![]() Μελετώντας τήν ἀσύλληπτη θεϊκή τιμή ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ: Τά Χερουβίμ, πού κάποτε φύλαγαν τόν παράδεισο ἀπό τόν ἄνθρωπο, μέ χαρά καί κατάπληξη τώρα τόν βλέπουν νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί μεριάζουν νά διαβεῖ ψάλλοντας· «Ἄρατε πύλας... καί ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης» (Ψα 23,7). Ἐνθουσιασμένος ὁ χρυσορρήμων διδάσκαλος ἀναφωνεῖ: Ἔχουμε ἤδη ἀρραβώνα τῆς ζωῆς μας στόν οὐρανό, ἀφοῦ ἀναληφθήκαμε μαζί μέ τόν Χριστό. Κατά τήν ἀρχαιότητα, ὅταν δύο λαοί σύναπταν μεταξύ τους συνθήκη, ὡς ἐγγύηση γιά τήν τήρησή της συνήθιζαν νά ἀνταλλάσσουν ὁμήρους. Παρόμοια κι ἐμεῖς, κρατοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό ὅμηρο, δεμένο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ὁποία ἔχει προσλάβει καί ἔχει ἀνεβάσει στό θρόνο τοῦ Πατέρα. Κύριε, δέν μπορεῖς νά ἀκυρώσεις τή διαθήκη τῆς σωτηρίας μας. Σέ ἔχουμε στό χέρι μας. Κρατοῦμε ὅμηρο τόν Υἱό σου. Θά μᾶς σώσεις, Κύριε! Ἰω Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν, 16· ΡG 52,789· Εἰς Ἐφεσίους 2,2· ΡG 62,19
|
Στέκεται γεμάτη ἀπορία καί πόνο. Δυσκολεύεται νά συνέλθει ἀπό τήν ὀδυνηρή ἔκπληξη. Τό μνημεῖο εἶναι κενό. Τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου δέν βρίσκεται πλέον ἐκεῖ. Τί μπορεῖ νά συνέβη; Ποιός θά ἔπαιρνε ἕναν νεκρό καί γιά ποιό λόγο; Καί ποῦ εἶναι πιθανόν νά τόν τοποθέτησε; Ὁ νοῦς της εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό σύγχυση καί σκοτεινές σκέψεις.
Ἦταν πρίν ἀπό καιρό πού γνώρισε τόν Ἰησοῦ ἡ Μαρία. Αὐτή ἡλικιωμένη, δεμένη ἑφτάδιπλα ἀπό τόν διάβολο, δαιμονισμένη. Μαύρη ἡ ζωή της. Κινούμενη στά ὅρια τῆς ἔσχατης ἀπελπισίας καί τῆς ἔσχατης ταπείνωσης. Ἕνα πρόσωπο χωρίς προσωπικότητα, μιά διαλυμένη ὕπαρξη. Ἐκεῖνος ἐπιβλητικός, ἀπόλυτα κυρίαρχος τῆς δύναμης καί προπάντων σπλαχνικός. Δέν τραβήχτηκε μακριά της μόλις τήν εἶδε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι φοβισμένοι. Ἀντίθετα τήν πλησίασε. Τή συμπάθησε μέ πατρική στοργή καί τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τόν σατανᾶ μέ ὅ,τι μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό ρῆμα γιά ἕνα τόσο καταρρακωμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε τόν ἀκολούθησε πιστά. Ἔφτασε μέχρι τό σταυρό μαζί του. Στάθηκε κοντά στήν ἀβάσταχτα πονεμένη μητέρα του, μητέρα του κι αὐτή, ἀπό ἐκεῖνες πού ἀπέκτησαν τό δικαίωμα νά ὀνομάζονται ἔτσι, διότι «ἐποίησαν τό θέλημα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 12,50). Καί τώρα, τρεῖς ἡμέρες ἀφότου τόν κήδεψε μαζί μέ τούς λίγους δικούς του πού τοῦ ἀπέμειναν, ἀντικρύζει τοῦτο τό φοβερό θέαμα: Χάθηκε ὁ νεκρός. Ὁ Κύριός της «ᾔρθη» (Ἰω 20,2.13).
«Δέν γνώριζε ἐντελῶς τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση κι οὔτε ἔβαζε κάτι τέτοιο ὁ νοῦς της», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα·ἁπλή καί βασανισμένη. Ἀδυνατοῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς -ἔστω αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ μοναδικός προφήτης, ὅπως τόν πίστευε- θά μποροῦσε νά ἐπιστρέψει ἀπό τό θάνατο. Ἡ ὑπόθεση αὐτή ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνατότητές της. Γι᾿ αὐτό καί ἀναζητᾶ νεκρό τόν ἀναστημένο. Κι οὔτε τά ἀφημένα καί τακτοποιημένα σάβανα τήν προβληματίζουν καθόλου. Ἀκόμη καί οἱ δύο ἄγγελοι, πού τόσο ξαφνικά ἐμφανίζονται, δέν ἀφαιροῦν τό παραμικρό ἀπό τήν ἀγωνία της. Αὐτή ψάχνει τόν ἀγαπημένο της εὐεργέτη. Τήν κατατρώει ἡ ἀπουσία του. Μακάρι νά τόν ἔβρισκε κάπου καί θά τόν σήκωνε μονάχη, μέ τά χέρια της! «Πολλή ἡ εὔνοια καί φιλοστοργία τῆς γυναικός!», ἀναφωνεῖ ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Χωρίς τήν παρουσία του ὅλα σκοτεινιάζουν, χάνουν τό νόημά τους, δέν ἔχουν πιά καμιά σημασία. Καί εἶναι τόσο τραγική ἡ αὐταπάτη μας νά νομίζουμε ὅτι ζοῦμε, ἐνῶ βρισκόμαστε μέσα στό ἴδιο τό κράτος τοῦ θανάτου.Χωρίς τόν Ἰησοῦ τό πιό γλυκό πράγμα πού μᾶς εὐφραίνει γίνεται πικρό, κατάπικρο, ἀλλοιωμένο ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἔλλειψής του. «Κύριε», ἱκετεύει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, «θρηνοῦμε καί ζητᾶμε ἐσένα, διότι χωρίς ἐσένα δέν εἴμαστε τίποτε... Ἐσένα ποθοῦμε. Γιατί οἱ ζωντανοί νά φεύγουν μακριά ἀπό σένα πού ἀνέστησες τούς νεκρούς; Μέ τήν Ἀνάστασή σου ἄνθισε ἀπό τόν τρόμο της ἡ γέεννα, ἀλλά μαράθηκε στείρα ἡ γῆ. Οἱ πέτρες ἀπό τά μνήματα τῶν νεκρῶν σχίστηκαν, μά τά χωράφια μας δέν γνώρισαν καρπό, διότι τά σπλάχνα τους εἶναι σκληρά. Ἐσένα, Κύριε, ζητᾶμε, ἐσένα πού μᾶς ἀναζητᾶς. Οἱ γιορτές μας μεταστράφηκαν σέ πένθος καί τά τραγούδια μας σέ θρῆνο. Ἡ κιθάρα μας παίζει τραγούδι λυπητερό... Κηδεία πιό μαύρη ἀπό τό σκοτάδι...».
