«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303
Ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ὑπῆρξε ἀγώνας αἱμάτων καί θυσιῶν. Ὅμως κανενός ἥρωα τό αἷμα δέν συνετέλεσε τόσο στήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ὅσο τό αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς καταγόταν ἀπό ἐκεῖνες τίς οἰκογένειες πού ἀναδεικνύουν ἥρωες. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό, διότι μεταδίδουν ὡς εἶδος κληρονομιᾶς ἀπό γενιά σέ γενιά τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς φυλῆς. Καί ἔχοντας προσήλωση στήν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν αὐτῶν, καταφέρνουν νά ὑπερβαίνουν τίς μικρότητες τῶν πολλῶν πού σύρονται στήν κολακεία τῶν ἰσχυρῶν, στήν ἐπιδίωξη ἀναρρίχησης μέ κάθε τρόπο, στόν εὔκολο πλουτισμό καί τήν καλοπέραση.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή σχολή Εὐελπίδων ἔχοντας ἀποκρυσταλλωμένη ἄποψη περί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τήν καταθέτει σέ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκωμοσία του (4-10-1886):
«Σεβαστέ πατέρα,
...Προχθές τό πρωί ἔδωκα τόν νενομισμένον ὅρκον. Δέν δύνασθε νά φαντασθεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησε ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική, οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὡρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους τῆς καρδίας μου ὡρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπισθῇ μέχρι τελευταίας πνοῆς μου τήν Σημαίαν καί τήν Πατρίδα.
Πάντα ταῦτα πρό πολλοῦ εἶχα ὁρκισθῆ καθ᾿ ἑαυτόν νά τηρήσω, ὥστε ὁ ἐπίσημος ὅρκος οὐδέν νέον καθῆκον μέ μανθάνει, ἀλλά συνέσφιγξεν ἔτι περισσότερον, ἄν τοῦτο εἶναι δυνατόν, τούς δεσμούς, οἵτινες μέ συνδέουν πρός τήν Πατρίδα μου καί τόν Βασιλέα μου. Ἐπίσης, ἀναμιμνησκόμενος αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην, αἰσθάνομαι προθυμότερος νά ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου καί νά ὑπομένω τάς μικράς ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν σχολήν.
Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον εἶμαι εὐτυχέστερος τώρα ἐδῶ. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ, σεβαστέ μου πατέρα, νά μ᾿ εὐχηθῆτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσῃ νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου.
Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας καί μένω εὐπειθέστατος υἱός σας
Παῦλος Μελᾶς»
Ὁ Παῦλος ἀποφοίτησε ἀπό τή σχολή τό 1891 καί κατατάχθηκε στό πυροβολικό μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπιλάρχου. Πέρασαν ἕξι χρόνια ὥς τόν πόλεμο τοῦ 1897, στόν ὁποῖο ἔλαβε μέρος μέ τόν διο βαθμό. Πιστός στόν ὅρκο πού ἔδωσε, ὑπέφερε ὅσο ἐλάχιστοι γιά τή μεγάλη ἐκείνη ἐθνική ταπείνωση. Οἱ πολλοί ξεχάστηκαν στά κοσμικά σαλόνια καί τίς διασκεδάσεις μέ τούς ξένους πρεσβευτές, τούς διανοουμένους, τούς καλλιτέχνες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος. Συμμαθητές τοῦ Παύλου πῆραν προαγωγές. Ἐκεῖνον μιά ἔγνοια τόν ἔτρωγε: Νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τήν καλοπέραση καί φανεῖ ἐπίορκος, ἐνῶ τόσοι ἀκόμη ἀδελφοί στέναζαν κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. Γι᾿ αὐτό καί ἔντονη ἡ κριτική πρός τούς ὑπευθύνους τῆς συντριβῆς. Γι᾿ αὐτό καί νέα παράταση τῆς στασιμότητας.
Ἡ ἀνήσυχη φύση του βρῆκε ὡς διέξοδο πρός πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων του τή συμμετοχή του στήν πρώτη διερευνητική ἀποστολή στή Μακεδονία. Ἡ ἔκθεσή του διέφερε σημαντικά ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι ἔγραψαν κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ἐπιτελῶν· ὁ Παῦλος κατά τόν καημό τῶν ὑποδούλων. Οἱ ἄλλοι προήχθησαν· ὁ Παῦλος παρέμεινε καί πάλι στάσιμος. Καί σάν διαπίστωσε πώς ἐκεῖ στήν Ἀθήνα δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά σπεύσουν σέ βοήθεια τῶν κατατρεγμένων ἀπό τούς κομιτατζῆδες Μακεδόνων, τά «βρόντησε» ὅλα τοῦ στρατοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο δέν περίμενε πιά τίποτε. Δέν ὑπῆρξε αὐτό θυσία γιά τόν Παῦλο. Θυσία ὑπῆρξε τό ὅτι ἄφησε πίσω του τήν πολυαγαπημένη Ναταλία τῶν Δραγούμηδων καί τά λατρευτά του παιδιά Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), καί εἰσῆλθε στήν ὑπόδουλη Μακεδονία ὡς Μίκης Ζέζας.
Σαράντα μέρες κύλισαν, ὥσπου νά τόν βρεῖ τό φονικό βόλι (13-10-1904). Ἀρκετές γιά νά λάβει νέα τροπή ὁ ἀγώνας. Ὅ,τι δέν κατάφερε ζωντανός, τό πέτυχε νεκρός: «Ἔφερε τή Μακεδονία πιό κοντά μας», ἔγραψε σέ ποίημά του ὁ Παλαμᾶς. Τάραξε τήν κοιμισμένη ἐθνική συνείδηση τῶν ἐλευθέρων Ἑλλήνων καί ἔσπευσαν πρός βοήθεια τῶν ὑποδούλων.
Τά χρόνια κύλισαν. Ποιός γνωρίζει τούς συμμαθητές τοῦ Παύλου στή σχολή Εὐελπίδων; Ποιός ξέρει ποιός ἀπ᾿ αὐτούς ἔφθασε στό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ; Τί ἀπόμεινε ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις στά σαλόνια, ὅπου οἱ «μεγάλοι» περνοῦσαν τήν ὥρα εὐτελίζοντας τήν ὕπαρξή τους καί προσπαθώντας νά πνίξουν στή λησμονιά τόν ὅποιο ὅρκο εἶχαν δώσει μέ σαμπάνια καί φερσίματα «κατά πώς πρέπει» ἀπό τήν Ἑσπερία φερμένα; Ἡ πατρίδα ποτέ δέν στηρίχθηκε στούς πολλούς, πού ὄνειρο ἔχουν τήν προσωπική τους ἀνέλιξη. Κάπου κάπου γεννᾶ ἕναν Παῦλο Μελᾶ καί αὐτός εἶναι ἀρκετός. Παρακάμπτοντας στρατηγούς, ὑπουργούς καί ἄλλους τρανούς, πότε ἕνας ἀνθυπίλαρχος, πότε καί κάποιος κατώτερος ἀκόμη, ἀναλαμβάνει νά σηκώσει στούς ὤμους του τήν πατρίδα καί τά καταφέρνει. Γιατί, μόλις δοῦνε αὐτόν οἱ πολλοί ἐγκαρδιώνονται καί σπεύδουν νά τόν βοηθήσουν. Ὄχι! Ὁ ἕνας ποτέ δέν εἶναι μόνος. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά προηγηθεῖ, νά προηγηθεῖ κυρίως στήν προσφορά τοῦ αἵματός του.
Tόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν ἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.
Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ᾿ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.
Τί στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.
Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα τό σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ᾿ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.
Καυτές ἱστορικές μνῆμες κουβαλᾶ τοῦτος ὁ μήνας. Ζωντανεύει μπροστά μας καί τούς νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13. Πολλές πόλεις τῆς Μακεδονίας γιορτάζουν τοῦτες τίς μέρες τά ἐλευθέριά τους ἀπό τή μακρόχρονη τουρκική σκλαβιά καί παιανίζουν τή νίκη τους κατά τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. ᾿Αλλά, μέχρι νά φουντώσει καί νά θεριέψει ὁ Μακεδονικός ᾿Αγώνας, πόσοι καί πόσες δέν ἐργάστηκαν ἀνύσταχτα πολλές δεκαετίες πρίν, δέν ριψοκινδύνευσαν καί δέν ἔγιναν ὁλοκαυτώματα, σπέρνοντας ἀπό τό δικό του μετερίζι ὁ καθένας τό σπόρο τῆς λευτεριᾶς!
Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά ῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν ᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας.
Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες, ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·
«῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!...».
᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους.
Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό «Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι - Καστοριά - Θεσσαλονίκη. ᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές, φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;
῾Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία ἄλλη.
Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια. ῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν ἐπιούσιον».
Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν ὑπόληψή της. Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».
Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
Στή μνήμη σου, μαρτυρική ἡρωίδα δασκάλα, καταθέτουμε εὐγνωμοσύνης στεφάνι καί ὑποκλινόμαστε μπρός στό μεγαλεῖο σου. ῾Υπερέβης τά ὅρια τῆς γυναικείας ἀντοχῆς. Παραμέρισες ἀξιοπρέπειες καί κοσμιότητες. Προτίμησες νά ξευτελιστεῖ ἡ ἴδια σου ἡ προσωπικότητα γιά χάρη μιᾶς ἐλεύθερης ἑλληνικῆς Μακεδονίας.
Δευτέρα, 8 Μαρτίου 1904. Ὥρα 10 π.μ.
Ζήτω ἡ Μακεδονία!
Ἐτελείωσαν, Νάτα μου, τά βάσανά μας· ἀπό τάς 4 τό πρωί εὑρισκόμεθα μεταξύ τοῦ ἐγκαταλελειμμένου χωρίου Ρομπάτι καί τῆς Φυλῆς τοῦ Ἁλιάκμονος...
Οὐδέποτε, σέ βεβαιῶ, ἐπίστευσα τόσον εἰς τήν θείαν Πρόνοιαν ὅσον χθές τήν νύκτα. Ὅταν ἐξεκινήσαμεν ἦτο σκότος βαθύ· οἱ ὁδηγοί ἀμφέβαλλαν καί πάλιν περί τοῦ δυνατοῦ τῆς πορείας· ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐπεμένομεν, ὑπήκουσαν. Μόλις ὅμως διήλθομεν εἰς τό σκότος τήν ἐπικίνδυνον τουρκικήν ζώνην ἀμέσως, ὡς διά μαγείας, τά πυκνά νέφη διελύθησαν καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα μᾶς ἐφώτισαν τόν φοβερώτατον δρόμον, τόν ὁποῖον ἐπί τρεῖς ὥρας ἠκολουθήσαμεν διά μέσου παρθένων δασῶν, κρημνῶν, ἀνωφερειῶν καί λοιπῶν. Ναί, Νάτα μου, ἐπιστεύσαμεν ὅλοι, μέ ὅλην τήν ψυχήν μας, ὅτι ὁ Θεός ἐκείνην τήν στιγμήν εὐλόγει τό ἔργον μας καί διά τῶν ἀστέρων του ἐφώτιζε τόν δρόμον μας. Ἡ πεποίθησις αὕτη μᾶς ἔδωκε δυνάμεις ὑπερανθρώπους καί, χωρίς νά τό ἐννοήσωμεν σχεδόν, ἐβαδίσαμεν ἐπί ἐννέα ὥρας, ἕκαστος φέρων βάρος 15-20 ὀκάδων. Τάς δυσκολίας τάς ὁποίας ὑπερνικήσαμεν, δέν ἠμπορῶ νά σοῦ τάς περιγράψω... Ἐν τούτοις εἶναι περίεργον ὅτι τά βασανιστήριά μας τώρα μόνον τά ἐνθυμούμεθα. Ὅταν τά ὑφιστάμεθα, ὁ νοῦς μας ὅλων ἦτο εἰς τήν Μακεδονίαν· ἠσθανόμεθα ὅτι αἱ πρός αὐτήν ὑπηρεσίαι μας ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισαν...
Εἰς τήν ὑγείαν μου εἶμαι κάλλιστα, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τό ἠθικόν. Δέν φαντάζεσαι πόσον ἀνυπομονῶ νά φθάσω ἐκεῖ. Ἔχω τήν πεποίθησιν ὅτι εἰς μερικά μέρη ἡ παρουσία μου μέ ὀλίγα χρήματα καί ὀλίγους ἄνδρας, μέ ὀλίγην γενναιότητα καί μέ πολλήν καλωσύνην καί φιλανθρωπίαν, θ᾿ ἀλλάξουν τά πράγματα. Συγχώρησε, γλυκειά μου, αὐτόν τόν ἐγωισμόν· εἶναι ὁ μόνος πού αἰσθάνομαι, ἀλλά νομίζω ὅτι εἶναι βάσιμος. Ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι ἴσως μέ βοηθήση ὁ Χριστός νά ἐπιτύχω, νομίζω ὅτι μοῦ ἔρχεται τρέλα. Τί χαρά δι᾿ ὅλους μας ἄν γίνη τοῦτο, καί πρό πάντων τί εὐτύχημα διά τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία θ᾿ ἀναθαρρήση καί θά ἰδῆ ὅτι ἄν κινηθῆ ὀλίγον, ναί μέν δέν ἠμπορεῖ νά κάμη μεγάλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἠμπορεῖ νά κάμη ὥστε νά παύση αὐτός ὁ παμβουλγαρισμός εἰς τά μέρη ἐκεῖνα...
Σοῦ στέλλω δύο φύλλα κυκλαμίνων τῆς Μακεδονίας. Εἴθε μίαν ἡμέραν νά ἔλθετε αἱ ἴδιαι νά τά κόψετε. Ἡ ὡραιότης τῶν μερῶν τούτων εἶναι ἀπερίγραπτος. Τί λυπηρόν νά εὑρίσκωνται εἰς τέτοια χέρια.
Τώρα θά ξυπνήσω τόν Παπούλαν καί θά κοιμηθῶ. Οἱ ἄνδρες μας, ἐκτός τῶν σκοπῶν, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἡ ὥρα εἶναι 12 ἀκριβῶς (ἐκράτησα τήν ὥραν τῆς Κηφισιᾶς, διά νά σᾶς παρακολουθῶ), θά εἶσθε ἀκόμη εἰς περίπατον. Χίλια φιλιά μακεδονικά εἰς σέ καί εἰς τούς ἄλλους. Μή λησμονήσης τόν Λέοντα Καλλέργην. Φίλησε τήν μαμά καί λοιπούς.
Σέ φιλῶ καί σέ λατρεύω
Παῦλος
![]() Αὐτόπτης μάρτυρας ἀνασύρει ὅ,τι ζωηρά κατέγραψε ἡ μνήμη του ἀπό τίς συγκλονιστικές στιγμές τοῦ ἐθνικοῦ ἐκείνου παραληρήματος: «... Ἀφοῦ κατέβασαν στόν τάφο τόν νεκρό ποιητή, ἀκούστηκε μυριόστομος ὁ ἐθνικός ὕμνος· ποτέ δέν τόν ξανάκουσα νά ψάλλεται μέ τόση ξαναμμένη θέρμη. Ὄχι μόνο προκινδύνευε ὁ κόσμος, ξαφνικά γινόταν κάτι ἄλλο: μέστωναν τά σολωμικά λόγια, γίνονταν νοηματικά μηνύματα τά λόγια τοῦ ποιητῆ, ὄργανα μέθεξης ἑνός πλήθους πού ἐκείνη τήν ὥρα ξανακέρδιζε τή χαμένη του ἀξιοπρέπεια, τήν ποδοπατημένη του συνείδηση. Πάνω στά κεφάλια μας, ὅπως καί στό φέρετρο τοῦ ποιητῆ, ἀκουμποῦσε ἡ Ἑλλάδα». ..................................................................
