Εἶναι τό μήνυμα τοῦ μήνα καί ὅλου τοῦ χρόνου καί τῆς ζωῆς μας ὅλης, ἀφοῦ σέ ὅλη μας τή ζωή εἶναι μαζί μας ὁ ἀναστημένος Κύριος. Τό ὑποσχέθηκε τό ἀψευδές στόμα του·«Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Ἡ ὑπόσχεση ἀπευθύνεται στούς τότε μαθητές του, τούς συγκεντρωμένους στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ἀλλά καί στούς πιστούς του ἀνά τούς αἰῶνες. Εἴμαστε κι ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί τοῦ σήμερα, ἀποδέκτες τῆς ὑπόσχεσης τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Πῶς, λοιπόν, τήν εἰσπράττουμε; Τί νόημα ἔχει γιά μᾶς;
Κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσχεση, καί τοῦ πιό σπουδαίου καί εὐυπόληπτου ἀνθρώπου, ἔχει ἀμφίβολη τήν ἐκπλήρωσή της. Συχνά οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν ἤ δέν μποροῦν νά ἐκπληρώσουν ὅ,τι ὑποσχέθηκαν. Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο μέ τίς ὑποσχέσεις, τίς «ἐπαγγελίες», τοῦ πανάγαθου καί παντοδύναμου Θεοῦ. Αὐτές ἔχουν βέβαιη τήν ἐκπλήρωση, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Εἶναι μεγάλο τό κόστος ἀλλά καί τό κέρδος τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. Παράδειγμα ἡ ὑπόσχεση γιά τή λύτρωση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου: Κόστισε τήν ἐνανθρώπηση καί τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου. Ἀλλά πόσο τό κέρδος γιά μᾶς!Ὁ Θεός ἔγινε ὁ Ἰησοῦς, ὁ προσωπικός μας λυτρωτής, πού διαλύει τῆς καρδιᾶς μας τή μεγάλη θλίψη· ἔγινε ἐπίσης ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ μεθ᾿ ἡμῶν Θεός, ὁ παντοτινός μας σύντροφος, πού καταλύει τῆς ζωῆς μας τήν ἀφόρητη πλήξη. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπικυρώνει ἡ ὑπόσχεσή του «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι».
Εὐεργετημένη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό κέρδος τῆς θεϊκῆς ὑπόσχεσης ἀναφωνεῖ μέ τό στόμα τοῦ ὑμνωδοῦ της: «Ὤ θείας, ὤ φίλης, ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς! Μεθ᾿ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ». Καί κατέχει αὐτή τήν ὑπόσχεση ὡς «ἄγκυραν ἐλπίδος», κτῆμα πολύτιμο, πηγή ἀστείρευτης εὐφροσύνης. Μακάριοι ὅσοι μέ ἐμπιστοσύνη ἀποδέχονται τήν ἐπαγγελία τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Ὅταν γύρω τους σφυρίζουν οἱ ἄνεμοι τῶν πειρασμῶν, ὅταν ὑψώνονται ἀπειλητικά τά κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου, αὐτοί ρίχνουν τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος κι εὐθύς γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ἡ ὑπόσχεση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καταπραΰνει τά δεινά καί γιατρεύει τά βάσανα, ἐνδυναμώνει στίς ἀσθένειες καί ἀνακουφίζει στίς στενοχώριες.
Ἀλλά πῶς θά κάνουμε κτῆμα μας ὅλα αὐτά τά θαυμάσια καί ποθητά; Ἡ βίωσή τους στήν προσωπική μας ζωή προϋποθέτει τή συγκατάθεσή μας στήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ μέ τή δική μας ὑπόσχεση. Συγκατατεθήκαμε ὅλοι κατά τή βάπτισή μας, ὅταν διά τοῦ ἀναδόχου μας ἤ προσωπικά ὑποσχεθήκαμε: «Συντάσσομαι τῷ Χριστῷ». Ἐκείνη ἡ ὑπόσχεση πρέπει νά ἐνεργοποιεῖται καί νά ἀνανεώνεται καθημερινά. Αὐτό σημαίνει, διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι θά βλέπουμε τόν ἀναστημένο Χριστό παρόντα σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Πῶς; Μέ τά μάτια τῆς πίστεως. Αὐτή ἡ θέα μᾶς προσπορίζει τά μεγάλα ἀγαθά: ἐξουδετερώνει κάθε ἁμαρτία, γκρεμίζει κάθε πονηρό πάθος, διώχνει κάθε κακό. Εἶναι ἀκόμη «πάσης ἀρετῆς ποιητική, καθαρότητος καί ἀπαθείας γεννητική, ζωῆς αἰωνίου καί βασιλείας ἀπεράντου παρεκτική». Ἀναστημένε μας Κύριε, χάρισε καί σέ μᾶς τή βεβαιότητα τῆς ἀδιάκοπης παρουσίας σου, αὐτῆς τῆς ὑπέροχης ἐπαγγελίας σου! Ἀμήν.
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Γιά ποιό λόγο ἐμφανίσθηκε ὁ Παράκλητος μέ τό σχῆμα τῶν γλωσσῶν;
Γιά νά φανερώσει τήν ὑποστατική του ἕνωση μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ· δέν ὑπάρχει στενότερη συγγένεια ἀπ᾿ αὐτή πού συνδέει τή γλώσσα μέ τό λόγο.
Ἐπίσης, γιά νά προβάλει τή χάρη τοῦ κηρύγματος· ὁ κατά Χριστόν διδάσκαλος εἶναι ἀνάγκη νά ἔχει γλώσσα ἁγιασμένη ἀπό τή θεία χάρη.
Γιατί ὅμως μέ πύρινες γλῶσσες;
Διότι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Κι εἶναι πραγματικά ὁ Θεός μας φωτιά, «πῦρ καταναλίσκον» (Δε 4,24).
Ἀλλά καί ἐξαιτίας τῆς διπλῆς ἐνέργειας τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος· μπορεῖ νά εὐεργετεῖ καί συνάμα νά τιμωρεῖ. Ὅπως ἡ φωτιά ἔχει τήν ἰδιότητα καί νά φωτίζει καί νά καταφλέγει, ἔτσι καί ὁ λόγος τῆς κατά Χριστόν διδασκαλίας φωτίζει αὐτούς πού ὑπακοῦν, ἐνῶ παραδίδει σέ φωτιά καί αἰώνια κόλαση ὅσους ἀπειθοῦν.
Δέν εἶπε βέβαια «γλῶσσαι πυρός» ἀλλ᾿ «ὡσεί πυρός».
Δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἡ φωτιά ἐκείνη αἰσθητή καί ὑλική, ἀλλά ὡς ἔνδειξη τῆς φανέρωσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Γιά ποιό λόγο, τέλος, φάνηκαν οἱ γλῶσσες νά μοιράζονται σ᾿ αὐτούς;
Ἐπειδή μόνο στόν Χριστό, πού ἦλθε κι αὐτός ἀπό τόν οὐρανό, δόθηκε δίχως μέτρο τό Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα. Πραγματικά, Ἐκεῖνος καί μετά τήν ἐνανθρώπηση εἶχε ὁλόκληρη τή θεία δύναμη καί ἐνέργεια. Σέ κανέναν ἄλλο δέν μπορεῖ νά χωρέσει ὅλη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Διαφορετικά χαρίσματα μοιράζονται στόν καθένα, γιά νά μή θεωρήσει κανείς ὡς φύση τή χάρη πού δίνεται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα στούς ἁγίους.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα 24· ΕΠΕ 10,106-108.
Μετάφραση Βασ. Τάτση
![]() …Θέλετε νά μάθετε ὅτι καί αὐτή ἡ σημερινή γιορτή μπορεῖ νά γίνεται κάθε μέρα ἤ μᾶλλον γιορτάζεται κάθε μέρα; Ἄς δοῦμε ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς γιορτῆς καί γιατί τή γιορτάζουμε. Γιατί ἦρθε σέ μᾶς τό Πνεῦμα. Ὅπως δηλαδή ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, τούς πιστούς, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ποῦ τό καταλαβαίνουμε; «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ», λέει, «θά τηρήσει τίς ἐντολές μου κι ἐγώ θά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί θά σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, γιά νά μείνει μαζί σας αἰώνια, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ὅπως, λοιπόν, εἶπε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι «Νά, ἐγώ εἶμαι μαζί σας ὅλες τίς μέρες μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος, καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε τά Ἐπιφάνεια, ἔτσι καί γιά τό ἅγιο Πνεῦμα εἶπε ὅτι "αἰώνια εἶναι μαζί σας" καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε Πεντηκοστή»… Γιορτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά εὐφροσύνη. Καί εὐφροσύνη πνευματική καί τοῦ νοῦ δέν προκαλεῖ τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνείδηση πράξεων ἀγαθῶν. Κι ὅποιος ἔχει ἀγαθή συνείδηση καί τέτοιες πράξεις μπορεῖ πάντοτε νά γιορτάζει. Παλιές καί νέες εὐλογίες Θἄθελα νά ἀφιερώσω σ’ αὐτό ὅλη τήν ὁμιλία. Γιατί ἐκεῖνοι πού μετά ἀπό καιρό βάζουν κάποιους στό χέρι, δέν τούς ἀφήνουν εὔκολα. Ἐπειδή, λοιπόν, κι ἐμεῖς σᾶς πιάσαμε στά δίκτυα μας, ἐσᾶς πού ἤρθατε μετά ἀπό καιρό, δέν θέλουμε νά σᾶς ἀφήσουμε σήμερα. Ἀλλά γιά νά μή φύγετε χωρίς ν’ ἀκούσετε τίποτε γιά τή γιορτή, πρέπει μετά τήν παραίνεση αὐτή νά στρέψω τό λόγο στήν αἰτία τῆς γιορτῆς. Πολλές φορές βέβαια κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ πολλά ἀγαθά γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά σάν τά σημερινά ποτέ προηγουμένως δέν κατέβηκαν. Ἀκοῦστε, λοιπόν, ποιά ἦταν τά προηγούμενα καί ποιά τά σημερινά, γιά νά δεῖτε καί τή διαφορά τῶν δύο. Ἔβρεξε ὁ Θεός μάννα στή γῆ καί ψωμί τοῦ οὐρανοῦ τούς ἔδωσε. Ψωμί τῶν ἀγγέλων, λοιπόν, ἔφαγε ὁ ἄνθρωπος. Μεγάλο ἔργο πράγματι κι ἀντάξιο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό ἐκεῖνο, κατέβηκε φωτιά καί διόρθωσε τόν ἰουδαϊκό λαό, πού ἦταν στήν πλάνη, κι ἅρπαξε τή θυσία ἀπό τό βωμό. Κατέβηκε πάλι βροχή, ὅταν ἔλειωναν ὅλοι ἀπό τήν πεῖνα καί προκάλεσε πολύ καλή σοδειά. Μεγάλα τοῦτα καί θαυμαστά. Ἀλλά τά σημερινά εἶναι πολύ μεγαλύτερα. Γιατί σήμερα δέν κατέβηκε μάννα καί φωτιά καί βροχή, ἀλλά βροχή χαρισμάτων πνευματικῶν. Κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό νιφάδες οἱ ὁποῖες δέν διεγείρουν τή γῆ σέ καρποφορία, ἀλλά πείθουν τή φύση τῶν ἀνθρώπων νά ἀποδώσει τόν καρπό τῆς ἀρετῆς στόν Γεωργό τῶν ἀνθρώπων. Κι ὅσοι δέχθηκαν μιά σταγόνα ἀπό ἐκεῖ, ἀμέσως ξέχασαν τή φύση τους· καί ξαφνικά γέμισε ἀγγέλους ὅλη ἡ γῆ· ἀγγέλους, ὄχι ἐπουράνιους, ἀλλά πού ἔδειχναν τήν ἀρετή τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων στό ἀνθρώπινο σῶμα. Δέν κατέβηκαν βέβαια ἐκεῖνοι κάτω, ἀλλά αὐτό πού ἦταν πιό θαυμαστό, οἱ κάτω ἀνέβηκαν πρός τήν ἀρετή ἐκείνων. Δέν πέταξαν τή σάρκα οὔτε περιφέρονταν μέ γυμνές τίς ψυχές, ἀλλά παραμένοντας στή φύση τους ἔγιναν ἄγγελοι κατά τήν προαίρεση. Βροχή χαρισμάτων
Καί γιά νά μάθεις ὅτι οὔτε ἡ προηγούμενη τιμωρία ἦταν τιμωρία, ὅταν εἶπε ὅτι «γῆ εἶσαι καί στή γῆ θά ἀπέλθεις», γι’ αὐτό σ’ ἄφησε νά μένεις στή γῆ, γιά νά δειχθεῖ περισσότερο ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού μέ χωματένιο σῶμα κάνει τόσο μεγάλα ἔργα. Μποροῦσες νά δεῖς γλῶσσα πήλινη νά προστάζει τούς δαίμονες· μποροῦσες νά δεῖς χέρι πήλινο νά θεραπεύει νοσήματα. Μᾶλλον, ὄχι μόνο πήλινο χέρι μποροῦσες νά δεῖς ἀλλά κάτι πολύ πιό θαυμαστό, σκιές πηλίνων σωμάτων νά νικοῦν καί τόν θάνατο καί τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐννοῶ τούς δαίμονες. Κι ὅπως, μόλις φανεῖ ὁ ἥλιος κατατροπώνεται τό σκοτάδι, χώνονται στίς φωλιές τους τά θηρία, φονιάδες καί ληστές καί τυμβωρύχοι τρέχουν στίς κορυφές τῶν βουνῶν, ἔτσι μόλις ἐμφανίστηκε ὁ Πέτρος καί μίλησε, κατατροπώθηκε τό σκότος τῆς πλάνης, ἀνεχώρησε ὁ διάβολος, δραπέτευσαν οἱ δαίμονες, ἐξαφανίστηκαν οἱ σωματικές ἀρρώστιες, θεραπεύτηκαν νοσήματα ψυχῶν, καταδιώχθηκε κάθε κακία, ἡ ἀρετή ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ. Κι ὅπως ἀπό βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πού ἔχει χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους, κι ἄν ἕνα μικρό θησαυρό μπορέσει νά βγάλει κάποιος, κι ἕνα μόνο λίθο, κάνει πολύ πλούσιο τόν κάτοχό του, ἔτσι ἔγινε καί μ’ ὅσα ἔβγαιναν ἀπό τά στόματα τῶν ἀποστόλων. Γιατί ἦταν βασιλικά θησαυροφυλάκια τά στόματά τους, πού εἶχαν μέσα ἀποθηκευμένη θεραπευτική δύναμη. Ὅ,τι δέν μποροῦσε νά κάνει χρυσός, οὔτε πολύτιμος λίθος, αὐτό ἔκαναν τά λόγια τοῦ Πέτρου. Πόσα τάλαντα χρυσάφι θά μποροῦσαν νά ἀνορθώσουν τόν ἐκ γενετῆς χωλό; Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Πέτρου εἶχε τή δύναμη νά ἐξαφανίσει αὐτή τή φυσική ἀναπηρία. Πράγματι, ἦταν ἐκεῖνοι γιατροί τῆς οἰκουμένης καί γεωργοί καί κυβερνῆται. Γιατροί μέν, γιατί θεράπευαν ἀσθένειες· γεωργοί, γιατί ἔσπερναν τό λόγο τῆς εὐσέβειας· κυβερνῆται, γιατί ἔπαυσαν τήν ταραχή τῆς πλάνης… Δῶρο τῆς καταλλαγῆς μέ τόν Πατέρα Πράγματι ἡ φύση μας πρίν ἀπό δέκα ἡμέρες ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατέβηκε σήμερα στή φύση μας. Ἀνέβασε ὁ Κύριος τή δική μας ἀπαρχή καί κατέβασε τό Πνεῦμα τό ἅγιο... Καί γιά νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς καί ἀπορεῖ τί ἔκανε ἄραγε ὁ Χριστός ὅταν ἀνέβηκε· ἄραγε συμφιλίωσε τόν Πατέρα; Ἄραγε τόν ἔκανε εὐμενῆ; Θέλοντας νά μᾶς δείξει ὅτι τόν συμφιλίωσε μέ ἐμᾶς, μᾶς ἔστειλε ἀμέσως τά δῶρα τῆς συμφιλιώσεως. Διότι, ὅταν οἱ ἐχθροί ἑνώνονται καί συμφιλιώνονται μεταξύ τους, μετά τή συμφιλίωση ἀμέσως ἀκολουθοῦν εὐχές, δεξιώσεις καί δῶρα. Στείλαμε, λοιπόν, ἐμεῖς πίστη καί πήραμε ἀπό ἐκεῖ χαρίσματα. Στείλαμε ὑπακοή καί πήραμε δικαίωση. Ἰω. Χρυσοστόμου
Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Λόγος Α’ PG 50, 454-456 |
|
Μέ τήν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιά τούς κεκοιμημένους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστή ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι' αὐτούς, τό Σάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιά νά τούς μνημονεύουμε καί νά ἔχουμε κοινωνία μαζί τους. Σέ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τά ὁποῖα ἀφιερώνει στούς κεκοιμημένους της. Εἶναι τά μεγάλα Ψυχοσάββατα: τό ἕνα πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω καί τό ἄλλο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Μέ τό δεύτερο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τήν ἵδρυση καί τά γενέθλια γιορτάζουμε κατά τήν Πεντηκοστή. Μέσα στή μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στή γῆ καί ἡ θριαμβεύουσα στούς οὐρανούς.