Καί καταλήγει ἀναστάσιμα ὁ ἱερός πατήρ: «Ὅμως θάρρος! Ἐκεῖνος πού εἶπε στίς μυροφόρες "ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ μέ ὄψονται" (Μθ 28,10), ὁ ἴδιος λέει καί σέ μᾶς: "πηγαίνετε καί πεῖτε στό λαό μου ὅτι θά μέ συναντήσουν στήν Ἐκκλησία... καί ἐκεῖ θά λάβουν τήν ἄφεση"»!
Γεγονός ἀναντίρρητο καί θεμελιακό γιά τήν πίστη μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολεῖ τήν ἐλπίδα, θεμελιώνει στήν ἀνθρωπότητα τήν πραγματική ἀλλαγή. Εἶναι ἡ συντριβή καί ἐξουθένωση τοῦ πιό φοβεροῦ κινδύνου, τοῦ πιό ἀδυσώπητου ἐχθροῦ ἀπ᾿ ὅσους λυμαίνονται τόν ἄνθρωπο, τοῦ θανάτου. Ἀνασταίνει τούς πόθους καί τίς προσδοκίες κάθε ψυχῆς, ὑπόσχεται καί ἐγγυᾶται τήν «ἄλλη βιοτή», τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, τή ζυμωμένη μέ τή χαρά καί μυρωμένη μέ τήν ἀγάπη. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη τό δῶρο τῆς Ἀνάστασης πού χαρακτηρίζει τήν ποιότητα τοῦ ἀναστημένου ἀνθρώπου.
Τήν ἀγάπη τήν πρωτοφανέρωσε στόν κόσμο ὡς «καινή ἐντολή» ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος καθόρισε τίς διαστάσεις της μέ τή σταυρική του θυσία καί ἀναστημένος τήν προσέφερε ὡς χάρισμα στή διχασμένη ἀνθρωπότητα, ἡμερώνοντας τήν ἀγριεμένη ἀπό τό μίσος καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία, στό χῶρο ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χαιρόμαστε τό σπάνιο ἀγαθό τῆς ἀγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω 4,8). Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν διά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα, λοιπόν, ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τό ἀνθρώπινο μυαλό.
Ἐντούτοις, αὐτό πού δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν οἱ διανοητικές μας δυνάμεις, τό βιώνει ἡ καρδιά μας στήν καθημερινή πράξη. Ἀρκεῖ νά ἀποδεχθεῖ τήν καθοδήγηση τοῦ θείου λόγου. Τό διατυπώνει ἁπλά, πλήν σαφέστατα, ὁ «μαθητής τῆς ἀγάπης» Ἰωάννης· «ἐάν τις εἶπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω 4,20). Ἔτσι ἡ πρός τόν ἀδελφό ἀγάπη γίνεται ἡ συγκεκριμένη πράξη, γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν ἐπουράνιο Θεό· τό σκαλοπάτι, γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐρανό. Ὁπωσδήποτε πάντως, δέν μποροῦμε νά διαδηλώνουμε αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης πρός τόν ἀόρατο Θεό, ὅταν ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει αἰσθήματα ἀποστροφῆς γιά τόν ὁρατό ἀδελφό, τόν ὁποιονδήποτε.
Πολλές οἱ παράμετροι πού κρίνουν καί διακρίνουν τή γνησιότητα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἐνῶ παράλληλα ρυθμίζουν τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό. Δύο ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ συγχώρηση ὡς ἐσωτερική κίνηση καί ἡ φιλανθρωπία ὡς ἐξωτερική ἔκφραση. Δέν εἶναι εὔκολα αὐτά τά δυό, οὔτε κατορθώνονται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Προϋποθέτουν τήν ὑπέρβαση τοῦ «ἐγώ», δηλαδή τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, καί τήν πρόσβαση στό χῶρο τῆς ἀνάστασης, στό χῶρο τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἄρρηκτο σύνδεσμο συγχώρησης, φιλανθρωπίας καί ἀγάπης διαδηλώνει ἔμπρακτα ἡ Ἐκκλησία μας μέ δύο ἀκολουθίες, τόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως καί τόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης. Ὁ πρῶτος ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία γιά τή συμπόρευση τῶν πιστῶν πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Ὁ δεύτερος σηματοδοτεῖ τό ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς πορείας. Ἡ συγχωρητικότητα ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἀγώνισμα τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· «λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας» (Ἠσ 58,6), παραγγέλλει ὁ προφήτης. Ἡ φιλανθρωπία ἐντάσσεται στούς σκοπούς τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας· «νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν», συνιστᾶ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλά ἡ φιλανθρωπία ἐκφράζεται σέ δύο ἐπίπεδα, στό ὑλικό καί στό πνευματικό. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση ἀγάπης ἡ μετοχή στίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι τόσο πολλές αὐτές οἱ ἀνάγκες μάλιστα σήμερα, πού ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι κατατρύχονται ἀπό τή φτώχεια. Ἀποτελεῖ ὅμως ὕψιστο ἔργο ἀγάπης καί ἡ προσφορά τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τό νά μοιρασθεῖς τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέ τόσες ψυχές πού κυριολεκτικά λιμοκτονοῦν πνευματικά. Αὐτό ἀκριβῶς δηλώνει τό γεγονός ὅτι στόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διαβάζεται τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα σέ διάφορες γλῶσσες. Εἶναι θέμα ἀγάπης ἡ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στούς λαούς. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τή σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔργα του εἶχε ὀργανώσει καί θαυμάσιες ἱεραποστολές.
