῾Ο πατριάρχης ᾿Αντιοχείας Πέτρος ὁ Γναφεύς (465-475) πρῶτος σκέφθηκε νά διευκολύνει τούς χριστιανούς καί ὅρισε νά τελεῖται ὁ ῾Αγιασμός καί κατά τήν παραμονή «ἐν τῇ ἑσπέρᾳ». Πόσο ἦταν ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ νεωτερισμοῦ φάνηκε ἀπό τήν ταχύτατη ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς πράξεως.
Γιά νά χρησιμοποιήσουμε μία σύγχρονη παρομοίωση, συνέβη μέ τόν μέγα ῾Αγιασμό ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στήν ἐποχή μας μέ τίς δύο θ. Λειτουργίες, πού τελοῦνται στούς μεγάλους ναούς τῶν πόλεων τήν ἴδια μέρα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
῾Η διάκριση, πού θέλουν νά πιστεύουν μερικοί ὅτι ὑπάρχει ὡς πρός τή δύναμη καί τή χρήση τῶν δύο, ἤ μᾶλλον τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ, δέν εἶναι δικαιολογημένη.
Ἰ. Φουντούλης, καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς