Super User

Super User

Τρίτη, 27 Μάιος 2025 03:00

Γιά νά ἀνορθωθοῦμε

alosi  Στόν ἡμεροδείκτη τοῦ Μαΐου, θέση ξεχωριστή γιά τήν ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης καί γιά τήν ἑλληνική ψυχή κατέχει ἡ 29η τοῦ μήνα. Θυμίζει ἐκείνη τήν ἀποφράδα Τρίτη τοῦ 1453, πού σήμανε τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ἡ ὁποία τεῖχος καί προστασία της εἶχε τήν Παναγία μας.
 ῾Ο ἱστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ἐκτιμᾶ ὅτι «διά τῆς ἁλώσεως ταύτης δέν ἔπεσε μόνη ἡ κυριευθεῖσα πόλις, δέν ἔπεσε μόνη ἡ καταλυθεῖσα βασιλεία, ἀλλ᾿ ἐπί χρόνον μακρόν ἐπεσκιάσθη κόσμος ὁλόκληρος πραγμάτων, καί δογμάτων, ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικός». Καί ὁ κορυφαῖος βυζαντινολόγος τῶν ἡμερῶν μας Στῆβεν Ράνσιμαν συμφωνεῖ ὅτι «ἡ ἡμερομηνία τῆς 29ης Μαΐου 1453 ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο στροφῆς στήν ἱστορία», μία ριζική ἀλλαγή.
 Δυσάρεστη μνήμη, θλιβερή. ῞Ομως καί τά πιό θλιβερά ἔχουν τή θετική προσφορά τους, ὅταν τά μελετοῦμε καί εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀποδεχθοῦμε τά μηνύματά τους. ῾Η πιό μεγάλη συμφορά μπορεῖ νά γίνει ὁ πιό μεγάλος δάσκαλος, νά μᾶς προσφέρει ἐποπτικά τό πιό σωτήριο μήνυμα. ᾿Αναζητώντας αὐτό τό μήνυμα ἀνασύρουμε ἀπό τίς ἱστορικές πηγές πολύτιμα μαθήματα πού ἀποκαλύπτουν τά βαθύτερα αἴτια τῆς πτώσεως. Μνημονεύω μόνο τρεῖς μαρτυρίες·
 ῾Ο ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, σοφός δάσκαλος, λίγο πρίν ἀπό τήν ἅλωση διεκτραγωδεῖ τήν ἀσέβεια καί ἀνομία πού εἶχαν ἐνσκύψει στό λαό καί τόν εἶχαν διαφθείρει ὥς τό μεδούλι τῶν κοκκάλων. Τή μεγάλη διαφθορά ἐπιβεβαιώνει καί ἡ συγκλονιστική ἐξομολόγηση τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου πατριάρχη μετά τήν ἅλωση· «Διεφθάρημεν καί ἐβδελύχθημεν ἐν τοῖς ἡμῶν ἐπιτηδεύμασιν (=γίναμε σιχαμεροί γιά τά ἔργα μας). Πάντες ἐξεκλίναμεν, ἅμα ἠχρειώθημεν... οἱ ποιμένες ἠπατῶμεν τόν λαόν τοῦ Θεοῦ... οἱ ἄρχοντες ἠπειθῶμεν τοῖς νόμοις σου...». Καί ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους ᾿Ηλίας Μηνιάτης στηλιτεύει τήν τριπλή σκλαβιά τῶν ῾Ελλήνων, ἠθική, πνευματική καί -τή συνέπεια τῶν προηγουμένων- ἐθνική. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀπομάκρυνση τῶν χριστιανῶν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ βασική ρίζα τῆς συμφορᾶς. Τό διακηρύττει ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ· «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψα 126,1) καί «ἰδού, οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό Σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψα 72,27).
 ῎Αν ἡ μνήμη τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς φέρνει στά μάτια μας δάκρυα πόνου, ἡ γνώση καί ἀναγνώριση τῶν αἰτίων ἐκείνης τῆς συμφορᾶς μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στά σωτήρια δάκρυα τῆς μετανοίας. Τό μήνυμα, γιά τούς ἄρχοντες καί τό λαό, ἁπλό, σαφές, σωτήριο· Νά μετανοοῦμε γιά τά δικά μας λάθη, γιά τά σφάλματα τῶν πατέρων μας, γιά τῶν παιδιῶν μας τίς ἀστοχίες. Νά μετανοοῦμε, γιά νά διορθωθοῦμε, νά ἀνορθωθοῦμε!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 131
 
 
Πέμπτη, 25 Ιανουάριος 2018 02:00

Ἑλλάδα ἐδῶ!

  makedonia ellinikiΤά μάτια του βυθομετροῦνε τό σκοτάδι ἀνήσυχα. Μέ τσιτωμένες τίς αἰσθήσεις ἀφουγκράζεται. Δίπλα ὁ Μαρδόνιος βηματίζει νευρικά. Αὔριο... μέ τό χάραμα, μέσα στόν ὕπνο θά τούς πιάσει, ἀνέτοιμους. Θά πάρει γδικιωμό γιά τόν ξευτελισμό πού τοῦ ᾿καμαν μιά χούφτα ῞Ελληνες, ξυπόλυτοι ζητιάνοι πάνω σ᾿ ἕνα φλούδι γῆ.

  Φρουμάζει πέρα-δῶθε ὁ στρατηγός. Στή διπλανή σκηνή τρέμουν τά δάχτυλα τοῦ αἰχμάλωτου. Σέ λίγο σφίγγουνε μ᾿ ἀπόφαση τά γκέμια τοῦ ἀλόγου του. Καλπάζει μές στή νύχτα τήν ἀμίλητη στῶν ᾿Αθηναίων τίς προφυλακές· ζητᾶ νά δεῖ τούς στρατηγούς. Οἱ λέξεις τρέχουνε λαχανιασμένες καί κοφτές. Κόμποι ἱδρώτα βρέχουνε τό μέτωπο·

  «῎Ανδρες ἀπ᾿ τήν ᾿Αθήνα, ἀκοῦστε με... ῎Εκαμα τούτη τήν ἀποκοτιά κι ἔφτασα ὥς ἐδῶ· ἡ ἔγνοια τῆς ῾Ελλάδας μέ βασάνιζε... Γιατί κι ἐγώ εἶμαι ῞Ελληνας ἀπό γενιά ἑλληνική... Δέν τό βαστῶ νά βλέπω σκλάβα τήν πατρίδα μου. Γι᾿ αὐτό ἀκοῦστε με... Ξυπνῆστε τό στρατόπεδο, ἀρματωθεῖτε, περιμένετε. Αὔριο, μόλις ὁ ἥλιος πάρει ν᾿ ἀνεβαίνει, θά σᾶς χτυπήσει ὁ Μαρδόνιος ξαφνικά. Μ᾿ ὅλα του τά λεφούσια ἑτοιμάζεται... Γρήγορα, ᾿Αθηναῖοι, ἡ νύχτα σώνεται...».

  Σαστίζουν οἱ ᾿Αθηναῖοι στρατηγοί. Κοιτοῦν ὕποπτα τόν καβαλάρη ἀπ᾿ τῶν Μήδων τό στρατόπεδο. Μά πρίν προφθάσουν νά ρωτήσουν ὄνομα, γενιά, στρέφει ἐκεῖνος τ᾿ ἄτι του· κι ἡ νύχτα ἁρπάζει τή μεταλλική φωνή, τή χύνει ἀνατρίχιασμα στά μαργωμένα τους κορμιά.

  «Εἶμαι ὁ ᾿Αλέξανδρος, τῶν Μακεδόνων βασιλιάς καί στρατηγός. Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦν, τήν πατρίδα μου... νά ᾿ρθεις νά τῆς χαρίσεις λευτεριά...» (῾Ηροδότου ῾Ιστοριῶν ΙΧ, 44-45).

  Λύνονται οἱ ἁρμοί, τό δάκρυ τρέμει στά ματόφυλλα. Γιά μιά στιγμή, γιά μιά μόνο στιγμή. ῞Υστερα ἡ νύχτα ἀνάβει στούς πυρσούς, βροντᾶ στίς πανοπλίες πού ἑτοιμάζονται. Στολίζουν οἱ Σπαρτιάτες τά μαλλιά, καθώς τό ᾿χουν συνήθειο τους, οἱ ᾿Αθηναῖοι τραγουδοῦνε προσευχές. Αὔριο...! Γιά τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπεια! Γιά τά πυρπολημένα τῆς Παλλάδας ἱερά! Γιά τό τεμαχισμένο σῶμα τοῦ Σπαρτιάτη, πού ὁ Ξέρξης τό μαγάρισε! Γιά τά λευκά μαργαριτάρια τῶν νησιῶν π᾿ ἁρπάξανε! Αὔριο... Καῖνε τά μάτια μέ θυμό... Γιά τήν ὡραία γῆ, τή χώρα τή μακεδονίτισσα, τή γῆ πού κατοικοῦνε οἱ θεοί, τή γῆ τῶν βασιλιάδων καί τῆς σάρισας. Γιά τήν αἰχμάλωτη Μακεδονία τους, γιά τήν ῾Ελλάδα τους. Σπαρτιάτες κι ᾿Αθηναῖοι, Κεῖοι καί Νάξιοι, Λευκάδιοι καί ᾿Αμβρακιῶτες πολεμοῦν.

