Κάποιες χρονολογίες ἀποτελοῦν ὁρόσημα γιά τήν πορεία τοῦ ῎Εθνους μας καί γιά τό μέλλον τοῦ ῾Ελληνισμοῦ μας.
Θεοφάνεια τοῦ 1828. Τό Warspite, ἡ ἀγγλική πολεμική φρεγάδα, προσορμίζεται στό λιμάνι τοῦ Ναυπλίου. ῎Ερχεται ν᾿ ἀποβιβάσει στήν αἱματοβαμμένη ἑλληνική γῆ τόν πρῶτο της Κυβερνήτη, τόν ᾿Ιωάννη Καποδίστρια. Καυτά ποθοῦσε ὁ Κερκυραῖος Κόμης νά σταματοῦσε γιά λίγο τό πλοῖο στά γενέθλια χώματα. ᾿Επειγόταν νά προσκυνήσει τόν τάφο τοῦ πατέρα του καί νά πάρει τήν εὐχή του γιά τό δυσβάσταχτο ἔργο πού θά ἐπωμιζόταν. Μά, ἡ ἀγγλική κυβέρνηση, ψυχρή σέ τέτοιες εὐαισθησίες, ματαιώνει τήν ἐπιθυμία του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀπό τή φρεγάδα ἀντικρύζει ἀπό μακριά τή φίλτατη, ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του -πού ὅπου κι ἄν περιόδευσε, ὅσο ψηλά κι ἄν ἀνέβηκε, ποτέ δέν τήν λησμόνησε-, τρέχει στό κατάστρωμα, σηκώνει δακρυσμένος τό χέρι του καί ἀρκεῖται σ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο χαιρετισμό.
῾Απλώνεται τώρα μπροστά του ἡ ἐρειπωμένη ἐλεύθερη ῾Ελλάδα, τήν ὁποία μέλλει ν᾿ ἀναστηλώσει. Τί κι ἄν πέφτει βαριά πάνω του ἡ εὐθύνη τῆς ἀποστολῆς; Παρόλο πού συναισθάνεται τίς συμπληγάδες στίς ὁποῖες θά προσκρούσει, γράφει· «Διψῶ νά εὑρεθῶ τό ταχύτερον ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν στερήσεων, τῆς τύρβης, τῆς ἀκαταστασίας, τῶν κάθε εἴδους μηχανορραφιῶν καί τόσων ἄλλων προβλημάτων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον τήν κατάσταση τῆς ῾Ελλάδος. ῾Ο Θεός ὅμως θά μοῦ στείλει τήν βοήθειά του, καθώς θά εἶμαι περικυκλωμένος ἀπό τόσες ἐπιτακτικές ἀνάγκες».
Καί νά, ἔφτασε ἡ μέρα πού, 375 χρόνια μετά ἀπό τήν ῞Αλωση, ὁ ῞Ελληνας χαιρετίζει θερμά τόν πρῶτο του Πρόεδρο. Τόν ὑποδέχεται μέ 15 κανονιοβολισμούς πού ἠχοῦν ἀπό τό φρούριο τοῦ Ναυπλίου, μέ μυρσίνες, μέ δάφνες καί μέ ὑψωμένες τίς γαλανόλευκες. Μέσα σέ ἐπευφημίες τοῦ προσφέρει στεφάνι ἐλιᾶς. ᾿Απέριττο τό καλωσόρισμα, μά ζεστό καί εἰλικρινές. Τέτοια ὑποδοχή ἱκανοποιεῖ τόν Κυβερνήτη. Κάθε ἄλλη, δαπανηρή καί πολυέξοδη, θά τόν στενοχωροῦσε. «Πομπή, πού θέλει χρήματα, εἶναι ἀσυμβίβαστη πρός τή δύσκολη κατάσταση τῆς πατρίδος. ῎Αν μποροῦμε», τόνιζε, «νά διαθέσωμε λίγα χρήματα, ἔχομε πληγές νά ἐπουλώσωμε».
Σαλπάρει τό Warspite στίς 9 ᾿Ιανουαρίου γιά τήν Αἴγινα. ᾿Εκεῖ ἔχει τήν ἕδρα της ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση. ῾Ιστορική μέρα ἀποτελεῖ γιά τό νησί ὁ ἐλπιδοφόρος ἐρχομός τοῦ Καποδίστρια. Μέ συγκλονισμό περιγράφει ὁ ἴδιος τή συνάντησή του μέ τούς φτωχούς, βασανισμένους νησιῶτες, πού μόλις εἶχαν βγεῖ ζωντανοί μέσα ἀπό τή στάχτη τοῦ ἄνισου πολέμου· «Εἶδα πολλά στή ζωή μου, ἀλλά σάν τό θέαμα, ὅταν ἔφθασα ἐδῶ στήν Αἴγινα, δέν εἶδα ἄλλοτε ὅμοιο, κι ἄλλος νά μή τό ἰδῆ... Δέν ἦταν τό συναπάντημά μου φωνή χαρᾶς ἀλλά θρῆνος. ῾Η γῆ ἐβρέχετο ἀπό δάκρυα. ᾿Εβρέχετο ἡ μυρτιά καί ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπό τό γιαλό στήν ἐκκλησία. ᾿Ανατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τά γόνατα, ἡ φωνή τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τήν καρδιά μου».
Κι αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ ρακένδυτου καί ἀξιολύπητου λαοῦ μένει μόνιμα σφηνωμένη στή σκέψη του, σ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς πολύμοχθης ἐργασίας του. Πῶς μπορεῖ αὐτός νά καλοπερνᾶ, ἐνῶ διαρκῶς περιστοιχίζεται ἀπό τόσες τραγικές φιγοῦρες πού γυρεύουν βοήθεια; Γι᾿ αὐτό στό ἑξῆς δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά ξαναφορέσει τίς ἐπίσημες, ἐπιβλητικές στολές του. Δαπανᾶται ὁλόκληρος στό τιτάνιο ἔργο του καί ἐπινοεῖ σχέδια καί τρόπους, γιά νά ἀνασάνει ὁ ἐξαθλιωμένος κόσμος. Πραγματικά, τό φῶς τοῦ δωματίου του μένει ἀναμμένο ὥς τίς 4 τά ξημερώματα. Κι ὅταν ὁ γιατρός του, διαπιστώνοντας πώς ἡ ὑγεία του εἶναι κλονισμένη, τοῦ συστήνει ν᾿ αὐξήσει τήν τροφή του, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ κατηγορηματικά· «Τότε μονάχα θά βελτιώσω τήν τροφή μου, ὅταν θά εἶμαι βέβαιος ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ῾Ελληνόπουλο πού νά πεινάει». Πόσο ὑποφέρει ὁ Κυβερνήτης, σάν βλέπει τά παιδιά, «τό ροδόχρουν ὄνειρον τῆς Πατρίδος μας, τῆς ῾Ελλάδος» ὅπως τά ἀποκαλοῦσε, νά περιφέρονται πεινασμένα καί ἀπροστάτευτα στά διάφορα στρατόπεδα ἀναζητώντας λίγη τροφή! ᾿Ανησυχεῖ γιά τούς κινδύνους πού διατρέχουν. Ψάχνει κατάλληλους παιδαγωγούς, γιά νά τά χειραγωγήσουν σωστά.
Καί αὐτόν, πού ἔσμιξε τό δάκρυ του μέ τά δάκρυα τῶν ἀδυνάτων, αὐτόν πού μέσα σέ τρία χρόνια καί ὀκτώ μῆνες ἔχτισε πάνω στά ἐρείπια τή νέα μας ῾Ελλάδα, γιά νά ἐξελιχθεῖ ὅπως οἱ ἄλλες κοινωνίες, αὐτόν πού μέ αὐταπάρνηση ἐργάστηκε, γιά νά θέσει σέ λειτουργία τήν πρώην ἀνύπαρκτη κρατική μας μηχανή, αὐτόν πού ὑπῆρξε πρότυπο ἡγέτου, αὐτόν ἕνα κυριακάτικο ὀρθρινό, στίς 27 Σεπτεμβρίου 1831, τόν ἀφανίσαμε μιά γιά πάντα. Συγχώρεσέ μας, μεγάλε Κυβερνήτη, γιατί οἱ μικρότητες καί οἱ μικροψυχίες μας δέν μᾶς ἐπέτρεψαν νά συλλάβουμε τό μεγαλεῖο τῆς μεγαλοψυχίας, πού ἔδειξες ἀπέναντί μας. Συγχώρεσέ μας γιά τίς σφαῖρες πού σοῦ φυτέψαμε· γιατί, ἐνῶ ἐσύ ἀνύσταχτος σχεδίαζες τήν ἀνόρθωσή μας, ἐμεῖς σχεδιάζαμε τό θάνατό σου. Κι αὐτό τό ἀνεπανόρθωτο λάθος μας ἀρχίσαμε νά τό πληρώνουμε μέ τόκο καί ἐπιτόκιο στήν ἑπόμενη παράγραφο τῆς ἱστορίας μας· τότε, πού μέ τήν εἴσοδο τῶν Βαυαρῶν στόν τόπο μας, ὅσο ποτέ νιώσαμε τήν ἀκριβή σου ἀπουσία καί τήν τραγική μας κατάντια.
῾Ελληνίς
Ὅπως κάθε χρόνο ἔτσι καί φέτος ὁ ἑορτασμός τῆς 25ης Μαρτίου 1821 θά συνοδευθεῖ ἀπό τή μονότονη προσπάθεια κάποιων «προοδευτικῶν» νά ξαναγράψουν τήν Ἱστορία. Μόνιμος στόχος τῶν συγκεκριμένων διανοουμένων καί ἀρθρογράφων εἶναι τό Κρυφό Σχολειό. Τό χαρακτηρίζουν μύθο καί τό χλευάζουν. Προφανῶς εἶναι ἀνιστόρητοι ἤ ἐμπαθεῖς ἤ καί τά δυό μαζί. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι οἱ στόχοι τους εἶναι δύο: Πρῶτον, νά ὑποβαθμίσουν τόν πατριωτικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί δεύτερον, νά ἐξωραΐσουν τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί νά τήν παρουσιάσουν φιλελεύθερη καί ἀνεκτική.
Ἄς ἔλθουμε στόν πρῶτο στόχο τους. Τούς ἐνοχλεῖ ἡ ὑπενθύμιση ὅτι στά δύσκολα χρόνια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ κληρικοί ἀνέλαβαν τήν ἐκπαίδευση καί τήν ἐθνική ἀφύπνιση τῶν ὑποδούλων. Δέν θά καταφύγουμε σέ μαρτυρίες Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Θά θυμίσουμε τί ἔγραφε σέ ἐπιστολή του ὁ ρωμαιοκαθολικός Γκέρλαχ, πάστορας τῆς γερμανικῆς Πρεσβείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1575. Ἀντιγράφουμε ἀπό τό σπουδαῖο σύγγραμμα τοῦ συγχρόνου μας γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ κληρικοῦ καί νεοελληνιστῆ Γκέρχαρντ Ποντσκάλσκι «Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας» (ἑλληνική ἔκδοση Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, 2005): «Πουθενά σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα δέν εὐδοκιμεῖ ἡ μελέτη. Δέν ὑπάρχουν δημόσιες ἀκαδημίες ἤ καθηγητές, μέ ἐξαίρεση τά κοινά σχολεῖα, ὅπου διδάσκονται τά ἀγόρια ἀνάγνωση μέ τό Ὡρολόγιο, τήν Ὀκτώηχο, τό Ψαλτήριο καί ἄλλα βιβλία πού χρησιμοποιοῦνται στίς ἀκολουθίες. Ἐλάχιστοι ὅμως ἀπό τούς ἱερεῖς καί τούς μοναχούς κατανοοῦν πραγματικά αὐτά τά βιβλία» (σελ. 86). Νά, λοιπόν, πού ἕνας γερμανός κληρικός τοῦ 16ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κανένα λόγο νά κατασκευάζει μύθους ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, παραδέχεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν γερμανό λόγιο Μαρτίνο Κρούσιο, ὅτι οἱ μοναχοί καί οἱ κληρικοί ἦταν οἱ μόνοι πού ἀγωνιζόντουσαν κατά τήν περίοδο ἐκείνη νά μορφώσουν τά Ἑλληνόπουλα, παρά τά δικά τους μορφωτικά κενά.