Γεννήθηκε στήν Πάτρα τό 1859 καί ἔζησε στό ἔνδοξο Μεσολόγγι, σαράντα περίπου χρόνια μετά τίς ἡρωικές στιγμές τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἡ γενεαλογική του φύτρα καί τό ματοβαμμένο χῶμα ὅπου χάραζε τά παιδικά καί ἐφηβικά του ὄνειρα ἦταν γεμάτα μέ ἐθνική ὑπερηφάνεια, μέ ἀγάπη, ὅραμα καί θυσία γιά τή βασανισμένη πατρίδα. Ἡ οἰκογένεια Παλαμᾶ εἶχε νά ἐπιδείξει μιά μακριά ἁλυσίδα ἀπό λόγιους προγόνους μέ χαρακτηριστικό τήν ἀφοσίωση στά ἐθνικά θέματα. Ἀπό τά Ὀρλωφικά ὥς τήν Κρητική Ἐπανάσταση τοῦ 1886 οἱ Παλαμάδες δέν παρέλειψαν νά σημειώσουν τό «παρών» τους στίς τιμημένες ἱστορικές σελίδες τῆς Ἑλλάδας. Τό ἐθνικό καί οἰκογενειακό παρελθόν, τό ὄνειρο καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα τῆς σύγχρονής του ἐποχῆς σέ συνδυασμό μέ τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας ἔκαναν τό ποιητικό ταλέντο τοῦ Κωστῆ νά δώσει τά πρῶτα δείγματα στά ἐννιά μόλις χρόνια του. Μετά τίς παιδικές δοκιμές πού δημοσιεύτηκαν σέ ἐφημερίδα τοῦ Μεσολογγίου, στά ὥριμα πιά χρόνια ὁ Παλαμᾶς ἀναλαμβάνει ἕνα ὄντως ἐθνικό ἔργο. Χρησιμοποιεῖ τό θεόσδοτο τάλαντο, γιά νά κηρύξει τήν ἐπανασύνδεση μέ τήν ἐθνική παράδοση διά μέσου τοῦ Βυζαντίου. Συνέλαβε μέ τήν ποιητική του διαίσθηση τήν ἰδέα τῆς ἀδιάσπαστης ἑνότητας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν ἐποχή του, καί τήν παρουσίασε μέ ἀνάγλυφο τρόπο μέσα ἀπό τά ποιητικά του ἔργα. Αὐτό πού προσπάθησε νά πετύχει -καί τό κατάφερε- ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος μέ τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», αὐτό ὑπηρέτησε μέ τήν ποίησή του καί ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς καί δικαίως τοῦ ἀποδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ. Τοῦ «Γέροντα» τῶν ποιητῶν εἶναι καί ὁ στίχος πού ἔμεινε στά χείλη τῶν Ἑλλήνων θούριος καί ἐγερτήριο σάλπισμα: Ἡ μεγαλοσύνη στά ἔθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα: μέ τῆς ψυχῆς τό πύρωμα μετριέται καί μέ τό αἷμα! Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ἐκτός ἀπό τό καθαρῶς λογοτεχνικό του ἔργο ἔχει ἀφήσει καί πλῆθος ἐπιστολῶν. Οἱ περισσότερες προσωπικές, σταλμένες σέ φίλους καί γνωστούς, γραμμένες μέ ἁπλότητα καί εὐγένεια δίνουν στόν ἀναγνώστη τό ψυχογράφημα τοῦ «καθημερινοῦ» Παλαμᾶ πέρα ἀπό τέχνη καί ἐπισημότητα. Βρίσκει κανείς σ’ αὐτές ὅλη τήν εὐαισθησία καί τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀγαπητούς, τή λαχτάρα γιά τοῦ καθενός τήν προκοπή, τόν πόνο καί τόν θαυμασμό γιά ὅσους ἔφυγαν, ἀλλά καί τήν ἀδελφική συμβουλή γιά κεῖνα πού ὁ ἴδιος ξέρει καλά καί θέλει νά τά ἐμπνεύσει στούς νεότερους. Γράφει γιά τούς κριτικούς, πού εἶναι ἀνάγκη νά ἐκφέρουν γνώμη γιά τά ἔργα τῶν ἄλλων: «...Ξέρω πώς πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ μεγάλος κριτικός πρέπει νἄχῃ τή δύναμη τῆς συμπάθειας. Νά συμπάσχη μέ τόν κρινόμενο καί ὅσο κι ἄν στηρίζεται στά πράγματα, νά τόν μεταμορφώνῃ ἐξιδανικεύοντάς τον ὁπωσδήποτε. Νά τοῦ κάνῃ δηλαδή τό πορτραῖτο μέ τή γνώση καί τή δεξιωσύνη τοῦ ἄξιου ζωγράφου». Μέ ἀφορμή κάποια παρεξήγηση γράφει μέ συγκινητική ταπείνωση σέ συνεργάτη του: «...