  Τήν ἄλλη μέρα ἡ ῾Ελλάδα μιά γιορτή πυρσῶν. Τινάζουν οἱ ἀθηναῖες κοπελιές τά πέπλα τῆς Παλλάδας τους στό φῶς· χορεύουνε οἱ Σπαρτιάτισσες. Στήνουνε στούς Δελφούς τόν τρίποδα Κεῖοι καί Νάξιοι καί Φλειάσιοι, Κορίνθιοι κι Αἰγινῆτες καί Τροιζήνιοι... Κι ὅλοι μαζί σκύβουνε στό βορρᾶ· καί φιλοῦν τά χέρια τ᾿ ἁλυσόδετα π᾿ ἁπλώθηκαν λυτρωτικά στή χρεία τους, τή χώρα τήν πλατειά, πού ξαγρυπνοῦσε ἀγγελικά πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της, ὅπως ἡ μάνα πάνω ἀπό τό μωρό της τό κοιμώμενο...

  Αἰῶνες ἡ Μακεδονία ξαγρυπνᾶ πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της.

  Σέ λίγα χρόνια ἡ ῾Ελλάδα, πού ἑνωμένη νίκησε τόν Πέρση, κομματιάζεται, ματόβρεχτο κουρέλι στόν ἐμφύλιο σπαραγμό. Σπάρτη κι ᾿Αθήνα, οἱ πόλεις οἱ ἀδελφές, ἀντίμαχες... ᾿Αποκαΐδια καί ἐρείπια.

  Κι ἡ μάνα γῆ ὑφαίνει σιωπηλά σπόρο τό φῶς στά σπλάχνα της· πάνω ἀπ᾿ τούς Παρθενῶνες καρτερᾶ. Σηκώνει οὐρανός τό δεκαεξάκτινο ἀστέρι της, δένει στίς ἄκρες του τή σπαραγμένη ἑλληνίδα γῆ καί τή λιχνίζει ἑνωμένο φῶς στοῦ κόσμου τίς γωνιές πάνω στό ἄλογο τοῦ στρατηλάτη βασιλιᾶ, τοῦ ὁμώνυμου μ᾿ ἐκεῖνον πού τήν ἔσωσε ἀπό τοῦ Πέρση τό χαμό· Δύση κι ᾿Ανατολή νά τραγουδοῦν ᾿Αλέξανδρο, θρύλο καί ξόρκι τῆς γοργόνας μές στίς θάλασσες, παιάνα στίς στεριές...

  Ξεθάβει ἡ Βεργίνα τά χρυσάφια της· λάρνακες καί στεφάνια, κιούπια βαρύτιμα νά πίνουν τό κρασί, βραχιόλια τῆς μητέρας τοῦ ᾿Αλέξανδρου, τάφοι πού σκέπασαν τό σῶμα τῶν πατέρων του· μιά γῆ κραυγάζουσα τήν ἑλληνίδα φύτρα της χωμένη σάν τό ἔμβρυο στά μυστικά της ἔγκατα.

  Κι ἀπάνω στό φλοιό της ἐκκλησιές, ἀμέτρητα καμπαναριά νά τραγουδοῦν στό θαλασσί τῶν οὐρανῶν, ὄρθρο κι ἑσπερινό, τήν ἄμαχη ἀλήθεια τους, πώς ὅταν κομματιάζεται τό κράτος τοῦ ᾿Αλέξανδρου κι ἡ ῾Ελλάδα σέρνεται στ᾿ ἅρμα τῆς Ρώμης τῆς κοσμοκρατόρισσας, κουρελιασμένη ζητιανεύει οὐρανό, τότε παρά ποτέ. Σηκώνει ἡ ᾿Αθήνα τό βωμό στόν ἄγνωστο Θεό, δυό χέρια τεντωμένα π᾿ ἀνιχνεύουνε. Τή βλέπει ἡ μάνα ἡ Μακεδόνισσα. Βιγλίζει ἀπ᾿ τό βορρᾶ τά τεντωμένα δάχτυλα· καί γίνεται ὅραμα στόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο -«ἀνήρ τίς Μακεδών ἑστώς»- μέσα στή νύχτα τήν ἀνάστερη νά ἱκετεύει τοῦ Ταρσέα τήν καρδιά· «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν...».

  ...Νά τή διαβεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, νά τήν ὀργώσει ποταμός ἀπ᾿ τούς Φιλίππους ὥς τήν Κόρινθο τήν ἑλληνίδα γῆ, γιά νά ᾿βρει μές στό χῶμα της τούς θύλακες τῆς περιμένουσας ζωῆς -κοιτάσματα πολιτισμῶν πού θά τινάξουν, μπολιασμένα στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰρηνοφόρα τόν καινούργιο τους καρπό· Βυζάντιο, λάμψη πορφύρας κι ἐκκλησιᾶς· κόσμος ἑλληνορθόδοξος... Μιά πόλη στό Θερμαϊκό, σμαράγδι τῆς πατρίδας μου, πρώτη μετά τή Βασιλεύουσα, λαμποκοπούσα μές στούς τρούλλους της, στή σκέπη τοῦ ῾Αγίου μυροβλύζουσα, ἁγιοτόκος κι ἁγιάζουσα, στέλνει τ᾿ αὐτάδελφα παιδιά της νά φωτίσουνε τῶν Σλάβων τούς λαούς. ῾Η ὀρθόδοξη Εὐρώπη προσκυνᾶ τό χῶμα τό μακεδονίτικο, πού πρῶτο δέχτηκε τά βήματα τοῦ ἀποστόλου.

  Καί ἡ Μακεδονία ταξιδεύει σιωπηλά, λάμπουσα στό ἀστέρι τῆς Βεργίνας της, στή δόξα τῶν ναῶν της ἰριδίζουσα, πάντοτε βίγλα στό καράβι τῆς ῾Ελλάδας της. Μαζί της σέρνεται στή μακριά σκλαβιά, ὅταν ἀκούγεται θρῆνος μέσα στό Μάη ἡ κραυγή· «῾Εάλω ἡ Πόλις!...» ῎Επεσε ἡ Πόλη, ἡ πόλη ἡ Βασιλεύουσα...

  Στέλνει ἡ Μακεδονία τά παιδιά της στό Μοριά νά πολεμοῦν· κι ἡ ἴδια της προσεύχεται σκαρφαλωμένη στίς ἀκτές τῆς Παναγιᾶς· στά μοναστήρια πού βιγλίζουνε τά πέλαγα ἀνδρειώνει τόν πατρο-Κοσμᾶ.

  Μά ὅταν γιορτάζει ἡ ᾿Αθήνα κι ὁ Μοριάς, προσμένει ἀκόμα σκλάβα ἡ μάνα γῆ. Τοῦρκοι καί Βούλγαροι λογχίζουνε τά στήθια της, σπαράζουν τή βασιλική πορφύρα της, μοιράζουνε στά ζάρια τά κομμάτια της. Κι ἡ μάνα γῆ σηκώνει τά βασανισμένα χέρια της, αὐτά πού ἱκέτεψαν τόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο, αὐτά πού σώσαν ἁλυσόδετα τήν ὄμορφη ᾿Αθήνα ἀπ᾿ τό χαμό... Κι οἱ πέτρες ξεπετάγουν οἰμωγή.

  Κάτω στή χώρα τήν ἐλεύθερη, πάνω στό χῶμα τό ἀθηναϊκό, ἕνα παιδί ντυμένο τή στολή τ᾿ ἀνθυπολοχαγοῦ τήν ἀφουγκράζεται. Μέσα της ψηλαφίζει ἡ ἑλληνίδα του καρδιά -μνήμη τῆς γῆς π᾿ ἀντιχτυπάει στό κορμί- τήν ὕστερη φωνή τοῦ μακεδόνα βασιλιᾶ· «Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦνε, τήν πατρίδα μου».

  Κι ὁ Παῦλος ξεκινᾶ. Καίει στό αἷμα του ἡ φωνή, ἔνστιχτο ἀμάχητο πού δένει ἄνθρωπο μέ γῆ, ὅπως τό βρέφος μέ τῆς μάνας τό μαστό. Φιλᾶ τή Ναταλία του, τά νήπια πού κρέμονται στήν πατρική ἀγκαλιά, καί ξεκινᾶ...

  Πάνω στό χῶμα τό μακεδονίτικο στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς. Σφραγίζει τίς στερνές γραμμές ἀπάνω στό χαρτί· «Μήν κλαῖς γιά μένα, Ναταλία μου. ῞Ο,τι κι ἄν γίνει, ἔκαμα τό χρέος μου».

  Στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς, κόμπο τόν κόμπο, ἁγιασμό στή γῆ... νά πιοῦμε ἐμεῖς νά κοινωνήσουμε, νά μεταλάβουμε θυσία κι ἀγρυπνία πάνω ἀπ᾿ τήν πατρίδα μας· νά τή βαστάξουμε στούς ὤμους μας βαρειά καί ἱερή· βαρειά καί ἱερή νά τήν ἀφήσουμε στά χέρια τῶν παιδιῶν μας, πού προσμένουνε...

...................................................................

  Τέλειωνε ἡ ὥρα στό ἀκριτικό σχολεῖο μου μέ τά παιδιά σκυμμένα πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· «᾿Ετοῦτο θέλω νά τό ξέρετε» -τούς ἔλεγα- «νά τό διαβάζετε καλά σάν προσευχή»...

  Κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτό παράθυρο ἔβλεπα τίς γαλάζιες κορυφογραμμές, φρύδια τῆς ὄμορφης Ροδόπης νά κυρτώνουν τούς ὁρίζοντες· κι ἄκουγα τό μουρμουρητό τοῦ ποταμοῦ· αἰῶνες τῶν αἰώνων πού κατέβαιναν... μνῆμες, εἰκόνες καί φωνές· τοῦ ᾿Αλέξανδρου τό λαχανιασμένο μήνυμα κι ἡ τελευταία ἀνάσα τοῦ Μελᾶ, τοῦ Μακεδόνα ἡ ἱκεσία στόν ᾿Απόστολο, βυζαντινά δοξαστικά στίς ἐκκλησιές, τῆς μάρτυρας δασκάλας, τῆς Βελίκας, λόγια πύρινα, τῆς Ναταλίας προσευχές ἀτέλειωτες...

  Στή ρυθμική κατεβασιά τοῦ ποταμοῦ, μέσα στήν ἡσυχία τῆς σιωπῆς, ἄκουγα τήν καρδιά μου πού κτυποῦσε μυστικά πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· Γῆ τῆς Μακεδονίας, γῆ τῶν γονιῶν μου καί δική μου γῆ, κομμάτι ἀπό τήν ἑλληνίδα μου ψυχή· ἄσε νά γείρω εὐλαβικά στό χῶμα σου· ἐδῶ στό χῶμα σου τό μουσκεμένο αἷμα νά σοῦ τάξω τήν ὑπόσχεση· ἑλληνική νά σέ φυλάξω μέσα στά λίκνα τῆς ψυχῆς μου τ᾿ ἄδυτα, ἑλληνική νά σέ διδάξω στά παιδιά, καί στῶν παιδιῶν μου τά παιδιά ἑλληνική...

  Γῆ τῆς Μακεδονίας, ἀκριβή μου γῆ, πάνω στό χῶμα σου ἀνάβω προσευχή· ῎Αν χρειαστεῖ, νά τό χαράξω μέ τό αἷμα μου, σύνορο κι ἀπαγόρευση, ἐκεῖνο πού ἔμαθα νά τραγουδῶ παιδί·

  «᾿Εδῶ Μακεδονία! ῾Ελλάδα ἐδῶ!... ...῾Ελλάδα ἐδῶ!»