Ἐρχόμαστε τώρα στήν προσπάθεια τῶν κατασκευαστῶν τῆς «προοδευτικῆς Ἱστορίας» νά ἐξωραΐσουν τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ὑποστηρίζουν ὅτι δέν ὑπῆρχε καταπίεση εἰς βάρος τῆς παιδείας τῶν Ρωμιῶν. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς περιγράφει τό κλίμα τοῦ 17ου αἰῶνος ἕνας ἐπιφανής Ἕλληνας πού τελικά ἔχασε τή ζωή του λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς τόλμης του. Καταθέτουμε τή μαρτυρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε τό 1638 ἀπό τούς Τούρκους. Ἔγραφε τό 1616 σέ μία πραγματεία τουπροκήρυξη πρός τούς Ἕλληνες: «Ἠμποροῦσι νά εἴπουν οἱ Λατίνοι… μάθημα καί σοφίαν δέν ἔχετε, ἀμή εἶσθε δοῦλοι καί ἔχετε τούς Τούρκους πάνω ἀπό τά κεφάλια σας... Ὅσον πώς δέν ἔχομεν σοφίαν καί μαθήματα ἀλήθεια εἶναι... Ἡ πτωχεία καί ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας μας τό ἔκαμαν καί ἄς ἔχωμεν ὑπομονήν». Ὁμολογεῖ ὁ Πατριάρχης μέ ἀρκετό θάρρος ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν εἶχαν «μαθήματα», δηλαδή σχολεῖα, διότι ἦσαν ὑπόδουλοι. Ἔχασαν τό κράτος τους καί λόγῳ ἐχθρικῆς καταπίεσης δέν μποροῦν νά μορφωθοῦν, μέ ἀποτέλεσμα νά τούς εἰρωνεύονται οἱ δυτικοί χριστιανοί.
Ἐπισημαίνουν οἱ ἀμφισβητίες: Μά καλά τόν 18ο αἰώνα ἔχουμε πλέον ἀξιόλογα ἑλληνικά σχολεῖα στά Γιάννενα, στήν Κοζάνη, στή Σμύρνη, στό Ἅγιον Ὄρος κ.λπ. Καί ὁ Πατροκοσμᾶς σχολεῖα ἵδρυε. Ἀπαντοῦμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε χαλαρώσει κάπως ἡ ὀθωμανική αὐθαιρεσία λόγῳ πιέσεων ἔξωθεν. Ὅμως καί τότε ἀκόμη ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά κρυφά μαθήματα. Γιατί; Τήν ἀπάντηση δίνει ὁ γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στό βιβλίο του «Δυστυχισμένη Βόρειος Ἤπειρος» (ἑλληνική ἔκδοση ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Ἀθήνα χ.χρ.). Ὁ Πυώ ἀκολούθησε τό 1913 τόν ἑλληνικό στρατό πού ἀπελευθέρωσε τήν ἑνιαία Ἤπειρο καί διηγεῖται τί ἄκουσε σχετικά μέ τήν Τουρκοκρατία στό Ἀργυρόκαστρο: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στήν Ἀθήνα δέν γινόταν δεκτό στά σχολεῖα τῆς Ἠπείρου. Ἦταν ἐπιβεβλημένο νά τά προμηθεύονται ὅλα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Ἑλληνική Ἱστορία ἦταν ἀπαγορευμένη. Στήν περίπτωση αὐτή λειτουργοῦσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, ὅπου ὁ νεαρός Ἠπειρώτης μάθαινε γιά τή μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τόν ἐθνικό της ὕμνο, τά ποιήματά της καί τούς ἥρωές της» (σελ. 126). Ἕνας γάλλος πολεμικός ἀνταποκριτής καταγράφει χωρίς φόβο καί πάθος τήν τουρκική πολιτική στόν τομέα τῆς παιδείας στίς ἀρχές τοῦ προηγουμένου αἰῶνος. Κρυφά μαθήματα γιά τά Ἑλληνόπουλα. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, τήν ὁποία οἱ δῆθεν προοδευτικοί θέλουν νά ἀγνοοῦν. Προτιμοῦν νά ἐμφανίζονται καί ἀνιστόρητοι καί ἐμπαθεῖς. Ἀδιάψευστοι μάρτυρες εἶναι τά τοπωνύμια. Στήν Πελοπόννησο, στήν Κρήτη, στή Βοιωτία, στίς Κυκλάδες, στήν Ἤπειρο, στή Μακεδονία, στή Μικρά Ἀσία, παντοῦ ὅπου ἔζησε ὁ Ἑλληνισμός διασώζεται ἀκόμη τό τοπωνύμιο Κρυφό Σχολειό. Δέν μπορεῖ σέ τόσα διαφορετικά μέρη νά ... ἔπαθαν οἱ κάτοικοι ὁμαδική παράκρουση! Ἡ προφορική παράδοση ἀπό γενιά σέ γενιά διέσωσε στήν ἱστορική μνήμη τήν ἀλήθεια γιά τό Κρυφό Σχολειό. Αὐτήν ἀκριβῶς πού περιγράφει ὁ ὑπασπιστής τοῦ Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἤ Φωτάκος, ὅταν γράφει στόν Α΄ τόμο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του (σελ. 46) ὅτι τήν παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας τήν εἶχαν στά χέρια τους οἱ ἱερεῖς καί ὅλα αὐτά «ἐγίνοντο ἐν τῷ σκότει καί προφυλακτά ἀπό τούς Τούρκους»!