Ἐγώ ὅσο σκέπτομαι τόσο μοῦ μπαίνει στό μυαλό πώς εἶμαι ὁ ἁμαρτωλός πού πρέπει νά ζητῇ συγχώρεση. Γι’ αὐτό θά ἤθελα κι ἀπό σέ νά τή ζητήσω. Συγχωρῆστε με καί δῶστε μου φιλικά καί συγκαταβατικά τό χέρι σας». Στόν γνωστό ποιητή Παράσχο ἐξομολογεῖται καί ἀποκαλύπτει τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ: «...Πολύ καί τ’ ὄνομα πού σημειώνω κάτου ἀπό τούς στίχους μου. Τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ πρέπει νά βρίσκεται σ’ αὐτόν τόν οὐγκρικό στίχο πού μοῦ ἔγινε ἐφιάλτης αὐτή τή νύχτα: Ami, cache ta vie et repands ton espirit! δηλαδή: “Φίλε, κρύψε τή ζωή σου καί διάδωσε τό πνεῦμα σου!”». Ὑπηρετώντας αὐτό τό ἰδανικό, αἰσθανόταν ἄβολα καί ἔνιωθε ὑπερβολικές τίς ἄριστες κριτικές πού ἀποσποῦσαν τά ἔργα του. Ἔβρισκε ὅμως παρηγοριά μεταβιβάζοντας τούς ἐπαίνους σέ κείνη πού πολύ ἀγαποῦσε, τήν Ἑλλάδα: «...Καί ὅλη αὐτή ἡ κριτική, καί μέ λυρικά ὑπερθετικά καί μέ τόση καί μέ τέτοια καλωσύνη! Ντρέπομαι καί μελαγχολῶ. Σοῦ λέω ἀλήθεια. Καί μόνο μέ παρηγορεῖ πώς ὅλα αὐτά ἀντιχτυποῦνε στήν Ἑλλάδα. Ἐγώ στήν περίστασιν αὐτήν εἶμαι ἡ ἀφηρημένη ἰδέα, καί ἡ Πατρίδα τό πρόσωπο». Ἄξιζε νά δοθεῖ στόν Κωστῆ Παλαμᾶ ὁ τίτλος τοῦ «ἐθνικοῦ». Καί τοῦ ἀξίζει νά βρεῖ μιμητές ὅλους ἐκείνους πού τούς δόθηκε τό χάρισμα τοῦ λόγου, γιά νά γίνουν «διαλαλητές καί τιμητές τῶν ἀληθινῶν καί τῶν ὡραίων», νά ὑπηρετήσουν ἀπό τή δική τους ἔπαλξη τήν πατρίδα μέ ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια.
Κρής
|
|
«Ἐδείξατε ... ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί ἡ περιφρόνησις πρός τόν θάνατον εἶναι τά κυριώτερα ὅπλα, ἐναντίον τῶν ὁποίων οὐδείς ἐχθρός δύναται νά ἀντιταχθῆ», ἔγραφε ὁ συνταγματάρχης Δ. Παπαδόπουλος μετά τήν κατάληψη τοῦ ὑψώματος 1378 στήν ἡμερήσια διαταγή του. Ξεφυλλίζοντας τίς ἔνδοξες σελίδες τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, πού διπλασίασαν τήν Ἑλλάδα, ὑποκλινόμαστε μπροστά στά μοναδικά παραδείγματα ἀπαράμιλλης καί συγκλονιστικῆς αὐτοθυσίας. Ἐνδεικτικά παραθέτουμε μερικά.
Γόνος ἱστορικῆς ναυτικῆς οἰκογένειας τῶν Ψαρῶν ὁ Κωνσταντῖνος Καλλάρης (1858-1940). Ὡς διοικητής τῆς ΙΙ Μεραρχίας, ὅταν ξεκίνησε ὁ Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, μετεῖχε ἀρχικά στίς ἐπιχειρήσεις στή Μακεδονία καί στή συνέχεια στό Μπιζάνι. Στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1913 διεξάγονταν οἱ ἐπιχειρήσεις στή Μανωλιάσα, μία περιοχή κοντά στή Δωδώνη. Στήν ἴδια Μεραρχία ὑπηρετοῦσε ὡς ἀνθυπολοχαγός καί ὁ γυιός του Σπυρίδων Καλλάρης. Ἀρκετές ἡμέρες ὁ γυιός Καλλάρης βασανιζόταν ἀπό ὑψηλό πυρετό καί ὁ γιατρός δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά συμμετέχει στίς μάχες. Ὁ πατέρας του ὅμως, ἀγνοώντας τίς συμβουλές τοῦ γιατροῦ, συγκατατέθηκε -μάθημα πρός ἀστράτευτους πολιτικούς κ.ἄ.- νά λάβει μέρος στόν ἀγώνα.