Μαρία Παστουρματζῆ

Φιλόλογος

  Φραγκοδίαιτος τολμηρός σκηνοθέτης παρουσίασε σέ «ἐνημερωτικό» βίντεο στό νέο Μουσεῖο τῆς ᾿Ακρόπολης μαυροντυμένους νά γκρεμίζουν τό ἄγαλμα τῆς ᾿Αθηνᾶς ἀπό τό δυτικό ἀέτωμα τῆς εἰσόδου τοῦ Παρθενώνα κατά τό 500 μ.Χ. ῾Ο ἴδιος διευκρίνισε ὅτι μέ τίς φιγοῦρες αὐτές ἀπέδιδε «ρασοφόρους ζηλωτές». Ράσα βεβαίως δέν χρησιμοποιοῦνταν τότε ἀπό τούς ἱερεῖς. Γιά τό φίλμ διάρκειας 6,30 λεπτῶν - σύμφωνα  μέ τούς τεχνοκριτικούς ὁ  πραγματικός χρόνος προβολῆς καταλαμβάνει 3 λεπτά - ὁ κατασκευαστής του ἀμείφθηκε ἀπό τό ΥΠ.ΠΟ., βάσει σύμβασης τοῦ 2003, 310.544 εὐρώ, δηλαδή 100.000 εὐρώ γιά κάθε λεπτό, γιά νά ἱστορικοποιήσει τήν ἰδεολογία του καί «ἵνα μή ἐξίτηλος γένηται» ἡ ἰδεοληψία του.
    ῎Αλλο ὅμως ἱστορία καί ἄλλο τέχνη ἤ ἀκριβέστερα στρατευμένη τέχνη. Θά περιμέναμε τό φάσμα τῆς σκηνοθεσίας νά ἁπλωθεῖ καί νά ἀναδείξει ἱστορικά μαρτυρημένες βαρβαρότητες. Κατά  τόν Φωκικό πόλεμο π.χ. οἱ Βοιωτοί πυρπόλησαν τό ἱερό τῶν ᾿Αβῶν (352 π.Χ.) γιά δεύτερη φορά μετά τούς Μήδους. ῾Ο Δωρίμαχος, στρατηγός τῶν Αἰτωλῶν, ὅταν ἔφτασε στό ἱερό τῆς Δωδώνης (219 π.Χ.), ἔκαψε τίς στοές, κατέστρεψε πολλά ἀφιερώματα καί κατεδάφισε τό ἱερό οἴκημα. ᾿Επίσης καί οἱ Μακεδόνες τοῦ Φιλίππου Ε´ στό Θέρμο (207 π.Χ.), ἀφοῦ ἔμαθαν ὅσα ἔκαναν οἱ Αἰτωλοί στό Δῖο καί στή Δωδώνη, ἔκαψαν στοές καί κατέστρεψαν ἀφιερώματα. Γιατί δέν ἐπαναστατοῦν καί δέν ἐξοργίζονται οἱ σύγχρονοί μας σκηνοθέτες μέ τόν τεκμηριωμένο ἀφανισμό τῶν ἀνεκτίμητων μνημείων μας, καυτηριάζοντας μάλιστα μίση καί πάθη τῶν δικῶν μας προγόνων;
    Γενικά εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνική κληρονομιά ἐπέζησε χάρη στό Βυζάντιο. Μέ σεβασμό οἱ χριστιανοί διέσωσαν πολλούς ναούς μετατρέποντάς τους σέ χριστιανικούς, ἀφοῦ μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχαν περιπέσει σέ ἀχρησ(τ)ία. ῾Η  προσαρμογή τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν σέ χριστιανικούς ἐπιβαλλόταν γιά τή διάσωση καί ἐπιβίωσή τους. Καί βέβαια ὁ ἴδιος λαός, πού μέχρι τότε πύργωνε Παρθενῶνες, συνέχισε τήν ἱστορική του πορεία διασώζοντας τά παλαιά καί ξεπερασμένα κλέη του καί ὑψώνοντας παράλληλα ῾Αγίες Σοφίες. ᾿Εμεῖς, ὅμως, οἱ Νεοέλληνες, πιστοί στήν Εὐρώπη τοῦ Καρλομάγνου, ἀντί νά αἰσθανόμαστε εὐγνωμοσύνη γιά τήν προσφορά τῆς Ρωμανίας, πού στάθηκε κειμηλιοθήκη καί κιβωτός τῆς ἀρχαιότητας, τήν ἀπαξιώνουμε, τήν περιφρονοῦμε καί -ἀκόμη χειρότερο- διαστρεβλώνουμε τήν ἱστορική ἀλήθεια.
    ᾿Εξάλλου μέ ποιά κριτήρια προσεγγίζουμε τά γεγονότα τοῦ 4ου καί 5ου αἰώνα; Μέ τίς παραστάσεις καί τίς ἀντιλήψεις τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς, πού κατεδαφίζει τά ὑψηλά καί προβάλλει ἐκθαμβωτικά τά εὐτελῆ καί χθαμαλά; ᾿Εκεῖνοι, ἐλλείψει ἴσως «ἀνακύκλωσης», ἀξιοποιοῦσαν τά πεπαλαιωμένα ὑλικά στίς νέες κατασκευές τους. ῎Ετσι στά πρώιμα αὐτοκρατορικά χρόνια στήν ᾿Αθήνα, χρησιμοποίησαν ἕτοιμο ἀρχιτεκτονικό ὑλικό ἀπό τό ναό τῆς ᾿Αθηνᾶς Σουνιάδος, καθώς καί ἀπό ἄλλους ἐρειπωμένους ναούς τῆς ᾿Αττικῆς, γιά τήν ἀνέγερση ναῶν πρός τιμήν  τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων. Οἱ Ρωμαῖοι ἀξιοποιοῦσαν τό ὑλικό τῶν κατεστραμμένων ναῶν σέ ὀχυρωματικά ἤ κοινωφελῆ ἔργα. Κατά τήν Τουρκοκρατία τό οἰκοδομικό ὑλικό τό προσπορίζονταν ἐν πολλοῖς ἀπό ἀρχαῖα μνημεῖα ἤ ἀπό χριστιανικές ἐκκλησίες καί κατά τή Βαβαροκρατία ἀπό βυζαντινά μνημεῖα.
    Πῶς ὅμως ἔχουν τά ἱστορικά γεγονότα σχετικά μέ τόν Παρθενώνα; ῎Οντως χριστιανοί καί μάλιστα ἱερεῖς ἀπολάξευσαν τά γλυπτά του;   
    Καταρχήν παραθέτουμε ἕνα συνοπτικό χρονολόγιο τῶν περιπετειῶν, τίς ὁποῖες δοκίμασε τό μνημεῖο. Τό 480 π.Χ. οἱ Πέρσες κατέστρεψαν τό ἱερό του, καθώς πυρπόλησαν τήν ᾿Ακρόπολη. Φυσικά τό καταστρεπτικό τους πέρασμα ἀποτύπωσαν οἱ ῎Ερουλοι (267), οἱ Βησιγότθοι ὑπό τόν ἀρειανόφρονα ᾿Αλάριχο (395), οἱ Γότθοι (582), οἱ Σλάβοι τόν 6ο αἰώνα. ᾿Ακολούθησε ἡ εἰκονομαχία, οἱ ἐπιδρομές τῶν Βουλγάρων, ἡ Λατινοκρατία ἀπό τό 1205 καί μετά ἡ Τουρκοκρατία μέ τίς ἀνεικονικές ἀντιλήψεις τῶν μουσουλμάνων, καθώς τό 1460 μετατράπηκε σέ τζαμί.  
    Δέν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ὁ ναός λειτούργησε ὡς χριστιανικός καί ἀφιερώθηκε στήν Παναγία τήν ᾿Αθηνιώτισσα, τόν 5ο, 6ο ἤ τόν 7ο αἰώνα. Τό γεγονός παραμένει ἀμάρτυρο. Πάντως δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού κατά τούς μέσους βυζαντινούς χρόνους ἔρχονταν νά προσευχηθοῦν στήν Παναγιά τήν ᾿Αθηνιώτισσα, ἡ ὁποία μποροῦσε νά ἐπιλύει «τῶν ᾿Αθηναίων τάς πλοκάς». Μεταξύ τῶν προσκυνητῶν μνημονεύονται ὁ Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, ὁ ὅσιος Λουκᾶς, ὁ Μελέτιος ὁ Νεώτερος κ.ἄ.  Τό 1018 ὁ Βασίλειος ὁ  Β´ ὁ Βουλγαροκτόνος κατεβαίνει πανηγυρικά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά εὐχαριστήσει τήν Παναγία, μετά τήν τελική του νίκη κατά τῶν Βουλγάρων, σκηνή πού περιγράφει μέ δύναμη ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς στή «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ». Πράγματι, «ὁ Παρθενών εἶχε διατηρηθῆ ἄθικτος κατά τή βυζαντινή περίοδο. ᾿Ακέραια τά ἀετώματα, οἱ μετόπες, οἱ ζωφόροι», κατά τήν μαρτυρία τοῦ ὄχι καί τόσο φιλικοῦ πρός τήν πίστη Κυριάκου Σιμόπουλου. Καί ἀλλοῦ σημειώνει· «῾Ο συστηματικός θρυμματισμός τῶν ἀνθρωπόμορφων καλλιτεχνημάτων ἔγινε ἀμέσως μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου καί τήν κατάκτηση τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου. ῏Ηταν ἐκδήλωση θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ».
    Τό 1621 φθάνει στήν ᾿Αθήνα ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Λουδοβίκου ΙΓ´Louis Deshayes βαρόνος De Courmesnin. «῾Ο χρόνος», γράφει ὁ βαρόνος, «ἔχει προξενήσει λιγότερο κακό ἀπό ὅσο οἱ βαρβαρότητες τῶν ἐθνῶν πού τόσες φορές λεηλάτησαν τήν πόλη. ῾Ο Παρθενών εἶναι ἀκόμη ὄρθιος καί ἄθικτος, ἔτσι πού νομίζει κανείς πώς χτίστηκε τώρα τελευταῖα». ᾿Ιταλός περιηγητής τό 1674 ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀρχαιοκαπηλία ἐπιβάρυνε τήν ἀλλοίωση στίς μετόπες τοῦ Παρθενώνα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά τό δυτικό ἀέτωμα σωζόταν σχεδόν ἀκέραιο μέχρι τό 1674, ὁπότε καί τό σχεδίασε ὁ J. Carrey. Τά σχέδιά του σύμφωνα μέ τήν ἐκτίμηση διαπρεπῶν ἀρχαιολόγων ἔχουν μεγάλη ἀξία γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα. ῞Ομως «ἡ κορώνα τῆς κορώνας», ὅπως ἀποκαλεῖ τόν Παρθενώνα ὁ ποιητής, τό μοναδικό παγκόσμιας ἀκτινοβολίας ἀριστουργηματικό μνημεῖο, πού γιά 21 αἰῶνες ἀναμετριόταν μέ τόν πανδαμάτορα χρόνο καί τόν νικοῦσε, νικήθηκε βαριά τραυματισμένο κατά τήν πολιορκία τῶν ὀχυρωμένων στήν ᾿Ακρόπολη Τούρκων στίς 26 Σεπτεμβρίου 1687 ἀπό βλῆμα Βενετῶν ὑπό τόν Μοροζίνι· νωρίτερα εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι μεγάλες ποσότητες πυρομαχικῶν εἶχαν ἀποθηκευθεῖ ἐκεῖ. Οἱ ἀξιωματικοί τοῦ Μοροζίνι, Βενετοί καί ἄλλοι ξένοι, μετέφεραν στίς πατρίδες τους ὅσα κομμάτια μποροῦσαν. ᾿Ανάμεσά τους ὁ γραμματέας του Σάν Γκάλλο πῆρε μαζί του τό κεφάλι γυναικείας μορφῆς πού προερχόταν ἀπό τό δυτικό ἀέτωμα.
    Τό 1785 ὁ γάλλος ἀριστοκράτης καί διπλωμάτης -εὐστοχότερα ἀρχαικάπηλος ὁλκῆς- Choiseul-Gouffier πρῶτος ἀπέσπασε τμῆμα τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενώνα· ἀναχώρησε γιά τή Γαλλία φορτώνοντας ὁλόκληρα καράβια ἀπό τούς ἀρχαιολογικούς χώρους τῆς ᾿Αττικῆς. Τό 1802 ὁ λόρδος Τόμας ῎Ελγιν, πρέσβης στήν Κωνσταντινούπολη, κάνοντας κατάχρηση φιρμανιοῦ, κατά τό πρότυπο τοῦ Choiseul-Gouffier, προχώρησε στή στυγνή λεηλασία τῶν γλυπτῶν τοῦ ναοῦ καί ἄλλων ἀρχαιοτήτων, προκειμένου μέ αὐτά νά διακοσμήσει τήν ἔπαυλή του, πού ἔχτιζε τότε στή Σκωτία. Παράξενα πού διδάσκει ἡ ἱστορία! Γιά τήν ὕβρη του πλήρωσε ἀκριβά. ῾Η οἰκογενειακή του εὐτυχία ἀνατινάχθηκε στόν ἀέρα, καθόσον ἀκολούθησαν χρεωκοπίες, ἀρρώστιες, πολύκροτες δίκες, σκανδαλώδη γιά ἐκείνη τήν ἐποχή διαζύγια.
    ᾿Αλλά δέν ἦταν μικρές καί οἱ συμφορές πού ὑπέστη ὁ ναός κατά τή διάρκεια τῆς ᾿Επανάστασης τόσο τό 1822 ὅσο καί τό 1826. Καί ἐπειδή οἱ γραπτοί καί ἄγραφοι «νόμοι σιωποῦν σέ ὥρα πολέμου», ὅπως ὑποστήριζε ὁ Κικέρων, ἀπό τή μιά οἱ πολιορκημένοι Τοῦρκοι γκρέμιζαν τούς κίονές του, ἀφαιροῦσαν τό συνδετικό μόλυβδο καί τόν ἔλειωναν γιά τήν κατασκευή βλημάτων· ἀπό τήν ἄλλη οἱ ῞Ελληνες ἔσκαβαν τάφρους, τίς γέμιζαν μέ μπαρούτι καί προκαλοῦσαν σεισμικές ἐκρήξεις. Φοβερό ὑπῆρξε καί τό σχέδιο τοῦ γάλλου τυχοδιώκτη Φαβιέρου, πού θεωροῦνταν μεγάλος φιλέλληνας, νά κατασκευάσει «εἶδος βόμβας ἕν ὁλόκληρον κομμάτι στήλης τοῦ Παρθενῶνος τρυπώντας το ἀρκετά εἰς τήν μέσην καί γεμίζοντάς το ἀπό βαρούτην». ᾿Ασύλληπτο τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι μόνον σέ μία μέρα ἔπεσαν στό κάστρο 530 τέτοιες βόμβες!
    Νά, λοιπόν, πολύ σχηματικά μέσα στή διαδρομή τῶν αἰώνων ποιοί ἅπλωσαν βέβηλα χέρια στό ναό καί ποιοί διαγούμισαν τούς θησαυρούς του. ῾Η ἱστορία τούς στιγματίζει· ἡ «τέχνη» ὥς πότε θά τούς τό χαρίζει;

 

                 Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος
Παρασκευή, 13 Ιούνιος 2014 03:00

Σμίλεψαν τή λευτεριά

  Μ᾿ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη ὑποκλίνεται ἰδιαίτερα τοῦτο τό μήνα ἡ καρδιά μας στούς ἥρωες καί ἡρωίδες προγόνους μας, πού «σάν ἴσκιοι μεγαλόκορμοι κι ἀπείραχτοι ἀπ᾿ τά χρόνια, φέρνουνε μᾶς τ᾿ ἀγγόνια στό δρόμο τῆς τιμῆς». Τήν 25η Μαρτίου 1821 ξεπήδησε ἡ ἑλληνική φυλή μέσα ἀπό τή στάχτη καί μέ ἀγῶνες ἀνυπέρβλητους καί θυσίες λαμπρές γίνηκε τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.
   Σάν βροντοῦν οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων στό Μωριά, δέν ἀργεῖ νά φουντώσει στό βορρᾶ ἡ ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς. Τήν ἑτοίμαζε μ᾿ ὅλο τό πύρωμα τῆς ψυχῆς του ὁ μεγαλέμπορος καί τραπεζίτης ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς ἀπό τή Δοβίστα Σερρῶν, πού σήμερα «τιμῆς ἕνεκεν» φέρνει τό ὄνομά του. Δίπλα στόν πλούσιο Μακεδόνα, πού μέ τό ἐπιχειρησιακό του πνεῦμα εἶχε τράπεζες στή Βιέννη, Κων/πολη καί Σέρρες, στέκεται ἀρχόντισσα ἐκλεκτή, ἡ ἄξια σύζυγός του Φαίδρα. Στολίδι καί χαρά τῆς φαμελιᾶς τά δώδεκα παιδιά τους, ἐννιά ἀγόρια καί τρία κορίτσια. Θά μποροῦσε ἡ ζωή τῆς οἰκογένειας Παπᾶ, πού κολυμποῦσε μές στό ἄφθονο χρῆμα, νά κυλήσει ἀκόμη καί στά πικρά αὐτά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς γαλήνια καί εὐτυχισμένα. Κι ὅμως τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους δέν δίνουν περιθώρια γιά τέτοιες ἄκαιρες ἀπολαύσεις.
   Θυσιάζει ὁ ἰσχυρός ἄρχοντας τήν οἰκογενειακή θαλπωρή καί ρίχνεται στήν περιπέτεια τῆς πατρίδος. ᾿Από τά ταμεῖα τῶν τραπεζῶν του ρέει ὁ πακτωλός γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ᾿Αγώνα. Στ᾿ ἀλήθεια, πῶς τολμοῦν μερικοί νά χαρακτηρίζουν τήν ῾Ελληνική ᾿Επανάσταση πάλη ταξική, ὅταν μόνον ὁ ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς προσφέρει στό βωμό τῆς πατρίδας περιουσία ἀμύθητη, 300.000 τάλληρα δίστηλα; Καί μαζί μέ τά χρηματικά ποσά δίδει καί ὑλικό ἔμψυχο, αἷμα ἀκριβό, τά τέσσερα μεγαλύτερα παλληκάρια του. Στήν ἐξέγερση τῆς Χαλκιδικῆς δίνουν τό παρόν.
   ῞Οταν ὅμως τό κίνημα τελικά βάφεται στό αἷμα, ἐπειδή ὁ Γιουσούφ μπέης δέχεται σημαντικές ἐνισχύσεις, στέλνει γιά στερνή φορά τίς ὑποθῆκες του στήν ἀγαπημένη του Φαίδρα, πού φορτώθηκε εὐθῦνες βαριές· "Κράτα γερά, καλή μου. ῾Ο ᾿Αγώνας δέν χάθηκε. Θά συνεχισθεῖ. ᾿Αναχωροῦμε μέ τό καράβι τοῦ Βισβίζη γιά τήν ῞Υδρα. Μᾶς περιμένουν τά ἀδέλφια ἐκεῖ, νά ἀγωνιστοῦμε μαζί τους. ῎Εχω μαζί μου τά τέσσερα μεγαλύτερα βλαστάρια μας. Νά εἶσαι περήφανη γιά τούς γυιούς μας. Νά προσεύχεσαι καί νά μᾶς περιμένεις...".
   Εἶναι τό κύκνειο ἆσμα του. Μές στό καράβι ἐκπνέει ὁ ἀρχηγός τῆς Μακεδονικῆς ᾿Επαναστάσεως τοῦ 1821, πού ἐπί ἑπτά μῆνες ἔδωσε μάχες σκληρές μέ τόν κατακτητή. Κλαίει ἡ ῞Υδρα τόν ἥρωα, τόν τιμᾶ ὅπως τοῦ πρέπει καί τόν δέχεται στά σπλάγχνα της.
   ῎Εφυγε τό ἀντιστύλι τοῦ σπιτιοῦ καί ἄφησε πίσω του τήν "Κυρά καί ᾿Αφέντρα", τή σύζυγό του, νά σηκώνει τό σταυρό τῆς χηρείας, νά λειώνει ἀπό ἀγωνία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν της καί νά ὑπομένει ἀτέλειωτους ἐξευτελισμούς καί μαρτύρια. Πάνω της ὁ ᾿Αγαρηνός θά ξεβράσει ὅλη τή μανία καί τό μῖσος πού ἔτρεφε γιά τόν ἄνδρα της.
   Τί κι ἄν τῆς καῖνε τό ἀρχοντικό της καί τῆς ἁρπάζουν τά φλουριά της, τί κι ἄν τήν ρίχνουν στή φυλακή καί τήν τυραννοῦν, ἡ Φαίδρα στέκεται ἀγέρωχη στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῶν στιγμῶν. Πῶς ὅμως νά πνίξει μέσα της τό μητρικό φίλτρο, πῶς νά συμβιβαστεῖ τό λογικό της μέ τή σκληρή καθημερινή εἰκόνα, νά βλέπει μές στίς ὑγρές φυλακές καί τά σκοτεινά μπουντρούμια τά τρία κοριτσάκια της, τήν ῾Ελένη, τή Νεράντζω, τή Θεονύμφη, καί τό τρυφερό βλαστάρι της, τόν Κωνσταντῖνο, νά φυτοζωοῦν, νά μαστιγώνονται, νά ζεματίζονται μέ λάδι ἤ πυρακτωμένα σίδερα; Κι ἀκόμη, ποιός θ᾿ ἀνταποκριθεῖ στίς καυτές ἀνησυχίες της καί θά τήν πληροφορήσει ἄν ζοῦν ἤ ἄν σκοτώθηκαν τά μεγαλύτερα παλληκάρια της πού μάχονται στή νότια ῾Ελλάδα; ᾿Ανάσα καί "φίλημα ζωῆς" εἶναι στήν ἡρωΐδα μάνα οἱ ἐπισκέψεις καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον τοῦ μητροπολίτη Χρύσανθου. Πόσα τοῦ χρωστᾶ! ῾Η εὐγνώμονη καρδιά της πῶς ν᾿ ἀνταποδώσει τίς εὐεργεσίες πού δέχεται; Χάρις στή δική του μεσολάβησι ἀποσοβεῖται τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα καί μετατρέπεται ἡ θανατική ποινή σέ δεσμά ἰσόβια. Κι ὅταν τό 1826 γίνεται Πατριάρχης, δέν λησμονεῖ τή μαρτυρική οἰκογένεια πού πέντε χρόνια τώρα σαπίζει στίς φυλακές. ῾Η ποινή μειώνεται σέ κατ᾿ οἶκον περιορισμό, ὥσπου τό 1833 ἡ Φαίδρα καί τά τέσσερα παιδιά της ἀναπνέουν τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
   Μέ τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς σπασμένες, βγαίνει ἡ μάνα νά ψάξει τούς λεβέντες της καί νά συναρμολογήσει τή σκορπισμένη φαμελιά της. Καί τούς βρίσκει, μέ δάφνης κλωνάρια στεφανωμένους, νά πατοῦν τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πατέρα τους. ᾿Αντικρύζει τόν ᾿Αλέξανδρό της σκοτωμένο στό Μεσολόγγι, τόν ᾿Αθανάσιό της ἀποκεφαλισμένο στή Χαλκίδα, τόν ᾿Ιωάννη της ξεψυχισμένο στό Μανιάκι, τόν Δημήτρη της ἀπαγχονισμένο στό Νεόκαστρο, τόν Γιῶργο της ἐπίσης κρεμασμένο, τόν Νικόλα της σκοτωμένο στό Καματερό. Μόνο τόν ᾿Αναστάσιό της, πού πολέμησε στή Μολδαβία, τόν βρίσκει ζωντανό στήν Πάτρα. ῞Οσο γιά τόν ᾿Αριστείδη της κανείς δέν τῆς εἶπε ποῦ βρίσκεται.
   Στό ἐθνικό προσκλητήριο τόσα παλληκάρια ξεπήδησαν ἀπό μιά μόνο ρίζα. Ποιά ὅμως μάνα τά γαλούχησε καί τί παράδειγμα ζωντανό ἄφησε πίσω ὁ πατέρας, γιά ν᾿ ἀναδειχτοῦν αὐτοί οἱ πολεμιστές σέ ἥρωες;