Κυριακή τοῦ 1792 στήν Τσαρίτσανη τῆς Θεσσαλίας. Γιατί τά βλέμματα ὅλων εἶναι στραμμένα πρός τόν ἄμβωνα; Τί κοιτάζει ἐπίμονα τό ἐκκλησίασμα; Ἕνα χαριτωμένο δωδεκάχρονο παιδί κάνει τό πρῶτο του κήρυγμα. Καταπλήσσει τούς συντοπίτες του. Ὁ παπα-Κυριακός καμαρώνει τό βλαστάρι του. Εἶναι ὁ νεαρός Κωνσταντίνος Οἰκονόμος, ὁ μετέπειτα ταλαντοῦχος δάσκαλος τοῦ Γένους καί μεγάλος ρήτορας.
Λέγεται πώς, ὅταν ἦταν βρέφος, ἕνα σμῆνος ἀπό μέλισσες ρίχτηκε στό λαιμό του. Σάν ἀποχώρησαν, δέν τοῦ ἄφησαν κανένα ἴχνος κακοποίησης. Τοῦτο τό γεγονός θεωρήθηκε σημάδι, πού προμήνυε τή μελιστάλαχτη φωνή του καί «τόν βόμβον» αὐτῶν πού θά τήν ἀπολάμβαναν.
Πραγματικά, ὡς μαθητής διαπρέπει. Ρουφᾶ τή γνώση στήν περίφημη σχολή τῶν Ἀμπελακίων, καθώς ρίχνεται στή μελέτη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Τί θαυμασμό προκαλεῖ μέ τήν εὐγλωττία του στούς συμμαθητές του, κάθε φορά πού ἐκφωνεῖ τούς πανηγυρικούς λόγους στίς σχολικές γιορτές! Δέν χορταίνουν νά τόν χειροκροτοῦν.
Ὅλοι εἶναι σίγουροι πώς θά σταδιοδρομήσει καί θά δοξασθεῖ ὡς φιλόλογος. Κάτι ἄλλο ὅμως, ἱερό, ζυμώνεται μέσα του. Καί νά! Σείονται οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησιᾶς ἀπό τά «ἄξιος, ἄξιος»! Χειροτονεῖται διάκονος καί εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πῶς νά μήν ἐπικροτήσουν τούτη τή μοναδική στιγμή γιά τόν τόπο τους οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν θωροῦν τόν ἀγαπητό Κωνσταντίνο τους, πού λαχταρᾶ νά θέσει ὅλα του τά χαρίσματα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ!
Ἀπό κείνη τή στιγμή δίδεται ὁλόψυχα στό ἔργο τῆς θείας σπορᾶς. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀποτυπώνεται στήν πρώτη πραγματεία πού κυκλοφορεῖ γιά τή διαφώτιση τοῦ κλήρου· «Τόμος, τά καθήκοντα τοῖς ἱερεῦσι θεσπίζων». Ἱερό του ἄντλημα στή συγγραφή καί στό λόγο ἡ Βίβλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ προσφιλεῖς του Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀργώνει ἀκάματος χωριά καί πόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας. Πῶς τόν καρτεροῦν! Σάν τό χῶμα τή βροχή, σάν τό παιδί τόν πατέρα, γιά νά δροσίσει μέ τά νάματα τῆς πίστεως τήν ἀποκαμωμένη τους ὕπαρξη. Γρήγορα «ἡ θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντῖνον τόν εὐλαβέστατον διάκονον εἰς πρεσβύτερον...».
Κι ἐνῶ δέν ἀρέσκεται στό κυνήγι τῆς προβολῆς, ἡ φήμη του τρέχει παντοῦ. Ποιοί τώρα ἔχουν τό προνόμιο ν’ ἀπολαμβάνουν τόν χειμαρρώδη λόγο, τή σοφία του; Οἱ μαθητές τοῦ «Φιλολογικοῦ Γυμνασίου» τῆς Σμύρνης. Ἡ Ἰωνία καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου στέλνουν τά παιδιά τους νά μαθητεύσουν «παρά τούς πόδας» τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ Σχολάρχου. Δέκα ὁλόκληρα χρόνια διδάσκει σ’ αὐτό τό σχολεῖο θρησκευτικά καί ἑλληνική φιλολογία.
Στόν περίφημο «Παραινετικόν πρός τούς νέους» λόγο του ὁ χαρισματοῦχος ρήτορας σείει τήν καρδιά τῆς νεολαίας τῆς Σμύρνης· «...Κατηραμένη ἡδονή. Πόσους μετεμόρφωσας ἐλεεινῶς! Πόσους νέους ἔθαψας ἀώρους! Ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα καί ἄν μέλλετε, φίλοι νέοι, νά ἐπαγγελθῆτε, χωρίς τήν χαράν, τήν ταπείνωσιν, τήν ἀγάπην, τήν εἰλικρίνειαν, τήν ἁγνότητα εἶναι ἀδύνατον νά διαδράμητε τό στάδιον ἐντίμως καί εὐτυχῶς. Ὅλων δέ τούτων τῶν ἀρετῶν θεμέλιον ἔχετε τήν πρός τόν Θεόν εὐσέβειαν. Χωρίς τοῦ Θεοῦ τήν προστασίαν μ’ ὅλα τά προτερήματά σας ἠθέλετε εἶσθαι ὅμοιοι μέ ἄθλια ὀρφανά παιδία ἀφειμένα εἰς ἔρημον τόπον χωρίς ὁδηγόν νά τά κατευθύνῃ...».
Ἀξιοσημείωτη ἡ κηρυκτική του δραστηριότητα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης. Μέ τίς πύρινες ὁμιλίες του δονεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν. Κι εἶναι γιά τούς ραγιάδες πολύτιμος ἀστέρας ἡ παρουσία του, πού φωτίζει τό πηχτό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς.
«Δέξαι τήν καλοῦσάν σε φωνήν, ὡς φωνήν ἀληθοῦς Κυρίου». Μ’ αὐτά τά λόγια τό 1819 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Ε΄ προσκαλεῖ τόν χαλκέντερο ρήτορα, γιά νά τόν διορίσει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί στή «βασιλίδα τῶν πόλεων» σπρώχνονται τά πλήθη, γιά ν’ ἀπολαύσουν τόν μελίρρυτο ἱεροκήρυκα. Μά ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀνακόπτει τήν πολυσχιδῆ δράση του. Ὁ Πατριάρχης τόν συμβουλεύει νά φύγει στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, γιατί τό Γένος τόν χρειάζεται. Μέ τή λύπη ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους ἀποχαιρετιοῦνται οἱ δύο μεγάλοι ἄνδρες.