Ἀπό τά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη, οἱ ἀπόστολοι καί στή συνέχεια οἱ ἱεραπόστολοι ἀνά τούς αἰῶνες ὑποβάλλονται σέ κόπους καί θυσίες, γιά νά φέρουν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης καί τό παράγγελμα τῆς μετάνοιας σέ κάθε ψυχή. Καί μετέχουν στό ἔργο αὐτό ὅλοι οἱ πιστοί, ὅσο καί ὅπως ὁ καθένας δύναται· πάντως ὅλοι μέ τήν προσευχή καί τό ἐνδιαφέρον τους γιά τή διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Συγχωρητικότητα καί ἀγάπη ἔμπρακτη πρός τόν ἀδελφό ἐγγυῶνται τήν εἰλικρίνεια τῶν πρός τόν Θεό αἰσθημάτων μας. Καί εἶναι αὐτά τά δια πού καλλιεργοῦν, ἀνυψώνουν, πυροδοτοῦν, τρέφουν καί δυναμώνουν τήν ἀγάπη μας στόν Θεό καί ἐγκαθιστοῦν στή γῆ τή βασιλεία του.
Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἀποκαμωμένος μέσα στή σκληρή ζωή πού τοῦ ἔμαθε τήν ἀπογοήτευση καί τοῦ δίδαξε τήν ἐπιφυλακτικότητα καί τήν ἐχθρότητα, τίποτε δέν λαχταρᾶ τόσο ὅσο τήν ἀγάπη. Ἀκόμη καί ὅταν παριστάνει τόν «σκληρό» ἤ τόν ἀδιάφορο, καί ὅταν ἐπαναστατεῖ, καί ὅταν καμώνεται τόν ἱκανοποιημένο μέσα στήν ἐγωιστική του ἀπομόνωση, διψᾶ γιά ἀγάπη. Ὅσοι εἴδαμε νά φωτίζει τόν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς μας τό «Χριστός ἀνέστη» δέν ἔχουμε δικαίωμα νά θάψουμε αὐτό τό φῶς μές στόν ἐγωισμό καί τή μικροψυχία. Χρέος μας εἶναι νά τό μεταλαμπαδεύσουμε καί σέ ἄλλες ψυχές, ὄχι τόσο ὡς λεκτικό μήνυμα ὅσο ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη. Μέ τήν μεγαλόψυχη προσφορά συγγνώμης πρός ἐκείνους πού μᾶς ἔχουν πικράνει καί μέ τή μετοχή στίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ, νά ἀφήσουμε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη, τό μύρο πού ἀναβλύζει ἀπό τόν ἄδειο τάφο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Εἶναι τό σίγουρο θεμέλιο γιά μία πιό θεάρεστη ἀλλά καί πιό ἀνθρώπινη ζωή· ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι «ἀληθῶς ἀνέστη» ὁ Κύριος!
![]() Τό «θαυμαστόν καί μέγα» τοῦτο γεγονός σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ καί συγχρόνως συνοψίζει τή θεολογία ὅλων τῶν γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπιβεβαιώνει τόν Εὐαγγελισμό καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου: Τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο τότε ἑνωμένο μέ τή θεία φύση συνελήφθη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ στή μήτρα τῆς Παναγίας μας καί γεννήθηκε στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, αὐτό τό διο ἀναλαμβάνεται τώρα στούς οὐρανούς. Διευρύνει τή Μεταμόρφωση: Τή θεϊκή δόξα τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀξιώθηκαν νά δοῦν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, τήν ἀτενίζουν στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὅλοι οἱ μαθητές. Μπαίνουν στή διάσταση τῆς πνευματικῆς συχνότητας καί βλέπουν τόν Θεό μέ τά μάτια τους! Ἐπιμαρτυρεῖ τήν Ἀνάσταση: Εἶναι μιά ἐπίσημη -ἡ τελευταία στή διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν- ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Προετοιμάζει τήν Πεντηκοστή: Ἀνεβαίνοντας στά οὐράνια, τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐγκαινιάζει τή γέφυρα μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὥστε νά κατεβεῖ στή γῆ ὁ Παράκλητος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Προαναγγέλλει τή Δευτέρα Παρουσία: Οἱ ἄγγελοι διαμηνύουν στούς μαθητές τήν παρήγορη ὑπόσχεση: «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11). Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόν δικό μας χωροχρόνο. Ἔτσι, τήν ὥρα πού ἀπομακρύνεται ἀπό τά μάτια τῶν μαθητῶν του ὁ Κύριος εἶναι ἐπίσης «ὁ ἐρχόμενος» (Β΄ Ἰω 7). Κι αὐτή ἡ προσμονή του γλυκαίνει τήν ἔμπονη πορεία τῶν δικῶν του σ᾿ αὐτή τή γῆ. Δίνει ἄλλη διάσταση στή ζωή τους. Ἡ θεολογία τῆς Ἀναλήψεως, ὅπως διδάσκεται στά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὑπερβαίνει τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων καί εἰσάγει στόν ἀπρόσιτο χῶρο τοῦ μυστηρίου. Γι᾿ αὐτό καί τόν σίγουρο τρόπο προσεγγίσεως τῆς Ἀναλήψεως προσφέρουν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐπενδύονται καί νοηματοδοτοῦνται ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός. Ἐνδεικτικά θά ἀναφερθῶ σέ δύο μυστήρια. Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς μας ἀναγεννήσεως, ἀντλεῖ τήν ἀναγεννητική του δύναμη ἀπό τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας ἡ ἔκπαγλη δόξα καταδεικνύεται στό γεγονός τῆς θείας Ἀναλήψεως. Μέ τίς πληγές τοῦ μαρτυρίου του στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά καί μέ τή θεϊκή του λαμπρότητα ὁ Κύριος ἀνελήφθη, ἀνοίγοντας γιά μᾶς τό δρόμο πού ἡ πτώση εἶχε καταστήσει ἀπροσπέλαστο. Κανείς ἄλλος δέν εἶχε αὐτή τή δύναμη, διότι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω 3,13). Ἡ σταθερότητα καί ἡ αὔξηση τῶν πιστῶν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζεται μέ τή μετοχή τους στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό σῶμα Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε μᾶς προετοιμάζει γιά τή δική μας ἄνοδο στόν οὐρανό. Μ’ αὐτή τή βεβαιότητα δέεται ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής: «Ὁ τῇ ἐνδόξῳ σου Ἀναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα καί τοῦτο τῇ δεξιᾷ καθέδρᾳ τιμήσας τοῦ Πατρός, ἀξίωσόν με, διά τῆς τῶν ἁγίων σου μυστηρίων μεταλήψεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τῶν σῳζομένων τυχεῖν». Τό ἀναλημμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ κατατέθηκε στόν οὐρανό ὡς ἀδαπάνητο συνάλλαγμα, ἐγγύηση καί θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας, πού περπατᾶ ἀκόμα στή γῆ, ἀλλά φέρεται μέ μία δυναμική φορά πρός τά ἄνω, στό θρίαμβο τοῦ οὐρανοῦ. Ἀναγεννημένο καί ἑνωμένο μέ τόν Κύριο τό ἀνθρώπινο γένος «συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 2,6) μαζί μέ τόν Χριστό, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θεωρεῖ ὡς γεγονός συντελεσμένο τήν ἐγκατάσταση τῶν πιστῶν στόν οὐρανό καί τό συνδοξασμό τους μέ τόν Ἰησοῦ. Καί εἶναι! Ὅταν ἀπό ἕνα χαρμάνι παίρνουμε ἕνα δεῖγμα, ἐνυπάρχουν σ᾿ αὐτό τά στοιχεῖα ὅλου τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται τό δεῖγμα. Ἔτσι, στό ἔνδοξο σῶμα τοῦ θεανθρώπου Κυρίου, πού ἤδη βρίσκεται στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἐνυπάρχει ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, ἡ ἀνθρώπινη φύση. Οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ κι ἡ θεϊκή του δόξα ἀντανακλοῦν σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τώρα σκιωδῶς καί διά τῆς πίστεως, κατά τή Δευτέρα Παρουσία του ὁλοκληρωτικά καί «δι᾿ εδους», πραγματικά. «Σήμερον (δηλ. κατά τήν Ἀνάληψη) καταλλαγαί (=συμφιλίωση) τῷ Θεῷ πρός τό τῶν ἀνθρώπων γεγόνασι γένος... Οἱ τῆς γῆς ἀνάξιοι φανέντες (δηλ. οἱ ἄνθρωποι) εἰς τόν οὐρανόν ἀνήχθημεν (=ἀνυψωθήκαμε)». Μ᾿ αὐτές τίς σύντομες ἀλλά τόσο μεστές φράσεις προσδιορίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν πρακτική διάσταση τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τήν προσφορά της στό ἀνθρώπινο γένος. Σέ μιά ἐποχή ὑλοκρατίας καί ὑλοφροσύνης, σέ ἕναν κόσμο πού ἀσφυκτιᾶ αὐτοπεριοριζόμενος στόν στενό ὁρίζοντα τῶν ἐνδογήινων ἐπιδιώξεών του, ὁ σημερινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τραγικός δεσμώτης, ἀνασφαλής καί ἀβέβαιος ἀκόμη καί μές στόν χρυσό πύργο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ του. Πνίγεται μέσα στά δια τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ζητᾶ νά κατακτήσει. Ἀναγκαιότητα ἀνυπέρθετη γιά τή συνέχεια τῆς ζωῆς του ἡ ἐπιστροφή «εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν». Ἐκεῖ ἁπλώνεται φωτεινός ὁρίζοντας καί παρακλητική βεβαιότητα ἐγγίζει τήν κουρασμένη ψυχή. Ἐκεῖ διανοίγεται τό ἀδιέξοδο, προσφέρεται ἡ κατακόρυφη διέξοδος, ἡ ἄλλη διάσταση, πού τείνει πρός τήν πραγματική πατρίδα μας, τόν οὐρανό. Τό πανάγιο χέρι τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, καθώς ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς, εὐλογεῖ αὐτούς πού ἀφήνει στή γῆ, ὑπογράφει τό συμβόλαιο τῆς εἰρήνης πρός τόν Πατέρα, τή διαθήκη τῆς αἰώνιας ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς του. Κι εἶναι σάν νά τούς γνέφει ὅτι ἐκεῖ, στούς οὐρανούς, τούς περιμένει κι αὐτούς. Στέργιος Ν. Σάκκος
|
![]() Κατέβηκαν στήν Ἰερουσαλήμ ἀπό τό ὄρος οἱ μαθητές «μετά χαρᾶς μεγάλης». Δέν ἔβλεπαν πιά τό δάσκαλό τους μέ τά σαρκικά τους μάτια, ἀλλά τόν ψηλαφοῦσαν μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις τους κι αὐτό τούς γέμιζε «χαρά μεγάλη». Ἄς συγκεντρωθοῦμε κι ἐμεῖς στό ὑπερῶο μας, δηλαδή στό νοῦ μας, κι ἐπιμένοντας ἐκεῖ στήν προσευχή, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τούς ἐμπαθεῖς καί γήινους λογισμούς. Ἔτσι θά ὑποδεχθοῦμε καί τήν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καί θά προσκυνήσουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό ἅγιο Πνεῦμα καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τόν αἰώνα τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Γρ. Παλαμᾶ, «Ὁμιλία 22α, εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἐν ᾗ καί περί παθῶν καί ἀρετῶν» ΕΠΕ 10,66-68 Ἐλεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.
|
᾿Αλλά, γιά νά κατακτήσουμε αὐτήν τήν οὐράνια καί θεϊκή τιμή, ἀπαιτεῖται νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἀνειλημμένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, χριστιανοί γνήσιοι. Δέν εἶναι ἀλλιῶς εὔκολο νά πιστέψεις στήν ᾿Ανάληψη. Χρειάζεται πρῶτα νά μαθητεύσεις στόν ᾿Ιησοῦ καί στό Εὐαγγέλιό του, νά ξεπεράσεις τήν ἀντίρρηση καί τήν ἀποδοκιμασία τοῦ κόσμου, νά σταθεῖς στό πραιτώριο, νά ἀνεβεῖς στόν σταυρό, γιά νά φθάσεις στήν ἀνάσταση κι ἀπό ἐκεῖ νά πορευθεῖς στήν δόξα τῆς ἀναλήψεως. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά γίνει ἡ ᾿Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ προσωπικά δική μας, πρέπει ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτα νά ἀναληφθοῦμε ἀπό τά φθαρτά καί γήινα. Νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τόν «ὄγκον» (῾Εβ 12,1) τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς αὐταρέσκειας· νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας· νά ἀφήσουμε τόν κόσμο καί τήν νοοτροπία του καί νά στραφοῦμε στόν Σωτήρα Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού τόν ξεπροβοδίσαμε στούς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου καί τόν περιμένουμε νά ξανάρθει.