Ὁ ἀνθυπολοχαγός Καλλάρης μπῆκε ἀκράτητος στή μάχη. Ἀντικατέστησε μάλιστα τόν φονευθέντα λοχαγό του ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος τή διοίκηση τοῦ λόχου του. Ὅταν ξεκίνησε ἡ ἐπίθεση, οἱ ἄνδρες του βρέθηκαν σέ δεινή θέση. Καί τότε ὁ ἀνθυπολοχαγός ἐπιχείρησε μία τολμηρή καί ριψοκίνδυνη πράξη. Σηκώθηκε ὄρθιος, ἔσυρε τό σπαθί του, ὅρμησε μπροστά, παρακινώντας τόν λόχο του· οἱ ἄνδρες του μέ ἐνθουσιασμό ἐξόρμησαν σέ ἡρωική ἀντεπίθεση. Μία ὅμως σφαίρα στόχευσε τόν ἀνθυπολοχαγό στό μέτωπο καί τόν ἄφησε ξέπνοο.
Ὁ στρατηγός πατέρας πληροφορήθηκε τήν ἱστορία τοῦ παιδιοῦ του καί μέ δωρικότητα ρώτησε: «Τόν ἔχετε ἐδῶ;». Χωρίς νά ἀπαντήσει ὁ ἐπιτελάρχης, ὁδήγησε τόν στρατηγό στή σορό τοῦ παιδιοῦ του. Ὁ Καλλάρης ἔβγαλε τό πηλίκιό του… ἔσκυψε, ἀσπάσθηκε τό ματωμένο μέτωπο τοῦ γιοῦ του καί τό ἀποχαιρέτησε μέ τοῦτα τά ὑπέροχα λόγια: «Ἡ ἡμέρα αὐτή, παιδί μου, εἶναι ἡμέρα εὐτυχίας διά τόν στρατηγόν καί δυστυχίας διά τόν πατέρα. Ἀνθυπολοχαγέ Καλλάρη, ἐξετέλεσες λαμπρά τό καθῆκον σου. Εὖ- γε! Αἰωνία σου ἡ μνήμη, παιδί μου!». Μέ δάκρυα στά μάτια ἐπανέλαβαν οἱ παρευρισκόμενοι: «Αἰωνία σου ἡ μνήμη».
Ὁ στρατηγός στράφηκε τότε πρός τόν ὑπολοχαγό Τσακμάκη λέγοντας: «Φροντίσατε, παρακαλῶ, διά τήν κηδείαν τοῦ παιδιοῦ μου». Ἔπειτα πρόσταξε τόν δεκανέα πού τόν ἀκολουθοῦ- σε: «Φέρε μου τή φοράδα μου. Οἱ κύριοι ἀξιωματικοί ἐπί τῶν ἵππων τους»! Καλπάζοντας ἔφυγαν ὅλοι. Σέ λίγο ξεκίνησε ἡ μάχη, τήν ὁποία ὁ στρατηγός ὁλημερίς διηύθυνε· ἦταν ἀπό τίς πιό πεισματώδεις ὅλου τοῦ πολέμου.
Ἀργά τό βράδυ ἐπέστρεψε στή σκηνή στήν ὁποία βρισκόταν ὁ νεκρός, γιά νά κλάψει ὡς πατέρας καί ἄνθρωπος, ἀφοῦ προηγουμένως ὡς στρατηγός εἶχε ἐκτελέσει σπαρτιατικότατα τό καθῆκον του. (Βλ. περισσότερα στό «Ἀρχεῖο Καλλάρη»).
Στά γηρατειά του δοκιμάσθηκε καί πάλι ὁ Καλλάρης. Τό 1922, κατά τή Μικρασιατική ἐκστρατεία, ὁ δεύτερος γυιός του, Ἄγγελος, λοχαγός τοῦ πυροβολικοῦ ἔπεσε ἡρωικά μαχόμενος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τό στρατόπεδον- Ἡ ἐποποιία τοῦ ἑλληνοβουλγαρικοῦ πολέμου», τοῦ π. Δ. Καλλίμα- χου, ἐθελοντῆ ἱεροκήρυκα καί αὐτόπτη μάρτυρα τῶν μαχῶν, μεταφέρω μερικά στιγμιότυπα.
Γιά τόν ἡρωικό θάνατο τοῦ συνταγματάρχου Καμάρα, τοῦ πρωτομάρτυρα τῆς γιγαντομαχίας στό Κιλ- κίς, μετά τόν θανάσιμο τραυματισμό του μαρτυρεῖ:
«Γονατίζει ὁ εὐγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του ἀκόμη εἰς τά χέρια ἀπευθύνει τόν τελευταῖον πρός τούς ἄνδρας του χαιρετισμόν: “Θάρρος, παιδιά· θάρρος, γενναῖοι μου!”».