Σέ λίγες μέρες μέ θρυμματισμένη τήν καρδιά του ὑποδέχεται στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ μέ πλῆθος λαοῦ τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη. Καί τότε, στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἐκφωνεῖ μέ τή μεταλλική φωνή του ἐπιτάφιο λόγο, πού ἀντηχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα στό πολύπαθο Γένος. Στ’ ἀλήθεια, ἡ ὁμιλία του αὐτή ἀπαθανατίζει τή ρητορική του δεινότητα καί θεωρεῖται ἕνα ἀπό τά διαμάντια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς φιλολογίας. Εἶναι ἕνα λυρικό τραγούδι, πού ἀντανακλᾶ τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ, τό σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται δίπλα στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του:
«...Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, ἄν καί δέν στολίζῃς πλέον τόν θρόνον τόν Οἰκουμενικόν, παρίστασαι μετά παρρησίας εἰς τόν θρόνον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ Ὑψίστου. Ἄν καί δέν ἄρχῃς πνευματικῶς εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διαπρέπεις μακαριστῶς εἰς τήν Οὐράνιον Ἐκκλησίαν τῶν Πρωτοτόκων. Ἄν καί δέν ἐνταφιάζεσαι εἰς τήν ἔνδοξον μέν, ἀλλά στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν καί τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου... Ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους! Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί δε τήν κάκωσιν τοῦ λαοῦ σου. Ἕως πότε, Κύριε, μέλλει νά ἐξυβρίζῃ τό Πανάγιόν Σου ὄνομα ὁ βάρβαρος ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ;...».
Μέ τή συναρπαστικότητα τοῦ λόγου καί μέ τή δύναμη τῆς πένας του ἀγωνίζεται ὅπου γῆς γιά τήν ἀνάσταση τῆς πατρίδας του. Ἀξιώνεται νά πατήσει τά ἐλεύθερα πιά ἑλληνικά χώματα καί νά ὑπηρετήσει ἀνύσταχτος τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Καί ὁ μεγάλος ἀθλητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί δεινός ρήτορας, πού «ἑνώνει τοῦ Χρυσοστόμου τήν εὐγλωττίαν μέ τοῦ Ἀθανασίου τό φλογερόν πνεῦμα», κλείνει στίς 8 Μαρτίου 1857 τά μάτια του, γιά νά τ’ ἀνοίξει στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πνευματοφόρε, πνευματοκίνητε, λευκασμένε δάσκαλε τοῦ Γένους μας, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά τίς σοφές ὑποθῆκες πού μᾶς κληροδότησες κι ἡ μνήμη σου ἄς εἶναι αἰώνια.
![]() Μέ θυσίες πολλές καί μεγάλες οἱ πρόγονοί μας κράτησαν ζωντανή τήν ἐλευθερία μές στά σκελετωμένα κουφάρια τους κατά τούς αἰῶνες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς. Ἔμειναν ἀπροσκύνητοι στίς φοβέρες καί στά καλοπιάσματα τοῦ ἐχθροῦ, ἄσκιαχτοι ἀπ᾿ τό χειροπιαστό σκοτάδι, πού αἰῶνες τούς πλάκωνε. Μέσα στή μαυροφόρα ἀπελπισιά, στίς τυράννιες καί στά βάσανα, πού πάσχιζαν νά ἐξοντώσουν «τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα», κράτησαν τό πνεῦμα ἄγρυπνο καί λεβέντικη τήν ψυχή. Καί τοῦτο, διότι φύλαξαν στήν καρδιά τους ἄσβηστη «τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία». Ἡ πίστη ἦταν ἡ δύναμη πού, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, ὅπλισε τούς ταπεινωμένους ἀλλά περήφανους ραγιάδες μέ ἡρωισμό· τούς ἔρριξε στήν περιπέτεια τῆς θυσίας, γιά νά κερδίσουν «τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Τό ὁμολογεῖ μέ τή σεμνή μεγαλοπρέπειά του ὁ πρωτομάστορας τῆς λευτεριᾶς, ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στό λόγοπαρακαταθήκη πού ἀπηύθυνε στά Ἑλληνόπουλα τῆς ἐλεύθερης πατρίδας: «Ὅταν ἐπήραμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Τό ἐξομολογεῖται στήν προσευχή του ὁ Μακρυγιάννης, ὁ στρατηγός μέ τή σοφή ἁπλότητα: «... καί τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καί μᾶς σώνεις κάθε στιγμή...». Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο τό μήνυμα πού φθάνει σέ μᾶς ἀπό τή μνήμη τῆς ἀνάστασης τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Σήμερα πού ὅλα μετριοῦνται μέ τήν ἀπολαβή κι ὅλα ὑπολογίζονται μέ κριτήρια ἰδιοτελῆ καί ἐγωκεντρικά, εἶναι ἀνάγκη νά θυμηθοῦμε ὅτι τίποτε τό μεγάλο κι ὄμορφο δέν γίνεται χωρίς θυσία. Πατρίδα, οἰκογένεια, σπουδές, ἐργασία, φιλία εἶναι ἀγαθά πού μέ θυσίες ἀποκτοῦνται καί μόνο μέ θυσίες διατηροῦνται. Δέν εἶναι θάνατος καί φθορά ἡ θυσία. Εἶναι σπορά ζωῆς. Ἄν δέν πεθάνει θαμμένος στή γῆ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ, μένει μόνος του· ἄν ὅμως πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω 12,24). Τό ἐπισημαίνει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσέφερε στήν ἀνθρωπότητα τήν ὑπέρτατη καί σωτήρια θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, πού ἔγινε ἡ πηγή τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου. Ἡ θυσία εἶναι ἡ ὕψιστη ἐπιλογή, στήν ὁποία ἑκούσια προβαίνει ὁ ἄνθρωπος. Καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐμπνεύσει ἤ νά τή θρέψει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἡ χάρη του πού χύνεται πλουσιοπάροχα μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Νά μήν τό ξεχνοῦμε! Στέργιος Σάκκος
|
Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελεῖ ὁρόσημο στή διεθνῆ ἱστορία. Ἡ τρομακτική δυσαναλογία δυνάμεων κατακτητῶν καί ἐπαναστατῶν σέ συνδυασμό μέ τό ἄκρως ἀρνητικό κλίμα ἔναντι ἐπαναστάσεων στήν εὐρωπαϊκή σκηνή καθιστᾶ τήν ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων προγόνων μας μοναδική γιά τήν τόλμη, ἡ ὁποία ἐγγίζει τά ὅρια τῆς ἀφροσύνης! Ὁ μεγάλος πατριώτης, ὁ Καποδίστριας, γνώστης βαθύς τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, ἦταν ἀντίθετος πρός τό τόλμημα, τό ὁποῖο ἀρχικά ἀνέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καί τό συνέχισαν οἱ καπετάνιοι τῆς Πελοποννήσου.