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀπορρίπτουμε τήν παροῦσα ζωή· ἀντίθετα, τήν κερδίζουμε γιά τήν αἰωνιότητα, τήν ἀξιοποιοῦμε καί τήν χαιρόμαστε χωρίς τήν πίκρα τῆς ἁμαρτίας, χωρίς τόν φόβο τοῦ θανάτου. Καί πρό πάντων δέν σημαίνει ὅτι πιστεύουμε σέ μία οὐτοπία· οἱ οὐρανοί γιά μᾶς δέν εἶναι χῶρος παραμυθένιος. Εἶναι ἡ διάσταση τοῦ πνεύματος, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε ἀπό τώρα, ἀπό τήν στιγμή πού τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω μας καί μᾶς καθαρίζει μυστηριακά μέ τήν μετάνοια καί τήν θεία Κοινωνία. Οἱ οὐρανοί εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς, ἡ ζωή τῶν λυτρωμένων.
᾿Αποφεύγοντας τήν περιπλάνηση στά ἀβέβαια μονοπάτια τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας καί διανόησης, μελετῶ τή θεώρηση τῆς πίστεως καί ἐπιχειρῶ μία σταχυολόγηση τῶν σχετικῶν θέσεων τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εκεῖ ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἕνα κακό πού δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει. Τόν ἔφερε στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία (Γέ 3,14-19) καί, παρ᾿ ὅλο πού ὅλοι ἀναγνωρίζουν τήν παγκόσμια ἰσχύ του, κανείς δέν ὑποτάσσεται ἀδιαμαρτύρητα σ᾿ αὐτόν. Μόνο μέ τήν πίστη, τήν ὁλοκληρωτική παράδοση στήν πανσοφία τοῦ πανάγαθου Θεοῦ κατορθώνουν οἱ προφῆτες νά ἀνακαλύψουν τήν ἐξαγνιστική ἀξία τοῦ πόνου. Διαπιστώνουν ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἡ φωτιά πού καθαρίζει τό μέταλλο τῆς ψυχῆς ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας. Παραδέχονται τήν παιδαγωγική του ἀξία καί καταλήγουν νά τόν δοῦν ὡς ἔκφραση τῆς θείας εὔνοιας. ῎Ετσι μαθαίνουν νά ἀποδέχονται τόν πόνο σάν τήν ἀποκάλυψη ἑνός θεϊκοῦ σχεδίου. Τό καταρτίζει καί τό θέτει σέ ἐνέργεια ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο παραμένει ἀνεξήγητο, ἕνα μυστήριο.
῾Ωστόσο, γιά τόν πιστό τά παθήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς γίνονται ἀθλήματα, ἀφορμή γιά τήν πνευματική ὁλοκλήρωση καί τόν ἐξαγιασμό του. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ κλασική παλαιοδιαθηκική μορφή πονεμένου δικαίου, ὁ πολύπαθος ᾿Ιώβ, χαρακτηρίζεται καί πολύαθλος. Αἰῶνες ἀργότερα μελετώντας τά παθήματα ἐκείνου τοῦ δικαίου ἕνας ἅγιος διδάσκαλος χτυπημένος σκληρά ἀπό τόν πόνο, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, συνοψίζει· «Δέν ὑπάρχει συμφορά ἀνθρώπινη πού δέν ὑπέμεινε αὐτός ὁ στερεότερος κι ἀπό κάθε διαμάντι· σήκωσε συγχρόνως τήν πείνα, τή φτώχεια, τήν ἀρρώστια, τήν ἀπώλεια τῶν παιδιῶν του καί τήν καταστροφή τόσων πραγμάτων. Μετά ἀπ᾿ αὐτά τόν ἐπιβουλεύτηκε ἡ γυναίκα του, τόν πρόσβαλαν οἱ φίλοι του, τόν πολέμησαν οἱ εὐεργετημένοι του· καί μέ ὅλα αὐτά ἀποδείχθηκε πιό στέρεος ἀπό κάθε βράχο». Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ᾿Ιώβ ζῆ πρίν ἔλθει ἡ θεία χάρη, πρίν ἀκόμη δοθεῖ ὁ Νόμος.
᾿Αλλά ὁ ᾿Ιώβ, ὅπως καί ὁ ᾿Ιωσήφ, ὁ Μωυσῆς, ὁ ᾿Ιερεμίας καί τόσοι ἄλλοι δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης παράλληλα πρός τήν ἱστορική τους ὑπόσταση ἔχουν καί προφητική. Προτυπώνουν τόν Δοῦλο τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο ὁ πόνος ἀποτελεῖ τό διακριτικό του γνώρισμα. ᾿Εκεῖνος εἶναι ὁ «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν» (᾿Ησ 53,3). Δέν πάσχει γιά λογαριασμό του -εἶναι ὁ ᾿Αναμάρτητος- ἀλλά ἑκούσια ἐκπληρώνει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· «τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται» (᾿Ησ 53,4) καί τελικά φέρνει σέ ὅλους τήν ἴαση καί τήν εἰρήνη.
Στήν ἐπίγεια πορεία του ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός στάθηκε μέ εὐαισθησία μπρός στόν ἀνθρώπινο πόνο. «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) τούς ἀσθενεῖς καί πονεμένους. Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ θεραπεῖες καί οἱ νεκραναστάσεις πού ἐπιτέλεσε προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς νίκης καί κυριαρχίας του ἔναντι τοῦ πόνου. ῾Η σταυρική του θυσία, ἡ ὑπέρτατη μορφή πόνου, ἔφερε τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἀτέλειωτη χαρά στό γένος τῶν ἀνθρώπων.
᾿Αλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν καταργεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐπικυρώνει. Μέσα στό δικό της φῶς προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀπαίτηση τοῦ Κυρίου γιά τήν ἄρση τοῦ καθημερινοῦ σταυροῦ (Λκ 9,23). Γιά νά εἰσέλθει «εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ» (Λκ 24,26) ὁ Διδάσκαλος γνώρισε θλίψεις καί διωγμούς. Τόν ἴδιο δρόμο ὀφείλουν νά βαδίσουν καί οἱ μαθητές του (Μθ 10,24· ᾿Ιω 15,20). Τό προλέγει ὁ ἴδιος ἀπερίφραστα· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). Μ᾿ αὐτή τήν πεποίθηση οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι μετά τούς ραβδισμούς πορεύονται «χαίροντες... ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5, 41). Μ᾿ αὐτή τή βεβαιότητα ὁ ἀπόστολος Πέτρος διδάσκει τούς πιστούς νά χαίρονται μέσα στίς θλίψεις, διότι ἔτσι γίνονται κοινωνοί στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (Α´ Πέ 4,13). ᾿Αντίστοιχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει τούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς ὅτι διά τῶν θλίψεων ἀξιώνονται «μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ (τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ)» (῾Εβ 12,10), ἐνῶ μακαρίζει τούς Φιλιππησίους διότι «ὑμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φι 1,29).