Κατά τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μία παγκόσμια ἀνάμνηση «πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ' ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Μνημονεύει:
* Ὅλους ἐκείνους πού ὑπέστησαν «ἄωρον θάνατον», σέ ξένη γῆ καί χώρα, σέ στεριά καί σέ θάλασσα.
* Ἐκείνους πού πέθαναν ἀπό λοιμική ἀσθένεια, σέ πολέμους, σέ παγετούς, σέ σεισμούς καί θεομηνίες.
* Ὅσους κάηκαν ἤ χάθηκαν.
* Ἐκείνους πού ἦταν φτωχοί καί ἄποροι, καί δέν φρόντισε κανείς νά τούς τιμήσει μέ τίς ἀνάλογες Ἀκολουθίες καί τά Μνημόσυνα.
Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόπο καί χρόνο. Γι' Αὐτόν εἶναι γνωστά καί συνεχῶς παρόντα ὄχι μόνον ὅσα ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε στό παρόν, ἀλλά καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα. Τό διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό ἤ στόν ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο: «Ἐπί τό βιβλίον δέ σου καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ὁ Θεός ἔχει γραμμένες στό βιβλίο τῆς ἀγάπης του καί τίς πράξεις πού θά γίνουν στό μέλλον, ἄρα καί τίς προσευχές πού ἀναπέμπουμε τώρα γιά πρόσωπα πού ἔζησαν στό παρελθόν. Ὡς αἰώνιος κάι πανταχοῦ παρών ὁ πανάγαθος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀγκαλιάζει μέ τή θεία του πρόνοια τό ἄπειρο σύμπαν καί τούς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἔζησαν, ζοῦν καί θά ζήσουν τούς νοιάζεται ἡ ἀγάπη του· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14).
Μέ αὐτήν τήν πίστη ἀναθέτουμε στήν ἀγάπη καί στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ «ἑαυτούς καί ἀλλήλους», τούς ζωντανούς ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους μας.
Στεργίου Σάκκου, Οἱ νεκροί μας δέν χάθηκαν, 149-152
Στή μεγάλη αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων μπῆκε ὁ Κωνσταντίνος μαζί μέ τή συνοδία του, πού δέν ἀποτελοῦνταν αὐτή τή φορά ἀπό τούς γνωστούς ὁπλίτες καί δορυφόρους, ἀλλά μόνο ἀπό πιστούς του φίλους. Ντυμένος τή λαμπρή χρυσοΰφαντη πορφύρα του, τή στολισμένη μέ τά πολύτιμα πετράδια, ἔμοιαζε, κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, μέ οὐράνιο ἄγγελο. Ὁ τρόπος πού βάδιζε, οἱ κινήσεις καί τό βλέμμα του φανέρωναν τήν εὐλάβεια τῆς ψυχῆς του καί τόν θεῖο φόβο πού εἶχε φυτεύσει βαθιά μέσα του ἡ ἁγία του μητέρα.