Μαρία Ἀλ. Γούδα

Φιλόλογος - Θεολόγος

Κυριακή, 06 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἅγιος τοῦ κυπριακοῦ ἀγῶνος

  1956. Μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στήν τουρκική συνοικία τῆς Λευκωσίας ἕνα ἀδίκημα τρομερό διαπράττεται. Μία Τουρκάλα κατηγορεῖ ἕνα ἑλληνοκύπριο παλληκάρι ὅτι σκότωσε τόν τοῦρκο ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ. Ὁ ἀθῶος νέος δέν εἶναι πρόσωπο τυχαῖο, ἀλλ᾿ ἕνα ὄνομα σπουδαῖο, ἕνας κρίκος γερός ἀνάμεσα στούς πολλούς πού λαμπρύνουν τήν ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59. Εἶναι ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος, «ἡ προσωποποίησις τῆς ἀθωότητος, ἀφωσιωμένος ψυχῇ τε καί σώματι στήν ἰδέα τῆς θρησκείας καί τῆς Πατρίδος».
   Ποιός δέν ξέρει τῆς ΟΧΕΝ (Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἕνωσις Νέων) τό ζωντανό μέλος πού ὀνειρεύεται μία χριστιανική ἐλεύθερη Κύπρο, τόν εὐσυνείδητο κατηχητή τῶν παιδιῶν τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου τῆς Ἀγλαντζιᾶς; Ἀπό τότε ὅμως πού σήμανε ὁ ἐθνικός συναγερμός τῆς 1ης Ἀπριλίου τοῦ 1955 ἡ ζωή του χάνει τόν ἥσυχο ρυθμό της. Μέ τίς ὁμάδες κρούσεως τῆς Λευκωσίας ἀναλαμβάνει ριψοκίνδυνες ἀποστολές. Πόσες φορές στίς ἐπιχειρήσεις δέν παραπλανᾶ τόν ἄγγλο δυνάστη καί γλυτώνει τή σύλληψι! Ἀλλά τώρα, πού μία ἀδέσποτη σφαῖρα πληγώνει θανάσιμα τόν ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ, ὁ Ἰάκωβος δέν ἔχει καμιά ἀνάμειξη. Κι ὅμως, ἡ ἐπιμονή τῆς Τουρκάλας Ἐμἶναι τόν ρίχνει στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας.
  Iakovos Patatsos Σ᾿ ἐκεῖνα τά σκοτεινά καί ὑγρά κελλιά πού παγώνουν καί σκιάζουν τήν καρδιά κάθε φυλακισμένου, ὁ 22χρονος λεβέντης βρίσκει φωλιά ζεστή, συντροφιά ζηλευτή. Μέ τήν πιό ἔξαλλη φαντασία του δέν μποροῦσε νά συλλάβη τήν ἔκπληξη πού τόν περίμενε στό διπλανό κελλί. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε πώς αὐτές τίς σκληρές ὧρες πού τόν πνίγει τό ἄδικο καί τά βέλη τῆς συκοφαντίας βαθιά τόν πληγώνουν, θά ἔβρισκε γείτονα προσφιλέστατο καί στυλοβάτη ἄξιο, τόν πνευματικό του πατέρα π. Φώτιο Καλογήρου; Μόνον ἐκεῖνο τό παράθυρο μέ τά σίδερα καί τό χοντρό σύρμα πού χωρίζει τά δύο κελλιά γνωρίζει καλά τίς μυστικές καί τονωτικές συζητήσεις πού ἔκαναν οἱ δύο "κατάδικοι".
   Ἐντεἶναιται ἡ ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ Πατάτσου στίς 23 Ἰουλίου 1956, τήν τελευταία μέρα τῆς δίκης. Λακωνική καί ἀκριβής ἡ ἀπολογία του· «Εἶμαι ἀθῶος. Εὑρέθην ἐκεῖ τυχαίως... Δέν ἐπυροβόλησα καί οὔτε εἶχα περίστροφον...». Κι ἐνῶ τό δικαστήριο στερεῖται ἀποδείξεων, ὁ ἄγγλος δικαστής Ἔλλισον ἀπαγγέλλει ψύχραιμα τή θανατική του καταδίκη. Ὤ, καί νά κρατοῦσε στά χέρια του ἐκείνη τή στιγμή ὁ φλεγματικός Ἔλλισον ἕναν παλμογράφο, γιά νά καταγράψει τίς ἄτακτες κινήσεις τῆς καρδιᾶς τῆς μάνας τοῦ κατηγορουμένου! Ἴσως τότε θά εἶχε κάποιες ἀναστολές καί ἐνοχές μέσα του γιά τήν τιμωρία ἑνός ἀθώου.
  Τά βήματα τῆς χήρας Ροδού μέχρι τήν ἀποφράδα μέρα κατευθύνονται χωρίς σταματημό πρός τό σπλάγχνο της. Κι ἐκεῖνο ἀντικρύζει καθημερινά τή θλιβερή φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης μάνας του, πού τοῦ φέρνει λουλούδια εὐωδιαστά ἀπ᾿ τήν αὐλή τους. Χύνει βάλσαμο στή σπαραγμένη της καρδιά μέ τίς παραμυθητικές του ὑποθῆκες· «Μάνα μου, θέλω νά περνᾶς καλά, νά μή στερῆσαι τίποτε καί νά ᾿σαι περήφανη. Νά πηγαἶναιις τακτικά στήν ἐκκλησιά καί νά προσεύχεσαι μέ πίστη...».
  Ξημερώνει ἡ 8η Αὐγούστου 1956, ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του. Κι ὅμως τό παλληκάρι τοῦ Θεοῦ δέν τήν αἰσθάνεται ἔτσι. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ἀπ᾿ τή γῆ βιώνει ἤδη τά... πέραν τῆς ἀγχόνης, τή γλυκύτητα τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Τίς ἐσωτερικές οὐράνιες πτήσεις του ἐκμυστηρεύεται γραπτά στή μητέρα του· «Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς κόπους μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης, θά λυποῦμαι. Τ᾿ ὄνομά σου θά γραφῆ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῆ τό παιδί σου γιά τήν Πατρίδα. Εἶναι καιρός τώρα νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίης, γιά ν᾿ ἀκούσης τήν ἀγγελική φωνή μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ᾿ ὅλη σου τήν ζωήν...».
   Ἔρχεται στίς 8 τό βράδυ ὁ ἱερέας τῶν Κεντρικῶν Φυλακῶν, π. Ἀντώνιος Ἐρω-τοκρίτου. Ἀρχίζει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μέ παρευρισκομένους τούς τρεῖς μελλοθανάτους. Μπορεῖ ἐκεἶναις τίς φυλακές νά μήν τίς λούζει τό ἄπλετο φῶς τοῦ ἥλιου, μές στήν καρδιά ὅμως τοῦ Χαρίλαου Μιχαήλ, Ἀνδρέα Ζάκου καί Ἰάκωβου Πατάτσου, μέ τή συμμετοχή τους στό "Ποτήριον τῆς Ζωῆς", κατοικεῖ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.
   Εἶχα τήν εὐτυχῆ συγκυρία νά γνωρίσω στήν Κύπρο τόν τραγικό αὐτόν ἱερέα, πού ἔζησε ἀπό τόσο κοντά τό δρᾶμα τῶν ἀπαγχονισθέντων. Γεμάτη ἀνυπομονησία ζήτησα νά μοῦ μιλήση γι᾿ αὐτούς τούς ἐθνομάρτυρες, πού μέ τά "χριστιανά τέλη" τους καθαγίασαν τόν φρικτό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους. Κι εἶδα τά μάτια τοῦ ἀσπρομάλλη γέροντα νά ὑγραίνωνται, σάν θυμήθηκε τί ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος τόν ρώτησε στίς τελευταῖες του στιγμές· «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν;». Πραγματικά, στό δρόμο γιά τήν κρεμάλα ἀντήχησε ἡ φωνή τοῦ ἥρωα πού ἔψαλε ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Σαββάτου· «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ, καί σαλευθή-τωσαν τά θεμέλια τῆς γῆς...». Συνέχισε μέ τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», ἀλλά δέν τό ἀποτέλειωσε, διότι ἡ ἀγχόνη τοῦ εἶχε ἤδη φράξει τό λαιμό. Μά τέτοια μαρτύρια δέν σκιάζουν τούς τίμιους ἀγωνιστές. Τέτοιες θυσίες ἐμπνέουν καί ἠλεκτρίζουν τίς νέες γενιές.
   Ἀκριβῶς 40 χρόνια ἀπό τότε, στίς 11 καί 14 Αὐγούστου 1996, δύο παλληκάρια τῆς Κύπρου, ὁ Ἀναστάσιος Ἰσαάκ καί ὁ Σολωμός Σολωμοῦ, μέ τή λεβεντιά, τήν τόλμη καί τόν ἀξιοθαύμαστο ἡρωϊσμό τους ἀνασταίνουν, ἐκεῖ στό ὁδόφραγμα τῆς Δερύνειας, τή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων τῆς Ε.Ο.Κ.Α.
  Ἡρωϊκά, χριστιανικά νιάτα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59, πυροδοτῆστε καί ἄλλα νιάτα τῆς ἐποχῆς μας. Πόσο ἀνάγκη ἔχουν καί ἀπό μία σπίθα τῆς φλόγας σας πρός τόν Θεό καί τήν Πατρίδα, γιά νά ζωογονηθοῦν καί νά πληρωθοῦν οἱ ἄδειες ἀπό ἰδανικά καρδιές τους!
  Ἑλληνίς
Τετάρτη, 19 Ιούλιος 2023 03:00