Συνηθισμένοι στήν παντελῆ ἀπουσία ἄσκησης καί στήν ἀλόγιστη ἄνεση πού μᾶς ἐξασφαλίζει ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, νιώθουμε ἐντελῶς ἀσύμβατο μέ τή ζωή μας τόν πόνο. Δέν εἶναι μάλιστα ἀσυνήθιστη καί ἡ νοοτροπία ὅτι «ἐφόσον εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νά μοῦ ἔρχονται ὅλα καλά καί ρόδινα». Πόσο ἀπέχουμε ἀπό τή λογική τῶν ἁγίων, πού θεωροῦσαν τίς θλίψεις ἐπίσκεψη Κυρίου, ἀπό τή θέση τοῦ ἴδιου τοῦ ᾿Αρχηγοῦ μας! ᾿Εκεῖνος διά τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου ὁδήγησε στήν ἀνάσταση τήν ἀνθρώπινη φύση. «᾿Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», παιανίζει ἡ ᾿Εκκλησία του. Πότε, ἄραγε, θά υἱοθετήσουμε τή δική της λογική; Πότε θά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 132-134
῾Η ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἱστορική ἀγγελία, τό σπουδαιότερο ἄγγελμα πού ἀκούστηκε στήν ἱστορία. ᾿Αναγγέλλει τό μεγαλύτερο γεγονός πού συνέβη στήν ἀνθρωπότητα καί συνδέεται μέ τό πιό καίριο παράγγελμα πού ἄκουσε ποτέ ὁ ἄνθρωπος, τή μετάνοια.
᾿Εδῶ ἀκριβῶς, στή μετάνοια, ἔγκειται ἡ βίωση τοῦ μηνύματος τῆς ᾿Ανάστασης ἀπό τόν ἄνθρωπο σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Διότι ἡ μετάνοια, γεγονός ἀποκλειστικά καί ἀπόλυτα προσωπικό τοῦ πιστοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός ἀποδέχεται καί προσυπογράφει τό ἄγγελμα τῆς ᾿Ανάστασης. ῾Η πρακτική εἶναι μεγαλειώδης, καθότι μυστηριακή, ἀλλά καί ἁπλή, προσεγγίσιμη ἀπό τόν καθένα· Μετανοώντας ὁ χριστιανός ἀφήνεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν. Καί γίνεται αὐτή ἡ πνευματική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου μία ἀσάλευτη καί ἀξιόπιστη μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τόν θεῖο καί σωτήριο συνδυασμό τῶν δύο γεγονότων, τῆς ἀνάστασης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τῆς προσωπικῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου πού μετανοεῖ, ἐκφράζει καί ἐπαγγέλλεται στόν κόσμο ἡ ᾿Εκκλησία καί συγκεκριμένα ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Καί ἡ μέν πραγμάτωση τῆς μετάνοιας ἐπαφίεται στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ ἀγγελία τῆς ἀνάστασης εἶναι τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας θεολογικά, ἱστορικά ἀλλά καί πρακτικά.
Τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χρυσόδετο ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού βρίσκεται πάνω στήν ἁγία Τράπεζα κάθε ὀρθοδόξου ναοῦ, εἰκονίζει στή μία ὄψη του τήν σταύρωση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί στήν ἄλλη τήν ἀνάστασή του. Συμβολίζεται ἔτσι πολύ παραστατικά ἡ θεμελιακή θεολογική ἀλήθεια τῆς πίστης μας ὅτι ὁ σταυρός καί ἡ ᾿Ανάσταση ἀποτελοῦν ἕνα καί τό αὐτό γεγονός.
῾Η δισχιλιετής πορεία τῆς ᾿Ορθοδοξίας στήν ἱστορία εἶναι τό πιό εὔγλωττο ὑπόμνημα στήν ᾿Ανάσταση, ἡ συγκλονιστική λιτάνευση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἀνά τούς αἰῶνες. Καί μόνον ἡ διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος ἐν μέσῳ τῶν παντοδαπῶν ἐπιθέσεων πού δέχθηκε αὐτό ἀπό τήν ποικιλώνυμη αἵρεση καί τήν πολύμορφη πλάνη, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν ᾿Ανάσταση.
᾿Αλλά καί ἡ πράξη τῆς ᾿Ορθοδοξίας συμπλέκεται μέ τήν ᾿Ανάσταση, καθώς ἡ ᾿Ορθοδοξία γίνεται τό «φίλημα τῆς ζωῆς» γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, γιά τή γηράσκουσα καί φθίνουσα ἀνθρωπότητα. ῎Ηδη μνημόνευσα τή μετάνοια, τήν ὁποία ἡ ᾿Ορθοδοξία διασώζει στήν ἀρχική μυστηριακή της βάση. Κρατώντας τήν ἀρχική παράδοση ἡ ᾿Ορθοδοξία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπέρβαση. Κι εἶναι ἀσφαλῶς μία ὑπέρβαση ἡ μετάνοια· ὁ πιστός ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀθλιότητά του, ἀλλά καί τή δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού τόν λυτρώνει, αὐτόν τόν ἁμαρτωλό, τόν ἀνακαινίζει, τόν ἀνασταίνει καί τόν καθιστᾶ παιδί ἀγαπημένο τοῦ Θεοῦ, μέτοχο τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
Διά τοῦ σταυροῦ ἡ χαρά
Εἶναι βέβαια ὀδυνηρό ν᾿ ἀντικρύσεις κατάματα τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σου, νά ὁμολογήσεις τήν ἐνοχή σου. Εἶναι ἕνας σταυρός. ᾿Αλλά ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν σταυρό, τόν κάθε εἴδους σταυρό, δηλαδή μέ τόν πόνο, τήν ταπείνωση, τήν ἑκούσια στέρηση, τήν ἄσκηση. Φωτίζει τό σταυρό μέ τό φῶς τῆς ᾿Ανάστασης. Τό βίωμα καί τό μήνυμά της εἶναι· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
῾Ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας προσιδιάζει στήν ᾿Ορθοδοξία. ᾿Αγνοεῖται ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες· τόσο ἀπό τίς προτεσταντικές, πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἔχουν καταλύσει τά μυστήρια καί καταργήσει τήν ἱερά παράδοση, ὅσο καί ἀπό τόν ὁμόλογό τους Παπισμό, πού ἀπό τήν καθέδρα τῆς αὐθεντίας ἀλλοίωσε τήν ἱερά παράδοση καί νόθευσε τά μυστήρια. Καί οἱ δύο παρατάξεις τῆς Δύσης συμπλέοντας μέ τό πνεῦμα τῆς ἄνεσης καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας ἔχουν ἐξορίσει τήν ἄσκηση καί τό σταυρό ἀπό τή ζωή. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀλλοτριωθοῦν καί ἀπό τήν ᾿Ανάσταση.