Ἡ ἐπανάσταση, κατά τή σύμφωνη μαρτυρία τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὑπῆρξε παλλαϊκή καί εὐλογήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πολυπόθητης ἐλευθερίας ἀπό τμῆμα τοῦ λαοῦ μας, ἡ Πολιτεία ἐθέσπισε (1848) νά ἑορτάζεται ἡ λαμπρή ἐπέτειος τῆς Ἐθνεγερσίας κατά τήν 25η Μαρτίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπί σειράν ἐτῶν τό Γένος μέ εὐγνωμοσύνη πανηγύριζε τή διπλή ἑορτή. Ἀθρόα ἦταν ἡ προσέλευση τοῦ λαοῦ στούς ναούς, γιά νά δοξολογήσει τόν Θεό γιά τή βοήθεια πρός ἀποτίναξη ζυγοῦ δουλείας αἰώνων. Δέν θά ἰσχυριστῶ ὅτι κατά τόν πανηγυρισμό τοῦ διπλοῦ ἑορτασμοῦ πρυτάνευε τό θρησκευτικό αἴσθημα καί ἑπόταν τό πατριωτικό. Ὁ ἄνθρωπος διαχρονικά στέκεται ἀνήμπορος νά κατανοήσει τό ὕψος τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία μᾶς κάλεσε ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ἡ ἐθνική ἐλευθερία παλαιότερα καί ἡ κοινωνικοπολιτική σχετικά πρόσφατα προβάλλονται ὡς οἱ δύο κύριες μορφές ἐλευθερίας, μέ συνέπεια νά παραθεωρεῖται σύν τῷ χρόνῳ ἡ πνευματική ἐλευθερία καί τελικά νά ἀγνοεῖται αὐτή παντελῶς!
Τό ἐλεύθερο πλέον Γένος ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας λησμόνησε σύντομα τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν Θεό νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του μέ τήν ἀνέγερση ναοῦ πρός τιμήν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι τό τάμα τοῦ Ἔθνους παραμένει ὥς σήμερα ἀνεκπλήρωτη ὑπόσχεση.
Κύλησαν τά χρόνια. Ἡ πατρίδα μας ἐλεύθερη πλέον ὑποτάχθηκε στό δυτικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐπέβαλαν οἱ «προστάτες» μας μέσῳ τῶν προθύμων νά ὑπηρετήσουν τά συμφέροντά τους ἐντοπίων.
Ἀφοῦ οἱ «προστάτες» μας διαπίστωσαν ὅτι οἱ «ἱεραπόστολοι»-πράκτορές τους (μισσιονάριοι) δέν ἦσαν ἀποτελεσματικοί στή μετακίνηση τοῦ λαοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀνέθεσαν τό ἔργο αὐτό σέ ἐντόπιους «φωτισμένους» ἀπό τή Δύση «ἀναμορφωτές», «μεταρρυθμιστές», «ἐκσυγχρονιστές». Ἡ διανόηση, ἄν καί κατά βάση ἐπιφυλακτική -ἄν ὄχι ἐχθρική- πρός τήν ἐξουσία, συνεισέφερε τά μέγιστα στήν ἀποϊεροποίηση τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς.
Στό πεδίο τῆς ἱστορίας, ἀφοῦ ἐπετειακό εἶναι τό ἄρθρο μας, ἡ ἐπίθεση κατέληξε νά εἶναι ἐνορχηστρωμένη. Ἔτσι πρέπει οἱ μαθητές νά ἐνστερνιστοῦν βασικές «ἀλήθειες» ὅπως: «Ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση, θά μέναμε σκλάβοι γιά αἰῶνες ἀκόμη!». Οἱ μαθητές δέν πρέπει νά μάθουν γιά τά πενήντα καί πλέον ἀτυχῆ ἐπαναστατικά κινήματα τῶν προγόνων τους, γιατί θά αἰσθάνονται ἄβολα ἐνώπιον τῆς πλήρους ὑποταγῆς μας σήμερα στούς ἰσχυρούς! Πρέπει ἀπό τήν ἄλλη νά μάθουν οἱ μαθητές ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρική πρός τήν Ἐπανάσταση, τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης, ὡς τουρκόφιλος, ἀφόρισε! Πρέπει νά μάθουν ὅτι ἡ σύναξη στή μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας εἶναι μύθος, ὅπως καί τό κρυφό σχολειό! Τί κι ἄν ὁ Γρηγόριος Ε΄, ὁ ἅγιος πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε τό αἷμα του, προκειμένου νά ἐκτονωθεῖ ἡ θηριώδης μανία τοῦ σουλτάνου ἔναντι τῶν ἐπαναστατῶν καί νά ἀποφευχθεῖ ἡ σφαγή τῶν Ρωμιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης; Μαρτυρεῖται ἱστορικά ἡ ἐπαφή τοῦ πατριάρχη μέ τόν Χατζή Χαλίλ, ἡγέτη τῶν μουσουλμάνων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά κηρύξει ἱερό πόλεμο (τζιχάντ) κατά τῶν Ρωμιῶν καί γι’ αὐτό δολοφονήθηκε!