Δέν ξεχνῶ

den ksexno  Τούτη τή φορά δέν θ' ἀνατρέξω σέ πηγές κι ἱστορικά ἀρχεῖα. Δέν θά ξεφυλλίσω ἀπομνημονεύματα κι οὔτε θά ἀναζητήσω πορίσματα ἱστορικῶν. Ἀλλά θά βυθίσω τή σκέψη μου ἐπίμονα στό παρελθόν, θά ἀφήσω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφράσει τά δικά της βιώματα καί τόν ἑαυτό μου ὅλο νά καταθέσει τή δική του μαρτυρία γιά κεῖνο τό τραγικό ξημέρωμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 στή μακρινή μεγαλόνησο, τήν Κύπρο μας.
  Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους.
  Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ.
  Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της;
 Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους.

Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος
 
 
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Στά χρόνια τοῦ χαλασμοῦ

  Νοέμβρης μήνας στά 1903. Γιά τίς γυναῖκες τῆς ἐπαρχίας καί τῆς ὑπαίθρου δέν ὑπάρχει καλύτερη ἐποχή νά ἀσχοληθοῦν μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί μέ τά προικιά τῆς κόρης. Ὄχι ὅμως γιά τίς γυναῖκες τῆς σκλαβωμένης Καστοριᾶς. Ἐτοῦτες «τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ χίλια ᾿νιακόσια τρία», ὅπως καταγράφει τό δημοτικό τραγούδι τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα (βλ. Κωνσταντίνου Δούφλια, Τά δημοτικά τραγούδια τῆς Ἄνω Μακεδονίας), ἔχουν ξεχυθεῖ στούς δρόμους. Ἄφησαν τά ζεστά τους σπιτικά καί κατά ἑκατοντάδες περικύκλωσαν τό Διοικητήριο φωνάζοντας «μέ στριγκές κραυγές σάν κοπάδι ἀπό ἀγριόχηνες ἤ τσακάλια»: «Ἔξω ὁ Τσακαλάρωφ, ἔξω ὁ κομιτατζῆς!». Ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουν κάποιες μαντηλοδεμένες στό κεφάλι ἤ στό μπράτσο· ὁ πρόχειρος ἐπίδεσμός τους ἔχει μουλιάσει ἀπό τό αἷμα μαρτυρώντας τόν πρόσφατο τραυματισμό τους.
germanos-karabaggelis Τί εἶχε συμβεῖ καί ἐξαγρίωσε τίς ἡρωικές γυναῖκες τῆς ἀκριτικῆς πόλης; Ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Καστοριᾶς, γράφει σχετικά στά ἀπομνημονεύματά του:
  «Ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης τοῦ Μοναστηριοῦ κατώρθωσε νά πάρει ἄδεια τοῦ Χιλμῆ πασᾶ κι ἔφθασε στήν Καστοριά μέ ἄφθονο χρῆμα καί ρουχισμό, ὁλόκληρη περιουσία. Εἶχε σκοπό στήνοντας τό στρατόπεδό του στήν Καστοριά καί συνεργαζόμενος μέ τό Κομιτᾶτο, ἀπό τή μιά μεριά νά ἐνθαρρύνει τούς χωρικούς κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη νά ἀνασυστήσει τό βουλγαρικό γυμνάσιο Καστοριᾶς. Κι ἄν κατώρθωνε νά μείνει ἐκεῖ μερικούς μῆνες, ἀσφαλῶς ἡ διαμονή του στήν Καστοριά θά εἶχε πολύ δυσάρεστα ἀποτελέσματα γιά τόν Ἑλληνισμό...
 Κάνομε συνεδρίαση τῆς δημογεροντίας κι ἀποφασίζομε νά τόν διώξωμε... Παραγγέλνω λοιπόν τήν ἄλλη μέρα νά ἔρθουν στή Μητρόπολη ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς Καστοριᾶς... Καβαλικεύω καί τραβῶ στό διοικητήριο. Πίσω μου ἀκολουθοῦσαν καμιά χιλιάδα γυναῖκες... “Τί θά κάνουμε;”, ρωτῶ τόν καϊμακάμη. “Ἐγώ σέ ρωτῶ τί θά κάνουμε”, μοῦ ἀπαντᾶ αὐτός. “Δέν ἔχω ἀπάντηση. Ἤ θά φύγει ὁ Βούλγαρος ἤ θά πέσουμε ὅλοι”.
  Πηγαίνοντας στό διοικητήριο εἴχαμε περάσει μέ φωνές καί ἀπειλές μπρός ἀπό τό σπίτι τοῦ Βούλγαρου μητροπολίτη, πού τό φύλαγε ἕνας λόχος στρατοῦ μέ ἐφ’ ὅπλου λόγχη. (Σημ. Ἐδῶ τραυματίστηκαν δύο τρεῖς γυναῖκες πού πιάστηκαν στά χέρια μέ τό στρατό). Καί αὐτό καί ἡ εἴσοδος τοῦ συλλαλητηρίου τῶν γυναικῶν στό διοικητήριο ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση κι ὁ καϊμακάμης δέν ἤξερε τί νά κάνει. Εὐτυχῶς τ᾿ ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα καί τοῦ καϊμακάμη καί τά δικά μου ἔφεραν τό ἀποτέλεσμά τους κι ἔφθασε ἡ διαταγή νά ἀπελαθεῖ ὁ Βούλγαρος. Ἡ δική μας δηλαδή ἦταν μιά εἰρηνική ἐπανάσταση... Ἐπειδή ὅμως καί τήν ἄλλη μέρα δέν φαινόταν διατεθειμένος νά φύγει (ὁ Βούλγαρος), ὁ καϊμακάμης πού ἔβλεπε τόν κόσμο στό ποδάρι ἔστειλε τήν ἀστυνομία καί τόν ἐσήκωσε, τόν ἔβαλε πάνω στ᾿ ἄλογο κι ἔφυγε».
  Αὐτό τό περιστατικό, ὅπου πρωτοστάτησαν οἱ γυναῖκες μέ ἐμπνευστή τόν θρυλικό Γερμανό Καραβαγγέλη, ὁ λαός τό ἔκανε τραγούδι γιά νά περνᾶ ἀπό στόμα σέ στόμα ἡ ἱστορία καί νά μήν μποροῦν νά τήν παραχαράζουν οἱ ἔχοντες ποικίλα συμφέροντα:

«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».

Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303

Τρίτη, 11 Οκτώβριος 2016 03:00

Ὁ ἀνθυπίλαρχος

paulos-makedonomaxos  Ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ὑπῆρξε ἀγώνας αἱμάτων καί θυσιῶν. Ὅμως κανενός ἥρωα τό αἷμα δέν συνετέλεσε τόσο στήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ὅσο τό αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ.
  Ὁ Παῦλος Μελᾶς καταγόταν ἀπό ἐκεῖνες τίς οἰκογένειες πού ἀναδεικνύουν ἥρωες. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό, διότι μεταδίδουν ὡς εἶδος κληρονομιᾶς ἀπό γενιά σέ γενιά τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς φυλῆς. Καί ἔχοντας προσήλωση στήν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν αὐτῶν, καταφέρνουν νά ὑπερβαίνουν τίς μικρότητες τῶν πολλῶν πού σύρονται στήν κολακεία τῶν ἰσχυρῶν, στήν ἐπιδίωξη ἀναρρίχησης μέ κάθε τρόπο, στόν εὔκολο πλουτισμό καί τήν καλοπέραση.
  Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή σχολή Εὐελπίδων ἔχοντας ἀποκρυσταλλωμένη ἄποψη περί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τήν καταθέτει σέ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκωμοσία του (4-10-1886):
  «Σεβαστέ πατέρα,
 ...Προχθές τό πρωί ἔδωκα τόν νενομισμένον ὅρκον. Δέν δύνασθε νά φαντασθεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησε ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική, οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὡρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους τῆς καρδίας μου ὡρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπισθῇ μέχρι τελευταίας πνοῆς μου τήν Σημαίαν καί τήν Πατρίδα.
 Πάντα ταῦτα πρό πολλοῦ εἶχα ὁρκισθῆ καθ᾿ ἑαυτόν νά τηρήσω, ὥστε ὁ ἐπίσημος ὅρκος οὐδέν νέον καθῆκον μέ μανθάνει, ἀλλά συνέσφιγξεν ἔτι περισσότερον, ἄν τοῦτο εἶναι δυνατόν, τούς δεσμούς, οἵτινες μέ συνδέουν πρός τήν Πατρίδα μου καί τόν Βασιλέα μου. Ἐπίσης, ἀναμιμνησκόμενος αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην, αἰσθάνομαι προθυμότερος νά ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου καί νά ὑπομένω τάς μικράς ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν σχολήν.
  Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον εἶμαι εὐτυχέστερος τώρα ἐδῶ. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ, σεβαστέ μου πατέρα, νά μ᾿ εὐχηθῆτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσῃ νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου.
  Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας καί μένω εὐπειθέστατος υἱός σας
 Παῦλος Μελᾶς»

  Ὁ Παῦλος ἀποφοίτησε ἀπό τή σχολή τό 1891 καί κατατάχθηκε στό πυροβολικό μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπιλάρχου. Πέρασαν ἕξι χρόνια ὥς τόν πόλεμο τοῦ 1897, στόν ὁποῖο ἔλαβε μέρος μέ τόν διο βαθμό. Πιστός στόν ὅρκο πού ἔδωσε, ὑπέφερε ὅσο ἐλάχιστοι γιά τή μεγάλη ἐκείνη ἐθνική ταπείνωση. Οἱ πολλοί ξεχάστηκαν στά κοσμικά σαλόνια καί τίς διασκεδάσεις μέ τούς ξένους πρεσβευτές, τούς διανοουμένους, τούς καλλιτέχνες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος. Συμμαθητές τοῦ Παύλου πῆραν προαγωγές. Ἐκεῖνον μιά ἔγνοια τόν ἔτρωγε: Νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τήν καλοπέραση καί φανεῖ ἐπίορκος, ἐνῶ τόσοι ἀκόμη ἀδελφοί στέναζαν κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. Γι᾿ αὐτό καί ἔντονη ἡ κριτική πρός τούς ὑπευθύνους τῆς συντριβῆς. Γι᾿ αὐτό καί νέα παράταση τῆς στασιμότητας.
  Ἡ ἀνήσυχη φύση του βρῆκε ὡς διέξοδο πρός πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων του τή συμμετοχή του στήν πρώτη διερευνητική ἀποστολή στή Μακεδονία. Ἡ ἔκθεσή του διέφερε σημαντικά ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι ἔγραψαν κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ἐπιτελῶν· ὁ Παῦλος κατά τόν καημό τῶν ὑποδούλων. Οἱ ἄλλοι προήχθησαν· ὁ Παῦλος παρέμεινε καί πάλι στάσιμος. Καί σάν διαπίστωσε πώς ἐκεῖ στήν Ἀθήνα δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά σπεύσουν σέ βοήθεια τῶν κατατρεγμένων ἀπό τούς κομιτατζῆδες Μακεδόνων, τά «βρόντησε» ὅλα τοῦ στρατοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο δέν περίμενε πιά τίποτε. Δέν ὑπῆρξε αὐτό θυσία γιά τόν Παῦλο. Θυσία ὑπῆρξε τό ὅτι ἄφησε πίσω του τήν πολυαγαπημένη Ναταλία τῶν Δραγούμηδων καί τά λατρευτά του παιδιά Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), καί εἰσῆλθε στήν ὑπόδουλη Μακεδονία ὡς Μίκης Ζέζας.
  Σαράντα μέρες κύλισαν, ὥσπου νά τόν βρεῖ τό φονικό βόλι (13-10-1904). Ἀρκετές γιά νά λάβει νέα τροπή ὁ ἀγώνας. Ὅ,τι δέν κατάφερε ζωντανός, τό πέτυχε νεκρός: «Ἔφερε τή Μακεδονία πιό κοντά μας», ἔγραψε σέ ποίημά του ὁ Παλαμᾶς. Τάραξε τήν κοιμισμένη ἐθνική συνείδηση τῶν ἐλευθέρων Ἑλλήνων καί ἔσπευσαν πρός βοήθεια τῶν ὑποδούλων.
  Τά χρόνια κύλισαν. Ποιός γνωρίζει τούς συμμαθητές τοῦ Παύλου στή σχολή Εὐελπίδων; Ποιός ξέρει ποιός ἀπ᾿ αὐτούς ἔφθασε στό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ; Τί ἀπόμεινε ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις στά σαλόνια, ὅπου οἱ «μεγάλοι» περνοῦσαν τήν ὥρα εὐτελίζοντας τήν ὕπαρξή τους καί προσπαθώντας νά πνίξουν στή λησμονιά τόν ὅποιο ὅρκο εἶχαν δώσει μέ σαμπάνια καί φερσίματα «κατά πώς πρέπει» ἀπό τήν Ἑσπερία φερμένα; Ἡ πατρίδα ποτέ δέν στηρίχθηκε στούς πολλούς, πού ὄνειρο ἔχουν τήν προσωπική τους ἀνέλιξη. Κάπου κάπου γεννᾶ ἕναν Παῦλο Μελᾶ καί αὐτός εἶναι ἀρκετός. Παρακάμπτοντας στρατηγούς, ὑπουργούς καί ἄλλους τρανούς, πότε ἕνας ἀνθυπίλαρχος, πότε καί κάποιος κατώτερος ἀκόμη, ἀναλαμβάνει νά σηκώσει στούς ὤμους του τήν πατρίδα καί τά καταφέρνει. Γιατί, μόλις δοῦνε αὐτόν οἱ πολλοί ἐγκαρδιώνονται καί σπεύδουν νά τόν βοηθήσουν. Ὄχι! Ὁ ἕνας ποτέ δέν εἶναι μόνος. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά προηγηθεῖ, νά προηγηθεῖ κυρίως στήν προσφορά τοῦ αἵματός του.

Ἀπ. Παπαδημητρίου

paulos melas

Tόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν ἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.

Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ᾿ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.

Τί στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.

Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα τό σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ᾿ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.

Τετάρτη, 04 Οκτώβριος 2023 03:00

Βελίκα Τράικου

 simaia  Καυτές ἱστορικές μνῆμες κουβαλᾶ τοῦτος ὁ μήνας. Ζωντανεύει μπροστά μας καί τούς νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13. Πολλές πόλεις τῆς Μακεδονίας γιορτάζουν τοῦτες τίς μέρες τά ἐλευθέριά τους ἀπό τή μακρόχρονη τουρκική σκλαβιά καί παιανίζουν τή νίκη τους κατά τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. ᾿Αλλά, μέχρι νά φουντώσει καί νά θεριέψει ὁ Μακεδονικός ᾿Αγώνας, πόσοι καί πόσες δέν ἐργάστηκαν ἀνύσταχτα πολλές δεκαετίες πρίν, δέν ριψοκινδύνευσαν καί δέν ἔγιναν ὁλοκαυτώματα, σπέρνοντας ἀπό τό δικό του μετερίζι ὁ καθένας τό σπόρο τῆς λευτεριᾶς!
  Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά ῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν ᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας.
  Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες, ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·
  «῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!...».
  ᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους.
  Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό «Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι - Καστοριά - Θεσσαλονίκη. ᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
   Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές, φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;
  ῾Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία ἄλλη.
   Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια. ῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν ἐπιούσιον».
   Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν ὑπόληψή της. Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».
   Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
   Στή μνήμη σου, μαρτυρική ἡρωίδα δασκάλα, καταθέτουμε εὐγνωμοσύνης στεφάνι καί ὑποκλινόμαστε μπρός στό μεγαλεῖο σου. ῾Υπερέβης τά ὅρια τῆς γυναικείας ἀντοχῆς. Παραμέρισες ἀξιοπρέπειες καί κοσμιότητες. Προτίμησες νά ξευτελιστεῖ ἡ ἴδια σου ἡ προσωπικότητα γιά χάρη μιᾶς ἐλεύθερης ἑλληνικῆς Μακεδονίας.

῾Ελληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2001