῾Η ἀλλοτρίωση αὐτή εἶναι ἔκδηλη στή λατρεία καί στίς γιορτές τους. ῾Η φαντασμαγορία καί ὁ θόρυβος πού χαρακτηρίζει τή γιορτή τῶν Χριστουγέννων στή Δύση, μέ τό παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δένδρο καί τά χρυσοστόλιστα λαμπιόνια, ὑποβοηθεῖται ἀπό τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί αὐτό ὑπερτονίζει ἀγνοώντας παντελῶς τό μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ. Τό Πάσχα, ὅπου κυριαρχεῖ τό ἑκούσιο Πάθος καί ἡ σταυροαναστάσιμη δόξα τοῦ Θεανθρώπου, στοιχεῖα καθαρά ὑπερβατικά, ἐλάχιστα ὑπολογίζονται ἀπό τούς δυτικούς. Παρατηρεῖται βέβαια κάποια συναισθηματική κυρίως συγκίνηση τή Μεγάλη Παρασκευή ἀλλά μόνο αὐτό, τίποτε περισσότερο. Παραμένει ἄγνωστο τό μυστήριο, ἀνύπαρκτη ἡ μέθεξη τοῦ πιστοῦ σ᾿ αὐτό, ἀπρόσιτη ἡ χαρά καί ἡ δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
Κέντρο ἡ ᾿Ανάσταση
῾Υστερεῖ σαφῶς ἡ λατρεία τῆς Δύσης, καθώς οἱ προτεστάντες τήν ἀπογυμνώνουν ἀπό τόν μυστηριακό της χαρακτήρα καί οἱ παπικοί τήν κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τοῦ φεστιβάλ. ᾿Αντίθετα ἡ ᾿Ορθοδοξία, στή σωστή της -ἐννοεῖται- ἔκφραση, βιώνει τή λατρεία ἐν μυστηρίῳ, μέ κατάνυξη, δάκρυα, ἀλλά καί ἀγαλλίαση. ῎Εχει τή λογική, ἀέναη λατρεία, πού σημαδεύεται ἀπό τή χαρμολύπη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κορυφώνεται στήν ἀκολουθία τῶν Σεπτῶν Παθῶν κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ στό θρίαμβο τῆς ᾿Ανάστασης.
Καί δέν σταματᾶ ἐκεῖ. ῾Η ᾿Ανάσταση ἁπλώνεται σ᾿ ὅλη τή Διακαινίσιμη ῾Εβδομάδα, καταυγάζει τό χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο, συνέχει καί διαποτίζει ὅλο τόν ἡμερολογιακό κύκλο. Μέ τή νηστεία τῆς Τετάρτης, ἡμέρας τῆς προδοσίας καί παράδοσης τοῦ Κυρίου, καί τῆς Παρασκευῆς, ἡμέρας τῆς σταύρωσής του, κοινωνοῦμε στόν σταυρό καί στά τίμια πάθη του, ἐνῶ μέ τήν ἀναστάσιμη χαρά τῆς Κυριακῆς μετέχουμε στήν ἁγία του ἀνάσταση καί τήν καταγγέλλουμε στόν κόσμο. Καί μόνο τό ὄνομα τῆς μέρας αὐτῆς μέ τή μυστική ἔννοιά της ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού θά μποροῦσε νά ὀνομάζεται καί ᾿Αναστάσιμη, ἡμέρα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, εἶναι μία κραυγαλέα μαρτυρία τῆς ᾿Ανάστασης.
῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν εἶναι ἕνας κλάδος τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι ὅλος ὁ Χριστιανισμός, διότι εἶναι ὅλη ἡ ᾿Εκκλησία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναστημένος καί ζῶν ἐν μέσῳ ἡμῶν «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι κυρίως ὁ ἐπιζῶν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀγρυπνοῦσα καί ἀναμένουσα νύμφη, ἡ ἐπισπεύδουσα τόν ἐρχομό τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, πού νικητής τοῦ θανάτου βγῆκε ἀπό τόν τάφο καί χάρισε στήν ᾿Εκκλησία καί δι᾿ αὐτῆς στόν κόσμο ὅλο τή βεβαιότητα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ορθοδοξία = ᾿Ανάσταση
῾Η ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία κέντρο της ἔχει τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐκεῖνος τήν παρέδωσε κατά τό Μυστικό Δεῖπνο. Αὐθεντικά τό διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή (11,23-26). Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἀπόστολος, λίγο παρακάτω στήν ἴδια ᾿Επιστολή (15,3), καταθέτοντας τή μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου χρησιμοποιεῖ καί ἐκεῖ τά ἴδια ρήματα «παρέλαβον καί παρέδωκα», μέ τά ὁποῖα ἀναφέρθηκε στό Μυστήριο. ῾Υπογραμμίζει ἔτσι τόν ἄρρηκτο δεσμό θείας λατρείας καί ᾿Ανάστασης. ῾Ο ἴδιος δεσμός εἶναι ἐμφανής καί στήν ἀρχέγονη θεία λειτουργία πού ἀποδίδεται στόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο καί στήν ὁποία ψάλλεται· «τόν θάνατόν σου καταγγέλλομεν, Κύριε, καί τήν ἀνάστασίν σου ὁμολογοῦμεν».
᾿Αλλά καί τά συγγράμματα καί οἱ λόγοι τῶν πατέρων καί ὁ ὑμνολογικός μας πλοῦτος, ὅλα πηγάζουν, ἐμπνέονται καί τροφοδοτοῦνται ἀπό τήν ᾿Ανάσταση. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους μας κυριαρχεῖ ὁ λόγος γιά τό φῶς. Καί φῶς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς. Αὐτός πού σπάζοντας τά κλεῖθρα τοῦ ἅδη φώτισε τό σκοτεινό μνῆμα «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει ζωντανός καί κυρίαρχος στήν ᾿Εκκλησία.