Οἱ προκροῦστες -καί εἶναι πάρα πολλοί!- ἔχουν μεταφέρει ἀναρίθμητες ἰδεολογικές κλίνες ἀπό τήν «προστάτιδα» Δύση καί πρέπει ἐπάνω σ’ αὐτές νά ἁπλωθεῖ ἡ ἑλληνική ἱστορία! Τί κι ἄν ἱστορικοί βρῆκαν σέ δημοκρατική γαλλική ἐφημερίδα τοῦ 1821 (Contitutionelle) ἀνταπόκριση ἀπό τήν Πάτρα μέ ἀναφορά στή σύναξη τῆς Ἁγίας Λαύρας ὑπό τόν μητροπολίτη Γερμανό, ὁ ὁποῖος, κατά τό δημοσίευμα, ἐκφώνησε πύρινο ἐπαναστατικό λόγο; Ποιά εἶναι ἰσχυρότερη; Ἡ ἱστορική ἀλήθεια ἤ ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία; Ἐπιχείρησε, τονίζουν ἀνερυθρίαστα, ἡ Ἐκκλησία νά καρπωθεῖ ὀφέλη ζητώντας ἀπό τούς Βαυαρούς νά καθιερώσουν ὡς ἐπέτειο τήν 25η Μαρτίου, ἐνῶ ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα. Προτιμοῦν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐμπαθεῖς καί ἀνέντιμοι ἐχθροί της Ἐκκλησίας νά ἐμφανίζονται ἀγνοοῦντες τήν ἱστορία, ἀρκεῖ νά πλήξουν τόν μισητό ἐχθρό τους, πού ἀπέτρεψε τόν ἐξισλαμισμό τῶν προγόνων μας, ὥστε νά ἔχει νόημα ἡ Ἐπανάσταση! Διότι ἀσφαλῶς ἔχουν μελετήσει τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη πρός τόν Κολοκοτρώνη, στήν ὁποία ὁρίζεται ὡς ἡμέρα τοῦ ξεσηκωμοῦ ἡ 25η Μαρτίου, ἐπειδή οἱ ἐπαναστάτες ὡς πιστοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀποζητοῦσαν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν δίκαιο ἀγώνα τους! Γνωρίζουν ἐπίσης τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ πρός τόν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα, τόν ἐθνομάρτυρα στή μάχη τῆς Ἀλαμάνας. Μάλιστα ἐπιλέγουν τόν αὐτοεξευτελισμό τους ὑποστηρίζοντας παράλληλα ὅτι ἡ τουρκική σκλαβιά δέν ἦταν καί τόσο φοβερή! Ἔτσι τούς ὑπαγορεύουν τά ἀφεντικά τῆς «νέας τάξης»!
Σήμερα φαίνεται οἱ Νεοέλληνες νά ἔχουν, ἐπιτέλους γιά τούς «διαφωτιστές», ἀπομακρυνθεῖ ἀρκούντως ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἴσως νά βλέπουν αὐτοί μέ ἱκανοποίηση τό ὅτι κάθε ἐθνική ἐπέτειος ἔχει ὑποβιβασθεῖ σέ φαρσοκωμωδία μέ δοξολογία ἑνός «ἀνυπάρκτου» ἤ ἔστω «παροπλισμένου» Θεοῦ, μέ δεκάρικους λόγους, φθηνά συνθήματα, ἀξιοδάκρυτες παρελάσεις. Ἔθνος πού χάνει τήν πίστη του δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρήσει τή φιλοπατρία. Καταλαβαίνουμε ποῦ ὀφείλεται ἡ κρίση πού βιώνουμε;
Περασμένα μεσάνυχτα. Μιά Ἑλληνίδα τρέχει ἐναγώνια στό Κυβερνεῖο. Συναντᾶ τόν Κυβερνήτη ξάγρυπνο, σκυμμένο πάνω σέ κάποια ἔγγραφα. Ταραγμένη τοῦ μεταφέρει μιά τρομερή εἴδηση, πού τήν ἄκουσε ἀπό ἕναν γάλλο ἀξιωματικό. «Δέν θά τολμήσουν νά τό κάνουν αὐτό τό ἔγκλημα οἱ Μαυρομιχάλες...», τῆς τονίζει ἀποφασιστικά καί προσπαθεῖ νά τή γαληνεύσει.
Χάραμα τῆς μοιραίας ἐκείνης Κυριακῆς. 27η Σεπτεμβρίου 1831. Φεύγει ὁ Καποδίστριας ἀπό τό «ταπεινόν Κυβερνεῖον ὄρθρου βαθέος», στίς 6.00 τό πρωί, καί κατευθύνεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Ναύπλιο, γιά νά παρακολουθήσει τή θεία Λειτουργία. Ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τό τιμόνι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐκτελεῖ πάντα τήν ἴδια εὐλογημένη συνήθεια. Δέν προλαβαίνει ὅμως νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, κι οἱ σφαῖρες καί τό μαχαίρι τοῦ Γεωργίου καί τοῦ Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τόν ρίχνουν κάτω νεκρό. «Τά τελευταῖα βλέμματα τῆς ζωῆς του δέν ἔσβησαν εἰρηνικά ἐπάνω στίς πράσινες φυλλωσιές τῆς πατρίδας του, τῆς Κέρκυρας. Ἔσβησαν ματωμένα ἐπάνω στή σπασμένη παραστάδα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στό Ναύπλιο...», σημειώνει γλαφυρά ἡ ἱστορικός Ἑλένη Κούκκου.