Κάθισε στόν μεγαλόπρεπο θρόνο του. Ὁ Εὐσέβιος Παμφίλου προσφώνησε τόν αὐτοκράτορα ἀναπέμποντας γι’ αὐτόν εὐχαριστήριο ὕμνο στόν Θεό. Ἀκολούθησε σιγή. Ὁ Κωνσταντίνος ἔπειτα πῆρε τό λόγο: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού βλέπω τή σύναξή σας αὐτή, σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς. Ξεπέρασε ὁ Κύριος κάθε προσδοκία μου, καθώς συγκέντρωσε στόν ἴδιο τόπο τόσους ἱερουργούς τῶν μυστηρίων του. Ἐπιθυμία μου εἶναι νά σᾶς δῶ ὁμόφρονες. Διότι θεωρῶ ὡς τό μεγαλύτερο κακό τίς διχοστασίες μέσα στήν Ἐκκλησία. Πολύ λυπήθηκε ἡ ψυχή μου, ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι ὑπάρχει διαμάχη ἀνάμεσα στούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, στούς ἀγγελιοφόρους τῆς εἰρήνης. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σκέφτηκα νά συγκροτηθεῖ αὐτή ἡ ἱερή σύνοδος. Ὡς βασιλιάς καί σύνδουλός σας παρακαλῶ τόν Θεό νά μᾶς χαρίσει τή χάρη του, ὥστε τό τέλος νά εἶναι εἰρηνοφόρο. Ἄς μᾶς ἀξιώσει νά στήσουμε τό τρόπαιο αὐτό κατά τοῦ φθονεροῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος, μόλις καταλάγιασε ἡ θύελλα τῶν διωγμῶν, ξεσήκωσε ἐμφύλια ταραχή». Τέτοια περίπου εἶπε ὁ βασιλιάς στή λατινική γλώσσα, καί κάποιος δίπλα του διερμήνευε.
Κλήθηκε, στή συνέχεια, ὁ Ἄρειος -ὁ ἱερέας πού διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τό ρόλο τοῦ Ἰούδα- σέ ἀπολογία. Ψηλός καί σοβαρός, ἐπιβαλλόταν πάντοτε μέ τήν ἱεροπρεπῆ του παρουσία. Ὁ λόγος του, γεμάτος παλμό καί μουσικότητα, ἠλέκτριζε καί σαγήνευε τά πλήθη. Εἶχε ἤδη παρασύρει πολλούς ἀπό τούς κύκλους κυρίως τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν στρωμάτων. Εἶχε κάνει ὀπαδούς του, ἐπίσης, πολλά ἀπό τά ταραχοποιά στοιχεῖα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κατόρθωσε ἀκόμη νά προσελκύσει καί ἑπτακόσιες παρθένες ἀφιερωμένες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί πολλούς ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς!
Δέν μπόρεσε, ὡστόσο, νά πλανέψει τήν ἱερή σύναξη τῶν Πατέρων. Αὐτοί ἔφεραν πάνω τους ὄχι μόνο τά σημάδια ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλά καί τά «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γα 6, 17). Ἔφεραν στό ἴδιο τους τό σῶμα τά σημάδια ἀπό τά βασανιστήρια πού ὑπέμειναν κατά τόν τελευταῖο φοβερό διωγμό. Αὐτοί δέν ἄντεχαν ν’ ἀκοῦν τίς βλασφήμιες τοῦ Ἀρείου γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου· ὅτι δέν εἶναι Θεός ἀληθινός ἀλλά κτίσμα, καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»...
Ἡ ἀλήθεια, ἐξάλλου, καθαρή καί κρυστάλλινη ἔλαμψε κατά τή Σύνοδο. Διατυπώθηκε μέ ἀκρίβεια ἀπό τόν νεαρό διάκονο μέ τό μικρό ἀνάστημα καί τό μεγαλοφυές πνεῦμα, μέ τό ἀσκητικό σῶμα καί τήν πύρινη καρδιά. Ὁ Ἀθανάσιος μέ σοφία καί χάρη ἀντιπαρέθεσε στήν πομπώδη καί ἀόριστη φρασεολογία τοῦ Ἀρείου τόν θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μίλησε μέ τόση σαφήνεια καί μέ τέτοια ψυχραιμία, ὥστε δέν ἔμεινε κανένα σημεῖο σκοτεινό. Μπροστά στά μάτια ὅλων ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ σωριάστηκε.
«... ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Ὁ Ἄρειος ὅμως ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἡ Σύνοδος ἀναγκάστηκε νά τόν ἀναθεματίσει καί καταδίκασε ἐπίσημα τά συγγράμματά του. Προχώρησε, ἐπίσης, στή διατύπωση τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας».
Τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔγινε στή συνέχεια τό λάβαρο στούς ἀγῶνες τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Μά τοῦ στοίχισε πολύ ἀκριβά: συκοφαντίες, διώξεις, ἐξορίες... Γιά τήν ἑδραίωση τῆς ἀλήθειας ὑπέμεινε κινδύνους, ταλαιπωρίες, πίκρα καί πόνο. Ὑπερασπίστηκε, ὡστόσο, τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ ἄκαμπτο σθένος καί ἀμείωτο ζῆλο, ἀσυμβίβαστος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά δόγματα τῆς πίστεως! Καί κράτησε καί μᾶς παρέδωσε ἀλώβητη τήν Ὀρθοδοξία.
Συμπληρωμένο ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔμεινε στήν Ἐκκλησία ὡς τό «Σύμβολο τῆς πίστεως» ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων.
Πηγές
Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 3,10-13· ΡG 20,1064-1069.
Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,8-9· ΡG 67,60-100.
Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,17-21· ΡG 67,912-924.
Ἡ ἀποστολική τακτική
Ἡ ἕκτη Κυριακή μετά τό Πάσχα, δηλαδή ἡ πρό τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἀφιερωμένη στούς 318 ἁγίους πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε στή Νίκαια τό 325 μ.Χ. Τό σκοπό καί τή θέση τῆς ἑορτῆς ἀμέσως μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐξηγεῖ ὁ συναξαριστής, ὡς ἑξῆς· Οἱ πατέρες ὁμολόγησαν τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ὡς «τέλειος Θεός καί ἄνθρωπος ἀνελήφθη», «ὁμοούσιον καί ὁμότιμον τῷ Πατρί». Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ ἑορτή θεσπίστηκε νά ἑορτάζεται μετά τήν Ἀνάληψη «ὡσανεί τόν σύλλογον τῶν τοσούτων πατέρων προβιβάζοντες, τοῦτον, δή τόν ἐν σαρκί ἀναληφθέντα Θεόν ἀληθινόν καί ἐν σαρκί τέλειον ἄνθρωπον ἀνακηρυττόντων».
Ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων σκοπό ἔχει ὄχι μόνο νά τιμήσει καί νά δοξάσει τούς Πατέρες γιά τό ὄντως ὑψηλό καί μεγάλο ἔργο τους, ἀλλά νά περάσει τό μήνυμά τους στή δική μας ζωή. Ἡ μνήμη τους θά μᾶς βοηθήσει νά οἰκειωθοῦμε καί νά διατηρήσουμε τήν πίστη πού δογμάτισαν καί ὁμολόγησαν.
Πιό συγκεκριμένα, ἡ μνήμη τῶν πατέρων μᾶς καλεῖ νά μείνουμε ἀμίαντοι καί ἀμόλυντοι ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν αἱρέσεων. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό θέμα ὁ ὑμνογράφος βάζει μεσίτες πρός τόν Κύριο τούς ἴδιους τούς πατέρες καί παρακαλεῖ γιά λογαριασμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ·
Ἀλλά δέν φθάνει μόνο νά κρατήσουμε τήν πίστη τῶν πατέρων. Εἶναι ἀνάγκη νά ἐκδηλώνεται ἡ ὀρθή πίστη μας στήν καθαρή ζωή μας· ἡ ὀρθοδοξία νά συνδυάζεται μέ τήν ὀρθοπραξία. Τό μήνυμα αὐτό διατυπώνεται σ’ ἕνα τροπάριο τῆς Λιτῆς, ὅπου ὁ ποιητής ἀπευθυνόμενος πρός τούς πατέρες παρακαλεῖ·
Οἱ πατέρες πού κήρυξαν τόν Κύριον «ἄναρχον, ἄκτιστον, κτίστην τε τῶν ὅλων καί Θεόν, Πατρί συνάναρχον» γίνονται οἱ μεσίτες πού θά τόν παρακαλέσουν νά διαλύσει τήν ἀχλύ τῶν παθῶν ἀπό τήν ψυχή τοῦ ποιητοῦ·
Ἔτσι δέν εἶναι ἀπόμακροι καί ξένοι γιά τόν πιστό, ἀλλά παρακολουθοῦν ἀπό κοντά τή ζωή του καί γίνονται κοινωνοί στά προβλήματά του.