Μεταξύ ᾿Ορθοδοξίας καί ᾿Ανάστασης ὑπάρχει ὄχι ἁπλῶς στενή καί ἀδιάρρηκτη σχέση, ἀλλά οὐσιαστική καί ἀπόλυτη ταύτιση. ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Νά γιατί εἶναι μοναδική, ἀνεπανάληπτη καί ἀνυπέρβλητη στόν κόσμο ἡ ᾿Ορθοδοξία. Νά γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά ἀνασταίνει ψυχές ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί νά τίς ὁδηγεῖ στή λύτρωση. Διότι εἶναι ὁ αὐθεντικός καί ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ᾿Ανάστασης τοῦ Κυρίου της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λυτρωτοῦ μας.
α) Τή θεραπεία τῆς ψυχικῆς του παραλυσίας, τήν ὁποία τοῦ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία.
Τήν ψυχήν μου, Κύριε,
ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις
καί ἀτόποις πράξεσι
δεινῶς παραλελυμένην,
ἔγειρε τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασία,
ὥσπερ καί τόν παράλυτον
ἤγειρας πάλαι
ἵνα κράζω σεσωσμένος·
Οἰκτίρμον, δόξα, Χριστέ,
τῷ κράτει σου.
β) Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου·
...Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει
πάντα ὑποτέτακται
πάντων ἡμῶν μνήσθητι
καί ἐλέησον, Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος.
«Κι αὐτόν τόν θέλω, τόν περιμένω. Νά πεῖτε καί στόν Πέτρο. Σᾶς περιμένω ὅλους στή Γαλιλαία». Ὁ Διδάσκαλος! Ἦταν ὡραῖα τότε μαζί του. Οἱ μαθητές κοντά του σέ ὁδούς ζωῆς. Δέν θά τέλειωνε ποτέ αὐτή ἡ χαρά. Πορεῖες, περιοδεῖες, διδαχές, συνομιλίες, θαύματα. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ μορφή του, ἡ φωνή του, τό βλέμμα του, ἡ παρουσία του. Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναζητώντας τόν ἄνθρωπο. Κι αὐτοί κοντά του νά βλέπουν τούς οὐρανούς ἀνοιγμένους κι ἀγγέλους ν᾿ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν. Προφῆτες καί βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν πεθυμήσει βαθιά νά δοῦν ἀλλά δέν εἶδαν, ν᾿ ἀκούσουν ἀλλά δέν ἄκουσαν ὅσα ἔβλεπαν κι ἄκουγαν αὐτοί. Μυστήρια πού κι οἱ ἄγγελοι λαχταροῦσαν νά σκύψουν νά δοῦν. Κι ὁ Πέτρος ἔζησε πολλές φορές τό θάμβος, τό δέος, τήν ἔκσταση. Ὅπως τότε στή Γεννησαρέτ μετά ἀπό ᾿κείνη τήν ἄγονη νύχτα πού κόντεψαν νά σκιστοῦν τά δίχτυα στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ τότε πού περπατοῦσε πάνω στά κύματα κοιτώντας τά μάτια Του. Ἤ στό Θαβώρ πού ἔπεσε κάτω στή γῆ μέσα στήν τόση λάμψη. Μπροστά του ὁ Ἰησοῦς στή θεϊκή του δόξα.
«Δέν ξέρω τί λές. Δέν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ὁρκίζομαι δέν τόν ξέρω. Δέν εἶμαι ἀπό τούς δικούς του». Ὁ Σταυρός ἦταν σκληρός κι ἀσήκωτος. Κι ὁ Πέτρος σκιάχτηκε, κρύφτηκε, ἀρνήθηκε.
«... Καί στόν Πέτρο». Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως σβήνουν ὅλα. Ὁ Ἀναστάς τά ᾿χει ξεχάσει ὅλα. Τούς ψάχνει, τούς θυμᾶται, τούς θέλει ὅλους, ἕναν-ἕναν μέ τ᾿ ὄνομά τους. Νά ξαναζήσουν μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς.
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί; Φυσιογνωμίες, κινήσεις, ἀγῶνες, ὑποσχέσεις, ἕνας δρόμος, ἕνα ὄνειρο. Ξεθώριασαν μέσα μου. Ἀρχίσαμε μαζί. Ἤπιαμε τό ἴδιο εὐφρόσυνο ποτήρι. Τραγουδήσαμε τήν ἴδια χαρά. Μεθύσαμε ἀπ᾿ τό ἴδιο Πνεῦμα. Μαζί του λέγαμε θά περπατήσουμε πιασμένοι ἀπ᾿ τό χέρι γιά πάντα. Ποῦ εἶναι; Ποῦ συναντηθήκαμε; Πῶς τούς ἔλεγαν; Πῶς χάθηκαν; Ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἄρνησης. Ὅταν ὁ Σταυρός ἄρχισε νά μᾶς τρυπάει κι ὁ πειρασμός νά μᾶς γλείφει. Δέν ἄντεξαν. Χάθηκαν μέσα στή νύχτα.
Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό χρωστοῦμε σέ ὅλους, νά τό στείλουμε σέ ὅλους. Ἡ γῆ περιμένει. Μά πρῶτα-πρῶτα οἱ πρώην μαθητές. Αὐτοί πού ἔζησαν κάποτε τή μεγάλη ἀγάπη καί τώρα τή μεγάλη πτώση. Πού ἄρχισαν, ἀλλά δέν ἔφτασαν στήν Ἀνάσταση. Πού κάποτε ἐγκατέλειψαν γιά τόν Ἰησοῦ τά πάντα, ἀλλά ὕστερα ἐγκατέλειψαν αὐτόν. Τούς ξέχασα, ὅμως Αὐτός τούς θυμᾶται καί τούς θέλει. Μέ στέλνει νά πῶ καί σ᾿ αὐτόν καί σ᾿ ἐκεῖνον καί στόν ἄλλον ὅτι περιμένει. Ἔτσι ὅπως κάποτε εἶχαν ἔρθει σέ μένα κάποιοι ἄλλοι μαθητές καί μοῦ εἶπαν: ἔλα! Μᾶς εἶπε νά σοῦ ποῦμε καί σένα. Σέ θέλει καί σένα. Μή λυπᾶσαι. Πέρασαν ὅλα. Μέ τή δικαίωση, μέ τήν Ἀνάσταση!