Καθώς τόν μετέφεραν στό χειρουργεῖο μέ δάκρυα ἔλεγε στούς ἄνδρες του: «Ἄχ, ποῦ σ’ ἀφήνω, σύντα- γμά μου. Σᾶς χαιρετῶ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εὐχήν μου ὅλοι ἐμπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!»
Γιά τό ἦθος του ὁ π. Καλλίμαχος προσθέτει: «Εὐσεβής, φιλεύσπλαχνος, ἀγαθώτατος, εὐθύς καί εἰλικρινής καί πρᾶος, ἠδύνατο νά εἶναι καί ἰδεώδης τύπος λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου... Ἔγινεν ἱεροφάντης τῆς ἑλληνικῆς Ἰδέας, προσηλυτίζων τά ἑτερογενῆ στοι- χεῖα διά τῶν ἀνθρωπιστικῶν κατ’ ἐξοχήν μέσων... Ὁ μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ἕν εἶχε ἰδεῶδες, πῶς νά ἐμπεδώση τήν πεποίθησιν εἰς τήν ἐκπολιτιστικήν ἀποστολήν τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως».
Ἕνα ἄλλο μάθημα μᾶς τό προσφέρει ὁ ἀνθυπολοχαγός Πλαστήρας (ὄχι ὁ γνωστός «Μαῦρος Καβαλάρης»). Τραυματισμένος βρισκόταν στό νοσοκομεῖο. Στήν κορύφωση τῆς μάχης στό Κιλκίς (Ἰούλιος 1913) ζήτησε ἐξιτήριο. Οἱ γιατροί σημείωσαν: «Παρέχεται τῇ αἰτήσει του, ἄνευ ἀποθεραπείας». Ὁ π. Δ. Καλλίμαχος διασώζει γι’ αὐτόν ὅτι ἀπειθώντας στούς γιατρούς καί στόν διοικητή του ὅρμησε στή φωτιά καί τραυματίσθηκε θανάσιμα. Ἐνῶ οἱ στρατιῶτες τόν ἀποχαιρετοῦσαν μέ συγκίνηση, ἐκεῖνος ἀδυνατώντας νά μιλήσει, τούς ἔδειχνε μέ τό χέρι τήν κατεύθυνση πρός τά ἐμπρός...!
Ὁ ἀτρόμητος καί ὁρμητικός λοχαγός τῶν εὐζώνων Μανωλίδης, ὅταν ἡ θύελλα τῶν σφαιρῶν μαινόταν ἐπάνω στό ματωμένο ὕψωμα 1378, κάποιος στρατιώτης τόλμησε νά συγκρατήσει τόν ριψοκίνδυνο ἥρωα: «Λοχαγέ μου, δέν κάνεις καλά νά ἐκτίθεσαι τόσον· ἔχεις γυναῖκα καί παιδιά».
Καί ὁ Μανωλίδης ἄγριος καί τρομερός τόν κατακεραύνωσε· «Δειλέ, οἰκογένεια μοῦ λές αὐτή τή στιγμή; Δέν ἔχουμε φαμίλιες ἐμεῖς, εἴμαστε γεννήματα τῆς φωτιᾶς καί ἐκδικούμεθα τούς Βουλγάρους. Ἐμπρός, στή Σόφια!».
Σέ λίγο, πάνω ἀπό ἑκατό σφαῖρες παρασημοφοροῦσαν τό σῶμα τοῦ τιμημένου φρουροῦ τῆς Πατρίδας.
Ἀπό τόν συγκινητικότατο ἔπαινο πού ἀπένειμε πρός ὅλους τούς ἥρωες ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος (26/7/1913) μέ τό διάγγελμα πρός τόν στρατό καί τόν στόλο, ἀποσπῶ τά ἑξῆς: «Τό αἷμα σας, οἱ κόποι σας, οἱ ἀγῶνες σας, οἱ στερήσεις σας καί ἡ καρτερία σας ἔκαμαν τήν Πατρίδα μας μεγάλην... τιμημένην καί σεβαστήν καί ἔνδοξον... Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν πεσόντων ἡρώων!».