Σύσσωμος ὁ λαός θρηνεῖ γοερά τόν στυλοβάτη καί ἀναμορφωτή τῆς νέας Ἑλλάδας, τόν πατέρα καί προστάτη τῶν ὀρφανῶν καί κατατρεγμένων. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει στό ἐθνικό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε. Δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ἀπρόσμενη ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἄνδρα. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού «ἔβαλε τά θεμέλια καί ἔχτισε ἐπάνω στά χαλάσματα, πέτρα-πέτρα, ὅλες τίς μορφές τῆς ὀργανώσεως καί διοικήσεως ἑνός κράτους πού ἀναγεννήθηκε ἀπό τή στάχτη του» νά κείτεται ξαφνικά νεκρός.
Τό πρῶτο φύλλο τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως κυκλοφορεῖ μέ μεγάλο μαῦρο περιθώριο κι ἐκφράζει τόν πόνο τῶν Ἑλλήνων γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ Κυβερνήτη τους: «Τρομερόν καί φρικτόν ἄκουσμα! Μέγα καί ἀνήκουστον δυστύχημα κατέλαβε τήν Ἑλλάδα! Ἄνδρες αἱμάτων κατέβαψαν τάς ἀνοσίους χεῖρας των εἰς τό αἷμα τοῦ Πατρός τῆς Πατρίδος!... Ὁποία ἐκπληκτική λύπη καί ἀδημονία κατεκυρίευσεν εὐθύς ὅλους!...».
Μικροί, μεγάλοι ντύνονται πένθιμα. Βάφουν τά σεντόνια τους μαῦρα καί σκεπάζουν τίς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τους ἀπό τή σκεπή μέχρι τό ἔδαφος. Ὅλα τά σπίτια τοῦ Ναυπλίου, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή, παρόμοια εἰκόνα παρουσιάζουν. Τί νά τό κάνουν τό φῶς, ἀφοῦ ὅλα σκοτείνιασαν γύρω τους σάν ἔχασαν ἀπό ἀνάμεσά τους τή γλυκειά, τήν ἱλαρή αὐτή μορφή;
Τό σῶμα τοῦ φιλόστοργου Κυβερνήτη ταριχευμένο προσμένει νά ὁδηγηθεῖ στήν τελευταία του κατοικία μετά τό τέλος τῶν ἀνακρίσεων. Κυλοῦν 22 μέρες, καί τότε τελεῖται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία. Ἀπό τό παλάτι τῆς Κυβέρνησης ξεκινᾶ ἡ ἐπικήδεια πομπή μέ κατεύθυνση τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σαλπιγκτές, ἱππικό, πυροβολικό, πεζικό, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τό σῶμα τῆς Γερουσίας, μαθητές μέ τούς δασκάλους τους κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος λαοῦ περιστοιχίζουν τήν ὑψηλή Ἐξοχότητα. Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, στεναγμοί ἠχοῦν ἀσταμάτητα. Ἀπ’ ὅπου κι ἄν περνᾶ ἡ σορός οἱ εὐεργετημένες καρδιές σπαράζουν κι οἱ φωνές συνταιριασμένες ὅλες μαζί φωνάζουν εὐγνώμονα «πατέρα»! Μπροστά σ’ ἕνα τέτοιο θλιβερό σκηνικό κι ὁ πιό ἄτεγκτος λυγίζει. Καί τά πιό σκληρά αἰσθήματα μαλακώνουν.
Μά, πῶς νά μή θρυμματίζεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ὅταν συλλογίζονται σέ πόσες θυσίες ἀναλώθηκε, πόσες κακουχίες ὑπέμεινε, τί ὄνειρα ἔπλαθε γιά τήν ἀναστήλωση τῆς πατρίδας! Αὐτός εἶναι πού ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό μισθό πού τοῦ ὅρισε ἡ Βουλή κι ἡ Γερουσία. Μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κολυμπᾶ στό χρῆμα, τή στιγμή πού τό ἐθνικό ταμεῖο κατέρρεε; Αὐτός εἶναι πού ὑποθήκευσε τή μεγάλη ἀκίνητη πατρική περιουσία του στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό ν’ ἀγοράσει τροφές ἀπό τήν Ἰταλία καί νά σώσει ἀπό τή μάστιγα τῆς πείνας τούς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου καί πιότερο τά φίλτατά του παιδιά, «τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος», ὅπως τρυφερά τ’ ἀποκαλοῦσε. Αὐτός εἶναι πού ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ὑγεία του, ἐργαζόταν σκληρά, διαρκῶς ξαγρυπνοῦσε, γιά νά δρομολογήσει τήν ἁλυσίδα ποικίλων ἔργων, πού θά κοσμοῦσαν τή νέα Ἑλλάδα.
Πῶς, λοιπόν, νά μή χύνουν ποτάμι τά δάκρυα, σάν συνέχονται ἀπό τή στυγερή δολοφονία του; Ἀντί νά γευθεῖ ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους, ὁ χαρισματοῦχος, ὁ ἀνύσταχτος Κυβερνήτης τους τό γλυκό ποτό τῆς εὐγνωμοσύνης, δοκιμάζει τό φαρμάκι τοῦ μίσους καί τῆς ἐμπάθειας στίς σφαῖρες πού τοῦ φύτεψαν. Δακρύβρεχτα τά πολυπληθῆ γράμματα, πού καταφθάνουν ἀπό πόλεις καί χωριά στή Διοικητική Ἐπιτροπή τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα ἀντανακλοῦν τό σπαραγμό ψυχῆς τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀναπάντεχη ὀρφάνια του. Ἐκεῖνα ὅμως πού πιότερο ματώνουν τήν καρδιά καί τή συγκλονίζουν εἶναι τά γράμματα τόσων παιδιῶν, μαθητῶν, πού ζεστάθηκαν ἀπό τό χάδι καί τή στοργή τοῦ Κυβερνήτη. Νά πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαριτωμένα πλάσματα:
«Ἀγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Μέ τό θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τά λουλούδια μαράθηκαν. Τά πουλιά σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπό τίς δικές μας παιδικές καί νεανικές κραυγές, πού τίς στέλνουμε στόν οὐρανό μαζί μέ τούς λυγμούς μας... Ἐκεῖνοι πού σέ σκότωσαν θά εἶναι γιά πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν τήν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τήν παρηγοριά μας. Τή δύναμη. Τό φῶς γιά ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!...».